Χωρίς τελείες


Γαλλική Αθανασία

2015-03-13 04:59
 
Μου αρέσουν οι γυναίκες κολυμβήτριες με έναν τρόπο που είναι δημοσίως επικίνδυνος αλλά που με βεβαίοτητα μπορώ να πω ότι δεν με κάνει σάτιρο. Είναι υπέροχες αθλήτριες, στιβαρές, που τις εμβολίζει μία μελαγχολική μοναξιά, κάτι εξόχως κινηματογραφικό. Μπορεί να μην έχουν αυτό το αερικό που υπάρχει στα κορίτσια της συγχρονισμένης κολύμβησης ή της ρυθμικής γυμναστικής ή να μην μπορούν να ουρλιάξουν μέσα στο νερό, όπως κάνουν οι παίκτριες των ομαδικών σπορ, αλλά βάζουν τους εαυτούς τους σε υψηλή δοκιμασία και οι καλύτερες εξ αυτών κάνουν αυτό που λέμε υψηλό πρωταθλητισμό. Μέσα στην τοπ πεντάδα μου των Ελλήνων αθλητών αυτήν τη στιγμή, υπάρχει σίγουρα μία Ελληνίδα κολυμβήτρια. Είμαι αναπληρωματικός ταμίας του φαν κλαμπ της, αν υπήρχε περίπτωση να έχει φαν κλαμπ που να γνώριζα. 
 
Μου αρέσει η κολύμβηση σε μεγάλες διοργανώσεις από το 2000. Για αυτό περισσότερα σε λίγο. Αν παρακολουθήσεις εκ του σύνεγγυς μία οποιαδήποτε διοργάνωση, ακόμα και στην Ελλάδα, θα την... ακούσεις στερεοφωνικά. Θα δεις προπονητές να περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους. Σε μία πρόσφατη κούρσα στο χειμερινό πρωτάθλημα, στεκόμουν δίπλα σε μία κολυμβήτρια, η οποία σφύριζε με μανία και έκανε μία χειρονομία του στυλ «πάμε». Αυτό ήταν αρκετό για να της πιάσω την κουβέντα, αφού εκείνη που ενθάρρυνε ήταν η αδελφή της. Έξω από το νερό, ο ρυθμός ενός κολυμβητή στηρίζεται και στις χειρονομίες, που δεν αρκούνται μόνο στο απλοϊκό παράδειγμα που έδωσα. Η κολυμβήτρια που ενθαρρυνόταν έκανε ατομικό ρεκόρ στο αγώνισμά της. Και όταν βγήκε έξω, ρώτησε την αδελφή της, πριν την αγκαλιάσει, αν ήταν εκείνη που της σφύριζε. Μιλάμε για σφυρίγματα τσέλιγκα, η όλη φάση έχει κάτι το αρκετά πρωτόγονο. 
 
Υπάρχουν 50άρηδες διανοούμενοι που θεωρούν ότι στη σύγχρονη εποχή είμαστε αποξενωμένοι από τα αισθήματα που μπορεί να χαρίσει ένας θάνατος. Δεν είμαστε, δηλαδή, συνδεδεμένοι, όχι μόνο με τη θρησκευτικότητα του γεγονότος αλλά, με την παράδοση του πένθους. Αυτό, βεβαίως, μου προκαλεί δυσθυμία. Μου θυμίζει όταν οι μεγάλοι, σε ποδοσφαιρικές συζητήσεις, μου έλεγαν να μην τους κολλάω επειδή έχουν δει Πελέ και Κρόιφ, λες και ήταν επιδίωξη μου να γεννηθώ το 1981. Πρόκειται για την αέναη επιχειρηματολογική μάχη για την άτοπη εξουσία, η οποία όμως πιάνει τόπο. Διότι είναι άδικο να γίνεται λόγος για Αποχαύνωση και όχι για την πληθωρική αδελφή της, δηλαδή την Υπερπληροφόρηση. Στις 7 Ιουνίου του 1993 σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο Ντράζεν Πέτροβιτς και ό,τι ξέρω για εκείνη τη μέρα είναι ότι στον κόσμο όλο σκοτώθηκε μόνο ο Ντράζεν Πέτροβιτς. Το ίδιο και στις 30 Σεπτεμβρίου του 1955, όταν σκοτώθηκε ο Τζέιμς Ντιν, το ίδιο και στην περίπτωση πολλών άλλων θρύλων του κόσμου. Η αλήθεια είναι ότι δεν σκοτώθηκε μόνο αυτός. Οι ειδήσεις πρέπει να μετάδωσαν και κάτι άλλο εκείνη τη μέρα και ακόμα και αν δεν προέβαλαν άλλους θανάτους, κάποιος πέθανε από γηρατειά, κάποιος ξεψύχισε στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Κάθε μέρα πεθαίνουν εκατοντάδες άνθρωποι και η έλλειψη πένθους δεν έχει να κάνει με την ασέβεια, αλλά με τη συνήθεια. Μανάδες που χάνουν τα παιδιά τους, πατεράδες που χάνουν μαζί τις γυναίκες και τις κόρες τους, παιδιά που χάνουν τους γονείς τους, άνθρωποι που πεθαίνουν μόνοι τους, άνθρωποι που έχουν πεθάνει εδώ και μέρες και ανακαλύπτονται μαζί με τη μακάβρια μυρωδιά τους. Ο άνθρωπος δεν έχει χάσει το συναισθηματικό υπόβαθρό του, ούτε έχουμε γίνει όλοι ζώα: η τεχνολογία απλώς άνθισε με τερατικό τρόπο την τελευταία δεκαετία. Δεν βλέπουμε πια ειδήσεις επειδή μιλάνε για θανάτους και χρεωκοπίες και όλα τα σχετικά: έχουμε μπουχτίσει. Θα θέλαμε να είμαστε χαρούμενοι και όσο κι αν ο θάνατος είναι κάτι τρομακτικό, είναι η απολύτως φυσιολογική εξέλιξη. Δεν υπάρχει κάτι πιο σίγουρο σε αυτόν τον κόσμο τον καλό. 
 
Παρ' όλα αυτά, σοκαρίστηκα ελαφρώς με τον πρόσφατο θάνατο της Καμίλ Μουφά. Απλώς δεν μπορείς να καταλάβεις πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχουν πια μερικοί άνθρωποι. 
 
Δέκα άνθρωποι πέθαναν σε εκείνο το δυστύχημα με το ελικόπτερο στη Βίλα Καστέλι της βορειοδυτικής Αργεντινής, μεταξύ των οποίων και ο Αλεξίς Βαστίν, Γάλλος πυγμάχος και «χάλκινος» ολυμπιονίκης του 2008 και η ιστιοπλόος Φλοράνς Αρτό. Η Μουφά, λέει, είχε τσακωθεί με τους ιθύνοντες του συλλόγου της, Νις, το φθινόπωρο του 2012 και αυτό την οδήγησε στην αποχώρησή της από την κολύμβηση το καλοκαίρι του 2014. Αν κολυμπούσε, λέει, θα είχε ζήσει. 
 
Δεν είμαι εξοικειωμένος με το «αν» που έχει να κάνει με την αποσόβηση ενός θανάτου. Η άλλη ιστορία ενός κολυμβητή είναι η εξής: στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 ο Ίαν Θορπ είχε ραντεβού στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου για μία συμφωνία για διαφήμιση. Ο Θορπ έφθανε εκεί, ωστόσο συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει τη φωτογραφική μηχανή του. Πρέπει να έχεις ένα ιδιαίτερο ποσοστό ανεμελιάς για να επιστρέψεις να την πάρεις. Ο Αυστραλός επέστρεψε στο ξενοδοχείο του και πήρε τη μηχανή, γλιτώνοντας, έτσι, τον θάνατο. Ό,τι συνέβη, πέρασε ξώφαλτσα από δίπλα του, κάνοντας γκελ στα νιάτα του. 
 
Η Μουφά δεν τη γλίτωσε. Το θέμα, πια, είναι πώς στα μάτια αντανακλά η ολυμπιακή δόξα. Η Μουφά είναι προϊόν της κορυφαίας γενιάς κολυμβητών που έχει βγάλει ποτέ η Γαλλία. Για την ακρίβεια, της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτήν τη στιγμή οι Γάλλοι είναι μέσα στις τρεις δυνάμεις παγκοσμίως: οι άλλοι είναι οι Αυστραλοί. 
 
Μου άρεσε πραγματικά η Μουφά. Λάτρεψα εκείνη την κούρσα στα 400μ. ελεύθερο, που έκλεψε το χρυσό από την Άλισον Σμιντ. Οι περισσότερες νέες κολυμβήτριες είναι για να τις συμπαθείς. Αυτήν τη στιγμή είναι ελάχιστες οι ντίβες, εκείνες που έκαναν θραύση τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η Μίσι Φράνκλιν, κυρίως, έφερε κομψότητα και κλάση στο σπορ, και την κράτησε στη ζωή της: μετά το 2012 αποφάσισε να συνεχίσει στο κολέγιο, αντί να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο. Ήταν μία σπουδαία απόφαση, που θα ήθελα να δώσω ως παράδειγμα κάπου. Αν, δε, έπιανε και τόπο... Θαύμα θαυμάτων.
 
Μία λίστα με τις αγαπημένες κολυμβήτριές μου θα μπορούσε να είναι η εξής: 
 
-Μίσι Φράνκλιν
 
-Ρεμπέκα Σόνι
 
-Φεντερίκα Πελεγκρίνι
 
-Νάταλι Κάφλιν
 
-Ράνομι Κρομοβιτζότζο
 
-Κοραλί Μπαλμί
 
-Στέφανι Ράις
 
-Ίνχε ντε Μπρούιν
 
-Τζένι Τόμπσον 
 
-Κριστίνα Εγκερζέκι 
 
 
Η ολυμπιακή δόξα είναι που σε κάνει αθάνατο. Που θέλεις κάποια προειδοποίηση πριν την απομυθοποίηση. Ο Θορπ, ο ήρωας της εφηβείας μου και αυτός που με έκανε να αγαπήσω πραγματικά τις σπουδαίες διοργανώσεις της κολύμβησης, σταμάτησε, πήρε κιλά, επέστρεψε και δεν ήταν καλά. Η αλληλουχία των γεγονότων παίρνει χρόνο. Αν ο Θορπ απλώς σταματούσε, χωρίς να προσπαθήσει να επιστρέψει ξανά, θα μπορούσε να αφήσει μία πληγή. Η επιστροφή του έμοιαζε με κακόγουστο αστείο. Η Μουφά απλώς σκοτώθηκε. Η Εκίπ κάλυψε την αριστερή πλευρά του πρωτοσέλιδού της με το πρόσωπό της, αλλά ενώ σε αυτήν την περίπτωση έβλεπες μία νεαρή κοπέλα, στο Λονδίνο ήσουν ενώπιον μίας αθάνατης. Τα νιάτα δημιουργούν την αίσθηση της αθανασίας, αλλά για να προκριθεί μία τέτοια ιδέα πρέπει να υπάρχει ελλιπής ενημέρωση. Την Πέμπτη, στο Παγκράτι, ένας άντρας πέταξε ένα βρέφος από την ταράτσα μίας πολυκατοικίας και πέθανε μαζί του. Πριν λίγο καιρό, ένας πατέρας που ήθελε να φύγει για τον Καναδά είδε την κόρη του να ξεψυχά από πνευμονία και ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις. Αλλά όταν σκοτώθηκε η Μουφά από τη σύγκρουση δύο ελικοπτέρων, αυτό είναι κάτι άλλο. Μοιάζει πιο σημαντικό. Όπως είναι πιο σημαντικός ο θάνατος ενός διάσημου προσώπου από τον τύπο που κατοικεί στο Κορδελιό. Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται και ακόμα και αν αυτή είναι η πορεία των καταστάσεων στον καπιταλισμό, ακόμα δεν γίνεται να τύχει της οριστικής αποδοχής στη σκέψη. Ότι έφυγε μία νεαρή γυναίκα είναι λυπηρό αλλά συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Ότι έφυγε στα 25 της μία νεαρή γυναίκα που έχει κατακτήσει το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, είναι η αφορμή για να κάνεις μία στάση. 
 
 
Η πιο σπουδαία στιγμή που έχω δει σε πισίνα είναι η σκυτάλη των 4Χ100μ. ελεύθερο στο Πεκίνο. Εδώ και μία πενταετία, από τότε που ο Τζέισον Λίζακ κατέστρεψε οριστικά την εικόνα του Αλέν Μπερνάρ, μετατρέποντας στο μυαλό του απαίδευτου, τουλάχιστον, έναν χρυσό «ολυμπιονίκη» σε λούζερ ολκής, κάνοντας το καλύτερο τέταρτο κατοστάρι όλων των εποχών, αντιστέκομαι σθεναρά στο ότι αυτή είναι η κορυφαία στιγμή που έχω δει. Θεωρούσα πάντα ότι του Θορπ με τον Γκάρι Χολ στην ίδια διαδρομή το 2000 στο Σίδνεϊ ήταν λίγο καλύτερο, αφού αυτή ήταν η πρώτη ήττα των Αμερικανών στο αγώνισμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Όμως δεν υπάρχει, στην ουσία της διαδρομής, καμία σύνδεση. Ο Θορπ μπαίνει σχεδόν ίσα με τον Χολ στο τελευταίο κατοστάρι για να χάσει το προβάδισμα και να το ξαναπάρει. Ο Λίζακ ξεκινάει με τον Μπερνάρ να έχει πάνω από ένα σώμα διαφορά στην πισίνα, ενώ το πιο εντυπωσιακό είναι ότι πρόκειται για τον κάτοχο του παγκόσμιου ρεκόρ.  Οι Γάλλοι είναι ήδη εριστικοί και δικαιώνουν τις προσδοκίες των εαυτών τους, ενώ ένα από τα υπέροχα κλασικά δημοσιογραφικά στιγμιότυπα είναι αυτή η περιγραφή: μέχρι και τα 60 μέτρα στην κούρσα οι δύο σχολιαστές τα έχουν παρατήσει και από τα 70 και μετά φθάνουν κλιμακωτά στην έκσταση. Η πεμπτουσία της ανταπόκρισης. Το στιβαρό επιχείρημα που έχει, ωστόσο, αυτή η κούρσα (η οποία κατά τη γνώμη μου είναι η αθλητική στιγμή του 2008, μαζί με αυτό που έγινε μετά το έβδομο χρυσό μετάλλιο του Φελπς στα 100μ. πεταλούδα με ένα δευτερόλεπτο διαφορά από τον Σέρβο Μίλοραντ Τσάβιτς, όταν το BBC και το ESPN έδειξαν καρέ καρέ τι έγινε στον τερματισμό, με τον πρώτο να έχει για νικητή τον Τσάβιτς και με το δεύτερο να στέφει νικητή τον Αμερικάνο) ήταν ότι δεν απαγόρευσε στη «Σφαίρα από τη Βαλτιμόρη» να πάει για τα 8 χρυσά μετάλλια, σπάζοντας το ρεκόρ του Μαρκ Σπιτς από το 1972 και το Μόναχο. 
 
Τέσσερα χρόνια μετά, ο Γιανίκ Ανιέλ διέλυσε τον Ράιαν Λόχτε στο τελευταίο κατοστάρι και οι Γάλλοι πήραν την εκδίκησή τους. Η κόντρα των δύο χωρών δεν αρκείται στην κολύμβηση. Οι Γάλλοι απλώς έχουν τον τρόπο τους να γίνονται κατευθείαν αντιπαθείς, αν και στην πορεία η συμπάθεια είναι που κερδίζει. Μία αναπτυγμένη χώρα, που έχει ρατσιστικά θέματα (η επίθεση στη «Charlie Hebdo» είναι ένα από αυτά), σπουδαία παραγωγή ιδεών (η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και όλες οι διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις είναι δική τους ανακάλυψη) και που έχουν μία σχετικά απλή γλώσσα η οποία γίνεται ακαταμάχητη λόγω της προφοράς, αποδεικνύοντας ότι το θέαμα όχι μόνο μπορεί να γεννήσει θαυμασμό αλλά και να αποπροσανατολίσει από την ουσία, χωρίς αυτό, ωστόσο, να αλλοιώνει την προτίμηση των θαυμαστών. 

—————

Πίσω