Χωρίς τελείες


Σκέψεις στην παραλία

2015-09-01 05:03

Ενδόμυχα είχα αρχίσει να συμπαθώ τον Διονύση Σαββόπουλο από πιο πριν, αλλά η σχέση του ακροατή σε τακτά χρονικά διαστήματα σφραγίστηκε πέρυσι το καλοκαίρι. Αυτό που συνέβη, ήταν ότι η φίλη μου η Κατερίνα έβαλε το «Τσάμικο», μετά το πέναλτι του Γιώργου Σαμαρά με την Ακτή Ελεφαντοστού στο τελευταίο παιχνίδι των ομίλων του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ο στίχος, φυσικά, «η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει, κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει», είναι μια κοινοτοπία και στο Euro 2004 άκουσα την πρώτη φράση τόσες φορές που μπούχτισα και ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα πολύ άνετα να ζήσω και χωρίς αυτή.

Αλλά αυτό σημαίνει να διαθέτεις καλό τάιμινγκ μαζί με οξύνοια. Μπορείς να βάλεις ένα ανεπίτρεπτο πατριωτικό κλισέ, από εκείνα που το «πφφφ» είναι η πιο σωστή αντίδραση και να συγκινήσεις κάποιον που εδώ και χρόνια έχει αφορίσει τα πατριωτικά κλισέ.

Αν, ένα χρόνο πριν, αυτή η παράθεση σημάδευε απευθείας τη συγκίνηση, το έμβρυο που προέκυψε από τη βέβηλη συνουσία του Υπέρτατου Θεατρικού Ψέματος με την Προγονική Μνήμη, ένα χρόνο μετά, μπροστά στην ακρόαση του Τσάμικου μπορείς να καγχάσεις. Ο χρόνος πατέρας πάντων και μεγάλος φαρσέρ, αν θέλετε τη γνώμη μου. Έκτακτος και, όποτε χρειάζεται, χονδροειδής. Είναι σκληρόπετσος διότι η καλή μνήμη δεν συνοδεύεται, τις περισσότερες φορές, από τη διδαχή. Ο χρόνος είναι η μόνη κατάσταση που δεν εγγυάται ότι αν κάνεις ακριβώς το ίδιο λάθος μετά, θα μπορέσει να το διαφοροποιήσει.

Δεν νομίζω ότι ήμουν γεννημένος για να γράφω, αλλά αγαπάω τα σπορ. Όχι την εξειδίκευση, παρά την αθώα σπουδή στις αισθήσεις. Οι φορές που απολαμβάνω το μνημονικό είναι εκείνες που θυμάμαι τι συνέβη μετά από ένα σπουδαίο παιχνίδι. Τις προάλλες μού ήρθε- και δεν έχει φύγει ακόμα- εκείνη η νύχτα που έγραφα ραβασάκια σε μια καφετέρια στο Γαλάτσι τη Μεγάλη Τετάρτη του 2004. Δεν θα το θυμόμουν με τίποτα αν δεν είχε συμβεί, πρωτύτερα, το Λα Κορούνια-Μίλαν 4-0. Πολλά σκηνικά. Μπορώ ανά πάσα στιγμή να βρω την ημερομηνία του πρώτου ραντεβού μου μακριά από τα αδιάκριτα μάτια στην Απείρανθο το καλοκαίρι του 1998: ήταν στον ημιτελικό του Μουντιάλ της Γαλλίας με την Κροατία. Ένα ματς που είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις επειδή ακριβώς δεν το είδα. Για χρόνια μετά, σκεφτόμουν, «όσο και αν σε επηρεάζουν τα κορίτσια, ποτέ, μα ποτέ, μα ΠΟΤΕ (βάζω και λίγο Τσόρτσιλ μέσα) μην χάσεις ξανά τέτοιο ματς».

Η αναφορά στον Σαββόπουλο δεν είναι τυχαίο παράδειγμα, όσο κι αν η καταγραφή σκέψεων έφερε μερικές σκόρπιες καταστάσεις στο φως, που μπερδεύουν τους αναγνώστες όσο και τον γράφοντα. Πάνω στην πόλωση των ημερών της εβδομάδας του δημοψηφίσματος αλλά και των υπόλοιπων δύο εβδομάδων, αναδείχθηκαν νευρωτικές πτυχές του  εαυτού. Βρεθήκαμε εκεί που έπρεπε ώστε να δοκιμαστεί η σεμνότητα και η μετριοπάθειά μας. Λένε ότι για έναν άντρα κωμωδία είναι να σκοτωθεί στον υπόνομο και τραγωδία να χύσει τον καφέ στο πάτωμα και μπορώ να επιβεβαιώσω, τουλάχιστον σε ένα κομμάτι, ότι υπάρχουν αληθινά στοιχεία. Από τον τύπο που έγραψε τη «Θανάσιμη Μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» ίσως να περίμενες μία πιο αδιάλλακτη στάση, αλλά επειδή καιρός φέρνει τα λάχανα μα και τα παραπούλια, έπεσα σε ένα βίντεο στο οποιο ο αιρετικός Βασίλης Ραφαηλίδης βάλλει κατά του Σαββόπουλου, μια και τον χαρακτηρίζει πουριτανό. Πράγματι, δεν νομίζω ότι σε καμία διάσταση των εκδηλώσεών του παλαιόθεν, ο εντυπωσιακός μουσικός με το σύμφυτο παιγνιώδες στη δημιουργία είχε κάποια ανάγκη να κρύψει την «πισινή» που κρατούσε απέναντι στα πράγματα. Είναι λάθος- και το λέω με βεβαιότητα παρα το γεγονός ότι προκύπτει αγώνας μέχρι να γίνει συνειδητή στάση- να σκέφτεσαι ότι ο καλλιτέχνης είναι το τραγούδι του. Αν πραγματοποιούσα όσες συμβουλές δίνω και μπορούσα να είμαι τα κείμενά μου, τότε πιθανότατα θα ήμουν πλούσιος, με ήρεμη ισορροπημένη ζωή και αριθμό κοριτσιών που θα παρέπεμπαν σε Μορμόνο. Κάποιο λάθος, ωστόσο, δεν ξέρω, λειτουργικό, κατά τη διάρκεια της ζωής κάποια στιγμή που πήγε πραγματικά στραβά, έχει γίνει.

Πέτυχα κάποιους, με διάθεση να φθάσουν σε μετωπική σύγκρουση και ελάχιστα ρίσκα στο τραπέζι (αλλά θα δεχθώ και την ανθρωπιστική πλευρά του πράγματος), οι οποίοι αφόρισαν τον Σαββόπουλο. Βεβαίως, το Τσάμικο είναι Ωδή, το ίδιο και το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις» και το «Καλοκαίρι». Αν τα δύο πρώτα αναδεικνύουν τη βαθιά ελληνικότητα, το τρίτο είναι ένα ολοκληρωμένο τραγούδι που στο τσακίρ κέφι αποκαλώ αριστούργημα.

Πριν από 15 χρόνια, μέσα στη λάμψη του Σεπτέμβρη του 2000 που ήταν ένα μοναδικό αξιοθέατο για όσους είχαν τελειώσει το σχολείο και οι μέρες είχαν νοήματα μόνο μέσα από τη συνέχιση της θερινής ραστώνης (και ποια συνέχιση, ε; Της γλυκιάς κούρασης που ματαίως ελπίζαμε να απασφαλίσει τις δημιουργικές κροτίδες της γενιάς μας· αναφερόμενος επαναλαμβανόμενα σε εκείνη τη στιγμή νιώθω πως ό,τι σπουδαίο κάναμε έμεινε κρυμμένο στα στιαστά και ήταν ντυμένο με μία αρχαιοελληνική- πρέπει να μας το δώσω αυτό- ραθυμία), με ενδιέφεραν τα τσιτάτα. Και τα χριστουγεννιάτικα λευκώματα με κινηματογραφικές ατάκες ή, έστω, στίχους που είχαν κάποιο ενδιαφέρον ψυχαγωγγκό. Έτσι έπεσε στα χέρια μου, ως ένοικος της Κάνιγγος και τεμπέλης μαθητής φροντιστηρίου τη δεύτερη χρονιά των Πανελληνίων ένα βιβλίο κίτρινου και πράσινου χρώματος, το οποίο πριν λίγο σταμάτησα το ψάξιμο για να ψάξω να βρω πού είναι. Αν κάποιος έχει μπει στο δωμάτιο, θα πρέπει να καταλάβει ότι το εγχείρημα ήταν αδύνατον να στεφθεί με επιτυχία.

Σε μία σελίδα του ήταν αναρτημένος ένας στίχος από το «Καλοκαίρι». Έλεγε, «με τη φέτα το καρπούζι στο ένα χέρι». Είτε ήταν αποφυγή ακούσματος είτε επρόκειτο για μία ξεθωριασμένη μνήμη όταν πράγματι υπήρχαν τα μέσα για να το κάνω (δηλαδή 4 χρόνια μετά, όταν άρχισα να χρησιμοποιώ ηλεκτρονικό υπολογιστή), δεν το άκουσα μέχρι πέρυσι.

Στη στήλη που κρατούσα σε αθλητική ιστοσελίδα αναφέρθηκα σε αυτό. Ήταν ένα τραγούδι ολοκληρωμένο. Μετά, φέτος, βρήκα την ευκαιρία: γυρνούσαμε από Νάξο με τη Γιωργία και της έβαλα να το ακούσει. Ήμαστε ακριβώς, με το καράβι να ξεμακραίνει από το λιμάνι, στη θέση που έπρεπε ωστε να εκτιμηθεί το δεύτερο μέρος του. Το οποίο είναι άρρωστο.

Βρισκόμουν στην παραλία όταν υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι του χρόνου θα κάνω γεμάτο καλοκαίρι. Κάπου στον Πύργο. Την ώρα που είχα αράξει στην ξαπλώστρα. Που άφησα για λίγο το βιβλίο. Κάπου ανάμεσα στο να μπω και στο να μην μπω.

Νομίζω ότι είναι κάτι οικουμενικό: κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σκέφτεσαι το επόμενο. Πέραν της ανθρώπινης αχαριστίας, αυτό αναδεικνύει κάτι άλλο: την ψευδαίσθηση της ίδιας της εποχής.

Η εξιδανίκευση του καλοκαιριού δεν σταματά όταν έρχεται. Υπάρχει κάτι θρησκευτικό στην ίδια τη σκέψη: αυτό που περιμένεις είναι να σε στείλει σε απάτητη μέρη. Ήδη η αγωνία σου φανερώνεται, αν και είσαι μέσα στη θερινή ραστώνη. Ο χρόνος μοιάζει λίγος. Και αυτά που θέλεις δεν συμβαίνουν. Εκεί, χωρίς να έχουν τελειώσει καν οι διακοπές, χωρίς να υπάρχει απολογιστική διάθεση, ονειρεύεσαι μέρη. Παραδείγματος χάρη, πολλές φορές φέτος, αν και, παρά το γεγονός ότι το συντριπτικό μέρος του Αυγούστου το έβγαλα στην Αθήνα (χωρίς να έχω πρόβλημα και γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να μου μείνουν απωθημένα· έχω ανοσία στη ζήλια των φωτογραφιών από τις παραλίες ή από διάφορα άλλα μέρη), έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται την Πύλο, αν και εκεί η αλήθεια είναι ότι ο νούμερο ένα λόγος που θα ήθελα να πάω ήταν για να χαιρετίσω το μέρος στο οποίο ο Ίθαν Χοκ και η Ζούλι Ντελπί γύρισαν το «Πριν τα Μεσάνυχτα», το τρίτο μέρος των εκπληκτικών ταινιών που δεν χάνω ευκαιρία να αναφέρω. Αυτό συνέβη ενώ παραθέριζα και, κατά τη γνώμη μου (αφού αυτή υπάρχει εύκαιρη), αναδεικνύει μία άσχημη πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Η σκέψη για τις καταστάσεις που θέλεις να βιώσεις είναι εύκολη, αλλά ασφαλώς η μετουσίωση είναι δύσκολη. Όταν, όμως, είσαι στην παραλία και βάζεις στόχους για τον καιρό που έρχεται, αυτοί μοιάζουν να ρέουν από την ευκολία με την οποία νιώθεις ότι μπορείς να τους πετύχεις. Τους πιάνεις, που λέει ο λόγος, σχεδόν την ώρα που τους σκέφτεσαι.

Ίσως να ευθύνεται το μάκρος του ορίζοντα και το χαμένο μάτι σε ένα δυνητικό υπερπέραν, που δεν μπορείς να πεις ότι βοηθάει ακριβώς. Ίσως, πάλι, να μπορείς να αντιλαμβάνεσαι ακριβώς κάποιες δυνατότητες που δεν απέχουν από την πραγματικότητα, αλλά που δεν μπορεί να τις αφήσει  κοινωνική καθημερινότητα να ανθίσουν. Μπορεί και να είναι ότι το να παίρνεις την πετσέτα σου και να την απλώνεις στην άμμο, απλώς καθισμένος με σύμμαχο τον χρόνο, συμβολίζει μια αληθινή πράξη, σε αντίθεση με τις μέρες (οι οποίες δεν είναι θλιβερές αλλά μοιάζουν) των καιρών που ό,τι και να κάνεις, μοιάζει σαν να μην έχει κάνει τίποτα. Όπως και να έχει, ο τραγουδοποιός το έγραψε: μες στα κόκκινα της Δύσης του ανατέλλει.

Πάντα μου άρεσε ο πρώτος ήλιος του Σεπτέμβρη. Ειδικά στα παιδικά χρόνια μου, που σε αφθονία μου δόθηκαν μέρες δίπλα στον ασβέστη. Περνούσα τη στενοχώρια της φυγής, κοιμόμουν και όσο είσαι μικρός είναι εκπληκτικό ότι στο πρώτο ξύπνημα πρέπει να ρίξεις μια ματιά στο δωμάτιο για να καταλάβεις πού είσαι. Άνοιγα το παντζούρι και ο ήλιος απλωνόταν. Μια αισιόδοξη αρχή για να στηρίξεις τα επόμενα θερινά όνειρα. Τα οποία είναι σαν τις πιο απίθανες φαντασιώσεις σου, με τη διαφορά ότι δεν συμβαίνουν ενώ το θέρος υπάρχει,σε αντίθεση με το αντικείμενο του πόθου, το οποίο είναι εκατοντάδες χρονικά, τοπικά μίλια μακριά.  Ακόμα και αν βρίσκεται δίπλα σου. 

—————

Πίσω