Χωρίς τελείες


Cinecitta

2015-05-28 15:58

Υπήρξε μία εποχή- αναμφισβήτητα θα έπρεπε να υπάρχει- που όποτε τελείωνα μία ταινία έμπαινα στο Imdb για να δω τη βαθμολογία της. Μερικές φορές ήθελα να δω ένα έργο που μου έκανε εντύπωση και η βαθμολογία να με απομακρύνει ψυχολογικά ή να με πεισμώνει. Υπερίσχυσε εκείνος ο αφορισμός για το τσιγάρο: «Διάβασα για τις συνέπειες του καπνίσματος και έκοψα το διάβασμα». Το IMDB δε με απασχολεί πια.

Ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους που έγινε αυτή η αλλαγή, ήταν η βαθμολογία στο «Nine». Είναι εκείνη η ταινία με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, τη Μαριόν Κοτιγιάρ, την Πενέλοπε Κρουζ, την Κέιτ Χάντσον, τη Νικόλ Κίντμαν, τη Στέισι Φέργκιουσον και δύο σπουδαίες κυρίες, τη Σοφία Λόρεν και την Τζούντι Ντεντς, ένα έμψυχο δυναμικό που συγκρίνεται μόνο με τον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ» και, για να μη νιώθω άσχημα και αμφιλεγόμενα, με τις τρεις ταινίες με τη συμμορία του Ντάνι Όσιαν.

Η ταινία δεν μπορεί να πει κάποιος ότι είναι φανταστική. Αλλά η βαθμολογία 5,9 παραμένει μία αποτυχία των κριτών να είναι άνθρωποι. Είναι τόσο ωραίο να μην είσαι κουλτουριάρης...

Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με το κοινό που βλέπει ταινίες και ονομάζεται, «στάνταρ». Μια ταινία που είναι αφιερωμένη στον Φεντερίκο Φελίνι, που έχει μουσικά νούμερα εκ των οποίων ουδέν είναι άσχημο και που δεν υπάρχει ηθοποιός στο καστ που να παίζει άσχημα (όταν ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις δεν παίζει άσχημα, σημαίνει ότι παίζει από καταπληκτικά ως εκπληκτικά), βαθμολογείται 5,9 μεταξύ 35,497 εγγεγραμμένων χρηστών, σημαίνει ότι κάτι πάει πολύ άσχημα.

Μεγαλώνοντας, βεβαίως, βλέπω ότι δεν έχω και μεγάλη ιδέα από σινεμά, από θέατρο και, το κυριότερο, από τα σπορ, έναν τομέα που νόμιζα ότι το γνωστικό πεδίο μου με κάνει να θριαμβεύω. Υποθέτω ότι αυτό πρέπει να συμβαίνει, είτε ισχύει είτε όχι. Η αληθινή γνώση στα κομμάτια τα οποία σε μεγάλωσαν είναι να μη σε ενδιαφέρει η οποιαδήποτε γνωστική κρίση. Αυτό κρατάει τη σχέση ζωντανή: να μην περιμένεις κάτι από τον εαυτό σου σε ό,τι αφορά αυτό για το οποίο ενδιαφέρεσαι συναισθηματικά. Και, ταυτοχρόνως, να μην περιμένεις από το ίδιο το ενδιαφέρον σου να σε καλύπτει. Ακόμα και αν συμβεί να σε προδώσει, η αλήθεια είναι ότι η στιγμή είναι δευτερευούσης σημασίας. Αυτό που την κάνει να πρωτεύει επιφανειακά, είναι η έντασή της, που για λίγο τη μετατρέπει στο μόνο πράγμα που υπάρχει στον Milky Way. Και έπειτα πληρώνεις το κόστος.

Παρ’ όλα αυτά, δεν πρόκειται για μία διαδικασία εύκολη και ανώδυνη. Το κύλισμα είναι ένας ευρέως διαδεδομένος δρόμος που παίρνεις όταν η προσπάθεια να διαχειριστείς την έντασή σου και να παραμείνεις πιστός σε ό,τι απορρέει από τη φιλοσοφία σου (κάτι που ενδεχομένως είναι συγκεχυμένος) στέφεται από παταγώδη αποτυχία. Συν τοις άλλοις, δεν πρόκειται για μία στιγμή: οι εστίες έντασης που προκύπτουν είναι συνεχείς, άρα δοκιμάζεσαι διάσπαρτα και διακεκομένα σε διάφορα χρονικά διαστήματα, με την προηγούμενη ψύχραιμη τοποθέτηση να προστίθεται στην επόμενη και μαζί να δημιουργούν ανεπιθύμητα ζεστή νοητική θερμοκρασία: ο κίνδυνος της μοναδικής στιγμής που θα ενδώσεις στην ένταση και θα αποχωρήσεις, εν τέλει, προέρχεται από την ίδια την αρετή που επέδειξες σε προηγούμενες καταστάσεις. Αν η εικόνα αποκτήσει ύλη, γίνεται προφανές ότι αυτός ο κόσμος δεν θα τελειώσει ποτέ, αλλά ότι θα συνεχίσει να ζει χωρίς εσένα. Είναι μαγική η στιγμή που πας από το κάτι στο τίποτα, όσο και επώδυνη. Αυτό, θα μπορούσε να πει κάποιος, είναι ένδειξη δειλίας, διότι προϋποθέτει τη φυγή σου, αλλά πραγματικά αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η κινητική χρήση του ρήματος «φεύγω» αν μέναμε σε κάθε περίπτωση όπου βρισκόμαστε. Μπορεί να σημαίνει δύναμη χαρακτήρα, αλλά μπορεί και να σημαίνει αγκίστρωση. Όντας άνθρωποι που θα θέλαμε να γίνουμε ελεύθεροι (έστω και κατ’ επίφασιν, διότι δεν νομίζω ότι κάποιος δεν θέλει να είναι εξαρτημένος, με τη φωτεινή εξαίρεση εκείνους που μένουν σε μία καλύβα σε μία πλαγιά του Πορθμού του Γιβραλτάρ), η αγκίστρωση είναι κατάσταση απευκταία και εξίσου οδυνηρή, κυρίως διότι συνοδεύεται από άγνοια, άγνοια η οποία δεν είναι σταθερή στη φύση της, αλλά δυστυχώς είναι μετατρεπόμενη. Η στιγμή που αντιλαμβάνεσαι την προσεγγιστική αλήθεια (η αλήθεια είναι σαν τον ήλιο, δεν μπορείς να τον κοιτάξεις για πολλή ώρα αν δεν φοράς τα γυαλιά σου) είναι αποτρόπαιη.

Φεύγοντας από το Γκάζι τη Δευτέρα 18 Μαΐου, αναρωτιόμουν σοβαρά αν η παράσταση που μόλις είχα δει, η Cinecitta (η οποία τελείωσε τη Δευτέρα, 25), μου άρεσε πολύ ή ήταν και σημαντική. Κάτι που πραγματεύεται την ιταλική Dolce Vita δεν θα μπορούσε να είναι άσχημο: προσφάτως διάβασα μία περιγραφή της Ρώμης η οποία εξέθετε όλη εκείνη την ατμόσφαιρα και απλώς αφορούσε στην πόλη όπως είναι τώρα. Η ιταλική γλώσσα δεν είναι δύσκολη να τη μάθει κάποιος, ωστόσο πρέπει να δοθεί πόντος σε αυτό: ποσοστιαία, τα γράμματα των λέξεων, των ονοματεπώνυμων και των μνημείων της «Αιώνιας Πόλης» (και φυσικά όχι μόνο: ό,τι και να κάνει η Ρώμη, η Φλωρεντία και η Βενετία ξέρουν ακόμα τον τρόπο να μετατρέπουν την κολοκύθα σε άμαξα κάθε πρωί και μέχρι τα μεσάνυχτα) είναι τόσο όμορφα δίπλα δίπλα, που αναγκαστικά αναρωτιέσαι αν αυτό είναι ανθρώπινο επίτευγμα ή οι Ιταλοί ραψωδοί είχαν έμπνευση από τη Μούσα. Ο Πλάτωνας δεν σεβόταν τους ραψωδούς, άλλωστε, διότι δεν είχε σε υπόληψη κάποιον που οι στίχοι του δεν ήταν δική του έμπνευση, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν γραμματέας της Θεάς που λέει την ιστορία.

Το θέμα είναι αν ήταν σπουδαίο: δεν έχω λύσει ακόμα το συγκεκριμένο πρόβλημα. Αν έχει οποιαδήποτε σημασία αυτό, αν όντως υπάρχει από τη μεριά του δέκτη η επιθυμία (την οποία ο ίδιος αναγορεύει σε ανάγκη) του να παρατηρεί κάτι μεγαλειώδες. Πήγα χωρίς να έχω ως στόχο να παρακολουθήσω κάτι που θα με συνοδεύει για μέρες.

Φυσικά, ο άνθρωπος με όνειρα και στόχους θέλει να τα πετυχαίνει στο υψηλότερο επίπεδο: δεν είναι μόνο η επιθυμία της νίκης, αλλά το στυλ. Συνήθως είμαστε εκείνοι που περιμένουμε από τους άλλους να σιγοντάρουν για το δικό μας καλό, χωρίς να είναι πραγματικά υποχρεωμένοι. Όταν πληγώνουμε κάποιον, ψιθυρίζουμε ότι πληγώθηκε: ότι αυτός από μόνος του έπαθε κάτι. Όταν μας πληγώνουν, αναφωνούμε ότι «μας πλήγωσαν», διότι δεν γίνεται να πληγωθούμε από μόνοι μας. Όταν, όμως, το κάνουμε εμείς, θεωρούμε ότι δεν πληγώσαμε, απλώς ο δέκτης είναι εύθικτος. Εννοείται ότι όταν μας πληγώνουν, το κάνουν επίτηδες.

Πείτε με ρηχό, αλλά περισσότερο από την αγάπη το θέμα είναι να σου αρέσει αυτό που παρακολουθείς, εκείνος με τον οποίο σχετίζεσαι. Η αγάπη, σε μία μακρόχρονη σχέση, είναι πολύ πιο στιβαρή από την ίδια την αρέσκεια, η οποία γεννά τη λαγνεία και τον πόθο. Είναι, βεβαίως, πολύ πιο σημαντική, αφού όλος ο κόσμος αυτήν ψάχνει, την ψάχνει απόλυτη, αλλά αυτό είναι σαν να ψάχνεις την απόλυτη ελευθερία σου: δεν μπορείς να μην είσαι συμφεροντολόγος. Ακόμα και όταν αισθάνεσαι ότι δίνεις μόνο, το συμφέρον ξεκινά από τη στιγμή που δηλώνεις ότι δίνεις χωρίς να παίρνεις. Διεκδικείς το φωτοστέφανο.

Από το να είναι κραταιά μία παράσταση, είναι προτιμότερο να σου αρέσει. Δεν είναι όλοι οι συγγραφείς Σοφοκλής, Γκαίτε ή Πίντσον. Δεν είναι όλοι οι σκηνοθέτες Μπέργκμαν, Φον Τρίερ ή, για να μιλήσει κάποιος θεατρικά, Παπαϊωάννου. Δεν είναι όλοι οι ηθοποιοί Μέριλ Στριπ ή Κέιτ Μπλάντσερ, Ρόμπερτ ντε Νίρο ή Μάρλον Μπράντο. Δεν είναι όλοι οι ψυχαγωγοί Δημήτρης Χορν ή Σάμι Ντέιβις τζούνιορ. Κάποιοι ανακάλυψαν το ταλέντο τους και ακόμα προσπαθούν να το αποκωδικοποιήσουν και όσοι το αποκωδικοποίησαν στενοχωριούνται σε σημείο κατάθλιψης, διότι ό,τι δεν μπορούν να κάνουν τους καθιστά άχρηστους. Πάντα υπάρχει κάποιος καλύτερος από σένα. Και συνήθως δεν τον ξέρεις: είναι εκείνος που μπορεί να κάνει αυτό που δεν μπορείς να κάνεις. Είσαι σίγουρος ότι υπάρχει, τι λες, υπάρχουν εκατοντάδες από δαύτους. Ακόμα και ένα παιδάκι δημοτικού ή εκείνη η γιαγιά που δεν έχασε επεισόδιο της «Λάμψης» (και για αυτό πρέπει να μπει στο βιβλίο του Γκίνες) μπορούν να το κάνουν. Η εσωτερική κατάρρευση είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του ντόμινο και αναδεικνύει τον λόγο που ο καπιταλισμός είναι το ισχύον καθεστώς, χωρίς διάθεση να πέσει. Πολύ μακρύτερα από τα δικαιώματα των ανθρώπων (με πρώτιστο την απόλαυση της ζωής και όχι την επιβίωση) είναι μία συμβολική εικόνα της ανθρώπινης ψυχής.

Η Cinecitta είχε τα ελαττώματά της: οι φωνές που τραγουδούσαν δεν ήταν επαγγελματικές και κάποιες στιγμές η μίμηση των ερμηνειών των ηθοποιών στην παράσταση των Ρέππα-Παπαθανασίου αισθανόσουν ότι είναι αναπόφευκτη. Αλλά όπως ο Πίντσον στο Inherent Vice μας κάνει και λιώνουμε με την αναφορά στη Ρόζα Εσκενάζι και στο τραγούδι ti atimo meraki (greeklish, ευχαριστώ μόνο για αυτό που υπήρξατε: είναι η μία περίπτωση που ταιριάζετε απολύτως στην απόδοση), έτσι και τα κορίτσια που παίζουν- μαζί με εκείνον τον ωραίο τύπο με τη βελούδινη φωνή, που τραγουδάει το «στείλε μου το φεγγάρι», το οποίο - το κάνουν με την ευχαρίστηση η οποία τείνει προς το βασανιστήριο. Κάθε λεπτό που περνάει η παράσταση γίνεται καλύτερη, η σκηνοθεσία μας παραπέμπει στην... παραπομπή της Dolce Vita. Με ψυχικό αίμα ξεκινάει μία θαυμάσια εποχή, είτε την τηρήσεις πνευματικά είτε υπό την έννοια της διασκέδασης. Η πουτάνα του Νικολαΐδη στο «οι καρατζόβες και η κοινή», οι γλυκιές πουτάνες του Χόλιγουντ, η Τζόντι Φόστερ στον «Ταξιτζή». Ψαχουλεύουν τους εαυτούς τους και παίζουν τις πουτάνες, για να αποδώσουν φόρο τιμής στις «Νύχτες της Καμπίρια», αλλά όχι ακριβώς στον Φεντερίκο Φελίνι. Και γίνονται, ως το τέλος, με όλα τα λάθη και τα σωστά τους, μία. Δεν ξέρω θέατρο, αλλά πληροφορήθηκα ότι πήγα σε μία παράσταση με πολλά λάθη. Αν είσαι εσύ που τα κάνεις, είναι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει. Αλλά ουσιαστικά είναι ήσσονος σημασίας.

Στη Μεγάλη Μούσα, την ασύγκριτη Τζουλιέτα Μασίνα των «Νυχτών» και του «La Strada». Εκείνη τη γυναίκα η οποία ήταν η σύζυγος του πιο σπουδαίου (αν και όχι μεγαλοφυούς, συγγνώμη αλλά όταν κάποιος στέλνει τον Επιφά στον ουρανό και ο άγγελος του διαμηνύει ότι δεν υπάρχει Παράδεισος και τέλος πρέπει να είναι ακόμα πιο καταραμένος) Ιταλού σκηνοθέτη, εκείνου που έφτιαχνε εικόνες από το μη ον. Το κόλπο στο όνομα «Φεντερίκο» είναι ότι λείπει το «ρ», για αυτό και είναι τόσο απολαυστικό, αλλά το κόλπο στο όνομα «Τζουλιέτα» είναι το ίδιο το όνομα. Θα ήθελα να βρίσκομαι σε πολλά μέρη, θα ήθελα να αποφύγω μέρη που σκοτώθηκαν άνθρωποι, αλλά θα ήθελα να είμαι από μία μεριά και να παρακολουθώ τον Φεντερίκο και τη Τζουλιέτα να ντύνονται κλόουν, για να ξεπεράσουν την αποβολή του παιδιού που κουβαλούσε στα σπλάχνα της και το έχασε πέφτοντας από τις σκάλες και εκείνου που γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1945, το είπαν Πιερφεντερίκο, και πέθανε δύο μέρες αργότερα.

Δεν μπορώ, τελικά, να λύσω το μυστήριο, αλλά η πορεία μού έδειξε ότι δεν πρέπει να με ενδιαφέρει. 

—————

Πίσω