Χωρίς τελείες


Ο φίλος μου ο Τσαμπ

2016-02-23 16:27

Ένα από τα κλασικά παρεΐστικα παιχνίδια είναι το «εσύ πού ήσουν όταν;». Δεν είναι ακριβώς παιχνίδι, αλλά είναι τροφοδοσία ιστοριών, που μπορείς να πεις στην παρέα, όταν το φέρει η συζήτηση. Είναι ένας εξειδικευμένος νοσταλγικός κλάδος. Το καλύτερο κομμάτι είναι όταν δεν είσαι εκεί.

Θυμάμαι ξεκάθαρα πού ήμουν όταν η Γαλλία έπαιξε με την Κροατία στον ημιτελικό του Μουντιάλ του 1998 ή που ήμουν όταν ο Ολυμπιακός έπαιξε με την Προ Ρέκο στο περυσινό Champions League στο πόλο Ανδρών, γιατί δεν είδα το Μίλαν-Μπαρτσελόνα το 1994 και πού ήμουν όταν το σουτ του Γκόραν Βλάοβιτς στο «Καμπ Νου», το 2002, έφυγε λίγα εκατοστά έξω από το δοκάρι της «Μπάρτσα». Θυμάμαι τι έκανα όταν έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι και πού ήμουν όταν πέθανε ο Λουτσιάνο Παβαρότι. Δεν θυμάμαι απλώς πού ήμουν, αλλά και ένα παιχνίδι εκείνης της μέρας (το 3-2 της Ελλάδας με την Ολλανδία για το Ευρωβόλεϊ του 2007). Θυμάμαι ακριβώς τι έκανα όταν ο Λουίς Καμινέρο σκόραρε το γκολ της ισοφάρισης στον προημιτελικό του Μουντιάλ του 1994 με την Ιταλία. Πού ήμουν στον προημιτελικό του Μουντιάλ του 1998, Γαλλία-Ιταλία και γιατί έχω μυθοποιήσει ένα παιχνίδι που δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο και έληξε 0-0. Δεν είναι ότι οι δικές μου αναμνήσεις αναδεικνύουν ικανότητα. Ανήκουν στον καθένα.

Με τον ίδιο τρόπο, θυμάμαι λάθος πότε άρχισα να υποστηρίζω τη Λίβερπουλ. Για πάρα πολλά χρόνια είχα την τρομακτικά σίγουρη αίσθηση ότι την υποστήριξα μετά από ένα 3-0 της Άρσεναλ, τον Αύγουστο του 1989. Ήμουν βέβαιος ότι καθόμουν στον καναπέ, στο σπίτι της γιαγιάς μου της Κατερίνας και παρακολουθούσα το ματς. Το παιχνίδι αυτό, ωστόσο, έγινε τον Δεκέμβριο του 1990, οπότε κατευθείαν αποκλείεται να βρισκόμουν στο χωριό. Επίσης, είχα παρακολουθήσει το 4-5 με τη Λιντς στο «Έλαντ Ρόουντ» και ήμουν απολύτως βέβαιος ότι έγινε στις 31 Αυγούστου του 1991, μία μέρα μετά το μυθικό τελικό του μήκους στο Τόκιο, που έφερε το παγκόσμιο ρεκόρ του Μάικ Πάουελ. Ωστόσο, το συγκεκριμένο παιχνίδι έγινε στις 31 Απριλίου του 1991. Η μνήμη μπορεί να αθροίσει δύο και περισσότερες καταστάσεις και να τις μπερδέψει. Να είσαι κάπου όταν γίνεται κάτι και αυτό το κάπου να το συνδυάσεις με κάτι άλλο.

Αυτό που θυμάμαι σίγουρα, ωστόσο, είναι πού ήμουν όταν ο φίλος μου ο «Τσαμπ» έμαθε ότι πήρε το πτυχίο του. Και τι έκανε.

Ο φίλος μου ο Τσαμπ διάβαζε ακούγοντας Παντελίδη. Και άλλα «κλασικά» κομμάτια του σύγχρονου ελληνικού πενταγράμμου, από αυτά που ανεβάζουν το κασέ του πρωταγωνιστή και τον στέλνουν στις γνωστές νυχτερινές πίστες, τον κάνουν σταρ και έπειτα μισεί τους παπαράτσι και τους δημοσιογράφους των εφημερίδων που «γράφουν το μακρύ και το κοντό τους». Πάντα θεωρούσα ότι αν ήταν να διαβάσεις για εξετάσεις, ο Μπετόβεν, ο Μπαχ, ο Στράους, ούτε καν ο Μότσαρτ με τη σατανική μουσική του, θα ήταν η κατάλληλη συντροφιά για σένα. Αλλά ο Τσαμπ διάβαζε ακούγοντας Παντελίδη και έχω υπάρξει αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς αυτής της κατάστασης. Ήμαστε σε ένα γραφείο, βλέποντας το «Dark Knight rises» και από μέσα ακούγονταν πενιές: ήταν διάβασμα μέχρι πρωίας, για να πάει να πάρει το πτυχίο. Και θυμάμαι ακριβώς που ήμουν όταν το έμαθε: ήμουν σε μία ταβέρνα μαζί του και με άλλους φίλους, για να γιορτάσουμε μία... ορκωμοσία. Ακριβώς. Αν είναι να θυμάμαι για κάποιο λόγο τη σεζόν 2015-16, θα τη θυμάμαι διότι προέκυψαν πολλές ορκωμοσίες. Γαμώ το στανιό μου, δηλαδή.

Όπως στον πρωταθλητισμό δεν υπάρχει χαρά, έτσι και όταν πάρεις ένα πτυχίο εκπρόθεσμα το πρώτιστο ψυχικό συστατικό είναι η ανακούφιση. Στην Ελλάδα του νεποτισμού, οι σπουδές δεν συνιστούν κάτι που, απαραιτήτως, κάνεις για τον εαυτό σου. Υπάρχει οικογένεια στην οποία πρέπει να λογοδοτείς. Η οικογένεια μπορεί να σου δημιουργήσει πίεση. Υπό την έννοια της ακαδημαϊκής μόρφωσης ο πατέρας μου με παράτησε νωρίς, όταν είδε ότι ήμουν εντελώς ανεπίδεκτος μαθήσεως και ότι ποτέ δεν θα πρόκοβα με τα γράμματα, αλλά μέσα στο σπίτι έχει υπάρξει βίωμα πίεσης. Ένα πτυχίο, πριν το πάρεις, μοιάζει με το τέλος του κόσμου. Πρέπει να το κάνεις, επειδή δεν υπάρχει κάτι άλλο. Μετά, βεβαίως, όπως συμβαίνει κλασικά, με όλες τις στιγμές, μελαγχολείς για εκείνη την εποχή που η μεγαλύτερη έγνοια σου ήταν το διάβασμα για να τελειώσεις την ακαδημαϊκή καριέρα σου.

Όπως συμβαίνει με τις εορταστικές μέρες και τα σχέδια για τις διακοπές, είναι κανόνας ότι η κορυφαία στιγμή τους είναι όταν σκέφτεσαι ότι έρχονται. Δε θυμάμαι μαγεία τα Χριστούγεννα, αλλά τη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που τα αναλογίζομαι ως προοπτική, υπάρχει κάτι από το χάρισμα που δεν αποτυπώνεται μόνο στην ικανότητα του κλέφτη Αρσέν Λουπέν, αλλά και του υπέροχου ονόματός του. Ο φίλος μου ο Τσαμπ ορκίστηκε την Τρίτη, αλλά το θέμα είναι εκείνη η στιγμή. Όταν έμαθε ότι πήρε το πτυχίο του. Όταν έφυγε με ορμή για να πάει στο σπίτι του να μοιραστεί την είδηση και να κλάψει με την ησυχία του. Στις αγκάλες της οικογένειας, της καλής και όχι και τόσο καλής μορφής της παλαιότερης και της νέας ελληνικότητας. Των κυριακάτικων γευμάτων, αλλά και των περιορισμών.  

Ο φίλος μου ο Τσαμπ είναι παιδί τελευταίας τεχνολογίας (ή, ίσως, προτελευταίας).  Δεν βρίσκω ψόγο στα περισσότερα από τα παιδιά που έχω γνωρίσει και περπατούν τα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους και η καλοσύνη είναι το λιγότερο και δεν μπαίνει καν σε κριτική. Το καλό και το κακό μπορεί να μοιάζουν με την κύρια δομή της ανατροφής ενός μικρού παιδιού, ωστόσο δεν είναι το καίριο ζήτημα, τουλάχιστον όχι τόσο όσο εκείνο της ελευθεριότητας. Αν δεν ετίθετο καν ζήτημα από την αρχή της γέννησης, δηλαδή να μάθουμε οπωσδήποτε στον έμβιο οργανισμό πώς να ξεχωρίζει το καλό και το κακό, δεν θα ήταν μεγάλες οι αποκλίσεις. Όσο περισσότερες είναι οι απαγορεύσεις στο πού χωρίζονται οι έννοιες, τόσο περισσότερο εκτεθειμένοι βρισκόμαστε. Δεν ξέρω, λοιπόν, αν είναι καλό ή κακό παιδί. Όμως έχει την τάση να μην τοποθετεί τον εγωισμό του πάνω από τη γνώση που του προσφέρεται και άρα να μην αντιμετωπίζει με τουπέ τον άνθρωπο που του μιλάει, κάποιον που δεν είναι φίλος του, εν πάση περιπτώσει, όταν η κουβέντα αφορά σε ένα γενικευμένο ζήτημα, που ο ίδιος ο προσδιορισμός δεν μπορεί να δείξει πόσο συγκεκριμένο είναι και πόσο σημαντικό μπορεί να γίνει, προσέχει ακόμα και αν αυτά που ακούει είναι ακατανόητα.  

Αυτό που είδε, ωστόσο, στο κινητό του το μεσημέρι εκείνης της τελευταίας Δευτέρας του Οκτώβρη δεν ήταν ακατανόητο. Ήταν ένα απλούστατο συμπέρασμα. Ήταν δικό του και για περίπου μία ώρα βρέθηκε σε μία έκσταση την οποία μπορέσαμε, λόγω της περίστασης που ήδη γιορτάζαμε, να εκτιμήσουμε, πολύ περισσότερο- όπως προφανώς συμβαίνει συνήθως- από μία ενδεχόμενη αφήγηση. Οι οιωνοί δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύουν μία φιλία, αλλά αν στην πραγματικότητα η φιλία συμβαίνει ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν σχεδόν κοινά ωράρια- ή είχαν και απλώς το ωράριο αποτελεί τον αριθμητή και όχι τον παρονομαστή του κλάσματος- τότε ο φίλος μου ο Τσαμπ, που όταν πει ή ακούσει κάτι αστείο γελάει τρανταχτά, που μιλάει γρήγορα και με έχει πείσει ότι αυτό που τον κινεί να τον κάνει είναι η διάθεση, το θεσπέσιο ίδιον της μοναδικότητας της ομιλίας (και όχι η κοινοτοπία του ευρωπαϊκού τρόπου) που μπορεί να σε ωθήση να μην τον αντέχεις ώρες ώρες, αλλά σε κάνει να δένεσαι μαζί του (διότι το γοργόν στη λαλιά μπορεί να μην είναι ταιριαστό σε μία κοινωνική εκδήλωση, είναι, όμως, δερματόδετη έκδοση κλασικού βιβλίου σε μία προσωπική σχέση), από εκείνη τη στιγμή έχει σίγουρα αποσβέσει ένα παντοτινό συναίσθημα, που η ίδια η ορκωμοσία και το τέλος του δρόμου δεν μπορούν να του το δώσουν.

—————

Πίσω