Χωρίς τελείες


Η γοργόνα πεθαίνει στο τέλος

2015-04-06 01:57

 

Λίγος ταξιδιάρης Λοΐζος, δυνητικά η Αλίκη με κιθάρα στο μπαλκόνι, παιδικές περιγραφές για τη θάλασσα, μία ιστορία που περιγράφει το καλοκαίρι όπως θα θέλαμε να είναι, όπως δεν κατανοούσαμε να το ζήσουμε όταν ήμαστε μικροί και δεν μπορούμε να το βιώσουμε μεγαλώνοντας, με μία ανεμελιά η οποία δείχνει πάντα προς το βαθύ μεσημέρι και το ραχάτι, κάτι δυσβάσταχτα ουτοπικό, αλλά μουσική για τα μάτια. Όπως εκείνη η κοπέλα, που θα μπορούσε άνετα να είναι η ανιψιά που ξεκινάει με την τσαχπινιά της να ξετυλίγει την ιστορία του «10» του Μ. Καραγάτση, η ανιψιά του θείου. Η απόδειξη της γήινης κινούμενης χαράς, που απλώς είναι το εγγονάκι της ρευστής ευτυχίας.

Τα λάθη είναι η πιο υπερτιμημένη μη ουσία στην εποχή μας. Γίνονται σημαντικά επειδή όλοι ψάχνουμε τον φταίχτη, αλλά δεν χρειάζονται όπου υπάρχει αλτρουισμός. Τουλάχιστον όπως εκείνος εμφανίστηκε στην τελευταία παράσταση «Γοργόνα και Θαλασσάκι» στο Θέατρο Πειραιώς 131, μία παράσταση που έφτιαξε στα εσώτερα το δικό μου κλασικό θεατρικό δίπρακτο: πήγα για να βγάλω μία φιλική υποχρέωση και έφυγα νιώθοντας τυχερός που το είδα. Τα λάθη δεν είχαν σημασία, διότι δεν έχουν σημασία γενικώς. Κάποιος τα κάνει, επειδή δεν μπορείς να ελέγξεις το σώμα σου ή, προσπαθώντας να ελέγξεις το σώμα σου, προβαίνεις σε κάτι που θα το έκανες σωστά ακόμα και στον ύπνο σου. Η μαγεία της ανθρώπινης φύσης είναι να μπορεί ο άνθρωπος να ελέγχει το κορμί του. Στον τελικό του μήκους στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Τόκιο, το 1991, ο Καρλ Λιούις έκανε 4 άλματα, σε 6 προσπάθειες, πάνω από 8,80μ. Βασικά, το πρώτο άλμα του ήταν 8,68μ., το δεύτερο ήταν άκυρο, το τρίτο ήταν στα 8,83μ., το τέταρτο στα 8,91μ., που δεν ήταν παγκόσμιο ρεκόρ αφού είχε ευνοϊκό άνεμο, το πέμπτο (αφού ο Μάικ Πάουελ έκανε το άλμα στα 8,95μ., που του χάρισε το χρυσό μετάλλιο και φέτος προσπέρασε σε χρονική διάρκεια το αμέσως προηγούμενο ρεκόρ, τα 8,90μ. που πήδησε ο Μπομπ Μπίμον στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού) και το έκτο στα 8,84μ. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει καλή παρομοίωση για τη συγκεκριμένη παράσταση. Είναι σαν να έγραψε ο Μότσαρτ τους Γάμους του Φίγκαρο και τον Δον Τζιοβάνι σε ένα μήνα. Σαν την Κάλλας στη Σκάλα και τον Παβαρότι στο Teatro dell’ Opera της Ρώμης με μία μέρα διαφορά, μόνο όμως αν ήταν το ίδιο πρόσωπο. Η τέχνη χωρίζεται προφανώς σε πάρα πολλές κατηγορίες, απεριόριστες. Μία κατηγορία είναι η ακρίβεια, μία είναι το συναίσθημα, αλλά αυτά ανακατεύονται, εξαρτάται από την πρόταση που θα χρησιμοποιήσεις. Οι ευθείες που μπορούν να περάσουν από ένα σημείο είναι άπειρες και το ίδιο συμβαίνει με την τέχνη.

Το πρόβλημα των Ελλήνων είναι ότι ενώ δεν ξέρουν τίποτα για μία διάσταση της ζωής, λένε τη γνώμη τους χωρίς καν να νομίζουν ότι ξέρουν. Απλώς η γνώμη είναι πιο σημαντική από τη γνώση. Δεν έχω ιδέα από θέατρο, για αυτόν τον λόγο πηγαίνοντας σε μία παράσταση εμπιστεύομαι τη συναισθηματική μεταρσίωση και το αέτωμα που στήνεται γύρω από την αθάνατη ψυχή, που είπε και η γοργόνα η οποία είδε την αδελφή της να γίνεται αφρός του κύματος. Αυτή είναι, άλλωστε, που μετατρέπει ίσως χαρισματικούς ανθρώπους σε απόλυτους σταρ. Η συναισθηματική μεταρσίωση εξαρτάται από τις εποχές. Ενώ, παραδείγματος χάρη, ο Δημήτρης Χορν θα ήταν ο απόλυτος ψυχαγωγός αν μεσουρανούσε στην αρχαία Ελλάδα, στον Μεσαίωνα, στην Αναγέννηση, στον Διαφωτισμό, τον Μάη του ΄68, στην Ελλάδα του ’90, η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν θα μπορούσε να γίνει η εθνική σταρ αν η απόφασή της να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο δεν συνέπιπτε με την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Ελλάδα, όταν ο περισσότερος κόσμος ήθελε ανακούφιση από τα δεινά. Η Αλίκη συμβόλιζε την αθανασία και, δεν ξέρω τώρα αλλά, τουλάχιστον τη δεκαετία του ’90 η άνθιση της ιδιωτικής τηλεόρασης συνέπεσε με ταινίες που ήταν σταθερά το Σάββατο στις 21:00, ή ακόμα και την Παρασκευή στις 23:00. Το μεγάλο προνόμιο των παιδιών της εποχής ήταν να βλέπουν αυτές τις ταινίες, που στις περισσότερες περιπτώσεις αποδεικνύονταν καλύτερες από το κάστρο των Playmobil.  Όταν οι γονείς τσακώνονταν, η Αλίκη που κινούσε τα πόδια της προς την Αιώνια Ανεμελιά ήταν το παιδικό επιχείρημα ότι ο κόσμος είναι ακόμα μόνο όμορφος. Ακόμα και τότε, η Αλίκη ταίριαζε στην παιδικότητα, αφού η ενημέρωση και η πρόσβαση στο θέαμα παρέμενε μηδαμινή και, προφανώς κρίνοντας εκ των υστέρων, η τηλεόραση ήταν αδύνατον να καλύψει την αδηφαγία. Ομολογώ, θου Κύριε φυλακί τω στόματί μου, ότι δεν μπορώ να δω αυτήν τη στιγμή ταινία της Αλίκης χωρίς να την κρίνω ως παρωδία (σε αντίθεση με εκείνες της Καρέζη), αλλά αντιλαμβάνομαι ότι, με όλο τον κόσμο να περνάει σε μία διαδικασία Dolce Vita πριν το ένδοξο και ευλογημένο 1968, η ικανότητα ήταν θέμα ήσσονος σημασίας. Αυτό που έβγαζε η Αλίκη στους θεατές δεν μπορούσε να καταμετρηθεί με το ταλέντο στην πρακτικότητα, ήταν ένα ανθρωπιστικό ταλέντο που η δομή του είχε να κάνει με τη χρυσόσκονη που έριχνε αφειδώς, η οποία της έδινε το δικαίωμα να είναι μία από τις Μοίρες, μία από τις Ώρες, μία από τις Μούσες. Η μόνη Greece’s sweetheart ήταν η κορυφαία διότι έδινε ελπίδα: την ίδια ελπίδα που έδωσαν στα πιτσιρίκια, παίζοντας δίχως αύριο το παραμύθι, οι ηθοποιοί στο Θέατρο Πειραιώς 131, που είναι και γαμώ τα ονόματα.

Δεν χρειαζόταν να είναι παράσταση του Στάθη Λιβαθηνού για να την αγαπήσεις. Δεν γεννήθηκες, δα, πάνω στο σανίδι, ούτε ήταν η κυρία Κατερίνα η μητέρα σου. Δεν απάντησες στην αγγελία του Πατσίνο για τον Ριχάρδο στους New York Times, ούτε έπαιξες στο Μπρόντγουεϊ τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Δεν είχες θείο τον θρυλικό Βασίλη Διαμαντόπουλο, ούτε είδες τη Λαμπέτη στη Δεσποινίδα Μαργαρίτα. Αυτό που χρειαζόσουν από μία παιδική παράσταση στην οποία παρεισέφρησες ως λαθρεπιβάτης, στο έδωσε. Νάζι ανεπιτήδευτο, φρεσκάδα η οποία προφανώς εκπορεύεται από το να έχεις εμμέσως σχέση με παιδιά και βλέμμα σε ένα παρελθοντικό μέλλον, μία παραδοξότητα που συνδυάζει το ατενές βλέμμα και τις αναμνήσεις. Είναι σαν να ψάχνεις στο μετά την ευτυχία του παρόντος, σαν να κοιτάς κάπου που ήδη θα νοσταλγείς αυτό που ζεις. Σαν, πρωτογενώς, να το γνωρίζεις ότι αυτό που κάνεις εκείνη τη στιγμή που μιλάς για τα όνειρά σου, σε ανθρώπους εξίσου ακατέργαστους για να μη σε παίρνουν σοβαρά (έχετε δοκιμάσει να κοιτάτε στο άπειρο ενώ λέτε στην γκόμενά σας ότι θέλετε να γίνεται καπετάνιος;) αποτελεί μία στιγμή που είτε τα καταφέρεις ή όχι, θα την αναγνωρίσεις ως ευτυχισμένη. Λες και ο ίδιος ο σχεδιασμός για το μέλλον κάνει την παροντική στιγμή ξεχωριστή. Αν είναι έτσι, τότε το μέλλον χρειάζεται όσο τα γέλια των επτά ηθοποιών, των τριών κοριτσιών, των δύο αγοριών και των δύο ενήλικων (για την κατανόηση της θεατρικής υπόθεσης) στον κόσμο. Όχι για τους στόχους που έχεις να πραγματοποιήσεις, αλλά διότι λειτουργεί ως μέσο ώστε το παρόν να είναι πιο όμορφο.

—————

Πίσω