Χωρίς τελείες
Η 14η Φλεβάρη δεν είναι αργία
2016-02-15 01:20Οι Ενωμένοι Θεολόγοι της Λέσβου τα έβαλαν με τον Άγιο Βαλεντίνο. Στο ρεσιτάλ της διαμαρτυρίας τους διατάθηκαν ότι η καρδιά ήταν το όργανο του αιμοδιψή Βαάλ, ενός ειδωλολατρικού θεού. Οι απόκριες, βεβαίως, είναι η γιορτή που αφιερώνεται στον θεό Διόνυσο, για χάρη του οποίου σφάζονταν κοπελούδια και οι παρευρισκόμενοι έπιναν ναρκωτικά τα οποία τους έδιναν, όπως αναφέρεται, εξωγήινες δυνάμεις. Αλκοόλ, κύριοι, αλκοόλ. Αν ο Άγιος Βαλεντίνος δεν ήταν μόνο καρδούλες και φιλάκια, αλλά είχε ανακατεμένο και οινόπνευμα, τότε θα γινόταν αποδεκτός ως φεστιβάλ στη Λέσβο (και τη Μυτιλήνη, Αλέξη), δηλαδή την πατρίδα του Άγιου Ουαλεντίνου. Ό,τι έχει για ρίζα τη φωτιά είναι ανεκτό, εκτός της ίδιας, διότι καίει. Είναι ανθρώπινη ανακάλυψη, μαζί με το φιλί. Αλλά οι Ενωμένοι Θεολόγοι της Λέσβου θεωρούν ότι ο Αχιλλέας που είχε καψουρευτεί τη Χρησηίδα, η Ανδρομάχη, που στο μπαλκόνι ξόρκιζε τον Έκτορα και η Γοργώ, που ήταν σύντροφος του Λεωνίδα, διότι στη Σπάρτη η επιλογή συντρόφου ήταν καθαρά προσωπική υπόθεση για τη γναίκα, δεν πρέπει να έχουν τη δική τους μέρα.
Στο «Αλκυόνις», το σαββατοκύριακο, είχε αντί-αφιέρωμα στη μέρα. Για απογευματινή ταινία διάλεξαν το «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί», του Τζιμ Τζάρμους, που, είναι περίεργο αλλά, σχεδόν δύο χρόνια αφού την είδα, έχει μείνει στο μυαλό ως μία εξαιρετικά ερωτική ταινία. Φυσικά, η Τίλντα Σουίντον και η Μία Βασικόφσκα μοιάζουν, γενικώς, αισθησιακές υπάρξεις. Και, φυσικά, ο σκηνοθέτης κάνει ακόμα μία ανεξάρτητη όμορφη ταινία, την οποία θα προσεγγίσεις λάθος εξαρχής αν θεωρήσεις ότι έχει κάποια υπόθεση η οποία θα είναι ευνόητη. Ο Τζάρμους δεν κάνει ταινίες εύκολες ή, εν πάση περιπτώσει, το πρόβλημα είναι ότι ο θεατής ξέρει να κρίνει μόνο τις διαστάσεις για τις οποίες έχει γνώση. Αν κάτι είναι όμορφο αλλά άγνωστο, η επικινδυνότητά του φέρνει την κρίση: αν είναι ακίνδυνο, τότε μπορείς να το κρίνεις με βάση τη γνώση σου, η οποία είναι ισχυρή. Αν είναι επικίνδυνο και υπερκερνά τη γνώση, τότε εντρυφεί στο δέος και φέρνει, σε τελικό στάδιο, την απομάκρυνση. Ο Τζάρμους δεν ζητά την κατανόησή μας και, αν και είναι δύσκολο να μείνει αγνό όταν πρέπει να λογοδοτήσει μέσω της εικόνας σε χιλιάδες θεατές, επιθυμεί να κάνει ταινίες τα οράματά του. Είναι δύσκολο να αρέσουν σε πολύ κόσμο τα οράματά σου, εκτός κι αν συμβιβαστείς σε ό,τι έχει να κάνει με τον πηγαίο σαρκασμό. Αν, δηλαδή, φθάσεις σε κάποια επιτήδευση, παρουσιάζοντας εικόνες που, εκτός από το να γίνονται αντιληπτές, να ενσωματώνονται στο κοινό αίσθημα αυτού που είναι κωμωδία. Η μνήμη είναι, γενικώς, πολύ ασθενής και το να κατανοήσουμε ότι οι προσλαμβάνουσές μας σε ό,τι είναι αποδεκτό δεν έχουν συνέχεια προδίδεται από τη λήθη στην οποία εισάγονται οι παλιές συνήθειές μας.
Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη μέρα, μέσα από την κωμικότητά της, θεωρώ ότι αφορά περισσότερο σε ανθρώπους που δεν λαμβάνουν την αμοιβαιότητά που θα ήθελαν από το θήραμά τους. Ή σε ζευγάρια που έχουν περάσει πολλά χρόνια μαζί και θέλουν να στήσουν ένα θεατρικό, με μπόλικη από μελόδραμα, για να κάνουν το κομμάτι τους και ίσως να αντιστρέψουν μία ξενική, πλην όμως κραταιά, πραγματικότητα. Το δεδομένο είναι ότι η συγκεκριμένη μέρα δεν είναι αργία και, όπως τα περισσότερα ζητήματα που αφορούν στις μάζες, είναι αχρείαστο να συζητηθεί. Αν, δηλαδή, ένα κορίτσι κάνει... μουτράκια σε ένα αγόρι επειδή δεν θέλει να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα, το πρόβλημα θα το έχει το ίδιο το κορίτσι ή, στην τελική, το αγόρι. Είτε πανηγυρίζεις ή όχι, αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό ζήτημα. Χαρακτηριστική είναι η απαξίωση οποιασδήποτε πράξης: όχι επειδή είναι απαραιτήτως σωστή, αλλά διότι η απαξίωση από τον δέκτη τον κάνει να θεωρεί πως βρίσκεται σε ένα πνευματικό κατόπι σπανιότητας. Και, για έναν μικροαστό ή μεσοαστό, μία τέτοια αντίληψη είναι καταδικαστική. Όταν, δε, αθροίζονται οι συγκεκριμένοι τιμητές, τότε το ζήτημα είναι κοινωνικό.
Δεν μπορώ να βρω το λόγο που η συγκεκριμένη μέρα ζει σε έναν λανθάνοντα κόσμο. Ούτε μου προκύπτει από κάπου ότι η εμπορικότητά της είναι διαφορετική από εκείνη των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς: αν ο Άγιος Βασίλης (που στην πραγματικότητα είναι ο Άγιος Νικόλας από την Ουγγαρία) θέλει να πηγαίνουμε στα μαγαζιά και να τα σπάμε, για ποιο λόγο να μη θέλει το ίδιο και ο Έρωτας, ως παιδί της Πενίας και του Πόρου (πηγή, σε αυτήν την περίπτωση, το Συμπόσιο του Πλάτωνα); Οι γιορτές έχουν, γενικώς, κάτι ψεύτικό και είναι λόγος για να στήνεις γλέντια και να θεωρείς κάποιες μέρες ξεχωριστές. Το ίδιο πράγμα που συμβαίνει με το γάμο στην εκκλησία.
Δεν είναι τυχαίο ότι η 14η Φλεβάρη είναι η παγκόσμια μέρα γάμου. Είμαστε ήδη σχεδόν βέβαιοι, ο καθένας ξεχωριστά, ότι μαθαίνουμε πράγματα- πώς να ζούμε, τι να επιδιώκουμε- για συγκεκριμένους λόγους. Ήδη, από τον ερχομό στον κόσμο, ο προσδιορισμός είναι μαθηματικά βέβαιος. Οι δικοί μας άνθρωποι πρόκειται να μας μάθουν τις πράξεις μας και ο πρώτος διαχωρισμός είναι το καλό και το κακό. Η σύγχρονη κοινωνία δεν επιτρέπει τις μονογαμικές σχέσεις και όσο περνούν οι μέρες και ο κόσμος εξελίσσεται (κάτι εντελώς διαφορετικό από το να προοδεύει), οι προβληματισμοί γίνονται μεγαλύτεροι, διότι θεωρούμε ότι εμείς κάνουμε κάτι λάθος όταν η ίδια η εξίσωση των σχέσεων δεν βγαίνει. Αν εδώ υπονοείται κάτι, είναι ότι η ίδια η μηχανική της σχέσης ως σκέψης ολισθαίνει μέσα στην πραγματικότητα. Να θέλεις να ξεφύγεις από αυτήν είναι ένα, να ξέρεις ότι δεν πρόκειται να την αποφεύγεις για πολύ καιρό- εκτός αν πας να μείνεις στα 3.000μ. υψόμετρο, που εκεί μία δολοφονία είναι πολύ πιθανή- είναι άλλο. Η στατιστική δείχνει συντριπτικά ότι αργά ή γρήγορα η αντίθεση των γεγονότων με την αισιόδοξη θεωρία, βγάζει νικητή τα γεγονότα. Τα οποία απορρίπτουν την ιδιοκτησιακή τάση, η οποία δημιουργήθηκε, μπακαλίστικα, από την εκκλησία για να ελέγξει τον ανθρώπινο έρωτα και να τον προσωποποιήσει. Και αν κάθε άνθρωπος με τον οποίο υπάρχει αμοιβαιότητα, λειτουργεί ως αντικείμενο, ως καθρέφτης στον οποίο απεικονίζεται ο μεγαλειώδης εαυτός σου, τότε πώς είναι δυνατόν να αποφύγεις την κατακτητική διάθεση και να εστιάσεις στην ελευθεριότητα; Η φράση «δικό μου» είναι από τις πρώτες που μαθαίνουμε και το «έχω» γίνεται τόσο ισχυρό μέσα μας που είναι πιθανό να μην μπορέσουμε ποτέ να διαπιστώσουμε πόσο απόλυτους μας κάνει το «είμαι».
Αυτό που απομένει, στην τελική, είναι να γιορτάζεις ό,τι γουστάρεις. Όσο ανόητο είναι να ζαχαρώνεται επιπλέον ένα ζευγαράκι με αφορμή, τόσο είναι και δύο περήφανοι γονείς για το παιδί τους που είναι σημαιοφόρος σε μία παρέλαση ή να γιορτάζεται το Πολυτεχνείο και οι Τρεις Ιεράρχες. Γενικώς, από τη στιγμή που ζούμε σε έναν τόπο στον οποίο δε χρειάζεται να πας να δουλέψεις την Κυριακή του Πάσχα (αν δεν είσαι πωλητής σε ζαχαροπλαστείο ή σερβιτόρος σε καφετέρια), θα έπρεπε να έχουμε μεγαλύτερη ανοχή σε μέρες που πλασάρονται με τρόπο εμπορικό. Το εμπόριο είναι η πρώτη πραγματική πραγματικότητα της ανθρωπότητας και τα συναισθήματα, είτε επίπλαστα είτε αληθινά, έχουν την τιμή τους: αρκεί να μην το σκέφτεσαι.
(Δημοσιεύθηκε στο properman.gr)
—————