Χωρίς τελείες


Το ημιτελές του Σαμπόνις

2015-09-18 04:52

Την εποχή της στασιμότητας, όπως έχει περάσει κυρίως εξαιτίας των πράξεων του Νικίτα Χρουστσόφ και των προδοσιών του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, για τη Σοβιετική Ένωση, ο αθλητισμός άνθιζε στη χώρα και αυτό είναι απόδειξη ότι η ευημερία και οι αθλητικές επιτυχίες μπορεί, όχι μόνο να μην πηγαίνουν μαζί αλλά, να έχουν και μία σχετική απόσταση. Σε όλα τα σπορ οι Σοβιετικοί ήταν κυρίαρχοι: από το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, έως το χόκεϊ επί πάγου, το βόλεϊ και το πόλο, το χάντμπολ, την κολύμβηση, τον στίβο και τη γυμναστική, όπου μερικά κορίτσια σχημάτισαν τη μάλλον κορυφαία ομάδα που εμφανίστηκε ποτε: οι Λουντμίλα Τουρίτσεβα, Όλγκα Κόρμπουτ, Νέλι Κιμ, Ναταλία Κουχίνσκαγια αποτελούσαν ένα μαγικό σύνολο. Επίγονοι της τρομερής Λαρίσα Λατίνινα, της οποία τα 18 μετάλλια ο Μάικλ Φελπς έσπασε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012, στο Λονδίνο. Η παντοδυναμία ίσχυε σε άντρες και γυναίκες, σε όλα τα σπορ. Η Σοβιετική Ένωση φυτοζωούσε, ακόμα και αν έβαζε πυραύλους στην Κούβα το 1962 ή αν έχτιζε το τείχος, το 1961, όμως αθλητικά ήταν ένα απίθανο καθεστώς, το οποίο δεν κατακτούσε μόνο τίτλους αλλά μοιάζει ακόμα και τώρα με την πιο συμπαγή αθλητική υπερδύναμη στην ιστορία.

Κουμάντο, βεβαίως, έκανε η ΤΣΣΚΑ Μόσχας: η «ομάδα του κόκκινου στρατού». Τις εποχές που δεν μπορούσες να βγεις από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η ΤΣΣΚΑ απομυζούσε το αίμα των υπόλοιπων ομάδων, παίρνοντας τους καλύτερους αθλητές τους. Ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι, προπονητής των Σοβιετικών από το 1961, ήταν στο κέντρο του πυρήνα. Οι μόνοι τους οποίους δεν κατάφερε, στο μπάσκετ, να πάρει, ήταν οι Λιθουανοί. Οι οποίοι, φυσικά, ήταν τουλάχιστον εκκεντρικοί.

Ο Γκομέλσκι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δεν τους ήθελε όλους στη Μόσχα. Στην πραγματικότητα, επιθυμούσε μόνο έναν. Ο Αρβίντας Σαμπόνις είναι μία μοναδική περίπτωση στο παγκόσμιο μπάσκετ.

Ο «Σάμπας» ήταν Λιθουανός από γεννοφάσκια. Η ιστορία ενός μικρού λαού που πλήρωσε με αίμα την αντίστασή του (αίμα που φαίνεται στο κόκκινο της σημαίας του) είναι διεγερτική για κάθε έναν εκ των πιτσιρικάδων που ανακαλύπτει, σαν μοναδικό θησαυρό, ένα δώρο που στο μυαλό του μοιάζει με προσωπικό προνόμιο. Ο Σαμπόνις ήταν καθαρός Λιθουανός. Και ως τέτοιος, ένας μικρός επαναστάτης, εξ απαλών ονύχων δεν γινόταν να στηρίξει το φαινόμενο Σοβιετική Ένωση. Βεβαίως, επειδή μεγάλωσε σε μία εποχή που έπρεπε και ήθελε να παίζει μπάσκετ όσο πιο πολύ γινόταν για να μπορέσει να κάνει κάποια στιγμή το δικό του κομπόδεμα στον δυτικό κόσμο και διότι, πέρα από όποια διαφωνία, η δική του καριέρα αποτελούσε την προτεραιότητα, έπρεπε να εμφανίζεται τα καλοκαίρια στη Σοβιετική Ένωση. Η μνήμη είναι ξεθωριασμένη, αλλά ο Σαμπόνις ήταν ένα αθλητικό φαινόμενο. Μέχρι να καταδυναστευθούν τα πόδια του από το βάρος και το μήκος που σήκωναν, το 1986, είχε τρομακτική ευελιξία, μπορούσε να τρέχει πρώτος στον αιφνιδιασμό και να τελειώνει τις φάσεις ή ακόμα και να σουτάρει τρίποντα, με τον ψηλό της αντίπαλης ομάδας να είναι αναγκασμένος να τον ακολουθεί μέσα στο καλάθι, διότι τα ποσοστά του ήταν ανάλογα του «φονιά» Βάλντις Βάλτερς. Αλλά το πιο εντυπωσιακό στοιχείο ήταν η περιμετρική όρασή του. Ο τρόπος που πάσαρε δεν ήταν μόνο ασύγκριτος, αλλά εξαιρετικά πρωτοποριακός. Ελάχιστοι ψηλοί στην Ευρώπη πάσαραν και, ασφαλώς, ουδείς με την ευκολία και την αρμονία που το έκανε ο Σαμπόνις. Οι πάσες του δεν ήταν στατικές: συνέβαιναν πάνω στην κίνηση. Ο Σαμπόνις φαντάστηκε πώς θα γινόταν το μπάσκετ, το οποίο, βεβαίως, δεν θα γινόταν. Το πήγε, σε ό,τι αφορά τους ψηλούς που ήδη από τη δεκαετία του ’80 έμοιαζαν με δεινοσαύρους, αρκετά κλικ εποχών μπροστά. Οι προοπτικές μέσα από το εργαστήριο, ήταν απεριόριστες. Ο Σαμπόνις βγήκε από τα σπλάχνα της Σοβιετίας, αλλά η αίσθηση του εαυτού του ήταν καθαρά λιθουανική. Στο τελευταίο μεγάλο ματς με την εθνική ομάδα του, τον προημιτελικό του 1999 με την Ισπανία την οποία «σκότωσε» με ένα αξιομνημόνευτο τρίποντο στον αιφνιδιασμό ο Αλμπέρτο Ερέρος, ο Σάμπας στριφογύριζε το χέρι που κρατούσε την μπάλα σαν έλικα, οι Λιθουανοί έτρεχαν γύρω του σαν ντοκιμαντέρ για έντομα και θα έκανε μία απίθανη πάσα μέσα στη ρακέτα, απέναντι σε μία ομάδα προετοιμασμένη να δεχθεί αυτήν την πάσα.

Διόλου τυχαία, ο Γκομέλσκι τον ήθελε στην ΤΣΣΚΑ. Η κατάρα του στον Μπέλοφ είχε πέσει βαριά. Είχαν ήδη περάσει πάνω από 10 χρόνια από την τελευταία φορά που πήρε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το 1971 στην Αμβέρσα, όταν ο ίδιος είχε αρρωστήσει και ο Σεργκέι Μπέλοφ αναγκάστηκε να κάνει τον παίκτη-προπονητή και να βάλει 36 πόντους για να νικήσει η ομάδα του την Ίνις Βαρέζε, την ιταλική ομάδα που έπαιζε στον πρώτο από τους δέκα διαδοχικούς τελικούς που της έμελλαν να παίξει. Ο Γκομέλσκι δεν τον συγχώρεσε για αυτό. Με τον Σαμπόνις στην ΤΣΣΚΑ θα έμπαινε πλώρη για απίθανα σερί νικών και μία αυτοκρατορία που δεν είχε ξαναδεί ποτέ μάτι ανθρώπου. Αλλά ο «Σάμπας» αντιστεκόταν σθεναρά. Ήταν Λιθουανός και η αγάπη του ήταν η Ζαλγκίρις Κάουνας.

Βρέθηκε, την Παρασκευή, στο κλειστό γυμναστήριο της Λιλ και ένα βίντεο κατέγραφε τις αντιδράσεις του, μαζί και της συζύγου του. Κλασικός Σαμπόνις, με τις αντιδράσεις του, τα ξεφυσήματά του, τις . Έχουν περάσει 20 χρόνια από το πιο σπουδαίο ματς στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Τίποτα ήταν πιο μεγάλο από εκείνο τον τελικό της Γιουγκοσλαβίας με τη Λιθουανία στο Ευρωμπάσκετ του 1995, στο απίθανο κλειστό γυμναστήριο του ΟΑΚΑ.

Η ζωή δίνει από μόνη της τις απαντήσεις για το μέλλον. Οι βετεράνοι και οι παλαίμαχοι περιφέρονται στις φυσούνες και στις κερκίδες των μεγάλων διοργανώσεων, όχι για να είναι οι θεαματικές γλάστρες μιας μεγάλης διοργάνωσης αλλά, για να μη χάσουν την εξέλιξη. Κάπως έτσι ο Άτσα Νίκολιτς, θαμών των τελικών φάσεων του κολεγιακού μπάσκετ από το 1964 και εντεύθεν, έβαλε στο γουδί τις εικόνες του και με το γουδοχέρι έβγαλε το αποτέλεσμα, που δεν αποτελούσε παρά μόνο το πρώτιστο σημείο: δηλαδή τη φιλοσοφία που θα στηριζόταν το ίδιο το άθλημα στη χώρα, μία φιλοσοφία που πήγαινε πέρα από το ταλέντο και την προπονητική, πέρα από τις ταμπέλες, που άνοιγε επιστημονικές συντεταγμένες, που βασιζόταν στα μαθηματικά και στη φυσική. Στη Λιλ, ο Σαμπόνις παρευρίσκεται ως πρόεδρος της λιθουανικής ομοσπονδίας, μία εκλογή που έγινε με την ευλογία του κοινού. Θα έχει μπροστά του και θα βλέπει, από το ημίφως της κερκίδας στον φωτισμένο αγωνιστικό χώρο, τον πελώριο Αλεξάνταρ Τζόρτζεβιτς, προπονητή της εθνικής Σερβίας. Τότε, ο «Σάλε» ήταν ο μαστροπός του τελικού, καθώς έβαλε 41 πόντους με 9 στα 12 τρίποντα. Απέναντι στους διαμαρτυρόμενους Έλληνες, οι Γιουγκοσλάβοι που έμειναν για τρία χρόνια σε απραξία, σήκωναν το τρόπαιο. Ο Σαμπόνις ζούσε ένα επεισόδιο στη σειρά της ανολοκλήρωτης ιστορίας που τη φέρνει η υπερβολική αγάπη.

Από τη Ζαλγκίρις ως την Εθνική, ο αρχιερέας- λόγω παραστήματος, ταμπεραμέντου και επιβολής- του λιθουανικού μπάσκετ δεν μπόρεσε να βρει τη χαρά. Η Ζαλγκίρις του, στα χρόνια ως νεαρού, έχασε δύο διαδοχικούς τελικούς, έναν στο Κύπελλο Κυπελλούχων του 1985 και έναν στο Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1986. Μέχρι να αποβληθεί για τη μπουνιά στον Ίβο Νάκιτς- προς πείσμα των μασόνων, μία απολύτως δικαιολογημένη απόφαση διότι έφυγε από τη μία μεριά του κλειστού στην άλλη μόνο και μόνο για να χτυπήσει τον Γιουγκοσλάβο σέντερ της Τσιμπόνα σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο του τελικού του Πρωταθλητριών στη Βουδαπέστη- ο Σαμπόνις ήταν καταπληκτικός. Η «κατάρα» της μεγάλης αγάπης εξύφαινε το επίσημο ένδυμά της. Το 1992 η Λιθουανία πήρε το χάλκινο μετάλλιο στη Βαρκελώνη, αλλά το 1993 δεν πήγε καν στο Ευρωμπάσκετ, διότι ένας παρεξηγημένος Σαρούνας Μαρτσουλιόνις αρνούνταν να σουτάρει και μόνο πάσαρε την μπάλα. Επειδή δεν πήγε στο Ευρωμπάσκετ, δεν κατάφερε να πάει στο Τορόντο, για το Μουντομπάσκετ ένα χρόνο μετά. Στον τελικό του Ευρωμπάσκετ του 1995 αποβλήθηκε με δύο (επίσης δίκαιες) τεχνικές ποινές. Το 1996 η Γιουγκοσλαβία νίκησε ξανά τη Λιθουανία στον ημιτελικό των Ολυμπιακών της Ατλάντα. Το 1999, στην τελευταία εμφάνισή του με τη Λιθουανία, η Ισπανία την απέκλεισε στον προημιτελικό παρά το δικό του μεγάλο παιχνίδι. Και το 2004, στο τελευταίο διεθνές παιχνίδι του στο μπάσκετ, είδε τη Ζαλγκίρις να χάνει την πρόκριση για το Final 4 του Τελ Αβίβ στο Τελ Αβίβ. Με το τρίποντο του Ντέρικ Σαρπ λίγο μπροστά από το κέντρο που ισοφάρισε το ματς και εκείνον να συνοψίζει το πάθος με την ημιτέλεια, όταν αποβλήθηκε με 5 φάουλ στην παράταση, αν και είχε ήδη πετύχει 29 πόντους. Θύτης, αυτήν τη φορά, ήταν Λιθουανός: ο θεσπέσιος Σαρούνας Γιασικεβίτσιους τελείωσε το παιχνίδι με 36 πόντους. Ο «Πρίγκιπας της Βαλτικής» κατέκτησε τα... πόδια του σε όλη την καριέρα του, αλλά όχι κάτι μέσα στο σπίτι του. Δεν υπήρξε ποτέ μία νίκη οριστική, που να έγινε από καρδιάς.

Είκοσι χρόνια μετά από εκείνο το μεγάλο ματς, ο «Σάμπας» και ο «Σάλε» συναντιούνται ξανά. Επειδή, όσο κι αν πασχίζουμε οι άνθρωποι να φέρουμε την κατάσταση στον έλεγχό μας, πάντα η ζωή είναι που δίνει τις πιο εκπληκτικές, αδυσώπητες, λυτρωτικές απαντήσεις.

—————

Πίσω