Χωρίς τελείες


Τα μεγαλύτερα αλάνια στην Αθήνα

2015-06-13 16:14

Λογικά ήμουν μέσα στους 10 γηραιότερους ανθρώπους χθες το βράδυ στην Κωλέττη, στα Εξάρχεια. Όλος ο πεζόδρομος ήταν γεμάτος αφού ο «Καραγκιόζης» γιόρταζε τα 4 χρόνια του και είχαν κληθεί οι Χατζηφραγκέτα να κάνουν live. Και ήταν ποιοτικό, ασφαλώς, διότι με στίχους όπως το «κάνε ενδοφλέβεια, πρέζακά μου τρομερέ, σε πάω, είσαι τοξικομανής, είσαι ζέος ολικής μα πολύ σε αγαπάω», στον ρυθμό του «πήρα κόκκινα γυαλιά», δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.

Από το πρώτο τραγούδι τους που άκουσα ήμουν απολύτως συνειδητοποιημένος για ποιο λόγο μου άρεσαν σε σημείο να πάω μόνος, τουλάχιστον στην αρχή και πριν έρθει η Σοφία, και να είμαι σε ένα κοινό περίπου 200 ανθρώπων, για να τους ακούσω ζωντανά. Ήταν από την αρχή ξεκάθαρο ότι παρά το γεγονός πως δεν ταίριαζαν στον τρόπο ζωής που κάνω, προκαλούσαν μία ευθυμία η οποία γίνεται να εξηγηθεί.

Πριν επιστρέψετε στο κείμενο, πατήστε πάνω σε αυτή τη διεύθυνση για να ακούσετε το έκτο καλύτερο κουπλέ και το δεύτερο καλύτερο ρεφρέν όλων των εποχών, στην ιστορία της παγκόσμιας ανθρωπότητας που λέει και ο φίλος μου ο Αντώνης. Αυτό το βίντεο παίζει να είναι το χειρότερο από εκείνα που τραβήχθηκαν στη συγκεκριμένη συναυλία και από εκείνα που τραβήχθηκαν σε όλες τις προηγούμενες συναυλίες στον Milky Way τα προηγούμενα 62 χρόνια.

www.youtube.com/watch?v=3F3RXP-F4F0&feature=youtu.be

Είχα πάντα πρόβλημα με τις βρισιές. Ειδικά όταν έβγαιναν από το στόμα κοριτσιών. Τώρα τελευταία, βεβαίως, πληροφορούμαι ότι είμαι σεξιστής και πρέπει να το κόψω. Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει να βρίζει ένα κορίτσι μια στο τόσο: ας πούμε, μία φορά στις 10 μέρες, ώστε να έχει νόημα αυτό που κάνει και θέλει να περάσει. Κι από την άλλη μεριά, δεν μπορούσα τα μπινελίκια στα τραγούδια. Εκτός από εκείνα των Χατζηφραγκέτα, που αποδείχθηκαν η εξαίρεση της δικής μου ανοχής απέναντι στα βρισίδια.

Οι τύποι έπαιξαν μιάμιση ώρα για τα παιδιά που ήρθαν. Μπορούσες να παρακολουθήσεις τη συναυλία με μηδέν ευρώ: να πας να μπαστακωθείς στον χώρο που τραγουδούσαν και να σταθείς για να απολαύσεις κάποια από τα κομμάτια τους. Δεν είχε εισιτήριο και δεν ήσουν υποχρεωμένος να πάρεις ποτό ή μπύρα (προσωπικώς, ποτέ δεν είμαι υποχρεωμένος να πάρω μπύρα: πάντα θέλω να το κάνω). Όπως έγραψα και προσφάτως, κάποιος θα ίδρωνε, κάποιος θα έλεγε για ποιο λόγο έπαιξαν τόσο λίγο, λες και έδωσε τα μαλλιοκέφαλά του για το εισιτήριο και ήθελε να τραγουδάνε ένα τρίωρο. Εγώ λέω, όπως ο Λούι Σί Κέι, ότι ένας τύπος ανακάλυψε ότι του χρωστάνε κάτι σε ένα χώρο στον οποίο μπορούσε να βρίσκεται τζάμπα και στον οποίο η μπύρα κόστιζε 1,5 ευρώ.

Η αληθινή αίσθηση που μου άφηναν οι Χατζηφραγκέτα και η οποία δε με εγκατέλειψε, ήταν εκείνο το ψυχικό αγαθό που θα ήθελα πραγματικά να αποκτήσω: το γεγονός ότι δεν παίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους. Όλη η ανθολογία των στίχων, ακόμα και των κινήσεων, ξεπηδάει από το πάνθεον του σαρκασμού, μοιάζουν με τους Έλληνες μουσικούς Μόντι Πάιθον, αλλά με τρόπο που όλοι μπορούν να καταλάβουν τα αστεία τους. Είχαμε δει κάποτε με την Έλενα ένα έργο των Μόντι Πάιθον, τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, και γελούσε ασυγκράτητα σε κάθε σκηνή της ταινίας. Πάει πολύς καιρός, βεβαίως, πραγματικά πολύς, όσο κι αν δεν φαίνεται.

Καμιά φορά θα τους βγει κάποια ευαισθησία όπως στο τελευταίο κουπλέ του «Η Φράπα είναι Ντόπα» ή στο «Σχολείο», αλλά στη δεύτερη περιπτώση προλαβαίνουν να τη διακορεύσουν πριν καν ξεμυτίσει. Η σάτιρά τους είναι εκπληκτική: ακούς το κοινό να ουρλιάζει «δεν παίζω μπάλα σαν τον Οφορίκουε», ή το «ό,τι μυρίζει να γυρίζει και ας είναι Αλβανός». Είναι ανεκτίμητο, διότι όντως σε κάνουν, αφού σου αρέσει η παραγωγική διαδικασία, να θέλεις να τραγουδήσεις με όλη την καρδιά σου.

Μετά το «ό,τι μπαίνει και δεν μπαίνει βάλτο στο σακβουαγιάζ», που επιμένω ότι είναι ο καλοκαιρινότερος στίχος όλων των εποχών*, υπάρχει τώρα ένας άλλος που παίρνει τη θέση του: «Είσαι σαν ποίημα σουρεάλ και σαν χηνάρι της Ρεάλ μέσα στο “Μπερναμπέου”».

Θυμάμαι τους «γκαλάκτικος» να φέρνουν «Χ» στο «Μπερναμπέου» με τη Μαγιόρκα ή τη Ράγιο Βαγιεκάνο. Να παίζει ο Ζιντάν, ο Φίγκο, ο Μπέκαμ, ο Ρονάλντο απέναντι σε μία ισπανική ομάδα που δεν θα έβγαινε στην Ευρώπη ή θα πάλευε για να μην υποβιβαστεί και θα ερχόταν 1-1 ή 2-2. Και πάντα θα μου άφηνε ένα κενό, μία αίσθηση ότι η Ρεάλ έκανε φάρσες σε όλους, όσους, εν πάση περιπτώσει, περίμεναν ότι θα ήταν κάπως σοβαρή. Και ενώ ποτέ δεν ήταν μία στιβαρή ομάδα, εκείνες τις χρονιές είχε κάτι το πολύ μελαγχολικό που ταυτοχρόνως ήταν ειρωνικό: οι παίκτες της δεν νοιάζονταν, ήταν με τις μέρες τους. Και ενώ ο Κασίγιας έχει κατακτήσει τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών με τη Ρεάλ, δεν έχω ξαναματαδεί τερματοφύλακα μεγάλης ομάδας να υποφέρει τόσο πολύ όσο ο ίδιος στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του μιλένιουμ και για σχεδόν... 10 χρόνια. Με κάποιον τρόπο, ο συγκεκριμένος στίχος μοιάζει εξαιρετικά ταιριαστός, πόσω μάλλον όταν δίνουν στους ακροατές το πάτημα για να ουρλιάξουν, «μέσα στο Μπερναμπέου».

Δεν μπορώ να δώσω συγκεκριμένη απάντηση στη μουσική που ακούω, πέραν του να είμαι θαυμαστής του Φοίβου Δεληβοριά, μία κατάσταση που θα συνεχιστεί στο διηνεκές. Όταν όμως οι Χατζηφραγκέτα ραπάρουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις, και παραδέχονται ότι για να ρίξουν την γκόμενα αναγκάζονται να «αντιγράφω τον Μεντζέλο», όταν αποθεώνουν την Τσαπανίδου, όταν ειρωνεύονται τον κόσμο «κράζοντας» σε τραγούδι τον Τσίπρα, είναι τα μεγαλύτερα αλάνια στην Αθήνα. Μπορεί να έχω ροπή προς το να βρίσκω δικαιολογίες, αλλά η ταχύτητα με την οποία εξαπολύουν τα κωμικά τερτίπια τους είναι δεδομένο ότι θα οδηγήσει σε παρεξηγήσεις, είναι αυτή άλλωστε μία σημαντική διάσταση της κωμωδίας. 

—————

Πίσω