Χωρίς τελείες


Η Ιστορία της Μαρίας

2015-03-25 02:50
 
Μία από τις μουσικές ιστορίες που μου αρέσει να επαναλαμβάνω μέχρι να γίνω βαρετός, είναι ότι το «Αστείο» που έγινε γνωστό από την ερμηνεία του Πάνου Μουζουράκη, είναι του εξαιρετικού Βασίλη Νικολαΐδη. Δεν είχε ακουστεί από κάπου την εποχή που παιζόταν το «Αστείο», δηλαδή η ιστορία με το σαλάμι, ότι ήταν του Νικολαΐδη, πάντως ο Μουζουράκης είναι δηλωμένος θαυμαστής και, όπως φαίνεται, είναι ο αγαπημένος τραγουδοποιός του. 
 
Από την άλλη μεριά, με τρόπο που δεν θυμάμαι ξεκάθαρα, ανακάλυψα την «Ιστορία της Μαρίας» το 2009, τον καιρό που ο Ρότζερ Φέντερερ όδευε να κατακτήσει το Ρολάν Γκαρός για πρώτη φορά στην καριέρα μου. Αν σας πω ότι άκουσα για πρώτη φορά το συγκεκριμένο τραγούδι στον ημιτελικό με τον Χουάν Μαρτίν ντελ Πότρο θα είναι υπερβολικός, οπότε δεν θα το πω, χωρίς να σημαίνει ότι δεν είμαι σχεδόν σίγουρος. Την «Ιστορία της Μαρίας» διαδέχθηκε η «Ιστορία της Μαρίας 2». Και ενώ κάπου κάπου, αυτά τα 6 χρόνια, συνδεόμουν με τις ευφυείς μουσικές αφηγήσεις του υπέροχου τύπου- που πια είναι 61 ετών και πολύ θα ήθελα να μάθω τυχαία ότι παίζει κάπου για να πάω να τον δω- τον τελευταίο ενάμιση μήνα με έπιασε σχεδόν μανία με τα τραγούδια του. 
 
Στο youtube κυκλοφορούν ελεύθεροι δύο δίσκοι του, σε περίπτωση που θέλει να ακούσει κάποιος: ο πρώτος είναι το «Ελλάς», που σύμφωνα με την ξεχωριστά περιποιητική wikipedia εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1984, και το δεύτερο είναι το «Η νύχτα ήταν πάλι κάπου αλλού», που εκδόθηκε το 1989. Στον πρώτο το τρίτο τραγούδι έχει τίτλο, «25 Μάρτη». Σε περίπτωση που κάποιος θέλει να το ακούσει, ένεκα και της ημέρας, μπορεί να πατήσει πάνω στον τίτλο. Ανακαλύπτοντας έναν πρώιμο Φοίβο Δεληβοριά που ακολουθεί σπειροειδείς διαδρομές στα τραγούδια του, άψογο γνώστη της ελληνικής που μπορεί να χρησιμοποιήσει λογιών τα συναρπαστικά γλωσσικά κόλπα για να καταλήξει όπου τον βγάλει, χωρίς διάθεση να βάλει τον αναγνώστη στη διαδικασία κάποιου νοήματος. Και, όπως ο Πλάτωνας προσπαθούσε να φέρει σε δύσκολη θέση τον Αριστοφάνη, έτσι και οι σοβαροί έντεχνοι έχουν μεγαλύτεροι απήχηση. Το γεγονός ότι η κωμωδία και η σάτιρα είναι το πιο δύσκολο είδος, δεν φαίνεται να εκτιμάται, μαζί με την ευφορία που δημιουργεί στον ακροατή ή στον θεατή. Τόσο το καλύτερο, βεβαίως, μια και δεν φθείρονται οι αληθινά αγνοί δημιουργοί στο πέρασμα του χρόνου, όπως χρειάστηκε να κάνουν οι γνωστοί, με δημόσιες τοποθετήσεις που υπερβαίνουν τα εσκαμμένα. Εδώ πρέπει να παραδεχθώ ότι ουσιαστικά είναι άδικος ο χαρακτηρισμός, καθώς ο καθένας έχει δικαίωμα να λέει τη γνώμη του για οτιδήποτε. Όπως, επίσης, και ότι, παρά το γεγονός ότι μπορεί να λέει τη γνώμη του για οτιδήποτε, πρέπει να κρίνεται για τη δουλειά του. Αλλά καταλαβαίνω πώς η γνώμη επηρεάζει το κοινό αίσθημα. Πρέπει να ζήσεις με αυτό. 
 
Το κείμενο δεν αφορά στην ιλαρή μελαγχολία της 25ης Μάρτη. Την προηγούμενη φορά πηγαίναμε με παρέα να ακούσουμε τις «Ολολυγές» στα Εξάρχεια. Στο αυτοκίνητο τα παιδιά στο πίσω κάθισμα δεν είχαν ιδέα ποιος είναι ο Βασίλης Νικολαΐδης. Ειρωνεύεσαι μόνο όταν δεν ξέρεις ποιος είναι αυτός που ακούς ή βλέπεις στην περίπτωση που στον συστήνει ένα οικείο πρόσωπό σου για δύο πολύ σημαντικούς λόγους: ο πρώτος είναι ότι, αφού δεν τον γνωρίζεις, δεν μπορεί να είναι σημαντικός στην περίπτωση που δεν στον σύστησε κάποιος που σέβεσαι τη γνώμη του για την τέχνη. Ο δεύτερος, ότι ο εγωισμός πάει μπροστά. 
 
Άκουσα (και δυστυχώς για τους άτυχους συνδαιτημόνες τραγούδησα) την «Ιστορία της Μαρίας» και έπειτα παρακινήθηκα, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης σαρκαστικής διάθεσης- που δεν σημαίνει, πάντως, ότι ήταν κακοπροαίρετη- να βάλω να ακούσουμε την «Ιστορία της Μαρίας 2», επίσης προσπαθώντας να κοπιάρω τον τραγουδοποιό. Τότε η φίλη μου η Σοφία μου είπε ότι της φάνηκε πως το δεύτερο τραγούδι είναι η συνέχεια του πρώτου. 
 
Και ήταν μία λαμπρή ιδέα, η οποία μου επιτάσσει να της αφιερώσω το κείμενο. Εξαρχής μοιάζει ασύνδετη, διότι ενώ το πρώτο τραγούδι αναφέρεται σε ένα κοριτσάκι 13 ετών που κατεβαίνει από την επαρχία στην Αθήνα και αποδεικνύεται, λόγω πείνας, ευάλωτη στο ανδρικό φύλο, το δεύτερο κάνει λόγο για μία υπηρέτρια από τις Φιλιππίνες, με το ίδιο όνομα, η οποία στριμώχνεται άσχημα σε ένα σπίτι των Βορείων Προαστίων. Το μυαλό μου δεν πήγαινε στην συνδεση, αν η Σοφία δεν την ανέφερε, αλλά πλέον μπορεί κάποιος να ακούσει τα δύο τραγούδια και να βγάλει σπουδαίο νόημα από αυτά. 
 
Ο λόγος που νομίζω ότι συμπαθώ τον Βασίλη Νικολαΐδη, πέραν του ταλέντου του που κάποιος μπορεί να αναγνωρίσει από την πρώτη αράδα, είναι ότι πολύ γρήγορα στάθηκε απέναντι από τη γενιά του. Από το 1981, όταν και πρωτακούστηκε στο φεστιβάλ τραγουδιού της Κέρκυρας, έδινε την αίσθηση ότι είχε αποστασιοποιηθεί πολύ γρήγορα από αυτό που λένε γενιά του Πολυτεχνείου. Κατάλαβε, με τη σπουδαία αντίληψη η οποία φαίνεται στα τραγούδια του (το «Ελλάς» θα μπορούσε να έχει γραφτεί φέτος) από την αρχή ότι η διαχείριση της αλλαγής δεν πήγαινε καθόλου καλά και παρά το γεγονός ότι αγαπούσε βαθιά τη χώρα του, τα κρούσματα της λογοκρισίας που υπέστη μετά την Ιστορία της Μαρίας τον μετέτρεψαν γρήγορα σε ασκητή. Μόνο ως τέτοιος θα μπορούσε να βάλει την κόκκινη μύτη του και να υποβάλλει τα απίστευτα σέβη του σε μία πουτάνα, κάτι που σε γυρίζει πίσω, στην εφηβεία, ακόμα και αν δεν έχεις πάει να δουλέψει σε μπουρδέλο, ή να φτιάξει κάτι πιο καινούργιο, τον Παραχαράκτη, συνδυάζοντας την ψυχανάλυση ενός απατεώνα με ένα παιδί που προσπαθεί να χέσει. Η αλήθεια είναι ότι η αδελφή μου βαριέται και δεν μπορεί να ακούσει πολλά τραγούδια του μαζί, αλλά ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΗ ΑΠΟΨΗ, οπότε δεν μετράει η γνώμη της, που η αλήθεια είναι ότι με πειράζει πως δεν είναι ίδια με τη δική μου. 
 
Ένας καλλιτέχνης από σπάνιο υλικό, ο Βασίλης Νικολαΐδης είναι πλέον στην ελίτ, μαζί με τα Ημισκούμπρια και κάτω από τον Φοίβο Δεληβοριά, αλλά κάτω από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Διονύση Σαββόπουλο. Ευλογημένοι να είναι όσοι κάνουν επιτυχημένη σάτιρα. Δεν μπορείς να τους πειράξεις και δεν θα γεράσουν ποτέ.

—————

Πίσω