Χωρίς τελείες


Blues Brothers

2015-04-16 03:12

Η ιδιαιτερότητα του πιο σημαντικού παγιωμένου Σαββατοκύριακου της χριστιανικής Ορθοδοξίας για μένα, από τα παιδικά χρόνια μου, έχει να κάνει με τα θεάματα. Με τις ταινίες και με το παγωτό, που όταν περιμένεις μία συγκεκριμένη μέρα για να φας το πρώτο της περιόδου, είναι υπερθέαμα. 

Οι αναμνήσεις μου από τις νύχτες του Μεγάλου Σαββάτου και από τις μέρες της Κυριακής του Πάσχα περιορίζονται σε κινηματογραφικές ταινίες που προβάλλονταν στην τηλεόραση. Μεγάλωσα για να γίνω κάποιος άλλος από αυτός που είμαι, όπως όλοι μας, και εκείνες οι ονειρώδεις προβολές βοήθησαν στο να αλλάζω διαρκώς προσανατολισμό. Μία νύχτα Μεγάλου Σαββάτου θυμάμαι ένα αφιέρωμα για μιούζικαλ στην ΕΤ3, όταν παρουσιάστηκε μπροστά μου ένα μουσικό σκετς με τον Τζιν Κέλι και τον Φρεντ Αστέρ μαζί. Επειδή ήταν πάντα αντίζηλοι, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα υπήρχε ένα τέτοιο αριστούργημα. Μία άλλη Κυριακή γυρίσαμε νωρίτερα στο σπίτι από την Κερατέα, που πηγαίναμε και κάναμε Πάσχα με τη θεία μου, επειδή είχε το «Έλα να Αγαπηθούμε». Ήθελα να δω την πρώτη ταινία με τη Μέριλιν Μονρόε και, τελικώς, κατέληξα σαστισμένος από τη γοητεία του Υβ Μοντάν, όπως και η ίδια η Μέριλιν, την οποία, αν και νυμφευμένος για χρόνια με την επίσης εκθαμβωτική Σιμόν Σινιορέ, συμπεριέλαβε στις κατακτήσεις του.

Έχω ζαλιστεί από θαυμασμό μέχρι και με το «Μικροί και Μεγάλοι εν Δράσει». Η ιδέα των διακοπών, για μένα, ειδικά των καλοκαιρινών, είναι να επιστρέφω στο σπίτι μετά το μπάνιο και να απολαμβάνω μία ταινία. Για αυτό και το, «προτιμάς να δεις μία ταινία από το να βγεις;», που μου αντέτεινε ειρωνικά η Ειρήνη το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα και ενώ ο ήλιος, το φαγητό και το αλκοόλ ήταν ορισμική απόλαυση, δεν ήταν σωστή ερώτηση. Πρώτον διότι γινόταν να συνδυαστούν και τα δύο και, δεύτερον, επειδή αν έπρεπε να διαλέξω να μείνω στο σπίτι το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα για να δω τους Blues Brothers ή να βγω έξω την ίδια ώρα, είναι πολύ πιθανό ότι θα διάλεγα το πρώτο.

Η κωμωδία δεν έχει να αντιμετωπίσει, μόνο, τον ρατσισμό των τεχνών και των δραμάτων, που παρά το γεγονός ότι ο δείκτης δυσκολίας της ερμηνείας είναι κατάτι μεγαλύτερος από εκείνον των υπόλοιπων ειδών, αλλά και τον εαυτό της. Όταν δημιουργήθηκε το Saturday Night Live, του Καναδού Λορν Μάικλς, στόχος ήταν να βρει κωμικές φάτσες με ταλέντο, που δεν θα ήταν, ωστόσο, εξειδικευμένοι στη stand up. Οι προηγούμενες δεκαετίες της Χρυσής Εποχής της κωμωδίας στις ΗΠΑ είχαν περάσει και οι ρουτίνες με τα αστεία έπρεπε να αντικατασταθούν, όπως είχε ήδη αντικατασταθεί το zeitgeist, το πνεύμα της εποχής. Ο κόσμος βρισκόταν στον καιρό της οχείας, τον καιρό της σεξουαλικής επανάστασης, της πάλης κατά του ρατσισμού, που όλο και περισσότεροι μαύροι ασπάζονταν το Ισλάμ, που η μουσική γινόταν όλο και πιο «σκληρή», που τα λουλούδια δεν σήμαιναν κάτι μόνο για τον έρωτα, αλλά για τη φύση του ανθρώπου. Το πιο σημαντικό ήταν η απομυθοποίηση της φιγούρας, που ουσιαστικά ήταν μόνο μία διάσταση της καρατόμησης του πολιτικώς ορθού. Στο SNL ο Λορν Μάικλς δεν ήθελε να κάνει μία κωμική εκπομπή: ήθελε να κάνει μία κωμική παρωδία, που θα σατίριζε αυτοσαρκαζόμενη οτιδήποτε συνέβαινε. Τα δελτία ειδήσεων έφεραν στον αφρό τους νέους κωμικούς των ΗΠΑ που δεν είχαν σχέση με τους προηγούμενους. Ο Τσέβι Τσέις, ο Μπιλ Μάρεϊ, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς πέρασαν από το SNL με τον ίδιο τρόπο που πέρασαν από το Comedy Store. Ο Λορν Μάικλς δεν ήθελε, ο ίδιος, μονιμότητα: ήθελε να κάνει το σόου πάτημα για τους πρωταγωνιστές ώστε να βρίσκουν δουλειές που θα τους καθιέρωναν και, ταυτοχρόνως, να βρίσκει νέους πρωταγωνιστές που θα επέτρεπαν στο σόου να κρατήσει τη φρεσκάδα του.

Όπως και να είχε, στο SNL συναντήθηκαν οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας Blues Brothers: ο Τζον Μπελούτσι και ο Νταν Αϊκρόιντ.

Μόλις τελείωσε η ταινία, μπήκα στο IMDB για να δω βαθμολογία. Ήμουν ήδη θυμωμένος καθώς φανταζόμουν μία βαθμολογία σαν 7,2, που θα ήταν μία θριαμβευτική εξέλιξη, καθώς θα έγραφα ένα φληνάφημα για να επικρίνω εκείνους που γεννήθηκαν στην αγκαλιά του Φριντς Λανγκ και μεγάλωσαν στο μυαλό του Κριστόφ Κισλόφσκι. Αντιθέτως, το ωραιότατο 8 είναι μία δίκαιη βαθμολογία. Δεν πρόκειται απλώς για μία ταινία που αναδεικνύει το ταλέντο του μακαρίτη Μπελούσι, ο οποίος πέθανε δύο χρόνια αργότερα από ισχυρή δόση ναρκωτικών, και του Αϊκρόιντ, τον οποίο για πρώτη φορά αντίκρισα αδύνατο, αλλά για ένα κινηματογραφικό έργο στο οποίο ο σκηνοθέτης Τζον Λάντις κατάφερε να μαζέψει τέσσερις εμβληματικές φυσιογνωμίες της μουσικής: τον Καμπ Κάλογουεϊ- ο οποίος είπε το Minnie the Moocher το 1931(!) και πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο (1.000.000) δίσκους για να το πει 49 χρόνια μετά στην ταινία- τον Τζέιμς Μπράουν, τον Ρέι Τσάρλς, τον Τζον Λι Χούκερ και την Αρίθα Φράνκλιν! Η τελευταία τραγούδησε το Think και φυσικά το είπε με τέτοιον τρόπο ώστε να ανήκει σε μία συγκεκριμένη κατηγορία στιγμών: εκείνη που τριβελίζεις το μυαλό του φίλου σου για να το δει, λέγοντάς του ότι «δεν υπήρχε», ότι «το είπε φανταστικά», ότι «δεν έχω ακούσει ξανά τίποτα τέτοιο», με αποτέλεσμα να περιμένει κάτι το εξωγήινο. Στο 98% των περιπτώσεων η πραγματικότητα δεν φθάνει την περιγραφή, αλλά υπάρχει και ένα 2% που ακόμα και αν το έχεις περιγράψει ως το μόνο πράγμα που πρέπει να δουν όλοι πριν πεθάνουν, τη στιγμή της θέασης θα δικαιωθούν όλοι οι χαρακτηρισμοί.

Ο Τζέικ και ο Έλγουντ ήθελαν να φτιάξουν ξανά το συγκρότημα. Στο μαγαζί της Αρίθα, ο Έλγουντ παρήγγειλε μία φέτα ψωμί που έχει περάσει τη δοκιμασία της τοστιέρας (οι φέτες με το ψωμί θεωρούν τη συγκεκριμένη διαδικασία χειραφέτηση) και ο Τζέικ παρήγγειλε τέσσερα (4) τηγανιτά κοτόπουλα και μία κόκα κόλα. Και όταν η Αρίθα τον ρώτησε ποιο μέρος των κοτόπουλων θέλει, ο Μπλους επανέλαβε ότι θέλει 4 τηγανιτά κοτόπουλα και μία κόκα κόλα.

Αφού πέρασε κάποιος καιρός από την προβολή της ταινίας στους κινηματογράφους, ο Τζον Λάντις είπε ότι «μετά τους Blues Brothers θέλω να κάνω ξανά ένα μιούζικαλ με αληθινούς χορευτές και να το γυρίσω σωστά». Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που ο δημιουργός ενός σπουδαίου έργου τέχνης αμφιβάλει για την αξία του. Ακόμα και δίκιο να έχει ο Λάντις, όμως, το θέμα δεν είναι πόσο καλή είναι η ταινία, τουλάχιστον για τον υπογράφοντα. Είναι η μέρα που την κάνει ξεχωριστή. Αμφιβάλλω αν έχω δει κακή ταινία σε αργία, τουλάχιστον σε αργία που υπάρχει στα μέσα της άνοιξης, που συνδυάζεται από ηλιόλουστη μέρα, η οποία είναι τόσο ξεχωριστή ώστε να έχει δημιουργήσει τον δικό της κύκλο αναμνήσεων. Ή το καλοκαίρι, αφού η έννοια της ρέμβης κοντεύει να γίνει στέρεη και πέφτουν κόκκοι άμμου από παντού, μία ταινία είναι πάντα καλή. Αν η «Πράσινη Κάρτα» με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και την Άντι Μακ Ντάουελ δεν είναι ό,τι θα περίμενες από μία ταινία που παίζει ο σαγηνευτικός Γάλλος, αλλά προβάλλεται μία χρωματιστή νύχτα του Αυγούστου, ενώ έχεις φάει, πριν κάνεις μπάνιο, και η οποία σε βρίσκει ξαπλωμένο στο κρεβάτι, δεν γίνεται να είναι κακή ταινία, ούτε να έχεις χάσει την ώρα σου. Πέρα από την κωμική ευφυία του Μπελούσι και την παρανοϊκή κίνηση του Αϊκρόιντ, τον Ρέι Τσαρλς στο πιάνο ή τον Τζέιμς Μπράουν στην εκκλησία, η έννοια της επιστροφής από την εκδρομή, του πρώτου παγωτού της χρονιάς και εκείνης της γλυκιάς κούρασης που φέρνει το μελιστάλακτο τίποτα, αρκεί για να πολλαπλασιάσεις την ποιότητά της. Εκείνη τη στιγμή που αναρωτιέσαι αν θα υπάρξει ξανά κάποια μέρα που θα κυλήσει χωρίς καχυποψία, χωρίς αυτό το ενοχλητικό αίσθημα ότι όλα είναι μάταια και ότι η χαρά είναι απλώς εξαγοράσιμη ποινή, έρχεται ένα άθροισμα στιγμή που σε γυρίζει πίσω στο χρόνο και γίνεται ανάμνηση τη στιγμή που συμβαίνει, μία προκαθορισμένη ανάμνηση που μπορείς να ανασύρεις από το ντουλάπι όταν θέλεις, χωρίς να έρχεται να σε βρίσκει τυχαία. Και αυτό, παρά τον επιτηδευμένο ρόλο του, μπορεί να αποδειχθεί ανάσα κάποια ώρα που το περιβάλλον μπορεί να γίνει πραγματικά αποπνικτικό.

—————

Πίσω