Χωρίς τελείες
Της ματαιότητας
2015-12-12 18:51Μπορεί, η λέξη «σχέση», να σημαίνει την κάθε ανθρώπινη επαφή, δηλαδή τον τρόπο που, για ένα δευτερόλεπτο ή για 65 χρόνια, σχετίζεσαι με κάποιον, παρ’ όλα αυτά οι καταστάσεις που συμβολίζει είναι, ουσιαστικά, δύο: οι συγγενείς και η σφραγίδα της ερωτικής συμβίωσης. Στο σύγχρονο κόσμο, οι περισσότερες λέξεις που χρησιμοποιούνται συχνά έχουν χάσει αυτό, ακριβώς, που σημαίνουν. Η λέξη «σχέση», περισσότερο από κάθε τι άλλο, μοιάζει δεσμευτική. Είναι αποθαρρυντική, για αυτό ακριβώς είναι παράδοξη η αναφορά σε εκείνη με τέτοιο ενθουσιασμό. Μοιάζει να σου αφαιρεί κάθε υπάρχουσα επιλογή, καθώς αν πρόκειται για συγγένεια οπωσδήποτε δεν έχεις διαλέξει τους ανθρώπους με τους οποίους έχεις το ίδιο αίμα (αν είσαι τυχερός, συμπαθείς κάποιους από αυτούς, με το «συμπαθείς» να σημαίνει ότι θα το έκανες ακόμα και αν δεν είσαστε συγγενείς, αλλιώς αποκαλείται «ανοχή»), ενώ αν ζευγαρώνεις με κάποιον, στόχος είναι, στην πραγματικότητα, η οικειότητα που αποκτάται σε βαθμό που να συγκρίνεται με την αξιωματική σχέση που έχεις με τους ομοαίματούς σου.
Κι ενώ η Εκκλησία εφηύρε το γάμο γιατί δεν άντεχε τον έρωτα κι ενώ η σεξουαλική απελευθέρωση κράτησε ελάχιστα ξεφεύγοντας από τα όρια- με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεσαι τον τρόπο που δεν σε καθιστά θύμα μίας προοδευτικής ή συντηρητικής κατάχρησης- οι σχέσεις είναι μία μικρογραφία του γάμου που στην πραγματικότητα έχουν παίξει τεράστιο ρόλο στην κοινωνία. Το να «ταιριάζουν» οι άνθρωποι μεταξύ τους και να «καταλαβαίνουν» ο ένας τον άλλο στον κυκεώνα των σχέσεων είναι μία απάτη, που κρύβει εκ των έσω τις βαθύτερες αλήθειες. Όσο γοητευμένος και να είσαι από κάποιον, το μυστικό είναι να τον βλέπεις σπανίως. Από τη στιγμή που το χάρισμά του γίνεται δεδομένο και τριβή, είναι πολύ λογικό να το οικειοποιηθείς, να σαρκάσεις την έλλειψή του, όταν υπάρχει και, έπειτα, να το βαρεθείς. Τα κορίτσια αντέχουν λίγο περισσότερο όλο αυτό το χρονικό διάστημα της βαρεμάρας, εστιάζοντας στην ουσία, η οποία έχει ελαφρώς μετατοπιστεί, ενώ τα αγόρια δεν μπορούν να μη δείξουν τον εαυτό τους για πάρα πολύ καιρό και, όταν προσπαθούν να προσποιηθούν, είναι τόσο άγαρμπο που φέρνει μεγαλύτερα προβλήματα. Θα το αποκαλέσω γονιδιακή μνήμη ή κάτι που υπάγεται στον κανόνα του presque vu, του σχεδόν ειδωμένου. Η γονιδιακή μνήμη είναι ουσιαστικά φυλετική και έχει να κάνει με τους τόσους αιώνες που οι γυναίκες ανέχονταν καταστάσεις και ήταν ντροπιασμένες απλώς και μόνο με το γεγονός ότι παρατούσαν σύξυλο έναν βίαιο, παγαπόντη, άντρα. Η ανοχή και η υπομονή τους θα έκανε τον Ιώβ να σηκωθεί από την καρέκλα του εξοργισμένος, όπως της άλλης, τις προάλλες, που εδώ και 26 χρόνια ανεχόταν έναν τύπο ο οποίος γύριζε στο σπίτι σουρωμένος και τη χτυπούσε, όταν κατάφερε το χτύπημα στο κεφάλι τον σκότωσε, το δικαστήριο τη συμπόνεσε και πάλι έφαγε 10 χρόνια φυλακή.
Ο στόχος, ωστόσο, δεν έχει να κάνει με το να μιλήσουμε για μία ηθελημένη τάση για σκλαβιά- λες και δεν ξέραμε ότι θα νιώθαμε πολύ περισσότερη ασφάλεια αν κατείχαμε κάποιον, η κτήση πρωτεύει- αλλά για τη δέσμευση του χρόνου. Η οποία διαλύεται με τρόμο όταν, τελικά, η κατάσταση φθάσει στο όριό της και, εν τέλει, χωρίσεις τα τσανάκια σου και διαχωρίσεις τα πράγματά σου από του άλλου, με τον οποίο δεν θα είστε ποτέ πια μαζί.
Εύχομαι να μπορούσα να διακρίνω τον ρομαντισμό, σε όλο αυτό το τέλος, ως πρώτιστο αγαθό, αλλά νομίζω ότι πρέπει να ψάξω σε πολύ βάθος για να τον αντικρίσω, να είναι, τελικά, εκείνος που μένει. Η ουσία είναι ότι μένουμε μόνοι μας, έστω για λίγο, αν υπάρχει μία κάποια ευαισθησία ή, έστω, αν, όπως έκαναν στο Δωδεκάθεο και όπως προστάζει το αρχέγονο του πολιτισμού, αποφασίζαμε μία τρόπον τινά νηστεία για να τιμήσουμε τον απόντα. Διότι πρόκειται για απώλεια, που πολλές φορές μοιάζει οριστική και παραπέμπει στο θάνατο, σε κάποιον που δεν πρόκειται να δεις ξανά έστω αν υπάρχει. Η δέσμευση του χρόνου κατά τη διάρκεια της σχέσης είναι που σε προτρέπει να σχεδιάζεις καταστάσεις με κάποιον άλλο. Να κάνεις πλάνα και να οραματίζεσαι στιγμές, αντί να αφήνεις τον καιρό να προκύπτει. Ο μετασχηματισμός έχει να κάνει με τον τόπο, με μία νύχτα ή ένα σινεμά, ωστόσο μέχρι τότε πρέπει να συνέλθεις από το απατηλό γεγονός ότι δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι, τι μέρα είναι και τι ακριβώς κάνεις. Ότι δεν έχεις στόχους σε μία κοινωνία που είναι γεμάτη από δαύτους και που ακριβώς για αυτόν το λόγο, επειδή υπάρχεις σε εκείνη, έκανες μία σχέση για να ταιριάξεις μέσα της και, αν είσαι λίγο τυχερός, να γίνεσαι, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, επίτιμο μέλος της. Υπακούς στους κανόνες της, επί της ουσίας και ψεύδεσαι εξαρχής όταν «αποφασίζεις» να κάνεις σχέση, η οποία θέλεις να σε βγάλει κάπου. Φυσικά, δεν ψεύδεσαι ολοκληρωτικά. Ούτως ή άλλως, μέσα σε αυτούς τους κανόνες αποκτάς το δογματισμό που σου υπαγορεύει πώς θέλεις να ζήσεις. Αν δεν μπορείς να συμφωνήσεις με αυτό το δόγμα, υπάρχεις, στην καλύτερη περίπτωση, ως άνθρωπος τον οποίο βαραίνει η έλλειψη. Στη χειρότερη, περιθωριοποιείσαι.
Το τέλος μίας σχέσης, λοιπόν, καταδεικνύει μία απατηλή αδυναμία. Χτίζεις για καιρό και γκρεμίζεται σε ένα δευτερόλεπτο. Γίνεται αέρας και, μάλιστα, αέρας κοπανιστός. Και σε αυτόν τον αέρα, που παίρνει τη μορφή θύελλας αναλόγως με την οδύνη και με όλα αυτά που έχεις δώσει (και που, πεισματικά, δεν αποδέχεσαι ότι έχεις πάρει, μέχρι να το πιστέψεις, μέχρι να φανεί ό,τι σου έχει προσφερθεί, μηδαμινό), εσύ στροβιλίζεσαι. Μέσα στη ματαιότητα της ζωής και όλων των αλλόκοτων πραγμάτων η οποία περιέχει- και αυτή έχει μόνο το αυτονόητο δικαίωμα να το κάνει.
Και, μετά, όλες οι συμβουλές αφορούν στο πώς θα προχωρήσεις. Πώς θα βρεις ξανά τον εαυτό σου. Μετά από έναν επώδυνο αποχωρισμό βλέπεις την αληθινή ουσία της ζωής, ένα φυσικό ναρκωτικό, αδειάζεις χωρίς να έχεις ελπίδα, άρα δεν προλαβαίνεις να βρεθείς σε απόγνωση, καταλαβαίνεις πόσο πιο αληθινό από το να ελπίζεις είναι το να μην ελπίζεις και δεν θέλεις καν να το βιώνεις.
Επειδή, δυστυχώς, όλα έχουν να κάνουν με την ιδιοκτησία. Με το κτητικό «μου». Με την απόκτηση και την αναγκαία μετατροπή του απέναντι υποκειμένου σε αντικείμενο. Ο σεβασμός στις σχέσεις δεν έχει χαθεί: δεν υπήρχε ποτέ. Η χημεία απλώς σε κρατάει λίγο περισσότερο και έπειτα υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις, που νομίζω ότι σε τετραψήφια φιγούρα αριθμού σε παραδείγματα, τις βρίσκεις. Η φυσικότητα του να είσαι με τον άλλο, που δεν έχει κάτι φτιασιδωμένο παρά υπάγεται σε αγνή επιθυμία. Το πώς θα το ξέρεις, δεν μπορώ να απαντήσω. Φαντάζομαι ότι όλα τα φιλοσοφικά εγχειρίδια θα σου πουν πως η σωστή απάντηση είναι ότι «απλώς το ξέρεις».
—————