Χωρίς τελείες


Μία παραβολή για τις εκλογές

2015-01-22 22:07

 

 

 

Το blog δεν δημιουργήθηκε για αυτοβιογραφικές επιβεβαιώσεις, αν και κάποιες στιγμές και με τόση φλυαρία θα ήταν αξίωμα ότι θα έφθανα σε αυτό το σημείο. Η δευτερεύουσα πρόταση υπονοεί ότι αυτό θα γινόταν αργά, όταν θα είχα στερέψει, ας πούμε, από τα θέματα που ήταν σε προτεραιότητα. Αλλά με λιγότερο από 72 ώρες να ορίζουν την απόσταση ως τις εκλογές, θυμήθηκα μία ιστορία που είναι ενδεικτική για το τι (νομίζω ότι) συμβαίνει αυτές τις δραματικές πολιτικά μέρες, που κάθεμια εξ αυτών μπορεί να αναδεικνύει μία διαφορετική εποχή. Τι διάολο, οι εποχές του Βιβάλντι είναι συνολικά διάρκειας 42 λεπτών. 
 
Τον Απρίλιο του 2007 αποφάσισα να αποχωρήσω από την εφημερίδα στην οποία εργαζόμουν από τις 14 Σεπτεμβρίου του 2004 και στην οποία είχα δημιουργήσει ένα περιβάλλον το οποίο ήταν προφανές ότι καρποφορούσε, υπό την έννοια των επαγγελματικών προοπτικών. Η εφημερίδα έκλεισε για μία εβδομάδα, αλλά στις 18 Απριλίου του έτους έγινε ένα συμβούλιο στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ, στο οποίο οι δημοσιογράφοι της δήλωναν αποφασισμένοι να την ανοίξουν ξανά. Πράγματι, την επόμενη μέρα άνοιξε ξανά. Αλλά σε εκείνη τη σύσκεψη βρισκόμουν ήδη, νοητά, στην επόμενη εργασία μου. Δεν είμαι μάστορας στο τακτ, παρ' όλα αυτά είναι καλύτερο να μην αναφέρω ονόματα, σε αντίθεση με ποσά. Στη συγκεκριμένη εφημερίδα βρισκόμουν, από τον Γενάρη του 2007, σε φάση προμισθολογίου. Δηλαδή μισός του βασικού μισθός, μισά ένσημα, μισή ασφάλιση και τα συμπαρομαρτούντα. Η δέσμευση ήταν ότι μετά από ένα μήνα θα επιστρέφαμε στο οικονομικό καθεστώς που υπήρχε πριν κλείσει, παρ' όλα αυτά η γνώμη μου ήταν ένα φιλοσοφικό ρητό, που αναφέρει ότι «όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, γίνεται με τη μορφή φάρσας ή με τη μορφή τραγωδίας. Όσο κι αν μία άποψη έχει φιλοσοφική ρίζα, δεν παύει να έχει και ένα κομμάτι δογματισμού, το οποίο ενισχύεται από εκείνο που ένας προπονητής μού είχε πει ένα βράδυ του 2004, όταν παρακολουθούσαμε τη σειρά των Μινεσότα Τίμπεργουλβς με τους Σακραμέντο Κινγκς για τα ημιτελικά της Δύσης στο ΝΒΑ, ότι δηλαδή «η άποψη βγαίνει από το απόψε, που σημαίνει αργά».
 
Κοιτάξτε, είναι τόσο δύσκολο να αποδεικνύεται συναπτά μία πτερόεσσα φιλοσοφική λίθος που υπάρχει στο κεφάλι σου, ακόμα και ημιτελής, ωστόσο πρέπει να υπάρχει μία βάση την οποία φτιάχνεις για να στηρίξεις αργότερα, σε κάθε αντίθεση η οποία θα βρεθεί στο δρόμο σου για να σε δελεάσει και να σε κλονίσει. Και είναι κοντόφθαλμο να κοιτάζεις μόνο τα αποτελέσματα που σπέρνουν οι πεποιθήσεις σου. Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ χρησιμοποίησε την ίδια τακτική στον Α' και στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και η πρώτιστη καταστροφή μετατράπηκε σε θρίαμβο άνευ προηγουμένου, μόνο και μόνο επειδή το υλικό που είχε ήταν διαφορετικό. Ονομάστηκε «Πατέρας της Νίκης» και η συμβολή του για να μπορέσω, στο εγγύς μέλλον, να φτιάξω μπλούζα με το φιλί του ναύτη και της νοσοκόμας στην πιο σημαντική ημερομηνία στα σύγχρονα κεφάλαια της Βίβλου της Ανθρωπότητας ήταν καταλυτική. 
 
Η επόμενη δουλειά μου ήταν μία εφημερίδα στην οποία συμφώνησα με λιγότερα χρήματα από την προηγούμενη. Η επιλογή μου καθρεφτίστηκε στον διευθυντή της με την εξής φράση: Θέλω να κάνω μία νέα αρχή. Η συμφωνία μας ήταν ότι αν έμενε ικανοποιημένος από την απόδοσή μου το πρώτο εξάμηνο θα με έβαζε στο προμισθολόγιο και τον χρόνο θα είχα μισθολόγιο, δηλαδή με ασφάλεια και ένσημα. Τα δύο τελευταία συστατικά ήταν ήσσονος σημασιας, μηδαμινής κατά το ακριβέστερο: το άχτι μου ήταν να φθάσω στο σημείο εκείνο που να μπορώ να δηλώνω δημοσιογράφος, όχι επειδή ήθελα να κάνω επίδειξη- αν κάτι έμαθα από αληθινούς δημοσιογράφους είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις επίδειξη με ένα τόσο παρανοϊκό λειτούργημα- αλλά διότι ήθελα να γίνω όλη τη ζωή μου, δυνητικά από την πρώτη εικόνα που θυμόμουν τον εαυτό μου. Οι έξι μήνες πέρασαν και δεν συνέβη κάτι, έπειτα πέρασαν 8 μήνες και στο τέλος 11: εκεί δημιουργήθηκε, μέσω ενός δημοσιογράφου που για τον ένα ή τον άλλο λόγο ήθελε να δουλεύουμε μαζί (η συνολική εικόνα της ευεργεσίας δεν αφορά στην κερδοσκοπία εκείνου που ευεργετεί: ο ευεργετηθείς χρωστάει ευγνωμοσύνη, ανεξαρτήτως αν έγινε η ασπίδα του ευεργετή σε πολλές περιπτώσεις οι οποίες μπορεί να δημιούργησαν την αίσθηση της αχαριστίας από την πλευρά του πρώτου), η ευκαιρία για μία δουλειά που θα με έβαζε στο μισθολόγιο, από άλλο πόστο: όχι εκείνο του γραφιά, αλλά εκείνο του διορθωτή. Αν ο δημοσιογράφος είναι ένας σκηνοθέτης της ζωής, ο διορθωτής είναι ο μοντέρ της ίδιας ταινίας. 
 
Λόγω διπλωματικών σχέσεων έπρεπε να πω ένα ψέμα, και μάλιστα σε αυτό να ανακατέψω τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου, ο οποίος είχε καημό- αφού καταλάγιασε η σκόνη με τους διαδοχικούς τσακωμούς- ότι δεν πληρωνόμουν από την εργασία μου. Στις 28 Μαρτίου του 2008, λοιπόν, δήλωσα στον αρχισυντάκτη μου ότι έπρεπε να φύγω από την εφημερίδα, διότι βρήκα δουλειά σε μία εταιρεία άσχετη με τον χώρο. Αυτό σήμαινε κινητοποίηση: ο αρχισυντάκτης κατευθύνθηκε ταχύτατα στο γραφείο του διευθυντή, με τον οποίο βγήκαν λίγα λεπτά αργότερα και μαζί βρέθηκαν στον τέταρτο όροφο του κτιρίου που στεγαζόταν η εφημερίδα, και στο οποίο καθόταν ο εκδότης. Μετά από μία συνομιλία μαζί του επέστρεψαν στο γραφείο του διευθυντή και κάλεσαν τον υπεύθυνό μου, για μία συνομιλία που κράτησε ένα τέταρτο. 
 
Έπειτα, κλήθηκα στο γραφείο. Και ο διευθυντής της εφημερίδας μου απηύθηνε τον λόγο με την εξής πρόταση: «Τώρα φεύγεις, που θα έμπαινες στο προμισθολόγιο;». 
 
Τώρα, δεν έχει σημασία τι έγινε παρακάτω. Σημασία έχει τι δεν συνέβη όλο το χρονικό διάστημα. Αυτό που συνέβαινε ήταν αδιαφορία. Αν η υπόσχεση τηρούνταν, τότε τα δεδομένα θα ήταν σαφώς διαφορετικά. Και η υπόσχεση ήταν δυνατόν να τηρηθεί, όπως αποδείχθηκε από την ολιγόλεπτη συζήτηση με τον εκδότη και τη συμφωνία στην οποία έφθασαν πριν προλάβεις να πεις, «φτου σκωληκομυρμηγκότρυπα». Η αποδοχή της αδιαφορίας στην κατάσταση του πανικού, μέσα από την ίδια την πράξη της επανόρθωσης μίας σχετικής αδικίας (με βάση την ίδια τη συμφωνία των έξι μηνών, στην οποία έπρεπε να μάθω αν θα συνέχιζα μέσα από τη συμφωνία που είχαμε κάνει ή αν θα έφευγα επειδή δεν θα τα κατάφερνω να καταστήσω εαυτόν σημαντικό στην ίδια την εργασία) σήμαινε ότι θα μπορούσε πολύ νωρίτερα να έχει λυθεί το ζήτημα. Όταν κάποιος που κατέχει την εξουσία βλέπει την απειλή και παίζει τα χαρτιά της γενναιοδωρίας και της ανάτασης, είναι πολύ αργά. Και όπως δεν ήθελα να διαπιστώσω τι θα γινόταν αν έμενα στη συγκεκριμένη εφημερίδα (για την ιστορία τρεις μήνες μετά θα άδειαζα, μαζί με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, τα συρτάρια μου επειδή δεν θα κυκλοφορούσε ξανά) διότι αυτό θα ήταν το νόθο παιδί του Εκβιασμού και της Έντασης της Στιγμής, έτσι δεν νομίζω ότι θέλει κάποιος να φορτωθεί στην πλάτη του ένα βάρος μίας αδιαφορίας ενός ευλόγως μακρού χρονικού διαστήματος, μόνο και μόνο επειδή μέσα από τον πανικό η εξουσιολαγνεία μετατράπηκε σε επιφατική αγωνία για το κοινό καλό. Οι συνήθειές μας είναι πιο ισχυρό κάστρο από την αξιοπρέπεια, αλλά στη δεύτερη είναι που πρέπει να λογοδοτήσουμε στο τέλος.

—————

Πίσω