Χωρίς τελείες


Νοτρ Νταμ, Ημισκούμπρια και τηλεόραση

2015-03-30 02:54
 
Μία ιστορία που λίγο έλειψε να επαναληφθεί αλλά δεν το έκανε, επειδή οι ιστορίες δεν επαναλαμβάνονται. Ή, όπως λένε, επαναλαμβάνονται ως φάρσα ή ως τραγωδία. Ο αθλητισμός προσφέρει μαζικές αποδείξεις πως ό,τι κάνεις το βρίσκεις μπροστά σου. Είναι ζωή, δηλαδή, με τη διαφορά ότι ξέρεις, εσύ ή κάποιος άλλος, τον λόγο για τον οποίο τιμωρείσαι. Αυτό δεν σημαίνει πως ό,τι περιμένει να δοθούν τα δανεικά που άφησε κάποτε, είναι άσχημο. Σημαίνει απλώς ότι συμβαίνει στην κλίμακα που έχει διαπραχθεί. Στις 19 Ιανουαρίου του 1974 έπεσε ο κλήρος στο Νοτρ Νταμ, το κολέγιο που το όνομά του παραπέμπει στην Παναγία των Παρισίων, να σπάσει το αήττητο των 88 παιχνιδιών του UCLA του Τζον Γούντεν. Το Σάββατο έχασε 68-66 από το Κεντάκι στο παιχνίδι για την Elite Eight, τα τέσσερα ματς που στέλνουν τις ομάδες στο Final 4 και που σφραγίζουν τους νικητές των περιφερειών, δηλαδή έφθασε ένα εύστοχο σουτ μακριά από το να αποκλείσει μία ομάδα η οποία είχε 37-0 μέσα στη χρονιά και θέλει να κάνει κάτι που έγινε τελευταία φορά το 1976, από την Ιντιάνα του Μπόμπι Νάιτ, δηλαδή να πάρει το πρωτάθλημα αήττητη. Τώρα, παρακολούθησα πριν λίγο το Ντιουκ να νικάει το Γκονζάγκα και να προκρίνεται στο Final 4, που σημαίνει ότι ο Μάικ Σιζέφσκι, προπονητής των Blue Devils, φθάνει για 12η φορά σε αυτό το στάδιο και ισοφαρίζει το ρεκόρ του Τζον Γούντεν, ο οποίος είχε βεβαίως και 10 πρωταθλήματα. 
 
Αν το Κεντάκι νικήσει το προσεχές Σάββατο το Γουισκόνσιν, σε ένα σπουδαίο ματς, και το Ντιουκ επικρατήσει του Μίσιγκαν του Τομ Άιζο, τότε το Κεντάκι θα παίξει με το Ντιουκ στον τελικό για το 40-0, μόλις δύο εβδομάδες αφού το ESPN έδειξε το ντοκιμαντέρ I hate Christian Laettner, δίνοντας έμφαση σε εκείνο το ματς της Elite 8 του 1992, όταν το Ντιουκ νίκησε το Κεντάκι 103-102. Ελάχιστα ματς στην ιστορία του κολεγιακού μπάσκετ έχουν καλύτερη συγκυρία, από έναν τέτοιο τελικό. 
 
Οπότε τις τελευταίες μέρες χάθηκα λίγο, εν μέρει επειδή κατάφερα να καταστρέψω και τον υπολογιστή της αδελφής μου, ενώ αυτήν τη στιγμή δεν αναγνωρίζω δεδομένα πού γράφω και πώς θα δημοσιευθεί αυτό το κείμενο. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ιδέα, συν ότι ξεκίνησα την αφήγηση με κολεγιακό μπάσκετ και έπληξα ήδη το φρόνημα του φιλάνθρωπου αναγνώστη, ο οποίος ίσως περίμενε να διαβάσει κάτι άλλο, κάποια ιστορία που μπορεί να κατέληγε σε κάτι που αναγνωρίζει οπωσδήποτε. Οι αναγνώστες μου, βεβαίως, δεν καθορίζονται από τέτοια ρηχότητα, απλώς, ούτως ή άλλως, δεν διαβάζουν τα κείμενα. Τώρα, η κτητική αντωνυμία είχε πολλή πλάκα, αλλά θα την αφήσω να υπάρχει για να συνεχίσω να αντιλαμβάνομαι ότι γράφω σαν να έχω ένα σταθερό κοινό όντως, ενώ κατά πάσα πιθανότητα τρεκλίζω από το παρακαλετό για δημοσιότητα, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψή της. 
 
Το Σάββατο πήγαμε στο Fuzz για να δούμε τα Ημισκούμπρια με γκεστ σταρ τον Φοίβο Δεληβοριά. Ήμαστε τρεις και ήταν να έρθει μία κοπέλα μαζί μας, αλλά προφανώς δεν ήρθε, αλλιώς δεν θα το ανέφερα καν. Στο μαγαζί υποχρεώθηκα να κρατάω το μπουφάν στο χέρι ενώ σε κάποια φάση ο Μυθριδάτης μιλούσε για τη νονά του τη φοράδα, που ερχόταν κάθε Πάσχα να του φέρει τη λαμπάδα. Το Σαββάτο το βράδυ μπόρεσα να πάω στο Fuzz επειδή δεν είχα κάποια ευθύνη και υποχρέωση απέναντι σε οτιδήποτε, και όχι επειδή εργάζομαι πενθήμερο. Όταν δούλευα, το Σάββατο ήταν η αγαπημένη μέρα μου. Σχεδόν πάντα το φανταζόμουν να έχει ήλιο και να βρίσκομαι μέσα στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας στη δουλειά, ενώ ο κόσμος ήταν χαλαρός. Τα χρόνια στην τελευταία εφημερίδα που εργάστηκα, δηλαδή στον ΓΑΥΡΟ, το Σάββατο συνδυαζόταν, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, με αγωνιστικές υποχρεώσεις, ως εκ τούτου εκτιμούσα ακόμα περισσότερο τα Σάββατα που μπορούσα να μένω στο γραφείο και να δίνω τις σελίδες με το πάσο μου, εκνευρίζοντας τους σελιδοποιούς και βγάζοντας τους αρχισυντάκτες από τα ρούχα τους. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν ότι είχα αποφασίσει να πιω, γύρω στο απόγευμα, κάτι που προέκυπτε αφού κανονιζόταν κάτι- με τον χρόνο να περνάει αυτό γινόταν όλο και πιο σπάνιο, και όταν ερχόταν η νύχτα κάθε βήμα μου με έφερνε όλο και πιο κοντά στην μπύρα. Πάντως, αυτό το Σάββατο βρέθηκα στον Πειραιά για να δω το παιχνίδι του Ολυμπιακού με τη Βουλιαγμένη και μετά μου είπαν ότι οι παίκτες και ο προπονητής του Παναθηναϊκού δεν έκαναν δηλώσεις στην κάμερα της συνδρομητικής τηλεόρασης μετά την ισοπαλία με τον Υδραϊκό, διότι είχαν παράπονα από τη διαιτησία. 
 
Επειδή, ναι, είναι που η δημοσιότητα στο πόλο είναι μεγάλη και δεν μας νοιάζει να κάνουμε δηλώσεις σε μία εκπομπή που άρχισε να παίζει πριν σχεδόν δύο μήνες, με στόχο να μαθαίνουν οι συνδρομητές τι είναι αυτό το σπορ και ποιες ομάδες παίζουν. Αν αποφασιστεί, δηλαδή, από τη NOVA το καλοκαίρι να απαγορευθεί η εκπομπή, τότε θα μπορούν οι ομάδες να έχουν επιστρέψει στο προηγούμενο status quo που, ας μη γελιόμαστε, είναι εκείνο που οι παίκτες θέλουν υποσυνείδητα. Ο προπονητής του Παναθηναϊκού, μάλιστα, είχε πάει στην εκπομπή ως καλεσμένος πριν λίγο καιρό, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να μιλήσει. Να πει για τη διαιτησία, ρε αδελφέ, που προφανώς τον ενόχλησε τόσο πολύ στο παιχνίδι με τον Υδραϊκό, διότι από την αρχή, με λίγη λογική, θα καταλάβαινες ότι η συγκεκριμένη ομάδα, με τα πρόσωπα που διαθέτει, δεν είναι δυνατόν να μην πάρει τα σφυριγματάκια της μέσα στη χρονιά. Μπράβο, λοιπόν, σε όσους δεν έχουν μιλήσει στην τηλεόραση, αφού το άθλημα δεν την χρειάζεται. Θέλει, μόνο να φοράει τον καραγκιόζ-μπερντέ του και αρνείται πεισματικά να κάνει οποιοδήποτε βήμα για να βγει στο φως, μένοντας αποκοιμισμένο με τον αντίχειρα στο στόμα και το σώμα σε εμβρυακή στάση. 
 
Ανέκαθεν μου άρεσαν τα Ημισκούμπρια, όπως ανέκαθεν μου άρεσε ο Αριστοφάνης. Βεβαίως, στη συναυλία το παράκαναν τόσο με τον χρόνο που πήρε ο καθένας μόνος του όσο και σε εκείνον που έδωσαν σε άλλους χιπ-χόπερ, οι οποίοι στην καλύτερη ήταν μία χλιαρή αντιγραφή. Μια συναυλία τον χρόνο κάνουν στην Αθήνα, και από το τρίωρο έπαιξαν μιάμιση ώρα τραγούδια που είναι συνυφασμένα με τα Ημισκούμπρια. Μία φωτεινή στιγμή ήταν όταν ο Πρύτανης έβαλε μπιτ ώστε ο Φοίβος να τραγουδήσει το «Εκείνη», που κατά τη γνώμη μου είναι ένα από τα 20 κορυφαία ελληνικά τραγούδια των τελευταίων 20 χρόνων, αν και θα έβαζα άλλα 7 δικά του στη λίστα, αφήνοντας με πόνο έξω μισή ντουζίνα ακόμα. 
 
Εν πάση περιπτώσει, υπήρχε μία μπλούζα που έγραφε Ημισκούμπρια και ήταν προς πώληση, αλλά μετά έπαθα αφυδάτωση και ήθελα νερό, οπότε βγήκαμε και δεν την αγόρασα. Η δίψα βρήκε την απάντησή της στη βύνη και τον ζύθο και μετά η δίψα δεν υπήρχε και υπήρχε η βύνη, και μετά ήρθε ο Καλβίνος και όταν πια γυρίσαμε στο σπίτι είχε περάσει τόση ώρα από την αλλαγή της ώρας που ουδείς θα μπορούσε να με αδικήσει αν γύριζα το ρολόι μου μία ώρα πίσω. 

—————

Πίσω