Χωρίς τελείες


Η τραγωδία της κοινωνικής εξυπνάδας

2015-08-20 15:42

Ο ευρωπαϊκός τρόπος ομιλίας δεν εκλείπει από τις περισσότερες πολιτιστικές περιστάσεις της ζωής. Οικοδομείται από τα μικράτα και αναλώνεται σε φρικτές επαναλήψεις.  Τα social media είναι ένα πεδίο που ανά περιπτώσεις γίνεται πολύ διασκεδαστικό, παρ’ όλα αυτά παραμένει ένας τάφος στο νεκροταφείο της γλώσσας που γέννησε η δημοκρατία.

Δυστυχώς, αναγνώστη, ο 19ος αιώνας, ο θαυμαστός αιώνας για την Ευρώπη, έφερε την κοινοτοπία στην ομιλία. Μπορεί να απάλλαξε επιφανειακά τον άνθρωπο από τη θρησκευτική μισαλλοδοξία και τη δικτατορία (που η σκληρότητά της μόνο με τις αφρικανικές μπορεί να συγκριθεί), παρ’ όλα αυτά η δημοκρατία έφερε μαζί της μια φρικτή επανάληψη στους λόγους. Ο Γκουστάβ Φλωμπέρ, συγγραφέας του μεγαλειώδους «Μαντάμ Μποβαρί» (στο κινηματογραφικό έργο του 2015 πρωταγωνιστεί η κατά τη γνώμη μου εθνική Πολωνίας, Μία Βασικόφσκα) αρκετά νωρίς κατάλαβε ότι οι άνθρωποι ρέπουν στις ανυπόφορες επαναλήψεις. Δεν είναι τυχαίο που κατέγραψε όλες τις κουβέντες οι οποίες γίνονταν κοινοί τόποι και δεν ξέφευγαν ποτέ από τα χείλη ως ενδεδειγμένες απαντήσεις και θέματα προς συζήτηση και μάλιστα έκανε σκετς μαζί με τους φίλους του, προκειμένου να τα κωμωδοποιήσει. Η συγκεκριμένη καταγραφή, βεβαίως, ήταν μια ενασχόληση στην οποία ο ίδιος επιδίδετο στον ελεύθερο χρόνο του. Όταν ήταν να γράψει ένα βιβλίο, οι βιογράφοι του συμφωνούν στις περιγραφές τους ότι ήταν εξαντλημένος μετά τη συγγραφή μίας σελίδας, απλώς και μόνο. Ο Φλωμπέρ απλώς απεχθανόταν τα κλισέ, τις ατάκες που ντρόπιαζαν τη γλώσσα και επί του πρακτέου έπαιρνε το ρίσκο να μην κάνει έκπτωση στη δική του εργασία. Ως εκ τούτου, και μέσα από την εξάντληση του πνεύματος, κατάφερε να περιγράψει μια από τις ωραιότερες ερωτικές σκηνές όλων των εποχών στη «Μαντάμ Μποβαρί», χωρίς να επιτρέψει στην πορνογραφία να παρεισφρήσει στην αφήγηση. Κάποια στιγμή και αυτή θα έβρισκε τη θέση της στο προσκήνιο, αλλά αντί να γίνει το αναμενόμενο, δηλαδή να αυξήσει τον πλούτο της γλώσσας, αναιμικές περιγραφές και τοπία χωρίς κάτι το αξιοπρόσεκτο ή το βαθύ πήραν τη θέση των απίθανων λεκτικών κόλπων τα οποία καθιστούν τον συγγραφέα πραγματικά σπουδαίο.

Ασφαλώς, δεν πρόκειται για συγγραφή, την οποία ένα 95%, όχι του ανθρώπινου πληθυσμού αλλά, των σύγχρονων συγγραφέων δεν καταφέρνουν να αποδώσουν σε ένα ικανοποιητικό στάδιο ουσίας (και όχι ποσότητας), αλλά για τον ίδιο τον κόσμο. Η δομή των σχέσεων σε συνάρτηση με την ταχύτητα δίνει τη θέση της στην ετυμολογία. Δεν είμαι βέβαιος αν σας έχει τύχει, αλλά πόσο παράξενος μοιάζει ένας συζητητής που δεν ανταποκρίνεται απευθείας σε μία τοποθέτηση, επειδή δεν χαλαλίζει μια απάντηση η οποία είναι αναγκαστικά ακουσμένη ξανά: και δεν το κάνει επειδή θέλει να βρει κάτι διαφορετικό να πει, αλλά διότι δεν διατίθεται να ξεπουλήσει τη γνώμη του χωρίς να είναι δομημένη σωστά. Η ετυμολογία έχει γίνει συνώνυμο της εξυπνάδας και τούτο είναι ακριβώς ένα σημείο του νήματος στην καθολική τραγική ιστορία του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Μια φορά προσπάθησα να κάνω εξομολόγηση σε μία κοπέλα και ανεξαρτήτως αν αυτά που είχα πει είχαν ειπωθεί ξανά από επίδοξους εραστές, αντιλαμβανόμουν ότι το μέρος που συνέβαινε και η ταχύτητα στην οποία έπρεπε να υπακούσω για να γίνει η εξομολόγηση απομάκρυναν την ίδια της υπόστασή μου από το προκείμενο που ευχόμουν να γίνει επικείμενο. Άρχισα να τρέμω σαν κομπρεσέρ σε δράση και η ντροπή μου από μια πράξη ασυνήθιστη, η οποία δεν έκρυβε πουθενά μια ασφάλεια, ήταν μόνο ένα κομμάτι από το όλο σκηνικό που κατέληξε σε παρωδία άνευ προηγουμένου. Επρόκειτο για την ανομολόγητη επιθυμία να βγει εκ των έσω η ίδια η εξομολόγηση, η οποία πια είχε γίνει τόσο σημαντική και είχε αποκτήσει υπερβατικό χαρακτήρα. Παρά τη δυσκολία και προφανώς την ειρωνικά σιωπηλή απόρριψη, η ίδια η πράξη είχε κάτι από την επιρροή των χρόνων που έχω ζήσει πάνω μου. Φυσικά, η κοινωνία αποφαίνεται ότι η αξία του αντικειμένου (του υποκειμένου που, με βάση τη διαλεκτική, γίνεται αντικείμενο, ένας τόπος δόξας ή καταστροφής) θα έπρεπε να είναι εκείνη που δίνει το έναυσμα στην πράξη για να υπάρχει. Δεν θα μπορούσα να διαφωνώ περισσότερο.

Κοινωνική εξυπνάδα, αυτή η μάστιγα. Η ετυμολογία είναι συνώνυμο του καυγά. Μόνο όταν καυγαδίζεις, άρα και δεν θέλεις να αφήσεις τον αντίπαλο να σε ξεπεράσει, καλείσαι να απαντάς γρήγορα, διότι τότε ο μεταμφιεσμένος σε αξιοπρέπεια εγωισμός μπαίνει σε πρώτο πλάνο. Ποιος θέλει να είναι ευάλωτος δημοσίως; Ακόμα και αν τα επιχειρήματά σου σε έναν τσακωμό είναι σαθρά, αυτό που καλείσαι να κάνεις είναι να μιλάς. Συμβαίνει το ίδιο με τα χιουμοριστικά πειράγματα, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις είναι υπόκωφα και ο νικητής λάμπει για λίγο από τον μοναδικό φακό που η εκάστοτε νύχτα, ξάστερη αν μη τι άλλο, έχει κρατήσει για τον νικητή. Ουδείς αμφισβητεί ότι η ετυμολογία είναι μία ικανότητα που αποκτάται και αναλόγως με το ταλέντο εξαρτάται και το πόσο ενεργητική είναι η ακοή σου. Είναι μια οδυνηρή αλήθεια, όμως, ότι αν απαντάς γρήγορα σε ένα προσωπικό ζήτημα το οποίο δεν έχει συμβεί ξανά στον άνθρωπο που στο αφηγείται (διότι είναι αναπόφευκτο ότι ο άνθρωπος ο οποίος θα πρέπει να αντιδράσει σε ένα προσωπικό ζήτημα το οποίο είναι παρόμοιο με κάτι που του είχε τύχει ξανά, θα το χειριστεί με τον ίδιο τρόπο που το έκανε την πρώτη φορά, ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων) σημαίνει ότι έχεις σχηματίσει πολύ γρήγορα μια γνώμη και άρα δεν έχει ακούσει απολύτως τι σου είπε και το ίδιο ισχύει με την ανάγνωση, το περίφημο skimming κατά το οποίο διαβάζεις ένα βιβλίο διαγωνίως και όχι λέξη προς λέξη. Γεγονός για τη συγκέντρωσή σου είναι ότι γνωρίζεις πότε την επιδεικνύεις: μοιάζει με τη λήθη, επειδή είσαι ολότελα χαμένος στον στόχο, που στη συζήτηση υφίσταται είτε διαβάζοντας είτε ακούγοντας. Όλος αυτός ο τρόπος επικοινωνίας αφαιρεί την πρωτοτυπία και τον εαυτό σου, το περίγραμμα της ύπαρξής σου, δηλαδή το στυλ.

Δεν την αφαιρεί, απλώς, την απαγορεύει. Το κόμπιασμα να βγάλεις κάτι από μέσα σου, αυτήν την ευλογία του να ξεριζώνεις τα λεκτικά σωθικά σου για να αναδείξεις ένα αποτέλεσμα που θα μοιάζει με ιερή εξομολόγηση, που στο τέλος του θα περνάς από το στάδιο της πνευματικής ανακουφιστικής κούρασης, μοιάζει πια εχθρός της νόησης. Οι κινήσεις συνεχίζονται, σε αυτό το πεδίο της ελευθεριότητας και της συντετριμμένης από το ίδιο γλωσσικό πρίσμα διαμαρτυρίας, που έχει πάψει πια τη βαθύτητα στην οργή, όμοιες, σε ένα ταξίδι εκ προοιμίου επιφανειακό. Στωμύλοι, αλαζόνες εν κρυπτώ και ραβίνοι της κοινοτοπίας, πορευόμαστε με την ακοή εκμηδενισμένη ψάχνοντας να βρούμε απαντήσεις οι οποίες ενδεχομένως κρύβονται μέσα στο σιωπηλό διάλειμμα που θα έπρεπε να μεσολαβεί από τη μία γνώμη έως την άλλη: αν περιμέναμε μισό λεπτό πριν εκφράσουμε τη θεωρία μας (και ακόμα και αν αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πολύ σημαντικό, αναδεικνύουμε τη σκέψη μας με ήχο, ένα «εεεεε», το οποίο προς θλίψη χρησιμοποιείται για να μη δοθεί στον συζητητή η ευκαιρία να συνεχίσει) ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος. Αλλά ακόμα και αν δεν ήταν καλύτερος, θα ήταν πιο νόστιμος.

—————

Πίσω