Χωρίς τελείες


Του σταυρού μου ο σταυρός

2015-10-15 17:46

Στις χώρες που θα ταξιδέψουν  στη Γαλλία, για την τελική φάση του Euro 2016, υπάρχουν μέσα οι Ουαλία, Βόρειος Ιρλανδία, Ισλανδία και, φυσικά, Αλβανία. Μοιάζει, εξαρχής, με κάτι που δεν έπρεπε να συμβαίνει. Φαίνεται ότι η διοργάνωση χάνει, εξ ορισμού, κάτι από το πρεστίζ της.

Φυσικά, όταν έχεις 24 ομάδες και ευέλικτους προκριματικούς, αυτό πρέπει να συμβαίνει. Είναι η πρώτη χρονιά που παίζουν 24 ομάδες. Το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου χωρίζεται σε διαστήματα, στα οποία το αριθμητικό status quo αλλάζει. Από την πρώτη διοργάνωση, το 1960 στο Παρίσι, έως εκείνη του 1976, στο Βελιγράδι, οι ομάδες που προκρίνονταν στην τελική φάση ήταν 4. Από το 1980, στην Ιταλία, έως το 1992, στη Σουηδία, οι ομάδες αυξήθηκαν σε 8. Από το 1996, στην Αγγλία, έως το 2012, σε Πολωνία και Ουκρανία, οι ομάδες έγιναν 16. Τώρα, σε αυτή τη διοργάνωση, που λογικά είναι η τελευταία επί Μισέλ Πλατινί στην προεδρία της UEFA, οι ομάδες είναι 24.

Μεταξύ αυτών, είναι και η Αλβανία, στη νέα εποχή της. Στο 0-3 επί της Αρμενίας χρησιμοποιήθηκαν 14 παίκτες. Όλοι τους, παίζουν στο εξωτερικό. Από αυτούς, μόνο τρεις ξεκίνησαν το ποδόσφαιρο στην Αλβανία. Τέσσερις δεν γεννήθηκαν καν στην Αλβανία. Οι επτά παίζουν σε ελβετικές ομάδες. Που σημαίνει ότι έπρεπε να «στρατολογηθούν», για να παίξουν για την Αλβανία, διότι η Ελβετία δεν έχει πρόβλημα να κάνει υπηκόους ξένους πολίτες για να παίξουν στην εθνική ομάδα της χώρας της.  Οι πέντε στην Ιταλία. Και εκεί υπήρχε κίνδυνος. Προφανώς, «στρατολόγηση» σημαίνει ότι έπρεπε να τους πείσουν πως το να παίξουν με την εθνική ομάδα της χώρας τους είναι το καλύτερο για την προσωπική προοπτική και την εξέλιξή τους.

Στο τέλος του παιχνιδιού με την Αρμενία, οι Αλβανοί μαζεύτηκαν στα αποδυτήρια και έβγαλαν μία σέλφι με τους παίκτες να κάνουν το σχήμα του δικέφαλου που υπάρχει ως σήμα στη σημαία της Αλβανίας. Αυτό, ασφαλώς, έκανε τους ανοιχτόμυαλους να μιλήσουν για ακόμα μία πρόκληση. Διάβασα το κείμενο ενός αρθρογράφου, που στο τέλος ανέφερε ότι όπως ο Γκέκας δεν κάνει τον σταυρό του στα γήπεδα της Τουρκίας για να στείλει κάποιο πολεμικό ραβασάκι στην Ελλάδα, όπως οι οπαδοί του ΑΠΟΕΛ δεν βάζουν την ελληνική σημαία στο γήπεδο για να μιλήσουν για την ένωση με την Ελλάδα, έτσι και οι Αλβανοί δεν έκαναν αυτό το σχήμα με τα χέρια τους, για να μιλήσουν για τη Μεγάλη Ιδέα. Από κάτω, προφανώς, άρχισαν το «κράξιμο» οι «ψαγμένοι».

Όταν, κάθε λίγο και λιγάκι, αναφερόμαστε σε χώρες του εξωτερικού ως πρότυπα λειτουργίας- και έχει γίνει τόσες φορές που προφανώς υπάγεται στα κλισέ- δεν μιλάμε για χώρες που όλοι οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι με τους νόμους που υπάρχουν. Παρά για χώρες που οι άνθρωποι αποδέχονται τους νόμους που υπάρχουν, διότι είναι ο μόνος τρόπος για να να είναι εύρυθμο το σύστημα. Το σύστημα δεν έχει σημασία αν είναι σωστό ή λάθος: πρέπει να δουλεύει. Πριν από 5 μέρες, σε μία έξοδο, μιλώντας για τους Ναξιώτες, ένας φίλος μου εξηγούσε σε έναν ξενικό την έννοια του «κλεφτοκοτά»: οι άνθρωποι στην κατοχή πεινούσαν, κατέβαιναν στα λιβάδια τις νύχτες, έκλεβαν πράγματα και τα μοίραζαν στο χωριό. Η κατάσταση επιβίωσης εξελίχθηκε σε ανέκδοτη ιστορία, η οποία εξελίχθηκε σε αστείο και, φυσικά, σε προσβολή. Όταν οι Αλβανοί ήρθαν στην Ελλάδα, ήταν εξ ορισμού επικίνδυνοι. Το πρόβλημα είναι τι κάνεις όταν πεινάς. Η πείνα σε κάνει να μη βλέπεις μπροστά σου. Με τα χρόνια οι Αλβανοί ενσωματώθηκαν στη χώρα. Βρήκαν δουλειές. Η αμεσότητα τούς έκανε να βρουν εκείνες που οι Έλληνες- από το πλεόνασμα (;;;) των εργασιών που υπήρχαν- τις παραπετούσαν. Η χαρά του εργοδότη, ο οποίος μπορούσε να δίνει μειωμένα μεροκάματα. Εν αρχή ην το φαΐ. Άπαξ και τρως, πρέπει να βρεθεί κάποιος να σου δώσει περισσότερα, για να μη σου αρκεί η προτέρα κατάσταση. Κάποιος πάντα θα βρεθεί να πει ότι «οι Αλβανοί πήραν τις δουλειές μας». Όμως, αυτός που το λέει δεν θα δούλευε ποτέ στην εργασία που πήγε ο Αλβανός επειδή πεινούσε. Το αποτέλεσμα αυτής της ευχέρειας του εργοδότη φάνηκε χρόνια μετά: όταν οι μισθοί πείνας (διότι για αυτό ακριβώς πρόκειται) άρχισαν να αφορούν και στους Έλληνες.

Εν τω μεταξύ, οι οικογένειες μεγάλωναν. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο. Προφανώς δεν μπορείς να μείνεις αλώβητος από τον ρατσισμό, οπότε τα παιδιά έπρεπε να πετύχουν στο σχολείο. Και πετύχαιναν. Έπρεπε να μπουν στο πανεπιστήμιο. Και έμπαιναν. Αποδείχθηκαν εξαιρετικά ικανά, κυρίως διότι οι συνθήκες ήταν δυσμενείς. Αν είσαι ο γιος ενός τσαγκάρη, ενός ξυλουργού, ενός βιοτέχνη, ξέρεις ότι στη χειρότερη περίπτωση θα γίνεις τσαγκάρης, ξυλουργός και βιοτέχνης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βασιστείς στο προσωπικό κίνητρό σου, πλην της πίεσης που οι γονείς σού ασκούν, για να μορφωθείς και να γίνεις, όπως έλεγαν, σπουδαίος και τρανός. Όταν δεν φαίνεται ότι έχεις επιλογή, πρέπει να μορφωθείς. Αλλά, για αρχή, κάποιος πρέπει να σου φέρνει φαγητό κάθε μέρα, για να στυλώνεσαι. Όταν πεινάς, τρως μέχρι να σταματήσεις να πεινάς. Όταν δεν πεινάς και νομίζεις ότι πεινάς, τρως μέχρι να σκάσεις. Λέξεις όπως «λιμοκτονώ», δεν ισχύουν για ανθρώπους που έχουν να φάνε. Για να λιμοκτονείς, πρέπει να μην έχεις να φας. Όπως στην Αφρική. Όπως συνέβη με τους Αλβανούς που ήρθαν στην Ελλάδα και μέχρι να βρουν την άκρη τους, έπρεπε να κλέψουν. Θυμάμαι ακόμα την κωμικότητα των δελτίων ειδήσεων και την ανακούφιση μίας είδησης που ανέφερε ότι έγινε κλοπή και φόνος κάπου και ο φονιάς ήταν Αλβανός.

«Έθνος», είναι μια λέξη που έχει σανσκριτική καταγωγή. Σημαίνει ομοαιμοσύνη. Δηλαδή, το σύνολο των ανθρώπων που έχουν το ίδιο αίμα. Πάει να πει ότι έχει καταργηθεί περίπου... 3.000 χρόνια τώρα. Συντηρείται, ωστόσο, επειδή υπήρξαν άνθρωποι που είτε τη διατήρησαν επίτηδες, είτε συγκινημένοι, όπως ο σπουδαίος αυτοδίδακτος ιστορικός, ασπούδαχτος ωστόσο, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, μίλησαν για το μεγαλείο των Ελλήνων και ότι αυτό εκπορίστηκε από τον Θεό. Σε αθλητική ιστοσελίδα υπάρχει συνέντευξη του Ιβάν Σαββίδη. Άντεξα να διαβάσω ως εκεί που χώρεσε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον Θεό στην ίδια πρόταση. Δηλαδή, την πρώτη. Όταν ένας ζάπλουτος επιχειρηματίας κάνει κάτι τέτοιο, λέει δηλαδή ότι στο Πανεπιστήμιο συζητούσε με τους συμφοιτητές του για την Πόλη, είναι εξ ορισμού μία συνέντευξη η οποία καταφανώς στηρίζεται στην προπαγάνδα.

Το πρόβλημα στις αντιδράσεις του πρώτου κειμένου είναι ότι οι Έλληνες θεωρούν τον σταυρό εθνικό σύμβολο. Ενώ πράγματι το αλβανικό σήμα υπάρχει στη σημαία, άρα τουλάχιστον έχει κάτι από μία πατρίδα που οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους υφάνει μέσω αφηγήσεων, ο σταυρός δεν έχει καταγωγή ελληνική και άρα δεν γίνεται να νοείται ως εθνικό σύμβολο, πέραν του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν πια έθνη. Τώρα, προφανώς και υπάρχουν φανατικοί, αλλά αυτοί υπάγονται στο κράτος, που σημαίνει κρατώ, που σημαίνει εξουσιάζω. Το γεγονός στη Σερβία, με τη σημαία, είχε πλήρους αποδοχής της κυβέρνησης των Αλβανών, μόνο και μόνο για να μας υπενθυμίσει ότι η κυβέρνηση σχεδόν κάθε χώρα αποτελείται από ανθρώπους που δεν μπορεί να είναι διανοούμενοι, διότι οι διανοούμενοι έχουν σχεδόν 6.512 καλύτερα πράγματα να κάνουν. Το ίδιο και εκείνοι, βεβαίως, που νομίζουν ότι είναι διανοούμενοι.

Η πραγματικότητά μας απαρτίζεται από ηλίθιους και από ηλίθιους που νομίζουν ότι είναι έξυπνοι. Η δεύτερη κατηγορία είναι σαφώς χειρότερη. Έπρεπε να πετύχουν κάτι οι Αλβανοί για να διαπιστώσουμε την περηφάνια τους, που κρύβεται στη νοσταλγία για την πατρίδα. Αυτή η ευαισθησία είναι συνώνυμο του έθνους, ωστόσο ο έρωτας για το έθνος και ο έρωτας για την Αντωνία είναι το ένα και το αυτό. Μαζί και το πάθος. Υπάρχουν, βεβαίως, άνθρωποι που ηθελημένα θέλουν να ποτίζονται από αυτό το δηλητήριο. Από το να νιώθει κάποιος χαρούμενος, προτιμά να νιώθει ισχυρός. Και, όπως συμβαίνει πάντα στη μυθιστορηματική πλοκή, για να υφίσταται η ισχύς, πρέπει να υπάρχει ο εχθρός. Ο οποίος βαπτίζεται κακός, σχεδόν επειδή υπάρχει. Μου θυμίζει ένα αστείο του Ντέιβιντ Σεντάρις, που έλεγε ότι «οι Αμερικάνοι λένε ότι ζουν στην καλύτερη χώρα του κόσμου για να μπουν στα ρουθούνια των Γάλλων, αν και οι Γάλλοι δεν είπαν ποτέ ότι ζουν στην καλύτερη χώρα του κόσμου».

Δυστυχώς, στις περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις, το «αλλά» της διαφωνίας, το «εν μέρει δίκιο», το «τώρα μου τα χαλάς», είναι δείγματα αρτηριοσκληρωτισμού. Καταργούν την αισθησιακή συμπεριφορά που θα έπρεπε να έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους και προκαλούν την πολεμόχαρη φυλή να πολεμήσει για το ανώτερο είδος, το οποίο η ίδια η ιστορία των μετακινήσεων, από τους Αχαιούς και τους Αολείς έως τους Ινδοευρωπαίους, που περίπου το 4.000 π.χ. ξεκίνησαν την πορεία τους από τη Λιθουανία για να μετακινηθούν σε όλη την Ευρώπη, ώστε να συναντήσουν τους ιθαγενείς,  δείχνει ότι δεν υπάρχει. Ο δογματισμός είναι λυπηρός, ο τρόπος που υπερισχύει της αλήθειας είναι μνημείο της ανθρώπινης βλακείας. Από τη μεριά μου, δεν έχω συναντήσει κανέναν κακό Αλβανό, κάποιος Αλβανός δεν με έχει κλέψει, ενώ οι όμορφες Αλβανίδες που έχω συναντήσει είναι πολύ όμορφες και θα μου έκαναν χάρη αν έβγαιναν έστω για ένα ποτό μαζί μου. 

 

—————

Πίσω