Χωρίς τελείες


Το παιχνίδι που άλλαξε τον κόσμο

2015-10-05 17:13

Τα πρώτα λεπτά του ματς Άρσεναλ-Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που έγινε το απόγευμα της Κυριακής, ήταν… μακελειό. Στο 7’ ήταν 2-0. Στο 19’, 3-0. Ήταν το τελικό σκορ. Η Γιουνάιτεντ ανέβηκε στην κορυφή της βαθμολογίας μετά από 2 χρόνια, 4 μήνες και κάτι ψιλά και το κράτησε μία εβδομάδα. Δηλαδή δύο αγωνιστικές, μια και μεσοβδόμαδα υπήρχε η εμβόλιμη.

Πράγματα συμβαίνουν, στην Αγγλία. Τους νοιάζει να συμβαίνουν. Για τη Γιουνάιτεντ το παιχνίδι στράβωσε εξαρχής. Υπήρχε μία περίοδος που όταν ο Ρούουντ φαν Νίστελροϊ έχανε πέναλτι στο «Ολντ Τράφορντ», σε ματς που η Άρσεναλ έπαιξε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα εξαιτίας της αποβολής του Πατρίκ Βιεϊρά (που κατά τη γνώμη μου είναι ο σπουδαιότερος αμυντικός χαφ στην ιστορία*), με τον Μάρτιν Κίον να πηγαίνει να τον... κράζει στα μούτρα του. Το συγκεκριμένο ματς, που έγινε νωρίς στο πρωτάθλημα, στις 21 Σεπτεμβρίου του 2003, έχει δική του σελίδα στη Wikipedia, που αναφέρεται σε αυτό ως «The Battle of Old Trafford». Έγινε νωρίς στο πρωτάθλημα, αλλά εκείνη τη χρονιά η Άρσεναλ δεν απειλήθηκε άλλη φορά με ήττα όπως σε αυτήν την περίπτωση. Το κατέκτησε αήττητο και έγινε η πρώτη ομάδα από την εποχή της Πρέστον Νορθ Εντ, την περίοδο 1888-89, που τα κατάφερε. Τότε είχαν περάσει μόλις 8 χρόνια από τον θάνατο του Φιόντορ Ντοστογέφσκι. Τόσο παλιά.

Το κομβικό σημείο στην Premier League για την Αγγλία, ήταν ο ερχομός του Ζοσέ Μουρίνιο το 2004 για λογαριασμό της Τσέλσι. Η αληθινή κόντρα, βεβαίως, ήταν του Άλεξ Φέργκιουσον με την Αρσέν Βενγκέρ. Ο Πορτογάλος ήταν το νέο: όμορφος, γκριζομάλλης, με μία ιστορία που άνετα θα μπορούσε να γίνει παραμύθι, αφού δεν είχε παίξει ποτέ μπάλα και ήταν ο μεταφραστής του Μπόμπι Ρόμπσον, όταν εκείνος ήταν ο αστέρας της Μπαρτσελόνα. Ο Μουρίνιο ήταν το νέο, που προφανώς, χωρίς τη γνώριμη βαθύτητα που φέρνουν τα χρόνια στην ύπαρξη, ερχόταν να αμφισβητήσει το παλιό. Φαινομενικά, τη χρονιά που έφθασε ο Μουρίνιο, με την εξοργιστική αυτοπεποίθηση, η οποία τον έκανε να φύγει για τα αποδυτήρια πριν η ομάδα του, η Πόρτο, παραλάβει το τρόπαιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης, ο Αρσέν Βενγκέρ ήταν ο στόχος του. Η Άρσεναλ και η Τσέλσι εδρεύουν στο Λονδίνο και ο Μουρίνιο βρήκε στον Αλσατό ένα εύκολο θύμα για να ξεκινήσει τον ψυχολογικό πόλεμό του που άλλοτε ήταν η τακτική των πυγμάχων πριν από έναν αγώνα στο ρινγκ. Εκείνο το ίδιο καλοκαίρι, ο Κριστιάνο Ρονάλντο κατέφθασε στο «Ολντ Τράφορντ».

Βλέποντας τη Γιουνάιτεντ να παίζει τώρα, μπορώ να είμαι βέβαιος ότι η εποχή του Άλεξ Φέργκιουσον τελείωσε. Ο Μουρίνιο δεν επιδίωξε κατευθείαν μετωπική με τον «Φέργκι», διότι ο Σκωτσέζος είναι ο Νονός. Δεν είναι ο Νονός του Νησιού. Είναι εκείνος του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Είναι λυπηρό. Δεν μισώ πια τον Ράφα Ναδάλ και δεν μισώ τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Φυσικά, υπάρχει μία παρελθοντική ευχαρίστηση όταν χάνουν, ακόμα και αν πρόκειται για τον Τζόκοβιτς ή ομάδες λεφτάδων. Ωστόσο όταν ήταν ο Σερ Άλεξ στον πάγκο, υπήρχε κάτι υπέροχο στην όλη κατάρρευση. Ο πρωταθλητισμός, υπό την έννοια της θέασης, δεν παύει να είναι διανομή ρόλων. Καμία ιστορία δεν μπορεί να μην έχει κακό. Αν δεν υπάρχει κακός, δεν υπάρχει αναγνώσιμη ιστορία. Ακόμα και στη «Μελωδία της Ευτυχίας» το «κακό» ερχόταν είτε από την άρνηση της εξωτερίκευσης των συναισθημάτων είτε από τους Ναζί. Παντού πρέπει να υπάρχει ένας κακός, ακόμα και όταν είναι αναλώσιμος. Για μένα, σε ό,τι αφορά την Premier League, ο Φέργκιουσον ήταν ο κακός του μυθιστορήματος. Και ήταν για χρόνια. Για αυτό και το 1-4 στο «Ολντ Τράφορντ», σε ματς που σκόραρε ο Κριστιάνο Ρονάλντο- στο μόνο ματς που σκόραρε ο Κριστιάνο Ρονάλντο στην έδρα της Γιουνάιτεντ και εκείνη έχασε- παραμένει μέσα στις τοπ 10 κορυφαίες αθλητικές στιγμές στη ζήση, ενώ το 0-3 το 2014 δεν είναι καν κοντά. Το περίγραμμα, που βρίσκεται στο όνομα, δεν μπορεί να σε υποχρεώσει να σεβαστείς έναν αντίπαλο του οποίου η κατάρρευση δεν κρατάει μία μέρα, αλλά είναι συνολική. Το 1-4 γίνεται στο μέσο της δεύτερης Αυτοκρατορίας της Γιουνάιτεντ, με τη Λίβερπουλ να πηγαίνει για τίτλο που δεν τον πήρε, αλλά και πάλι...

Ο Φέργκιουσον, στις 6 Νοεμβρίου, θα γιορτάσει την 29η επέτειό του από τότε που συμφώνησε με τη διοίκηση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της. Η Λίβερπουλ θα συμπληρώνεi 1 μήνα και 2 μέρες από τη στιγμή που ο Μπρένταν Ρότζερς αποτέλεσε παρελθόν από την τεχνική ηγεσία της. Για να πω την αλήθεια, και χωρίς αυτήν τη στιγμή να το έχω τσεκάρει, θέλω τον Γίργκεν Κλοπ στο «Άνφιλντ». Από το 1959 εως το 1991 η Λίβερπουλ  πέντε προπονητές, που ήταν όλοι... ουσιαστικά ένας. Ο Μπιλ Σάνκλι ανέλαβε την 1η Δεκέμβρη του 1959  και ο βοηθός του, Μπομπ Πέισλι, ανέλαβε στις 26 Αυγούστου του 1974. Ο βοηθός του Μπομπ Πέισλι, Τζο Φάγκαν, ανέλαβε την 1η Ιουλίου του 1983 για να αποτελέσει παρελθόν στις 30 Μαΐου του 1985, δηλαδή πέντε μέρες μετά το «Χέιζελ», όπως κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος δύναται να κάνει. Μετά η τεχνική ηγεσία πέρασε στον Κένι Νταλγκλίς, τον «King Kenny» του «Άνφιλντ», ο οποίος ήταν παίκτης-προπονητής για πέντε χρόνια και προπονητής για ένα. Αν ο Σάνκλι, ο Πέισλι και ο Φάγκαν δεν είχαν διάθεση να αποσυρθούν, δεν θα αποσύρονταν. Ο Νταλγκλίς έφυγε 21 Φεβρουαρίου του 1991, μετά από ένα 4-4 με την Έβερτον στο Κύπελλο. Πάλι από μόνος του. Αυτό είναι ένα διάστημα 32 χρόνων. Από τότε ως και σήμερα έχουν περάσει 24 και έχουν έλθει και παρέλθει 7 προπονητές. Ο Ρόνι Μόραν, που απλώς κάλυπτε ως υπηρεσιακός τη θέση πριν τον Απρίλη του ίδιου έτους φθάσει ο Γκρέιαμ Σούνες, παλαίμαχος της Λίβερπουλ, ο Ρόι Έβανς, παλαίμαχος της Λίβερπουλ και έπειτα ο Ζεράρ Ουγέ. Είναι πολύ περισσότερες οι πιθανότητες, αν είσαι κάπως αξιοπρεπής, να παραμείνεις στη Λίβερπουλ, παρά να φύγεις. Ο Ουγέ, που πέρασε περιπέτεια με την καρδιά του, έμεινε για 6 χρόνια. Ο Ράφα Μπενίτεθ, που ήρθε έπειτα, έμεινε άλλα 6. Οι δυο τους συμπληρώνουν 12 χρόνια μαζί στον πάγκο, που σημαίνει ότι τα υπόλοιπα 12 ήρθαν 5 προπονητές, όσοι, δηλαδή, έμειναν για 32 χρόνια ως πρώτοι στον πάγκο της ομάδας. Που, ουσιαστικά, εργάζονταν εκεί πριν γίνουν πρώτοι. Αναβαθμίστηκαν, αλλά δεν έγινε πρόσληψη απ’ έξω.

Ο Σερ Άλεξ το είπε: «Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της καριέρας μου ήταν που κατέστρεψα τη Λίβερπουλ». Είναι παράφραση, διότι αυτό εννοούσε, έστω κι αν είναι κάλλος στον λόγο του. Η Λίβερπουλ, πρωταθλήτρια του 1990, ελάχιστες φορές όλα αυτά τα χρόνια πλησίασε να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Την έχω συνηθίσει έτσι, στη 10η θέση, να μην μπορεί να νικάει κανέναν. Και, πάλι, ο κόσμος να μην θέλει να φύγει ο προπονητής.

Όταν μένεις σε έναν πάγκο για 27 χρόνια- και σε έναν πάγκο ενός συλλόγου που τον υποστηρίζουν παγκοσμίως με τον ίδιο τρόπο που όλοι αγαπούν τον Τσε Γκεβάρα (το αεροπορικό δυστύχημα των «Μπέμπηδων του Μπάσμπι» το 1958· η δολοφονία στη Βολιβία το 1967· τι θα γινόταν αν...)- η μυθολογία προφανώς σε συνοδεύει. Ο Φέργκιουσον ήταν ένας προπονητής που κατακτούσε πρωταθλήματα επειδή υπήρχαν ομάδες που φοβόντουσαν τον ίσκιο της Γιουνάιτεντ. Έβλεπες τον Γκάρι Νέβιλ, τον Ντένις Έργουιν, τον Πολ Σκόουλς, τον Ρόι Κιν, ακόμα και τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, τα μικρά φεργκιουσονάκια και φοβόσουν. Προφανώς, ο Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ είναι μία κατηγορία μόνος του. Οι Τζόν ο’ Σέι, Μάικλ Κάρικ, Φεντερίκο Μακέντα και Ντάνι Γουελμπέκ έμοιαζαν με ποδοσφαιρικά τέρατα. Υπήρχε μία ψευδαίσθηση στο γεγονός ότι μια μέρα θα ξυπνήσεις και αυτοί οι άμπαλοι δεν θα μπορούν να κόψουν την μπάλα ούτε με βαλέ, αλλά ήταν εκεί: έβαζαν γκολ στη squeezy boom time (μία σημείωση που ήδη έχει μπει ως εργασία στο κινητό τηλέφωνο είναι να κάνω αφιέρωμα όταν έρθει η επέτειος, οπότε ας μην εξηγηθούν όλα τώρα) και κατακρεουργούσαν πνευματικά τον αντίπαλο. 

Ασφαλώς, δεν έγιναν όλα αυτά σε μία στιγμή. Αλλά νομίζω ότι ένα παιχνίδι, μόνο ένα, ήταν εκείνο που έδειξε ότι ο δρόμος του Σκωτσέζου Αττίλα ήταν ανοικτός. Ο ίδιος τον δημιούργησε. Η Λίβερπουλ έφθασε στον τελικό του 1996. Είχε μια σπουδαία φουρνιά ποδοσφαιριστών, όλοι νεαροί και ταλαντούχοι. Ήταν ο Ρόμπι Φάουλερ, ο Στιβ ΜακΜάναμαν και ο Σταν Κόλιμορ. Ερχόταν ο Μάικλ Όουεν. Έφθασαν στον τελικό του Κυπέλλου για να παίξουν κόντρα στη Γιουνάιτεντ. Είχαν σπουδαίο ταλέντο. Ήταν εξαιρετικά χαρισματικοί. Στην Premier League της σεζόν 1995-96 ήταν τρίτοι, έστω και με μεγάλη διαφορά. Τους έβλεπες να έρχονται.

Και έγινε εκείνος ο τελικός, ένα ματς ελεεινό (από αυτά που κάνουν τις γυναίκες να αναρωτιούνται γιατί μας αρέσει το ποδόσφαιρο), μία Λίβερπουλ που έτρεμε, μια Γιουνάιτεντ που δεν βλεπόταν. Και έγινε εκείνο το σουτ του Ερίκ Καντονά, εκείνου που αν κάποιος- πλην του Ντέμη Νικολαΐδη- παίζει με τον γιακά σηκωμένο στον λαιμό, έχει το δικαίωμα να του κάνει μήνυση για πνευματικά δικαιώματα. Και πέρασε από μισή ντουζίνα κορμιά και ήταν ένα συννεφιασμένο Σάββατο εκείνο της 11ης Μαΐου. Και ο Ντέιβιντ Τζέιμς, που έκανε αναιμική έξοδο, το έφαγε. Και ο Στιβ ΜακΜάναμαν έπεσε κάτω. Και η Γιουνάιτεντ πήρε το Κύπελλο.

Αν αφαιρέσει κάποιος το γεγονός ότι η καταστροφή είναι νομοτελειακή και θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, ότι παραληρώ άκρως δυστυχισμένος τούτη τη στιγμή, μέσα σε ένα πέλαγος  από μοιραίες σκέψεις, νομίζω ότι αυτό το ματς ήταν καταδικαστικό για τη Λίβερπουλ. Ο Κόλιμορ άφησε τους δαίμονες του εαυτού του να τον τυλίξουν. Οι υπόλοιποι παρέμειναν, αλλά η αίσθηση δεν ήταν ίδια. Μια νίκη μπορεί να σου φτιάξει τον χαρακτήρα. Μπορεί να νικάς ή να κάνεις τον άλλο να χάνει. Η Λίβερπουλ δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό, ακόμα και αφού ήρθε ο Όουεν, αφού πήρε τέσσερις τίτλους το 2001, αφού κατέκτησε το Champions League το 2005. Για αυτό, κιόλας, είναι 26 χρόνια χωρίς πρωτάθλημα, για αυτό και η Γιουνάιτεντ την πέρασε. Το παιχνίδι που έπρεπε να οικοδομήσει πάνω  έγινε στο Γουέμπλεϊ, πριν 19 χρόνια, με τον Φέργκιουσον να είναι αρκετά έξυπνος για να έχει τον Καντονά στην ομάδα του και αρκετά δαιμονικός ώστε να ανοίξει την ποδοσφαιρική Ερυθρά Θάλασσα στα δύο και να περάσει η μπάλα από όλους για να φθάσει στα δίχτυα. Δεν έχω καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι εκείνος το έκανε.

—————

Πίσω