Χωρίς τελείες


Η εγκληματική ηλιθιότητα της θρησκείας

2015-12-05 19:37

Εύφορα καθώς είναι τα οικονομικά της, με τα απαραίτητα βλέμματα απόγνωσης των πιστών και την άθικτη δομή της, η Εκκλησία παραμένει στην εποχή που το Άγιο Όρος απεξαρτητοποιήθηκε και παραμένει μικρό κρατίδιο. Υπάρχουν παπάδες, βεβαίως, που είναι επαναστάτες, αλλά αρκεί να κάνεις Ανάσταση με το «Bella Ciao» για να γίνει αυτό. Η Εκκλησία και τα Μυστήριά της δεν έχουν προσαρμοστεί στο πέρασμα των αιώνων και δεν βρίσκουν σημεία τριβής με την καθημερινότητα και ό,τι συνεπάγεται αυτό. Θα έλεγα ότι αφού όλοι επαναπροσδιοριζόμαστε και επαναπροσαρμοζόμαστε μέσα στους ωκεανούς, τις θάλασσες, τους κόλπους και τους κολπίσκους της ζωής, η Εκκλησία θα έπρεπε να είναι η πρώτη διδάξασα. Αλλά όταν η επιδότηση από την πολιτεία κάθε χρόνο είναι κοντά στο μισό δισεκατομμύριο ευρώ, τότε δεν νομίζω να υπάρχει λόγος για να αλλάξει. Όπως στο αριστουργηματικό «Goodbye Lennin», την απίστευτη μάχη του γιου, όταν η μητέρα του ξυπνάει από το κώμα, για να μην φανεί ότι η Δυτική και η Ανατολική Γερμανία ενώθηκαν, με το ασύλληπτο μουσικό θέμα του Γιαν Τιρσέν που είναι ποίηση σε νότες, έτσι και η Εκκλησία ζει στον βαθύ δογματισμό της.

Η θρησκεία είναι, φυσικά, η μεγαλύτερη πληγή της κοινωνίας. Στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους σκοτώθηκαν 71 εκατομμύρια άνθρωποι, που δεν είναι κάτι μπροστά στα αιώνα εγκλήματα της Εκκλησίας, αρχής γενομένης από τις σταυροφορίες και συνεχίζοντας στο Μεσαίωνα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και, ασφαλώς, στις μέρες μας, όπου οι φανατικοί στο όνομά της διεξάγουν τις δικές τους σταυροφορίες, ασφαλώς χρηματοδοτούμενοι. Ότι οι λόγοι είναι ανόητοι, είναι πρόσοδος, αλλά η αναγνώριση της γελοιότητας δεν οδηγεί στην εξαφάνισή της, αν δεν θέλεις να την εξαφανίσεις.

Σπανίως προσέχω τα Μυστήρια και κάθε παπάς έχει τον δικό του τρόπο που λειτουργεί, λόγω των λεπτών «πιστεύω» μέσα στο καθολικό «πιστεύω», ωστόσο το Σάββατο βρέθηκαν σε μία βάπτιση που θα τη χαρακτήριζα «κλειστή». Όταν πολλοί δημοσιογράφοι είναι καλεσμένοι κάπου, τότε αυτομάτως οποιοδήποτε κοινωνικό γεγονός αποκτά μία αίσθηση παρωδίας, γκρίνιας και μιζέριας και είναι λογικό, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει μία αίσθηση της πραγματικότητας και να μην εξοργίζεται όταν κρατά στα χέρια του μία εφημερίδα, όταν βλέπει ειδήσεις ή όταν διαβάζει αναπαραχθέντα δημοσιεύματα στο διαδίκτυο. Όταν βρίσκομαι σε ένα τέτοιο γεγονός και έχω πραγματικούς γνωστούς και φίλους, δεν χάνω την ευκαιρία να παίξω το ρόλο του εξυπνάκια, να μην αφήσω τίποτα να πέσει κάτω. Ο πραγματικός στόχος μου είναι να είμαι πνευματώδης, παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να φθάσω σε αυτό το επίπεδο. Πιστέψτε με, δεν έχω διάθεση να υποκριθώ κάποιον που δεν είμαι, απλώς βγαίνει ανάγλυφα η υπερβολή της υπερβολής μου, κάτι που, με βάση και τη διάθεση της συνάντησης, δεν μπορώ να αποφύγω. Ίσως να ήταν ωραίο να ήμουν νεστμπεσμίτσερ, ωστόσο αυτό είναι κάτι που διαθέτεις και μερικές φορές απαιτεί απλώς τη δέουσα σοβαρότητα.

Δύο μωρά βαπτίζονταν, ο κόσμος έκανε μια κάποια ησυχία και αυτό συμβαίνει όταν υπάρχουν άδειες καρέκλες και χώρος. Τις προάλλες βρέθηκα σε μία ορκωμοσία- και αυτά τα δύο έγιναν σε απόσταση δέκα ημερών, κάτι που, λόγω του πρότερου βαρεμένου βίου μου που το πιο έξαλλο πράγμα που μπορεί να αντιπαρατάξει είναι μία βόλτα στο πλησιέστερο μπαρ, με καθιστά κοσμικό ον- και οι άνθρωποι ήταν δίπλα δίπλα, με αποτέλεσμα ουδείς να σταματήσει να μιλάει παρά τις παρακλήσεις που, κατά το σύνηθες, μετατράπηκαν σε απειλητικά βλέμματα. Στη βάπτιση ο ιερέας που τελούσε το Μυστήριο ζήτησε από δύο κοπέλες να ανέβουν στο ιερό, δύο οποιεσδήποτε κοπέλες. Για να διακόψει την αμηχανία που δημιουργήθηκε, ζήτησε «τις δύο πιο ωραίες». Έτσι ακριβώς το είπε, με αποτέλεσμα να θυμώσω πολύ και να αρχίσω να βρίζω μέσα στην Εκκλησία.

Φυσικά προσελκυόμαστε από το όμορφο. Το βράδυ της Παρασκευής αποφάσισα να ξεμπερδέψω τους λογαριασμούς μου με την πενταετία «1964-68» του Σέρτζιο Λεόνε και να δω το «Κάποτε στη Δύση» και έμεινα έκθαμβος με την Κλαούντια Καρντινάλε. Ο αόριστος, χρόνος που χρησιμοποίησα, είναι λάθος. Ο σωστός χρόνος είναι παρατατικός. Από την αρχή ως το τέλος κοίταζα ενεός την υπεροχή της, τα γκρο πλαν που θα έπρεπε να είσαι εγκληματίας για να μην της κάνεις και τον ιταλικό τρόπο, το ταμπεραμέντο. Μία από τις πιο υποτιμημένες καλλονές όλων των εποχών, εξίσου χυμώδης με τη Σοφία Λόρεν η οποία έκανε την πρώτη εμφάνισή της 15 χρόνια πρωτύτερα (πρόχειρος υπολογισμός) και που απλώς δεν μπόρεσε να πλησιάσει τη λάμψη του πρωτότυπου, το οποίο ήταν εντελώς διαφορετικό. Προφανώς και επιθυμούμε την ομορφιά, ωστόσο το κορίτσι ως έννοια δεν πρέπει να είναι διατεθειμένο να λογοδοτεί σε έναν κόσμο που οι άνδρες προτίθενται να το χρησιμοποιούν ως γλάστρα, όσο οδυνηρό και αν είναι αυτό για τις διαστάσεις των αρρένων που ξεφεύγουν από το οφθαλμόλουτρο (με τη λιγότερο πονηρή έννοια) και υπάγονται στη φύση. Οι ίδιες θα ήταν φρόνιμο να προσεγγίζουν τον θαυμασμό με την αίσθηση της πρώτης φοράς, αν και αντιλαμβάνομαι ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο: η επανάληψη των χαρακτηρισμών τους κακοποιούν και οι άγνωστες λέξεις δείχνουν τη γραφικότητα του λόγιου. Ωστόσο, ένας παπάς που καλεί δύο ωραία κορίτσια να σταθούν στο ιερό ως γλάστρες, δεν μπορεί να υπολογίζει στην καλή θέλησή μου (αν και αυτή έχει αρχίσει να χάνεται και δεν χτυπάει πια σαν τον κούκο το ρολόι της στον ανοργανισμό μου). Ως όργανο της κοινωνίας, με συναναστροφή καθημερινή με τους ανθρώπους, καλυμμένος από την αχλή του αλάθητου, ο ιερέας, αυθορμήτως πώς, συμπεριφέρθηκε σαν αρσενικό που έχει κάθε πρόθεση υποβιβασμού πάνω στο φύλο ως ερμηνεία και ορισμό του. Αυτό δεν είναι, ασφαλώς, αποδεκτό, διότι κάθε τέτοια συμπεριφορά κάνει ένα κορίτσι ξινό και σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να μιλάμε για το «Φαινόμενο της Πεταλούδας».

Σαν να μην έφθανε αυτό, την ώρα που οι νονοί κρατούσαν τα παιδιά στην αγκαλιά τους, ο παπάς αναφέρθηκε στη μητέρα τους και της είπε να φιλήσει τα χέρια και των δύο. Όταν ο πατέρας τους- ένας θαυμάσιος, απλός, μοντέρνος χωρίς να προσπαθεί, άνθρωπος πήγε να κάνει το ίδιο πράγμα, του φώναξε, «όχι, όχι εσύ. Εσύ έχεις βύσμα. Μπορείς να πιάσεις τα παιδιά έτσι». Εξήγησε, δε, ότι αν η μητέρα δεν φιλήσει τα χέρια των νονών είναι σαν να ασπάζεται τη λευκή μαγεία.

Δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να προκόψει (από το ειδικό στο γενικό) ο κόσμος, όταν μια βάφτιση ξεκινάει ως περαίωση και καταλήγει σε ένα φαλλικό αφιέρωμα, μέσα από μία διεργασία από την οποία υπέφεραν, πιθανότατα πολύ περισσότερο εμμέσως από ό,τι άμεσα, γυναίκες εδώ και πολλά χρόνια. Μία υποψία ότι ο φεμινισμός δημιουργήθηκε άκομψα και άγαρμπα, μέσα από τη μίμηση του άνδρα (ένα λάθος απαραίτητο, διότι η αποδοχή δεν θα ερχόταν ποτέ), ώστε να καταστήσει τη γυναίκα πιο ανεξάρτητο ον, ότι έκανε 40 χρόνια για να αρχίσει να δουλεύει κάπως, ώστε να μην ωθηθεί σε μία τέτοια χονδροειδή προσέγγιση, δεν θα έβλαπτε.

Μου θύμισε ένα αστείο που είπε η Τίνα Φέι στην τρίτη παρουσίαση των Golden Globes: «Η ταινία Σέλμα αναφέρεται στον πόλεμο για τα δικαιώματα των πολιτών, που δούλεψε απολύτως και όλα είναι μια χαρά».

Δεν μπορώ παρά να μεμψιμοιρώ, να γκρινιάζω και να γίνομαι αφόρητος μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις. Όχι επειδή αποστασιοποιούμαι, απλώς επειδή η κριτική αφορά στη δική μου επικριτική και ορισμένες φορές επικριτική συμπεριφορά, για την οποία δίνω μάχη, ακόμα και αν πρόκειται να επιχειρήσω να πειράξω το γονιδιακό σπείρωμα. Κακά τα ψέματα, χρειαζόμαστε ερεθίσματα: κάποιοι δάσκαλοι, αυτοί που θυμόμαστε λίγο περισσότερο, μας προκαλούσαν να είμαστε αντιδραστικοί, αλλά δεν μας είπαν ότι δεν πρέπει να γινόμαστε τέτοιοι για την αντίδραση. Μια και ζούμε μέρες που έχει επανέλθει το σύμφωνο συμβίωσης, είναι υποκρισία να λέμε ότι, «δεν μας πειράζει, αρκεί να μη μας ενοχλούν αισθητικά». Η αισθητική χάνεται από τον απόλυτο πουριτανισμό: τη χαζή προσπάθεια να προσπαθείς να αποδείξεις δημοσίως ότι είσαι ανοιχτόμυαλος.

—————

Πίσω