Χωρίς τελείες


Blog

2016-10-02 14:43

Η απώλεια

Καμιά φορά έρχεται τις νύχτες. Δεν κάνει κάτι. Σηκώνεται από το κρεβάτι του, προσπερνά την ανοιχτή ξύλινη πόρτα. Τον κοιτάζω από το δικό μου κρεβάτι. Περπατάει και περνάει. Στο φαντασιακό προστίθεται το πραγματικό. Από την αρχή ξέρω τι έχει γίνει. Για κλάσματα του δευτερολέπτου αναιρείται. Η αγωνία των ματιών του είναι τα δικά μου μάτια κάτω από τα κλειστά βλέφαρα. Στο τέλος θυμώνω, γιατί είναι ψέμα.

Ως αιθεροβάμων, το πρόσμενα διαφορετικά. Περίμενα συμβουλές, χρησμούς που θα έπρεπε να σπάσω το κεφάλι μου για να βρω τι σημαίνουν. Κάτι που θα έδειχνε ότι υπάρχει ως οδηγός και ότι κάπως συνδέεται μαζί μου. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Απλώς προσπερνά την ξύλινη πόρτα και με κοιτάζει με τα μάτια μου.

Καμιά φορά τη βλέπω να μου μιλάει για να διευθετήσουμε ένα ζήτημα. Δεν είναι τι λέει, αυτό πια μοιάζει ακατάληπτο, αλλά είναι ο τρόπος. Τότε τρομάζω. Την κοιτάζω να λαχανιάζει και είναι το δικό μου λαχάνιασμα. Στο φαντασιακό προστίθεται το πραγματικό. Η αγωνία μεταφέρεται λίγο κάτω από το λαιμό. Είναι ψέμα.

Έχουν περάσει 3 χρόνια. Τρομάζω. Και θυμώνω. 

—————

2016-08-21 15:41

Το παιχνίδι που δεν έγινε

Το μπάσκετ στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ιδιαίτερα από το 1992 και έπειτα, δεν είναι εξαρχής το σπορ για να δεις. Δεν σημαίνει ότι δεν έχει συγκινήσεις, ωστόσο μπορείς να δεις κάποιο άλλο ομαδικό σπορ. Το πόλο είναι συνήθως ανταγωνιστικό, το χάντμπολ επίσης, το βόλεϊ, το χόκεϊ επί χόρτου, το ποδόσφαιρο βρίσκεται επίσης σε αισθησιακή μορφή και οι μικρές ηλικίες αποτελούν εγγύηση, υπάρχουν και τα ατομικά αγωνίσματα με ομαδικό, όπως είναι η επιτραπέζια αντισφαίριση, που είναι μαγευτική ή το μπάντμιντον, ανεξαρτήτως αν οι Κινέζοι είναι, σε κάθε διοργάνωση, αθλητές τελειοποιημένοι. Γίνονται απίστευτα παιχνίδια όταν παίζουν μεταξύ τους, πόντοι-χωρατά, που δεν τα χωράει ανθρώπου νους.

 

Είναι σαφές, παραδείγματος χάρη, ότι τα αμερικανικά δίκτυα κάνουν κουμάντο στον κόσμο. Δηλαδή, διάβαζα τις προάλλες μία ατάκα που έλεγε ότι η Κέιτι Λεντέκι κάνει αυτό που κάνει καλύτερα από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Κάτι που μπορεί να ισχύει, διότι κάθε κούρσα σε μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις της Λεντέκι είναι εξ ορισμού ντοκιμαντέρ, αλλά τι γίνεται με τις Κινέζες στις καταδύσεις; Τι γίνεται με τον Μα Λονγκ στο πινγκ-πονγκ; Με τον Τζέισον Κένι στο κέιριν και τους Βρετανούς στο ομαδικό πουρσούτ στην κωπηλασία; Με τον Μο Φάρα στα 5 και στα 10 χλμ.; Με τις Ρωσίδες της Ρυθμικής Γυμναστικής; Με τον Νικολά Καράμπατιτς (και αφήστε αυτά περί Καραμπατίκ: ο άνθρωπος είναι γεννημένος στο Νις της Γιουγκοσλαβίας, άρα είναι Γιουγκοσλάβος) στο χάντμπολ; Το θέμα, βέβαια, δεν είναι αν η Λεντέκι είναι η καλύτερη στον κόσμο στη δουλειά της, αλλά ποιος το έγραψε πρώτος και σε ποιο κοινό απευθύνεται. Το ESPN μιλάει την παγκόσμια γλώσσα. 

Βεβαίως, το μπάσκετ έχει προσφέρει απεριόριστες συγκινήσεις αυτά τα 24 χρόνια. Έχουν γίνει ορισμένα παιχνίδια τα οποία είναι... μπουκιά και συχώριο. Μία δεκάδα θα μπορούσε να είναι η εξης:

10.Ισπανία-ΗΠΑ (προημιτελικός Ολυμπιακών Αγώνων 2004).

9.Κροατία-Κοινοπολιτεία (ημιτελικός Ολυμπιακών Αγώνων 1992).

8.ΗΠΑ-Γιουγκοσλαβία (τελικός Ολυμπιακών Αγώνων 1996, για ενάμιση ημίχρονο).

7.Αργεντινή-Γιουγκοσλαβία (πρεμιέρα ομίλων Ολυμπιακών Αγώνων 2004).

6.Λιθουανία-ΗΠΑ (όμιλοι Ολυμπιακών Αγώνων 2004).

5.Ιταλία-Λιθουανία (ημιτελικός Ολυμπιακών Αγώνων 2004).

4.ΗΠΑ-Λιθουανία (ημιτελικός Ολυμπιακών Αγώνων 2004).  

3.Αργεντινή-ΗΠΑ (ημιτελικός Ολυμπιακών Αγώνων 2004).

2.ΗΠΑ-Ισπανία (τελικός Ολυμπιακών Αγώνων 2012).

1.ΗΠΑ-Ισπανία (τελικός Ολυμπιακών Αγώνων 20008).

 

Το αγαπημένο μου από αυτά τα παιχνίδια, το ματς που ένιωσα την περισσότερη έκσταση όταν το έβλεπα, μεμονωμένα, ήταν ο ημιτελικός της Ιταλίας με τη Λιθουανία. Νομίζω ότι δεν έχει γίνει ωραιότερο τουρνουά μπάσκετ από αυτό στο ΟΑΚΑ, άλλωστε είναι το μόνο που οι Αμερικάνοι εκθρονίστηκαν. Πρώτα συνετρίβησαν από το Πουέρτο Ρίκο, μετά έχασαν με το αξιομνημόνευτο σόλο του Γιασικεβίτσιους από τη Λιθουανία και στο τέλος ο μέγας Μάνου Τζινόμπιλι μαζί με την υπόλοιπη χαμινοπαρέα τους έπιασαν κότσο στον ημιτελικό.

 

Βεβαίως, οι δύο τελευταίοι τελικοί είναι μάλλον τα κορυφαία διεθνή παιχνίδια που έχουν γίνει στο μπάσκετ. Αλλά όλο το τουρνουά πριν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, π.χ. τον προημιτελικό της Ελλάδας με την Αργεντινή στο Πεκίνο, δεν επιφύλασσε συγκινήσεις. Το 118-107 του 2008 και το 107-100 του 2012 ήταν πραγματικά αριστουργήματα, ειδικά το πρώτο. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ΗΠΑ ήταν η καλύτερη ομάδα που θα μπορούσαν να είναι.

 

Θα αντιμετωπίσουν τη Σερβία στον τελικό της Κυριακής, με στόχο να διευρύνουν το αήττητο σερί τους πάνω από τη δεκαετία. Με νίκη, θα περάσουν το αντίστοιχο από το 1990 έως το 2002 (με την εξαίρεση του Μουντομπάσκετ του ’98 στην Αθήνα, που δεν κατέβηκαν οι επαγγελματίες και αυτό προθυμοποιούμαι να τους το δώσω. Το αήττητο σερί ξεκίνησε δυνητικά στις 18 Αυγούστου του 1990 και κράτησε ως τις 3 Σεπτεμβρίου του 2002, ενώ το δεύτερο αήττητο σερί δυνητικά ξεκίνησε στις 2 Σεπτεμβρίου του 2006, επίσης υπό την έννοια της επομένης της τελευταίας ήττας και δεν έχει τελειώσει ακόμα. Αν οι Αμερικάνοι νικήσουν, τότε το αμέσως επόμενο ραντεβού που μπορεί να σπάσει το αήττητο είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο που θα γίνει το 2019. Θα έχουν περάσει, δηλαδή, 13 χρόνια, οπότε θα είναι το κορυφαίο της σύγχρονης εποχής.

 

Υπήρχε λόγος που οι επαγγελματίες μπόρεσαν να γίνουν εξαίρεση στο νόμο περί ερασιτεχνών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Υπέφεραν από πέντε δυσβάσταχτες ήττες. Η πρώτη ήταν στην Πανεπιστημιάδα του Μπόρμιο από τη Γιουγκοσλαβία το 1987, η λεγόμενη Κουκοτσιάδα», η δεύτερη από τη Βραζιλία στους Αμερικανικούς Αγώνες της Ινδιανάπολης, με το αξέχαστο δεύτερο ημίχρονο του νεφεληγερέτη του σκοραρίσματος Οσκάρ Σμιντ, η τρίτη και πιο επώδυνη στη Σεούλ το 1988, όταν ο Αρβίντας Σαμπόνις έκανε μία με χόρτα τον νεαρό Ντέιβιντ Ρόμπινσον και η τέταρτη στις 17 Αυγούστου του 1990, στο Μπουένος Άιρες, όταν έχασαν από τους Γιουγκοσλάβους με σκορ 99-91.

 

Υπάρχει και μία πέμπτη, η οποία είναι εξίσου σημαντική και την οποία, ντρέπομαι αλλά, έμαθα μόλις το Σάββατο, από το φίλο μου τον Γιάννη, ο οποίος έψαχνε για να φτιάξει το δικό του θέμα για τον τελικό. Πάλι με τους Γιουγκοσλάβους, στις 30 Ιουλίου του 1990, στο Σιάτλ, όταν έχασαν με σκορ 85-79 για τους Αγώνες Καλής Θέλησης. Αυτοί οι Αγώνες ήταν μία ιδέα του «Κροίσου» του CBS, Τεντ Τέρνερ, σαν ένα σύμβολο ειρήνης για την πολιτικά τεταμένη δεκαετία του ’80. Όπως και να έχει, οι Γιουγκοσλάβοι νίκησαν τους Αμερικάνους δύο φορές μέσα σε 18 μέρες και την πρώτη, μάλιστα, το έκαναν χωρίς τον Ντράζεν Πέτροβιτς, ο οποίος μπήκε στην αποστολή της ομάδας ξανά όταν εκείνη ταξίδεψε για το Μπουένος Άιρες.

Για πολλά χρόνια, το παιχνίδι ΗΠΑ-Γιουγκοσλαβία που δεν έγινε στη Βαρκελώνη θα μου έλειπε. Το θεωρούσα αδικία και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς οι πολιτικές εξελίξεις το απέτρεψαν. Το να είσαι πειραγμένος με τα σπορ εξ απαλών ονύχων αυτό σημαίνει: άνθρωποι σκοτώνονταν στην Ποντγκόριτσα και το Κραγκούγεβατς, στο Ζάγκρεμπ και το Σπλιτ και ο πιτσιρικάς θεωρούσε ότι η μεγαλύτερη ζημία ήταν εκείνος ο τελικός που δεν έγινε στη Βαρκελώνη. Το ΗΠΑ-Κροατία ήταν υποκατάστατο του υποκατάστατου: ήταν σαν να θέλεις σοκολάτα επειδή δεν κάνεις σεξ και, τελικά, να αρκείσαι σε μπάρα δημητριακών.

 

Η Σερβία είναι καλή ομάδα. Φτάνει σε ημιτελικούς και τελικούς διοργανώσεων και έχει παίκτες που είναι εδώ και χρόνια μαζί. Φυσικά, είναι η εποχή του Μίλος Τεόντοσιτς, ο οποίος έπαιξε σε δύο τελικούς- και το βράδυ της Κυριακής θα παίξει τον τρίτο- που δεν μπορούσε να νικήσει. Το 2009 η Ισπανία ήταν άπαιχτη στον τελικό του Ευρωμπάσκετ και το 2014 οι Αμερικάνοι απλώς δεν γινόταν να πιαστούν. Ίσως την Κυριακή να έχει περισσότερες πιθανότητες: οι συμπαίκτες του μοιάζουν πιο σίγουροι για τον εαυτό τους.

 

Το βέβαιο, όμως, είναι ότι το κορυφαίο ματς στην ιστορία του μπάσκετ είναι αυτό που δεν έγινε, στη Βαρκελώνη. Όσο μεγαλώνω, τόσο πλησιάζω στην πεποίθηση που είχα μικρός: όποιοι και να αποτελούσαν την Dream Team, θα δυσκολεύονταν απέναντι στους ενωμένους Γιουγκοσλάβους. Η κυριαρχία δομείται από το φόβο και οι πιτσιρικάδες της δεκαετίας του ’80, με μπροστάρη τον Ντράζεν ο οποίος ήταν μόνο 28, μπορούσαν να παίζουν μπιζ στο σβέρκο του Σατανά, αν έκανε το λάθος να τους επισκεφθεί. 

—————

2016-08-14 19:52

Για μία πάσα

Σκέφτεσαι την ομορφιά. Πόσο απεχθής μπορεί να γίνει όταν αφομοιώσεις το σχηματισμό της, τα μέτρα της. Πώς στην αρχή σε ζάλιζε και μετά, όταν η αυστηρότητα του απρόσιτου δεν κατάφερνε να κρατήσει μακριά τις ρόδινες αποχρώσεις, έμπαινες λίγο βαθύτερα, κάπως σαστισμένος. Σκέφτεσαι ότι δεν τη συνήθισες και πέρασε από το όνειρο στον εφιάλτη μέσα από την τερατική μορφή που διαθέτει στα επόμενα στρώματά της, όχι σε εκείνο που διέκρινες στην αρχή.

 

Έπειτα, σκέφτεσαι ότι όλο αυτό αξίζει τον κόπο. Προφορικά, αναλογίζεσαι πόσο αξίζει τον κόπο. Και αναρωτιέσαι πού χάθηκε εκείνη η πρώτιστη ευφράδειά της, εκείνη η στιγμή που το βλέμμα σου έμοιαζε με χάκερ που επρόκειτο να ροκανίσει το ουτοπικό πριονίδι του Θεού.

 

Υπάρχει πρώτα η νίκη. Το πάθος και η επιθυμία, το σύννομο, το θεμιτό, το ηθικό και το απρόσωπο. Το αποτέλεσμα που είναι παιδί του «Ο Κόσμος να Χαλάσει», του Ανδαλουσιάνου μαστροπού. Πριν από τη νίκη υπήρχε η κάψα. Μετά μεγάλωσες. Η κάψα για τον ανοικτό χώρο χάθηκε. Εντρύφησες.  Έκανες το σεξ βιολογικό δρώμενο. Εξηγούσες πώς η απόλαυσή του δεν ήταν κάτι άλλο από ένας κόσμος μικροβίων.

 

Και έρχεται μία στιγμή που ο Μίλος κάνει διείσδυση στη ρακέτα των Αμερικανών και πασάρει με ένα χέρι ανάποδα στην περιφέρεια. Ο πρωταθλητισμός, η νίκη, η επιθυμία για νίκη, ο μακιαβελισμός ξεφύσηξαν απελπισμένοι. Κάθονταν σε ένα τραπέζι και ο Τεόντοσιτς τους ζήτησε να κάνουν ένα κώλο πιο πέρα. Και μόλις έκαναν και κάθισε, σηκώθηκε αμέσως. Ήταν μόνο μία στιγμή. Σύντομα επιστρέψαμε στο ποιος θα νικούσε. Το παιχνίδι παιζόταν στο όριο. Ήταν δράμα. Εκείνη η πάσα γέννησε μεμονωμένη παραφροσύνη. Ήταν άλλο ένα πρώτο οπτικό σημειωτόν με την ομορφιά. Άλλη μία πρώτη φορά, που μόνο οι συμμετρικές διάνοιες μπορούν να μετατρέψουν σε παρθένα, σε κάτι που γεννιέται αν και έχει ξαναγίνει, και δεν αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου κόσμου. 

—————

2016-08-13 16:27

Τα 51 κορυφαία λεπτά στην ιστορία της Κολύμβησης

Τέσσερις τελικοί. Back2back2back2back, μέσα σε 51 λεπτά. Πρώτα, τα 200μ. ύπτιο στις Γυναίκες. Έπειτα, τα 100μ. πεταλούδα στους Άνδρες. Μετά, τα 800μ. στις Γυναίκες. Στο τέλος, τα 50μ. ελεύθερο στους Άνδρες. Τα 51 κορυφαία λεπτά στην ιστορία της Κολύμβησης.

 

Είναι 4:57 ώρα Ελλάδος. Ο Μάικλ Φελπς, ο Τσαντ λε Κλος και ο Λάζλο Τσεχ κρατιούνται χέρι χέρι, κυριολεκτικά. Μοιάζει με πορεία ειρήνης. Στο πλαίσιο της απονομής των 100μ. πεταλούδα, οι τρεις κολυμβητές ανεβαίνουν στο σκαλί του βάθρου. Ο Λε Κλοςε ίναι ο «χρυσός» ολυμπιονίκης στα 200μ. πεταλούδα στο Λονδίνο. Ο Τσεχ δεν έχει νικήσει ποτέ σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Είναι από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις στην αθλητική ιστορία. Ένας τόσο λεπτεπίλεπτος κολυμβητής, που κολυμπάει τόσο ρευστά όσο η κόρη του εκτιμητή κοσμημάτων όταν παρατηρεί το διαμάντι μέσα από το γυαλί,  αποτελεί μία από τις πιο αδέξιες, σε τάιμινγκ, περιπτώσεις στην ιστορία της Κολύμβησης. O Λάζλο Τσεχ απλώς δεν έχει καταφέρει να νικήσει ποτέ τον Μάικλ Φελπς σε αγώνα μεγάλης διοργάνωσης. Είναι η πρώτη φορά, όμως, που δεν χάνει από αυτόν ενώ βρίσκουν και οι δύο βάθρο. Έχει 33 χρυσά μετάλλια σε 50ρα και 25ρα πισίνα σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και μόλις 2 χρυσά σε Παγκόσμια: στα 400μ. μεικτή ατομική στο Μόντρεαλ το 2005 και στα 200μ. πεταλούδα στο Καζάν το 2015. Ο Τσεχ έχει πάρει χρυσό στην ίδια διοργάνωση με 10 χρόνια διαφορά. Αυτή η απόσταση, όσο κι αν μοιάζει μεγάλη, έχει διαφορά ιδιάζουσα με ό,τι συνέβη λίγο αργότερα. Αλλά τώρα βρισκόμαστε σχεδόν στη μέση, προς το τέλος. Και η αρχή δεν έχει γίνει ακόμα.

 

Απλώς, η κάμερα ζουμάρει σε αυτό το σκαλί. Δείχνει αυτούς τους τρεις τύπους. Δεν ξέρεις καν αν είναι αληθινό σκηνικό, μοντάζ ή διαφήμιση. Αρχίζει να παίζει η Μισιρλού. Το πλάνο μεταφέρεται δεξιά. Το ψηλότερο σκαλί του βάθρου είναι άδειο. Πίσω του είναι ένας πιτσιρίκος, Ασιάτης. Ένας Ασιάτης με όνομα που θα ταίριαζε στην τρίτη ταινία της σειράς American Pie. Τον λένε Τζόζεφ Σκούλινγκ και είναι από τη Σιγκαπούρη. Είναι κουφό. Ακόμα πιο σουρεαλιστικό είναι ότι στο τρίτο σκαλί του βάθρου δεν βρίσκεται κάποιος. Είναι κενό.

 

Η έβδομη μέρα στην Κολύμβηση ξεκίνησε με τη λογική ότι διακυβεύονται ιστορικά κατορθώματα και ότι θα ακολουθούσε τη ροή του τουρνουά. Η Κατίνκα Χόζου κυνηγούσε το 4 στα 4: είχε νικήσει στα 100μ. ύπτιο και στις δύο μεικτές ατομικές, στα 200μ. και στα 400μ. Μία διοργάνωση δεν υποδηλώνει διάρκεια, αλλά ένα απόλυτο ρεκόρ θα ήταν εντυπωσιακό και τουλάχιστον η ανάσα της θα απειλούσε το σβέρκο του αγάλματος της Κριστίνα Εγκερζέκι, η οποία είναι η κορυφαία τσιγγάνα κολυμβήτρια όλων των εποχών, επειδή έχει νικήσει τρεις διαδοχικές φορές στα 200μ. ύπτιο, από το 1988 έως το 1996. Η Χόζου, μία προσωπικότητα από αυτές που έχουν ύποπτο ρόλο σε μυθιστορήματα και που νομίζεις ότι αν ανοίξει το στόμα της θα εκτοξευθούν βλαχορώσικα, είναι πολύ ευάλωτη απέναντι στον άντρα της και ατσάλινη απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά είναι και μία από τις κορυφαίες στον κόσμο και έχει την ευκαιρία να πάρει τέσσερα ατομικά χρυσά, κάτι που ουδείς έχει κάνει στο τουρνουά. Στις 6 Αυγούστου κερδίζει το χρυσό στα 400μ. μεικτή ατομική και η Μάγια Ντιράντο είναι δεύτερη. Στις 8 κερδίζει στα 100μ. ύπτιο, με την Κάθλιν Μπέικερ να την ακολουθεί. Η Ντιράντο δεν βρίσκεται καν σε αυτήν την κούρσα, δεν έχει περάσει από τα τράιαλ της Ομάχα. Στις 9 Αυγούστου κατακτά το τρίτο χρυσό μετάλλιό της, στα 200μ. μεικτή ατομική: η Ντιράντο είναι τρίτη. Η Χόζου έχει την ευκαιρία να κάνει το 4 στα 4 και να γίνει η μόνη που το κάνει στο Ρίο.

 

Ακολουθούν τα 100μ. πεταλούδα. Ο Μάικλ Φελπς αφήνει τη συγκίνηση που οφείλει στο βάθρο των 200μ. μεικτή ατομική, όταν γίνεται ο πρώτος κολυμβητής που κατακτά το χρυσό στο συγκεκριμένο αγώνισμα σε 4 διαδοχικούς Ολυμπιακούς. Ο Φελπς φτάνει τα 13 χρυσά μετάλλια σε ατομικά αγωνίσματα και τα 22 συνολικά: προσπερνά τα 12 που είχε κατακτήσει ο... Λεωνίδας ο Ρόδιος από το 164 έως το 152 π.Χ. Το π.Χ. είναι συντομογραφία για το προ Χριστού. Καλύτερο από το να νικάς 4 διαδοχικές φορές σε ένα αγώνισμα είναι να κάνεις το ίδιο σε δύο αγωνίσματα.

 

Έρχεται, έπειτα, η σειρά της Κέιτι Λεντέκι στα 800μ. H Αμερικάνα θέλει να γίνει η δεύτερη κολυμβήτρια στην ιστορία που νικάει στα 200μ. ελεύθερο, στα 400μ. ελεύθερο και στα 800μ., μετά την Ντέμπι Μέγερ στο Μεξικό, το 1968. Αν κάποιος ρωτούσε, «τι πιστεύεις ότι θα συμβεί, θα εξαφανιστεί η φορολογία από όλη τη Γη για την επόμενη δεκαετία ή θα χασει η Λεντέκι στα 800μ. στο Ρίο;», είναι πολύ πιθανό ότι για 10 δευτερόλεπτα, που είναι υπερβολικός χρόνος, το πρώτο θα έμοιαζε πολύ πιθανότερο. Αλλά όχι. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα κάποιος να πυροβολήσει τη Λεντέκι στο κεφάλι, αλλά πρέπει να το κάνει νωρίς, περίπου στα 100μ., για να σιγουρευτεί ότι δεν θα τερματίσει πρώτη με πυροβολημένο κεφάλι.

 

Τέλος, υπάρχει και ο τελικός των 50μ. ελεύθερο. Ο Φλοράν Μανοντού, νικητής-έκπληξη στο Λονδίνο στα 50μ. ελεύθερο, θέλει να επαναλάβει εκείνη την επιτυχία και να γίνει ο τρίτος κολυμβητής, μετά τους Αλεξάντερ Ποπόφ και Γκάρι Χολ τζούνιορ, που τα καταφέρνει.

Πώς σας φαίνεται αυτή η πραγματικότητα;

 

Και, γενικώς, δεν είναι ότι δεν συνέβαιναν πράγματα μέσα στη μέρα. Η εθνική πόλο Ανδρών προκρίθηκε στους Ολυμπιακούς, οι Βρετανοί έκαναν σούπερ παγκόσμιο ρεκόρ στο team pursuit, με το γίγαντα Μπράντλεϊ Γουίγκινς, ο Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς είχε ελεύθερο τρίποντο για να στείλει το ματς των Σέρβων με τους Αμερικανούς στην παράταση, ξεκίνησε ο στίβος.

 

Αλλά η προτελευταία μέρα της Kολύμβησης ήταν πραγματικά σοκαριστική.

 

Η Χόζου προηγείτο σε όλη την κούρσα. Είχε πάρει από νωρίς ένα προβάδισμα, βρέθηκε μπροστά με ένα μήκος σώματος. Η τακτική τής υπαγόρευε να βρεθεί μπροστά, ώστε όταν χρειαστεί να φορτίσει τις μπαταρίες της να έχει μία απόσταση που θα είναι αποκαρδιωτική για τις υπόλοιπες κολυμβήτριες. Η Ντιράντο ήταν εκεί όταν η Χόζου έκανε το εκπληκτικό παγκόσμιο ρεκόρ στα 400μ. μεικτή ατομική και, επίσης, εκεί όταν νίκησε στα 200μ. μεικτή ατομική. Στα 200μ.ύπτιο η Ντιράντο ήταν επίσης εκεί.

 

Στα 23 της, η Ντιράντο δεν είχε εμφανιστεί σε Ολυμπιακούς Αγώνες πριν. Τελειόφοιτη του Στάνφορντ και πολιτικός μηχανικός, με ένα χαμόγελο που είναι ούτως ή άλλως πλατύ, αλλά που ο ενθουσιασμός πολλαπλασιάζει την αίσθηση... χοληστερίνης που σου δημιουργεί, η Ντιράντο δεν έμοιαζε να απέχει από εκείνες τις περιπτώσεις που η δική της καλύτερη κατάσταση συγκρουόταν ατυχώς με το απόγειο του φορμαρίσματος μίας άλλης πιο ταλαντούχας κολυμβήτριας.

 

Αλλά, μετά τα 120-130 μέτρα άρχισε να μειώνει την απόσταση. Έφθασε στο μισό μήκος σώματος και μετά λίγο πιο πάνω και στα 170-180 μέτρα το κεφάλι της ήταν σχεδόν παράλληλα με το κεφάλι της Χόζου. Και στην τελευταία χεριά η Ντιράντο κατέβηκε τα 2.06.00 και πήρε το χρυσό μετάλλιο. Η Χόζου κοίταξε το σύζυγό της και του χαμογέλασε: «Δεν πτοούμαι». Και μετά, δίπλα σε ένα απίστευτα λαμπερό χαμόγελο με κάτι δόντια που έχουν συνηθίσει να ζουν στο μποτιλιάρισμα, που κάνουν τις δικές τους διοργανώσεις άλματος εις μήκος, η Ουγγαρέζα βυθίστηκε στη θλίψη. Τα συγχαρητήρια ήταν συμβατά. Στην τελική, μπορεί η Ντιράντο να ήταν πιο γενναιόδωρη στην ήττα, αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλιφόρνια. Θα μπορούσε να βλέπει την επιγραφή Hollywood live κάθε μέρα, αν το επιθυμούσε. Από μόνο του, αυτό, σου δίνει κοινωνικές δεξιότητες.

Στα 200μ. πεταλούδα επικράτησε ο εξωφρενικός παραλογισμός. Έχετε λυπηθεί ποτέ νικητή σε βάθρο; Με τους τρεις καβαλέρος στο δεύτερο σκαλί (και τον Μάικλ Φελπς να κερδίζει το τρίτο ασημένιο του σε Ολυμπιακούς Αγώνες σε σύνολο μόλις 27 μεταλλίων), ο Σκούλινγκ πρέπει να ένιωθε κάπως διαφορετικά. Στα 21 του, βρίσκεται σε μία ηλικία που έχει περάσει το όριο της συνειδητοποίησης για το αν μπορεί να εκτιμήσει ή όχι τι σημαίνει ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο. Με 50.39 έκανε ολυμπιακό ρεκόρ. Έκανε την έκπληξη. Διάολε, αυτή είναι η προτελευταία ολυμπιακή κούρσα του Φελπς (λέμε τώρα· σόρι Μάικλ, αλλά αν μία φορά πεις πως αποσύρεσαι και επιστρέψεις, τη δεύτερη φορά είμαστε όλοι σαν τον Σαρλ ντε Γκολ, που όταν πέθανε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ είχε πει «θα πάω στην κηδεία του, όχι για να τον τιμήσω αλλά, για να βεβαιωθώ ότι πέθανε»). Ο Σκούλινγκ μπαίνει στην κατηγορία του Ίαν Θορπ (200μ. ελεύθερο, Αθήνα 2004), του Ράιαν Λόχτε (400μ. μεικτή ατομική, Λονδίνο 2012), του Τσαντ λε Κλος (200μ. πεταλούδα, Λονδίνο 2012), των Νοτιοαφρικανών (4Χ100μ. ελεύθερο, Αθήνα 2004), των Γάλλων (4Χ100μ. ελεύθερο, Λονδίνο 2012). Συν την κούρσα των 200μ. πεταλούδα στο Σίδνεϊ το 2000, που ήταν πέμπτος αλλά δεν τη μετράω επειδή έτσι γουστάρω. Αλλά έμοιαζε, ξεκάθαρα, με το φυτό της τάξης, το μόνο εικοσάρι στην Ιστορία κατεύθυνσης. Ήταν τρεις τύποι στο δεύτερο σκαλί που, ακόμα και αν ζουν για να παίρνουν χρυσά μετάλλια, έμοιαζαν- λόγω του σχηματισμού και της έλλειψης συμμετρίας- να τον κοροϊδεύουν που ήταν μόνος του. Υπάρχουν περιπτώσεις που αθλητές αισθάνονται άβολα που νικάνε, αλλά αν μπορώνα καταλάβω κάτι από τα ασιατικά μάτια, ο Σκούλινγκ δεν αισθανόταν απλώς αμηχανία: ένιωθε ξενέρα. Το πάρτι ήταν δικό τους. Ουδείς ξέρει ποιος θα τον θυμάται, εκτός αν πρωτοστατήσει στο αγώνισμα στα παγκόσμια πρωταθλήματα και τους επόμενους Ολυμπιακούς, για να θυμούνται ότι ξεκίνησε από το Ρίο.

 

Μετά από δύο τρανταχτές εκπλήξεις, ήταν η σειρά της Κέιτι Λεντέκι να πέσει στα 800μ. Αλλά όλα έχουν τα όριά τους. Για παράδειγμα, η εικόνα της Παναγίας κλαίει και αυτό είναι θαύμα, αλλά δεν μπορεί η Παναγία να βγει από την εικόνα και να αρχίσει να κλαίει μπροστά μας. Το γράφω καλή τη πίστη. Η Λεντέκι, βεβαίως, έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ στα 800μ, το έριξε σχεδόν 2 δευτερόλεπτα και, όπως έγραψε μία φαν στο facebook, «η Λεντέκι τερμάτισε, βγήκε έξω από το νερό, χαιρέτησε τους φιλάθλους, ανέβηκε στο βάθρο, πήρε το χρυσό μετάλλιό της και ΜΕΤΑ τερμάτισαν οι υπόλοιπες κολυμβήτριες».

Θα διάβαζε ποτέ κάποιος ένα κείμενο για τη Λεντέκι; Εννοώ, αν δεν ήταν επιστημονικό και ήταν για το χαρακτήρα της και αυτό που βγάζει; Είναι 19 χρονών και έχει ρυτίδες κάτω από τα μάτια και το κορμί της, τουλάχιστον από την τηλεόραση, μοιάζει να προέρχεται από τουλάχιστον δυο τρεις χαλαρές νύχτες, που, αν δεν ήταν κραιπάλης, τουλάχιστον είχαν ρακή και καμιά ντουζίνα λουκάνικα γεμιστά με τυρί. Η Σιμόν Μάνιουελ, η μαυρούλα που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο μαζί με αυτό το πειραγμένο κοριτσάκι από τον Καναδά που ακούει στο όνομα Πένι Ολέκσιακ και γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου 2000 (σχεδόν δύο μήνες πριν ξεκινήσουν οι Ολυμπιακοί του Σίδνεϊ στους οποίους πήρε μέρος ο 15χρονος τότε Μάικλ Φελπς), είπε ότι την Πέμπτη, όταν γύρισε στο Χωριό στις 2 τα ξημερώματα, η Λεντέκι ήταν ξύπνια και την περίμενε να την αγκαλιάσει για να της δώσει συγχαρητήρια για το χρυσό μετάλλιο. «Δεν πρόκειται να κοιμηθώ αν δεν σε αγκαλιάσω», της είπε. Η Λεντέκι είναι, ήδη, μία χλωριούχα μάμα Αμερικάνα. Και η δεύτερη κολυμβήτρια, η Τζαζ Κάρλιν από τη Βρετανία, τερμάτισε 12 δευτερόλεπτα μετά. Σε 12 δευτερόλεπτα δεν μπορείς να κάνεις πολλά, αλλά μπορείς να θέσεις τις βάσεις για να κάνεις πολλά.

 

Σε αυτήν την παρτίδα πόκερ δεν έχει γίνει καρέ. Μένουν τα 50μ. ελεύθερο. O Φλοράν Μανοντού. Δίπλα του, ο Άντονι Έρβιν. Ετών 35. Το 2000 δεν άφησε, μαζί με τον Γκάρι Χολ τζούνιορ, τον Αλεξάντερ Ποπόφ να πάρει το χρυσό μετάλλιο και να κάνει το τριπλέτε στην κούρσα. Βεβαίως, ο υπέροχος Ρώσος, ένας από τους πιο αναλυμένους κολυμβητές στην Ιστορία, δεν θα το κέρδιζε έτσι κι αλλιώς. Αλλά ο Έρβιν, τότε 19 ετών, δεν ήξερε ασφαλώς ότι αυτή η κούρσα θα ήταν τόσο σημαντική σήμερα.

 

Μισό, μου ήρθαν ραδιοκύματα από το 2000. Ποιος είναι αυτός με τα σκουλαρίκια; 

Το 2003, στα 22 του, ο Άντονι Έρβιν αποχώρησε από την Κολύμβηση για να σπουδάσει. Το 2004 πούλησε το χρυσό μετάλλιό του έναντι 17.000 δολαρίων σε δημοπρασία, για να δώσει τα χρήματα ώστε να βοηθήσει τα θύματα του τσουνάμι στην Ινδονησία. Και το 2011 επέστρεψε στην κολύμβηση. Το 2012 ήταν πέμπτος στα 50μ. ελεύθερο στο Λονδίνο και τέσσερα χρόνια αργότερα, στα 35 του έκανε 21.40 και νίκησε τον Μανοντού με ένα εκατοστό διαφορά. Επειδή μου αρέσει, θα το επαναλάβω: να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, το λεγόμενο blink, είναι 26 εκατοστά του δευτερολέπτου. Ο Έρβιν δεν άφησε τον Γάλλο να κάνει το back2back για ένα εκατοστό. Και δεν υπάρχει σαφές παράδειγμα για το τι μπορείς να κάνεις σε ένα εκατοστό, δηλαδή δεν μπορώ να σας πω κάτι συγκεκριμένο.

 

Χρυσό μετά από 16 χρόνια, ο γηραιότερος νικητής στην Κολύμβηση. Ποιος στο καλό κάνει το ίδιο πράγμα μετά από 16 χρόνια, έχοντας σταματήσει, στο ενδιάμεσο, το μισό χρονικό διάστημα;

 

Ήταν 51 ή 52 λεπτά. Τα ξημερώματα της Κυριακής είναι το τελευταίο μέρος της Κολύμβησης των Ολυμπιακών του Ρίο με τέσσερις τελικούς. Και, μα την Παναγία που βγαίνει από την εικόνα και κλαίει, πολύ θα μου λείψει. 

—————

2016-06-14 14:51

Για το Αυστρία-Ουγγαρία

Στο «Σεντ Τζέικομπ» της Βασιλείας, στις 30 Ιουνίου του 1954, άλλαξε αισθητικά το ποδόσφαιρο. Εκείνος ο ημιτελικός της Δυτικής Γερμανίας με την Αυστρία είναι ένα από τα πιο υποτιμημένα παιχνίδια όλων των εποχών. Ίσως ευθύνεται ότι η Ουγγαρία έβαλε 27 γκολ συνολικά στη διοργάνωση της Ελβετίας. Κυρίως, ότι η Αυστρία σχεδόν εξαφανίστηκε μετά. Δεν εννοείται κυριολεκτικά αυτό, παρ’ όλα αυτά μετατράπηκε από ομάδα που ήταν παγκόσμια δύναμη σε συγκρότημα δεύτερου, τρίτου και τέταρτου επιπέδου.

Όταν η Δυτική Γερμανία αντιμετώπισε την Αυστρία στο «Σεν Τζέικομπ», δύσκολο να το φανταστεί κάποιος, ήταν τεράστιο αουτσάιντερ. Ο κόσμος όλος περίμενε τελικό της Αυστρίας με την Ουγγαρία στη Βέρνη. Ήταν πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος πώς η Δυτική Γερμανία θα προκρινόταν στον τελικό.

Αισθητικά, το επικείμενο ραντεβού της Αυστρίας με την Ουγγαρία ήταν άρτιο. Η καλλιτεχνία ανέβλυζε από τις δύο χώρες και ποδοσφαιρικά φαινόταν. Η κλασική μουσική και η αρχιτεκτονική, τα ποτάμια και οι λεπτές συμπεριφορές, η τάση άλλων πιο κυριαρχικών δυνάμεων να τις καταδυναστεύουν, ήταν κοινά. Και το ποδόσφαιρο που έπαιζαν δεν γινόταν να αποτελεί εξαίρεση στη θαρρείς εσαεί συμπεριφορισιακή πορεία τους. Ο Ερνστ Χάπελ στην άμυνα, ο αρχηγός Ερνστ Ότσβιρκ, ο Έριχ Προμπ, ο Ερνστ Στογιασπάλ, ήταν οι διάδοχοι του προπολεμικού Χουντίνι Ματίας Ζίντελαρ.

Το παιχνίδι αυτό, που περίμεναν άπαντες το 1954, δεν έγινε ποτέ. Η Αυστρία, που μαζί με τους Ελβετούς είχε παράγει ένα αριστούργημα τέσσερις μέρες νωρίτερα, όταν έμεινε πίσω στο σκορ 3-0, έβαλε 5 γκολ σε 10 λεπτά, προηγήθηκε 3-5, 4-6 για να νικήσει 5-7, κατέρρευσε σε εκείνο το ματς. Το τελικό 6-1 δείχνει, πια, ότι ήταν μία λογική εξέλιξη, αλλά η πραγματικότητα δεν θα γινόταν να είναι πιο διαφορετική: όταν οι Γερμανοί νίκησαν και τους Ούγγρους 3-2, σε ένα παιχνίδι που η Ιστορία το αποδίδει αρκετά κατανοητά για το zeitgeist και κατέκτησαν το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο στην ιστορία τους. Αυτό, για μία φτωχή χώρα, καταπονημένη, που πλήρωνε τα δεινά που η ίδια, παρ’ όλα αυτά, προκάλεσε (εδώ η κάμερα δείχνει τον κριτή να νιώθει μισή συμπόνια), ήταν μία τεράστια έκπληξη. Στο ποδόσφαιρο, όμως, σημειώθηκε ολοκληρωτική αλλαγή.

Ίσως οι Γερμανοί να μην έριχναν το βάρος να εκμεταλλευθούν τα χαρακτηριστικά τους- αυτά με τα οποία μαθαίνουν να ζουν από μικρά παιδιά- στο σπορ αν δεν είχαν περάσει από την αυστριακή στενωπό με τόση ευκολία λες και ήταν κρουαζιερόπλοιο σε ωκεανό που δεν φουρτουνιάζει ποτέ. Το πρόβλημα δεν ήταν τόσο το ποδόσφαιρό τους. Κοιτάξτε, όταν βλέπεις ότι υπάρχει ταλέντο σε ένα σπορ, η σκάλα της εξέλιξης επιτάσσει πρώτα να προσπαθήσεις να το μάθεις και έπειτα να το κάνεις όμορφα. Ειδικά αν είσαι φτωχός, πρέπει να χρησιμοποιείς τη φαντασία σου για να μην πεινάς. Το θέμα με τη Γερμανία ήταν ότι είχε χάσει ολοκληρωτικά τη Βαϊμάρη, που ήταν ένα απίστευτο πνευματικό κέντρο, απαραίτητο για κάθε λόγιο από όλες τις μεριές του τότε κόσμου, οπότε στράφηκε σε ό,τι μπορούσε να της δώσει ελπίδα. Για όλες τις πόλεις που χάθηκαν και παρ’ ότι ήταν στην πλευρά της Ανατολικής Γερμανίας, οι Δυτικογερμανοί ήταν που έκαναν τη μεγαλύτερη φασαρία. Αλλά, αν και μπορεί να μοιάζουν ώρες ώρες, τα γερμανικά διαφέρουν κατά πολύ από τα ρώσικα.

Είναι 14 Ιουνίου 2016 και το απόγευμα, η Αυστρία αντιμετωπίζει την Ουγγαρία στο Μπορντό. Ο τόπος είναι η πρώτη απονομή δικαιοσύνης για μία ιντελεκτουέλ κατάσταση. Και μπορεί πια οι δύο ομάδες να είναι παρακατιανές, να βρέθηκαν στη Γαλλία επειδή γίνεται το πρώτο Euro 24 ομάδων, αλλά αυτό το ραντεβού είναι μία ιστορική συνάντηση: έστω κι αν πρόκειται για μικρογραφία εκείνου του Τελικού που δεν Έγινε Ποτέ.  

—————

2016-06-06 00:21

«They must fall the round i call»

 

«Η καρδιά του χτυπούσε 30 ολόκληρα λεπτά αφού όλα τα άλλα όργανά του είχαν καταρρεύσει», είπε η κόρη του, Μόνα. Αυτό μπορεί να συμβεί. Αλλά ήταν ο Μοχάμεντ Αλί που στις 3 Ιουνίου του 2016 έφυγε από τον κόσμο, στα 74 του. Όταν έκλεισε τα 50 του, ο Χάουαρντ Κοσέλ, ο λόγιος δημοσιογράφος με τον οποίο ήταν κολλητός φίλος, είπε, «δεν το περίμενα ότι θα γιορτάσουμε τα 50α γενέθλιά σου». Ο Αλί πέθανε στα 74, ενώ ο Κοσέλ είχε «φύγει», μαζί με τους περισσότερους ανθρώπους των νεανικών χρόνων του. Πιονέρος  σε ένα εντελώς νέο στυλ μποξ, ανθρωπιστής, με τη μεγάλη γλώσσα και τη σάτιρα εκ κλίσεως, πέθανε ο καλύτερος πυγμάχος όλων των εποχών. Ο GOAT. «GOAT σημαίνει Greatest Of All Times», είπε ο Αλί, «αλλά και ότι μπροστά στο Θεό είμαι μία κατσίκα». Αυτό, βεβαίως, δεν τον εμπόδισε ιδιαιτέρως: «Είναι δύσκολο να είσαι σεμνός όταν είσαι τόσο σπουδαίος όσο εγώ». 

****

Αν υπάρχει μία απόδειξη ότι ο πρωταθλητισμός και η μονομανία με την εμμονή που τον συνοδεύουν είναι καταστάσεις επώδυνες, είναι επικρατούσα άποψη ότι ο Μοχάμεντ Αλί έπαθε πάρκινσον λόγω του αγώνα με τον Τζο Φρέιζερ στη Μανίλα, το 1975. Το Thrilla in Manilla θεωρείται ο κορυφαίος αγώνας στην ιστορία της πυγμαχίας. Ο Φρέιζερ είχε φάει τόσες γροθιές σε εκείνο τον αγώνα, που στο τέλος του 14ου γύρου ένας διαιτητής ονόματι Φατς αποφάσισε να τον διακόψει. Πολύ γρήγορα εκείνος ο αγώνας στις Φιλιππίνες είχε ξεφύγει. Ο Αλί ομολόγησε ότι «ήμουν πιο κοντά στο θάνατο από κάθε άλλη φορά». Όταν ο Φατς αποφάσισε να διακόψει τον αγώνα, για να νικήσει ο Αλί με τεχνικό νοκ άουτ, ο Φρέιζερ πήγε κοντά του και του είπε, «τον θέλω αφεντικό». Ο Φατς του απάντησε, «μη σε νοιάζει Τζο, ουδείς θα ξεχάσει αυτό που έκανες σήμερα». Η αναφορά εκείνων που ξέρουν από πυγμαχία έγραφε ότι ο Αλί έριξε τουλάχιστον 30 γροθιές ισάξιες εκείνης που είχε βγάλει νοκ άουτ τον Τζορτζ Φόρμαν ένα χρόνο πριν, στον όγδοο γύρο, στον αγώνα της Κινσάσας του Ζαΐρ, όταν ο Αλί επέστρεψε στο θρόνο του μετά από 7 χρόνια. Του είχε απαγορευθεί να πυγμαχεί επισήμως, επειδή δεν ήθελε να πάει να πολεμήσει στο Βιετνάμ. Εκεί προέκυψε το περίφημο «οι Βιετκόγκ δεν είναι εχθροί μου, εσείς είστε εχθροί μου. Κανένας Βιετκόγκ με αποκάλεσε “νέγρο”», που είπε στους δημοσιογράφους οι οποίοι τον ακολουθούσαν ενώ περπατούσε. Και ανάθεμα αν υπήρχε κάτι που έκανε ο Αλί και δεν ήταν περίφημο.

Ο Φρέιζερ τον είδε στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντας, όταν, με χέρι που έτρεμε, πήρε τη δάδα με την ολυμπιακή φλόγα για να δώσει την επίσημη έναρξη της διοργάνωσης. Τον φαντάστηκε να χάνει λίγο περισσότερο την ισορροπία του και να γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Ήταν μία σκέψη που δεν έμεινε στο μυαλό του, αλλά εξωτερικεύθηκε και, μάλιστα, με έκδηλη ικανοποίηση. «Αν γινόταν, θα τον έσπρωχνα εγώ». Ο Φρέιζερ δεν συγχώρεσε ποτέ τον Αλί για το γεγονός ότι τον κοροΐδευε δημοσίως, στην τηλεόραση, παρουσιάζοντάς τον άσχημο. Άλλωστε ο ίδιος ήταν, τρία χρόνια μετά τη λιποταξία, που τον στήριξε για να επιστρέψει στην ενεργό δράση. Ήταν σχεδόν παράνομο, αφού είχαν αρχίσει μαζί τον αγώνα πριν το Ανώτατο Δικαστήριο αθωώσει τον Αλί για το γεγονός ότι δεν πήγε στον πόλεμο- στην πρώτη απόφαση που οι ΗΠΑ παραδέχθηκαν ότι έκαναν λάθος- στις 28 Ιουνίου 1971. Ο Αλί ισχυριζόταν ότι όλα αυτά τα έκανε προς τέρψη του θεάματος, αλλά ο Φρέιζερ δεν το έχαφτε. Από εκείνη τη μάχη στη Μανίλα απέκτησε και εκείνος κουσούρια μέχρι που πέθανε από καρκίνο στο πάγκρεας το 2011, πριν δει τον Αλί να πεθαίνει με τη σειρά του, όπως έγινε στις 4 Ιουνίου 2016. Σίγουρα μία από τις τελευταίες σκέψεις του ήταν, «πάλι εγώ πρώτος;». Ο Φρέιζερ έφυγε από τον κόσμο έχοντας εκείνη τη μικρή ψύχωση ότι πάντα στις λεπτομέρειες έχανε από τον Αλί, ακόμα και όταν νικούσε, όπως στο «Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν» της Νέας Υόρκης στις 8 Μαρτίου 1971. Μετά από 40 χρόνια και 8 μήνες, στις 7 Νοεμβρίου του 2011, άφησε την τελευταία πνοή του.

Μία φορά ένα κοριτσάκι και η μητέρα του πλησίασαν τον Τζο Φρέιζερ. Το κοριτσάκι ήθελε να του κάνει μία ερώτηση αλλά ντρεπόταν. Και η ίδια η μητέρα του τον πλησίασε με συστολή. «Το παιδί θέλει να σου κάνει μία ερώτηση, αλλά ντρέπεται». Είναι 1996, 21 χρόνια μετά τη Μανίλα. Έχει βγάλει την αυτοβιογραφία του, με τίτλο το παρατσούκλι του, «Smokin’Joe». «ΟΚ», απαντάει. «Θέλει να μάθει αν έχεις νικήσει ποτέ τον Μοχάμεντ Αλί». Ο Φρέιζερ ξεφυσάει, το στόμα του βγάζει ακατάληπτους φθόγγους. Το σκέφτεται λίγο.  Η Μέριλιν Κόβαλικ, μητέρα του κοριτσιού, σκύβει προς το μέρος του και απολογείται. Αλλά ο Τζο έχει βρει την απάντηση: «Έχουμε αγωνιστεί τρεις φορές αντίπαλοι, με έχει νικήσει δύο, τον έχω νικήσει μία. Αλλά κοίτα τον τώρα, νομίζω ότι έχω νικήσει και τις τρεις».

«Είδα τον Τζο Φρέιζερ την προηγούμενη εβδομάδα στη Φιλαδέλφεια». Τα μάτια του Αλί γουρλώνουν, μία κατάσταση γνώριμη σε όλο τον κόσμο. Η φωνή έρχεται από πίσω του. «Τζο Φρέιζα;». Παύση. «Τζο Φρέιζα; Είδες τον γορίλα; Από τη Μανίλα;». Πριν τον αγώνα τους, την 1η Οκτώβρη του 1975, ο Αλί έβγαλε το κλασικό ποιηματάκι του. «It will be a killa and a chilla and a thrilla when I get the gorilla in Manila». 

****

«Είμαι τόσο γρήγορος, που μπορώ να σβήσω το φως της κρεβατοκάμαράς μου και να έχω ξαπλώσει στο κρεβάτι πριν το δωμάτιο σκοτεινιάσει». Ή «είμαι τόσο γρήγορος, που μπορώ να παίζω πινγκ-πονγκ μόνος μου».Ο Αλί ήταν δυσλεκτικός και σχεδόν δεν μπορούσε να διαβάζει. Αλλά με τον τρόπο που μιλούσε λαϊκά τις λέξεις, τον καταλάβαιναν όλοι και τον απολάμβαναν όλοι. «They must fall the round i call», λέει για τους αντιπάλους του. «Είμαι ο καλύτερος». Στα 12 του τού έκλεψαν το ποδήλατο και πήγε στον αστυνομικό και δάσκαλο πυγμαχίας του Λούιβιλ, Τζο Μάρτιν, κλαίγοντας από τα νεύρα του, απειλώντας να σαπίσει στο ξύλο τον κλέφτη. «Λοιπόν, αν είναι να δείρεις κάποιον», του είπε ο Μάρτιν, «πρώτα πρέπει να μάθεις πώς να πυγμαχείς».

Έριξε το μετάλλιό του στη θάλασσα, αφού λευκός μαγαζάτορας αρνήθηκε να του πουλήσει χάμπουργκερ και μετά έσπασε στο ξύλο μία παρέα από μηχανόβιους οι οποίοι τον πήραν στο κατόπι κοροϊδεύοντάς τον. Ήταν φθινόπωρο του 1960 και ο ίδιος ήταν 18 χρονών. Πέρασαν 36 χρόνια από τότε και στην Ατλάντα, στο πλαίσιο του τελικού του μπάσκετ μεταξύ ΗΠΑ και Γιουγκοσλαβίας, η ΔΟΕ έπιασε εξ απήνης τον κόσμο. Ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ του έδωσε ένα νέο χρυσό μετάλλιο για εκείνους τους αγώνες στη Ρώμη, το 1960.

Στον πρώτο αγώνα με τον Σόνι Λίστον, τέσσερα χρόνια μετά, ο Άντζελο Νταντί ήταν ο προπονητής του και όταν η «αρκούδα» του έριξε ένα υγρό στα μάτια, βλέποντας πως χάνει το ματς, ο Αλί φώναξε, «κόψτε μου τα γάντια, κόψτε μου τα γάντια, ο αγώνας τελείωσε, με τύφλωσε». Ο Νταντί, που έφτιαχνε σχέδια για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φώναξε, «να κόψεις τα γάντια; Τι είσαι, τρελός; Μωρό μου, αυτό είναι για τον τίτλο». Τον έσπρωξε να ξαναμπεί στο ρινγκ. Ένα χρόνο μετά, ο Λίστον έπεσε νοκ άουτ πριν βγει ο πρώτος γύρος, από μία μπουνιά που, μέχρι και σήμερα, ουδείς είναι σίγουρος πώς του την έδωσε ο Αλί. «Σήκω πάνω, σήκω πάνω», του φώναζε, «θα νομίζουν ότι είναι στημένο».

Λίγο μετά τον πρώτο αγώνα του με τον Λίστον, το 1964, που τον έκανε τον νεότερο παγκόσμιο πρωταθλητή στην πυγμαχία, ο Κάσιους Κλέι ασπάστηκε το Ισλάμ. Έκανε το όνομά του Μοχάμεντ Αλί για να ξεφορτωθεί αυτό το «όνομα σκλάβων». Ο Έρνι Τερέλ δεν έβαλε μυαλό. Λίγο πριν το Βιετνάμ, ο Τερέλ φώναξε «Κάσιους Κλέι» τον Αλί στη συνέντευξη Τύπου. Για 15 γύρους ο Αλί του έριχνε όσες γροθιές έπρεπε ώστε να τον φέρνει ένα βήμα πριν την κατάρρευση, αλλά να μην τον κάνει να καταρρεύσει. Σε κάθε γύρο τον ρωτούσε, «ποιο είναι το όνομά μου, ποιο είναι το όνομά μου;».      

Πήρε τον παγκόσμιο τίτλο τρεις φορές αφού τον έχασε. Το 1967 τον πήρε για τελευταία φορά, το 1974 νίκησε τον Τζορτζ Φόρμαν στο Ζαΐρ, με τη νέα τακτική του «Rope a dope», το 1978 νίκησε τον Λίον Σπινκς, έχοντας χάσει από τον ίδιο λίγους μήνες νωρίτερα. Σε 61 αγώνες, 56 νίκες, 37 νοκ άουτ.

Μπροστά σε κοινό αποτελούμενο από λευκούς, στο Έσεξ της Νέας Υόρκης, όταν το ΤΝΤ ήθελε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ προς τιμήν του, ο Αλί είπε ένα ανέκδοτο. «Τι είπε ο Αβραάμ Λίνκολν όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι μετά από διήμερο μεθύσι;». Σιωπή. «Ελευθέρωσα ποιουουους;». 

—————

2016-03-18 04:25

Αληθινός οίκτος

Θα χαιρόμουν λίγο περισσότερο αν δεν ήταν τόσο άμπαλοι και μπορούσαν να κάνουν ένα κοντρόλ της προκοπής. Αυτή ήταν η καύλα όταν έχανε η Γιουνάιτεντ του σερ Άλεξ. Όταν έχανε, έβλεπες την πραγματικότητα. Ο σερ Άλεξ είχε πολλούς άσχετους, αλλά όλοι έμοιαζαν με διαστημόπλοια. Και όταν σπανίως έχαναν, σε μία κακή βραδιά, έβλεπες την πραγματική πραγματικότητα, την οποία λάτρευες. Αλλά δεν κρατούσε πολύ. Και δεν υπαγόταν στο σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση. Τα έξι μπάζα που είχε στην ενδεκάδα, έκαναν καλές εμφανίσεις στο 90% των περιπτώσεων. Αλλά αυτό δεν ήταν η απάτη. Αυτό που κατάφερνε ο σερ Άλεξ ήταν να μοιάζουν παικταράδες. Ότι ο Νάνι- ο άνθρωπος που έκανε την ποδοσφαιρική γκάφα του 21ου αιώνα, όταν στον ημιτελικό του Euro 2012 με τους Ισπανούς έβαλε το πόδι του στην μπάλα μετά το αριστούργημα του Κριστιάνο Ρονάλντο, ενώ ήξερε ότι ήταν οφσάιντ, για να τη στείλει στα δίχτυα και να του κατοχυρωθεί το γκολ- έχει πάρει ένα σωρό τίτλους με τη Γιουνάιτεντ, μεταξύ αυτών και το Κύπελλο Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης, αυτό με ξεπερνάει.

Η Γιουνάιτεντ δημιούργησε το δρόμο της μέσα από το φόβο, τις εκπληκτικές εμπορικές συμφωνίες και τη διαφήμιση.

Ό,τι είδαμε σε ένα γύρο με τη Λίβερπουλ- και όσοι παρακολουθούν τη Γιουνάιτεντ σε ματς- είναι παρηγορητικό μόνο από την άποψη του ρυθμού. Αλλιώς είναι εκτρωματικό. Ας τεθεί αλλιώς: είναι 1-1 στο 45’ και η Λίβερπουλ έχει νικήσει στο πρώτο ματς. Στο 58’ απλώς αράζεις στην καρέκλα. Έτσι και καθόταν ο σερ Άλεξ στην ομάδα, έπρεπε να αντιστρέψεις τον άνωθεν αριθμό για να αισθανθείς έστω λίγο ήσυχος. Η Γιουνάιτεντ της Πέμπτης είχε αποκλειστεί ήδη από το πρώτο ημίχρονο. Αλλά η ομάδα του Σκωτσέζου έχει βγάλει τα τανκς στο γήπεδο και με 7 ή 8 λεπτά να απομένουν πιέζει τόσο πολύ, που σε κάνει να νιώθεις ότι χρειάζεται να σκοράρει μόνο μία φορά για να περάσει. Φαντάζεσαι να γινόταν το 2-1;  Να είχε 6 λεπτά; Και να κέρδιζε, μετά το προβάδισμα, κόρνερ μετά από 34 δευτερόλεπτα; Φαντάζεσαι πώς θα ήταν τότε το «Ολντ Τράφορντ» και τι νόημα θα είχε αληθινά η λέξη «φυλλοκάρδι»;

Θεέ, μου λείπει αυτός ο κερατάς. Δεν είναι ίδιος ο ενθουσιασμός της αποτυχίας. Μου λείπει εκείνη η απέχθεια που ένιωσα στο Οπόρτο, όταν o Κριστιάνο Ρονάλντο «σκότωσε» το δεύτερο προημιτελικό του Champions League του 2009 με σκορ 2-2 στο πρώτο ματς ή το πώς πάγωσε τον δεύτερο ημιτελικό με την Άρσεναλ στο «Emirates» με το 1-0 του πρώτου ματς. Μου λείπουν εκείνες οι σπαρακτικές κραυγές μετά το γκολ του Μακέντα με τη Βίλα και εκείνη η παράλογη αισιοδοξία που είχα όταν πηγαίναμε στο «Ολντ Τράφορντ» και πριν μπούμε μέσα ήταν 2-0 και ο Γκάρι Νέβιλ να κατεβαίνει με την μπάλα στο πόδι από τα δεξιά και να βγάζουν αντεπίθεση με τρεις μπαλιές και ο Σόλσκιερ, που είναι ο πιο δολοφονικός επιθετικός που έχω δει ποτέ και η σαχλή πορτογαλική φάτσα του Ρούουντ φαν Νίστελροϊ όταν σκόραρε και όλες οι κατάρες που έριξα και δεν έγινε τίποτα τελικά. Μου λείπει εκείνος ο τρόμος στις καθυστερήσεις, που όταν έμπαινε στο 80’ η Γιουνάιτεντ σπίνταρε και ο αντίπαλος παραδιδόταν από μόνος του. Και ο Μπέκαμ έπαιρνε φόρα. 

Δεν έχω νιώσει αθλητικό μίσος στη ζωή μου παρά μόνο για τον Ράφα Ναδάλ, την εθνική Ισπανίας στο μπάσκετ (λόγω του ημιτελικού του 2007 με την Εθνική, ξεκάθαρα) και τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του σερ Άλεξ. Και μπορεί να μην μπορώ να φανταστώ πώς είναι η εισαγωγή σε μία μιζέρια που εμείς ζούμε κάθε χρόνο, αλλά ξέρω ότι ο σερ Άλεξ είναι ο κορυφαίος προπονητής στην ποδοσφαιρική Ιστορία. Πολλοί έφτιαξαν το δρόμο τους στο να γίνουν υπέροχοι προπονητές, αλλά ο σερ Άλεξ είχε τις μαγικές δυνάμεις του Γκάνταλφ και την παράνοια του Τζον Ντο.

Γι’ αυτό και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όπως ο Ναδάλ, έχουν τη συμπόνια μου. Η εκθρόνιση δεν έγινε μέσα από ένα σπουδαίο παιχνίδι, που θα ήταν το τέλος εποχής, αλλά με ένα αποχαιρετισμό και μία νέα σελίδα που ήταν βουτηγμένη στην ελπίδα αλλά γραμμένα πάνω της είναι μόνο άθλια κοντρόλ, παιδαριώδη λάθη, συμβατικούς παίκτες που, το κυριότερο, παίζουν συμβατικά και ούτε ένα γκολ στις καθυστερήσεις που να αξίζει να θυμάσαι εδώ και μία τριετία. Για αυτό και, όπως, όπου, όποτε και να νικήσουμε τη Γιουνάιτεντ, δεν θα χαρώ ποτέ τόσο όσο σε εκείνο το 1-4 της 14ης Μάρτη του 2009, όταν προηγήθηκαν με πέναλτι του Κριστιάνο Ρονάλντο και το γυρίσαμε επειδή ο Τζέραρντ και ο Τόρες ήταν ο Φρεντ Αστέρ και ο Τζιν Κέλι για έξι μήνες και που τότε ο γερο-Σκωτσέζος μπορούσε να πάρει την τσίχλα και να τη βάλει στον κώλο του. 

—————

2016-02-23 16:27

Ο φίλος μου ο Τσαμπ

Ένα από τα κλασικά παρεΐστικα παιχνίδια είναι το «εσύ πού ήσουν όταν;». Δεν είναι ακριβώς παιχνίδι, αλλά είναι τροφοδοσία ιστοριών, που μπορείς να πεις στην παρέα, όταν το φέρει η συζήτηση. Είναι ένας εξειδικευμένος νοσταλγικός κλάδος. Το καλύτερο κομμάτι είναι όταν δεν είσαι εκεί.

Θυμάμαι ξεκάθαρα πού ήμουν όταν η Γαλλία έπαιξε με την Κροατία στον ημιτελικό του Μουντιάλ του 1998 ή που ήμουν όταν ο Ολυμπιακός έπαιξε με την Προ Ρέκο στο περυσινό Champions League στο πόλο Ανδρών, γιατί δεν είδα το Μίλαν-Μπαρτσελόνα το 1994 και πού ήμουν όταν το σουτ του Γκόραν Βλάοβιτς στο «Καμπ Νου», το 2002, έφυγε λίγα εκατοστά έξω από το δοκάρι της «Μπάρτσα». Θυμάμαι τι έκανα όταν έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι και πού ήμουν όταν πέθανε ο Λουτσιάνο Παβαρότι. Δεν θυμάμαι απλώς πού ήμουν, αλλά και ένα παιχνίδι εκείνης της μέρας (το 3-2 της Ελλάδας με την Ολλανδία για το Ευρωβόλεϊ του 2007). Θυμάμαι ακριβώς τι έκανα όταν ο Λουίς Καμινέρο σκόραρε το γκολ της ισοφάρισης στον προημιτελικό του Μουντιάλ του 1994 με την Ιταλία. Πού ήμουν στον προημιτελικό του Μουντιάλ του 1998, Γαλλία-Ιταλία και γιατί έχω μυθοποιήσει ένα παιχνίδι που δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο και έληξε 0-0. Δεν είναι ότι οι δικές μου αναμνήσεις αναδεικνύουν ικανότητα. Ανήκουν στον καθένα.

Με τον ίδιο τρόπο, θυμάμαι λάθος πότε άρχισα να υποστηρίζω τη Λίβερπουλ. Για πάρα πολλά χρόνια είχα την τρομακτικά σίγουρη αίσθηση ότι την υποστήριξα μετά από ένα 3-0 της Άρσεναλ, τον Αύγουστο του 1989. Ήμουν βέβαιος ότι καθόμουν στον καναπέ, στο σπίτι της γιαγιάς μου της Κατερίνας και παρακολουθούσα το ματς. Το παιχνίδι αυτό, ωστόσο, έγινε τον Δεκέμβριο του 1990, οπότε κατευθείαν αποκλείεται να βρισκόμουν στο χωριό. Επίσης, είχα παρακολουθήσει το 4-5 με τη Λιντς στο «Έλαντ Ρόουντ» και ήμουν απολύτως βέβαιος ότι έγινε στις 31 Αυγούστου του 1991, μία μέρα μετά το μυθικό τελικό του μήκους στο Τόκιο, που έφερε το παγκόσμιο ρεκόρ του Μάικ Πάουελ. Ωστόσο, το συγκεκριμένο παιχνίδι έγινε στις 31 Απριλίου του 1991. Η μνήμη μπορεί να αθροίσει δύο και περισσότερες καταστάσεις και να τις μπερδέψει. Να είσαι κάπου όταν γίνεται κάτι και αυτό το κάπου να το συνδυάσεις με κάτι άλλο.

Αυτό που θυμάμαι σίγουρα, ωστόσο, είναι πού ήμουν όταν ο φίλος μου ο «Τσαμπ» έμαθε ότι πήρε το πτυχίο του. Και τι έκανε.

Ο φίλος μου ο Τσαμπ διάβαζε ακούγοντας Παντελίδη. Και άλλα «κλασικά» κομμάτια του σύγχρονου ελληνικού πενταγράμμου, από αυτά που ανεβάζουν το κασέ του πρωταγωνιστή και τον στέλνουν στις γνωστές νυχτερινές πίστες, τον κάνουν σταρ και έπειτα μισεί τους παπαράτσι και τους δημοσιογράφους των εφημερίδων που «γράφουν το μακρύ και το κοντό τους». Πάντα θεωρούσα ότι αν ήταν να διαβάσεις για εξετάσεις, ο Μπετόβεν, ο Μπαχ, ο Στράους, ούτε καν ο Μότσαρτ με τη σατανική μουσική του, θα ήταν η κατάλληλη συντροφιά για σένα. Αλλά ο Τσαμπ διάβαζε ακούγοντας Παντελίδη και έχω υπάρξει αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς αυτής της κατάστασης. Ήμαστε σε ένα γραφείο, βλέποντας το «Dark Knight rises» και από μέσα ακούγονταν πενιές: ήταν διάβασμα μέχρι πρωίας, για να πάει να πάρει το πτυχίο. Και θυμάμαι ακριβώς που ήμουν όταν το έμαθε: ήμουν σε μία ταβέρνα μαζί του και με άλλους φίλους, για να γιορτάσουμε μία... ορκωμοσία. Ακριβώς. Αν είναι να θυμάμαι για κάποιο λόγο τη σεζόν 2015-16, θα τη θυμάμαι διότι προέκυψαν πολλές ορκωμοσίες. Γαμώ το στανιό μου, δηλαδή.

Όπως στον πρωταθλητισμό δεν υπάρχει χαρά, έτσι και όταν πάρεις ένα πτυχίο εκπρόθεσμα το πρώτιστο ψυχικό συστατικό είναι η ανακούφιση. Στην Ελλάδα του νεποτισμού, οι σπουδές δεν συνιστούν κάτι που, απαραιτήτως, κάνεις για τον εαυτό σου. Υπάρχει οικογένεια στην οποία πρέπει να λογοδοτείς. Η οικογένεια μπορεί να σου δημιουργήσει πίεση. Υπό την έννοια της ακαδημαϊκής μόρφωσης ο πατέρας μου με παράτησε νωρίς, όταν είδε ότι ήμουν εντελώς ανεπίδεκτος μαθήσεως και ότι ποτέ δεν θα πρόκοβα με τα γράμματα, αλλά μέσα στο σπίτι έχει υπάρξει βίωμα πίεσης. Ένα πτυχίο, πριν το πάρεις, μοιάζει με το τέλος του κόσμου. Πρέπει να το κάνεις, επειδή δεν υπάρχει κάτι άλλο. Μετά, βεβαίως, όπως συμβαίνει κλασικά, με όλες τις στιγμές, μελαγχολείς για εκείνη την εποχή που η μεγαλύτερη έγνοια σου ήταν το διάβασμα για να τελειώσεις την ακαδημαϊκή καριέρα σου.

Όπως συμβαίνει με τις εορταστικές μέρες και τα σχέδια για τις διακοπές, είναι κανόνας ότι η κορυφαία στιγμή τους είναι όταν σκέφτεσαι ότι έρχονται. Δε θυμάμαι μαγεία τα Χριστούγεννα, αλλά τη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που τα αναλογίζομαι ως προοπτική, υπάρχει κάτι από το χάρισμα που δεν αποτυπώνεται μόνο στην ικανότητα του κλέφτη Αρσέν Λουπέν, αλλά και του υπέροχου ονόματός του. Ο φίλος μου ο Τσαμπ ορκίστηκε την Τρίτη, αλλά το θέμα είναι εκείνη η στιγμή. Όταν έμαθε ότι πήρε το πτυχίο του. Όταν έφυγε με ορμή για να πάει στο σπίτι του να μοιραστεί την είδηση και να κλάψει με την ησυχία του. Στις αγκάλες της οικογένειας, της καλής και όχι και τόσο καλής μορφής της παλαιότερης και της νέας ελληνικότητας. Των κυριακάτικων γευμάτων, αλλά και των περιορισμών.  

Ο φίλος μου ο Τσαμπ είναι παιδί τελευταίας τεχνολογίας (ή, ίσως, προτελευταίας).  Δεν βρίσκω ψόγο στα περισσότερα από τα παιδιά που έχω γνωρίσει και περπατούν τα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους και η καλοσύνη είναι το λιγότερο και δεν μπαίνει καν σε κριτική. Το καλό και το κακό μπορεί να μοιάζουν με την κύρια δομή της ανατροφής ενός μικρού παιδιού, ωστόσο δεν είναι το καίριο ζήτημα, τουλάχιστον όχι τόσο όσο εκείνο της ελευθεριότητας. Αν δεν ετίθετο καν ζήτημα από την αρχή της γέννησης, δηλαδή να μάθουμε οπωσδήποτε στον έμβιο οργανισμό πώς να ξεχωρίζει το καλό και το κακό, δεν θα ήταν μεγάλες οι αποκλίσεις. Όσο περισσότερες είναι οι απαγορεύσεις στο πού χωρίζονται οι έννοιες, τόσο περισσότερο εκτεθειμένοι βρισκόμαστε. Δεν ξέρω, λοιπόν, αν είναι καλό ή κακό παιδί. Όμως έχει την τάση να μην τοποθετεί τον εγωισμό του πάνω από τη γνώση που του προσφέρεται και άρα να μην αντιμετωπίζει με τουπέ τον άνθρωπο που του μιλάει, κάποιον που δεν είναι φίλος του, εν πάση περιπτώσει, όταν η κουβέντα αφορά σε ένα γενικευμένο ζήτημα, που ο ίδιος ο προσδιορισμός δεν μπορεί να δείξει πόσο συγκεκριμένο είναι και πόσο σημαντικό μπορεί να γίνει, προσέχει ακόμα και αν αυτά που ακούει είναι ακατανόητα.  

Αυτό που είδε, ωστόσο, στο κινητό του το μεσημέρι εκείνης της τελευταίας Δευτέρας του Οκτώβρη δεν ήταν ακατανόητο. Ήταν ένα απλούστατο συμπέρασμα. Ήταν δικό του και για περίπου μία ώρα βρέθηκε σε μία έκσταση την οποία μπορέσαμε, λόγω της περίστασης που ήδη γιορτάζαμε, να εκτιμήσουμε, πολύ περισσότερο- όπως προφανώς συμβαίνει συνήθως- από μία ενδεχόμενη αφήγηση. Οι οιωνοί δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύουν μία φιλία, αλλά αν στην πραγματικότητα η φιλία συμβαίνει ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν σχεδόν κοινά ωράρια- ή είχαν και απλώς το ωράριο αποτελεί τον αριθμητή και όχι τον παρονομαστή του κλάσματος- τότε ο φίλος μου ο Τσαμπ, που όταν πει ή ακούσει κάτι αστείο γελάει τρανταχτά, που μιλάει γρήγορα και με έχει πείσει ότι αυτό που τον κινεί να τον κάνει είναι η διάθεση, το θεσπέσιο ίδιον της μοναδικότητας της ομιλίας (και όχι η κοινοτοπία του ευρωπαϊκού τρόπου) που μπορεί να σε ωθήση να μην τον αντέχεις ώρες ώρες, αλλά σε κάνει να δένεσαι μαζί του (διότι το γοργόν στη λαλιά μπορεί να μην είναι ταιριαστό σε μία κοινωνική εκδήλωση, είναι, όμως, δερματόδετη έκδοση κλασικού βιβλίου σε μία προσωπική σχέση), από εκείνη τη στιγμή έχει σίγουρα αποσβέσει ένα παντοτινό συναίσθημα, που η ίδια η ορκωμοσία και το τέλος του δρόμου δεν μπορούν να του το δώσουν.

—————

2016-02-15 01:20

Η 14η Φλεβάρη δεν είναι αργία

Οι Ενωμένοι Θεολόγοι της Λέσβου τα έβαλαν με τον Άγιο Βαλεντίνο. Στο ρεσιτάλ της διαμαρτυρίας τους διατάθηκαν ότι η καρδιά ήταν το όργανο του αιμοδιψή Βαάλ, ενός ειδωλολατρικού θεού. Οι απόκριες, βεβαίως, είναι η γιορτή που αφιερώνεται στον θεό Διόνυσο, για χάρη του οποίου σφάζονταν κοπελούδια και οι παρευρισκόμενοι έπιναν ναρκωτικά τα οποία τους έδιναν, όπως αναφέρεται, εξωγήινες δυνάμεις. Αλκοόλ, κύριοι, αλκοόλ. Αν ο Άγιος Βαλεντίνος δεν ήταν μόνο καρδούλες και φιλάκια, αλλά είχε ανακατεμένο και οινόπνευμα, τότε θα γινόταν αποδεκτός ως φεστιβάλ στη Λέσβο (και τη Μυτιλήνη, Αλέξη), δηλαδή την πατρίδα του Άγιου Ουαλεντίνου. Ό,τι έχει για ρίζα τη φωτιά είναι ανεκτό, εκτός της ίδιας, διότι καίει. Είναι ανθρώπινη ανακάλυψη, μαζί με το φιλί. Αλλά οι Ενωμένοι Θεολόγοι της Λέσβου θεωρούν ότι ο Αχιλλέας που είχε καψουρευτεί τη Χρησηίδα, η Ανδρομάχη, που στο μπαλκόνι ξόρκιζε τον Έκτορα και η Γοργώ, που ήταν σύντροφος του Λεωνίδα, διότι στη Σπάρτη η επιλογή συντρόφου ήταν καθαρά προσωπική υπόθεση για τη γναίκα, δεν πρέπει να έχουν τη δική τους μέρα.

Στο «Αλκυόνις», το σαββατοκύριακο, είχε αντί-αφιέρωμα στη μέρα. Για απογευματινή ταινία διάλεξαν το «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί», του Τζιμ Τζάρμους, που, είναι περίεργο αλλά, σχεδόν δύο χρόνια αφού την είδα, έχει μείνει στο μυαλό ως μία εξαιρετικά ερωτική ταινία. Φυσικά, η Τίλντα Σουίντον και η Μία Βασικόφσκα μοιάζουν, γενικώς, αισθησιακές υπάρξεις. Και, φυσικά, ο σκηνοθέτης κάνει ακόμα μία ανεξάρτητη όμορφη ταινία, την οποία θα προσεγγίσεις λάθος εξαρχής αν θεωρήσεις ότι έχει κάποια υπόθεση η οποία θα είναι ευνόητη. Ο Τζάρμους δεν κάνει ταινίες εύκολες ή, εν πάση περιπτώσει, το πρόβλημα είναι ότι ο θεατής ξέρει να κρίνει μόνο τις διαστάσεις για τις οποίες έχει γνώση. Αν κάτι είναι όμορφο αλλά άγνωστο, η επικινδυνότητά του φέρνει την κρίση: αν είναι ακίνδυνο, τότε μπορείς να το κρίνεις με βάση τη γνώση σου, η οποία είναι ισχυρή. Αν είναι επικίνδυνο και υπερκερνά τη γνώση, τότε εντρυφεί στο δέος και φέρνει, σε τελικό στάδιο, την απομάκρυνση. Ο Τζάρμους δεν ζητά την κατανόησή μας και, αν και είναι δύσκολο να μείνει αγνό όταν πρέπει να λογοδοτήσει μέσω της εικόνας σε χιλιάδες θεατές, επιθυμεί να κάνει ταινίες τα οράματά του. Είναι δύσκολο να αρέσουν σε πολύ κόσμο τα οράματά σου, εκτός κι αν συμβιβαστείς σε ό,τι έχει να κάνει με τον πηγαίο σαρκασμό. Αν, δηλαδή, φθάσεις σε κάποια επιτήδευση, παρουσιάζοντας εικόνες που, εκτός από το να γίνονται αντιληπτές, να ενσωματώνονται στο κοινό αίσθημα αυτού που είναι κωμωδία. Η μνήμη είναι, γενικώς, πολύ ασθενής και το να κατανοήσουμε ότι οι προσλαμβάνουσές μας σε ό,τι είναι αποδεκτό δεν έχουν συνέχεια προδίδεται από τη λήθη στην οποία εισάγονται οι παλιές συνήθειές μας.

 

 

Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη μέρα, μέσα από την κωμικότητά της, θεωρώ ότι αφορά περισσότερο σε ανθρώπους που δεν λαμβάνουν την αμοιβαιότητά που θα ήθελαν από το θήραμά τους. Ή σε ζευγάρια που έχουν περάσει πολλά χρόνια μαζί και θέλουν να στήσουν ένα θεατρικό, με μπόλικη από μελόδραμα, για να κάνουν το κομμάτι τους και ίσως να αντιστρέψουν μία ξενική, πλην όμως κραταιά, πραγματικότητα. Το δεδομένο είναι ότι η συγκεκριμένη μέρα δεν είναι αργία και, όπως τα περισσότερα ζητήματα που αφορούν στις μάζες, είναι αχρείαστο να συζητηθεί. Αν, δηλαδή, ένα κορίτσι κάνει... μουτράκια σε ένα αγόρι επειδή δεν θέλει να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα, το πρόβλημα θα το έχει το ίδιο το κορίτσι ή, στην τελική, το αγόρι. Είτε πανηγυρίζεις ή όχι, αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό ζήτημα. Χαρακτηριστική είναι η απαξίωση οποιασδήποτε πράξης: όχι επειδή είναι απαραιτήτως σωστή, αλλά διότι η απαξίωση από τον δέκτη τον κάνει να θεωρεί πως βρίσκεται σε ένα πνευματικό κατόπι σπανιότητας. Και, για έναν μικροαστό ή μεσοαστό, μία τέτοια αντίληψη είναι καταδικαστική. Όταν, δε, αθροίζονται οι συγκεκριμένοι τιμητές, τότε το ζήτημα είναι κοινωνικό.

Δεν μπορώ να βρω το λόγο που η συγκεκριμένη μέρα ζει σε έναν λανθάνοντα κόσμο. Ούτε μου προκύπτει από κάπου ότι η εμπορικότητά της είναι διαφορετική από εκείνη των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς: αν ο Άγιος Βασίλης (που στην πραγματικότητα είναι ο Άγιος Νικόλας από την Ουγγαρία) θέλει να πηγαίνουμε στα μαγαζιά και να τα σπάμε, για ποιο λόγο να μη θέλει το ίδιο και ο Έρωτας, ως παιδί της Πενίας και του Πόρου (πηγή, σε αυτήν την περίπτωση, το Συμπόσιο του Πλάτωνα); Οι γιορτές έχουν, γενικώς, κάτι ψεύτικό και είναι λόγος για να στήνεις γλέντια και να θεωρείς κάποιες μέρες ξεχωριστές. Το ίδιο πράγμα που συμβαίνει με το γάμο στην εκκλησία.

Δεν είναι τυχαίο ότι η 14η Φλεβάρη είναι η παγκόσμια μέρα γάμου. Είμαστε ήδη σχεδόν βέβαιοι, ο καθένας ξεχωριστά, ότι μαθαίνουμε πράγματα- πώς να ζούμε, τι να επιδιώκουμε- για συγκεκριμένους λόγους. Ήδη, από τον ερχομό στον κόσμο, ο προσδιορισμός είναι μαθηματικά βέβαιος. Οι δικοί μας άνθρωποι πρόκειται να μας μάθουν τις πράξεις μας και ο πρώτος διαχωρισμός είναι το καλό και το κακό. Η σύγχρονη κοινωνία δεν επιτρέπει τις μονογαμικές σχέσεις και όσο περνούν οι μέρες και ο κόσμος εξελίσσεται (κάτι εντελώς διαφορετικό από το να προοδεύει), οι προβληματισμοί γίνονται μεγαλύτεροι, διότι θεωρούμε ότι εμείς κάνουμε κάτι λάθος όταν η ίδια η εξίσωση των σχέσεων δεν βγαίνει. Αν εδώ υπονοείται κάτι, είναι ότι η ίδια η μηχανική της σχέσης ως σκέψης ολισθαίνει μέσα στην πραγματικότητα. Να θέλεις να ξεφύγεις από αυτήν είναι ένα, να ξέρεις ότι δεν πρόκειται να την αποφεύγεις για πολύ καιρό- εκτός αν πας να μείνεις στα 3.000μ. υψόμετρο, που εκεί μία δολοφονία είναι πολύ πιθανή- είναι άλλο. Η στατιστική δείχνει συντριπτικά ότι αργά ή γρήγορα η αντίθεση των γεγονότων με την αισιόδοξη θεωρία, βγάζει νικητή τα γεγονότα. Τα οποία απορρίπτουν την ιδιοκτησιακή τάση, η οποία δημιουργήθηκε, μπακαλίστικα, από την εκκλησία για να ελέγξει τον ανθρώπινο έρωτα και να τον προσωποποιήσει. Και αν κάθε άνθρωπος με τον οποίο υπάρχει αμοιβαιότητα, λειτουργεί ως αντικείμενο, ως καθρέφτης στον οποίο απεικονίζεται ο μεγαλειώδης εαυτός σου, τότε πώς είναι δυνατόν να αποφύγεις την κατακτητική διάθεση και να εστιάσεις στην ελευθεριότητα; Η φράση «δικό μου» είναι από τις πρώτες που μαθαίνουμε και το «έχω» γίνεται τόσο ισχυρό μέσα μας που είναι πιθανό να μην μπορέσουμε ποτέ να διαπιστώσουμε πόσο απόλυτους μας κάνει το «είμαι».

Αυτό που απομένει, στην τελική, είναι να γιορτάζεις ό,τι γουστάρεις. Όσο ανόητο είναι να ζαχαρώνεται επιπλέον ένα ζευγαράκι με αφορμή, τόσο είναι και δύο περήφανοι γονείς για το παιδί τους που είναι σημαιοφόρος σε μία παρέλαση ή να γιορτάζεται το Πολυτεχνείο και οι Τρεις Ιεράρχες. Γενικώς, από τη στιγμή που ζούμε σε έναν τόπο στον οποίο δε χρειάζεται να πας να δουλέψεις την Κυριακή του Πάσχα (αν δεν είσαι πωλητής σε ζαχαροπλαστείο ή σερβιτόρος σε καφετέρια), θα έπρεπε να έχουμε μεγαλύτερη ανοχή σε μέρες που πλασάρονται με τρόπο εμπορικό. Το εμπόριο είναι η πρώτη πραγματική πραγματικότητα της ανθρωπότητας και τα συναισθήματα, είτε επίπλαστα είτε αληθινά, έχουν την τιμή τους: αρκεί να μην το σκέφτεσαι.

 

(Δημοσιεύθηκε στο properman.gr)

—————

2015-12-12 18:51

Της ματαιότητας

Μπορεί, η λέξη «σχέση», να σημαίνει την κάθε ανθρώπινη επαφή, δηλαδή τον τρόπο που, για ένα δευτερόλεπτο ή για 65 χρόνια, σχετίζεσαι με κάποιον, παρ’ όλα αυτά οι καταστάσεις που συμβολίζει είναι, ουσιαστικά, δύο: οι συγγενείς και η σφραγίδα της ερωτικής συμβίωσης. Στο σύγχρονο κόσμο, οι περισσότερες λέξεις που χρησιμοποιούνται συχνά έχουν χάσει αυτό, ακριβώς, που σημαίνουν. Η λέξη «σχέση», περισσότερο από κάθε τι άλλο, μοιάζει δεσμευτική. Είναι αποθαρρυντική, για αυτό ακριβώς είναι παράδοξη η αναφορά σε εκείνη με τέτοιο ενθουσιασμό. Μοιάζει να σου αφαιρεί κάθε υπάρχουσα επιλογή, καθώς αν πρόκειται για συγγένεια οπωσδήποτε δεν έχεις διαλέξει τους ανθρώπους με τους οποίους έχεις το ίδιο αίμα (αν είσαι τυχερός, συμπαθείς κάποιους από αυτούς, με το «συμπαθείς» να σημαίνει ότι θα το έκανες ακόμα και αν δεν είσαστε συγγενείς, αλλιώς αποκαλείται «ανοχή»), ενώ αν ζευγαρώνεις με κάποιον, στόχος είναι, στην πραγματικότητα, η οικειότητα που αποκτάται σε βαθμό που να συγκρίνεται με την αξιωματική σχέση που έχεις με τους ομοαίματούς σου.

Κι ενώ η Εκκλησία εφηύρε το γάμο γιατί δεν άντεχε τον έρωτα κι ενώ η σεξουαλική απελευθέρωση κράτησε ελάχιστα ξεφεύγοντας από τα όρια- με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεσαι τον τρόπο που δεν σε καθιστά θύμα μίας προοδευτικής ή συντηρητικής κατάχρησης- οι σχέσεις είναι μία μικρογραφία του γάμου που στην πραγματικότητα έχουν παίξει τεράστιο ρόλο στην κοινωνία. Το να «ταιριάζουν» οι άνθρωποι μεταξύ τους και να «καταλαβαίνουν» ο ένας τον άλλο στον κυκεώνα των σχέσεων είναι μία απάτη, που κρύβει εκ των έσω τις βαθύτερες αλήθειες. Όσο γοητευμένος και να είσαι από κάποιον, το μυστικό είναι να τον βλέπεις σπανίως. Από τη στιγμή που το χάρισμά του γίνεται δεδομένο και τριβή, είναι πολύ λογικό να το οικειοποιηθείς, να σαρκάσεις την έλλειψή του, όταν υπάρχει και, έπειτα, να το βαρεθείς. Τα κορίτσια αντέχουν λίγο περισσότερο όλο αυτό το χρονικό διάστημα της βαρεμάρας, εστιάζοντας στην ουσία, η οποία έχει ελαφρώς μετατοπιστεί, ενώ τα αγόρια δεν μπορούν να μη δείξουν τον εαυτό τους για πάρα πολύ καιρό και, όταν προσπαθούν να προσποιηθούν, είναι τόσο άγαρμπο που φέρνει μεγαλύτερα προβλήματα. Θα το αποκαλέσω γονιδιακή μνήμη ή κάτι που υπάγεται στον κανόνα του presque vu, του σχεδόν ειδωμένου. Η γονιδιακή μνήμη είναι ουσιαστικά φυλετική και έχει να κάνει με τους τόσους αιώνες που οι γυναίκες ανέχονταν καταστάσεις και ήταν ντροπιασμένες απλώς και μόνο με το γεγονός ότι παρατούσαν σύξυλο έναν βίαιο, παγαπόντη, άντρα. Η ανοχή και η υπομονή τους θα έκανε τον Ιώβ να σηκωθεί από την καρέκλα του εξοργισμένος, όπως της άλλης, τις προάλλες, που εδώ και 26 χρόνια ανεχόταν έναν τύπο ο οποίος γύριζε στο σπίτι σουρωμένος και τη χτυπούσε, όταν κατάφερε το χτύπημα στο κεφάλι τον σκότωσε, το δικαστήριο τη συμπόνεσε και πάλι έφαγε 10 χρόνια φυλακή.

Ο στόχος, ωστόσο, δεν έχει να κάνει με το να μιλήσουμε για μία ηθελημένη τάση για σκλαβιά- λες και δεν ξέραμε ότι θα νιώθαμε πολύ περισσότερη ασφάλεια αν κατείχαμε κάποιον, η κτήση πρωτεύει- αλλά για τη δέσμευση του χρόνου. Η οποία διαλύεται με τρόμο όταν, τελικά, η κατάσταση φθάσει στο όριό της και, εν τέλει, χωρίσεις τα τσανάκια σου και διαχωρίσεις τα πράγματά σου από του άλλου, με τον οποίο δεν θα είστε ποτέ πια μαζί.

 

Εύχομαι να μπορούσα να διακρίνω τον ρομαντισμό, σε όλο αυτό το τέλος, ως πρώτιστο αγαθό, αλλά νομίζω ότι πρέπει να ψάξω σε πολύ βάθος για να τον αντικρίσω, να είναι, τελικά, εκείνος που μένει. Η ουσία είναι ότι μένουμε μόνοι μας, έστω για λίγο, αν υπάρχει μία κάποια ευαισθησία ή, έστω, αν, όπως έκαναν στο Δωδεκάθεο και όπως προστάζει το αρχέγονο του πολιτισμού, αποφασίζαμε μία τρόπον τινά νηστεία για να τιμήσουμε τον απόντα. Διότι πρόκειται για απώλεια, που πολλές φορές μοιάζει οριστική και παραπέμπει στο θάνατο, σε κάποιον που δεν πρόκειται να δεις ξανά έστω αν υπάρχει. Η δέσμευση του χρόνου κατά τη διάρκεια της σχέσης είναι που σε προτρέπει να σχεδιάζεις καταστάσεις με κάποιον άλλο. Να κάνεις πλάνα και να οραματίζεσαι στιγμές, αντί να αφήνεις τον καιρό να προκύπτει. Ο μετασχηματισμός έχει να κάνει με τον τόπο, με μία νύχτα ή ένα σινεμά, ωστόσο μέχρι τότε πρέπει να συνέλθεις από το απατηλό γεγονός ότι δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι, τι μέρα είναι και τι ακριβώς κάνεις. Ότι δεν έχεις στόχους σε μία κοινωνία που είναι γεμάτη από δαύτους και που ακριβώς για αυτόν το λόγο, επειδή υπάρχεις σε εκείνη, έκανες μία σχέση για να ταιριάξεις μέσα της και, αν είσαι λίγο τυχερός, να γίνεσαι, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, επίτιμο μέλος της. Υπακούς στους κανόνες της, επί της ουσίας και ψεύδεσαι εξαρχής όταν «αποφασίζεις» να κάνεις σχέση, η οποία θέλεις να σε βγάλει κάπου. Φυσικά, δεν ψεύδεσαι ολοκληρωτικά. Ούτως ή άλλως, μέσα σε αυτούς τους κανόνες αποκτάς το δογματισμό που σου υπαγορεύει πώς θέλεις να ζήσεις. Αν δεν μπορείς να συμφωνήσεις με αυτό το δόγμα, υπάρχεις, στην καλύτερη περίπτωση, ως άνθρωπος τον οποίο βαραίνει η έλλειψη. Στη χειρότερη, περιθωριοποιείσαι.

Το τέλος μίας σχέσης, λοιπόν, καταδεικνύει μία απατηλή αδυναμία. Χτίζεις για καιρό και γκρεμίζεται σε ένα δευτερόλεπτο. Γίνεται αέρας και, μάλιστα, αέρας κοπανιστός. Και σε αυτόν τον αέρα, που παίρνει τη μορφή θύελλας αναλόγως με την οδύνη και με όλα αυτά που έχεις δώσει (και που, πεισματικά, δεν αποδέχεσαι ότι έχεις πάρει, μέχρι να το πιστέψεις, μέχρι να φανεί ό,τι σου έχει προσφερθεί, μηδαμινό), εσύ στροβιλίζεσαι. Μέσα στη ματαιότητα της ζωής και όλων των αλλόκοτων πραγμάτων η οποία περιέχει- και αυτή έχει μόνο το αυτονόητο δικαίωμα να το κάνει.

Και, μετά, όλες οι συμβουλές αφορούν στο πώς θα προχωρήσεις. Πώς θα βρεις ξανά τον εαυτό σου. Μετά από έναν επώδυνο αποχωρισμό βλέπεις την αληθινή ουσία της ζωής, ένα φυσικό ναρκωτικό, αδειάζεις χωρίς να έχεις ελπίδα, άρα δεν προλαβαίνεις να βρεθείς σε απόγνωση, καταλαβαίνεις πόσο πιο αληθινό από το να ελπίζεις είναι το να μην ελπίζεις και δεν θέλεις καν να το βιώνεις.

Επειδή, δυστυχώς, όλα έχουν να κάνουν με την ιδιοκτησία. Με το κτητικό «μου». Με την απόκτηση και την αναγκαία μετατροπή του απέναντι υποκειμένου σε αντικείμενο. Ο σεβασμός στις σχέσεις δεν έχει χαθεί: δεν υπήρχε ποτέ. Η χημεία απλώς σε κρατάει λίγο περισσότερο και έπειτα υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις, που νομίζω ότι σε τετραψήφια φιγούρα αριθμού σε παραδείγματα, τις βρίσκεις. Η φυσικότητα του να είσαι με τον άλλο, που δεν έχει κάτι φτιασιδωμένο παρά υπάγεται σε αγνή επιθυμία. Το πώς θα το ξέρεις, δεν μπορώ να απαντήσω. Φαντάζομαι ότι όλα τα φιλοσοφικά εγχειρίδια θα σου πουν πως η σωστή απάντηση είναι ότι «απλώς το ξέρεις».

—————

—————


Ό,τι του φανεί

/album/%cf%8c%2c%cf%84%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%af/i-m-not-always-right-but-i-m-never-wrong-jpg/

—————