Χωρίς τελείες


Σε πνευματική παρακμή

2015-05-04 02:19

Ο Λουίς Σουάρες ενσαρκώνει τη μοναδική παραδοξότητα στο ποδόσφαιρο στις μέρες μας, τη μόνη οντότητα που καταφέρνει και αντέχει σε ένα παιχνίδι που παραλογίζεται από μόνο του και που έχει μετατρέψει τους θεατές σε κριτές οι οποίοι (μαζικά) μοιάζουν να έχουν μεταπτυχιακό και PHD στην ηθικολογία.

Αυτό το κείμενο είχε χρονικό στόχο να γραφεί μετά το αριστούργημα του Ουρουγουανού με την Παρί Σεν Ζερμέν. Παρ’ όλα αυτά ηλεκτρονικές δυσκολίες το ανέβαλαν. Το απόγευμα της Παρασκευής βρεθήκαμε παρέα να συζητάμε για τα σπορ: τένις πρώτα, μπάσκετ ύστερα, στο τέλος ποδόσφαιρο. Και το βράδυ του Σαββάτου ο Βασίλης Σπανούλης έδειξε τα αυτιά του στο ΟΑΚΑ.

Τα Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός στο μπάσκετ είναι πραγματικά κουραστικά παιχνίδια. Ακόμα και σε περιπτώσεις που κρίνουν πρωτάθλημα. Εδώ και πάνω από 20 χρόνια, από τον τέταρτο τελικό της ζαρτιέρας το 1993, οι δύο ομάδες παίζουν, με ελάχιστα διαλείμματα, ματς στα οποία γίνονται τα πάντα. Εξοργισμένοι πρόεδροι, προπονητές εν εξάλλω καταστάσει, προδοσίες και διαγγέλματα κατά της βίας, μπινελίκια και επισκέψεις στα αποδυτήρια των διαιτητών. Μόνο οι φήμες, ο ανένδοτος πόλεμος που μερικές φορές είναι Ψυχρός και άλλες την πληρώνουν τα κιγκλιδώματα, αρκεί. Στην Ισπανία γιορτάζουν την ανάταση του μπάσκετ στο χρυσό μετάλλιο που κατέκτησε η εθνική Εφήβων στην Πορτογαλία το 1999. Να βρεθείς το Final 8 του Κυπέλλου είναι εμπειρία ζωής. Οι τελικοί τους είναι ένα σκαλί κάτω, σε οργάνωση, ένταση και θέαμα, από το ΝΒΑ. Στο παιχνίδι του Ερυθρού Αστέρα με τον Παναθηναϊκό στο Βελιγράδι όχι μόνο δεν έπεσε τίποτα στο παρκέ, αλλά τα συνθήματά τους δεν είχαν αποδέκτη την Παρτίζαν. Έβρισαν στα ελληνικά τον Παναθηναϊκό, προφανώς, για να αναδείξουν τη σχέση με τον Ολυμπιακό, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Μιλάμε για μία χώρα που έχει παράδοση στο μπάσκετ μισού αιώνα και που αν δεις τους οπαδούς του Αστέρα μπορούν να παίζουν μήλα με σένα για μπάλα.

Στην Ελλάδα, από τις αρχές του ’90, δεν έχει μείνει φιλοξενούμενη ομάδα σε παρκέ μετά τη λήξη ενός ματς. Το 1998 έμοιαζε το απόλυτο σημείο σήψης, όταν ο Ντίνο Ράτζα ανέβηκε σε διαφημιστικές ταμπέλες για να παρακαλέσει τους φίλους του Παναθηναϊκού να σταματήσουν και ο Φάνης Χριστοδούλου χτύπησε έναν προκλητικό Γιάννη Ιωαννίδη. Και στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του millennium, ο Παναθηναϊκός αντάμωσε με τον Ολυμπιακό σε τελικούς.

Αδόκητη ατυχία!

Από κάποιο σημείο και έπειτα, γίνεται βαρετό. Δεν πρόκειται, ασφαλώς, για αθλητικές μονομαχίες, αλλά έχει ξεφύγει και από όλες εκείνες τις αναλύσεις που καταλήγουν στην τεστοστερόνη. Πρόκειται για μία επιβολή που πλέον έχει πάψει να έχει σημασία. Που είναι η αλλοιωμένη συνέχεια της αληθινής μάχης, μία πομφόλυγα στην οποία πρέπει απλώς να βάλεις ιώδιο. Το ελληνικό μπάσκετ είναι το μεγαλύτερο χαμένο στοίχημα του ελληνικού αθλητισμού, υπό την έννοια της παιδείας.

Το 1987 η Εθνική κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ. Ήταν η πρώτη πολύ μεγάλη στιγμή των Ελλήνων μετά τη μεταπολίτευση, στο αθλητικό κομμάτι. Ήταν σίγουρα η πρώτη πελώρια συγκέντρωση. Η υπόσχεση ήταν να φτιαχθούν, σε όλη την Ελλάδα, 100.000 μπασκέτες. Το σπορ δεν ήταν ήδη διάσημο, αλλά ότι υπήρχε κάποιος που λέγεται Νίκος Γκάλης και ότι δεν υπήρχε κάτι που να μην μπορεί να κάνει ήταν ήδη γνωστό.

Για μία φοράη υπόσχεση τηρήθηκε και οι μπασκέτες φτιάχθηκαν. Μετά ήρθαν οι επενδυτές, Κροίσοι που είχαν τη διάθεση να δαπανήσουν χρήματα. Η δόξα ήταν το Μεγάλο Αφροδισιακό: πριν που ήταν διάσημοι επιχειρηματίες, δεν τους ήξερε άνθρωπος. Έπειτα περπατούσαν στον δρόμο και όλοι τους σταματούσαν. Αυτό που συνέβη στο μυαλό τους ήταν ότι η ομάδα έπρεπε να νικάει. Και όταν δεν συνέβαινε αυτό- διότι ποτέ δεν συμβαίνει- έπρεπε να ψάξουν να βρουν έναν καλό υπεύθυνο. Ευτυχώς για αυτούς, το πρόβλημα δεν ήταν μεγάλο στο δεύτερο κομμάτι. Εξ ορισμού, όταν χάνεις ένα ντέρμπι στο όριο φταίει ο άλλος, ο μπήξας, ο δείξας: από την αρχή σχεδόν οι στρατιές μαζεύτηκαν. Μόλις οκτώ χρόνια μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου, όταν Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί τα έκαναν λαμπόγυαλο στο Final 4 της Σαραγόσας, ο Σωκράτης Κόκκαλης ήταν αφοπλιστικός: «αυτούς τους οπαδούς έχουμε και δεν θέλουμε να τους αλλάξουμε». Η σήψη βρισκόταν σε τροχιά.

Η τρομοκρατία δεν είναι προνόμιο κανενός. Στο ΣΕΦ έχουν διακοπεί τελικοί για αυτόν τον λόγο, οπαδοί και εκεί έχουν μπουκάρει στο γήπεδο. Η καλή ομάδα της ΑΕΚ στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχε το πρόβλημα των οπαδών και των αλαλασμών: ο Δημήτρης Φιλίππου, πρόεδρος και αιμοδότης της ομάδας, όπως αποδείχθηκε, είχε δώσει μία εξαιρετική περιγραφή σε εκείνη την παράνοια: την ονόμασε «το πανηγύρι των ζουρλών». Ξαφνικά, τα Άρης-ΠΑΟΚ τη δεκαετία του ’80 έμοιαζαν με ειρηνικά συλλαλητήρια. Οι πιο παλιοί θα θυμούνται τα μπουκέτα του Γκάλη με τον Πρέλεβιτς. Ξέρετε τι δεν μπήκε στον αγωνιστικό χώρο του Αλεξανδρείου εκείνη την ώρα; Οπαδός.

Και δεν υπάρχει κανείς που να μη φταίει για το γεγονός ότι, σύμφωνα με το βίντεο και τις μαρτυρίες, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος έβρισε τη γυναίκα και το παιδί του Βασίλη Σπανούλη. Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος έβρισε τον Σπανούλη επειδή έδειξε τα αυτιά του μετά από ένα τρίποντο στο ΟΑΚΑ; Και υπάρχουν άνθρωποι που, εξαιτίας αυτής της χειρονομίας, τον χαρακτήρισαν «μεγάλο παίκτη και μικρό άνθρωπο»;

Όταν ο Σπανούλης έκανε τη χειρονομία, σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να το κάνει, λίγο κυνικά: λόγω της σημασίας του παιχνιδιού. Αλλά με την ώρα να περνάει, κατάλαβα ότι αυτό που σκέφτηκα ήταν παραλογισμός: 18.000 θεατές να σου βρίζουν τη μάνα όλη την ώρα, να σου τινάζουν το μυαλό στον αέρα και εσύ να δαγκώνεσαι να μην προκαλέσεις; Είναι νόμος: μαζεύεις, μαζεύεις και έπειτα εκρήγνυσαι, σε σημείο που χάνεις κατευθείαν το δίκιο σου. Δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογεί αυτό που ακολούθησε. Αν το δικαιολογείς, τότε βρίσκεσαι σε πνευματική παρακμή, σε μία ανεπανάληπτη ντεκαντάνς. Όταν αρχίσεις να απορείς με τον παίκτη που κάνει μία χειρονομία η οποία δεν είναι υβριστική, τον αποκαλείς «μικρό άνθρωπο», και δικαιολογείς έστω και λίγο τη συγκεκριμένη αντίδραση, ενώ κατά πάσα πιθανότητα είσαι ένας άνθρωπος ευγενικός που κάνεις περισσότερο καλές από κακές σκέψεις, που έχεις περάσει χρόνια στο πανεπιστήμιο και που έχεις κάνει εργασίες τις οποίες ο διευθυντής σου έχει εκθειάσει, τότε είμαστε σε πνευματική κρίση όλοι μαζί.

Το όνειρο του Γκαλεάνο

Ο διαιτητής, μάλιστα, τον χρέωσε με τεχνική ποινή. Για πανηγυρισμό. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να εκφραστείς όταν μισείς κάποιος στο αθλητικό πλαίσιο. Στον επαγγελματικό κόσμο οι άνθρωποι εξυπηρετούν τις ανάγκες ρόλων, για να μπορέσει το γρανάζι να κινείται: όταν ο Σπανούλης αποδέχθηκε την πρόταση του Ολυμπιακού, δεν του απέφερε μόνο ένα σπουδαίο ποσό, αλλά έδωσε μία νέα διάσταση στον ρόλο του. Όταν ο Λουίς Σουάρες δάγκωσε τον Τζόρτζιο Κιελίνι στο ματς του Μουντιάλ της Ιταλίας με την Ουρουγουάη, στο οποίο η θρυλική «Σελέστε» άφησε εκτός φάσης των «16» τους «Ατζούρι», ένα ολόκληρο θεατρικό εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μας.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο στιγμές που σόκαραν τον κόσμο εξαιτίας της σωματικής επαφής σε Παγκόσμιο Κύπελλο είχαν για κοινό παρονομαστή Ιταλούς αμυντικούς. Ο Μάρκο Ματεράτσι και ο Τζόρτζιο Κιελίνι προέρχονται από μία από τις πιο ζαβολιάρες αθλητικές σχολές στην ιστορία. Ο Σουάρες και ο Ζιντάν είναι παίκτες που προέκυψαν από το όνειρο του Εντουάρντο Γκαλεάνο. Από εκείνο που εξήγησε ο μακαρίτης Ουρουγουανός συγγραφέας, ένας αφηγητής θαυμάτων για τη Λατινική Αμερική, ένας από εκείνους τους ανθρώπους που έκαναν τα παιδιά να ξεχνούν την πείνα τους. Ο Γκαλεάνο έβρισκε το ποδόσφαιρο ως το τελευταίο προπύργιο διαφορετικότητας των ανθρώπων. Οι ποδοσφαιριστές έπρεπε, κατ’ αυτόν, να είναι μοναδικές οντότητες, που θα τιμάνε τις χώρες τους όχι από επιβολή αλλά διότι θα απορροφούν το κληροδότημα. Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει στον κόσμο άλλος από τον Σουάρες στο ποδόσφαιρο που αντιπροσωπεύει με τέτοια πληρότητα μία χώρα. Και το παγκόσμιο χωριό δεν είναι μία κακή ιδέα, αρκεί ο γνώμονας με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι καταστάσεις να μην είναι ο ίδιος. Η Ουρουγουάη, πολύ πριν τη Βραζιλία και την Αργεντινή, έκανε το ποδόσφαιρο τέχνη. Και αδικήθηκε κατάφωρα στην ιστορία της, κυρίως επειδή τα έβαλε με τον κόσμο όλο. Είναι μία χώρα που για τον υπόλοιπο πλανήτη μοιάζει σαν να μην υπάρχει: η ποδοσφαιρική ομάδα είναι το μόνο εξαγώγιμο προϊόν της και η τελευταία φορά που κάποιος έμαθε νέα από αυτό το κράτος της Λατινικής Αμερικής, έγινε επειδή ο τέως πρόεδρος (που τελείωσε τη θητεία του την 1η Μαρτίου του 2015), Χοσέ Μούικα, παραχωρούσε ένα εξοργιστικά μεγάλο ποσό από τον μισθό του στον λαό.

Μετά τη δαγκωματιά του στον Κιελίνι, η Λίβερπουλ προφανώς δεν μπορούσε να το αποδεχθεί. Ο Σουάρες είχε γίνει θύτης σε ρατσιστικό συμβάν, είχε δαγκώσει το χέρι του Ιβάνοβιτς. Τώρα ο συντηρητισμός μπαίνει βαθέως και στο γήπεδο, προσπαθώντας να κάνει τους παίκτες ίδιους τον ένα με τον άλλο, να χάσουν κάθε ικμάδα αυτόφωτης ενέργειας που διαθέτουν. Προφανώς δεν γνωρίζω τι είναι ο Σουάρες, αλλά θα έβαζα ένα μεγάλο στοίχημα ότι δεν είναι ρατσιστής: είναι απλώς ένας τύπος που του αρέσει περισσότερο από κάθε τι άλλο να νικάει.

Στη Βαρκελώνη, βεβαίως, έχουν ξεχάσει εκείνη τη δαγκωνιά, όπως άλλωστε και το τσιγάρο του Ζερεμί Ματιέ, τον οποίο τα social media πέρασαν πριονοκορδέλα, λες και ήταν ο πρώτος αθλητής στην ιστορία που κάπνιζε δημοσίως. Το πρόβλημα με το κάπνισμα του Ματιέ είναι ότι υπάρχουν social media: δεν είναι πρόβλημα ότι υπάρχουν μέσα διαδικτυακής κοινότητας και εκατοντάδες εκατομμύρια ιστοσελίδες (τόσες μοιάζουν): είναι ότι αναδεικνύουν ένα γεγονός σαν να είναι η πρώτη φορά που συνέβη από την αρχή του κόσμου. Για πρώτη φορά, αν παρατηρείς και θυμάσαι λίγο, μπορείς να δεις τη μερική αμνησία ή την επιλεκτική μνήμη στην ολότητα. Το κόλπο, βεβαίως, είναι το feed: κάποτε εκείνοι που ξεδιάντροπα υποστήριζαν τη μία γνώμη και έπειτα ταυτίζονταν με την άλλη, λες και ήταν η άποψή τους από πάντα, μπορούσαν να ξετρυπωθούν στα γραπτά. Τώρα υπάρχει το feed: όλα βρίσκονται σε ένα αρχείο, αλλά είναι χαώδες και δεν  να το ψάξεις.

Ο Σουάρες- ο οποίος εννοείται ότι έπρεπε να τιμωρηθεί όσο υποκρίθηκε από τη FIFA, η οποία είναι η παγκόσμια ομοσπονδία στο ποδόσφαιρο- είναι ο νούμερο 2 παίκτης στον κόσμο σε ό,τι θεωρώ συναρπαστικότερο στοιχείο σε έναν ποδοσφαιριστή: στην αντίδραση όταν φαινομενικά η φάση έχει τελειώσει. Δεν υπάρχει άλλος, πλην του Μέσι, κοντά σε αυτό. Μπορεί να είναι στη γραμμή του πλαγίου ανάμεσα σε δύο και να τον βλέπεις να χάνει το κοντρόλ, και έπειτα να επιστρέφει για να κερδίσει την μπάλα και με κάποιον τρόπο να μείνει μόνος του, με τον διάδρομο μπροστά του ανοικτό. Ήταν θέμα χρόνου να το κάνει με την Μπαρτσελόνα: ήταν θέμα χρόνου να γελοιοποιηθούν οι ηθικολόγοι και όλοι εκείνοι που στην αρχή αμφισβητούσαν το αν ταιριάζει και έπειτα μπορεί να τον κατέταξαν σε κατώτερο επίπεδο. Με τον ακριβώς ίδιο τρόπο οι δημοσιογράφοι έκριναν και τον Ζινεντίν Ζιντάν την πρώτη χρονιά του στη Ρεάλ Μαδρίτης και έπειτα είχε 2,5 εκπληκτικά χρόνια, που με την μπάλα στα πόδια ήταν σαν να ακούς τον Νικολό Παγκανίνι: εκείνον τον ιδιοφυή βιολονίστα που είχε αποκληθεί γιος του διαβόλου, επειδή έπαιζε σαν άνθρωπος ψυχωτικός. Η κηδεία του δεν έγινε επειδή, με τη σχέση που θεωρούσε ο κόσμος που είχε με τον σατανά και το γεγονός ότι η καθολική εκκλησία δεν μπόρεσε να του στείλει παπά για την τελευταία εξομολόγηση, φοβήθηκαν ότι θα έπαιζε βιολί μέσα στο φέρετρο.

 Ο άνθρωπος (κατά)κρίνει εξ απαλών ονύχων και όσο μεγαλώνει κρίνει παρά χρήμα και αυθωρεί: αυτό δεν γίνεται να εκμηδενιστεί και, ταυτοχρόνως, δεν πειράζει. Το αλαφροΐσκιωτο από ανθρώπους που πρέπει να σκέφτονται, όμως, είναι δυσβάσταχτο (και κυρίως αν έχει γίνει από τον υπογράφοντα). Η ηθικολογία εξαντλείται σε γελοιότητες και γίνεται πίσσα και πούπουλα σε καταστάσεις που αφορούν στην επιβίωση. Δεν πρέπει να σε ξεπερνάει πάντως, περισσότερο σου δείχνει σε τι κόσμο ζεις και πόσο αδαής είναι, όταν κάνει παράνομη την άγνοια και διασύρει την (εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων υπαρκτή) κριτική σκέψη. Ένα δάγκωμα ήταν ο λόγος που ο κόσμος στήθηκε απέναντι. Δύο ποδιές, που αποθέωσε. Το λες και ξεπούλημα. 

—————

Πίσω