Χωρίς τελείες


Θερινό «Σιτοχώραφο με κοράκια»

2015-09-11 18:34

Ο Άλντους Χάξλεϊ, ο συγγραφέας του «Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου», βρέθηκε μπροστά σε πίνακες του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Αλλά δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε σε αυτούς τους πίνακες. Μετά βρέθηκε στην ευχάριστη, για συγγραφέα, θέση, να ανακαλύψει τη μεσκαλίνη. Γερό ναρκωτικό. Ξαναείδε το «Σιτοχώραφο με κοράκια». Και αν δεν μπορούσε να καταλάβει ακρίβως πώς ζωγράφισε αυτό το απίθανο αριστούργημα ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, καταλάβαινε αυτό που ήθελε να πει.

Η ιδιοφυΐα του Βαν Γκογκ απλωνόταν μόνο σε μυαλά που βρίσκονταν υπό την επήρρεια ναρκωτικών. Με τον ίδιο τρόπο που εκείνη του Μίλος Τεόντοσιτς απλώνεται όλη τη χρονιά, αλλά γίνεται εμφανής μόνο στο θέρος.

Τον είχαμε πετύχει μια φορά, πέρυσι το καλοκαίρι. Είχαμε πάει στο αεροδρόμιο για να υποδεχθούμε την εθνική Σερβίας στο πόλο και ήταν εκεί με έναν φίλο του. Τα παιδιά ήθελαν να βγάλουν φωτογραφία μαζί του. Ο Τεόντοσιτς δεν αρνήθηκε τη φωτογραφία, αν και παρέμεινε ανέκφραστος. Το έχουν αυτό οι Σέρβοι: αν αρχίσεις να τους μιλάς, τότε και οι ίδιοι λειτουργούν. Ο Μίλος παραμένει το καμάρι του σέρβικου μπάσκετ, με τρόπο που δεν μπορεί να καταλάβει κάποιος. Είναι ένα αληθινό διαμάντι, διότι όλη η χώρα από αυτόν περιμένει. Δεν υπάρχει άλλους που να μοιάζει στους παλιούς, ακόμα και ο MVP της Ευρωλίγκας, ο Νεμάνια Μπιέλιτσα. Ο Τεόντοσιτς ήταν νιος και δεν γέρασε ακριβως, πάντως το ταξίδι του υπήρχε ώρες ώρες φρικτό. Χωρίς νόημα. Είναι ακριβοπληρωμένος και όποιον και να φέρει η ΤΣΣΚΑ αποκλείεται να έχει μεγαλύτερο διαμέτρημα από αυτόν. Αλλά στη Μόσχα, με το κίνητρο για την κατάκτηση της Ευρωλίγκας που πια μετράει επτά χρόνια δίχως αυτήν η «ομάδα του κόκκινου στρατού», ο Τεόντοσιτς νιώθει μερικές φορές χαμένος. Σαν να μην μπορεί να καταλάβει ο ίδιος τους πίνακές του.

Με 1’57’’ να απομένει για τη λήξη της τρίτης περιόδου του ματς με την Ιταλία, ο Μπογκντάνοβιτς χρεώνεται με ένα φάουλ που ο ίδιος δεν πολυκαταλαβαίνει. Ανοίγει τα χέρια του, αλλά δεν τα τεντώνει. Είναι σε ορθή γωνία. Ο Τεόντοσιτς πάει δίπλα του και του εξηγεί για ποιον λόγο έκανε φάουλ. Ο Μπογκντάνοβιτς, με τη σειρά του, διαφωνεί. Ο Μίλος συνεχίζει. Η συζήτηση λήγει. Οτιδήποτε είναι παιδικό και υπάγεται σε μία διαδικασία ελευθεριότητας μέσα στο παρκέ, σε ένα παιχνίδι Ευρωμπάσκετ, είναι σχεδόν συγκινητικό.

Ο Τεόντοσιτς είναι τόσο καλός τόσο πολύ καιρό με την εθνική Σερβίας. Λάμπει μπαίνοντας κατευθείαν στον αγωνιστικό χώρο. Το 2009 τους οδήγησε στον πρώτο τελικό, σε Ευρωμπάσκετ, με την απίθανη παράσταση στον ημιτελικό με τη Σλοβενία. Το 2010 τους έφθασε στον ημιτελικό του Παγκόσμιου, όταν έβαλε εκείνο το τρίποντο από το Καλεμέγκνταν με την Ισπανία και παρ’ ολίγον να πάνε τελικό, αν έβλεπαν οι διαιτητές την οφθαλμοφανή παράβαση- αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα όμως, ε;- του Κερέμ Τουντσερί και το πάτημα της γραμμής μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Το 2011 και το 2013 έφθασε μαζί τους στα προημιτελικά του Ευρωμπάσκετ και πέρυσι τους πήγε στον τελικό του Παγκόσμιου. Έκατσα και είδα χθες τον προημιτελικό με τη Βραζιλία και μάλιστα τον βρήκα σε ελληνική περιγραφή. Στην αρχή γινόταν λόγος για ντέρμπι και η εκτίμηση του Ηλία Ζούρου ήταν ότι αν η Σερβία πάει στον ρυθμό της το παιχνίδι θα μπορέσει να μείνει κοντά στο σκορ και να το διεκδικήσει.Το παιχνίδι έληξε 28 πόντους διαφορά. Η Σερβία έφθασε στον τελικό της διοργάνωσης.

Όταν βρίσκεσαι στη θέση του γραφιά που ξεκίνησε ένα πόνημα (το οποίο, μερικές φορές, βγαίνει από το ρήμα «πονώ») γνωρίζοντας περίπου τι θέλει να πει αλλά όχι ακριβώς, επικαλείσαι τα γεγονότα. Όταν ο Τεόντοσιτς φορά τη φανέλα της εθνικής Σερβίας είναι άλλος παίκτης από εκείνον που βρίσκεται στο παρκέ για λογαριασμό της ΤΣΣΚΑ Μόσχας ή, παλαιότερα, του Ολυμπιακού. Η καλλιτεχνία δεν παύει, σε κάθε βήμα, αλλά το πρόβλημα μοιάζει να είναι συγκεκριμένο.

Είναι το μάρσιπο.

Μπορώ να φανταστώ, μόνο, πόση ανάγκη είχαν οι Σέρβοι να βρουν εκείνον που θα τους πάει στην επόμενη μέρα. Το θρησκευτικό στοιχείο παραείναι έντονο στη χώρα, η οποία- ακόμα και αν μπορείς να πας με ταυτότητα, αν και πρέπει να ακούσεις την γκρίνια των υπαλλήλων στο αεροδρόμιο για το γεγονός ότι δεν έχεις διαβατήριο- απέχει κατάτι από τις παγκόσμιες εξελίξεις και από αυτό που παρουσιάζεται ως παγκόσμιο χωριό. O Τεόντοσιτς φαινόταν από μικρός ότι έχει τις προοπτικές να γίνει ο νέος ηγέτης. Στην μπασκετική ιστορία, δεν είναι υπερβολή, οι παλιοί Γιουγκοσλάβοι και οι Σέρβοι τώρα εξαπολύουν το κυνήγι για τον νέο ηγέτη τους με τη θρησκευτική προσήλωση που στο Θιβέτ ψάχνουν τον νέο Δαλάι και που οι Εβραίοι ακόμα ψάχνουν τον γιο του Θεού. Η χώρα βασίστηκε στον Μίλος και το έκανε με αγάπη. Το είχε κάνει με τον Ραντιβόι Κόρατς, στις πρώιμες διακρίσεις που ξεκίνησαν με τις παρουσίες στους τελικούς από το 1963 και έπειτα, το έκανε με τον Τσότσιτς στη σπουδαία φουρνιά του 1970 και τον Ντράζεν Πέτροβιτς ακριβώς όταν η κάνουλα έμοιαζε αδειανή: ένα 19χρονο τσογλανάκι το 1983, στο Ευρωμπάσκετ της Ναντ. Ο Τεόντοσιτς βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την ομοταξία και τον σέβονται με συγκεκριμένο τρόπο. Είναι το παιδί τους και το πατρι(ωτι)κό χάδι έχει διπλή φροντίδα. Ο χαρακτήρας του, που προφανώς διανθίζεται από τον δυνατό οργανισμό ο οποίος μοιάζει αυταξία για τους Σέρβους αθλητές, μερικές φορές μοιάζει να έχει κάτι εντυπωσιακά εύθραυστο, το οποίο, ωστόσο, είναι περισσότερο μια οχύρωση απέναντι στους ξένους εισβολείς, σε ό,τι είναι, δηλαδή, ο ενήλικος κόσμος. Και ενώ ο ίδιος έχει καταλάβει τι συμβαίνει και τι πρέπει να κάνει, το μοτίβο της επιστροφής στην παιδικότητα γίνεται αυταξία. Είναι μία κατάσταση η οποία πρέπει να συμβαίνει, δεν είναι προαιρετική, ούτε έρχεται με το φύσημα του ανέμου.

Και όλο αυτό, ενώ συμβαίνει να εκτιμά ο Τεόντοσιτς τους παλιούς προπονητές του. Αρκεί, μόνο να θυμηθεί κάποιος πώς διέκοψε την περυσινή συνέντευξη, μετά την πρόκριση της Σερβίας στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου από τη Γαλλία, για να αγκαλιάσει τον γαργαντούα του μπάσκετ, τον Παναγιώτη Γιαννάκη και αβίαστα να εκδηλώσει τη λατρεία του. Του οφείλει πολλά και το ξέρει, όπως πιθανότατα σε όλους όσοι πέρασαν από την ΤΣΣΚΑ. Ωστόσο, τούτος ο αστερισμός μοιάζει εκτός πεδίου φορώντας τη φανέλα των Μοσχοβιτών. Είναι σαν τον Νίτσε, όταν κατέκρινε τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον οποίο προφανώς λάτρευε, για τη μεταστροφή του, από την αρτιότητα της ρευστής τέχνης του στο Γ’ Ράιχ. Είναι σαν καντήλι που σβήνει, με τον άνθρωπο που το κοιτάζει να προσπαθεί να κρατήσει αναμμένη τη φωτιά μέσω του βλέμματός του.

Σε σχέση με τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, τον μόνο άλλο πόιντ γκαρντ που μπορεί να τον συγκρίνει κάποιος από την άποψη των γκραβούρων που μπορούν να παρουσιάσουν στο γήπεδο, από τον Τεόντοσιτς μοιάζει να λείπει η παράνοια. Η μόνη στιγμή που νιώθεις την τρέλα είναι όταν κολλάει το κορμί του σε εκείνο ενός συμπαίκτη του, συνήθως μετά από ένα τρίποντο «σφραγίδα». Μοιάζει να αφήνει την ψυχή του σε αυτόν τον πανηγυρισμό και όλα αυτά γίνονται χωρίς να χαμογελάσει. Δεν τον θυμάμαι να έχει χαμογελάσει, ούτε καν μελαγχολικά, αφού αυτό είναι το μόνο συναίσθημα το οποίο βλέπεις ότι τον διέπει.

Παρακολουθώντας τον να παίζει με την εθνική Σερβίας, νιώθεις την ηγετική φυσιογνωμία που δεν βλέπεις στα μεγάλα ματς της ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Μία υπέρβαρη πελώρια δύναμη, που είναι πάντα έτοιμη να πέσει στο κεφάλι του σαν Δαμόκλειο Σπάθη. Πάνω, στην κρύα Μόσχα, ο τραπεζικός λογαριασμός είναι παχυλός, αλλά η αίσθηση της μιζέριας, που ο Ντοστογέφσκι περιέγραψε, και ενός δυσνόητου χιούμορ, δεν μπορούν να πείσουν τον Τεόντοσιτς ότι συνιστούν έναν συναισθηματικό κόσμο στον οποίο ο ίδιος είναι κομμάτι που λείπει. Όπως έγραψε και ο Ρασούλης στο «Να ‘μαστε πάλι εδώ Ανδρέα», «κάλλιο στο χώμα το λουλούδι, παρά σε βάζο περιωπής».

Ο Τεόντοσιτς δείχνει τον ευεργετικό εαυτό του εκεί που τον αγαπάνε περισσότερο. Εκεί που η κοινή γλώσσα γίνεται το όχημα της οικειότητας και που η βαθύτητα στη φιλοσοφία (όπως απεικονίζεται από την οντότητα του προπονητή) είναι το μέσο το γαλακτισμού. Επιστρέφει ως αντίδραση, παραμένοντας ο ίδιος μία εφεύρεση με δύο όψεις, που τη διαχειρίζονται χέρια από το υπερπέραν. Ο διχασμός συνεχίζονται, κουτσός υπηρέτης του Μεφιστοφελή (τεράστια υπερβολή, καλείστε να μην κρίνετε από αυτή) τον χειμώνα, λαγέτης με φωτοστέφανο το θέρος.

—————

Πίσω