Χωρίς τελείες


Η μουσική από το ρολόι

2015-12-04 01:20

Το Παρίσι είναι υπέροχο ή σκοτεινό. Κάποιοι το θεωρούν σαν μία πόλη που πονάει την ψυχή και κάποιοι, εκείνοι που στα φώτα του Πύργου του Άιφελ βλέπουν τον Σηκουάνα να λαμπυρίζει.

Ο φίλος μου ο Αντώνης πήγε στο Παρίσι. Και όταν γύρισε, φυσικά μού αφηγήθηκε ακριβώς πώς πέρασε τις δύο μέρες που βρέθηκε εκεί. Ζηλεύω τους ανθρώπους που μπορούν να αφηγηθούν μία ιστορία που έχει χρονική δομή και που μοιάζει να έχει αρχή και τέλος. Δεν θυμάμαι μία φορά που να έπρεπε να πω μία ιστορία, είτε αφορά σε ώρες είτε σε μέρες και να μην πρέπει να επιστρέψω για να πω κάτι που ξέχασα ή να μη βάλω παρενθετικές προτάσεις. Αν μη τι άλλο, ο τρόπος του γραπτού το αναδεικνύει, αν και οι σχετικές φιλοσοφίες δεν μπορούν ακριβώς να πουν το ποιόν.

Η προτεραιότητά του ήταν να πάει στο Λούβρο, για να δει τη Νίκη της Σαμοθράκης και την Αφροδίτη της Μήλου. Είμαι παιδί του καπιταλισμού, προτιμώ να φοράει μια γυναίκα κραγιόν βατόμουρο από το να αλείφει βατόμουρα στα χείλη της, εκτός αν το κάνει μπροστά μου. Για αυτό η Νίκη της Σαμοθράκης με εντυπωσιάζει πραγματικά για δύο επιπλέον λόγους: ο πρώτος είναι ότι πάνω της στήθηκε η μεγαλύτερη αθλητική εταιρεία στην ιστορία. Ο δεύτερος, ότι το τρόπαιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου έως και το 1970, όταν το κατέκτησε η Βραζιλία, την απεικόνιζε. Ο Αντώνης έχει το προσόν να είναι παραστατικός στην αφήγηση, ακροβατώντας στην υπερβολή και δημιουργώντας μία φανερή ένταση η οποία σχεδόν ποτέ ξεφεύγει ώστε να γίνει ενοχλητική. Μου είπε ακριβώς πώς μπήκε στο Λούβρο, τον στρατό που έχει ξαμοληθεί στο Παρίσι και ελέγχει τους πάντες και τα πάντα και τον τρόπο που περνούσε, ανυποψίαστος, μέσα σε αίθουσες. Οι «στόχοι» του μουσείου για τους τουρίστες είναι τα δύο αγάλματα, αλλά έρχονται δεύτερα. Πρώτος είναι, φυσικά, το αριστούργημα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο πιο διάσημος πίνακας όλων των εποχών, η Τζοκόντα.

Όταν ο Αντώνης έφθασε στην αίθουσα, κατάλαβε ότι βρίσκεται στο «σπίτι» της Μόνα Λίζα από τον κόσμο που είχε μαζευτεί. Και απέναντι είδε τον Γάμο της Κανά, το αριστούργημα του Πάολο Βερονέζε, ένα υπέροχο έργο. Κάθισε και χάζεψε τις λεπτομέρειες. Ένας τεράστιος πίνακας, που σε βάζει σε μία κατεύθυνση παραίσθησης από το μέγεθος που έχουν οι άνθρωποι μπροστά τους.

Η θέση στην οποία βρίσκεται ο Γάμος της Κανά, καθιστά αυτομάτως τον πίνακα υποτιμημένο. Ένα συστατικό για να πετύχει οτιδήποτε, είναι οι καλές συνθήκες. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου, διάολε, με τη δομή του και όλα τα σχετικά, εξαρτάται από αυτήν.

Η ιδέα, στο Λούβρο, να βάλουν Βερονέζε απέναντι στον Ντα Βίντσι είναι θεμιτή. Όμως, το πρόβλημα είναι ότι η Μόνα Λίζα θα επισκίαζε το κάθε τι. Τόσο το καλύτερο για τους λανθάνοντες οπαδούς του Επίκουρου και του Λάθε Βιώσας, που σημαίνει Να ζεις στο περιθώριο.

Και, παραδόξως, όλη αυτή η ιστορία, που διημείφθη μόλις την Τετάρτη, ταίριαξε ως μεταφορά στην τελευταία σκηνή της «Μονομαχίας στο Ελ Πάσο», του δεύτερου από τη μυθική τριλογία των σπαγγέτι γουέστερν, από το 1964 έως το 1967, που άλλαξαν τον κόσμο των γουέστερν. Από τα τρία, δηλαδή που παίζει ο άνθρωπος χωρίς όνομα: ο Κλιντ Ίστγουντ. Φυσικά, υπάρχει ένα τέταρτο, το «Κάποτε στη Δύση», αλλά παρά το γεγονός ότι λίγο μυρισμένος με το σελιλόιντ να είσαι ξέρεις τον Τσαρλς Μπρόνσον, τα τρία πρώτα είναι η ανάδειξη του Κλιντ Ίστγουντ στο Χόλιγουντ και, ταυτοχρόνως, τη γέννησε ενός κινηματογραφανθρώπου, ο οποίος δε σταμάτησε να αγαπάει το γουέστερν: επέστρεψε σε αυτό στις αρχές της δεκαετίας του ’90, για να αποτίνει έναν υπέροχο φόρο τιμής, με τους «Ασυγχώρητους».

Για διάφορους λόγους, δεν επεδίωξα να δω τα γουέστερν αυτά πρωτύτερα. Ήταν ένα πρόβλημα στο λογισμικό της φαντασίας, που με ανάγκασε να φυλάξω κάποιες ταινίες στο ντουλάπι του μυαλού και να τις συντηρώ με μυθεύματα, με το τι μπορεί να συνέβη και όχι με το πώς είναι η ταινία. Η ευγνωμοσύνη της εποχής στην οποία μεγάλωσα, όταν άκουγες για κάτι και δεν μπορούσες να το δεις ακαριαία, είναι ίδια με την ευγνωμοσύνη που έχω τώρα, που δεν χρειάζεται να πάω στο βίντεο κλαμπ για να περάσω μία νύχτα με ταινίες μπροστά στον υπολογιστή. Από το «Μονομαχία στο Ελ Πάσο»- που στα αγγλικά ονομάζεται «For a few dollars more» και είναι το μόνο από τα τέσσερα έργα που ο τίτλος του στα ελληνικά δεν αντιστοιχεί με εκείνον στα λατινικά και αυτό είναι σημαντικό διότι η μονομαχία δεν έγινε στο Ελ Πάσο, αλλά σε ένα χωριό ανατολικά, στο Άγουα Βολάντε- έχουν συμπληρωθεί 50 χρόνια. Και εκείνη η τελευταία σκηνή, με τη μονομαχία του Λι βαν Κλιφ και του Τζιαν Μαρία Βολοντέ (που θα ήταν ακόμα πιο γαμάτη αν οι δύο τους μονομαχούσαν στην ταινία με τα κανονικά ονοματεπώνυμά τους, τα οποία ο Λεόνε θα υποχρέωνε τους συγκεκριμένους χαρακτήρες και τους υπόλοιπους να τα λένε συνεχώς ολόκληρα, τόσο γαμάτα είναι, σαν να λέγεται κάποια Γκλόρια και να είναι όντως καλλονή) είναι το απαύγασμα της μουσικής. Το κόλπο με τα ρολόγια και τον Άνθρωπο χωρίς Όνομα να μπαίνει στη σκηνή, μέσα στον μεξικάνικο ήλιο, είναι ένας από τους πιο υπέροχους επικολυρισμούς στην ιστορία του σινεμά, ακόμα και απομονώνοντας τη μελωδία, την οποία από εκεί και έπειτα επιχείρησαν να παίξουν χορωδίες. Βάζοντας μόνο μία κιθάρα να καλύπτει τον ήχο από τη μουσική του ρολογιού, εξαφανίζοντάς την και εμφανίζοντάς την ξανά (ένας παραμυθένιος παραμυθένιος χρόνος μέσα στον παραμυθένιο πραγματικό χρόνο), ο Ένιο Μορικόνε αφήνει να διαφανεί η ανεξάντλητη εμπειρία του, σε σημείο που ο Κρίστοφερ Νόλαν και ο Χανς Ζίμερ θέλουν ακόμα δουλειά, μετά το Inception και το Interstellar, για να μπορέσουν να καλύψουν τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου διδύμου. Το γρατζούνισμα της κιθάρας ταιριάζει με το τοπίο, αλλά η μουσική από το ρολόι είναι ένα απίστευτο κινηματογραφικό κόλπο, που θα μπορούσε να συναντήσει κάποιος, παραδείγματος χάρη, στο Goodfellas, όταν ο Μάρτιν Σκορτσέζε επέλεξε να «ντύσει» με τη «Λάιλα» του Έρικ Κλάπτον τις σφαγές.

Μπορεί τα θέματα της «Μονομαχίας» και του «ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» να είναι τα πιο αναγνωρίσιμα από τα τρία γουέστερν, τόσο γνωστά όσο και για πολλές γενεές Ελλήνων το μουσικό σήμα της «Αθλητικής Κυριακής», μία βόλτα στη μήτρα, αλλά μετά τη μουσική στην τελευταία σκηνή, ο Θεός συνάντησε τον μάστορα της σιωπής, Λεόνε και τον Μορικόνε και τους έδωσε αβάντζο μία ντουζίνα αμαρτίες για να μην τους αφήσει να μπουν στον Παράδεισο, όταν ήρθε η ώρα του πρώτου, μόλις στα 60 του και όταν έρθει η ώρα του δεύτερου, που είναι 87 χρονών και πριν από τέσσερα πέντε χρόνια ο Κουέντιν Ταραντίνο τον έβαλε να γράψει τη μουσική για το Τζάνγκο.

—————

Πίσω