Χωρίς τελείες


Η αιώνια μπάλα

2015-04-01 23:22

 

Με πόνο ψυχής το λέω: πολύ λίγα είναι στον κόσμο τα πράγματα που πάνε δίπλα στο ποδόσφαιρο σε κάθε πιθανή διάσταση. Σε πάθος, σε θέληση, σε αξιοκρατία, σε ανεμελιά, σε ονειροδόμηση, σε ένταση, σε δημιουργία συναισθημάτων και, προφανώς, σε ερωτισμό και αγάπη.

Το «πολύ λίγα πράγματα» είναι ουσιαστικά ένα τρικ: προφανώς δεν υπάρχει τίποτα που να αναμειγνύει τα συγκεκριμένα στοιχεία ενώ η τμήση τους είναι ξεκάθαρη, σε υπερθετικό βαθμό και ακουμπώντας σε πελώρια ηλικιακή απόσταση. Δεν υπάρχει τίποτα όπως το ποδόσφαιρο, διότι δεν μπορεί τίποτα να σε κάνει ανά πάσα στιγμή να αισθάνεσαι ότι εξατμίζεσαι ενώ δεν υπάρχει συγκεκριμένη εστέτ ούτε παράγει αισθησιασμό και ομορφιά.

Σας λέω: το 3-3 της Ουρουγουάης με τη Σενεγάλη για το Μουντιάλ του 2002 (ρώτησα τον φίλο μου τον Αντώνη να μου πει ποιο είναι το πιο όμορφο ματς που έχει δει στη ζωή του χωρίς να υποστηρίζει ομάδα- δηλαδή βγάζοντας, ουσιαστικά από την εξίσωση την Μπαρτσελόνα) και το 1-0 της Πορτογαλίας επί της Ολλανδίας απέχουν παρασάγγας σε αισθητική και σε ανατροπή, το δεύτερο, που διεξήχθη για τη φάση των «16» του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2006, θα το έβλεπα πιο άνετα σε βίντεο. Είναι ένα από τα πιο σκληρά παιχνίδια που έχω δει στη ζωή μου, σε μία εποχή που μπορεί να μην ήταν ακόμα σκάνδαλο να τραυματίσεις κάποιον, αλλά που οι κανόνες ευνοούσαν εμφανέστατα από τότε τους επιτιθέμενους, και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου. Θα μπορούσε άνετα να αντικαταστήσει ένα σπλάτερ, και το λέω με πλήρη επίγνωση. Νομίζω ότι έφθασα σε σημείο να αφήνω επιφωνήματα, ένα στάδιο πριν το ουρλιαχτό, να ξεφεύγουν μέσα σε καφετέρια ενώ ο φίλος μου ο Μάνος δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για το παιχνίδι, ως εκ τούτου το πώς απέφυγα το καντήλι παρά τα τσιγκλίσματα, είναι ανεξιχνίαστο μυστήριο. Ουσιαστικά, στη σχέση με τον Μάνο το ποδόσφαιρο ήταν αναγκαίο κακό, όχι ως εικόνα ή θέαση, αλλά ως ψύχωση. Όπως και ο ίδιος μου έχει πει τόσες φορές ώστε να παύει να είναι off the record, δεν έπαιζε μικρός.

ΔΕΝ ΕΠΑΙΖΕ ΜΠΑΛΑ ΜΙΚΡΟΣ. Το παλικάρι ανήκε στην Αλ Κάιντα, είναι φανερό.

Η παρακίνηση για το συγκεκριμένο κείμενο προέκυψε, όπως προαναγγέλθηκε, από τον στίχο του Βασίλη Νικολαΐδη στο τραγούδι «Συνθέται και Τραγουδισταί»: «Του καθενός μας, το λοιπόν, ατάλαντου τεμπέλη, που έχει γίνει μουσικός γιατί δεν ξέρει μπάλα».

Στο λειτούργημα που ακολούθησα για μία δεκαετία- και το οποίο ονειρευόμουν τουλάχιστον 15 χρόνια, άρα καθίσταμαι τυχερός- έχω συναντήσει πάρα πολλούς ανθρώπους που ήθελαν να γίνουν ποδοσφαιριστές και δεν τα κατάφεραν. Υπήρχαν ένας δύο που ένας τραυματισμός τους στέρησε την ευκαιρία, κάποιοι που ανήγγειλαν ότι το κύκλωμα τους έφαγε και κάποιοι που ήταν προφανώς τελείως ατάλαντοι. Θυμάμαι τον εαυτό μου να θέλει να γίνει δημοσιογράφος ανέκαθεν, χωρίς  να υπάρχουν τέτοιες επιπλοκές, αλλά έπαιζε η περίπτωση της τεμπελιάς: το να πάω σε μία ομάδα και να υπακούω σε κανόνες ήταν κάτι που δεν υπήρχε στη λογική μου. Αυτό που θυμάμαι ως ένδειξη ώστε να βρίσκομαι στη συγκεκριμένη κατηγορία ήταν κάτι Χριστούγεννα, που πέρασα από τη Λέσβου, εκεί που ήταν τα γραφεία του ΑΟ Γαλατσίου (ή μήπως ήταν της ΑΕ;) και με έπιασε μια κάποια ονειροπόληση. Πέραν τούτου, ουδέν.

Με τον στίχο του Νικολαΐδη είναι πεπεισμένος ότι όλος ο αρσενικός κόσμος που έχει γίνει κάτι, έγινε επειδή ήταν αποτυχημένος ποδοσφαιριστής. Γιατροί, δικηγόροι, μουσικοί, ο Μότσαρτ, ο Γκάντι, ο Τσε. Δηλαδή βλέπω τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, ο οποίος είχε και γενέθλια την Τετάρτη, και δεν μπορώ παρά να πιστέψω ότι ο τύπος έγινε κινηματογραφικός σταρ επειδή απέτυχε σε ένα δοκιμαστικό στην Αμπερντίν. Όποιος δεν έπαιξε ποδόσφαιρο- έστω και αν αποσύρθηκε από πολύ νωρίς κάνοντας την ζεμπεκιά που είναι η ραμπόνα μεταμφιεσμένη τις Απόκριες- είναι ανώμαλος και έχει στο υπόγειο του σπιτιού του κομμένα κεφάλια παρθένων. Φυσικά, εννοούνται και εκείνοι που το καλοκαίρι του 13ου έτους της ζωής τους πήραν 38 πόντους σε ύψος και έγιναν 1,84μ. με αποτέλεσμα να πρέπει να παίξουν μπάσκετ. Ή εκείνοι που είχαν τα γόνατά τους και έπαιξαν στο πόλο ή εκείνοι που ασχολήθηκαν με τον στίβο. Το ποδόσφαιρο δημιουργεί υποκατάστατα και τα περισσότερα είναι σεξουαλικά. Το κάθε σπορ έχει την προσωπικότητά του, αλλά το ποδόσφαιρο (παρά τις όποιες ομοιότητες και διαφορές) μοιάζει να είναι πρόγονός του. Η γυναίκα, φυσικά, κρύβεται από πίσω.


Ουσιαστικά δεν είναι θέμα της γυναίκας, ακριβώς, όσο του «Ανδρόγυνου» του Αριστοφάνη, το οποίο θα αναφερθεί σε άλλο κείμενο. Είναι θέμα έκτασης και επέκτασης. Η χαρά του να παίζεις ποδόσφαιρο είναι πρωτόγονη, διότι είναι το μόνο παιχνίδι στο οποίο μπορεί να είσαι καλός και η ικανότητά σου να μη σου δίνει την ευχέρεια να «χτυπάς» γκομενάκια στο προαύλιο του σχολείου. Μπορεί και να το κάνει, αν είσαι πολύ καλός, αλλά ο άνθρωπος στο 98% των περιπτώσεων (αν, δηλαδή, δεν είναι ο Φέντερερ) δεν έχει τη γνώση του κορμιού του. Το ποδόσφαιρο του καλύπτει τη χαμένη παιδική σεξουαλικότητα, τον απαγορευμένο καρπό τον οποίο, επειδή το παιδί δεν αντιλαμβάνεται ως επικίνδυνο για τους άλλους, δεν λέγεται. Τρέχεις με μία μπάλα μπροστά και φαντάζεσαι ότι είσαι σε έναν χώρο που είναι σαν αρένα, όλη η δημιουργία αφορά στην τεστοστερόνη και στη λίμπιντο. Όλα τα σπορ κρύβουν καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, σεξουαλική απογοήτευση ή επιτυχία, διότι όλα τα σπορ έχουν να κάνουν με ιδρώτα, με προσπάθεια, με κίνηση. Όλα έχουν να κάνουν με επαφή, κυρίως με έμψυχο οργανισμό. Το ποδόσφαιρο, απλώς, είναι τα σπάργανα της ύπαρξής σου, η εξ απαλών ονύχων σχέση σου με το ερωτικό περιβάλλον. Μην κακίζετε την επαναλαμβανόμενη αναφορά στο σεξ: πρώτος ο Φρόιντ. Αν δεν ήταν εκείνος θα ήμαστε ένα σεξουαλικό τίποτα.

Το ποδόσφαιρο δεν αντικαθιστά τη γυναίκα. Η επιθυμία (είτε την καταχωρούμε στις απόκοσμες ακτινοβολίες, είτε στην τρέχουσα ανάγκη της φύσης, μεγάλε Κωστή Παπαγιώργη) παραμένει, αλλά είναι μακριά από αυτό. Το ποδόσφαιρο είναι ο συμβολισμός της ζωής μας, η ευτυχία και η τραγωδία μας. Όπως ουδείς θα ξεχάσει το οικογενειακό δράμα του, δεν θα ξεχάσει εκείνο το «κρακ» που έκοψε τους χιαστούς του στη μέση, στα 16 του, ακριβώς όταν μπήκε στην προεπιλογή της εθνικής Εφήβων. Η ασχήμια του, ο τρόπος που εξευτελίζει τον παίκτη, όλες οι ιστορίες για τα αναβολικά, ο επαγγελματισμός που σκότωσε τον παιδικό έρωτα, η μετατροπή του σε σαλόνι που δεν έχουν δικαίωμα όλοι, ο θάνατος του πασατέμπου και της τσίκνας (ή έστω, το κώμα) δεν το κάνουν λιγότερο μεγαλειώδες: από κοντά, τα ομορφότερα μάτια έχουν σκιά αλληθωρισμού.
 

—————

Πίσω