Χωρίς τελείες


Η οντισιόν του Κινγκ Κονγκ

2015-11-19 02:10

Στη Νέα Υόρκη, το 1975, μία κοπέλα που δεν ήταν τόσο ελκυστική έκανε την εμφάνισή της, θέλοντας να γίνει ηθοποιός. Βρέθηκε εκεί, με μόνη επιλογή για δουλειά κάποιες θεατρικές παραστάσεις. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα 26 και προσπαθούσε να στεριώσει, ψάχνοντας, κυρίως, την ταυτότητά της. Το περίεργο πρόσωπό της ίσως να χαρακτηριζόταν κάπως οικείο, αν και ήταν γνωστά μόνο τα χαρακτηριστικά του. Το άθροισμά του μπορούσες να το απαντήσεις μόνο όταν την κοίταζες.

Πριν από περίπου μία εβδομάδα, η φωτογραφία της Μέριλ Στριπ στο λεωφορείο, επιστρέφοντας από την οντισιόν του Κινγκ Κονγκ, έγινε viral. «Αυτή ήταν εγώ στην επιστροφή μου στο σπίτι από μία οντισιόν για τον Κινγκ Κονγκ όπου μου είπαν ότι ήμουν πολύ “άσχημη” για το ρόλο. Ήταν ένα κομβικό σημείο για μένα. Αυτή η μία αχρεία γνώμη μπορούσε να εκτροχιάσει τα όνειρά μου να γίνω ηθοποιός ή να με κάνει να σηκωθώ από τα σκηνιά και να πιστέψω στον εαυτό μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και είπα “λυπάμαι που νομίζεις ότι είμαι πολύ άσχημη για το φιλμ σου αλλά είσαι απλώς μία γνώμη σε μία θάλασσα χιλιάδων και θα ψάξω ένα πιο ευγενικό ρεύμα”. Σήμερα έχω 18 υποψηφιότητες για Όσκαρ». Βασικά, η ίδια είναι που αδικεί τον εαυτό της, με βάση, τουλάχιστον, τη Wikipedia. Η Στριπ έχει 19 υποψηφιότητες για Όσκαρ, αν και έχει νικήσει μόνο 3 φορές. Δηλαδή λίγο πάνω από 1 στις 7 φορές ανά μέσο όρο. Νίκησε δύο φορές μέσα σε 4 χρόνια, για το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» το 1979 και για την «Επιλογή της Σόφι» το 1982 και νίκησε και το 2011, δηλαδή με 29 χρόνια διαφορά, για το «Iron Lady». Ήταν δύο φορές υποψήφια τη δεκαετία του ’70, έξι τη δεκαετία του ’80, τέσσερις τη δεκαετία του ’90, τέσσερις την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και τρεις, ήδη, τη δεύτερη δεκαετία του. Αυτό μας κάνει 5 δεκαετίες με υποψηφιότητες. Σε τρία χρόνια από τώρα, θα συμπληρώνονται 40 από την πρώτη υποψηφιότητά της, στον «Ελαφοκυνηγό», έναν ρόλο για τον οποίο την πρότεινε, προκειμένου να παίξει, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο. Δύο χρόνια πριν, η Στριπ είδε σε σινεμά της Νέας Υόρκης τον «Ταξιτζή» και θαύμασε τόσο πολύ τον σπουδαίο ηθοποιό στον ρόλο του Τράβις Μπικλ, που όταν βγήκε από αυτό είπε, «τέτοια ηθοποιός θέλω να γίνω».

Η Μέριλ Στριπ είναι σαν τον Μάικλ Φελπς για την ηθοποιία. Δεν έχει μόνο 19 υποψηφιότητες για Όσκαρ, αλλά και 29 υποψηφιότητες για Golden Globes, τα οποία είναι τα πρώτα βραβεία της χρονιάς, που δίνονται για κινηματογράφο και τηλεόραση. Τα συγκεκριμένα βραβεία δίνονταν μεσημέρι και μία εκδήλωση μπορούσε να κρατήσει σχεδόν μισή ντουζίνα ώρες.

Στον Κινγκ Κονγκ ο Ντίνο ντε Λορέντις, παραγωγός της ταινίας, επέκρινε τον γιο του για το γεγονός ότι του έφερε τη Στριπ για συνέντευξη. Ο μικρός Ντε Λορέντις ήταν ενθουσιασμένος, αφού την είχε ανακαλύψει σε μία θεατρική παράσταση και, προφανώς, είδε ότι παρά το γεγονός ότι ήταν πρωτάρα και νεαρή, είχε μία ποιότητα στον τρόπο ερμηνείας της. Ο Ντίνο, ηλικιωμένος Ιταλός με ταμπεραμέντο που δεν θα μπορούσε να αποκαλέσει κάποιος φιλήσυχο, ξεσπάθωσε βλέποντας τη Στριπ απέναντί του. «Αυτό είναι τόσο άσχημο», είπε, «γιατί μου το έφερες αυτό;». Η Στριπ καταλαβαίνει ιταλικά και η απάντησή της ήταν, «λυπάμαι πολύ που δεν είμαι τόσο όμορφη όσο θα έπρεπε, αλλά, ξέρεις, αυτό είναι. Αυτό είναι που παίρνεις».

Οπότε έκανε λάθος ο Ντίνο ντε Λορέντις; Αν υποθέσουμε ότι γνώριζε πως η Στριπ θα γινόταν εκείνη που έγινε, θα της έδινε τον ρόλο στον Κινγκ Κονγκ;

Αυτό που ίσως συνέβαινε, ήταν να της μιλήσει πιο ευγενικά. «Δεν γίνεται να παίξεις τον Κινγκ Κονγκ, χρειαζόμαστε μία άλλη για να κρατάει στο χέρι του ο γορίλλας. Εξάλλου, τι να παίξεις σε αυτήν την αηδία. Δε χρειάζεται και μεγάλη υποκριτική ικανότητα», ίσως να της έλεγε, καπνίζοντας το τσιγάρο του, γεμάτος ενοχές.

Από την άλλη μεριά, επειδή η φύση του ανθρώπου είναι ευάλωτη, ό,τι και να πίστευε ο Ντίνο ντε Λορέντις για την ταινία του, νομίζω ότι κάθε ώρα της μέρας, κάθε μέρα της εβδομάδας, κάθε εβδομάδα του μήνα και κάθε μήνα του χρόνου θα διάλεγε τη Λανγκ για το ρόλο. Είναι σχεδόν αδύνατον να δεις πέρα από το πρόσωπο και το κορμί μίας καλλονής της δεκαετίας του ’70, για να προτιμήσεις μία πιο καλή ηθοποιό. Δεν είναι κατακριτέο να πει κάποιος ότι τα billboards δεν χρειάζονται σπουδαίες ερμηνείες, αλλά πρέπει να είναι μεγαλειώδη, χωρίς να ομνύουν στον κινηματογραφικό ρομαντισμό ή σουρεαλισμό. Ευτυχώς, δεν χρειάζεται να είναι όλες οι ταινίες ο «Κλέφτης Ποδηλάτων» και όλα τα γκρο πλαν να υποδεικνύουν Μπέργκμαν.

Ούτε είναι αφύσικο, εν πάση περιπτώσει. Η ομορφιά, λένε, είναι προσωρινή. Οι όμορφες, που κάποια στιγμή στη ζωή τους ήθελαν να διαμορφώσουν το ένδον με βάση το πνεύμα, μένουν ανέκφραστες απέναντι στους επαίνους και το σφίξιμο για το ανατριχιαστικό κάλλος τους. Εμείς, βεβαίως, ξέρουμε την αλήθεια: το εύσχημο και το εύμορφο έχουν εξυπνάδα και πονηριά και είναι στο χέρι της ίδιας της εμφάνισης να αποτυπωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μπορείς να επιλέξεις τι θα κάνεις με το εξωγενές σφίξιμο που αντιλαμβάνεσαι ή με το σημειωτόν των βλεμμάτων, το οποίο, ωστόσο, παρά την άψη της στιγμής, αποκαλύπτεται ως μονομερές όταν καταλαβαίνεις ότι η κλεψύδρα έχει αδειάσει και ότι αν περάσει και περατωθεί η στιγμή της μαγείας, τότε θα κακοφορμίσει.

Η καλλονή οπαδός του ψευδεπίγραφου της πνευματικότητας εις βάρος της ομορφιάς κάνει ακριβώς το πρώτο λάθος στο εις βάρος. Έχοντας, πια, διάγει επιπλέον ζωές στα βλέμματα ενθουσιασμένων αγοριών, θεωρεί ότι η επιλογή της να είναι εσωτερικά άρτια έρχεται σε κόντρα με την εμφάνισή της, η οποία, όπως αναφέρει καθ’ εκάστη, είναι προσωρινή. Πέρα από την αμφιβολία που υπάρχει στη διάσταση του προσωρινού (η Μόνικα Μπελούτσι, παραδείγματος χάρη, είναι προσωρινά όμορφη τα τελευταία 40 χρόνια), η ίδια η ρευστή φύση του (όμοια με τη ρευστότητα γενικώς, αλλά ας την απομονώσουμε για να μη χαλαστεί το χατίρι στην κεντρική ιδέα) κάνει την κάθε στιγμή ολότελα ξεχωριστή και μοναδική. Τώρα, όλες οι στιγμές είναι το ίδιο, αλλά όταν δουλεύεις στο ταχυδρομείο και γλείφεις γραμματόσημα κάθε μέρα, δεν μπορείς να διακρίνεις τη μοναδικότητα. Δεν υπάρχει, βεβαίως, ούτε στιγμή που να περνάει. Το αρμονικό εύσχημο εξατμίζεται, στις επιταγές της βαρύτητας και γίνεται περιζήτητο. Με την κάθε στιγμή που ένα ανθρώπινο παλίμψηστο περνά ανεκμετάλλευτο, χωρίς να προσδοκά να χαρίσει την ίδια τη δύναμή του στον κόσμο, το εγκεφαλικό πλέγμα μπερδεύεται από την προσπάθεια να αποδομήσει στην πράξη τα τυχαία κλισέ και οι ανθρώπινες σχέσεις αποκτούν αύθις μία απρόσμενη όσο και περιττή ένταση, η οποία οδηγεί σε παρεξηγήσεις και μπερδέματα. Ο στόχος να κριθείς για κάτι άλλο από αυτό που άπλετα μπορείς να παρέχεις, οδηγεί στην αμφιθυμία και η ευθύνη, που μοιράζεται στους ξένους επειδή δήθεν καταλαβαίνουν κάτι άλλο από εκείνο που τους βγάζεις, βαραίνει εσένα που το κάνεις πιο πολύ από όλους.

Όσον αφορά στη Μέριλ Στριπ, προκάλεσε σαγήνη σε αρκετές ταινίες της, ήταν όμορφη (απλώς δεν ήταν ποτέ πολύ όμορφη, ώστε να αρέσει σε έναν Ιταλό που το ταμπεραμέντο και η λίμπιντό του δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με την προχωρημένη ηλικία) και η σταθερότητά της βοήθησε ώστε να μην αποκαθηλωθεί όταν, πια, έφτασε στην ηλικία που οι Αμερικάνοι συνήθως δεν χρειαζόντουσαν τις γυναίκες καριέρας για να κάνουν τη δουλειά τους. Έγινε, ούτως ειπείν, μία από εκείνες τις Ευρωπαίες ντίβες, που ο πολιτισμός της ηπείρου τους αποτίνει αβίαστα φόρο τιμής, μετρώντας την ηλικία ως έπαινο. Η σταθερότητά της υπήρξε απλησίαστη στα χρόνια που πέρασαν, ίσως επειδή δεν έπαιξε στο Κινγκ Κονγκ. Αν Ντάροου χρειαζόταν να είναι η Τζέσικα Λανγκ. Η Μέριλ Στριπ έπρεπε να παραμείνει η Μέριλ Στριπ.

—————

Πίσω