Χωρίς τελείες
Νώλης
2015-07-09 05:29Υπάρχει ένα ρητό το οποίο άκουσα, πιθανώς, πριν μία δεκαετία. Λέει, «αλίμονο στον νέο που δεν είναι αριστερός και στον γέρο που δεν είναι δεξιός».
Τούτο το ρητό είναι εξαίσια μεταφορά της ζωής και των αναγκών σε κάθε ηλικία. Ενώ η δεξιά είναι ένας τόπος συντηρητισμού (και αυτό αποτυπώνει την πραγματικότητα, με τα καλά και τα κακά της), η αριστερά υποτίθεται ότι είναι ένα παλίμψηστο ανθρωπισμού. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, τούτη η περιγραφή, όσο περιφερειακά σωστή και να είναι, μπαίνει μόνο στη μαρκίζα, δεν αποτελεί θέσφατο ούτε ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Θα ήταν σωστό να ειπωθεί ότι δεν ισχύει σε τόσες περιπτώσεις, όσες χρειάζεται για να μη θεωρείται εξαίρεση. Εξάλλου η ευκολία στα λόγια δεν έχει σχέση με το πρακτέο. Αυτή είναι η ζωή, που ανέκαθεν αποτελούσε και ένα μείγμα αντιθέσεων και αντιφάσεων.
Φυσικά, το ρητό είναι περισσότερο μια μεταφορά. Πρόκειται για γενίκευση, που συναντάται σε όλα σχεδόν τα ρητά που αποσκοπούν στη διδαχή μέσω παραδειγμάτων τα οποία φαίνεται ότι εξαρχής δεν αφορούν στο ειδικό. Δεν ξέρω πόσο κρατάει η νεότητα, αλλά γνωρίζω πόσο άσχημα ένιωθα όταν οι 18χρονοι φίλοι μου δήλωναν τρισευτυχισμένοι στην περίπτωση που έβρισκαν μια θέση στο δημόσιο, ενώ ήμουν 22, ή πόσο, στο μεγαλύτερο μέρος της τρίτης δεκαετίας της ζωής μου απογοητευόμουν σε συζητήσεις που είχαν να κάνουν με την ανησυχία για τη σύνταξη. Πάντα θεωρούσα ότι επρόκειτο για θέμα ιδανικών και ότι αυτές οι ανησυχίες δεν μεταφράζονταν σε εισαγωγή στην ωριμότητα. Ήταν μια κακή αντιγραφή των ανησυχιών των μεσήλικων γονέων, οι οποίοι κατά τη γνώμη μου είχαν κάθε λόγο να νοιάζονται πολύ περισσότερο από εμάς για εμάς. Εκείνοι γνώριζαν, εμπειρικά, τα λειτουργικά κατατόπια της ζωής, αλλά εμείς έπρεπε να τα ανακαλύψουμε, για αυτό δεν μπορούσαμε να μιλάμε για κάτι που θα ήταν δυνατόν να αλλάξει, όπως και έγινε, αλλά και που δεν το γνωρίζαμε. Δεν έμοιαζε σωστό. Όπως έλεγε εκείνος ο υπέροχος καθηγητής που είχα στην πρώτη λυκείου- ένας που δημιουργούσε λανθάνουσα έμπνευση εστιάζοντας περισσότερο στις λεπτές αποχρώσεις της συμπεριφοράς του κάθε μαθητή- ο Σπύρος Τζίμας, «εσείς θα προσπαθήσετε να αλλάξετε τον κόσμο». Μπορεί να το έχουν πει κι άλλοι, αλλά θυμάμαι εκείνον: εντόπισα ειλικρίνεια στα λόγια του.
Ο νέος πρέπει να είναι αριστερός: θέλει να φέρει τον κόσμο στα μέτρα του και αυτό δεν γίνεται χωρίς τη βοήθεια των άλλων ανθρώπων. Ο γέρος πρέπει να είναι δεξιός: διανύει τα τελευταία μέτρα της ζωής του, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και είναι φυσιολογικό ότι ένα μεγάλο ταξίδι σηματοδοτεί την απέχθεια για το ανθρώπινο είδος. Το «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» δεν είναι λανθασμένο, αν και δεν είναι ακριβές: κινητικά είναι αδύνατον, αλλά μόνο η νοητική προοπτική είναι θεσπέσια. Ένας γέρος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να του πει κάποιος κάτι. Το γεγονός ότι πρακτικά δεν μπορεί δεν αφαιρεί από το μεγαλείο της σκέψης.
Όταν με ρωτάνε από πού είμαι, λέω ότι έχω καταγωγή από την Απείραθο της Νάξου. Ασπαζόμενος το ρητό του Καμύ, «αγαπώ πολύ τη χώρα μου για να είμαι εθνικιστής», η Νάξος έρχεται πάντα δεύτερη. Ο πατέρας μου ήταν Απεραθίτης, το ίδιο και η μάνα μου. Κάποιοι έχουν πάει στο χωριό- και προφανώς διατείνουν την ομορφιά και την παράξενη αρτιότητά του. Για να βοηθήσω εκείνους που δεν έχουν πάει και δεν το ξέρουν, το επιχείρημά μου είναι ακαταμάχητο: «Είναι το χωριό του Μανώλη Γλέζου».
Ο Μανώλης Γλέζος είναι 92 ετών. Τις προάλλες που έγραψα ένα κείμενο για τον Τσε και τον Κάστρο δαγκώθηκα. Ο Νώλης είναι ξεκάθαρα, με όλη την ιστορία, τα σωστά και τα λάθη του, μία εμβληματική ανθρωπιστική φυσιογνωμία για τον κόσμο. Και τώρα δεν έχει κόψει ταχύτητα. Στα 92 του έχει έδρα τις Βρυξέλλες, είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μπορεί να μεταδίδει τον λόγο του, μέσω της τεχνολογίας, στην πατρίδα. Μπορεί να λέει ρητά από την αρχαία Ελλάδα και Λατινικά, μπορεί να μιλάει για την Ευρώπη ως πλάσμα της μυθολογίας, μπορεί να ζητάει από τους υπερασπιστές του ΚΚΕ να ψηφίσουν «όχι» στο δημοψήφισμα και μπορεί να ζητάει συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για το γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση δεν μπόρεσε να κάνει αυτά που ζήτησε προεκλογικά. Μια νύχτα στην Ακρόπολη, 74 χρόνια πριν, παρέα με τον Απόστολο Σάντα, μία άλλη τεράστια προσωπικότητα του τόπου, κατέβασαν τη σβάστικα. Έζησαν τον Β’ Παγκόσμιο στα 20 τους, τον εμφύλιο, τη χούντα, τη μεταπολίτευση. Ο Σάντας πέθανε ένα μήνα πριν την 70η επέτειο από το κατέβασμα της σημαίας την τελευταία μέρα της άνοιξης. Έκλεισε τα μάτια του στις 30 Απριλίου 2011. Ο Γλέζος, ο Νώλης της Απειράνθου, συνεχίζει.
Είναι συγκλονιστικό να το βιώνεις, όποια κι αν είναι τα φρονήματά σου. Είναι συγκλονιστικό κάποιος που διανύει το 93ο έτος στη ζωή του να βρίσκεται κάθε μέρα σε δράση. Είναι σωστό να πεις ότι δεν φοβάται, αλλά ο Νώλης ουδέποτε φοβόταν. Μάλλον κατανικούσε τον φόβο του μπροστά στη θέληση για μια πατρίδα που την έβλεπε όπως ο Σεφέρης και που τώρα, ως Έλλην των Βρυξελλών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μια θέση στην οποία εκλέχθηκε με ρεκόρ ψήφων στην ιστορία των εκλογών, μπορεί να τη διεκδικεί με τρόπο που αν μη τι άλλο σε κάνει να αναριγείς.
Ο Νώλης θα μπορούσε να έχει όλο το πακέτο. Να αποσυρθεί από τη δράση, να κάθεται στο σπίτι του και τις κρίσιμες στιγμές για την πατρίδα να ξεσηκώνει μια γνώμη η οποία θα ήταν συζητήσιμη και θα του συγχωρούνταν. Θα μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια στις ατασθαλίες και να κάνει το σπίτι του επισκεπτήριο, στο οποίο θα έμπαιναν οι ονειροπόλοι αριστεροί για να μοιραστούν την αύρα του. Θα μπορούσε να γλιτώσει την επίθεση από τους αστυνομικούς το καλοκαίρι των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, που ούτε αυτόν σεβάστηκαν μπροστά στην εντολή να ρίξουν χημικά. Ο Γλέζος είναι 92 χρονών και στις 9 του Σεπτέμβρη γίνεται 93. Και δεν υπάρχει στιγμή που να μην υποστηρίζει το πόστο του, την υπευθυνότητα της θέσης του και τα ιδανικά του.
Ασφαλώς και έχει κάνει λάθη. Μερικές φορές μπορεί να προκάλεσε δυσθυμία. Αλλά είναι η απτή απόδειξη εκείνου που δεν ακούμπησε πάνω στα ανδραγαθήματα του παρελθόντος. Που οι ιστορίες του από την Κατοχή και τη μεταπολίτευση είναι απλώς αφηγήσεις και δεν πίνουν το νέκταρ μιας ματαιόδοξης τάσης για αθανασία. Ο Γλέζος θέλει την Ελλάδα ελεύθερη και σηκώνεται όρθιος για να μας το πει. Να το πει στους ξένους και να το πει σε εμάς. Να το πει και να το πει ξανά, αν χρειάζεται, σε όσους δεν το ακούνε και σε όσους δεν το πιστεύουν.
Ενώ ο Γκεβάρα πήγε για να φτιάξει τις Ηνωμένες Πολιτείες Λατινικής Αμερικής και ο Γκάντι οργάνωσε την πορεία του αλατιού σε ένα χρονικό διάστημα που ήταν αδύνατο να φανταστεί κάποιος την Ινδία κάτω από τον γερμανικό ζυγό, η Ελλάδα έχει τον δικό της άγιο, που να χτυπιέστε κάτω σαν χταπόδια. Τον δικό της αγνό ανθρωπιστή, έναν φύλακα της μνήμης και έναν ηγέτη αδέκαστο, που ακόμα και όταν τούτος ο γαργαντούας Παρτιζάνος δεν μπορεί άλλο, θου Κύριε, θα τον βάλουμε πάνω στο άλογο, απλώς και μόνο για να φοβερίζει η όψη του τους οχτρούς, όπως έγινε στην περίπτωση του Ροδρίγο Ντίαθ δε Βιβάρ, του κατά κόσμον Ελ Σιντ.
—————