Χωρίς τελείες


Ο λαός (πριν τις εκλογές)

2015-09-10 14:39

Γενικώς ο λαός είναι μαλάκας. Όταν λέω ο λαός είναι μαλάκας, το λέω κι εγώ προεκλογικά. Αν ήταν μετά τις εκλογές, θα το έλεγα στον καθένα ξεχωριστά. Αλλά επειδή δεν θα μπορούσα να το πω, θα το άφηνα. Κάθε μέρα κοιτάζω στον καθρέφτη και βλέπω έναν μαλάκα. Λέω, «είσαι μαλάκας». Δεν πρέπει να χρησιμοποιώ το πρώτο πληθυντικό επί ματαίω και με τη γνώση ότι, χρησιμοποιώντας το, αφαιρώ σιγά σιγά το προσωπικό στοιχείο από μένα. Αν, ας πούμε, κάποιος πει, «προδώσαμε τους Έλληνες», τότε στοχεύει στη δική του αφαίρεση από την εξίσωση. Η χρήση του πληθυντικού δεν υπονοεί καν μετάνοια: αυτό θα ίσχυε μόνο με τη χρήση του πρώτου ενικού. Το «προδώσαμε» σημαίνει, σε ένα παιχνίδι συνείδησης, ότι οι άλλοι πρόδωσαν και ο ομιλητής βάζει απλώς τον εαυτό του στην εξίσωση, για να μη φαίνεται το «κατηγορώ».

Από την εποχή του Βαγγέλη Γιαννόπουλου, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η τηλοψία ήταν μία αφόρητη κατάσταση. Το χάλι παράγινε μέχρι να βγει ο αιώνας, όταν οι τηλόπτες δεν χόρταιναν μόνο με έναν καλεσμένο και οι πολλοί έφεραν την απόλυτη οχλαγωγία στην τηλεόραση. Ενείχε μία γελοιότητα αυτή η κατάσταση, αλλά ενσωματώθηκε στη συνείδηση του θεατή, αλλά και του προσκεκλημένου. Τα κανάλια κατάντησαν ο απόλυτος οδηγός ψηφοθηρίας και προφανώς οι δημοσιογράφοι μπήκαν στο παιχνίδι. Θα γινόταν αργά ή γρήγορα. Όταν η Washington Post έριξε τον Ρίτσαρντ Νίξον, μία εφημερίδα στην οποία ουδείς έδινε σημασία, ο Τύπος αποκλήθηκε «τέταρτη εξουσία». Αυτή η εξουσία περιέχει... εξουσία. Όπως όλες οι ανακαλύψεις και οι εξελίξεις μπορούν να προκύψουν ως κακοήθεις όγκοι αν τα χέρια που τις αρπάξουν τρέμουν από τη λαμπρότητα και τις προοπτικές της και μετατρέψουν το καθήκον σε δικαίωμα, έτσι και η τέταρτη εξουσία επιβαρύνθηκε από ανθρώπους που κατά βάση ανήκαν σε λαϊκά στρώματα και η επιδίωξή τους δεν ήταν να δημιουργήσουν μια ελίτ, αλλά να μαγνητίζονται από την επιρροή που ασκούν στη συνείδηση του αναγνώστη, του θεατή ή του ακροατή και, εν τέλει, να αναγκάσουν τον εν πολλαίς αμαρτίες πεσόντα να βάλει το χέρι στην τσέπη ώστε να κάνουν ότι δεν θυμούνται.

Είναι πανεύκολο, βεβαίως, να κάθεσαι στο σπίτι ή οπουδήποτε αλλού και να «κράζεις» τον τύπο που έβαλε τα φράγκα στην τσέπη και έκανε την αρπαχτή, όταν εσένα δεν υπάρχει κανείς για να σου δώσει κάτι ώστε να του κάνεις μια εκδούλευση. Δεν είναι, βεβαίως, ηθικό, αλλά δεν είναι ηθικό ούτε να μπορεί ένας αιμοσταγής δολοφόνος να προσλάβει έναν δικηγοόρο. Όμως, στην περίπτωση του δικηγόρου, του αργυρώνητου,τούτη η διαδικασία επιτρέπεται. Είναι νόμιμη. Η νομιμότητα καθορίζει την ηθική του. Όταν ο Αλέξης Κούγιας, παραδείγματος χάρη, έχει ένα πελατολόγιο γεμάτο παρανόμους που νομίμως μπορούν να απευθύνονται σε εκείνον, αυτό δεν αποτελεί ανηθικότητα. Εκτός κι αν η περίπτωση είναι εντελώς ακραία, διότι θυμάμαι πόσο άσχημα είχε κάτσει το γεγονός ότι ο Κούγιας είχε αναλάβει τον αστυνόμο που είχε πυροβολήσει τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, αλλά αυτή ήταν μία εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση για την εποχή, η οποία προφανώς και θα γεννούσε την αδόκητη βία που ούτως ή άλλως εγκολπίζεται στον ψυχισμό του αγανακτισμένου πολίτη και απλώς βγαίνει, επίσης νόμιμα, είτε από εξαχρείωση είτε από εξαγρίωση, προς τα έξω.

 

Όπως και να έχει, μια καλή ευκαιρία- η καλύτερη δυνατή- για να στεριώσει η αδέσμευτη δημοσιογραφία- πήγε πολύ εύκολα στα σκουπίδια. Το πρόβλημα είναι ότι οι δημοσιογράφοι έχουν καταστήσει τον κύκλο τους μια πνευματική ελίτ. Η αρθρογραφία ήρθε στην επιφάνεια ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Όπως η μεσαία τάξη, μέσω της τηλεόρασης και, φυσικά, μετά, τον καιρό του διαδικτύου απέκτησε το ψευδεπίγραφο μιας επικίνδυνης πνευματικότητας, έτσι και οι δημοσιογράφοι, που στέκονται χαμηλότερα από τη μεσαία τάξη υπό την έννοια ότι μπορεί να διεισδύσεις προς τον πυρήνα του κύκλου χωρίς κάποιο εντυπωσιακό μορφωτικό παρελθόν, βαστούν ένα κερί το οποίο από καιρό τους καίει το χέρι, αλλά δεν τους νοιάζει.

Δεν είδα καθόλου από το debate. Διότι είναι εξαρχής λάθος να ονομάζεται debate κάτι που περιέχει πολλούς εμπλεκόμενους. Όπως ο συνδυασμός δεν μπορεί να περιέχει πάνω από δύο πράγματα (αλλιώς είναι μείγμα), άρα η φράση «συνδυασμός πολλών πραγμάτων» είναι λάθος (να κάτι που είναι επικίνδυνο στο υιοθετημένο intellectual), έτσι και το debate αφορά στη λογομαχία δύο διαφορετικών γνωμών. Δηλαδή το de, που προφανώς βγαίνει από το λατινικό duo που σημαίνει «δύο» και το οποίο είναι μία από τις σύνθετες λέξεις του συνδυασμού. Όπως έγραψε και ο σπουδαίος Τζιάνι Ροντάρι, ένας από τους ακαταμάχητους παιδικους συγγραφείς που, κατά τη γνώμη μου, τα βιβλία του πρέπει να υπάρχουν σε κάθε σπίτι, οι λάθος λέξεις και τα νοήματα χαλάνε την ατμόσφαιρα. Το debate της Τετάρτης ήταν και αυτό, ένα από τα ανάπηρα παιδιά της δημοκρατίας έτσι όπως έχει εξελιχθεί.

Εδώ και πάνω από έναν αιώνα, η Ελλάδα είναι συνυφασμένη με τη δεξιά. Οποιοδήποτε αριστερό στοιχείο, που υπαγόταν στον κομουνισμό, κυνηγήθηκε σε μη πολεμικές περιόδους. Μόνο από τη δεκαετία του ’60 και έπειτα, όταν όλος ο κόσμος ζούσε μια μάχη που αφορούσε στα ανθρώπινα δικαιώματα (φυλετικά και εργασιακά) εναρμονίστηκε η αριστερά με τη χώρα. Βεβαίως, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απέδειξε, τουλάχιστον από το 1985 και έπειτα, ότι δεν έχει σημασία τι λες πώς είσαι: οι διαφορές στους χειρισμούς των καταστάσεων είναι ελάχιστες. Τούτο, με πολύ πικρό τρόπο, συνέβη από τον Ιανουάριο και έπειτα, χωρίς να έχω πάψει να θεωρώ ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο μόνος πρωθυπουργός στην ιστορία που τουλάχιστον ενδιαφέρθηκε για το πώς θα σώσει τη χώρα. Αν έγινε από δική του ματαιοδοξία ή από κάποιο άλλο κίνητρο, δεν με νοιάζει. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι το ψιλοπάλεψε. Αν δουλεύεις με ένταση και δύναμη για να κατακτήσεις τη μουνάρα ή να βγάλεις λεφτά ή επειδή θέλεις να είσαι ο καλύτερος, δεν με αφορά. Ό,τι στ’ αλήθεια με νοιάζει, είναι να κάνεις σωστά τη δουλειά. Ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσεις.

Το debate είναι η πολιτική εκδοχή του λεγόμενου interview. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι υπάρχει μια επιχείρηση (το κράτος) με θέσεις αδειανές, υψηλόμισθες- όπως πρέπει- που είναι ανάγκη να καταληφθούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πολιτικοί- που είναι ένα επάγγελμα από το οποίο βγαίνεις μέσω σπουδών ή, όπως στην περίπτωση της δημοσιογραφίας, με την τριβή, τη συνεχή ενασχόληση με αυτό εξ απαλών ονύχων (που σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να είναι το πέρας της εφηβείας)- παραθέτουν τα στοιχεία που θα τους κάνουν πιο ταιριαστούς για την επιχείρηση. Το κράτος δεν είναι επιχείρηση: ωστόσο είναι εκείνο που την πληρώνει. Ο θεατής βλέπει κάποιους που αποδεδειγμένα δεν πρόκειται να κάνουν αυτά που λένε να πασχίζουν να το πείσουν να τους ψηφίσει, όχι επειδή θα κάνουν αυτά που λένε αλλά, επειδή εκείνα που λένε ότι θα κάνουν και δεν θα κάνουν είναι πιο σωστά από εκείνα που λένε ότι θα κάνουν και δεν θα κάνουν οι άλλοι υποψήφιοι. Προφανώς, για να κορυφωθεί η παρωδία στο δράμα, όπως κάθε φορά, τα πλάνα είναι πάντα γενικά. Η ανάγκη υπεράσπισης του λαού που κρατάει προεκλογικά, είναι, θα μπορούσε να πει κάποιος, μία από τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που είναι αναπόφευκτο να συμβαίνουν λίγες μέρες πριν τις εκλογές.

Όπως λέει και ένας φίλος μου, «δεν πρέπει να μπούμε με εκρηκτικά στη βουλή  για να τους σκοτώσουμε, αλλά επειδή είναι μάταιο να περιμένεις από κάποιον που παίρνει την εξουσία να μη μαγευτεί από αυτή. Άντε, εγώ να του το δώσω ότι θα κάνει αγώνα. Εκείνος ξέρει τι θα γίνει αν πάρει την εξουσία; Και πώς θα λειτουργήσει ένα σύστημα αν δεν υπάρχει μια κυβέρνηση;». Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να αλλάξουν οι συνήθειές μας, αλλά γίνεται να λειτουργήσει με αμοιβαιότητα. Η δημοκρατία στην τωρινή μορφή της, εκείνη του καπιταλισμού, είναι ολιγαρχία με τη  νομιμότητα του λαού. Δεν έγινε τώρα: συνέβη από τη στιγμή που αποφασίστηκε ότι πρέπει να υπάρχει διακυβέρνηση. Διανθίστηκε με την πνευματική ελίτ της μεσαίας τάξης. Και ζει μέσα στο οξύμωρο της ισχύος του λαού να δίνει δύναμη σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά να αισθάνεται ο ίδιος (πέραν της ώρας της ψήφου, η οποία του δίνει απέραντη ικανοποίηση) ουδόλως ισχυρός.

Όπως έγραψε και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, βασάνης από κλίση, ένας Νεστμπεσμίτζερ, ως Βαρδιάνος στα «Σπόρκα», «το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγε τις ότι η χώρα αυτή ηλευθερώθη επίτηδες, διά ν’ αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν». Και όπως συνέχισε, ως Λέανδρος Παπαδημούλης στους «Χαλασοχώρηδες»: «Δεν λέγω πως το κάνουν επίτηδες, μα η διοίκησις είναι ρωμέικη, τι τα θέλεις;».

—————

Πίσω