Χωρίς τελείες


Σαν το δέρμα του μωρού

2015-09-08 17:23

Πριν περίπου δύο μήνες, αναρωτήθηκα πώς έγινε και η Κροατία προκρίθηκε στον τελικό του μπάσκετ στο ολυμπιακό τουρνουά της
Βαρκελώνης. Δεν πρέπει να θεωρείς κάτι δεδομένο στον αθλητισμό, απλώς ότι η Αγγλία δεν θα κατακτήσει το Μουντιάλ και το Euro μέχρι να πάθω αλτσχάιμερ και ότι η Κροατία δεν θα νικήσει σε καμία διοργάνωση μπάσκετ, είναι λίγο πιο σίγουρο από το ότι ο Ταραντίνο πρόκειται να βγάλει και άλλο γουέστερν.

Οι Κροάτες είχαν νικήσει την Κοινοπολιτεία για να φθάσουν στο τέλος της διοργάνωσης. Ήταν τυχεροί, διότι δεν έπεσαν με τη
Λιθουανία. Αυτό που ανακάλυψα ήταν ένα αισχρό φάουλ που χρέωσαν στον άμοιρο Ρώσο αμυντικό που έσπευσε να αναχαιτίσει τον Ντράζεν Πέτροβιτς στην τελευταία φάση του ματς. «Αααα, έτσι έγινε», σκέφτηκα. Πρέπει να το δώσουμε στον Ντράζεν, αν και δεν το γνωρίζαμε τότε: ίσως είναι ο μοναδικός Κροάτης στην ιστορία που, φορώντας τη φανέλα της εθνικής ομάδας, θα μπορούσε να βάλει δύο βολές που θα
χάριζαν τη νίκη στην ομάδα του στη λήξη ενός ημιτελικού μεγάλης διοργάνωσης.

Οι Κροάτες είναι το είδος του κοριτσιού που αν δεν πάνε όλα με βάση τις προδιαγραφές βρίσκεται σε κατάσταση πανικού. Επειδή
είναι έκπαγλου κάλλους, συγχωρούνται οι συμπεριφορές διότι, αν κοιτάξεις ξανά το πρόσωπό του, ίσως θεωρήσεις ότι αυτό που βλέπεις δεν το έχεις ξαναθωρισμένο, που λένε και στο χωριό μου. Ο Μάριο Χεζόνια, ο Ντάριο Σάριτς και ο Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς βρωμοκοπούν χάρισμα και δειλία, ταλέντο και ηττοπάθεια. Κάποιος πρέπει να «καθαρίσει» για λογαριασμό τους και δεν πρόκειται να είναι αυτοί. Στις
ομάδες τους, με τα ακριβά συμβόλαια και τις διαφορετικές προοπτικές, τη φανέλα που έχει βάρος φτερού, η υπόθεση βασίζεται σε άλλα δεδομένα και, πάντως, στο ευάλωτο πεδίο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μιας τραγικότητας που περισσότερο μοιάζει να πέφτει σε οργανισμούς ευαίσθητους και σώματα μαλακά, σαν αρρένων καλλονών που έχουν μαζευτεί σε μητριαρχικό ναό και ο χαμός κάποιου εξ αυτών κάνει γκελ ανάμεσα στο κρασί και στα φρούτα.

Οι Κροάτες, γεωγραφικά ευνοούμενοι ώστε να βρέχονται από την Αδριατική, μπορούν να κοκορεύονται ότι είναι οι μόνοι που πραγματικά φοβούνται οι Σέρβοι. Αλλά αυτός ο φόβος, αν υπάρχει, έχει τα στοιχεία ενός θρύλου: όλοι έχουν ακούσει για αυτόν, όμως κανείς δεν τον έχει δει. Οι Κροάτες νευριάζουν δύσκολα αλλά αν το κάνουν μπορεί να πάρουν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έγινε αυτό, το 2012, όταν αγρίεψαν πραγματικά μετά τη συνωμοσία των Σέρβων με τους Μαυροβούνιους στο Ευρωπαϊκό του
Γενάρη. Είχαν χάσει από τη Γερμανία και περίμεναν νίκη της Σερβίας επί του Μαυροβουνίου ή της Ρουμανίας επί της Γερμανίας για να προκριθούν στα προημιτελικά της διοργάνωσης του Αϊντχόφεν. Οι Σέρβοι, όχι μόνο δεν προσπάθησαν να νικήσουν τους Μαυροβούνιους αλλά, σχεδόν διακωμώδησαν το άθλημα όταν, περίπου 4' πριν τη λήξη του ματς ο τεχνικός των «ορλόβι», Ντέγιαν Ουντόβιτσιτς,
πήρε τάιμ άουτ και δεν μίλησε καθόλου στους παίκτες του, αφού, προκλητικά, καμώθηκε ότι θα τους μιλήσει. Οι Κροάτες έμειναν εκτός προημιτελικών και στο Λονδίνο, για τους Ολυμπιακούς, πήγαν αγριεμένοι. Ο Γιόζιπ Πάβιτς μού είπε, τον Οκτώβρη εκείνου του έτους και μακριά από την εκδοχή αυτής της νύχτας που τον βρίσκει στον Πειραιά, ότι δεν παρακολούθησαν ούτε ένα παιχνίδι του τουρνουά.
Για μία φορά, ο θυμός έγινε ακριβώς η κινητήριος δύναμη που χρειάζονταν ώστε να κάνουν αυτό που χρειαζοταν ως το τέλος, αυτό που υπαγόρευμε το έμφυτο χάρισμά τους που σε άλλο κράτος τόσο μαζεμένο, σε αναλογία, δεν πρόκειται να βρει κάποιος. Βεβαίως, η Κροατία στο πόλο τα κατάφερε περίφημα και στο Παγκόσμιο της Μελβούρνης του 2007 και στο Ευρωπαϊκό του Ζάγκρεμπ το 2010, αλλά θα πρέπει να αναζητηθεί η έμπνευση στον Ράτκο Ρούντιτς, ο οποίος τη δεκαετία του '80 ήταν ο τεχνικός της εθνικής Γιουγκοσλαβίας.

Η ομάδα του χάντμπολ που κατέκτησε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στην Αθήνα, βρωμοκοπούσε ταλέντο. Η Μπλάνκα Βλάσιτς
παραμένει μία εξαιρετικά ακριβής τεχνίτις του ύψους. Αλλά ειδικά οι μπασκετμπολίστες έχουν αυτό το χάρισμα να ρέουν στον αγωνιστικό χώρο. Λίγο μετά την εφηβεία, είχα βρεθεί να θέλω να παρακολουθώ- σε καιρούς που ήταν δύσκολο να συμβεί, τον Γιόζιπ Σέζαρ, έναν Κροάτη σμολ φόργουορντ κοντά στα 2,00μ., που ήταν το αρχέτυπο για ό,τι είχα στο μυαλό μου ότι ήταν ένας παλιός Γιουγκοσλάβος.
Ένα ελαφρύ κοίταγμα προς τα κάτω με αποτέλεσμα να νομίζεις ότι κάνει καμπουρίτσα και σκέψη πάνω στην ντρίμπλα. Βεβαίως, το ταλέντο του, όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις στη χώρα, πήγε αμανάτι. Ήταν ένας πρόδρομος του Χεζόνια στην έκρηξη, με ολίγον τι από Ντράζεν- ειδικά στην περίπτωση της σταυρωτής του- που απλώς δεν έφυγε ποτέ από τη χώρα του, αν και είχε γίνει ντραφτ στους Σιάτλ Σόνικς. Είναι από τα ανεξήγητα μυστήρια το πώς δεν έκανε καριέρα, αν και δεν υπάρχει κάτι ανεξήγητο στον αθλητισμό. Όλα για κάποιον λόγο συμβαίνουν και οι περισσότεροι Κροάτες είναι τόσο μαλακοί όσο το δέρμα του μωρού.

Η ήττα τους από την Εθνική μέσα στο Ζάγκρεμπ, με το προβάδισμα δικό τους για πάνω από 36 λεπτά παιχνιδιού, δεν στέκει ως το
απόλυτο παράδειγμα. Μόνο για πλάκα, την ίδια νύχτα έψαξα να βρω ήττες τους σε σπουδαία ματς μεγάλων διοργανώσεων. Ας πούμε, πριν αυτήν την αναφορά, έχω πάντα την εικόνα της Γιουγκ Ντουμπρόβνικ, η οποία έχει πάρει και τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών (το ένα, έχω καταλήξει όντως στο τετριμμένο, επειδή ο Μπόρις Μαργκέτα ακύρωσε το γκολ του Χατζηθεοδώρου στον τελικό του 2001), αλλά έχει χάσει τελικό στο τελευταίο δευτερόλεπτο της παράτασης, το 2008 από την Προ Ρέκο με το γκολ του Νόρμπερτ Μάνταρας, έχει χάσει σε δεύτερο προημιτελικό με διαφορά έξι γκολ ενώ είχε νικήσει με 11, το 2012 από τη Βάσας και έχει χάσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 2013 ούσα αλώβητη σε όλη τη διοργάνωση, χάνοντας μόνο ένα ματς, δηλαδή τον τελικό από τον Ερυθρό Αστέρα μέσα στο Βελιγράδι, με ένα φθηνό
γκολ από ένα κενό της άμυνας. Η Γιουγκ έπαιξε, πριν από αυτήν τη φάση, μια επίθεση που κράτησε σχεδόν δύο λεπτά, με τρεις υποεπιθέσεις στον παίκτη παραπάνω και, τελικά, ένα γκολ του Μίχο Μπόσκοβιτς και ενδεχομένως να πίστεψε ότι σώθηκε ή σε κάποιον οιωνό.

Σε ό,τι αφορά την μπασκετική Κροατία, αφότου ο Ντράζεν ανελήφθη εις τους ουρανούς στις 7 Ιουνίου του 1993, η κατάσταση ήταν...
δράμα: ήττα από τη Ρωσία στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 1993, ήττα από την ίδια ομάδα στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος του 1994 στο Τορόντο, 66-64. Εύκολη επικράτηση της Λιθουανίας στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του
1995, ήττα-σοκ από την Αυστραλία στον προημιτελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996, 74-72. Επώδυνη ήττα... μπόνους στον δεύτερο όμιλο του Ευρωμπάσκετ, στην πρώτη αντάμωση με τη Γιουγκοσλαβία σε μεγάλη διοργάνωση, με το τρίποντο του Τζόρτζεβιτς στο τελευταίο δευτερόλεπτο, το 1997, όταν η πρώτιστη φουρνιά- που υπαγόταν, βεβαίως, στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία και ήταν αναγκασμένη να παίζει
υπό την αιγίδα του Πέταρ Σκάνσι, ο οποίος την επιστήμη του μπάσκετ, όπως την παρουσίασε άγαρμπα, έστω, ο Μπόζα Μάλκοβιτς στο Final 4 της Αθήνας το 1993 με τη Λιμόζ, την κατανόησε ως «θάνατο»- είχε εξαφανιστεί, κυρίως επειδή, όπως έλεγαν τα ρεπορτάζ
της εποχής, ο Τόνι Κούκοτς τσακώθηκε με τον Ντίνο Ράτζα. Μετά, εξαφάνιση.

Απόντες από το Παγκόσμιο του 1998, 9οι στην επιστροφή του Κούκοτς στο Ευρωμπάσκετ του 1999, απόντες από τους Ολυμπιακούς του 2000, ήττα 87-85 από την Τουρκία στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 2001, απόντες από το Μουντομπάσκετ του 2002, το Ευρωμπάσκετ του 2003 και τους Ολυμπιακούς του 2004.
Έπειτα: ήττα-σφαγή στον προημιτελικό με την Ισπανία στο Βελιγράδι, το 2005, ημόνη φορά που δικαιούνται να φωνάζουν. Απόντες από το Παγκόσμιο του 2006, ήττα από τους Λιθουανούς στο καλάθι, 74-72, στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 2007, απόντες από τους Ολυμπιακούς του 2008, ήττα από τους Σλοβένους στο καλάθι στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 2009 και φυσικά ήττα με αυτοκτονική διάθεση από τους Σέρβους στη φάση των «16» του Μουντομπάσκετ του 2010, εκεί που έπαιξαν τη... χειρότερη άμυνα όλων των εποχών μετά από καλάθι, όταν άφησαν τον Ράσιτς να κάνει λέι απ ανενόχλητος επειδή ξεχάστηκαν να πιέζουν στο κέντρο και όταν ο Πόποβιτς έβαλε τις δύο βολές για το 72-72, ο Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς έπεσε πάνω στον Ράσιτς, στην προσπάθειά του να νικήσει το ματς, που καταστρατηγούσε το non call ακόμα και σε στρατόπεδο συγκέντρωση, αν Γερμανός στρατιώτης έκανε το φάουλ σε Εβραίο. Σκορ, 73-72. Δεν ήταν καν στα προημιτελικά του Ευρωμπάσκετ του 2011, αφού έχασαν από τα Σκόπια, στο καλάθι, αλλά και από τους Βόσνιους, δεν πήγαν, προφανώς, στους Ολυμπιακούς του 2012- οπότε του χρόνου συμπληρώνονται 20 χρόνια- και πέρασαν
στα ημιτελικά του Ευρωμπάσκετ του 2013, κυρίως επειδή ήταν αδύνατον να χάσουν από την Ουκρανία. Πήγαν, πάει να πει, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, όπου έχασαν από τους Γάλλους 69-64 στη φάση των «16».

Είναι τόσο ισχυρή δύναμη η Κροατία ώστε να βγαίνει μια μορφή σαρκασμού στην αφήγηση των συνεχόμενων απωλειών της; Σίγουρα έχει
επιτυχίες απροσδόκητες, όπως εκείνη του Γκόραν Ιβανίσεβιτς το 2001, ο οποίος έγινε ο πρώτος τενίστας στην ιστορία με wild card που κατέκτησε το Γουίμπλεντον, αν και είχε χάσει τρεις τελικούς από τον Άντρε Άγκασι και τον Πιτ Σάμπρας (δις) μέσα στη δεκαετία του '90. Υπάρχει επίσης και ο Μαρίν Τσίλιτς, ο οποίος κατέκτησε πέρυσι το US Open. Με βάση τον πληθυσμό τους και τη θέση τους στον χάρτη οι Κροάτες παίρνουν ακριβώς ό,τι τους αξίζει σε μέγεθος. Αν κοιτάξεις, ωστόσο, με το μικροσκόπιο, θα παρατηρήσεις ότι στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1998 προηγήθηκαν στο σκορ με τους Γάλλους και ο ηγέτης τους, Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, «πούλησε»
την μπάλα έξω από την περιοχή για να ισοφαριστούν. Σε εκείνο το ματς, ο Λιλιάν Τιράμ έβαλε δύο γκολ. Μόλις τελείωσε την καριέρα του στην Εθνική, εκείνα τα γκολ ήταν τα μόνα που είχε πετύχει στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Το 2008, στο Euro, προηγήθηκαν 1-0 της Τουρκίας στον προημιτελικό στο 118', για να ισοφαριστούν στο 120', με απίστευτο γκολ του Αρντά Τουράν (της εικόνας του «Τσόλο» Σιμεόνε μέσα στο γήπεδο για την Ατλέτικο Μαδρίτης έως και τον Μάιο) και να καταρρεύσουν στα πέναλτι. Έχουν χάσει, επίσης, 2-1 από τη Γερμανία στον προημιτελικό του Euro 1996 με δύο γκολ του κεντρικού αμυντικού Ματίας Ζάμερ.

Προπονητής της εθνικής ομάδας μπάσκετ είναι ο Βέλιμιρ Περάσοβιτς. Ο οποίος είχε θητεία, ως παίκτης, στη Γιουγκοπλάστικα του
Μπόζα Μάλκοβιτς και στην εθνική Γιουγκοσλαβίας του Ντούσαν Ίβκοβιτς. Αν εξαιρεθεί, όμως, ο Ράνκο Ζεράβιτσα (και, προφανώς, ο Ρούντιτς), Κροάτης και προπονητής είναι δύο λέξεις που δεν μπαίνουν στην ίδια φράση, αν αυτό δεν συνοδεύεται από
δυσπιστία τουλάχιστον, δυσπιστία που βρίσκεται στο όριο να γίνει χλεύη.

Ο Περάσοβιτς ήταν τεχνικός της Τσιμπόνα που έφθασε στον τελικό της Αδριατικής Λίγκας το 2010 και μέσα στο Ζάγκρεμπ
υποδεχόταν την Παρτίζαν. Αν υπάρχει ένα παιχνίδι που δείχνει για ποιο λόγο οι Κροάτες έχουν πολλούς τρόπους να χάνουν, είναι αυτό.

Η Παρτίζαν νικούσε 72-68, όταν ο Μάρκο Τόμας (ο μόνος που είναι ίσως πρόθυμος να μπει στη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και να
μείνει εκεί από όλη αυτή τη φουρνιά) πέτυχε τρίποντο, έκλεψε την μπάλα και την έδωσε στον Τζαμόν Γκόρντον για νέο τρίποντο. Όταν αυτό συνέβη, στο χρονόμετρο έμεναν 60 εκατοστά του δευτερολέπτου, αρκετά για να ανοιγοκλείσεις γρήγορα 2,5 φορές τα μάτια σου. Όταν αυτό συνέβη, οι παίκτες της Τσιμπόνα άρχισαν να πανηγυρίζουν προς τον πάγκο της ομάδας, την άμυνά τους. Ο Περάσοβιτς μπήκε στο
παρκέ και άρχισε να τους αγκαλιάζει, ο κόσμος αποθέωνε και εν τω μεταξύ η Παρτίζαν έκανε την επαναφορά, ο Ντούσαν Κέτσμαν είχε όλο τον χώρο του κόσμου για να φτάσει σχεδόν ως το κέντρο και ο μόνος που του έκοψε να κοιτάξει προς τα εκεί, δηλαδή ο Τόμας, βρέθηκε κάπως κοντά του, αλλά όχι αρκετά. Ο Κέτσμαν έπιασε την μπάλα και την εκσφενδόνισε αμέσως. Χτύπησε στο ταμπλό και μπήκε. Στη
«Χάλα Ντράζεν Πέτροβιτς» έπεσε σιωπή νεκροταφείου. Χρόνια τώρα οι Κροάτες προσπαθούν να λύσουν τον γρίφο πώς, με τόσα απίθανα ταλέντα που βγαίνουν (η τωρινή ομάδα έχει τέσσερα:τον Χεζόνια, τον Ντέγιαν Σάριτς, τον Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς και τον Άντε Τόμιτς), δεν καταφέρνουν να πετύχουν μια πραγματικά μεγάλη διάκριση και έχουν να δουν μετάλλιο από το 1995. Για αρχή, θα μπορούσαν να μην πανηγυρίζουν πριν ένα ματς τελειώσει.


Από την άλλη μεριά, με τον πρωταθλητισμό να αποτελεί, κατά συντριπτικό ποσοστό, ζήτημα μονομανίας και μαρτυρίων, πόνου, δακρύων, σπασμένων κοκκάλων και αίματος, να είναι τόσο απομακρυσμένος από τη χαρά, δεν είναι κάπως ποιητικό να βλέπεις μια ομάδα η
οποία ξέρεις ότι θα σου παρουσιάσει την ευαισθησία και το ευάλωτο πρόσωπό της με τον πιο δραματικό, ιλαροτραγικό, τρόπο;

—————

Πίσω