Χωρίς τελείες


Innocent when you dream

2015-08-14 06:38

Δυσκολεύομαι, είναι η αλήθεια, να ξεκινήσω αυτό το κείμενο. Ο λόγος είναι ένας: δεν έχω ιδέα από μουσική. Αρκετοί άνθρωποι που γνωρίζω είναι τόσο καλά καταρτισμένοι για συγκροτήματα και για τις μουσικές τους, για την ποπ Βρετανία του ’70 και του ’80, για τους Doors, τους Stones και τους ανυπέρβλητους Pink Floyd. Μόλις πριν λίγες μέρες βγήκα για ένα ποτό με φιλικό ζευγάρι (που, μη νομίζετε, αποτέλεσε τη μύησή μου στο Smoothies) και γνώριζαν δύο καταπληκτικές, λέει, ταινίες, που αφορούσαν στη μουσική. Θυμάμαι τον τίτλο της μίας, αλλά δεν πρόκειται να τον γραψω, διότι δεν θυμάμαι τον τίτλο της άλλης.

Προφανώς, όπως κάθε πολιτιστικό πεδίο που αφορά σε τέχνη- η οποία μετατρέπεται σε καλλιτεχνία- η μουσική παράγει τις δικές της ιστορίες. Μπορεί να γίνει τέλεια μεταφορά, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι μπορείς να μεταφέρεις άλλη κατάσταση για να περιγράψεις έναν μουσικό, τουλάχιστον κάποια που δεν έχει να κάνει με κάτι που θα μοιάζει έντονα με ντοκιμαντέρ για άγρια ζώα. Πριν από περίπου ένα μήνα βρέθηκα στον Βόλο και παρακολουθήσαμε ένα περίεργο συγκρότημα τριών παιδιών που έπαιζε κάτι λαϊκά κομμάτια τα οποία δεν είχα ακούσει ξανά. Επειδή η Κατερίνα γνώριζε τα παιδιά πιάσαμε κουβέντα για τη μουσική και όταν ο λόγος, πτερόεν και ατίθασος, έφερε τον Μόρισον στο προσκήνιο, ο ένας που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο τραπέζι διέρρηξε τα ιμάτιά του: «Δεν μου αρέσει, δεν τους μπορώ τους ομορφούληδες». Βλέπετε, δεν είναι υπερβολή να διατείνει κάποιος ότι ακόμα και η κρίση του μουσικού επηρεάζεται από την εξωτερική εμφάνιση και από το υπόβαθρο στο οποίο μεγαλώνει κάποιος, και όχι από την ίδια τη μουσική του. Όποτε συμβαίνει κάτι τέτοιο, νιώθω έναν θρίαμβο: ακόμα και μέσα στη δημοσιογραφία εκείνοι που έχουν παίξει ποδόσφαιρο ισχυρίζονται ότι πρέπει να έχεις παίξει ποδόσφαιρο για να ξέρεις να γράφεις για ποδόσφαιρο. Φυσικά, είναι μια ανοησία και ισχύει για όλα τα σπορ και για όλες τις πιθανές εκδηλώσεις και σχέσεις. Το πιο αφελές που μου έρχεται είναι ότι όταν αγαπάς κάποιον τον αγαπάς ως εσύ και δεν πρέπει να γίνεις ο άλλος για να νιώσεις το συναίσθημα.

Πού και πού, πάντως, θα τύχει να μου αρέσουν πολύ μουσικοί που δεν λέγονται Φοίβος και δεν έχουν παραστήσει τον Σημίτη σε τραγούδι, δηλαδή κάποιοι που δεν υπήρξαν σταθερές παιδιόθεν και δεν μεγάλωσες μαζί τους. Πριν από σχεδόν δυο χρόνια η Μαριαλένα που έστειλε να ακούσω τους 2 Cellos και το πάθος ήταν ακαριαίο. Θα μπορούσα να ακούω με τις ώρες Βασίλη Νικολαΐδη- ενώ δεν θα μπορούσα να ακούσω τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου για πάνω από δύο διαδοχικά τραγούδια- ενώ πέρυσι είχα πάθει μια ψύχωση με το Τσάμικο του Σαββόπουλου. Και εδώ και κάποιους μήνες βρίσκομαι να μου αρέσει, να μου αρέσει όμως με μία υπερβολή ανήκεστη, το «Innocent when you dream». Από Τομ Γουέιτς.

Πριν περίπου δέκα χρόνια, το μόνο που γνώριζα για τον Τομ Γουέιτς ήταν ότι ο Φοίβος είχε πάρει ένα τραγούδι του και το είχε σχεδόν μεταγλωττίσει, κάνοντας το «Χάλια», έναν τίτλο με τον οποίο ονόμασε τον δίσκο που έβγαλε μετά το μιλένιουμ, όταν είχε, πια, απολυθεί από φαντάρος. Το περίφημο Invitation to the blues το άκουσα, στην κανονική εκτέλεσή του, μόλις τον Ιούνη και ο λόγος, όπως λέει και ο αδελφοποιτός μου, είναι ότι είμαι κομπλεξικός: δεν μπορούσα να ακούσω κάτι που ενδεχομένως να ήταν καλύτερο από την εκτέλεση που είχα στο μυαλό μου ως ιδεατή. Όταν το πόσταρε η Σοφία, μπήκα στον πειρασμό. Προφανώς είναι έπος. Διότι ο Τομ Γουέιτς είναι ένας από τους μεγαλειωδέστερους μουσικούς εν ζωή, επειδή είναι υποτιμημένος. Για την ακρίβεια, είναι δύσκολος.

Το innocent when you dream άκουσα πιθανότατα για πρώτη φορά το 2009, όταν η φίλη μου η Σοφία μου το έστειλε στο chat του Facebook, που τότε ήταν ένα μέσο το οποίο χρησίμευε για να λες τα νέα σου και να στέλνεις τραγούδια. Παρ’ όλο που μου άρεσε πολύ, το άφησα στην άκρη. Φυσιολογικά, επανήλθε, όπως επανέρχονται τα οράματα κάθε λογής, ακόμα και αν στο επικείμενο παρόν κρατούν μόλις ένα δευτερόλεπτο. Σχεδόν την ίδια εποχή, τον είδα να παίζει τον Διάβολο στο Imaginarium  of Doctor Parnassus, την τελευταία (και μάλιστα ανολοκλήρωτη) ταινία στη ζωή του Χιθ Λέτζερ. 

Μπορώ να πω, σίγουρα επηρεασμένος από τη συναισθηματική ένταση που ξεσηκώνει την άμμο της πρόσφατης μνήμης και εικόνων που είναι ήδη πασπαλισμένες με αστερόσκονη, ότι το δεύτερο κουπλέ είναι μία από τις κορυφαίες μουσικές στιγμές όλων των εποχών. Ο Γουέιτς είναι, και αυτό το λέω με βεβαιότητα και χωρίς να ξέρω πού παν’ τα πέντε μου στο πεντάγραμμο, ένας μουσικός Γαργαντούας. 

Αλλά ακόμα και αν δεν είναι από τις καλύτερες όλων των εποχών, στέκομαι μπρος στους στίχους με δέος. Ένα πρόβλημα που είχα με τα τραγούδια στη λατινική, ήταν ότι δεν με ένοιαζαν τα lyrics. Δεν ψαχνόμουν ποτέ για να διαπιστώσω τι λέει ο ποιητής, διότι αναμφίβολα τύποι σαν τον Τομ Γουέιτς είναι μάστορες στην ποίηση. Το innocent when you dream, βγαλμένο από μια φωνή που μοιάζει με σωθικά μεταμφιεσμένα σε ήχο (και προφανώς ο ίδιος ο ερμηνευτής μπορεί να έχει την ευχέρεια να τη βγάζει με άνεση), μια φωνή που δεν θα ήθελες να έχεις για ξυπνητήρι και στην οποία το τσιγάρο κάνει παρέα με το ποτό πεντακάθαρο, λίγο πριν ένα φιλί τους δημιουργήσει ένα ωστικό κύμα, προσφέρει τη χαρά μιας στωικότητας βγαλμένη από καπηλειό. Μόνο το κρασί, φίλες και φίλοι, μπορεί να προσφέρει τη συγκίνηση της παρέας και του χαμένου έρωτα περισσότερο από κάθε τι άλλο και ακόμα και αν δεν είναι κρασί, είναι απαραίτητο το αλκοόλ να ξεχειλίζει μέσα από τις σάρκες των πειναλέων που κάθονται για να πιουν, να φάνε και να καπνίσουν. Η τσίκνα και η νικοτίνη είναι εκείνα που κυριαρχούν στον χώρο, μαζί με τα τρανταχτά γέλια που στο αναγεννησιακό αισθησιακό όργιο που ξεκινά από τους ζουμερούς μεζέδες, δεν ενοχλούν κανέναν. Στο innocent when you dream καμπάνες χτυπάνε και το τρίτο κουπλέ μπαίνει με τον Γουέιτς να ακολουθεί τη χορωδία, δίνοντάς σου την εικόνα ότι ξεχάστηκε να ξεκινήσει να τραγουδά ταυτοχρόνως με τους ομοτράπεζούς του.

Και, εν τέλει, είναι τι κάνει το μπραφ στη δική σου καρδιά. Διότι όταν λέει, «i made a golden promise, that we will never part, i gave my love a locket and then i broke her heart», όταν ζητάει με τέτοιον τρόπο συγγνώμη από μια χαμένη αγάπη, ανασταίνει κάθε δική σου αδυναμία την οποία κρύβει πειθήνια μέσα στο μάρσιπό της η πραγματικότητα, δίνοντάς σου δικαιολογίες. Ο χρόνος μπορεί να είναι ένας αναισθησιολόγος, άλλοτε ατζαμής και άλλοτε ακριβής σαν τη μανιβέλα που καταγράφει το εγκεφαλογράφημα, αλλά ένας στίχος είναι εχθρός του. Διότι τον παγώνει. Εκεί έγκειται η απλότητα. Στο γεγονός ότι χρειάζεται να υπάρχουν λεκτικές βάσεις που να είναι στέρεες και επ’ ουδενί περίπλοκες και να εγκαθιδρύουν το δικό τους καθεστώς ώστε όσα χρόνια κι αν περάσουν, να μπορείς να θυμηθείς το συναίσθημα.

Χρόνια Πολλά σε όλους και όλες για την αυριανή μέρα, την οποία ήμουν αρκετά τυχερός να περάσω την τελευταία πενταετία σε μία Αθήνα που γιόρταζε αδειανή, αλλά φέτος θα κάνω μια εξαίρεση για να πάω κάπου που δεν με ξέρει σχεδόν κανείς- ή, τουλάχιστον αυτός είναι ο σκοπός μου. Δεν σας εύχομαι χαμένα πάθη, αλλά σας εύχομαι, αν έχετε τέτοια, να μπορείτε να τα ακούσετε. Και ένας από τους πιο ασφαλείς και ευλογημένους τρόπους (από τις σπάνιες φορές που η ασφάλεια και η ευλογία συμπίπτουν) είναι μέσα από τη μουσική.

—————

Πίσω