Χωρίς τελείες


1-7

2015-01-04 18:57

Το 2014 περνάει στη χωροχρονική ιστορία έχοντας προσφέρει μία από τις κορυφαίες ποδοσφαιρικές στιγμές όλων των εποχών: την κορυφαία για εκείνους που δεν είδαν τη Βραζιλία του 1970 και το 2-1 της Ουρουγουάης επί της Βραζιλίας στο Μαρακάνα το 1950, δηλαδή την κορυφαία. Το 1-7 της Γερμανίας επί της Βραζιλίας στο Μπέλο Οριζόντε, στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου.

Ουσιαστικά, πρόκειται για την κορυφαία αθλητική στιγμή εδώ και χρόνια. Πιο σοκαριστικό, ιστορικό και δραματικό μομέντουμ σε ένα συγκεκριμένο τρομερά σημαντικό παιχνίδι έχει να εμφανιστεί από την εποχή που ο Ζινεντίν Ζιντάν κουτούλησε τον Μάρκο Ματεράτσι. Και πάλι, αυτό δεν έκρινε κάτι επί του πρακτέου: έγινε στην αργά στην παράταση του τελικού του Μουντιάλ του 2006 στο Βερολίνο, με το ματς να πηγαίνει στα πέναλτι. Ενώ ο ημιτελικός ήταν Άουσβιτς. Ήταν take no prisoners. Ήταν ό,τι πιο τρομακτικό έχει εμφανιστεί στην τηλεόραση από τη σκηνή του Μοριάρτι με τον Σέρλοκ στην πισίνα, αν και το τελευταίο σχόλιο ήταν κάπως αβανταδόρικο.

Η αναφορά των υπόλοιπων στιγμών δεν κάνουν το 1-7 να φαντάζει ισάξιό τους. Το τρικ, όταν σου πέφτει κάτι, είναι να το κάνεις να μοιάζει σαν να είναι στο κόλπο, όπως έγραψε ο Τομ Ρόμπινς στον Τρυποκάρυδο. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει σύγκριση. Όχι επειδή ένα γεγονός είναι σπουδαιότερο από το άλλο, αλλά επειδή δεν είναι δόκιμη. Όπως δεν ήταν δόκιμο το Αλί εναντίον Τάισον, το Πελέ εναντίον Μαραντόνα, το Τζόρνταν εναντίον Κόμπε. Όχι, ωστόσο, το Μπερντ εναντίον Μάτζικ ή το Μέσι εναντίον Ρονάλντο, δηλαδή αθλητών που μεγαλούργησαν την ίδια επoχή.


Η σύγκριση δεν είναι θεμιτή, αλλά απαραίτητη σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλιώς η γλώσσα, το πλάσμα με την πολιά κεφαλή, δεν θα είχε φροντίσει για τον συγκριτικό και τον υπερθετικό βαθμό. Το zeitgeist την καθιστά δικαίωμα, ενώ υπάρχει και η πιθανότητα να ισχύει υπό την έννοια της εξέλιξης και της προόδου. Παραδείγματος χάρη, ο Ανατόλι Μίσκιν ήταν ένας από τους πρώτους ψηλούς φόργουορντ που συμπεριφέρονταν ως γκαρντ και άρα πρωτοπόρος. Ο Τόνι Κούκοτς είναι μία προοδευμένη επιγονική όψη του, ενώ ο Ντιρκ Νοβίτσκι, που μπορεί να αποτελεί τη συνέχεια του Κούκοτς, είναι μία εξελιγμένη εικόνα του Κροάτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι καλύτερος. Και ενώ οι δήθεν πιο λόγιοι αρνούνται να αποδεχθούν τη σημασία της σύγκρισης όταν βρίσκονται σε κατάσταση διαλεκτικής, δηλαδή μακριά από την άψη της στιγμής, η δημιουργία της σύγκρισης κάνει την ίδια τη σύγκριση νομότυπη και μερικές φορές επιβεβλημένη αυταπόδεικτα.

Το 1-7 είναι από εκείνες τις στιγμές που όταν της αναπολείς, έρχονται στο μυαλό σου σε κατάσταση slo-mo, που λένε και στο χωριό του Τιμ Χάουαρντ. Αλίμονο: αυτό συνέβαινε ακόμα και κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιώρου του ματς. Ό,τι συνέβαινε γινόταν αργά, σαν την αναμονή πριν την αιματοχυσία στους «Άδοξοι Μπάσταρδη», το πιο εμπνευσμένο δημιούργημα του Κουέντιν Ταραντίνο. Και πράγματι σόκαρε την ανθρωπότητα σαν οτιδήποτε το 2014, διότι ήταν κάτι που δεν είχαμε δει ξανά.

Δεν συγκρίνεται με την ανθρώπινη ζωή βεβαίως. Αλλά τις περισσότερες φορές η ίδια η ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανθρώπινη ζωή. Έχουμε δει καταστροφές και χάσιμο ζωών όπως στο Norman Atlantic και δαγκώνουμε το στόμα μας, σφιγγόμαστε και θυμόμαστε τις προηγούμενες. Πολύ δύσκολα μπορεί να συμβεί κάτι που δεν έχει γίνει ξανά και αυτό σημαίνει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να μας επηρεάσει κάτι τόσο δυνατά όσο όταν συνέβη την πρώτη φορά. Ο Αποδυτηριάκιας έγραψε ότι η τεχνολογία μας αποχαυνώνει με αποτέλεσμα τα συναισθήματά μας να μην απελευθερώνονται πηγαία, όπως παλιά. «Ξέραμε πώς να πενθούμε», έγραψε. Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια. Ο σεισμός του 1999 ήταν κάτι που δεν είχε γίνει ξανά. Η 11/09 ήταν κάτι που δεν είχε συμβεί πριν. Το «Σάμινα» μπορεί να επαναλήφθηκε, αλλά σημασία είχε η ποσότητα. Αν ήταν να πενθούμε για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο ή ακόμα και στη χώρα μας, θα έπρεπε από την πρώτη μέρα της ζωής να φοράμε μαύρη φορεσιά. Πενθούμε για ό,τι συμβαίνει σε μας και πενθούμε λιγότερο για ό,τι συμβαίνει κοντά σε μας. Και όταν ζήσουμε το πένθος, δεν έχουμε καμία αληθινή όρεξη για να πενθήσουμε οτιδήποτε άλλο, μακρινό, που δεν ανησυχεί τους οικείους μας.

 


Το 1-7 δεν είχε ξαναγίνει. Το Norman Atlantic θα καταχωρηθεί στη Βίβλο των Καταστροφογράφων στο γράμμα «Ν», και υπάρχει λόγος που λέγεται Βίβλος: είναι βιβλίο χιλιάδων σελίδων και αναλύει την ανθρώπινη πτώση, αν το αναπόφευκτο μπορεί να είναι πτώση. Το 1-7 δεν έχει επαναληφθεί. Μόνο το 3-6 της Ουγγαρίας στο Γουέμπλεϊ, στις 25 Νοεμβρίου του 1953, μπορεί να πάει κοντά από την άποψη του σοκ. Το 1-7 ήταν ένα αποτέλεσμα τόσο απίστευτο, που εκείνο το κείμενο για το gavros.gr το τελείωσα στο ημίχρονο. Ένα απαραίτητο μικρό κείμενο, που ανέφερε τα εξής:

«Η συνειδητοποίηση ότι ο Τζον Ντο είναι ο Κέβιν Σπέισι στο Se7en, πολλαπλασιασμένη με το ένα εκατομμύριο. Μιλάμε για σνικτ, φλιπ και ζμπονγκ. Μιλάμε για τον Ρούντολφ Ες υπό την επήρεια των ναρκωτικών. Για την τελευταία σκηνή από το «Άρωμα» του Πατρίκ Ζίσκιντ. Για το «Ρόκι 4», αν νικούσε ο Ιβάν Ντράγκο στα 25 πρώτα δευτερόλεπτα. Για μία γιορτή που δεν καταλάβαμε. Άναυδοι, μπροστά στο πιο τρομακτικό Oktoberfest όλων των εποχών στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Πολύ λίγες στιγμές στον αθλητισμό ήταν σαν αυτό το πρώτο μισάωρο στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Πολύ λίγες στιγμές μπορείς να παρομοιάσεις σαν αυτή τη λεηλασία, μπροστά σε εκατοντάδες εκατομμύρια θεατές. Είμαστε μίλια μακριά αλλά γράφεται ιστορία.

Υπάρχουν ποιητικές περιγραφές για συμβάντα στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Αλλά δάκρυα από πιτσιρικάδες στο 25’ και αγκαλιές παρηγοριάς. Από το 25’! Να φεύγουν άνθρωποι από το «Μινεϊράο» από το ημίχρονο. Να πηγαίνει η μπάλα στη σέντρα και να είμαστε όλοι σαστισμένοι. Να αλλάζουν οι Γερμανοί την μπάλα στην περιοχή και να πλασάρουν με το παγωμένο αίμα τους. Και η μπάλα να κυλάει με τέτοιο τρόπο που να είσαι σίγουρος ότι πρόκειται για γερμανική πάσα, κάτι αυστηρό, απολυταρχικό και τυρρανικό για τον αντίπαλο.

Ήδη, στο 25’, είσαι εκεί που γράφεται η ιστορία. Δεν θα το θυμάσαι μόνο εσύ αυτό: ούτε μία στιγμή θα ρωτήσεις πότε έγινε. Είναι Βραζιλία-Γερμανία 0-5 στο 29’, μέσα στη Βραζιλία, στο Μπέλο Οριζόντε, δε φάκινγκ Νάντσις που έλεγε και ο Μπραντ Πιτ στους «Άδοξη Μπάσταρδοι». Είναι ημιτελικός Παγκόσμιου Κυπέλλου, θα το θυμόμαστε για πάντα. Θα γραφεί ακριβώς 18 εκατομμύρια 632 χιλιάδες 411 φορές τα επόμενα 50 χρόνια και το μόνο που δεν θα γίνει είναι ταινία, διότι δεν έχει ηρωισμό, ανδραγάθημα και υπερβάσεις, αλλά μία ψυχρή επικράτηση, εκείνη της πλήρους ανωτερότητας, λες και δεν διακυβεύονταν τόσα πράγματα στο παιχνίδι. Οι Γερμανοί, με τον χαμηλό σφυγμό και την παράνοια του serial killer, τέτοια είναι όταν η λογική αποβάλλει τελείως το συναίσθημα και το ποδοσφαιρικό γκολ γίνεται απολύτως κυνικό, απέναντι σε ένα κράτος και μία χώρα, μία ομάδα που υποσχέθηκε ότι θα παλέψει αλλά δεν μπόρεσε να δει τους αντίπαλους. Δεν μπορούσε να τους αγγίξει, δεν μπορούσε να τους αντιληφθεί. Τους διέλυσε, δεν τους χάρισε χρόνο. Τους διέσυρε σε εκείνα τα σημεία για τα οποία οι απουσίες τους λογίζονταν ως σημαντικές απουσίες. Πήραν τη βελόνα με το δηλητήριο και την έσπρωξαν στο βάθος της καρδιάς τους τόσο πειστικά, που περάσαμε την περισσότερη ώρα και εμείς με το στόμα ανοικτό. Το «Μινεϊράο» έμοιαζε με το Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, έτσι όπως ο Κεντίρα έβρισκε τον Κρόος και η μπάλα άλλαζε σε 2 μέτρα απόσταση και επέμενε να μπαίνει στα δίχτυα διαλύοντας κάθε βραζιλιάνικη πιθανότατα. Ήταν ντοκιμαντέρ του National Geographic α;πό τον Αμαζόνιο.

Και μετά ήρθε το ημίχρονο. Και τα 15 λεπτά ήταν αρκετά μόνο για να επιστρέψει το αίμα στη θέση του. Δεν ήταν αρκετό κάτι άλλο.

Μόνο με το Ουρουγουάη-Βραζιλία 2-1, το 1950, μπορεί να συγκριθεί. Αλλά πάλι, 0-5, από το 11’ έως το 29’. Καλοί οι μύθοι και οι παραδόσεις, αλλά τίποτα δεν πάει κοντά. Δεν έχει ξαναδεί, από την αρχή του ποδοσφαίρου, ποτέ κανείς κάτι παρόμοιο σε τέτοιο επίπεδο. Δεν μπορεί να έχει ξαναγίνει.

Όλο το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι ιστορία. Αλλά αυτό το πρώτο μισάωρο στο Μπέλο Οριζόντε, πόσο περισσότερο εκτόπισμα δίνει στον ούτως ή άλλως υπαρκτό γερμανικό μύθο; Πόσο υλικό προσθέτει σε ό,τι είναι το ποδοσφαιρικό γονιδιακό σημείο αναφοράς του.

Συγγνώμη: περιμένατε τόσο πολύ, η Βραζιλία σας πήγε στον ημιτελικό, πήρατε τις ρέπλικές σας, πήγατε στο γήπεδο και σε no prisoners κατάσταση η Γερμανία, δεν πήρε αιχμαλώτους και βίασε τα γυναικόπαιδα.

Είναι μάλλον ειλικρινές και άβολο και όσο περνάει η ώρα γίνεται συνείδηση ότι κανείς δεν ξέρει πώς να νιώσει. Είναι λες και από αύριο θα ξεκινήσει ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Απλώς συμβαίνουν κάτι όπως αυτό στο Μπέλο Οριζόντε και δεν υπάρχει συνέχεια: είναι λες και η ζωή, όλη η ζωή, όχι μόνο το ποδόσφαιρο, μηδένισε και θα αρχίσει να ξαναγράφει από την αρχή
».



Βρεθήκαμε άναυδοι μπροστά στην τηλεόραση, στ’ αλήθεια. Το παιχνίδι δεν ήταν δίκαιο εξ ορισμού, διότι έλειπε ο Νέιμαρ και η Γερμανία ήταν ούτως ή άλλως πολύ καλύτερη ομάδα. Αλλά αυτό δεν ήταν ποδόσφαιρο. Ήταν πολιτι(στι)κό δρώμενο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος επέστρεψε για λίγο. Ήταν ένα ματς που δεν είχε σχέση με οτιδήποτε. Τόσο τέλειο, που οποιαδήποτε μυθοπλασία δημιουργηθεί τα επόμενα 100 χρόνια (διότι τόσο θα κρατήσει η διάπλαση εκείνου που είδαμε), δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από εκείνο που νιώσαμε τη Στιγμή. Το εικοσάλεπτο από το 10’ έως το 29’. Το τετράλεπτο από το 25’ έως το 29’. Τα δυνητικά τανκς που εισέβαλλαν στο Μπέλο Οριζόντε και καθάρισαν τα πάντα. Και πάλι είναι έως αδύνατον να περιγραφεί.

Με αυτόν τον τρόπο προσπαθώ να περάσω στο κείμενο ότι το 1-7 είναι η κορυφαία στιγμή του 2014. Όχι απλώς αθλητική. Είναι ό,τι πιο τρομερό συνέβη σε κάθε διάσταση που μας αφορά. Ήταν λεοντώδες. Τερατικό. Στον αθλητισμό συνέβησαν διάφορα: μία από τις κορυφαίες ομάδες στην ιστορία του μπάσκετ πήρε το πρωτάθλημα στο ΝΒΑ, οι Σαν Αντόνιο Σπερς, με τρεις από τους κορυφαίους παίκτες της ομάδας στα 38, στα 37 και στα 32 αντιστοίχως. Στην κολύμβηση η Μαρία Μπελμόντε και η Κατίνκα Χόζου έκαναν παγκόσμια ρεκόρ. Η Ρεάλ Μαδρίτης πήρε το 10ο. Η Μακάμπι Τελ Αβίβ πήρε το έκτο, μέσα σε μία οιστρηλασία στο Μιλάνο, εκδίκηση για τους χαμένους τελικούς από την Τρέισερ το 1987 και το 1988. Στο βόλεϊ η Πολωνία νίκησε τη Βραζιλία στον τελικό του Μουντοβόλεϊ και οι ΗΠΑ ήταν φανταστικές στο Μουντομπάσκετ. Στο πόλο οι Σέρβοι ήταν οι πανίσχυροι πρωταθλητές Ευρώπης και δύο ομάδες της Βαρκελώνης, οι Μπαρτσελονέτα και Σαμπαντέλ, κατέκτησαν ισάριθμα Κύπελλα Πρωταθλητριών, με το 19-10 της δεύτερης επί του ΝΟ Βουλιαγμένης στις 12 Απριλίου να αποτελεί μία υπέροχη παράσταση. Όμως ουδέν ήταν σαν αυτό. Ήταν ένα διαρκές σοκ και όλοι οι θεατές ήταν υποτονικοί μεθύστακες. Ένα κεφάλι που έσκυβε σιγά σιγά προς τα κάτω, για να συναντήσει τη ρίζα της κραιπάλης (κάρα-πάλλω).

Εκείνη τη νύχτα, η Βραζιλία συνάντησε ξανά, μετά το 1-2 της Ουρουγουάης στο Μαρακάνα 64 χρόνια πριν, τον Μεγάλο Φασουλή.
 

—————

Πίσω