Χωρίς τελείες


Ithaca

2015-07-06 01:45

Την προηγούμενη Πέμπτη μετρούσαμε 4 μέρες για το δημοψήφισμα. Νομίζω ότι όπως όλες οι σπουδαίες αναμονές (με σπουδαιότερη όλων έως τώρα στη ζωή μας αυτή της Κυριακής), ακολουθείτε μία πορεία ανοδική και έπειτα καθοδική, σε ό,τι αφορά την ένταση. Ήρθε, πια, η ώρα να ηρεμήσουμε λίγο, πρωτίστως και κυρίως. Να κοιμηθούμε ενδεχομένως, με τη σχετική αταραξία. Να ψάξουμε να βρούμε ξανά αυτά που μάς ορίζουν έξω από το ρεαλιστικό περιβάλλον το οποίο, από την υπερβολή του ρεαλισμού του, έχει καταλήξει υπερρεαλιστικό, και μάλιστα όχι με τον τρόπο που θα ήθελε ο γίγαντας Ανδρέας Εμπειρίκος. Το απόγευμα της Πέμπτης ήμουν στη σκυθρωπή φάση της έντασής μου. Είχε περάσει ο απροσδιόριστος θυμός και είχε διαγράψει την τροχιά που έβρισκε τη μελαγχολία στην καρδιά της. Το επικρατέστερο συναισθηματικό στάδιο ήταν σχεδόν πρωτόγνωρο: δεν είχα ξεχάσει τι μέρα και τι ώρα ήταν, απλώς δεν ήμουν σίγουρος για αυτό.

Εννοείται ότι είμαι εθισμένος στο Facebook. Είμαι 100% εθισμένος και αυτό δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Ο Χίτσκοκ έκανε ταινία με την ηδονή να κοιτάς μέσα στην κλειδαρότρυπα και δεν είναι εύκολο, αφού εντρυφήσεις, να αποφύγεις. Υπάγεται σε μία κατάσταση αρχέγονου ενστίκτου που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο ενσταντανέ του να κοιτάς- παρά τους όποιους τρόπους συμπεριφοράς σου- το κινητό του διπλανού σου όταν στέλνει μήνυμα. Δεν ενδιαφέρεσαι ακριβώς στο τι γράφει, είσαι όμως βυθισμένος σε μερική λήθη, για μερικά δευτερόλεπτα βρίσκεσαι σε ύπνωση η οποία γίνεται φανερή όταν ξυπνάς.

Την προηγούμενη εβδομάδα πήρα την απόφαση να «κόψω» ελαφρώς το feed στο συγκεκριμένο μέσο διαδικτυακής κοινότητας, το οποίο και προτιμώ προφανώς από κάθε άλλο, μάλλον επειδή είναι το πρώτο στο οποίο μυήθηκα. Αυτό δεν σημαίνει ότι έκοψα το ίδιο το μέσο. Κάθε άλλο θα έλεγα. Κατέληξα να βρίσκομαι σε φάση υποκατάστατου χωρίς να έχω την ανάγκη για υποκατάστατο. Και έτσι, μέσα από κάποιες διαδοχικές πράξεις, βρέθηκα να ψάχνω το feed, δηλαδή το ιστορικό, ενός προφίλ. Και έπεσα πάνω σε ένα βίντεο στο οποίο ο Σον Κόνερι απαγγέλει στα αγγλικά την Ιθάκη του Καβάφη. Την Ithaca.

Έμοιαζε να έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Ο Σερ Σον αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας. Είναι βεβαίως στη λίστα με τους αγαπημένους Βρετανούς μου μαζί με τον Μάικλ Κέιν, την Τζούντι Ντεντς και την Έμμα Τόμπσον. Το βράδυ που γύρισα στο σπίτι από τη Νάξο, ενώ τελείωνε η άδειά μου για το καλοκαίρι του 2012, ήταν εκείνο στο οποίο ο Άντι Μάρεϊ αντιμετώπιζε τον Νόβακ Τζόκοβιτς στον τελικό του US Open του 2012. Και υπήρχε μία φωτογραφία πριν τον τελικό αυτό, στην οποία ο Μάρεϊ πόζαρε στα αποδυτήρια μαζί με τον Σον Κόνερι και τον Άλεξ Φέργκιουσον. Ήταν ένα υπέροχο πλάνο, το οποίο ανέβασε τον Μάρεϊ έστω και προσωρινά στην εκτίμησή μου (στο «όποιος και να νικήσει θα νιώσω άσχημα, το Μάρεϊ-Τζόκοβιτς στο Γουίμπλεντον του 2013 βρίσκεται σε περίοπτη θέση) και φυσικά τους Σκωτσέζους. Οι οποίοι ακούγεται ότι είναι τσιγκούνηδες, η εθνική ποδοσφαιρική ομάδα τους δεν έχει προκριθεί ποτέ σε δεύτερη φάση Μουντιάλ, αλλά έχουν τεράστιες φυσιογνωμίες όπως τον Σερ Σον και τον Σερ Άλεξ*. Τον Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και τον Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ. Τον Μπιλ Σάνκλι και την Τζέι Κέι Ρόουλινγκ. Τον Ντέιβιντ Χιουμ και τον Άνταμ Σμιθ. Δεν είχε άδικο ο Γκρεγκ Φέργκιουσον όταν έλεγε στον Γιουαν ΜακΓκρέγκορ ότι «αν ήμαστε περισσότεροι, θα εξουσιάζαμε τον κόσμο».

*Μου λείπεις Σερ Άλεξ. Μου λείπει να μισώ τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μου λείπουν τα γκολ στο 93’ που φούντωναν την οργή μου. Μου λείπει η έκσταση που με οδηγούσαν οι απίστευτες ήττες σου.

Ακούγοντας τον Κόνερι να απαγγέλλει την Ιθάκη, ήρθε η τάση για κλάμα που δεν ήταν διαφορετική ένδειξη από ό,τι ούτως ή άλλως είναι καθοριστικό για την ευαισθησία μου, χωρίς αυτό να μου προσθέτει καλοσύνη. Το να είμαι ευσυγκίνητος είναι μία υπόθεση που δεν μπορώ να αποφύγω, όπως και οι βρώμικες σκέψεις. Υπάρχουν και τα δύο, μακριά από οποιουδήποτε είδους σκληρότητα, μαλακά σαν να ζουμπάς ζαχαρωτά. Ο Κόνερι ήταν ούτως ή άλλως υπέροχος- και πώς να μην είναι κάποιος που μέχρι τα 70 χρόνια της ζωής του ψηφιζόταν στους πιο σέξι άντρες του κόσμου σε όλα τα lifestyle περιοδικά- αλλά με την απαγγελία της Ithaca (που για κάποιον λόγο η αγγλική ονομασία της, με τον τόνο στο μεσαίο «a» και το «a» του τέλους ταίριαζε με το ταξίδι του Οδυσσέα και την επιστροφή του στην πατρίδα του) εκτοξεύθηκε. Το άκουσα οδηγώντας μέσα στην Κηφισίας, χωρίς να βλέπω το βίντεο που άλλωστε δεν τον έδειχνε, με το παχύρρευστο «σ» του να στοχεύει ακριβώς τους δακρυγόνους αδένες που και να πιέζει τα μάτια μου να τσιγκρώσουν σε ό,τι ήταν ένα προοίμιο λυγμών.

Ο Σερ Σον δεν έδειξε έναν διαφορετικό δύσβατο δρόμο από εκείνον που ήδη υπήρχε. Μιλάμε, άλλωστε, για ένα ταξίδι 10 ετών που συνόδευσε άλλα 10 ενός πολέμου ο οποίος κρίθηκε από ένα ξύλινο άλογο, του πιο καπάτσου ήρωα που έχει σκεφτεί ποτέ νους ανθρώπου, αν ήταν τελικώς άνθρωπος και όχι η Μούσα που στη σκιά ενός δέντρου υπαγόρευε στον Όμηρο τι έγινε στην Ιλιάδα και για ποιο λόγο έπρεπε να συνεχίσει με τις περιπέτειες του Οδυσσέα και τα επτά χρόνια που πέρασε στην Ωγυγία. Αυτό το βίντεο, δημοσιευμένο από τον Μάιο, δεν ήταν ταιριαστό προφανώς μόνο με την τρέχουσα κατάσταση αλλά έμοιαζε να προσγειώνεται ιδανικά μέσα στην Κηφισίας, η οποία είχε μια κανονική ροή.

Ξέρετε, δεν είμαι σίγουρος ότι η ακεραιότητα βρίσκεται μακριά από εκβιασμούς. Νομίζω ότι κάποιες φορές πρέπει να ενδίδεις, σε κάποιες περιπτώσεις, διότι δεν είμαι βέβαιος ότι έχω παραδείγματα πως το σκοτάδι της απόλυτης ελευθερίας και της λύτρωσης από τα δεσμά οδηγεί στο φως. Στη δουλειά που διάλεξα να κάνω κάποιες φορές έπρεπε να κάνω τον μαλάκα αντί να είμαι και όταν διακόπηκε η συνεργασία με την εφημερίδα στην οποία εργαζόμουν έπρεπε να είμαι μαλάκας αντί να τον κάνω.

Δεν ξέρω τι γίνεται. Ειλικρινώς. Δεν βάζω τις σκέψεις μου σε μια σειρά με γνώμονα τη γνώση μου, διότι η ημιμάθεια φέρνει χειρότερα αποτελέσματα και όποιος δεν το ενστερνίζεται, δεν έχει παρά να χαζέψει το Facebook την τελευταία εβδομάδα. Μένει αυτό το πρωτογενές: να κάνεις το καλό ή να κάνεις το σωστό;

Θα πω με σιγουριά το πρώτο. Κυρίως διότι το άλλο είναι αμφισβητήσιμο. Δεν υπάρχει εγγύηση ότι έγινε το σωστό την Κυριακή, όπως δεν υπάρχει βεβαίοτητα ότι θα γινόταν το σωστό αν το αποτέλεσμα είναι αντίθετο. Το καλό όμως; Αααα, το καλό βρίσκεται στην κρίση του καθενός μας. Προσπαθούμε να κρίνουμε με βάση τους εαυτούς μας, την ανατροφή μας, τι πίστευαν οι γονείς μας αλλά και αν αυτό που πίστευαν συνάδει με αυτό που μας πέρασαν ως ιδέες, τι πασσάλους αποφύγαμε, πώς μεταχειριζόμαστε τους ανθρώπους μας, αν βλέπουμε το φεγγάρι και καταλαβαίνουμε, με αυτό, ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από εμάς. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος ότι είμαστε περίεργοι, λίγο τσιγγάνοι, λίγο σοφοί, λίγο βλάχοι, λίγο έξυπνοι, λίγο σκουπιδιάρηδες, λίγο πυρηνικοί φυσικοί, λίγο χούλιγκαν, λίγο δοτικοί.

Και μπορεί να μην αντέχεται ο φαγωμός, αλλά ουδείς μπορεί να αμφιβάλλει δευτερόλεπτο ότι πρόκειται για κινηματογραφική υπερπαραγωγή, μια φυσική παράσταση με τρομακτικό ενδιαφέρον, ένα ψυχολογικό πείραμα που συμμετείχαμε άθελά μας και σπάσαμε τα κοντέρ.

Τώρα... Τώρα θα ήθελα να βγω έξω και να πιω μια μπύρα στον δρόμο κοιτάζοντας τους ανθρώπους να περπατάνε, έχοντας το κεφάλι στην ευθεία και όχι κάτω, όπως το μεσημέρι, όταν πήγα να ψηφίσω νιώθωντας κάπως ασφυκτικά. Είναι μια συγκεκριμένη στιγμή που δεν την αποδίδω στη χαρά, αλλά στην παιδικότητα. Στις μνήμες, στο status quo του πιτσιρικά που πιστεύει στον τεράστιο παιδότοπο. Δεν θα γίνει, αλλά- όπως λένε και οι U2- ποτέ δεν είναι νωρίς για να υιοθετήσεις μία ιρλανδική προφορά. Σκωτσέζικη καλύτερα, αν και η φωνή του Σον Κόνερι δεν καταχωρείται στις προφορές, αλλά στα ραβασάκια που αραιά και που στέλνουν οι Θεοί (αν όχι το Δωδεκάθεο, τότε ο κάθε Θεός μαζί με τον άλλο) στους ανθρώπους, εμπνέοντας ικανότητες σε παράξενα δίποδα.

—————

Πίσω