Χωρίς τελείες


Το τάιμ άουτ

2015-02-10 00:20

 

Έπρεπε να γίνει μία παύση από όλες τις σκέψεις για να απολαύσω τον θάνατο. Το δεύτερο καλοκαίρι μου στη δημοσιογραφία, δηλαδή το 2006, είχα πει στον Γιάννη φεύγοντας για μία μικρή άδεια να ενημερώνεται κάθε μέρα για την κατάσταση της υγείας του Τζον Γούντεν. Μου λέει ακόμα ότι αυτό είναι αστείο, αλλά παρά το γεγονός ότι φαίνεται τέτοιο, δεν είναι ακριβώς. Ο θάνατος ενός ανθρώπου με τον οποίο με κάποιον τρόπο έχεις συνδεθεί χωρίς να τον γνωρίζεις, είναι το όχημά σου προς το να τον θυμηθείς νομίμως. Ο γραφιάς βρίσκεται μονίμως σε σύγκρουση με τον εαυτό του και ακόμα και παρά το χάος που περιβάλλει ορισμένες φορές το κεφάλι του, ένα μυαλό γεμάτο σκέψεις και αποσπάσματα, δεν μπορεί να λειτουργεί εντελώς αυθαίρετα. Ενώ θέλει να γράψει κάτι, πρέπει να υπάρχει λόγος για να το κάνει.

Ο θάνατος του Τζον Γούντεν ήρθε, τελικώς, το 2010, 4 χρόνια μετά. Πέθανε 100 χρονών παρά 4 μήνες και 10 μέρες. Ο Ντιν Σμιθ, που την Κυριακή «έφυγε» από τη ζωή (Σάββατο 7 Φεβρουαρίου για τις ΗΠΑ), θα έκλεινε σε 21 μέρες τα 84 χρόνια του. Μία από τις πιο προσφιλείς λογομαχίες σε μία εφημερίδα, είναι όταν κάποιος ρωτήσει πόσο χρονών είναι ένας αθλητής. Το δικό μου μέτρημα βασίζεται στο τένις. Υπάρχει κοινή απόφαση σε ό,τι αφορά την ηλικία ενός αθλητή: αν δεν έχει κλείσει τα 27 χρόνια του, φερ' ειπείν, θα γράφεται 26 χρονών. Στην αθλητική δημοσιογραφία πρέπει να το κάνεις αυτό, διότι οι αθλητές ξεκινούν από τα 18 και σταματούν στα 35- τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εμφάνισή τους στα ΜΜΕ, διότι η αλήθεια είναι ότι ξεκινούν από πιο πριν- δηλαδή ένα διάστημα 17 ετών που δεν θα είναι το μεγαλύτερο της ενασχόλησής τους με κάτι στη ζωή, υπό φυσιολογικές συνθήκες. Για αυτό και πρέπει να δίνεις, μέσω της ηλικίας, χάρη. Βεβαίως, άλλο είναι αυτό και άλλο είναι να μη χαρίζεις 21 μέρες σε έναν άνθρωπο που θα έκλεινε τα 84. Ένα από τα κόλπα της κοινωνικής ζωής, η οποία απεχθάνεται τον θάνατο και φθάνει στο σημείο του ρατσισμού, είναι ότι ο άνθρωπος που πέθανε θα μπορούσε να ζήσει ακόμα περισσότερο. Βεβαίως, δεν είναι κάτι ξέχωρο, ακόμα και αν δεν πρόκειται για ένα σκοτεινό ταξίδι με τη βάρκα. Συμβαίνει μέσα από τη βαρύτητα και την αδυναμία, από την οργανική ανωμαλία που είναι μία ομαλή ανωμαλία, διότι συμβαίνει τόσες φορές κάθε μέρα σε όλο τον κόσμο.

Οι προπονητές κολεγιακών ομάδων είναι στην enfant gate των ακαδημαϊκών ΗΠΑ. Ειδικά στο μπάσκετ, που δεν είναι απομακρυσμένοι από τους αθλητές τους. Μπορούν να περπατούν στα όρια του αγωνιστικού χώρου ενώ το παιχνίδι παίζεται, που λέει ο λόγος. Τους δίνει η παιδεία το σύστημα να είναι εμπνευστικοί για τους αθλητές, ξεκάθαρα, όχι αφήνοντας την αίσθηση του κρυφού σχολειού. Είναι μέντορες και πολλές φορές Πυγμαλίονες, δάσκαλοι δηλαδή που υποβάλλουν τα παιδιά σε ασφυκτική πίεση. Ακόμα και ο Τζον Καλιπάρι που στρατολογεί τους καλύτερους χάι σκούλερ στις ΗΠΑ, είναι δάσκαλος εντός παρκέ. Ο Καλιπάρι κάνει φανερά ό,τι ο φαρισαϊσμός των υπόλοιπων δεν τους επιτρέπει να κάνουν, παρά μόνο στα μουλωχτά. Το Κεντάκι, αυτήν τη στιγμή, έχει 23-0 στο πρωτάθλημα. Πιθανολογώ ότι 7 παίκτες της συγκεκριμένης ομάδας θα παίζουν, αρχής γενομένης από αυτό το καλοκαίρι και με καταληκτικό το επόμενο, στο ΝΒΑ.

Σε κομμάτι που έγραψε στην Grantland για τον Ντιν Σμιθ, ο Τσαρλς Πιρς θεωρεί ότι είναι ένας από τους τρεις κορυφαίους προπονητές στο κολεγιακό μπάσκετ όλων των εποχών. Και ενώ ο άλλος είναι αναμφισβήτητα ο Γούντεν, που οδήγησε το UCLA στην κατάκτηση 10 πρωταθλημάτων σε 12 χρόνια, ο τρίτος δεν είναι εύκολο να καταλάβεις ποιος είναι. Το πιθανότερο είναι ότι αναφέρεται στον Μάικ Σιζέφσκι, ο οποίος πριν δύο εβδομάδες συμπλήρωσε τις 1000 νίκες στην καριέρα του ως τεχνικός. Παρ' όλα αυτά, ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος. Οι ικανότητες του Σμιθ ξεφεύγουν από το παρκέ και, όπως ο Πιρς αναφέρει, στον ηθικό πόλεμο των ΗΠΑ με τον εαυτό τους, ο πιο σημαντικός κόουτς στην ιστορία του Νορθ Καρολάινα θα ήταν στην πρώτη γραμμή. Μου είναι δύσκολο να είμαι σίγουρος ότι εννοεί αυτόν και όχι κάποιον με μεγαλύτερη ηθική ακεραιότητα. Είναι πολύ δύσκολο να αφήσει εκτός τριάδας τον Σιζέφσκι, ο οποίος- όπως ο Σμιθ το 1976 και ο Μπόμπι Νάιτ το 1984- έχει επίσης χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο και μάλιστα δύο (το 2008 και το 2012).

Φυσικά, ο Σμιθ δεν θα βρισκόταν στην κατηγορία, όσο κι αν τον συμπαθούσε κάποιος, όσο κι αν ήθελε να τον βάλει, αν δεν είχε κατακτήσει δύο πρωταθλήματα. Μέχρι να πάρει το πρώτο το 1982 πέρασαν 21 χρόνια στον πάγκο του Νορθ Καρολάινα ως πρώτου προπονητή. Κατέκτησε το δεύτερο με 11 χρόνια διαφορά, δηλαδή το 1993.

Και τα δύο σημαδεύτηκαν από δύο μνημειώδεις γκάφες στην ιστορία του μπάσκετ.

Όταν ακούμε στην Ελλάδα «Νορθ Καρολάινα», το μυαλό πάει στο κολέγιο που έδωσε στον κόσμο του αθλητισμού τον Μάικλ Τζόρνταν. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 ήταν η απόλυτη αθλητική φαντασίωση για παιδιά και εφήβους στην Ελλάδα. Η καριέρα του Τζόρνταν χωρίζεται όπως θέλεις να τη χωρίσεις, αλλά ένας από τους πιο δημοφιλής τρόπους βρίσκεται στην κατηγορία που ονομάζεται The Shot. Το «The Shot» αναφέρεται στον τελικό του κολεγιακού πρωταθλήματος με το Τζόρτζταουν το 1982. Το «The Shot II» στο πέμπτο ματς του πρώτου γύρου της Ανατολής το 1989 με τους Κλίβελαντ Καβαλίερς. Το «The Shot III» είναι το τελευταίο σουτ του στο μπάσκετ (αν υποκριθούμε ότι δεν έπαιξε για μία διετία στους Γουάσινγκτον Γουίζαρντς): το 1998, στο Σολτ Λέικ Σίτι, όταν χάρισε το έκτο πρωτάθλημα στους Σικάγο Μπουλς στον έκτο τελικό με τους Γιούτα Τζαζ.

Εμείς τα μετράμε αλλιώς. Εκείνοι που ασχολούνται με το κολεγιακό μπάσκετ στις ΗΠΑ- και είναι πάρα πολλοί- θυμούνται τον τελικό του 1982 για το καλάθι του Τζόρνταν, αλλά και για την πάσα του Φρεντ Μπράουν στον Τζέιμς Γουόρθι, την γκάφα του γκαρντ των Χόγιας όταν το Τζόρτζταουν επιχειρούσε την τελευταία επίθεσή του για να βάλει το νικητήριο καλάθι. Όταν σκόραρε ο Τζόρνταν έμεναν 16 δευτερόλεπτα, αρκετός χρόνος για να σκοράρει το Τζορτζτάουν και το Νορθ Καρολάινα και στις ΗΠΑ αυτή η πάσα θεωρείται ακόμα μία από τις σημαντικές γκάφες στην ιστορία του εθνικού πρωταθλήματος.



Ο Ντιν Σμιθ κατέκτησε το δεύτερο πρωτάθλημά του το 1993: ήταν η φάση που καθόρισε τον Κρις Γουέμπερ, ο οποίος, με το σκορ στο 73-71 υπέρ των «Ταρ Χιλς» και την μπάλα στα χέρια του για την τελευταία επίθεση του ματς, και αφού του χαρίστηκαν βήματα από τους διαιτητές, πήγε και κλείστηκε στη γωνία, καλώντας τάιμ άουτ, κάτι για το οποίο το Μίσιγκαν δεν είχε δικαίωμα. Εκείνη η ομάδα του Μίσιγκαν είχε το προσωνύμιο «Fabulous Five», διότι ήταν η πρώτη ομάδα στην ιστορία που ξεκίνησε σε παιχνίδι με πέντε πρωτοετείς στη βασική πεντάδα της. Ο Γουέμπερ δεν ορθοπόδησε από αυτό και ακόμα και στο ΝΒΑ έμοιαζε να τον ακολουθεί η κατάρα εκείνης της επίμαχης φάσης: στο τρίποντο του Ρόμπερτ Χόρι στον τέταρτο τελικό της Δύσης του 2002, στον έβδομο τελικό της Δύσης της ίδιας χρονιάς. Λίγο καιρό μετά από το τάιμ άουτ, που σήμαινε βολές και την μπάλα στην κατοχή του Νορθ Καρολάινα, αναδύθηκε στη δημοσιότητα η οσμή του σκανδάλου με πρωταγωνιστή τον Γουέμπερ: φαινόταν ότι είχε πάρει χρήματα, κάτι που δεν επιτρέπεται στο κολέγιο ή, εν πάση περιπτώσει, δεν επιτρέπεται εφόσον αποκαλυφθεί. Το 2013, με το Μίσιγκαν να παίζει στον τελικό του εθνικού πρωταθλήματος με το Λούιβιλ, οι τέσσερις από τους πέντε F.F. (ο Τζέιλεν Ρόουζ, ο Ρέι Τζάκσον, ο Τζουάν Χάουαρντ και ο Τζίμι Κινγκ) βρίσκονταν μαζί στην κερκίδα, διότι ο Ρόουζ είχε υποσχεθεί ότι εκείνη η πεντάδα θα δώσει το «παρών»: ο μόνος που αποστασιοποιήθηκε εντελώς από εκείνο το ματς ήταν ο Γουέμπερ, ο οποίος έδειξε ότι δεν θέλει να θυμάται. Όταν το ESPN, με τη δουλειά του Ρόουζ ο οποίος εργάζεται εκεί, αποφάσισε να κάνει ένα 30 for 30 για τη συγκεκριμένη ομάδα, ένα ντοκιμαντέρ υψηλού τηλεοπτικού επιπέδου, ο Γουέμπερ αρνήθηκε να παρευρεθεί.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το Νορθ Καρολάινα θα έχανε τα πρωταθλήματα. Ο Ντιν Σμιθ ήταν ένας προπονητής σε αναμονή για τον εθνικό τίτλο. Ο δεύτερος τον πέρασε στη μυθιστορία και έκανε τους «Ταρ Χιλς» ένα από τα πιο αξιόλογα μπασκετικά προγράμματα σε όλες τις ΗΠΑ. Απλώς αποδεικνύεται ότι ο θρύλος από το μοιραίο είναι πάρα πολύ κοντά. Ισοϋψής με του Σμιθ ήταν η πίεση που ασκήθηκε στον Ρόι Γουίλιαμς ως το 2005, όταν, δηλαδή, το Νορθ Καρολάινα πήρε ξανά το πρωτάθλημα. Δεν ξέρουμε τι θα προτιμούσαμε αν είχαμε την επιλογή: ο Σμιθ ήταν ένας σπουδαίος τεχνικός, ένας πιονέρος των μπασκετικών συστημάτων, αλλά αυτό δεν σημαίνει συμβόλαιο με την τελική νίκη. Ο Γουέμπερ ένας διασκεδαστής, ένας ασύλληπτα ταλαντούχος πάουερ φόργουορντ. Οι στιγμές της τραγικότητάς του δημιουργούν στον θεατή και στον αναγνώστη ευφορία. Και για αυτό ίσως να μη ζητούσαμε να αλλάξει κάτι, αν είχαμε τη δυνατότητα, εκτός από το να δώσουμε την ευκαιρία στο Τζόρτζταουν και στο Μίσιγκαν Στέιτ να πάρουν το τελευταίο σουτ. Ούτως ή άλλως, οι Fabulous Five είναι η πιο διάσημη ομάδα μίας διετίας που πήγε σε δύο τελικούς και δεν πήρε κανένα πρωτάθλημα. Και αν δεν ήταν ο Σιζέφσκι του Ντιουκ και ο Σμιθ του Καρολάινα- ένας τεχνικός που διαμαρτυρόταν στους διαιτητές, ο δεύτερος μόλις στην ιστορία που αποβλήθηκε από ματς Final 4 το 1991- θα είχαμε μεγάλη δυσκολία να θυμηθούμε τον νικητή στις ήττες του Μίσιγκαν Στέιτ.

—————

Πίσω