Χωρίς τελείες


Η Δεύτερη Μπανάνα

2015-03-31 02:36
 
Η «Κατάρα του Πράσινου Σκορπίου» είναι από τις αγαπημένες ταινίες του Γούντι Άλεν. Το βράδυ της Δευτέρας, 2 Μαρτίου, κάθισα και την παρακολούθησα για τέταρτη φορά, με την απόσταση που μεσολαβούσε από την προηγούμενη να είναι πάνω από 10 χρόνια. Και αυτή η φορά ήταν καλύτερη και από τις τρεις προηγούμενες. 
 
Δεν γνώριζα, βεβαίως, ότι επρόκειτο να αλλάξει η ζωή μου με έναν δραματικό, όσο και κωμικό τρόπο. Βεβαίως, η κωμωδία βρίσκεται μέσα στο δράμα, όπως και η τραγωδία. Το δράμα ενθαρρύνεται από κάθε τι θεατρικό, ακόμα και αν αυτό αναδίδει ευφορία, μελαγχολία, χαρά και θλίψη. Ο τρόπος που χρησιμοποιείται βεβαίως η λέξη δείχνει μόνο μία από τις πλευρές της. Ο λόγος είναι ότι συχνά στην κωμωδία δεν είναι αναγνωρίσιμο το είδος της έντασης που υπάρχει, διότι η τελευταία ρέπει προς την πράξη που αγγίζει ψυχικά με τρόπο ο οποίος είναι περισσότερο τραγικός ή λυτρωτικός. Και έστω ότι το γέλιο είναι λυτρωτικό, που είναι, δεν γίνεται να θεωρείται ως δράμα, υπό την έννοια ότι προκύπτει από κάτι που μοιάζει φυσιολογικό, από μία πηγή, δηλαδή, η οποία υπάρχει στη ζωή με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει το νερό ή το φαγητό. 
 
Δεν τοποθετώ κάποιον δίπλα σε μία κωμική ιδιοφυΐα του καιρού μας, με τον ίδιο τρόπο που δεν βάζω τους τραγικούς, όσο μεγαλειώδεις και αν είναι, δίπλα στον Αριστοφάνη. Αυτό δεν συμβαίνει για άλλο λόγο, από το ότι μου αρέσει πολύ, και φυσικά, η δεύτερη θέση. 
 
Τις προάλλες η Grantland έκανε ένα διαγωνισμό που το ονόμασε Second Banana και έβαλε τον κόσμο να ψηφίσει για εκείνον που είναι ο κορυφαίος δεύτερος στην ιστορία. Δεν αρκέστηκε μόνο στα αθλητικά, αλλά έβαλε στην εξίσωση ανθρώπους και ήρωες από διαφορετικούς κοινωνικούς τομείς. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ποτέ δεν ήμουν πρώτος σε κάτι. Και αφού δεν ενδιέφερε κανέναν να είμαι δεύτερος, αυτοαναγορευόμουν σε τέτοιον. Ήθελα να είμαι. Το προτιμούσα από το να είμαι πρώτος, διότι η μεγάλη επιτυχία φέρνει τη μεγάλη ευθύνη. Ήθελα να είμαι ο δεύτερος καλύτερος όταν παίζαμε μπάσκετ στη γειτονιά, ο δεύτερος καλύτερος δημοσιογράφος στις εφημερίδες που εργαζόμουν, κάποιες φορές μάλιστα, τα τελευταία καλοκαίρια όταν και έμενα μόνος στο σπίτι, έπλενα τα πιάτα και τα ποτήρια και άφηνα ένα στον νιπτήρα, για να μην είναι όλα τέλεια. Ήμουν ο δεύτερος που ζητούσα από κοπέλα να χορέψουμε μπλουζ στο γυμνάσιο και ένα βράδυ έγινα ο δεύτερος που τα ζήτησα από ένα κορίτσι να τα φτιάξουμε, ενώ είχε πάει ένας φίλος μου και είχε φάει τα μούτρα του. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να μου πει «ναι»; Μία στα εκατό εκατομμύρια, αλλά ήμουν ο δεύτερος που το κατάλαβα και ήταν πολύ αργά. Σε συζήτηση για το πού θα πάμε, για το ποια ταινία θα διαλέξουμε, ήμουν ο δεύτερος. Με τους φίλους μου, ήμουν ο δεύτερος που έλεγε το πρόβλημά του, αν έφθανε η ώρα, και στο σπίτι ήμουν πάντα (και παραμένω) ο δεύτερος που έχει λόγο για τα πράγματα. Η αγαπημένη μου ομάδα στο ρεπορτάζ είχε τερματίσει δεύτερη. Μου άρεσε να είμαι δεύτερος- με το ρίσκο να είμαι πιο κάτω στη συνομοταξία να είναι από ανεκτό έως και ευπρόσδεκτο ορισμένες φορές, πάντως σπανίως απαράδεκτο- με τον ίδιο τρόπο που μου άρεσε να περιμένω για να δω σε DVD μία ταινία στην οποία γινόταν ο κακός χαμός όταν παιζόταν στο σινεμά. 
 
Καταλαβαίνω ότι όλοι οι άνθρωποι θέλουν πάντα να νικούν, η ομάδα τους, σε μία δικαστική διαμάχη, σε σχέσεις, παρ' όλα αυτά δεν μπορούμε να είμαστε όλοι πρώτοι με τον ίδιο τρόπο που σε μία κοινωνία δεν μπορούμε να είμαστε όλοι μορφωμένοι. 
 
Το εγχείρημα της Grantland στηρίχθηκε από τους εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες, ενώ εδώ προφανώς είναι αδύνατον να γίνει κάτι παρόμοιο. Παρ' όλα αυτά θα είχε ενδιαφέρον μία λίστα για το ποια είναι η καλύτερη Δεύτερη Μπανάνα όλων των εποχών στην Ελλάδα, σε διάφορα μέτωπα. Λόγω έλλειψης γνώσεων δεν γίνεται να εξαντληθούν όλα, παρ' όλα αυτά ακόμα και έτσι το ενδιαφέρον θα μπορούσε να είναι αμείωτο, αν αναλάμβανε να το κάνει ένα δίκτυο, μία ιστοσελίδα υψηλής θεαματικότητας. Σήμερον, την 31η Μαρτίου 2015, κατοχυρώνω ως δεύτερος το πνευματικό δικαίωμα της ιδέας. 
 
Οι κορυφαίες Δεύτερες Μπανάνες στην Ελλάδα θα μπορούσαν να είναι οι εξής (σε παρένθεση ο πρωταγωνιστής που τους τρώει τη θέση): 
 
-Τζένη Καρέζη (Αλίκη Βουγιουκλάκη)
 
-Ιούλιος (Αύγουστος)
 
-Παναγιώτης Γιαννάκης (Νίκος Γκάλης)
 
-Μίκης Θεοδωράκης (Μάνος Χατζιδάκις) 
 
-Ξύλινα Σπαθιά (Τρύπες) 
 
-Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (Ανδρέας Παπανδρέου) 
 
-Μ. Καραγάτσης (Νίκος Καζαντζάκης)
 
-Νικόλας Άσιμος (Παύλος Σιδηρόπουλος) 
 
-Μάρκος Βαμβακάρης (Βασίλης Τσιτσάνης)
 
-Ποτέ την Κυριακή (Στέλλα) 
 
-Δημήτρης Μητροπάνος (Στέλιος Καζαντζίδης) 
 
-ΠΑΟΚ (Άρης) 
 
-ΕΡΤ 2 (ΕΡΤ 1)
 
-Αχιλλέας Μπέος (Μάκης Ψωμιάδης) 
 
-Μάρθα Καραγιάννη (Ζωή Λάσκαρη)
 
-Βαλέριος Λεωνίδης (Πύρρος Δήμας)
 
-Μανώλης Μαυρομάτης (Γιάννης Διακογιάννης) 
 
-Αλέξης Κούγιας (Αλέξανδρος Λυκουρέζος)
 
-Έλλη Λαμπέτη (Μελίνα Μερκούρη) 
 
-Ελένη Μενεγάκη (Ρούλα Κορομηλά)
 
-Δέσποινα Βανδή (Άννα Βίσση) 
 
-Καίτη Γκρέι (Πόλυ Πάνου) 
 
-Φλοράνς (Ντένη Μαρκορά) 
 
-Μις Ελλάς (Σταρ Ελλάς) 
 
-ΑΝΤ1 (MEGA)
 
-Πάνος Κατσιμίχας (Χάρης Κατσιμίχας- χωρίς λόγο, απλώς το Χάρης Κατσιμίχας μου άρεσε πάντα καλύτερα) 
 
-Φίλιππος Πλιάτσικας (Ξένα Τραγούδια)
 
Φώτης Μεταξόπουλος (Βαγγέλης Σειληνός) 
 
Κάποιοι θα έχουν σαφώς τις ενστάσεις τους, αρχής γενομένης από το πρώτο, καθώς θα πουν ότι «μου άρεσε περισσότερο η Καρέζη από τη Βουγιουκλάκη». Αυτό είναι το νόημα της Δεύτερης Μπανάνας: η Καρέζη δεν θα έπρεπε καν να είναι στον ανταγωνισμό με τη Βουγιουκλάκη, απλώς η δεύτερη ήταν η απόλυτη Εθνική Σταρ, εκείνη που είχε τη δυνατότητα να δίνει χαρά σε πολύ κόσμο, ως εκ τούτου αναγκαστικά η Καρέζη έχανε στη σύγκριση, αν και ήταν ασυγκρίτως πιο ταλαντούχα στις ταινίες. Η Δεύτερη Μπανάνα θα μπορούσε για κάποιους να είναι πρώτη: αν, παραδείγματος χάρη, ανέφερα το παράδειγμα των δύο δεινών χορευτών του Χόλιγουντ, με βαριά καρδιά θα είχα ως δεύτερο τον Τζιν Κέλι και ως πρώτο τον Φρεντ Αστέρ, ως δεύτερο τον Αλ Πατσίνο και ως πρώτο τον Ρόμπερτ ντε Νίρο. Δεν είναι κριτήριο η αρέσκεια του κόσμου, αλλά το αν ο ήρωας τους αρέσει περισσότερο από κάποιον άλλο, και άρα, σύμφωνα με τη λανθάνουσα γλώσσα της αληθείας, αυτός ο άλλος γίνεται κατευθείαν το σημείο αναφοράς. Δεν θα μπορούσε να είναι ο Μπάστερ Κίτον πάνω από τον Τσάρλι Τσάπλιν, όπως δεν γίνεται να είναι ο μπασκετικός ΠΑΟΚ πάνω από τον μπασκετικό Άρη τη δεκαετία του '80 ή η Ελένη Μενεγάκη πάνω από τη Ρούλα Κορομηλά στα μέσα της δεκαετίας του '90. Το ότι δεσπόζει η Μενεγάκη εδώ και μία εικοσαετία, ότι όποιος αντίπαλος και να είναι απέναντί της τρώει τη σκόνη της με αποτέλεσμα μία τεράστια τηλεοπτική αυτοκρατορία, το (μη) αισθητικό ισοδύναμο του σόου του Τζόνι Κάρσον, δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια της κόντρας της με την Κορομηλά, η Μενεγάκη επόταν πάντα. Μόνο στο τέλος κατάφερε να την κερδίσει και η Ρούλα παρέδωσε τα σκήπτρα και την πρωτοκαθεδρία της με συνοπτικές διαδικασίες, ώστε να μη χαλάσει το status quo του Alpha Dog που είχε χτίσει. 
 
 
Υπήρξαν και κάποιοι που έγιναν πρώτοι και σπουδαίοι χωρίς να έχουν εκ των έσω ανταγωνισμό. Έχω αφήσει απ' έξω κάποια αθλητικά ζευγάρια, για να τηρηθεί η συμμετρία και δεν μπόρεσα να βρω τον τρόπο να βάλω τον Ντίνο Ηλιόπουλο σε παρένθεση για κάποιον άλλο, κυρίως διότι κανείς δεν πάει κοντά του. Μπορεί η Μελίνα να έλεγε ότι «όταν ήμουν στο Παρίσι κοιτούσα με το ένα μάτι στην Αθήνα για να δω τι κάνει η Λαμπέτη» και μπορεί η δεύτερη να ήταν εξαιρετικά ταλαντούχα, αλλά ουσιαστικά η τύπισσα που έπαιξε τη Στέλλα και την Ίλια (μαζί με την Μπλανς Ντυμπουά στο Μπρόντγουεϊ), δεν γίνεται να συγκριθεί. Η απόσταση είναι μεγαλύτερη από αυτή που φαίνεται. Επίσης δεν βρήκα κάποιον που να μοιάζει στον Δημήτρη Χορν, ενώ νομίζω ότι και η μονομαχία της Φλοράνς με την Ντένη, στους «Δύο Ξένους», έχει δίκαιο νικητή. 
 
Ο Γούντι Άλεν, επίσης, είναι Δεύτερη Μπανάνα, με πρώτο τον Φελίνι. Η Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού σηματοδότησε, με μεγάλη στενοχώρια να το συνοδεύει, το τέλος μίας εποχής το οποίο ίσως να μην αγωνιώ ακόμα να ξορκίσω, αφήνοντας τον χρόνο να το κάνει για μένα. Κενός, χαιρετίζω τις Δεύτερες Μπανάνες και υποκλίνομαι στο ασκίαστο μέρος του καπιταλιστικού συστήματος που μας θέλει οπωσδήποτε να προσπαθούμε να νικάνε και να μη θεωρούμε ως δεδομένο ότι άλλες φορές θα γίνει και άλλες όχι, ώστε όταν νομοτελειακά χάσουμε, να καταρρεύσουμε πλήρως αποτυχημένοι. 
 
Ο Βασίλης Νικολαΐδης έγραψε, στο «Συνθέται και Τραγουδισταί», τον εξής στίχο: του κάθενός μας το λοιπόν ατάλαντου τεμπέλη, που έχει γίνει μουσικός γιατί δεν ξέρει μπάλα.
 
Στο μυαλό μου ταιριάζει με το κείμενο, παρ' όλα αυτά είναι ένα θέμα από μόνο του. Και από τη στιγμή που αληθινά δεν έχω ιδέα τι να γράψω για κολεγιακό μπάσκετ που να μην αναδίδει το άρωμα της φορμόλης, τούτο το θέμα θα είναι το επόμενο κείμενό μου. Να γράψω για να ξεχάσω ότι είμαι ακριβώς το σημείο του κύκλου που, πλέον, άπειρες ευθείες περνούν αλλά καμία δεν σταματάει. Ή, ότι ήμουν, αλλά τώρα το βλέπω πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά.

—————

Πίσω