Χωρίς τελείες


Dirty Dancing

2015-05-15 03:53

Ο ΛεΜπρόν Τζέιμς βρέθηκε στο ΝΒΑ το 2003. Έγινε ντραφτ στο νούμερο 1 (σε μία από τις πιο ηλίθιες στιγμές στην παράλληλη αθλητική ιστορία ο Ντάρκο Μίλιτσιτς έγινε νούμερο 2) και κατέληξε στους Κλίβελαντ Καβαλίερς ως σωτήρας της πόλης που ήθελε να δει μία ομάδα της πόλης να κατακτά το πρωτάθλημα. Μόνο τις χρονιές που οι Καβς του Μπραντ Ντόχερτι, του Μαρκ Πράις, του Λάρι Νανς και του Γκρεγκ Ίλο (σόρι Γκρεγκ, θα σε θυμόμαστε μόνο για το The Shot, αλλά πάντως θα σε θυμόμαστε) και του Τζέραλντ Γουίλκινς να βάλει κάποιος στον λογαριασμό, είναι αρκετό ώστε ο Τζέιμς να φθάσει στο Κλίβελαντ μετά Βαΐων και Κλάδων1.

1Η θρησκευτική ορολογία είναι χαρακτηριστική στον αθλητισμό. Συν τοις άλλοις, το καλοκαίρι που πέρασε ο Τζέιμς επέστρεψε στο Κλίβελαντ και ένιωσες ότι ήσουν στο... 2003. Δεν είχε αλλάξει κάτι, το Κλίβελαντ δεν πανηγύρισε ακόμα κάποιο πρωτάθλημα σε σπορ, αλλά έχει ήδη παίξει σε τελικούς το 2007 και φέτος έχει θέσει υποψηφιότητα να το κάνει ξανά.

Όταν ο ΛεΜπρόν πήγε στους Μαϊάμι Χιτ, οι Αμερικάνοι ανακάλυψαν τον όρο point forward. Είναι ο παίκτης που οργανώνει το παιχνίδι της ομάδας αλλά ο σωματότυπός του τού επιτρέπει να μαρκάρει τον πάουερ φόργουορντ της αντίπαλης. Βεβαίως, είχαν υπάρξει και πριν κρούσματα. Αλλά όταν το 2002 στην Μπολόνια ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς έκανε τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα πόιντ γκαρντ στην επίθεση και πάουερ φόργουορντ στην άμυνα, τούτο το εγχείρημα δεν υπήρχε ούτε ως ανακάλυψη στις πρωτοποριακές ΗΠΑ. Υπήρχαν βεβαίως παίκτες που έκαναν τα πάντα (όπως ήταν ο καλός καγαθός Σκότι Πίπεν), αλλά μπορεί κάποιος να πει, έστω και εν είδει ανεπαίσθητης υπερβολής, ότι τη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο του 2002 ο Μποντιρόγκα έγινε ο πρώτος αληθινός point forward στην ιστορία του μπάσκετ.

Βεβαίως, το Final 4 του πάλαι ποτέ Κυπέλλου Πρωταθλητριών δεν είναι σημαντικό μόνο για αυτόν τον λόγο. Είναι λόγω της πλατωνικής εξήγησης για την ψυχή2, που είναι αιώνια και βρίσκεται στο νοητικό μέρος. Ο Πλάτωνας δεν έδινε εξηγήσεις για συγκεκριμένα παραδείγματα: η φιλοσοφία του μαθητή του Σωκράτη αφορούσε στην ανθρωπότητα. Επρόκειτο, δηλαδή, για ουτοπική επεξήγηση καταστάσεων παρά την απόλυτη μεγαλοφυΐα του. Δεν ήταν αναλυτής της πραγματικότητας. Ήταν ο απόστολος της κατάστασης που θα μας εστελνε δίπλα στον Θεό. Τον ένα Θεό, καθώς ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος μονοθεϊστής στην ιστορία και ο Πλάτωνας ο μαθητής του.  

2 Η επίσης ευφυής Λίνα Νικολακοπούλου το έγραψε πολύ πιο απλά: η σωτηρία της Ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα.  

Μία διοργάνωση τριών ημερών, με δύο ημιτελικούς, έναν μικρό τελικό και έναν τελικό δημιουργεί, τρόπον τινά, μία άφατη ερωτική σύνδεση απέναντι στον πομπό και στον δέκτη. Συμβαίνει, ωστόσο, μία φορά τον χρόνο και κάθε φορά που συμβαίνει είναι σημαντική. Είναι «the time of my life», το τραγούδι, δηλαδή, που τραγούδησαν οι Μπιλ Μέντλεϊ και Τζένιφερ Γουορνς και χόρεψαν οι Τζένιφερ Γκρέι και Πάτρικ Σουέιζι στο Dirty Dancing, εν έτει 1987.

Τούτο το οφείλει ο κόσμος της Ευρώπης στη March Madness, δηλαδή την τελική φάση του πρωταθλήματος του NCAA. Το 1988 έγινε στη Γάνδη το πρώτο από τη σειρά των Final 4: το μπάσκετ ήταν στην Ευρώπη λιγότερο γνωστό από ό,τι τώρα. Πιθανότατα το Final 4 δεν θα γινόταν αν το 1979 το Μίσιγκαν Στέιτ δεν έπαιζε απέναντι στην Ιντιάνα στον τελικό του κολεγιακού πρωταθλήματος και, άρα, ο Έρβιν Μάτζικ Τζόνσον δεν αντιμετώπιζε τον Λάρι Μπερντ. Το μακρινό 1966 είχε γίνει ξανά Final 4, στο οποίο μάλιστα είχε πάρει μέρος και η ΑΕΚ που είναι από τους πρωτοπόρους του ελληνικού μπάσκετ, καθώς δύο χρόνια αργότερα κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων. Εκείνη τη διοργάνωση νίκησε η Τρέισερ Μιλάνου με τον απόφοιτο του Πρίνστον, Μπιλ Μπράντλεϊ, στη σύνθεσή της. Έπειτα ο Μπράντλεϊ πήγε στους Νιου Γιορκ Νικς και ένα μεγάλο κεφάλαιο του 30 for 30 του ESPN με τίτλο «When Garden was Eden», του ανήκει. Στα ελληνικά αυτό μεταφράζεται ως «Όταν ο Κήπος ήταν Εδέμ» και άρα το λογοπαίγνιο λογίζεται ως άκρως επιτυχημένο, παρ’ όλα αυτά το «Garden» εννοεί το Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, δηλαδή το γυμναστήριο των Νικς στο οποίο η ομάδα του «Μεγάλου Μήλου» πανηγύρισε τα πρωταθλήματα του 1970 και του 1973.

ΤΕΡΜΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, ΤΑ ΣΙΝΕΜΑ ΚΛΕΙΣΤΑ

Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από σπουδαίες στιγμές. Αν έπρεπε να διαλέξω ένα τοπ 10- δίκην Ρομπ Γκόρντον στο «High Fidelity» του Νικ Χόρνμπι- για το πού θα ήθελα οπωσδήποτε να είμαι, μία λίστα δίχως μεγάλη σκέψη (και με ροπή προς το αθλητικό κομμάτι) θα μπορούσε να είναι η εξής:

-Στην Αβάνα την 1η Ιανουαρίου του 1959, όταν ο Φιντέλ Κάστρο έριξε τον Μπατίστα.

-Στο Τόκιο στις 30 Αυγούστου του 1991, όταν ο Μάικ Πάουελ έκανε 8,95μ. στο μήκος και ο Καρλ Λιούις έκανε 5 άλματα πάνω από 8,68μ.

-Στο «Μόντρεαλ Φόρουμ», στις 18 Ιουλίου του 1976, για να δω το πρώτο δεκάρι στην ιστορία της ενόργανης γυμναστικής από τη Νάντια Κομανέτσι.

-Στη συνέντευξη που ο Ρίτσαρντ Νίξον δεν μπόρεσε να απαντήσει τίποτα για το σκάνδαλο «Watergate».   

-Στις 27 Ιουνίου του 1954 στη Βέρνη και στις 30 Ιουνίου του 1954 στη Λωζάννη για τα 4-2 της Ουγγαρίας επί της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης σε προημιτελικό και ημιτελικό Μουντιάλ.

-Στις 2 Σεπτεμβρίου του 2002 στην Ιντιανάπολη, για το 89-83 της Αργεντινής επί των ΗΠΑ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα μπάσκετ, την πρώτη ήττα των επαγγελματιών του ΝΒΑ.

-Στο Άνφιλντ, όταν οι οπαδοί της Λίβερπουλ τραγουδούσαν το «She loves you» των Μπιτλς.

-Στο Παρίσι, τη μέρα που τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

-Στη Μανίλλα, στις 30 Οκτωβρίου του 1974, όταν ο Μοχάμεντ Αλί έβγαλε νοκ άουτ τον Τζορτζ Φόρμαν.

-Στο ΟΑΚΑ, στις 18 Μαΐου του 1994, όταν η Μίλαν νίκησε 4-0 την Μπαρτσελόνα. Αστειεύομαι και δεν αστειεύομαι, απλώς θα πω ότι από το 1991 μέχρι το 2012 είναι ο μόνος τελικός που δεν έχω παρακολουθήσει. Του 2012, του 2013 και του 2014 συνέπεσαν με δουλειά. Αλλά παρακολούθησα την παράταση στο τελευταίο.

Εννοείται Σπλιτ. Εννοείται Γιουγκοπλάστικα Σπλιτ και Μπόζα Μάλκοβιτς με πουλόβερ και πουκάμισο. Και, φυσικά, εννοείται Άρης. Σε παράφραση του τραγουδιού των Κατσιμιχαίων, το «έγιναν θαύματα, τα σινεμά κλειστά» ταιριάζει πολύ περισσότερο στην περίπτωση του Άρη. Της ομάδας που ήταν το κορυφαίο εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας για μία πενταετία τουλάχιστον, από το 1985 έως το 1990. Οι καπνοί από τα τσιγάρα στο «Αλεξάνδρειο», το σακάκι του Ιωαννίδη και φυσικά ο Νίκος Γκάλης, ο αθλητής που δεν θα νιώσουν για κανέναν άλλο έτσι όσοι ήταν παιδιά και τον παρακολουθούσαν να νικάει τον Ίκαρο σε κάθε φάση. Ο Μπόζα έστελνε τον Τόνι Κούκοτς πάνω στον Γκάλη, η Μπαρτσελόνα βρισκόταν στα σκοινιά- με την περιγραφή του Φίλιππου Συρίγου στο διπλό του Άρη το 1989 να είναι αλησμόνητη- η Μακάμπι Τελ Αβίβ υποκλινόταν, έφθανε ο Απρίλης και οι Πέμπτες αποδεικνυόντουσαν αληθινά σημαντικές. Όταν είσαι πιτσιρικάς, το σχολείο είναι η καθημερινότητά σου και ό,τι συνέβαινε τις μέρες του σχολείου ήταν αληθινά σημαντικό: τα Σαββατοκύριακα ήταν γεμάτα από σπορ, αλλά οι Πέμπτες ήταν οι πιο σημαντικές. Και όταν, τελικά, ο Άρης αποκλείστηκε από τη Σκαβολίνι το 1991, παρά το γεγονός ότι νίκησε στο Πέζαρο- που στη φαντασία μου είχε το πλάτος, το μήκος και τον πληθυσμό του Νέου Δελχί, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μία σκοτωμένη κωμόπολη στη μέση του πουθενά, με ωραίο όνομα (σαν κορίτσι που δεν βλέπεις πίσω από τον υπολογιστή και λέγεται Γκλόρια, κάτι που θα σε έκανε να μην θέλεις να την αντικρίσεις)- εκείνη η μαρτιάτικη Παρασκευή είχε τον μουντό καιρό που ταίριαζε στο τέλος εκείνης της εποχής. Φυσικά, οι τελικοί του 1991 είναι οι κορυφαίοι στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, χέρια κάτω.

Ο Απρίλης γινόταν δύο φορές πιο γοητευτικός επειδή είχε Final 4: οι μέρες ήταν Τρίτη και Πέμπτη και συνήθως έπεφταν Μεγάλη Εβδομάδα ή την εβδομάδα πριν τη Μεγάλη. Και οι δύο περιπτώσεις έχουν εντυπωθεί στη μνήμη ως καταστάσεις έντονης ευτυχίας (αν και όχι πάντα χαράς), αλλά υπήρχε κάτι καλύτερο από το να γίνει την Τρίτη και την Πέμπτη πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα; Θα τελείωνε και η Παρασκευή θα ήταν η τελευταία μέρα του σχολείου πριν τις 15 μέρες που θα καθόμαστε για το Πάσχα, ενώ ο ήλιος θα κέρδιζε έδαφος, θα γινόταν όλο και πιο ισχυρός. Όταν συνέβαινε αυτό, οι διακοπές άρχιζαν μία εβδομάδα πριν. Η επιλογή του Μάη (ειδικά από τη στιγμή που οι διεθνείς διοργανώσεις γίνονται, πια, Σεπτέμβρη) δεν είναι κακή, αλλά όταν είσαι ενήλικος και δουλεύεις (ή είσαι άνεργος) το μόνο που δεν θέλεις είναι να γίνεται Φλεβάρη ή Μάρτη και να σε πονάνε τα δόντια σου. Και άλλα ένα τρισεκατομμύριο πράγματα που σε πειράζουν. Για τους πειραγμένους, το «έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη» δεν καθιστά ποιητή τον Διονύσιο Σολωμό, αλλά προφήτη: αναμφισβήτητα ο στίχος γράφτηκε για το Final 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο μπάσκετ.   

Από το πρώτο Final 4 στη Γάνδη έχουν περάσει 27 χρόνια. Το πιο βαρετό, για μένα, ήταν εκείνο του 2011. Ο Παναθηναϊκός ήταν τόσο καλύτερος από όλες τις άλλες ομάδες, που δεν χρειαζόταν καν να δεις τα παιχνίδια: μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι το απόγευμα της Κυριακής ο Παναθηναϊκός θα ήταν πρωταθλητής Ευρώπης και ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς θα κατακτούσε το 8ο τρόπαιό του μέσα σε 19 χρόνια.

Το φετινό, που ξεκινά την Παρασκευή 15 Μαΐου με τον ημιτελικό του Ολυμπιακού με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στις 19:00 και συνεχίζεται με τον ημιτελικό της Φενέρμπαχτσε με τη Ρεάλ Μαδρίτης, αναμένεται εξαιρετικά συναρπαστικό. Οι τέσσερις ομάδες παράγουν τέσσερις μοναδικές ιστορ... ωπ, το ακούτε αυτό; Είναι το «Time» του Χανς Ζίμερ. Ναιαι, ακούγεται ξεκάθαρα. Είναι η ώρα για τα top 5, τις λίστες, διότι το δισκάδικο του Ρομπ Γκόρντον υπάρχει κάπου εδώ κοντά. Ο Ρομπ έκανε top 5 για οτιδήποτε και τα χνάρια του ακολουθούνται με προσήλωση.

Πριν γίνει αυτό, όμως, υπάρχει ένα ρεκόρ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών το οποίο θα παραμείνει ακατάρριπτο όσο ζούμε: οι 47 πόντοι που έβαλε ο Ράτκο Βάραϊτς στον τελικό του 1979, όταν η Μπόσνα Σαράγεβο έγινε η πρώτη γιουγκοσλαβική ομάδα που κατέκτησε το τρόπαιο, με την Ίνις Βαρέζε.

Η κορυφαία πεντάδα του Final 4 (σε διάρκεια):

Σε αυτήν την περίπτωση η ανάγκη γίνεται επιλογή και η πεντάδα πρέπει να είναι... small ball, αλλά όχι παραλόγως. Αυτό σημαίνει ότι διαλέγεις παίκτες που έχουν αφήσει το στίγμα τους σε περισσότερες από δύο περιπτώσεις. Το μεγάλο πρόβλημα, βεβαίως, βρίσκεται στη θέση του σέντερ. Ο Αρβίντας Σαμπόνις θα ήταν μία εύλογη επιλογή, παρ’ όλα αυτά ο Λιθουανός άφησε το στίγμα του σε μόλις μία διοργάνωση 20 χρόνια πριν, το 1995 στη Σαραγόσα. Ο Ντίνο Ράτζα επίσης θα ήταν. Αλλά «τρώει» και τους δύο ο Ζόραν Σάβιτς.  

-Σαρούνας Γιασικεβίτσιους: πέρα από την αρτιστίκ φύση που τον καθιστά έναν από τους τρεις κορυφαίους Ευρωπαίους πόιντ γκαρντ όλων των εποχών, κατέκτησε τρία συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών, από το 2003 έως το 2005 με την Μπαρτσελόνα στη Βαρκελώνη και με τη Μακάμπι στο Τελ Αβίβ και την Πράγα και έπειτα πήρε τον τίτλο το 2009 στο Βερολίνο με τον Παναθηναϊκό.

-Βασίλης Σπανούλης. Στο Βερολίνο το 2009 ήταν MVP, στην Κωνσταντινούπολη το 2012 ήταν MVP, στο Λονδίνο το 2013 ήταν MVP. Θα τεθεί ως εξής: ουδείς παίκτης εκ των τεσσάρων ομάδων που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στη Μαδρίτη δεν προκαλεί τόσο δέος όσο ο γκαρντ του Ολυμπιακού, που είναι ο δεύτερος ο οποίος κατακτά Ευρωλίγκα με τον Παναθηναϊκό (1) και τους «ερυθρόλευκους» (2). Ο πρώτος ήταν ο Δημήτρης Παπανικολάου, που κατέκτησε το τρόπαιο με τον Ολυμπιακό στη Ρώμη το 1997 και τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ το 2007. Η απόσταση αυτών των δύο κατακτήσεων είναι η μεγαλύτερη από κάθε άλλου στην ιστορία της διοργάνωσης.

-Τόνι Κούκοτς. Δεν πρόκειται μόνο για τον κορυφαίο Ευρωπαίο φόργουορντ όλων των εποχών (είναι η γνώμη μου, είναι το μπλογκ μου, σόρι Dirk Diggler), αλλά για τον εγκέφαλο της φοβερής και τρομερής Γιουγκοπλάστικα, που νίκησε από το 1989 έως το 1991 σε τρεις διοργανώσεις που ήταν αουτσάιντερ. Αυτός ο οραματιστής του μπάσκετ, το αισθητικό ισοδύναμο του Λεονάρντο ντα Βίντσι στην επιστήμη, χάρισε την πιο συγκλονιστική στιγμή του σε ήττα: ο οδυρμός μετά την ήττα της Μπενετόν Τρεβίζο από τη Λιμόζ στο ΣΕΦ το 1993, στο τελευταίο ευρωπαϊκό ματς της καριέρας του. Τιν τιν, τιν τιν, τιντιν τιντιν τιν τιν τιν τιν τιν τιιιιιιν, τιντιντιντιν. (Μόλις έγραψα τις πρώτες νότες από το σάουντρακ του «Ροζ Πάνθηρα», που ήταν και ένα από τα παρατσούκλια του). 

-Ντέγιαν Μποντιρόγκα: Μην είναι η οξύνοια, η σχεδόν τρομακτική αυτοπεποίθηση, ο τρόπος παιχνιδιού που τα έκανε όλα εύκολα; Μην είναι ότι στη Βαρκελώνη έμοιαζε περίπου σαν τον Χριστό όταν η Μπαρτσελόνα κατέκτησε το τρόπαιο, το πρώτο στην ιστορία της, το 2003; Μην είναι οι τέσσερις διαδοχικοί τελικοί Ευρωλίγκας από το 2000 έως το 2003 και το απόλυτο μπασκετικό λογισμικό που εμφανίστηκε σε δύο ματς στην Μπολόνια το 2002; Μην είναι η τρομακτική αντίληψη, που τον έκανε να φαίνεται πιο αργό από ό,τι ήταν αλλά και που περνούσε τους αμυντικούς σε μία δίνη ανισορροπίας; Το παλικάρι πήρε με τον Παναθηναϊκό το 2000 στη Θεσσαλονίκη, έχασε στο Παρίσι από τη Μακάμπι, νίκησε την οικοδέσποινα Κίντερ του Έτορε Μεσίνα και του Μάνου Τζινόμπιλι στην Μπολόνια, και το 2003 πήρε το δεύτερο MVP του με την Μπαρτσελόνα, όταν επικράτησε της Μπένετον Τρεβίζο στον τελικό. Ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα είναι στο τοπ 20 (τι έπαθα; Για ποιο λόγο προέκτεινα τόσο πολύ τη λίστα;) των κορυφαίων Ευρωπαίων στην ιστορία.

Ζόραν Σάβιτς: Ιδού το small ball, ιδού και το πήδημα. Μόνο που ο Σέρβος δεν χρειαζόταν να πηδήξει, αφού μπορούσε να νικήσει έτσι και αλλιώς. Νίκησε ως παίκτης της Γιουγκοπλάστικα στη Σαραγόσα την Μπαρτσελόνα, νίκησε το 1991 στο Παρίσι πάλι την Μπαρτσελόνα και οι δημοσιογράφοι του έκλεψαν το βραβείο του καλύτερου παίκτη για να το δώσουν στον Τόνι Κούκοτς, αν και έβαλε συνολικα 52 πόντους, 25 στον ημιτελικό με τη Σκαβολίνι και 27 στον τελικό και ήταν η κορωνίδα της Κίντερ Μπολόνια που το 1998 νίκησε την ΑΕΚ 58-44 στη Βαρκελώνη. Κατέκτησε 3 τρόπαια με διαφορά 8 χρόνων και είναι ο μόνος που το έχει κάνει.

Η κορυφαία πεντάδα του Final 4 (σε μία διοργάνωση): 

Επειδή τα κουκιά δεν βγαίνουν, σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα και τα πράγματα, στόχος είναι να αποφευχθούν οι επαναλήψεις. Ως εκ τούτου οι απίστευτες παραστάσεις του Σάβιτς στο Παρίσι- όταν η Μπαρτσελόνα πήρε τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς για προπονητή και πάλι έχασε από τη Γιουγκοπλάστικα που λεγόταν Ποπ 84, μάλιστα ο μύθος λέει ότι σε ένα καλάθι του Κούκοτς και περνώντας από τον πάγκο των «μπλαουγκράνα» ο Μπόζα τον χτύπησε στα οπίσθια, κίνηση-αργκό του μπάσκετ)- δεν βρίσκονται σε αυτήν την πεντάδα. Τιμητική αναφορά: στον Σάσα Βολκόφ, ο οποίος έβαλε 51 πόντους στο Final 4 του 1994, αλλά ο Παναθηναϊκός έπαιξε σε μικρό τελικό. Φυσικά, στην ίδια κατηγορία είναι και ο Νίκος Γκάλης, ο οποίος είχε 67 το 1988, 57 το 1989 και 69 (!) το 1990, αλλά και ο Βλάντε Ντίβατς, ο οποίος σημείωσε συνολικά 50 στο Final 4 του Μονάχου με τη φανέλα της Παρτίζαν. Ο Γκάλης δεν έκανε σε έναν ημιτελικό παιχνίδι στα στάνταρ του. Για αυτό και ο Άρης δεν έφθασε ποτέ σε τελικό. Σε αντίθεση με την πρώτη πεντάδα, αυτή θα έχει μπόλικο... ύψος.

-Ντέιβιντ Ρίβερς: Ήταν, μέχρι το 1996-97, ένας πολύ καλός γκαρντ. Έγινε μύθος στο Final 4 της Ρώμης, όταν έβαλε συνολικά 54 πόντους και διέσχιζε το «Παλαέουρ» όπως ο Μπιπ-Μπιπ (ή όπως στο καλό τον λένε), δηλαδή σαν από καρτούν που ζωντάνεψε. Διέλυσε τους γκαρντ της Ολίμπιας Λιουμπλιάνα και έδωσε στον Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς κάτι να θυμάται στον τελικό της 24ης Απριλίου, Μεγάλη Πέμπτη της χριστιανικής Ορθοδοξίας: οι 26 πόντοι και τα δίκην σκιέρ σλάλομ ανάμεσα στην άμυνα του Παναθηναϊκού, είναι αξέχαστα.

-Άντονι Μπούι: Η Ζαλγκίρις Κάουνας άλλαξε το ευρωπαϊκό μπάσκετ και ο Άντονι Μπούι ήταν ο Πολυτιμότερος Παίκτης μίας ομάδας που σούταρε τρίποντα στον αιφνιδιασμό (τώρα οι ομάδες έχουν συστήματα για να βγαίνουν τρίποντα στον αιφνιδιασμό. Στον ημιτελικό με τον Ολυμπιακό είχε 19 πόντους, στον τελικό με την Κίντερ Μπολόνια 17 και εννοείται ότι η φάση που σκοράρει κρίσιμο τρίποντο και κλέβει την μπάλα αμέσως μετά είναι από τις κορυφαίες στην ιστορία.

-Ντομινίκ Γουίλκινς: Διέλυσε την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στο Παρίσι το 1996, πετυχαίνοντας 35 πόντους και έβαλε 16 απέναντι στην Μπαρτσελόνα, τους περισσότερους όταν ο Παναθηναϊκός πήρε μεγάλο προβάδισμα. (Εδώ πρέπει να γίνει τιμητική αναφορά και στον Αρτούρας Καρνισόβας: ο Λιθουανός έβαλε 24 στον ημιτελικό με τη Ρεάλ Μαδρίτης και 23 στον τελικό με τον Παναθηναϊκό). Ο «Ζόιντ» ήταν ασταμάτητος, ειδικά στο λόου ποστ, αφού δεν υπήρχε κάποιος να ματσάρει τις κινήσεις του μέσα στη ρακέτα. Το ρεπερτόριό του αναδείχθηκε στο Παρίσι, στις 9 και 11 Απριλίου.

-Μπομπ ΜάκΑντου: ο πρώτος Αμερικάνος θρύλος του ΝΒΑ που έπαιξε με αξιώσεις στην Ευρώπη, οδήγησε την Τρέισερ Μιλάνο στον τίτλο του 1987 και σε εκείνον του 1988 στο Final 4 της Γάνδης. Ο Άρης δεν είχε τρόπο να τον σταματήσει στον ημιτελικό και οι 39 πόντοι του είναι ρεκόρ για τέτοιο ματς (οι 43 του Γκάλη με τη Λιμόζ είναι το ρεκόρ για τους μικρούς τελικούς). Οι μονομαχίες εκείνου, του Μπράουν και του Μενεγκίν με τους Σιμς, Μαγκί και Μπάρλοου στους δύο συνεχόμενους ημιτελικούς με τη Μακάμπι ήταν περίπου Τιτάνες εναντίον Γιγάντων πριν βάλει ο Δίας βύσμα για να γίνει ο αρχηγός στον Όλυμπο αναλάβει ο Δίας, αλλά πάντα ο ταλαντούχος επιθετικός ΜάκΑντου έβγαινε στον αφρό: στη Γάνδη έβαλε 25, το σύνολο 64.

-Αρβίντας Σαμπόνις: Συγγνώμη Ντίνο Ράτζα, αλήθεια συγγνώμη. Στο Μόναχο το 1989 έκανες αλοιφή τον Όντι Νόρις ΚΑΙ τον Λαβόν Μέρσερ, με 18 και 20 πόντους έναντι στις Μπαρτσελόνα και Μακάμπι αντιστοίχως, η Γιουγκοπλάστικα είναι μία από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες όλων των εποχών, αλλά αν αφήσω απ’ έξω τον Πρίγκιπα της Βαλτικής με κάποιον τρόπο θα έρθει να με στοιχειώσει. Το 1995 στη Σαραγόσα ο Σαμπόνις ήταν θυμωμένος και οι τελευταίες ευρωπαϊκές παραστάσεις του πριν πάει στο ΝΒΑ έπρεπε να συνοδευτούν από το τρόπαιο, το οποίο είναι και το τελευταίο της Ρεάλ Μαδρίτης και θα παραμείνει το τελευταίο μετά την Κυριακή μέχρι τουλάχιστον αυτό το Final 4. Ο «Σάμπας» είναι ο μόνος μη Αμερικάνος σε αυτήν την πεντάδα. Έβαλε 21 στη Λιμόζ, που είχε αποκλείσει τη Ρεάλ το 1993 και 23 στον Ολυμπιακό, για να το γλεντήσει με άφθονη βότκα έπειτα, δίπλα στην Πλάθα Θιβέλες.

Οι πέντε κορυφαίες παραστάσεις (σε ένα παιχνίδι):

Γρήγορος κανόνας: δεν μετράνε οι μικροί τελικοί και δεν μπαίνουν παίκτες που έχουν μπει στις προηγούμενες πεντάδες.

-Θυμάστε τότε (το 2005) που η ΤΣΣΚΑ Μόσχας είχε να πάρει το Κύπελλο Πρωταθλητριών από το 1971 και είχε κάνει μία ήττα μέσα στη χρονιά από τη Ρεάλ Μαδρίτης, ίσα ίσα για να χάσει και να μην πάει αήττητη στο δικό της Final 4; Τότε που έπαιξε με την Τάου Κεράμικα στον ημιτελικό και έμοιαζε σίγουρη για το mano a mano με τη Μακάμπι; Τότε που προσπάθησε να πλησιάσει στο σκορ και ο Αρβίντας Ματσιγιάουσκας έβαλε ένα τρίποντο από τη γωνία που πέρασε πάνω από την κορυφή του ταμπλό για να μπει; Ο «Μάτσας» είχε 23 πόντους σε εκείνο το ιστορικό ματς, το οποίο λογικά οδήγησε σε ψυχανάλυση τον Θοδωρή Παπαλουκά. Και μια και είπα Παπαλουκά...

-Στον τελικό του 2007 στο ΟΑΚΑ, ο πόιντ γκαρντ της ΤΣΣΚΑ που ήταν ο MVP του προηγούμενου Final 4 στην Πράγα (το παλικάρι είχε 18 πόντους και 7 ασίστ στο παιχνίδι που η ΤΣΣΚΑ δεν άφησε τη Μακάμπι να κάνει το θριπίτ), πήγε να νικήσει μόνος του τον Παναθηναϊκό. Οι Μοσχοβίτες έμειναν μέσα σε εκείνο το συγκλονιστικό ματς, επειδή ο Παπαλουκάς είχε 23 πόντους με 9 στα 10 δίποντα, και 8 ασίστ. Όποιου του μέλλει να πνιγεί, βεβαίως, ποτέ του δεν πεθαίνει, για αυτό και η ΤΣΣΚΑ, γνήσια στο να υποκύπτει σε όλα τα κλειστά ματς, έχασε 93-91, βάζοντας 34 πόντους (!) στο τελευταίο οκτάλεπτο.

-Μένουμε Ελλάδα, διότι ο Βασίλης Σπανούλης μετέτρεψε μόνος του το 39-43 σε 48-45 στον τελικό του Λονδίνου με τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ο ηγέτης του Ολυμπιακού ήταν εξαφανισμένος στο πρώτο ημίχρονο, αλλά στο δεύτερο ήταν στρατηλάτης: τρία διαδοχικά τρίποντα, πέντε στο δεύτερο ημίχρονο (εκ των οποίων το ένα από το σπίτι του), για να γίνει ο Ολυμπιακός η τρίτη ομάδα στην ιστορία του Final 4 που κατακτά διαδοχικά τρόπαια, μετά τη Γιουγκοπλάστικα και τη Μακάμπι Τελ Αβίβ.

-Το ανέμελο στυλ της Μακάμπι Τελ Αβίβ- διαφορετικής στρατηγικής και μηδαμινής τακτικής- την έστεψε πέρυσι πρωταθλήτρια Ευρώπης και ο Ταϊρίς Ράις ήταν εκείνος που στο 98-86 έμοιαζε να κρατάει το γιο γιο και να γυροφέρνει τη Ρεάλ. Μιλάμε ότι το παλικάρι ενόχλησε περισσότερο τη ρακέτα της Ρεάλ από ό,τι αλογόμυγα τον Ντορή στις 3 Αυγούστου. Έβαλε 26 πόντους, αλλά αυτή η περίπτωση υπάγεται και σε άλλη κατηγορία. Και μια που έφθασε η κουβέντα σε κοντοπίθαρους Αμερικάνους γκαρντ...

-Όταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης τραυματίστηκε και ο Φραγκίσκος Αλβέρτης αναγκάστηκε να βγαίνει από τα σκριν με τον τρόμο που έχει ο δειλός πιτσιρικάς από την ώρα που αρχίζει να κινείται ο τροχός του λούνα παρκ, όλα είχαν τελειώσει. Ο Έντι Τζόνσον έβαλε 27 πόντους για λογαριασμό του Ολυμπιακού στον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό στη Σαραγόσα το 1995 και φυσικά μπορείς ξεκάθαρα να αντικρίσεις το τελευταίο τρίποντό του, παίρνοντας όρκο ότι σούταρε χωρίς να βλέπει (ή δεν μπορείς, απλώς παραληρείς).  

Οι πέντε πιο ανέλπιστες πρωταθλήτριες Ευρώπης:

Γρήγορη τιμητική αναφορά: στη Ζαλγκίρις του 1999 (υπάρχει όπου υπάρχει κατηγορία), στη Μακάμπι του 2014.   

-Λιμόζ, 1993. Μία από τις αγαπημένες μου. Μπορεί τότε να ενστερνίστηκαν οι περισσότεροι τη χαζή δήλωση του Πέταρ Σκάνσι περί θανάτου του μπάσκετ, αλλά η Λιμόζ απέκλεισε τη Ρεάλ Μαδρίτης και νίκησε την Μπενετόν Τρεβίζο στον ημιτελικό και στον τελικό του 1993 στο ΣΕΦ, δηλαδή νίκησε με τη σειρά τους Αρβίντας Σαμπόνις και Τόνι Κούκοτς, έχοντας 1,5 καλό παίκτη. Τον Ιntel Pentium της LG Γιούρι Ζντόβτς και τον Μάικλ Γιανγκ. Λένε ότι η Λιμόζ έπαιζε αντιαθλητική άμυνα: αλλά ήταν ομάδα του επιθετικού σχεδίου της. 

-Η Παρτίζαν που νίκησε την Μπανταλόνα στην Κωνσταντινούπολη το 1992 και κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών είχε έναν προπονητή στον πρώτο χρόνο του στην ομάδα, τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, έναν άγραφο τεχνικό σύμβουλο, τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, τον Κοπρίβιτσα που «έσβησε» τον Ντάριλ Ντόκινς και έπαιξε στο Παγκράτι, τον Ζέλικο Ρέμπρατσα ως 12ο παίκτη και έδωσε όλα τα εντός έδρας παιχνίδια της στο Κύπελλο Πρωταθλητριών στη Φουενλαμπράδα της Ισπανίας. Επαναλαμβάνω: έδωσε όλα τα εντός έδρας παιχνίδια της στο Κύπελλο Πρωταθλητριών στη Φουενλαμπράδα της Ισπανίας.

-Έχασε 32 πόντους στο ματς του δεύτερου γύρου για την Ευρωλίγκα στη Μόσχα από την ΤΣΣΚΑ και στο 28’ του τελικού της Κωνσταντινούπολης το 2012 βρέθηκε πίσω στο σκορ με 19 πόντους διαφορά, 53-34. Αυτά.

-Η Γιουγκοπλάστικα σε όλες τις εκδόσεις της. Το 1989 δεν την περίμενε κανείς να κατακτήσει το τρόπαιο στο Μόναχο, το 1990 στη Σαραγόσα η Μπαρτσελόνα έμοιαζε θηριώδης (ο Φερνάντο Μοντέρο είχε παίξει εκπληκτικά στον ημιτελικό με την Εστουδιάντες) και ήταν έτοιμη να τη συντρίψει, το 1991 η Μπαρτσελόνα είχε πάρει τον Μπόζα και άφησε τον Ζέλικο Παβλίσεβιτς αμανάτι (με τα ραβασάκια, έστω, των Άτσα Νίκολιτς και Ράνκο Ζεράβιτσα), οι Ντίνο Ράτζα και Ντούσκο Ιβάνοβιτς είχαν φύγει και ψηλός της ήταν ο Αμερικάνος Άιβι Λέστερ, ο οποίος δεν είμαι σίγουρος ότι δεν σημαίνει «ξυλοκόπος με διδακτορικό» σε μία τοπική διάλεκτο του Κονέκτικατ. Και η Ποπ 84 νίκησε ξανά.

-Ο Γιάννης Ιωαννίδης είπε στο Τελ Αβίβ το 1994 ως γκουρού: «η Μπανταλόνα θα βάλει λιγότερους από 60 πόντους. Ε, ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να μη βάλει 60». Στον τελικό εκείνο, που ο Φερέρ σκόραρε τα τζαμπ σουτ από τις γωνίες και που η αγκύλωση του Ζάρκο στις βολές ήταν χειρότερη και από θρίλερ του Τζον Κάρπεντερ, που το ρολόι σταμάτησε διότι αρέσει αυτό στη FIBA, που ο Στιβ Γιατζόγλου έφυγε πριν τελειώσει ο τελικός διότι «μωρέ η Μπανταλόνα θα νικήσει, ο Ομπράντοβιτς είναι ο πιο τυχερός προπονητής που υπάρχει», το σκορ ήταν 59-57. Η Μπανταλόνα έγινε η πρώτη ομάδα από τη Βαρκελώνη (ε Αΐτο; Ε; Ε;) που κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών.

Τα πέντε σπουδαιότερα σουτ των Final 4:

Τιμητική αναφορά σε κάτι που δεν είναι σουτ: στο κόψιμο του Στόγιαν Βράνκοβιτς στον Φερνάντο Μοντέρο στον τελικό των Παρισίων, το 1996. Κανείς άλλος στην ιστορία του Final 4 έκανε προσπάθεια με τόση αυταπάρνηση για να νικήσει η ομάδα του. Το καλάθι έπρεπε να μετρήσει, αλλά μερικές φορές το δίκαιο δεν είναι σωστό: ο Στόικο έδωσε τη σωματική ακεραιότητά του για το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών ελληνικής ομάδας. Επίσης: στο τρίποντο του γκαρντ του Παναθηναϊκού, Όντετ Κάτας,  στον τελικό της Θεσσαλονίκης με τη Μακάμπι το 2000, στο τρίποντο του γκαρντ του Παναθηναϊκού, Ιμπραήμ Κουτλουάι, στον τελικό της Μπολόνια το 2002 επί της Κίντερ, στο τρίποντο του Ραγκάτσι της Μπενετόν Τρεβίζο στον ημιτελικό με τον ΠΑΟΚ το 1993 στο ΣΕΦ, στις βολές του Τράιαν Λάνγκτον στο τελικό του 2006 όπου η ΤΣΣΚΑ νίκησε τη Μακάμπι.

   

-Γιώργος Πρίντεζης, 2012, Κωνσταντινούπολη. Το 62-61 με το πεταχτάρι (ή το τσαπάρι, όπως λένε και οι ψαράδες), το πρώτο προβάδισμα του Ολυμπιακού στον τελικό με την ΤΣΣΚΑ με ακριβώς 7... δέκατα να απέχουν για τη λήξη.

-Και επειδή οι Μοσχοβίτες έχουν χιούμορ, το λέι απ του Ράις στον περυσινό ημιτελικό με 5,5 δευτερόλεπτα για τη λήξη του ματς. Μιλάμε ότι ο Χριάπα είδε την μπάλα να γλιστράει από τα χέρια του, χωρίς πίεση. Αν θέλεις να χάσεις μόνος σου θα χάσεις: και η ΤΣΣΚΑ ήθελε σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις. Η Μακάμπι νίκησε 68-67 τον ημιτελικό του Μιλάνου.

-Κορνίλιους Τόμπσον, 1994, Τελ Αβίβ. Το τρίτο και τελευταίο επίσημο τρίποντο στην καριέρα του για το 59-57 της Μπανταλόνα επί του Ολυμπιακού.

-Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς: μαζί με του Πρίντεζη, το κορυφαίο σουτ της ιστορίας. Αδικήθηκε και ο Τζόρτζεβιτς και ο Ντανίλοβιτς στην πεντάδα για την κορυφαία παράσταση σε μία διοργάνωση: ο πρώτος έβαλε 21 με την Τρέισερ και 23 με την Μπανταλόνα στο Final 4 του 1992 στην Κωνσταντινούπολη και ο δεύτερος 22 και 25. Ο μέγας «Σάλε» άφησε την Μπανταλόνα ξερή στο 0, 71-70, την ώρα που ο Τόμας Ζοφρέσα πίστεψε ότι το μπάσιμό του θα χάριζε ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών στην ομάδα του. Ο Ντανίλοβιτς (που η μεγαλύτερη στιγμή του σε Final 4 ήταν το 1999 στο Μόναχο, όταν περιφερόταν στον αγωνιστικό χώρο με καπνογόνο μετά νίκη της Βίρτους Μπολόνια επί της Φορτιτούντο στον ημιτελικό) βρέθηκε στα δημοσιογραφικά θεωρία για να «πνίξει» με την αγκαλιά του τον Ίβκοβιτς.

-Στο τρίποντο του Μίλαν Τόμιτς που διαδέχθηκε εκείνο του Έντι Τζόνσον στον ημιτελικό της Σαραγόσα με τον Παναθηναϊκό. Το 52-52 έγινε 58-52, οι «πράσινοι» είπαν «αντίο Γρανάδα» και ο Ολυμπιακός νίκησε σε δεύτερο διαδοχικό εμφύλιο ημιτελικό.

Τα πέντε κορυφαία παιχνίδια σε ποιότητα θεάματος:

Τιμητική αναφορά: στον ημιτελικό του Final 4 του Τελ Αβίβ το 2004, Φορτιτούντο Μπολόνια-Μοντεπάσκι Σιένα 103-102 στην παράταση (!!!!), στον άλλο ημιτελικό του Τελ Αβίβ το 2004, Μακάμπι-ΤΣΣΚΑ 93-85 κυρίως λόγω έλλειψης τηλεόρασης και στον τελικό: μπορεί η ώρα να είναι προχωρημένη, αλλά το 118-74 της Μακάμπι, με το πρώτο δεκάλεπτο να λήγει 31-13, είναι εντελώς ακατάλληλο.

-Ζαλγκίρις-Κίντερ 82-74 και Τάιους Έντνι. Σαν Ράις, αλλά με περισσότερο στυλ. Σε ομάδα που έδωσε κάτι αληθινό στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Ο πόιντ γκαρντ της Ζαλγκίρις έβαλε στο 82-74 επί της Κίντερ στο Μόναχο μόλις 14 πόντους, αλλά η σταυρωτή ντρίμπλα του σε εκείνο το ματς πρέπει να μπει στο μπασκετικό Οne Νight stand Hall of Fame. Η Ζαλγκίρις νίκησε τον Ολυμπιακό 87-71 και την Κίντερ Μπολόνια 82-74 με εχθρική διαιτησία στο Μόναχο, αλλά η ταχύτητά της έφερε την αποθέωση και την αλλαγή. Την ώρα που ο Σωκράτης Κόκκαλης αναρωτιόταν αν ο Ολυμπιακός θα έπαιζε ποτέ τόσο ωραίο μπάσκετ όσο η Ζαλγκίρις στο Final 4 του 1999 στο Μόναχο, τα 24 δευτερόλεπτα επίθεσης χτυπούσαν την πόρτα της Γηραιάς Ηπείρου.

 -Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 84-82 στον ημιτελικό του Βερολίνου το 2009. Το κορυφαίο ντέρμπι που έχει γίνει ποτέ με ούλτρα ντούπερ σούπερ έξτρα μπόνους τη μονομαχία των πιστολάδων Μίλος Τεόντοσιτς και Σαρούνας Γιασικεβίτσιους. Το τρίποντο του ενός διαδεχόταν το τρίποντο του άλλου και κάπου ο Τσαρλς Μπρόνσον έπαιζε φυσαρμόνικα. Η ραβέρσα του Γιάννη Μπουρούση δεν βρήκε στόχο και ο Παναθηναϊκός προκρίθηκε στον τελικό.

-Μακάμπι-Ρεάλ Μαδρίτης 98-86. Ένα θα σας πω: η Μακάμπι έβαλε 73 πόντους στην κανονική διάρκεια του ματς και 25 στην παράταση του τελικού του Μιλάνου.

-Ολυμπιακός-Ρεάλ Μαδρίτης 100-88: Ένα θα σας πω: ο Ολυμπιακός έβαλε στον τελικό του Λονδίνου το 2013 10 πόντους στην πρώτη περίοδο και 90 στα τρία δεκάλεπτα, κάτι που ούτε η Μακάμπι το 2004 είχε καταφέρει.

-Κίντερ Μπολόνια-Μπένετον Τρεβίζο 90-82 στον ημιτελικό του Final 4 του 2002. Δύο Αργεντινοί, ο Μάνου Τζινόμπιλι και ο Μαρσέλο Νικόλα, χόρευαν τάνγκο σε ένα από τα κάστρα της ιταλικής πόλης Μπολόνια. Αριστούργημα με γαρδελική υπόκρουση.


Οι πέντε κορυφαίοι προπονητές των Final 4:

Τιμητική αναφορά: στον Ζέλικο Παβλίσεβιτς (ξεκαρδίζομαι), στον Αΐτο Γκαρθία Ρενέσες (αστειεύομαι), στον Γιάννη Ιωαννίδη (μεταξύ αστείου και σοβαρού), , στον Γιόνας Καζλάουσκας. Μόνο για τη Ζαλγκίρις σου το 1999, είμαι μαζί σου Μεγάλε Υπνωτιστή, Λιθουανέ Μπάρμπα Στρουμφ, Σοφέ Νέστορα των Μόντι Πάιθον, Ασίγαστε Τιμ Μπάρτον της Βαλτικής και ας μην κατάλαβες τι σου έκανε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς στην Κωνσταντινούπολη το 2012.

Νέα τιμητική αναφορά: στη στιχομυθία μεταξύ Κώστα Πολίτη και Γιάννη Ιωαννίδη πριν τον ημιτελικό του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό το 1994 στο Τελ Αβίβ. «Είθισται ο ηττημένος προπονητής να δίνει το χέρι του στον νικητή», είπε ο Πολίτης και ο Ιωαννίδης απάντησε: «Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι».

Αναπληρωματικός προπονητής: ο Ντέιβιντ Μπλατ. Στον ημιτελικό του 2002 με τον Παναθηναϊκό, νεαρός προπονητής της Μακάμπι Τελ Αβίβ, κατέβηκε στο λόμπι του ξενοδοχείου για να δει τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς να συζητά με τον Ντούσαν Ίβκοβιτς. Εκείνη τη στιγμή η ομάδα του είχε χάσει το ματς. Δώδεκα χρόνια μετά η Μακάμπι του επέστρεψε για να κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών στο Μιλάνο. Ήταν η Τζούλι Άντριους στη «Μελωδία της Ευτυχίας», ο Τζόνι Ντεπ στο «Arizona Dream» και πάλι κατάφερε να νικήσει με το στυλ της.  

-Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς: 8 Ευρωλίγκες με διαφορά 19 χρόνων και 4 ομάδες. Μία με την Παρτίζαν, μία με την Μπανταλόνα, μία με τη Ρεάλ σε 3 χρόνια (1992, 1994, 1995) μέσα και 5 με τον Παναθηναϊκό (2000, 2002, 2007, 2009, 2011). Στο Final 4 είναι ο τύπος που πρέπει να φοβάσαι στην άκρη του πάγκου. Είναι, άλλωστε, ο προπονητής της Φενέρ.  

-Μπόζα Μάλκοβιτς: όχι μόνο για τα 4 τρόπαια, τα 2 με τη Γιουγκοπλάστικα (1989, 1990), το 1 με τη Λιμόζ το 1993 και εκείνο με τον Παναθηναϊκό το 1996. Αλλά διότι νίκησε με διαφορετικά στυλ μπάσκετ, με σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή, χάρισε τα παιδιά της Γιουγκοπλάστικα στον κόσμο της Δύσης, ήταν προπονητής της Μάλαγα στο Final 4 του 2007, έφθασε με τη Λιμόζ στο Final 4 του 1995, και μπροστά του ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν σεμνός. Μεγάλε Μπόζα!

-Ντούσαν Ίβκοβιτς: έχει τρία δύο  τρόπαια: ένα με την Παρτίζαν το 1992 και με τον Ολυμπιακό, το 1997 και το 2012. Με διαφορά 15 ετών. Έχει φθάσει και σε Final 4 με τον ΠΑΟΚ το 1993, όπως επίσης και με τον Ολυμπιακό το 1997.

-Έτορε Μεσίνα: επειδή στη συνέντευξη Τύπου πριν το Final 4 του Μονάχου είπε, όταν ρωτήθηκε για την «κατάρα» των εμφύλιων ημιτελικών ότι «εμείς τις κατάρες τις ξορκίζουμε πιάνοντας τα αρχίδια μας»,  διότι νίκησε με την Κίντερ Μπολόνια το 1998 και με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας το 2006 και το 2008 και επειδή χάνει σε μεγάλα ματς από τον Ομπράντοβιτς (το 2002, το 2007 και το 2009), αλλά για να χάσεις σε τελικό από τον Ομπράντοβιτς, πρέπει να φθάσεις σε τελικό. Επίσης, έφθασε σε δύο ημιτελικούς με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας το 2013 και το 2014 (η κάμερα δείχνει τον Βίκτορ Χριάπα να γνέφει μελαγχολικά) και ήταν φανερά κουρασμένος. Μπόνους: κατέκτησε την Ευρωλίγκα του Σχίσματος, το 2001, όταν τα πλέι οφ έγιναν αλά ΝΒΑ, με την Κίντερ να νικάει την Τάου Κεράμικα 3-2 σε τελικούς που δεν είδαμε.

Πίνι Γκέρσον: δεν έχω λόγια που να σε φθάνουν Γουόλτ Ντίσνεϊ του παγκόσμιου μπάσκετ. Το 2001 στο Παρίσι, το 2004 στο Τελ Αβίβ και το 2005 στην Πράγα. Μαζί με τον τρελό πρόεδρο Σιμόν Μιζράχι είναι η Μακάμπι του 21ου αιώνα.

—————

Πίσω