Χωρίς τελείες


Ένας φανατικός φανατισμός

2015-01-30 03:14
 
Τα τελευταία 15 χρόνια οι συντηρητικές ΗΠΑ έχουν αποδειχθεί προοδευτικές σε δύο πολύ σημαντικές περιπτώσεις: πρώτον, οι μαυροι ράπερ αποδέχθηκαν το γεγονός ότι ο καλύτερος του είδους τους είναι ο Έμινεμ, που είναι σαν να αποδέχεται ο μεγαλοφυής Τζον Κολτρέιν τον Γκλεν Μίλερ ως ανώτερο από εκείνον στο σαξόφωνο και κατά συνέπεια στην τζαζ. Δεύτερον, ο Μπαράκ Ομπάμα έγινε πρωθυπουργός των Ηνωμένων Πολιτειών. Και ενώ η περίπτωση του λευκού Slim Shady δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, δεν μπορεί κάποιος να πει το ίδιο και για τη δεύτερη περίπτωση, εφόσον κυριάρχησε το γυναίκειο στοιχείο, με τη μορφή της Χίλαρι Κλίντον, αλλά και της Σάρα Πέιλιν. Δεν ξέρω τι προτιμούν οι Συντηρητικοί Αμερικάνοι από δύο αναγκαία «κακά», αντίληψη που τους οδηγεί στην προ Λίνκολν εποχή, αλλά σε αυτήν τη φάση προτιμήθηκε ένας μαύρος πρόεδρος. Ούτως ή άλλως, σημασία έχει τι κάνεις ως κράτος, αφού πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα νιώθουν ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να ψηφίζουν και ότι οι μαύροι θα έπρεπε να είναι σκλάβοι. Πρέπει να υπάρχουν τέτοιοι, για να εμφανίζεται η αντίθεση. 
 
Στην Ελλάδα δεν είχε γίνει ποτέ κάτι παρόμοιο με αυτό που έγινε την προηγούμενη Κυριακή. Επειδή δεν έχω τη σπουδαία σχέση με την πολιτική και τις πολιτικές ορολογίες, τις τελευταίες μέρες πριν τις εκλογές είχα φροντίσει, τουλάχιστον, να έχω τα μάτια και τα αυτιά μου ανοικτά, όσο θα επέτρεπε ο ναρκισσισμός μου. Ήταν να γίνει, ήταν σίγουροι ότι θα γίνει, και έγινε. Αλλά, όπως είπα στον φίλο μου τον Αντώνη, φοβόμουν μέχρι την τελευταία στιγμή. Σαν εκείνο- για να επαναλάβω μία ιστορία που εδώ και πολύ καιρό δεν είναι ανέκδοτη αλλιώς δεν θα τη γνώριζα- που είχε πει ο Σαρλ ντε Γκολ στην είδηση του θανάτου του Γουίνστον Τσόρτσιλ: «Θα πάω στην κηδεία του, όχι για να τον τιμήσω, αλλά για να βεβαιωθώ ότι πέθανε». 
 
Έχοντας ως κριτήριο τα μέσα διαδικτυακής κοινότητας και τις διαρκείς δημοσιεύσεις (η οπτική γωνία των οποίων αλλάζει αναλόγως με τον περίγυρό σου) νιώθω ήδη πολύ κουρασμένος για λογαριασμό της νέας κυβέρνησης. Εννοείται ότι, ως αδαής, δεν εξυπηρετώ κάποιο συμφέρον. Απλώς αισθάνομαι ταλαιπωρημένος διότι οι μέρες που έχουν περάσει είναι σαν μία θητεία. Και ξαφνικά οι εκλογές μοιάζουν με μακρινό παρελθόν. 
 
Θυμάμαι, δηλαδή, να παίρνω το απολυτήριο στρατού μου την πρώτη μέρα διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, στις 5 Μαρτίου του 2004, και να μην κουνιέται φύλλο. Επίσης, θυμάμαι να ακούω στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, τον Οκτώβρη του 2009, ότι ο Γιώργος Ανδρέα Παπανδρέου ζήτησε πίστωση χρόνου της τάξης των 100 ημερών για να παρουσιάσει έργο στα πρωτοβρόχια της πολυθρύλητης κρίσης, και μάλιστα να το θεωρώ τίμια στάση. Επίσης, αν εξαιρεθεί η καταπληκτική ραδιοφωνική εκπομπή της Ελληνοφρένειας, δεν ακούστηκε κιχ. Μάλλον είναι συγκεχυμένα στο μυαλό μου, αλλά σε βενζινάδικο στα Μελίσσια βρήκαν στα 99 λεπτά το λίτρο. Μοιάζει, αυτήν τη στιγμή, με φαντασίωση. 
 
Με την πρώτη αριστερή κυβέρνηση αυτού του τόπου κάθε στιγμή, ό,τι συμβαίνει είναι εξοντωτικό. Κάθε μία από τις μέρες μοιάζει με τη μέρα της Κρίσης και ακόμα και στη μεταφορά, ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο σε λιγότερες μέρες. Αυτό που γίνεται, όμως, εδώ και αιώνες, είναι το εξής: είμαστε σκλαβωμένος λαός. Και ισχύει μάλλον γονιδιακά. 
 
Για τον νεοέλληνα, αρχής γενομένης από την απελευθέρωση από τους Τούρκους, η ελευθερία μοιάζει με τερατούργημα. Δεν μπορεί να την ταιριάξει κάπου και δεν ξέρει τι να την κάνει. Όπως έχει ξαναγραφτεί από το συγκεκριμένο πληκτρολόγιο που τώρα δεινοπαθεί, παλεύοντας να μεταμφιεστεί σε γραφομηχανή (και δεν έχουμε φτάσει καν στις Απόκριες), είμαστε η μόνη πολιτισμένη χώρα που δεν γιορτάζει την μέρα της λήξης του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, διότι εκείνη έχει συνταιριάξει με την εποχή του Εμφυλίου. Υπάρχουν και άλλα δείγματα θρησκόληπτων λαών που δεν μπορούν να βρουν τη λύτρωση μετά την ανεξαρτησία τους- όπως των Ινδών όταν αποδεσμεύθηκαν από τη Βρετανική αυτοκρατορία και παρά το γεγονός ότι ο νέος Ιησούς, Μοχάντας Γκάντι*, έκανε απεργίες πείνας για να αμβλύνει το μίσος- αλλά εδώ δεν πρόκειται για έναν θρησκόληπτο λαό. 
 
*Μόλις συνειδητοποίησα ότι πληκτρολόγησα με τη σειρά τους ΓΑΠ και Γκάντι στο Google. Ω, ω, σπαγκέτι ω. 
 
Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα γεμάτο από φληναφήματα. 
 
Υπάρχει μία λανθασμένη νοοτροπία, και μάλιστα από τη ρίζα της, για το τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαν να παίζουν οι ψηφοφόροι, προκειμένου να δοκιμάσουν τα όρια ενός αριστερού κόμματος (με αριστερούς από την ακραία αριστερή τάση του στα υπουργεία) της χώρας. Δεν είναι δόκιμο ούτε εφικτό, από την τέταρτη μέρα, να κρίνεις μία κυβέρνηση, όπως αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει με κανένα που δεν έχει βρεθεί στη θέση που βρίσκεται σε οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο. 
 
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ τα κάνει μαντάρα, πόσο χειρότερη θα είναι η κατάσταση από ό,τι ήταν τον προηγούμενο Μάρτη; Αναμφιβόλως το νέο σχήμα πρέπει να πράξει και οπωσδήποτε να ψηλαφίσει τα σάπια κομμάτια πριν τα αφαιρέσει. Αλλά αν δεν τα καταφέρει, τι σημαίνει: ότι θα είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος για μία καταστροφή της οποίας το έδαφος προλειαινόταν χρόνια τώρα; Και ποια καταστροφή, ποιο τέλος είναι χειρότερα από τη σήψη της συνήθειας; 
 
 
Αυτές οι μέρες, αγαπητέ αναγνώστη, είναι επικερδείς χωρίς έργα. Είναι μέρες μίας νέας ζωής. Το θέμα μας δεν είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην κυβέρνηση: με κάθε κυβερνόν κόμμα κάποιοι χαίρονται και περισσότεροι διαφωνούν. Το θέμα είναι ότι ζούμε για να διαπιστώσουμε ότι δεν είμαστε τόσο εθισμένοι όσο νομίζαμε στη στρεβλότητα των συνηθειών μας και στις ταμπέλες. Ότι, ακόμα και αν δεν είμαστε έτοιμοι να δημιουργήσουμε, θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι. Και η ελευθερία είναι το πιο μεγάλο βάσανο, διότι είναι αερικό που έρχεται και φεύγει, γαργαντουική πίεση που εξασκείται. Όταν ο Αβραάμ Λίνκολν θέλησε να περάσει τη 13η Τροποποίηση για να καταργήσει τη δουλεία, ένα από τα επιχειρήματα των Συντηρητικών ερχόταν υπό τη μορφή ερώτησης: «Και τι θα κάνουν οι μαύροι αν μείνουν ελεύθεροι;». Και οι φιλελεύθεροι απαντούσαν: «Θα είναι ελεύθεροι, αυτό θα κάνουν». 
 
Δεν ξέρεις τι ακριβώς να κάνεις αν δεν εξαρτιέσαι από κανέναν, αν δεν εισβάλλουν στο μυαλό σου μπαλόνια με αέρα δεύτερης και τρίτης χρήσης. Την ελευθερία τη θέλουμε σε μικρές δόσεις: χταπόδι σε μία ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα, ταξίδι στην Ταϊλάνδη, ηλιοβασίλεμα και μοναξιά που δεν θα κακοφορμίσει. Αλλά τι θα την κάναμε αν την είχαμε κάθε μέρα. 
 
Προτεραιότητα ήταν, στις εκλογές, να δείξουμε ότι ήμαστε αξιοπρεπείς. Ότι εμείς, το 85% του λαού που δεν ξέρει ή νομίζει ότι ξέρει από πολιτική (κάτι που είναι το ένα και το αυτό) δεν θέλαμε απλώς να δώσουμε σε κάτι άλλο τον πρωθυπουργικό και τους προεδρικούς θώκους, αλλά θέλαμε να τελειώσει αυτή η μαυρίλα που κρατάει χρόνια. Πόσα; Πέρασαν 92 από τότε που δεν υπήρχε στη Βουλή κάποιος με το επώνυμο Παπανδρέου. Αν έχει σημασία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αν την κρίνουμε εξ απαλών ονύχων και από απόσταση από την πρώτη μέρα, κιόλας, που έπιασε δουλειά, πόσο αποτυχημένοι θα ήμαστε εφόσον δεν έβγαινε; Για να χρησιμοποιήσω και μία αθλητική φράση, οι εκλογές δεν έβγαλαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Έβγαλαν τη μόνη παράταξη που ήταν ανθεκτική στον ανταγωνισμό, επειδή δεν θέλαμε να είμαστε οι φταίχτες. Διότι ξέρουμε ότι έχουμε μερίδιο ευθύνης για την κατάντια, από τους πονηρούς που άφηναν μισοτελειωμένα κτιρια επειδή ο Ανδρέας δεν τα φορολογούσε μέχρι το διπλοπαρκάρισμα των ταξιτζίδων στη γωνία μίας οδού, το άδειασμα ενός χάρτινου σακουλακιού από υπολείμματα φυστικιών στον δρόμο, των «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» των δημόσιων υπηρεσιών και των ανθρώπων που δεν μπορούσαν να γίνουν με τίποτα συμπαθητικοί και εμείς απλώς νομίζαμε ότι αυτό είναι το προφίλ του πολιτικού. 
 
Μακάρι να πετύχει η νέα κυβέρνηση. Υπάρχει χρόνος, όσο κι αν δουλεύει πυρετωδώς. Θα είναι λάθος, επειδή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν δίνεται πίστωση, να προσπαθήσει να συμπιέσει τις λύσεις για τα προβλήματα ενός κράτους που κρατούν δεκαετίες σε λίγους μόνο μήνες. Η δράση της πίεσης δεν πρέπει να φέρει την αντίδραση της συμπίεσης. Απλώς το σάλπισμα πρέπει να φέρει στην επιφάνεια την πραγματική έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί: τη μεθοδικότητα, την ομόνοια, την πολιτική αντίληψη, την κριτική σκέψη και την αλληλεγγύη. Νισάφι πια με την ύπνωση: δεν χρειάζεται να ανθίσει η Ελλάδα μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα μόνο και μόνο για να αποδείξουν ότι μπορούν. Χρειάζεται να λειτουργήσουν σαν κανονική κυβέρνηση και όχι ως ένα σύνολο ανθρώπων που έχουν την ανάγκη να αποδείξουν. Ούτε, ωστόσο, ως ένα σύνολο ανθρώπων που, επειδή δεν υπάρχει ανάγκη για αποδείξεις, θα επιλέξουν να κάθονται.

—————

Πίσω