Χωρίς τελείες


Ρομάν

2015-01-28 04:28
 
Ο κορυφαίος δυσλεκτικός συγγραφέας όλων των εποχών. Εκείνος που θα πει στον Τολστόι, «φάε τη σκόνη μου Λέοντα. Είσαι σπουδαίος, αλλά δεν έχεις το δικό μου εγκεφαλικό ζήτημα», αλλά που δεν θα μπορέσει να το γράψει ακριβώς έτσι. Ο ανισόρροπος χειρούργος. Ο ασυνεπής Άγγλος. Ο μελαγχολικός παλιάτσος, ώπα, περίμενε, αυτό δεν είναι οξύμωρο. 
 
Ρομάν Ρικέλμε. Μία μπάλα που της ζωγράφισαν το πιο απλό emoticon της στενοχώριας έσκαψε την άμμο σαν στρουθοκάμηλος, μπήκε μέσα και έπειτα περίμενε την ανεμοθύελλα για να ταφεί για πάντα μέσα στο χώμα της ερήμου, εκεί από όπου έρχεται όλη αυτή η μαγνητιστική στενοχώρια που κουβαλούσε στο γήπεδο και που έθελκε το κοινό ο σπάνιος Αργεντινός. Ο μόνος ποδοσφαιριστής στην ιστορία που ενώ έδειχνε, στο πρόσωπό του, ότι η ζωή είναι μάταιη, τη χρωμάτιζε με τέτοιες ασύλληπτες γκραβούρες, σε βαθμό που κάθε κίνησή του έμοιαζε με την τελευταία πινελιά του κάθε ζωγράφου στο τελευταίο αριστούργημα της ζωής του. Το μόνο αριστούργημα. Είχε στο γήπεδο την πενία του Βαν Γκογκ, την έμφυτη ιδιοτροπία του Παβαρότι και ένα εξωφρενικό ταλέντο που ταίριαξε παράξενα με την αφηρημάδα και την ονειροπόληση. Ήταν ο βωβός αστέρας του ποδοσφαίρου, ένας Μπάστερ Κίτον που ό,τι και να έκανε δεν μπορούσε να πλησιάσει τους Τσάπλιν. Ακόμα και αν στην εποχή του δεν υπήρξε Τσάπλιν (ο Ζινεντίν Ζιντάν πλησίασε, αλλά περισσότερο ήταν ο «Μεγάλος Δικτάτορας», δηλαδή ένας σταρ του ομιλούντος, ένας ζωντανός οργανισμός που μπορεί να υπήρξε παράφρων αλλά δεν ήταν ποτέ τόσο μελαγχολικός), δεν του δόθηκε ο τίτλος. Ο Ρικέλμε έδινε την αίσθηση του live young die fast, ακόμα και παρά το γεγονός ότι ζει (και κατά πάσα πιθανότητα βασιλεύει). Είναι εκείνο το σπάνιο συναίσθημα που έχεις για ανθρώπους των οποίων το τέλος βλέπεις, επειδή παράγουν περίεργο ηλεκτρισμό και απόκοσμο φως, αλλά απλώς είναι το πεδίο τους εκείνο που σου δίνει το δικαίωμα για τη μαύρη σκέψη, η οποία στο τέλος δεν ευοδώνεται. Αλλά ποιο τέλος; 
 
Ο Ρομάν είναι ένα χαμίνι που στην αργεντινή έκδοση του slumdog millionaire θα απαντούσε λάθος στην ερώτηση για τις 20.000.000 ρούπιες, αλλά θα κρατούσε την γκόμενα. Πρόδωσε πολλές φορές τις περιστάσεις, αλλά δεν το έκανε επειδή είχε να κερδίσει κάτι από αλλού. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς ή δεν εξαρτιόταν από αυτόν. Δεν ήταν ποτέ διάδοχος του Ντιέγκο Μαραντόνα, διότι ήταν αυτόφωτος, ένας ποδοσφαιριστής που, αν και έμοιαζε με το τέκνο μίας τεράστιας ποδοσφαιρικής κληρονομιάς, δεν είχε κάποιο καλούπι. Αν δεν υπήρχε ποδόσφαιρο στην Αργεντινή, θα μπορούσε να αρχίζει μόνο από αυτόν. Και μπορεί ο Μαραντόνα να ήταν όντως ανώτερος (αν και πολύ διαφορετικός, αν και όχι για τους οπαδούς της Μπόκα), αλλά ήδη βγήκε ένας παίκτης που είναι σίγουρα ο νέος Μαραντόνα, ενώ δεν είμαι σίγουρος ότι όσο ζω θα βγει κάποιος που να μοιάζει ελάχιστα με τον Ρομάν, που κρατούσε την μπάλα στην πατούσα ανάμεσα σε νταμπλ και τριπλ τιμ της Μπάγερν Μονάχου και της Ρεάλ Μαδρίτης, που μείωνε το ποδόσφαιρο με κάποιες μεταβιβάσεις που θαρρείς ότι μόνο υπάκουαν στη μουσική του Μαγεμένου Αυλού και που τελικά, ενώ ήθελε να πάρει την ευθύνη, ενώ την πήρε, δεν μπόρεσε να εμφανιστεί αντάξιός της. 
 
Βεβαίως, επιβάλλεται μία εξήγηση. Ενώ οι στιγμές που μας σημαδεύουν μοιάζουν με τον κανόνα της υπόθεσής μας, δεν εξυπηρετούν το αξίωμα περί ροής των πραγμάτων. Ο χώρος και ο χρόνος δεν σταματούν στις συγκεκριμένες στιγμές, ενώ ο άνθρωπος, μέσα από τον νόμο της ροής, βρίσκει τον ρυθμό του σε άθροισμα καταστάσεων που δεν είναι απομονωμένες μεταξύ τους. Το πέναλτι με την Άρσεναλ, το 2006, που θα έστελνε τη Βιγιαρεάλ στον τελικό του Champions League, ήταν μία περιθωριακή στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας, που έχει homo neaderthal να κυνηγά την κατσίκα για να τη φάει ωμή, τρανές σούρες, ανείπωτα άσχημες χυλόπιτες και κακούς ύπνους, εκατοντάδες ώρες αϋπνιών και χωρισμούς, ξενύχτια σε τέσσερις τοίχους και κινέζικα βασανιστήρια, φαγητό με το χέρι, ασθενοφόρα κάτω από το σπίτι, συνεχιζόμενες κουκίδες κινήσεων από το πρωί ως τη νύχτα, διαρκής αποσβόλωση που δεν επιτρέπει την απομόνωση της μίας στιγμής, στην οποία υποτίθεται ότι σκιαγραφείται η αξία. Είναι χαζό, αν με ρωτάει κάποιος, αλλά δίνει έναν μάρκετινγκ σεβασμό που ο Ρομάν δεν απέκτησε ποτέ σε μία στιγμή. Ίσως ερήμην του, μέσα από την αλλαγή που τον έκανε ο άξιος Πέκερμαν στον προημιτελικό της Γερμανίας με την Αργεντινή στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, να χαράχθηκε η μόνη σκηνή λάμψης του, όσο κι αν δεν θα άλλαζε ριζικά κάτι στο παιχνίδι έως ότου οι ομάδες φθάσουν στα πέναλτι. Και, παρ' όλα αυτά, η ευαισθητοποίηση για την αποχώρησή του είναι πολλά περισσότερα από τις ευκαιρίες που έχασε, τον τελικό του Κόπα Αμέρικα του 2007, με τη μορφή του Ούγκο Τσάβες στους τοίχους της Βενεζουέλας, με τους «Χενέισες» και την κίτρινη φανέλα της Βιγιαρεάλ. 
 
 
Οι φανατικοί του αθλητισμού κάνουν μία ειλικρινή προσπάθεια να διαχωρίσουν τη νίκη και την ήττα από αυτό που αγαπάνε. Αλλά είναι τέτοιος ο κατακερματισμός του αποτελέσματος που στις πιο μοναχικές στιγμές σου είναι αδύνατον να το αποφύγεις. Ο Ζιντάν είναι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που έχω δει να παίζει ποδόσφαιρο και έπειτα είναι ο Ρονάλντο. Στα πιο τεστοστερονικά χρόνια μου (εκείνα που θεωρούσα παραγωγικά πριν την κυνική σημασία της παραγωγής), κατέκτησαν και οι δύο το Μουντιάλ. Και όσο και αν το ποδόσφαιρο έχει εξελιχθεί και ο Λιονέλ Μέσι με τον Κριστιάνο Ρονάλντο είναι οργιαστικοί, δεν μπορώ παρά να εισχωρήσω πιο βαθιά στη διαφορά της Μόνικα Μπελούτσι (της κάθε Μόνικα Μπελούτσι αυτού του κόσμου) με την ξανθιά που ψάχνει το σκάφος για τις θερινές διακοπές της- και μια ασφάλεια για τα κρύα βράδια του χειμώνα- μέσω instagram. Αυτή μου φαίνεται ότι είναι η διαφορά εκείνων των ποδοσφαιριστών με τους τωρινούς μονάρχες, έστω κι αν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στο επιχείρημα ότι πρόκειται για ακόμα μία φάρσα της βαρύτητας: πας με το μυαλό σου, στη συντριπτική πλειοψηφία, εκεί που είχες λιγότερες ρυτίδες και περισσότερες ιδέες. 
 
Αλλά ο Ρομάν ανήκει αντικειμενικά στους εξαϋλωμένους αρτίστες της κάθε εποχής και δεν έχει καμία σημασία η ηλικία σου. Είναι εκείνος ο Ρασπούτιν που σε κοζάρει όταν είσαι έτοιμος να φιλήσεις για πρώτη φορά ένα κορίτσι που κάνει ότι σου αντιστέκεται, καθισμένος στη γωνία, και ο τύπος που συναντάς τυχαία δύο φορές στον δρόμο, τρία στενά πιο κάτω, και αναρωτιέσαι αν είναι ένα τερτίπι της τύχης, ένας οιωνός ή μία καθαρή σύμπτωση. Μπορεί να είναι ένας αυτοκαταστροφικός αρτίστας ή η παρωδία ενός αυτοκτονικού καλλιτέχνη της χαραυγής. Πορεύθηκε με τη μυστική ακεραιότητα της αγάπης του προς την Μπόκα Τζούνιορς και έγινε βόρας για τα θηρία της ίντριγκα, μέσω της ανύπαρκτης διάστασης του ρεαλισμού του, η οποία θα χρησίμευε για να αντιμετωπίσει μία εποχή που σίγουρα δεν του άρεσε, επειδή είναι πιο ακαταλαβίστικη από παλιότερα. 
 
Δεν θα τον θυμόμαστε επειδή δεν υποχώρησε στις επιταγές της εποχής του (δεν είναι, άλλωστε, βέβαιο, ότι θα μπορούσε να το κάνει). Θα τον θυμόμαστε επειδή είχε τον ρόλο του στη σύγχρονη ποδοσφαιρική εποχή, κάτι που σημαίνει ότι ο Χέρμαν Έσε θα μπορούσε να είναι επιτυχημένος συγγραφέας ακόμα και αν άρχιζε τώρα, ενώ το θέατρο του Παραλόγου του Λουίτζι Πιραντέλο θα μπορούσε να προκαλέσει εντύπωση, ακόμα και ανάμεσα στα social media. Ιδού η αποχώρησή σας, θιασώτες των σύγχρονων καιρών. Κρέμασε τα παπούτσια του ένας μεγάλος, ο οποίος ήταν πάρα πολύ σπουδαίος, αλλά όχι σημαντικός. Και τα καρφιά αυτών των παπουτσιών θα μπορούσαν να πουν ψέλνοντας την ιστορία του, σε αντίθεση με τους τωρινούς ποδοσφαιριστές, οι οποίοι θα βασίζοντας στις σόλες τους, που θα ξεκινούσαν την αφήγησή τους με «πφφφφφ». Διότι θα ήταν βαρετή και κοινότυπη. 
 
Όχι, όμως, του πήλινου γίγαντα Ρομάν Ρικέλμε.

—————

Πίσω