Χωρίς τελείες
Απλοϊκή μωρουδίστικη αφέλεια
2015-09-14 14:50Αν δεν αδικήσεις και τον εαυτό σου λίγο, δεν στεριώνει η αγάπη.
Όλα άρχισαν στο Αυστραλιανό Όπεν του 2012. Ημιτελικός με τον Ράφα Ναδάλ, τέταρτο σετ, στο 5-4 υπέρ του τελευταίου. Σχεδόν έτοιμος για να φύγω για τη δουλειά, μέσα στο δωμάτιο.
Τα χρόνια της ενασχόλησης, βίαιης ή ρομαντικής, με τα σπορ, ήταν μία σκηνή που θυμάμαι πια με νοσταλγία, αλλά με ενοχλούσε. Θα μπορούσε να είναι γραμμένη, σε έναν άλλο κόσμο μίας εποχής μακρινής, από τον Λόρκα. Στο ημίχρονο του τελικού του Ευρωμπάσκετ του 1989, η τηλεόραση έχει σχεδόν μόλις μεταφερθεί στην κρεβατοκάμαρα των γονιών. Ο πατέρας μου, τόσο τσαντισμένος με την άνεση που νικάει η Γιουγκοσλαβία την Ελλάδα, Ιούνη μήνα, μάς διώχνει από το δωμάτιο και μας στέλνει για ύπνο. Ξαπλώνω στο κρεβάτι και με ανοικτά τα μάτια νιώθω την αγωνία, στην περίπτωση που απλώς μας ξεφορτώνεται για να δει μόνος το ματς. Τον ακούω να βρίζει και κυρτός, ανάμεσα στα σεντόνια, με πιάνει ένα είδος τρόμου πολύ λογικό για οκτάχρονο παιδί.
Εκείνη η εντύπωση, στη βάση της κατάστασης που πρέπει να συμβολίζουν τα σπορ, ήταν αλγεινή. Επιδόθηκα, μάλλον υποσυνείδητα, σε μία μονομαχία με ό,τι ήταν φανερό ότι επρόκειτο να με στενοχωρήσει. Χωρίς ίχνος μαζοχισμού, πρέπει να κάθεσαι και να πίνεις το πικρό ποτήρι ως το τέλος, διότι αυτό αποτελεί μια γενίκευση: παρακολουθείς τα σπορ.
Φυσικά, δεν απέφυγα πάντα αυτήν τη μάχη. Η μωρουδίστικη ευαισθησία μου είναι παροιμιώδης. Θυμάμαι το χαμένο πέναλτι του Φάνη Γκέκα από την τουαλέτα της εφημερίδας. Σηκώθηκα ακριβώς τη στιγμή που πήγαινε να το εκτελέσει. Συνάντησα, βγαίνοντας, τον Γιώργο στον διάδρομο. «Το έχασε, ε;», ρώτησα. Ναι. Το έχασε.
Υπάρχει κάτι περίεργο σε όλο αυτό. Δεν ξέρεις, προφανώς, πράγματα που θα γίνουν, αλλά τα φαντάζεσαι. Είναι η μεταφυσική ανακατεμένη με την πραγματικότητα. Όπως τότε, που η κεφαλιά του Τιερί Ανρί πέρασε ελάχιστα εκατοστά έξω από το δοκάρι του Αντώνη Νικοπολίδη. Δύο χαμένες ευκαιρίες αντίπαλων θυμάμαι και αναρωτιέμαι πώς τις έχασαν σε εκείνο το Ευρωπαϊκό: την κεφαλιά του Ανρί και εκείνη του Ιβάν Ελγκέρα, στο ματς με τους Ισπανούς στον όμιλο. Ήταν χασομέρια και την έστειλε πάνω στον Νικοπολίδη. Αλλά η προσπάθεια του Ανρί βγήκε άουτ. Ακόμα και μετά, που την είδα ξανά, αποφάνθηκα ακριβώς το ίδιο που αποφάνθηκα την πρώτη φορά: ο κόσμος την έβγαλε έξω. Ήταν η ενέργεια που κατέστη δυνατόν να βγάλει την κεφαλιά αυτή, μία προσπάθεια ενός από τους πιο αποτελεσματικούς επιθετικούς που έχω δει (και θα δω) στη ζωή μου έξω.
Ήταν ο ημιτελικός με τον Ράφα Ναδάλ στο Αυστραλιανό Όπεν και λόγω βιασύνης, αλλά κυρίως επειδή δεν ήθελα να τον δω να πανηγυρίζει, έκλεισα το στριμ. Στο 5-4 του τέταρτου σετ. Μετά έμαθα ότι ο Φέντερερ είχε δύο break points, αλλά το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Ο υπολογιστής έκλεισε και έπρεπε να διαφεντεύσω άλλη μία ήττα.
Με τον Φέντερερ, ειδικά, έμαθα να μαζεύω τα κομμάτια μου αρκετά πριν τελειώσει ένα παιχνίδι. Αυτό συνέβη μετά την 1η Φεβρουαρίου του 2009. Περπατούσα στον δρόμο χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω. Ήμαστε από το πρωί σε μία καφετέρια, που είναι γκαντέμικη αλλά είναι η μόνη αθλητική που γνωρίζω και η μόνη που θα μπορούσα να δω αυτό το ματς και ο Αντώνης έφυγε στο 5-2 του πέμπτου σετ για να προλάβει το πλοίο για τη Νάξο και μετά ο Κωστής έφυγε και έμεινα μόνος μου και είδα τον Φέντερερ να κλαίει με το πιάτο, σαν μυξιάρικο, και τον Ναδάλ να τον αγκαλιάζει κρατώντας το τρόπαιο και έλεγα ότι σε λίγο θα του έδινε το τρόπαιο και θα τον αφήσει μόνο του να το κρατήσει και εκείνος, έχοντας το τρόπαιο στην αγκαλιά, θα σταματήσει να κλαίει. Ήταν βαρύς χειμώνας και το τσουχτερό κρύο είχε αποθηκευθεί σε κάθε γωνιά της πόλης και νύσταζα και ο Ναδάλ είχε νικήσει ξανά τον Φέντερερ, μετά το Γουίμπλεντον και αισθανόμουν κενός, σαν να είχα μόλις χωρίσει. Και να ‘μαι, τρία χρόνια μετά, να κλείνω το στριμ πριν τελειώσει ένας ημιτελικός.
Θυμάμαι ότι όποτε έπαιζε ο Φέντερερ έναν τελικό, κάτι συνέβαινε πάντα. Στο Γουίμπλεντον του 2008, πριν αρχίσει το πέμπτο σετ με τον Ναδάλ, έπεσα θύμα παραπληροφόρησης και νόμισα ότι το ματς θα αναβαλλόταν για την επόμενη μέρα ώσπου πήγα σπίτι και το παιχνίδι συνεχιζόταν κανονικά και χάσαμε. Πριν από αυτό, ενώ είχαμε φτάσει στην ώρα μας για τον τελικό δεν μπορούσαμε με τίποτα να βρουμε το κανάλι και δεν είδαμε το πρώτο ενάμισι σετ. Στο Αυστραλιανό πάλι είχαμε πρόβλημα να βρούμε τη σύνδεση. Στο Ρολάν Γκαρός του 2009 κόπηκε το ρεύμα και δεν μπορούσαμε να δούμε το τελευταίο σετ στο παιχνίδι με τον Σόντερλινγκ, παρά μάθαμε τα μαντάτα στο ραδιόφωνο. Στον τελικό του US Open του 2009 μας έδιωξαν από την καφετέρια μετά το τρίτο σετ με τον Ντελ Πότρο, δεν μπορούσα να βρω με τίποτα να παρκάρω στην Κυψέλη και τράκαρα έναν ταξιτζή, στον οποίο, επειδή μου κλαιγόταν, έδωσα χρήματα και έπρεπε να περιμένω την ασφάλεια. Μόλις άνοιξα το κομπιούτερ είδα το ριπλέι της τελευταίας φάσης, με τον Αργεντινό να σωριάζεται κάτω έχοντας νικήσει το ένα και μόνο Major της καριέρας του. Πολλά μεγάλα και μικρά περιστατικά συνόδευσαν πολλές πελώριες και ήκιστες επιτυχίες. Με τον Ρομπρέδο, στο US Open του 2013, ο Αντώνης μου έστειλε μήνυμα ότι χάσαμε ενώ προετοιμαζόμουν για τον προημιτελικό. Αλλά την Κυριακή η κατάσταση ήταν τέλεια.
Κατάφερα να είμαι στο σπίτι στην ώρα μου, ο υπολογιστής να κάνει update ώστε το chrome να ανοίξει κατευθείαν, το πρώτο στριμ να παίξει με καλή ποιότητα. Συνέβη κάτι αρκετά σπάνιο. Είδα τον τελικό του US Open απέναντι στον Τζόκοβιτς από τον πρώτο κιόλας πόντο. Και για αυτό πίστεψα ότι ο Φέντερερ είχε προβάδισμα. Ο Τζόκοβιτς είναι, προφανώς, ο καλύτερος τώρα στον κόσμο και οριακά στο τοπ 5 της ιστορίας. Αλλά σε ό,τι αφορά τη δική μου σχέση με τον Φέντερερ, η οποία έχει προσπεράσει πια τη δεκαετία, αυτός ο τελικός ήταν το πιο τέλεια προγραμματισμένο ραντεβού στην ιστορία. Η μυθική ασυνέπειά μου δεν μου στέρησε χαμένο πόντο.
Έτσι, στο 5-2 του τέταρτου σετ, έκλεισα το στριμ. Οριστικά και αμετάκλητα.
Οπότε, έχω μια ιστορία για το γεγονός ότι φοράω τραγιάσκες. Η μία, πολύτιμο δώρο, καλοκαιρινή, φορέθηκε φέτος μόνο μία φορά, την προηγούμενη Παρασκευή, πηγαίνοντας στο σινεμά. Πάντα ήθελα να βάψω τα μαλλιά μου, έστω για ένα χρονικό διάστημα. Πλατινέ.Για ντροπή προς τους δικούς μου, αλλά και επειδή οι φίλοι μου με έπεισαν ότι είμαι αρκετά μελαψός ώστε να φαίνεται άσχημο, δεν το έκανα. Ωστόσο, μου έμεινε το απωθημένο. Τον Οκτώβρη του 2013, λόγω πένθους, οι Νονοί ήταν οι κατάλληλες ταινίες. Όταν είδα τον Ντε Νίρο να παίζει τον νεαρό Βίτο Κορλεόνε με την τραγιάσκα, στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, προφανώς ξετρελάθηκα. Ήταν η φυσιολογική συνέχεια.
Βλέπετε, η απλοϊκή μωρουδίστικη αφέλεια δεν έχει ηλικία.
Καθόμουν εκεί, περιμένοντας, παίζοντας quizdom, μπαίνοντας στην ιστοσελίδα του us.open. Ο Φέντερερ έκανε το μπρέικ, κράτησε το σερβίς του και πήγε στο 15-40, με τον Τζόκοβιτς να σερβίρει στο 5-4. Ήταν ακριβώς η στιγμή που αναρωτήθηκα αν πρέπει να ανοίξω ξανά το στριμ ή να το βλέπω στο κινητό τηλέφωνο. Φυσικά, ένα ματς που γίνεται στη Νέα Υόρκη δεν μπορεί να επηρεάζεται από τέτοιες καταστάσεις, ειδικά στο αποτέλεσμά του. Αλλά δίνω πόντο στο γιατί η Μεγαλύτερη Μαλακία του 20ου Αιώνα, του Κοέλιο για το Σύμπαν, έγινε μια από τις πιο μεγάλες εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχών.
Ευγνωμοσύνη, για το γεγονός ότι μπορώ ακόμα να κάθομαι στον υπολογιστή, ξημερώματα Δευτέρας, να παρακολουθώ αυτόν τον ασύλληπτο αρτίστα στα 34 να κάνει συνεχώς πράγματα που είναι σαν να μην τα έχω ξαναδεί, από αύριο. Τώρα, το μόνο που μπορώ να σκέφτομαι είναι ότι έχασε άλλο ένα δικό του σετ, το τρίτο, όπως τόσες φορές έχει κάνει με τον Ναδάλ και αργότερα με τον Τζόκοβιτς. Βρίσκω μια πολύ πειστική εξήγηση: όταν είσαι τόσο θεσπέσιο πλάσμα, τόσο αλλούτερο που ανήκεις σε μία εποχή και σε έναν κόσμο που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα, ο υπολογισμός μέσα στο κεφάλι σου νικιέται από την καλαισθησία. Αλλά ό,τι θέλουμε στον κόσμο είναι ό,τι ξέρουμε ότι μπορούμε να έχουμε και ό,τι μπορούμε να έχουμε είναι διεκδικήσιμο αν ο Θεός κάνει στραβά μάτια. Δεν μπορούμε να κυριαρχήσουμε με το περίγραμμα της ύπαρξής μας, το στυλ, να καθορίζει την κίνησή μας. Πρέπει να βρούμε την ευκαιρία να το κλέψουμε. Όπως κάνει ο Τζόκοβιτς, αλλά απείρως πιο κουρασμένος από εμάς. Διότι εκείνος θυσιάζει την αξιοπρέπειά του- την εξαρχής αδυναμία του να αντεπεξέλθει στα προσόντα ενός τέτοιου αντίπαλου για να νικήσει το ματς- προκειμένου να κλέψει ό,τι αποδεδειγμένα μπορεί να θεωρεί, μετά από 10 Major, πως ανήκει και στον ίδιο. Στον αθλητισμό μπορείς να θαυμάζεις το εξωφρενικό ή αυτό που σου μοιάζει, με τον ίδιο τρόπο που μπορείς να θαυμάζεις μια ταινία του Τρυφώ και ένα έργο που μοιάζει με ντοκιμαντέρ με την κάμερα να τρέμει, μόνο και μόνο επειδή είσαι πεπεισμένος ότι μπορείς να το κάνεις. Ήταν ακόμα ένα ματς που ο Φέντερερ έχασε και ο αντίπαλος νίκησε, μόνο που η εμβέλεια του αντίπαλου ήταν τέτοια ώστε να τον πείσει να χάσει το ματς.
Και αυτή η αξία είναι, στο τέλος, πιο υπολογιστικά σημαντική από την ίδια τη θεσπεσιότητα της κίνησης, αυτού ακριβώς που ο Φέντερερ παραμένει: της ποίησης σε κίνηση. Το κοσμοπολίτικο στυλ του μπορεί να σηκώσει το Κολωνάκι ή τη Βουλιαγμένη στο πόδι, αλλά εδώ πρόκειται για μικροαστό, που μυήθηκε στο πιο πρόσφορο έδαφος της αθλητικής καλλιτεχνίας και βιώνει την αδικία της πραγματικότητας στο πετσί του. Αλλά αν δεν αδικούσε και λίγο τον εαυτό του ο μεγάλος Φέντερερ, να περάσει από τη φαντασμαγορία σε μία προσβλητική απαξία, και άρα να περάσει ο θαυμαστής από την οιστρηλασία σε μία καταθλιπτική μιζέρια (σαν να έχει χαλάσει ο φωτισμός στο τρίτο σύννεφο αριστερά, εκείνο, μωρέ, δίπλα στην Καπέλα Σιστίνα), αγάπη δεν στεριώνει.
—————