
Χωρίς τελείες
Το καθ’ έκαστον απέναντι στο καθ’ εαυτόν
2015-05-14 06:11Το πανηγύρι της Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι είναι, όπως με πληροφόρησε η ξαδέλφη μου η Μαρία, το δεύτερο μεγαλύτερο στην Αττική. Και πράγματι, αν αρχίσεις να το περπατάς από το ύψος της Πρωτοπαπαδάκη οριζόντια, εφόσον αυτό οριστεί ως πρωταρχικό σημείο του πανηγυριού, σε βγάζει στην Κυψέλη. Το πανηγύρι, βεβαίως, έχει κάτι από την προσφυγιά. Είναι στον δρόμο και οι πάγκοι στήνονται από ανθρώπους απελπισμένους που προσπαθούν να δώσουν χαρούμενα στους πελάτες ό,τι έχουν πάρει χονδρική. Αυτό δεν γίνεται πάντα και όταν συμβαίνει αμφιβάλλω αν είναι όντως χαρούμενοι.
Φέτος πήγαμε δύο φορές στο πανηγύρι και ήταν γαμάτα, διότι είχα να πάω χρόνια. Συνήθως εργαζόμουν. Το πανηγύρι του 1993 είναι η πιο έντονη ανάμνησή μου. Ήταν Πέμπτη και το βράδυ της προηγούμενης γινόταν ο τελικός του Κυπέλλου. Οι παίκτες του Ολυμπιακού ξύρισαν τα κεφάλια τους και ο Σπύρος Μαραγκός έκανε το 1-0 στο ΟΑΚΑ, ο Παναθηναϊκός ήταν πολύ καλύτερος και πήρε το Κύπελλο. Και το επόμενο πρωί οι φίλοι μου οι Παναθηναϊκοί ήταν σε ευφορία. Ο Ίβιτσα Όσιμ ήταν στον πάγκο. Μακάρι να μπορούσα να ξέρω, πριν την εφηβεία μου, τι στο καλό ήταν αυτός ο Ίβιτσα Όσιμ. Τι ήταν όλοι τους, σε κάθε σπορ.
Φέτος, στη βόλτα που κάναμε στο πανηγύρι (και ενώ μπορώ να ακούσω τους ανθρώπους να μαζεύουν), ματιάσαμε το ιδεατό: έναν τελικό Μπαρτσελόνα-Ρεάλ Μαδρίτης στο Champions League, 60 χρόνια από τότε που ο Γκαμπριέλ Ανό της γαλλικής εφημερίδας «L’ Equipe» αμφισβήτησε το συμπέρασμα ότι «οι Γουλβς είναι η καλύτερη ομάδα του κόσμου», μετά το 4-0 επί της Σπαρτάκ Μόσχας, γράφοντας ότι «αφού δεν έχει παίξει στη Μόσχα, δεν μπορούμε να ξέρουμε ότι είναι η καλύτερη του κόσμου». Το Κύπελλο Πρωταθλητριών γεννήθηκε το 1954 και δημιουργήθηκε το 1955 από μία πρόκληση.
Όσο η Ρεάλ Μαδρίτης προκρινόταν από το πέναλτι του Κριστιάνο Ρονάλντο*, αυτό που σκεφτόμουν είναι η εποχή μου. Δεν έχω καμία ντροπή να πω ότι ανεξαρτήτως εκείνων που υποστηρίζω, θέλω να συμβαίνουν πράγματα στην εποχή μου. Ο φίλος μου ο Αντώνης, που μάτιασε τον ημιτελικό με τη Γιουβέντους προοιωνίζοντας τη σημασία ενός τελικού Μπαρτσελόνα-Ρεάλ, μου το θύμισε την Τετάρτη, πριν το ματς. Και για λίγο ένιωσα το παιδί στο σχολείο, όταν είχα μόλις κρατήσει γραπτώς το πρώτο αρχείο μου για εκείνους που πήραν τη Χρυσή Μπάλα,και που συναντούσε μικρότερους από εκείνο στο σχολείο που το ρωτούσαν ποιος πήρε το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1963 για να το περιπαίξουν.
Αυτό που θα σήμαινε ένας τελικός Μπαρτσελόνα-Ρεάλ για την ποδοσφαιρική ανθρωπότητα δεν χωράει σε στυγνές περιγραφές και ιστορίες. Θα μπορούσε να μπει στην Γκουέρνικα, αλλά μέχρι εκεί και αυτό επειδή ο Πάμπλο Πικάσο κατηγορήθηκε στα 30 του ότι έκλεψε τον αυθεντικό πίνακα της Μόνα Λίζα, που τον ζωγράφισε η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα στην ιστορία των τεχνών, δηλαδή ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Δεν θα ήταν κάτι με το οποίο είχαμε ανταμώσει στους τελικούς του Champions League και όσο και αν έχω δει τους δύο κορυφαίους τελικούς στην ιστορία τη στιγμή που συνέβαιναν (ή με ένα δευτερόλεπτο διαφορά), δηλαδή το 1999 και το 2005, αυτή η προοπτική ήταν κάτι που με ξεπερνούσε. Δεν ήμουν, πριν, σίγουρος ότι η Ρεάλ θα περάσει με τη Γιουβέντους: είναι επικίνδυνο να έχεις ρεβάνς με Ιταλούς στην έδρα σου και τη διαφορά στο ένα γκολ από το πρώτο ματς, πόσω μάλλον αν είναι εκείνοι που έχουν νικήσει. Με την υπόθεση πρόκριση της Ρεάλ Μαδρίτης έπαψα να ασχολούμαι από τη στιγμή που σκόραρε ο Μοράτα, για δύο λόγους: πρώτον, διότι ήταν αδύνατον να σκοράρει η Ρεάλ. Δεν το είχε κάνει ως τώρα με αντίπαλο τη Γιουβέντους και δεν θα το έκανε. Δεύτερον, επειδή ο ήχος στην τηλεόραση ερχόταν πιο γρήγορα από την ίδια τη φάση. Λίγο πιο γρήγορα αλλά αρκετά για να ρουφήξει από τον θεατή τη δουλική διάστασή του, να τον κάνει να νιώσει έρμαιο σε ένα τεχνολογικό χάος. Πώς ήταν δυνατόν να θεωρήσεις ότι η Ρεάλ θα πετύχει γκολ απέναντι στη Γιουβέντους όταν δεν στο έβγαζε η ροή του παιχνιδιού ΚΑΙ ο ήχος ερχόταν γρηγορότερα από την εικόνα; Ήταν σαν να έπρεπε να λύσεις μία εξίσωση την ύλη της οποίας δεν είχες διδαχθεί.
Ο τελικός Μπαρτσελόνα-Ρεάλ έμοιαζε το καθ’ εαυτόν απέναντι στο καθ’ έκαστον. Δηλαδή ένας τελικός για τους αιώνες, που θα εκτεινόταν στο διηνεκές, που ό,τι και να συνέβαινε σε εκείνον οι ιεροφάντες των 26 ημερών από τη νύχτα της Τετάρτης έως το Σάββατο 6 Ιουνίου θα έφτιαχναν στην Άχραντη Ραπτομηχανή ένα χιτώνα με κόκκινο και πράσινο χρώμα ο οποίος επίσης θα παρέμενε αθάνατος. Η Ρεάλ Μαδρίτης θα πήγαινε για το 11ο και για να γίνει η πρώτη ομάδα μετά τη Μίλαν, το 1989 και το 1990, που κατορθώνει την επανάληψη. Η Μπαρτσελόνα θα πήγαινε να πάρει το 4ο στους τελευταίους 10 τελικούς και θα το έκανε απέναντι στη Ρεάλ, με αποτέλεσμα να αποτελούσε ίδιο κατόρθωμα με το 5 στα 5 των μερένχες στην αρχή του θεσμού. Για 26 ολόκληρες μέρες, στη Μαδρίτη και στην Καταλονία θα αναδείκνυαν όλη την ιστορία, χωρις να παρεμβάλλεται κάτι ενδιαμέσως πέραν του πρωταθλήματος, το οποίο, ωστόσο, έχει γίνει ήδη βαρετό.
Και τελικώς πέρασε η Γιουβέντους.
Τη νύχτα που βγήκαν οι ποινές για το Calciopoli ήμουν εκεί, που λέει ο λόγος: είχαν περάσει σχεδόν 10 μέρες από το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Μιχάλης έλειπε σε άδεια και είχα επωμιστει τα διεθνή, όπως τα λένε στην πιάτσα. Εκείνο το βράδυ μόνο οι συντάκτες ύλης βιάζονταν να κλείσουν: σε κάθε ανανέωση σχεδόν προσευχόμουν ότι το gazzetta.it θα είχε τις ποινές. Και όταν, τελικά, η Γιουβέντους τιμωρήθηκε με υποβιβασμό, το καλοκαίρι του 2006, ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι 9 χρόνια αργότερα θα προκρινόταν σε έναν τελικό του Champions League.
Γνώρισα τον παίκτη που μου άρεσε από τη Ρεάλ Μαδρίτης πολύ περισσότερο από κάθε άλλον σε ματς με τη Γιουβέντους, το 1996: ήταν προημιτελικοί και όταν ο Μίκαελ Λάουντρουπ πάτησε την μπάλα με το τακούνι, ο Ραούλ Γκονζάλες σκόραρε. Ο Ραούλ είχε, μέχρι τους φετινούς ομίλους, το ρεκόρ του Champions League σε γκολ, δηλαδή 71. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο τον ξεπέρασε σε ό,τι αφορά τη Ρεάλ: και αυτό αποτελεί μερική αδικία.
Οι «μερένχες» δεν είναι μόνο ένας από τους πιο σημαντικούς συλλόγους του κόσμου: είναι ο πλέον ιδιόρρυθμος. Όταν η Μπαρτσελόνα είναι κάτι παραπάνω από ένα κλαμπ, η Ρεάλ είναι η βασίλισσα. Ο Ραούλ ήταν ο γιος της βασίλισσας. Φαινόταν ότι ήταν σάρκα από τη σάρκα της, γαλαζοαίματος με στυλ που θα μπορούσες να συναντήσεις στο Oceans 11. Για κάποιον λόγο ο οποίος είχε σχέση με την οικειότητα, ο Ραούλ ήταν η Ρεάλ. Το όνομά του ήταν σχεδόν καρκινικό (ή κάτι παρόμοιο): μπορούσες να διαβάσεις το «Ρεάλ» μέσα του. Η κομψότητα και ο αισθησιασμός σε συνδυασμό με την άσπρη φανέλα, ο τρόπος που μπορούσε να κατεβάσει την μπάλα σε μία μπαλιά 30 μέτρων χωρίς να βιάζεται, δεν ήταν απλώς συμβατός με τον ποδοσφαιρικό οργανισμό: τον καθιστούσε αμόλυντο. Ο Ρονάλντο, με όλα τα ρεκόρ του στη Μαδρίτη, δεν θα μπορούσε να είναι ίδιος με τον Ραούλ. Ο Πορτογάλος πρέπει να δημιούργησε τεράστια αμφιθυμία: ναι, είναι η πιο συνεπής μηχανή γκολ στην ιστορία της ομάδας, αλλά του λείπει αυτή η εστέτ, είναι συγκρουσιακός και όταν αρχίσει να τρέχει καταστρατηγεί το ποδοσφαιρικό κάμα σούτρα, την ποδοσφαιρική λιτανεία που πρόσφερε, με ατέλειες που ο ίδιος δεν διαθέτει, το προηγούμενο νούμερο 7.
Στο δεύτερο ματς εκείνων των προημιτελικών, ο Πιντουρίκιο ήταν που βγήκε στον αφρό. Ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο οδήγησε τη Γιουβέντους σε νίκη με σκορ 2-0 και ανατροπή. Δέκα χρόνια αργότερα ο Ντελ Πιέρο κλήθηκε να αποφασίσει αν θα φύγει η αν θα μείνει στη «Γιούβε», όταν έπεσε στη δεύτερη κατηγορία. Έμεινε, όπως και ο Πάβελ Νέντβεντ, όπως και ο γίγαντας που ακούει στο όνομα Τζίτζι Μπουφόν. Οι Ιταλοί πάνε στα Επτάνησα και χουφτώνουν όποιο θηλυκό βρίσκουν, αλλά δεν ξεχνούν ποτέ τους πατριωτικούς κωδικούς. Η Γιουβέντους ήταν σχεδόν αδύνατον να επιστρέψει σε τελικό του Champions League 9 χρόνια μετά τον υποβιβασμό της και 12 μετά την τελευταία συμμετοχή της. Αλλά ήταν εφικτό να αποκλείσει τη Ρεάλ Μαδρίτης. Αν εξαιρεθεί το (μονό) ματς του Άμστερνταμ το 1998 με το γκολ του Πρέντραγκ Μιγιάτοβιτς, της έχει πάρει τον αλγόριθμο. Και, φέτος, είναι η μόνη ομάδα του Champions League που τα δίνει όλα σε κάθε παιχνίδι. Καμία άλλη δεν έχει παίκτες που να παίζουν στο 100% σε κάθε γαμημένο ματς. Είναι μία ομάδα που μπορεί να μη φθάνει τη Μίλαν (τη δεύτερη από τις ομάδες που έχουν περισσότερα Κύπελλα Πρωταθλητριών από τα έξι του Έκτορ Φρανσίσκο Χέντο), αλλά σέβεται το σήμα κατατεθέν της πατρίδας της: το ανυπόφορο. Η Γιουβέντους επίσης υποφέρει, όπως οι πρόγονοι, οι επίγονοι και οι απόγονοι. Αλλά έχει συνειδητοποιήσει ότι η ζωή, με τα στραβά και τα όμορφά της, δεν πρόκειται να της δώσει τίποτα εύκολα, όπως (τουλάχιστον στις διεθνείς διοργανώσεις) δεν έκανε σε όλη την ιστορία της.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν ο τελικός Μπαρτσελόνα-Γιουβέντους, με το τέταρτο του Λίο Μέσι ante portas, είναι το καθ’ έκαστον και όχι το καθ’ εαυτόν. Η Μπάρτσα είχε να φθάσει σε τελικό 4 χρόνια, αλλά αυτό δεν είναι κάτι: το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών της κατακτήθηκε με 37 χρόνια από την έναρξη του θεσμού. Η Γιούβε δεν ήταν για Βερολίνο. Ο τελικός Μπαρτσελόνα-Ρεάλ ήταν να γίνει τη στιγμή που φαινόταν απίστευτο: πρώτη φορά υπήρχαν πιθανότητες με μόλις 90 λεπτά να απομένουν για τη λήξη των ημιτελικών. Και αυτοί οι βέβηλοι υπήκοοι του come stai, οι εκ Τορίνου ορμώμενοι, συνέχισαν την ιταλική παράδοση ρίχνοντας κάτω ένα θηρίο και αναβάλλοντας ένα ιστορικό ραντεβού. Αν κάπου βρίσκεται η συνέπεια, είναι στην ιλαροτραγική άρνηση παράδοσης της Γιουβέντους,σαν κλόουν που καταλήγουν μεθυσμένοι σε παιδικό πάρτι βρίζοντας πιτσιρίκια επειδή δεν τους καταλαβαίνουν πραγματικά.
Δεν είμαι σίγουρος, εν τέλει, ότι προκρίθηκε το καθ’ έκαστον και όχι το καθ’ εαυτόν για τη σπουδαία αναμέτρηση το πρώτο Σάββατο του Ιούνη. Η λέξη «Γιουβέντους» γεμίζει το στόμα και με τον Τζίτζι Μπουφόν και τον Αντρέα Πίρλο να μπαίνουν στο γήπεδο, είναι αδύνατον να ψάξεις για υβρίδια αδιαφορίας για αυτό το ματς: όχι επειδή δεν έχει φαβορί, αλλά επειδή το διηνεκές έχει καταφέρει να χαρίσει μία ιστορία που αν δεν είναι Ρεάλ-Μπαρτσελόνα, βρίσκεται εκεί δίπλα.
—————