Χωρίς τελείες


Θρηνώ για τη δημοσιογραφία

2015-01-09 05:28

Οι άνθρωποι βλέπουν τον θάνατο σαν κάτι που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Έφυγε ξαφνικά, λένε, έφυγε νικημένος από τον καρκίνο. Θεωρούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, ότι είναι μία κατάσταση που συμβαίνει τυχαία. Όταν μιλάνε για αυτόν, προσπαθούν να τον απομονώσουν, αν και είναι το ένα από τα δύο βέβαια γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή. Το άλλο είναι η γέννηση. Αυτή η απομόνωση ασφαλώς δεν μπορεί να ταιριάξει με τη συχνότητα, παρ' όλα αυτά έχουμε όλοι εμμονή στην εθελοτυφλία, επειδή πρέπει: πώς θα κυλούσε ο κόσμος αν ο θάνατος ήταν κάτι φυσικό; 
 
Μετά το μακελειό στη «Charlie Hebdo», ουσιαστικά πενθώ για τη δημοσιογραφία. Για τον τρόπο που μπήκαν Ισλαμιστές στα γραφεία της εφημερίδας στο Παρίσι, που ισχυρίστηκαν ότι είναι από την Αλ Κάιντα, που έψαξαν κατευθείαν για τον Στεφάν Σαρμπονιέ, τον εκδότη της εφημερίδας που, όπως είπε ο φίλος μου ο Αντώνης, είναι στην πρώτη πεντάδα των 100 ονομάτων που θέλει η τρομοκρατική οργάνωση να σκοτώσει. «Πού είναι ο Σαρμπ, πού είναι ο Σαρμπ», φώναξαν οι Ισλαμιστές πριν οποιοσδήποτε από τους έξι δημοσιογράφους ακούσει οτιδήποτε άλλο στη ζωή του. Για μένα, η Τετάρτη, 7 Ιανουαρίου, είναι 11/9. Για πάντα. Είναι μία καταστροφική μέρα για τον κόσμο και έγινε εκεί που ανθίζουν τα λουλούδια: στην πρωτεύουσα της χώρας που γέννησε τον Ραμπελέ, τον «πατέρα» του πραγματικά υπέροχου Γαργαντούα, στο μέρος που ξεκίνησε ο Μάης του 1968, το μόνο γεγονός για το οποίο με βεβαιότητα μπορεί να πει κάποιος ότι έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο- σε ό,τι αφορά την ελευθεριότητα- ώστε η μορφή των ανθρώπων να είναι αυτή που διακρίνουμε, με το χιούμορ, την καυστικότητα, τον ερωτισμό, την επαναστατικότητα. Δυσκολεύομαι να μη δακρύσω όσο φαντάζομαι τι έγινε στα γραφεία αυτής της εφημερίδας. 
 
Διάβασα αργότερα ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να διακωμωδούμε τη θρησκεία του καθενός. Πρώτον, έχουμε το δικαίωμα, και δεύτερον αυτό έκανε ο Ραμπελέ με τον Γαργαντούα και τον Πανταγκρουέλ. Δεν βασίστηκε στη θρησκεία, αλλά η θρησκεία είναι ένα μέρος της κοινωνίας μας. Δικαιούσαι να την κοροϊδεύεις και να την σατιρίζεις, με τον ίδιο τρόπο που έχουν βγει ανέκδοτα για τη μικρή Αννούλα, το Τσέρνομπιλ, με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσες να σαρκάσεις το Βιετνάμ, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, το κακό που έκανε ο Αδόλφος Χίτλερ στον κόσμο, όπως το έκανε με τον «Δικτάτορα» ο Τσάπλιν, το Περλ Χάρμπορ, το παστίτσιο της Βέφας. Δεν υπάρχει κάτι που να μη γίνεται να σχολιαστεί και, όποιος έχει το ταλέντο και μπορεί να το κάνει χωρίς να γίνει γελοίος, τότε θα είναι πραγματικά αστείος. Συνάμα, επικίνδυνος, δεν υπάρχει αμφιβολία επ' αυτού. Για αυτό το σκίτσο που έδειχνε τον Αμπού Μπακρ Αλ-Μπαγκντάντι, τον ηγέτη της ομάδας τρομοκρατών του Ισλαμικού Κράτους, να εύχεται στον κόσμο χρόνια πολλά και, «πάνω από όλα, καλή υγεία», ήταν αληθινά αστείο. Δεν με ενδιαφέρει, κιόλας, ποιος θα μπορούσε να το δεχθεί για τον δικό του Θεό, αλλά δεν με αφορά κιόλας. Όλες οι καταστάσεις της ζωής επιδέχονται σαρκασμού, ειδικά οι πιο σοβαρές. 
 
Θρηνώ για τη δημοσιογραφία διότι έχουμε νεκρούς, το ξέρω. Έχουν φάει τόσοι πολλοί δημοσιογράφοι ξύλο στην Ελλάδα για τον ένα ή τον άλλο λόγο, που είναι αδύνατον να μπεις στο μυαλό των ανθρώπων για να καταλάβεις τι άλλο πρέπει να γίνει για να αντιδράσει κάποιος. Αν η ελευθεροτυπία δεν είναι το πιο ιερό δικαίωμα ενός πραγματικού λειτουργήματος, δεν ξέρω ποιο είναι. Αν η λογοκρισία συνεχίζει να περνάει ατιμώρητη, αν πηγαίνεις να γράψεις και σου παρουσιάζουν γραμμές και κατευθύνσεις, αν φοβάσαι τις «ντουλάπες» και τις μηνύσεις, τότε είναι πολύ σημαντικό να πενθήσεις για κάτι που δεν υπάρχει πια. Που ίσως δεν υπήρξε ποτέ τόσο ελεύθερο, αλλά που ήταν στο μυαλό σου έτσι όταν ξεκινούσες αυτήν την πουτάνα τη δουλειά και δεν μπορούσες να ψυχανεμιστείς, γαμώτο, ότι συνδικάτα που πρεσβεύουν αναφαίρετα δικαιώματα ενώ έχεις κάνει το καθήκον σου, διευθυντές και πάσης λογής γλείφτες θα ετίθεντο ανερυθρίαστα και αβίαστα υπέρ των εκδοτών, που προφανώς κανένας τους δεν είναι ο Στεφάν Σαρμπονιέ της «Charlie Hebdo». Δεν είμαι σοκαρισμένος για το γεγονός ότι σκοτώθηκαν δημοσιογράφοι, όσο για το πόσο εμφανή γίνονται τα οικεία παραδείγματά μου, σε πολλά εκ των οποίων έχουν συμμετάσχει, από ανθρώπους που το παίζουν ελεύθεροι και άνετοι, ότι δήθεν παλεύουν για το εργατικό δίκαιο, αλλά που μαρτυράνε στους εκδότες χωρίς ξύλο. Από δημοσιογράφους που προσπαθούν να κρατήσουν την ταυτότητά τους και να αποτυπώνουν το ρεπορτάζ τους, αλλά καταπίνουν θέματα αμάσητα χωρίς αντίρρηση.  
 
Πώς μπορούν άνθρωποι που βρίζουν μανάδες να διαμαρτύρονται για το δικαίωμα ενός ανθρώπου να κρατήσει άμεμπτη τη θρησκεία του; Οι μανάδες είναι η πρώτη θρησκεία του κόσμου και όποιος κάνει ότι δεν το ξέρει αυτό, είναι απλώς ηθικολόγος. Ο Ντοστογέφσκι ισχυριζόταν ότι υπάρχει το καλό και το κακό, διότι αν υπήρχε μόνο το καλό ο Θεός δεν θα είχε καμία δουλειά στον κόσμο και θα ήταν ανόητο να υπάρχει. Παρ' όλα αυτά ισχυριζόταν ότι δεν ήταν αληθινά θέματα το καλό, το κακό και η ύπαρξη του Θεού: το αληθινό ζήτημα είναι ο αγώνας του ανθρώπου προς την ελευθερία και οι τεράστιοι κίνδυνοι που υπάρχουν σε περίπτωση που μείνει ελεύθερος. Αυτό είναι που έχει τη μόνη σημασία. Και οι δημοσιογράφοι της Charlie Hebdo βρέθηκαν μπροστά σε αυτούς, με όπλο τους την πένα και το χιούμορ, μέχρι να φθάσουν στην οριστική ελευθερία της ζωής και ο κόσμος να αντικρίσει το νοητικό μέρος της ψυχής τους, κατά Πλάτωνα, να ταξιδεύει στους ουρανούς ή δεν ξέρω πού αλλού. 
 
 
Έβαλα λίγη ρακή στο ποτήρι μου απόψε και πίνω στη μνήμη σας. Δεν γνωρίζω αν περιμένατε ότι θα φτάσουν ως εκεί, ως το σημείο που θα έμπαιναν μέσα με τα ΑΚ47 και θα πυροβολούσαν χωρίς έλεος. Απλώς ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι σκεπτόμενοι που υπερασπίζονται το δικαίωμα του ανθρώπου στη θρησκεία, ξεγελασμένοι από τη λέξη «δικαίωμα». Πρόκειται για αυστηρό καθήκον βαθιά ριζωμένο μέσα τους, για απαγορευμένη συζήτηση, για μία ουσία που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Πρόκειται για υπέρμαχους των εγκλημάτων για τη θρησκεία- έχουν γίνει τα ειδεχθέστερα στο όνομά της, και για να τα λέμε όλα, κυρίως από Χριστιανούς- έστω κι αν προσθέτουν ότι φυσικά δεν ενστερνίζονται την ακρότητα της πράξης. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει άνθρωπος που να μην κατακρίνει με όλο το πύον που εκκρίνουν τα σάπια κουάρκ του αυτό το αιμοσταγές εγχείρημα, ακόμα και αν δεν είναι αυτός ο λόγος που με έχει καταβάλλει. Με κάνει να παραδίδομαι ο περιρρέον φόβος, που ξεκινά από τις συντεχνίες και καταλήγει στα μεγάλα κεφάλια ή ακόμα πιο πέρα, τα στυγνά προβοκατόρικα πρωτοσέλιδα, που είναι μία παρωδία της παρωδίας που θα έπρεπε να δημιουργήσουν, η ίντριγκα που αποπνέουν οι πολιτικές δηλώσεις και, γενικώς, η απαγόρευση της επιθυμίας να γράψεις αυτό που μαθαίνεις, επειδή κατευθείαν θα σου δημιουργήσουν ένα στρατόπεδο στο οποίο σε κατατάσσουν. 
 
Δεν υπάρχουν εδάφη απάτητα στη δημοσιογραφία, κυρίες και κύριοι. Αν δεν μπορείς να καταπιαστείς με τη θρησκεία, δεν μπορείς να καταπιαστείς με τίποτα. Είσαι μισός. Η δημοσιογραφία είναι όλα ή τίποτα. Μαθαίνεις, ασχολείσαι και αν κάτι υπερβαίνει τα εσκαμμένα, καταπιάνεσαι με την κριτική και μετά πεθαίνεις νεότερος από ό,τι πρέπει από το άγχος και την κούραση. Δηλαδή, πεθαίνεις και αυτό ήταν, χωρίς να έχει σημασία το γιατί. Ή σε σκοτώνουν φανατικοί. Αυτό, όσο αποτρόπαιο και αν φαντάζει, μπορεί να είναι ένα κόστος που πληρώνεις. Στη Charlie Hebdo το πλήρωσαν διότι το έκαναν. Πόσοι ακόμα, σε αυτή την αμεταρσίωτη χώρα, μπορούν να πουν ότι το κόστος για αυτό που έκαναν μπορεί να είναι τόσο μεγάλο, με συνέπεια ό,τι έπραξαν να είναι τόσο ολοκληρωτικά ικανοποιητικό και απόλυτο;  

—————

Πίσω