Χωρίς τελείες


Blog

2015-05-15 03:53

Dirty Dancing

Ο ΛεΜπρόν Τζέιμς βρέθηκε στο ΝΒΑ το 2003. Έγινε ντραφτ στο νούμερο 1 (σε μία από τις πιο ηλίθιες στιγμές στην παράλληλη αθλητική ιστορία ο Ντάρκο Μίλιτσιτς έγινε νούμερο 2) και κατέληξε στους Κλίβελαντ Καβαλίερς ως σωτήρας της πόλης που ήθελε να δει μία ομάδα της πόλης να κατακτά το πρωτάθλημα. Μόνο τις χρονιές που οι Καβς του Μπραντ Ντόχερτι, του Μαρκ Πράις, του Λάρι Νανς και του Γκρεγκ Ίλο (σόρι Γκρεγκ, θα σε θυμόμαστε μόνο για το The Shot, αλλά πάντως θα σε θυμόμαστε) και του Τζέραλντ Γουίλκινς να βάλει κάποιος στον λογαριασμό, είναι αρκετό ώστε ο Τζέιμς να φθάσει στο Κλίβελαντ μετά Βαΐων και Κλάδων1.

1Η θρησκευτική ορολογία είναι χαρακτηριστική στον αθλητισμό. Συν τοις άλλοις, το καλοκαίρι που πέρασε ο Τζέιμς επέστρεψε στο Κλίβελαντ και ένιωσες ότι ήσουν στο... 2003. Δεν είχε αλλάξει κάτι, το Κλίβελαντ δεν πανηγύρισε ακόμα κάποιο πρωτάθλημα σε σπορ, αλλά έχει ήδη παίξει σε τελικούς το 2007 και φέτος έχει θέσει υποψηφιότητα να το κάνει ξανά.

Όταν ο ΛεΜπρόν πήγε στους Μαϊάμι Χιτ, οι Αμερικάνοι ανακάλυψαν τον όρο point forward. Είναι ο παίκτης που οργανώνει το παιχνίδι της ομάδας αλλά ο σωματότυπός του τού επιτρέπει να μαρκάρει τον πάουερ φόργουορντ της αντίπαλης. Βεβαίως, είχαν υπάρξει και πριν κρούσματα. Αλλά όταν το 2002 στην Μπολόνια ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς έκανε τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα πόιντ γκαρντ στην επίθεση και πάουερ φόργουορντ στην άμυνα, τούτο το εγχείρημα δεν υπήρχε ούτε ως ανακάλυψη στις πρωτοποριακές ΗΠΑ. Υπήρχαν βεβαίως παίκτες που έκαναν τα πάντα (όπως ήταν ο καλός καγαθός Σκότι Πίπεν), αλλά μπορεί κάποιος να πει, έστω και εν είδει ανεπαίσθητης υπερβολής, ότι τη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο του 2002 ο Μποντιρόγκα έγινε ο πρώτος αληθινός point forward στην ιστορία του μπάσκετ.

Βεβαίως, το Final 4 του πάλαι ποτέ Κυπέλλου Πρωταθλητριών δεν είναι σημαντικό μόνο για αυτόν τον λόγο. Είναι λόγω της πλατωνικής εξήγησης για την ψυχή2, που είναι αιώνια και βρίσκεται στο νοητικό μέρος. Ο Πλάτωνας δεν έδινε εξηγήσεις για συγκεκριμένα παραδείγματα: η φιλοσοφία του μαθητή του Σωκράτη αφορούσε στην ανθρωπότητα. Επρόκειτο, δηλαδή, για ουτοπική επεξήγηση καταστάσεων παρά την απόλυτη μεγαλοφυΐα του. Δεν ήταν αναλυτής της πραγματικότητας. Ήταν ο απόστολος της κατάστασης που θα μας εστελνε δίπλα στον Θεό. Τον ένα Θεό, καθώς ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος μονοθεϊστής στην ιστορία και ο Πλάτωνας ο μαθητής του.  

2 Η επίσης ευφυής Λίνα Νικολακοπούλου το έγραψε πολύ πιο απλά: η σωτηρία της Ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα.  

Μία διοργάνωση τριών ημερών, με δύο ημιτελικούς, έναν μικρό τελικό και έναν τελικό δημιουργεί, τρόπον τινά, μία άφατη ερωτική σύνδεση απέναντι στον πομπό και στον δέκτη. Συμβαίνει, ωστόσο, μία φορά τον χρόνο και κάθε φορά που συμβαίνει είναι σημαντική. Είναι «the time of my life», το τραγούδι, δηλαδή, που τραγούδησαν οι Μπιλ Μέντλεϊ και Τζένιφερ Γουορνς και χόρεψαν οι Τζένιφερ Γκρέι και Πάτρικ Σουέιζι στο Dirty Dancing, εν έτει 1987.

Τούτο το οφείλει ο κόσμος της Ευρώπης στη March Madness, δηλαδή την τελική φάση του πρωταθλήματος του NCAA. Το 1988 έγινε στη Γάνδη το πρώτο από τη σειρά των Final 4: το μπάσκετ ήταν στην Ευρώπη λιγότερο γνωστό από ό,τι τώρα. Πιθανότατα το Final 4 δεν θα γινόταν αν το 1979 το Μίσιγκαν Στέιτ δεν έπαιζε απέναντι στην Ιντιάνα στον τελικό του κολεγιακού πρωταθλήματος και, άρα, ο Έρβιν Μάτζικ Τζόνσον δεν αντιμετώπιζε τον Λάρι Μπερντ. Το μακρινό 1966 είχε γίνει ξανά Final 4, στο οποίο μάλιστα είχε πάρει μέρος και η ΑΕΚ που είναι από τους πρωτοπόρους του ελληνικού μπάσκετ, καθώς δύο χρόνια αργότερα κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων. Εκείνη τη διοργάνωση νίκησε η Τρέισερ Μιλάνου με τον απόφοιτο του Πρίνστον, Μπιλ Μπράντλεϊ, στη σύνθεσή της. Έπειτα ο Μπράντλεϊ πήγε στους Νιου Γιορκ Νικς και ένα μεγάλο κεφάλαιο του 30 for 30 του ESPN με τίτλο «When Garden was Eden», του ανήκει. Στα ελληνικά αυτό μεταφράζεται ως «Όταν ο Κήπος ήταν Εδέμ» και άρα το λογοπαίγνιο λογίζεται ως άκρως επιτυχημένο, παρ’ όλα αυτά το «Garden» εννοεί το Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, δηλαδή το γυμναστήριο των Νικς στο οποίο η ομάδα του «Μεγάλου Μήλου» πανηγύρισε τα πρωταθλήματα του 1970 και του 1973.

ΤΕΡΜΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, ΤΑ ΣΙΝΕΜΑ ΚΛΕΙΣΤΑ

Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από σπουδαίες στιγμές. Αν έπρεπε να διαλέξω ένα τοπ 10- δίκην Ρομπ Γκόρντον στο «High Fidelity» του Νικ Χόρνμπι- για το πού θα ήθελα οπωσδήποτε να είμαι, μία λίστα δίχως μεγάλη σκέψη (και με ροπή προς το αθλητικό κομμάτι) θα μπορούσε να είναι η εξής:

-Στην Αβάνα την 1η Ιανουαρίου του 1959, όταν ο Φιντέλ Κάστρο έριξε τον Μπατίστα.

-Στο Τόκιο στις 30 Αυγούστου του 1991, όταν ο Μάικ Πάουελ έκανε 8,95μ. στο μήκος και ο Καρλ Λιούις έκανε 5 άλματα πάνω από 8,68μ.

-Στο «Μόντρεαλ Φόρουμ», στις 18 Ιουλίου του 1976, για να δω το πρώτο δεκάρι στην ιστορία της ενόργανης γυμναστικής από τη Νάντια Κομανέτσι.

-Στη συνέντευξη που ο Ρίτσαρντ Νίξον δεν μπόρεσε να απαντήσει τίποτα για το σκάνδαλο «Watergate».   

-Στις 27 Ιουνίου του 1954 στη Βέρνη και στις 30 Ιουνίου του 1954 στη Λωζάννη για τα 4-2 της Ουγγαρίας επί της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης σε προημιτελικό και ημιτελικό Μουντιάλ.

-Στις 2 Σεπτεμβρίου του 2002 στην Ιντιανάπολη, για το 89-83 της Αργεντινής επί των ΗΠΑ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα μπάσκετ, την πρώτη ήττα των επαγγελματιών του ΝΒΑ.

-Στο Άνφιλντ, όταν οι οπαδοί της Λίβερπουλ τραγουδούσαν το «She loves you» των Μπιτλς.

-Στο Παρίσι, τη μέρα που τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

-Στη Μανίλλα, στις 30 Οκτωβρίου του 1974, όταν ο Μοχάμεντ Αλί έβγαλε νοκ άουτ τον Τζορτζ Φόρμαν.

-Στο ΟΑΚΑ, στις 18 Μαΐου του 1994, όταν η Μίλαν νίκησε 4-0 την Μπαρτσελόνα. Αστειεύομαι και δεν αστειεύομαι, απλώς θα πω ότι από το 1991 μέχρι το 2012 είναι ο μόνος τελικός που δεν έχω παρακολουθήσει. Του 2012, του 2013 και του 2014 συνέπεσαν με δουλειά. Αλλά παρακολούθησα την παράταση στο τελευταίο.

Εννοείται Σπλιτ. Εννοείται Γιουγκοπλάστικα Σπλιτ και Μπόζα Μάλκοβιτς με πουλόβερ και πουκάμισο. Και, φυσικά, εννοείται Άρης. Σε παράφραση του τραγουδιού των Κατσιμιχαίων, το «έγιναν θαύματα, τα σινεμά κλειστά» ταιριάζει πολύ περισσότερο στην περίπτωση του Άρη. Της ομάδας που ήταν το κορυφαίο εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας για μία πενταετία τουλάχιστον, από το 1985 έως το 1990. Οι καπνοί από τα τσιγάρα στο «Αλεξάνδρειο», το σακάκι του Ιωαννίδη και φυσικά ο Νίκος Γκάλης, ο αθλητής που δεν θα νιώσουν για κανέναν άλλο έτσι όσοι ήταν παιδιά και τον παρακολουθούσαν να νικάει τον Ίκαρο σε κάθε φάση. Ο Μπόζα έστελνε τον Τόνι Κούκοτς πάνω στον Γκάλη, η Μπαρτσελόνα βρισκόταν στα σκοινιά- με την περιγραφή του Φίλιππου Συρίγου στο διπλό του Άρη το 1989 να είναι αλησμόνητη- η Μακάμπι Τελ Αβίβ υποκλινόταν, έφθανε ο Απρίλης και οι Πέμπτες αποδεικνυόντουσαν αληθινά σημαντικές. Όταν είσαι πιτσιρικάς, το σχολείο είναι η καθημερινότητά σου και ό,τι συνέβαινε τις μέρες του σχολείου ήταν αληθινά σημαντικό: τα Σαββατοκύριακα ήταν γεμάτα από σπορ, αλλά οι Πέμπτες ήταν οι πιο σημαντικές. Και όταν, τελικά, ο Άρης αποκλείστηκε από τη Σκαβολίνι το 1991, παρά το γεγονός ότι νίκησε στο Πέζαρο- που στη φαντασία μου είχε το πλάτος, το μήκος και τον πληθυσμό του Νέου Δελχί, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μία σκοτωμένη κωμόπολη στη μέση του πουθενά, με ωραίο όνομα (σαν κορίτσι που δεν βλέπεις πίσω από τον υπολογιστή και λέγεται Γκλόρια, κάτι που θα σε έκανε να μην θέλεις να την αντικρίσεις)- εκείνη η μαρτιάτικη Παρασκευή είχε τον μουντό καιρό που ταίριαζε στο τέλος εκείνης της εποχής. Φυσικά, οι τελικοί του 1991 είναι οι κορυφαίοι στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, χέρια κάτω.

Ο Απρίλης γινόταν δύο φορές πιο γοητευτικός επειδή είχε Final 4: οι μέρες ήταν Τρίτη και Πέμπτη και συνήθως έπεφταν Μεγάλη Εβδομάδα ή την εβδομάδα πριν τη Μεγάλη. Και οι δύο περιπτώσεις έχουν εντυπωθεί στη μνήμη ως καταστάσεις έντονης ευτυχίας (αν και όχι πάντα χαράς), αλλά υπήρχε κάτι καλύτερο από το να γίνει την Τρίτη και την Πέμπτη πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα; Θα τελείωνε και η Παρασκευή θα ήταν η τελευταία μέρα του σχολείου πριν τις 15 μέρες που θα καθόμαστε για το Πάσχα, ενώ ο ήλιος θα κέρδιζε έδαφος, θα γινόταν όλο και πιο ισχυρός. Όταν συνέβαινε αυτό, οι διακοπές άρχιζαν μία εβδομάδα πριν. Η επιλογή του Μάη (ειδικά από τη στιγμή που οι διεθνείς διοργανώσεις γίνονται, πια, Σεπτέμβρη) δεν είναι κακή, αλλά όταν είσαι ενήλικος και δουλεύεις (ή είσαι άνεργος) το μόνο που δεν θέλεις είναι να γίνεται Φλεβάρη ή Μάρτη και να σε πονάνε τα δόντια σου. Και άλλα ένα τρισεκατομμύριο πράγματα που σε πειράζουν. Για τους πειραγμένους, το «έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη» δεν καθιστά ποιητή τον Διονύσιο Σολωμό, αλλά προφήτη: αναμφισβήτητα ο στίχος γράφτηκε για το Final 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο μπάσκετ.   

Από το πρώτο Final 4 στη Γάνδη έχουν περάσει 27 χρόνια. Το πιο βαρετό, για μένα, ήταν εκείνο του 2011. Ο Παναθηναϊκός ήταν τόσο καλύτερος από όλες τις άλλες ομάδες, που δεν χρειαζόταν καν να δεις τα παιχνίδια: μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι το απόγευμα της Κυριακής ο Παναθηναϊκός θα ήταν πρωταθλητής Ευρώπης και ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς θα κατακτούσε το 8ο τρόπαιό του μέσα σε 19 χρόνια.

Το φετινό, που ξεκινά την Παρασκευή 15 Μαΐου με τον ημιτελικό του Ολυμπιακού με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στις 19:00 και συνεχίζεται με τον ημιτελικό της Φενέρμπαχτσε με τη Ρεάλ Μαδρίτης, αναμένεται εξαιρετικά συναρπαστικό. Οι τέσσερις ομάδες παράγουν τέσσερις μοναδικές ιστορ... ωπ, το ακούτε αυτό; Είναι το «Time» του Χανς Ζίμερ. Ναιαι, ακούγεται ξεκάθαρα. Είναι η ώρα για τα top 5, τις λίστες, διότι το δισκάδικο του Ρομπ Γκόρντον υπάρχει κάπου εδώ κοντά. Ο Ρομπ έκανε top 5 για οτιδήποτε και τα χνάρια του ακολουθούνται με προσήλωση.

Πριν γίνει αυτό, όμως, υπάρχει ένα ρεκόρ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών το οποίο θα παραμείνει ακατάρριπτο όσο ζούμε: οι 47 πόντοι που έβαλε ο Ράτκο Βάραϊτς στον τελικό του 1979, όταν η Μπόσνα Σαράγεβο έγινε η πρώτη γιουγκοσλαβική ομάδα που κατέκτησε το τρόπαιο, με την Ίνις Βαρέζε.

Η κορυφαία πεντάδα του Final 4 (σε διάρκεια):

Σε αυτήν την περίπτωση η ανάγκη γίνεται επιλογή και η πεντάδα πρέπει να είναι... small ball, αλλά όχι παραλόγως. Αυτό σημαίνει ότι διαλέγεις παίκτες που έχουν αφήσει το στίγμα τους σε περισσότερες από δύο περιπτώσεις. Το μεγάλο πρόβλημα, βεβαίως, βρίσκεται στη θέση του σέντερ. Ο Αρβίντας Σαμπόνις θα ήταν μία εύλογη επιλογή, παρ’ όλα αυτά ο Λιθουανός άφησε το στίγμα του σε μόλις μία διοργάνωση 20 χρόνια πριν, το 1995 στη Σαραγόσα. Ο Ντίνο Ράτζα επίσης θα ήταν. Αλλά «τρώει» και τους δύο ο Ζόραν Σάβιτς.  

-Σαρούνας Γιασικεβίτσιους: πέρα από την αρτιστίκ φύση που τον καθιστά έναν από τους τρεις κορυφαίους Ευρωπαίους πόιντ γκαρντ όλων των εποχών, κατέκτησε τρία συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών, από το 2003 έως το 2005 με την Μπαρτσελόνα στη Βαρκελώνη και με τη Μακάμπι στο Τελ Αβίβ και την Πράγα και έπειτα πήρε τον τίτλο το 2009 στο Βερολίνο με τον Παναθηναϊκό.

-Βασίλης Σπανούλης. Στο Βερολίνο το 2009 ήταν MVP, στην Κωνσταντινούπολη το 2012 ήταν MVP, στο Λονδίνο το 2013 ήταν MVP. Θα τεθεί ως εξής: ουδείς παίκτης εκ των τεσσάρων ομάδων που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στη Μαδρίτη δεν προκαλεί τόσο δέος όσο ο γκαρντ του Ολυμπιακού, που είναι ο δεύτερος ο οποίος κατακτά Ευρωλίγκα με τον Παναθηναϊκό (1) και τους «ερυθρόλευκους» (2). Ο πρώτος ήταν ο Δημήτρης Παπανικολάου, που κατέκτησε το τρόπαιο με τον Ολυμπιακό στη Ρώμη το 1997 και τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ το 2007. Η απόσταση αυτών των δύο κατακτήσεων είναι η μεγαλύτερη από κάθε άλλου στην ιστορία της διοργάνωσης.

-Τόνι Κούκοτς. Δεν πρόκειται μόνο για τον κορυφαίο Ευρωπαίο φόργουορντ όλων των εποχών (είναι η γνώμη μου, είναι το μπλογκ μου, σόρι Dirk Diggler), αλλά για τον εγκέφαλο της φοβερής και τρομερής Γιουγκοπλάστικα, που νίκησε από το 1989 έως το 1991 σε τρεις διοργανώσεις που ήταν αουτσάιντερ. Αυτός ο οραματιστής του μπάσκετ, το αισθητικό ισοδύναμο του Λεονάρντο ντα Βίντσι στην επιστήμη, χάρισε την πιο συγκλονιστική στιγμή του σε ήττα: ο οδυρμός μετά την ήττα της Μπενετόν Τρεβίζο από τη Λιμόζ στο ΣΕΦ το 1993, στο τελευταίο ευρωπαϊκό ματς της καριέρας του. Τιν τιν, τιν τιν, τιντιν τιντιν τιν τιν τιν τιν τιν τιιιιιιν, τιντιντιντιν. (Μόλις έγραψα τις πρώτες νότες από το σάουντρακ του «Ροζ Πάνθηρα», που ήταν και ένα από τα παρατσούκλια του). 

-Ντέγιαν Μποντιρόγκα: Μην είναι η οξύνοια, η σχεδόν τρομακτική αυτοπεποίθηση, ο τρόπος παιχνιδιού που τα έκανε όλα εύκολα; Μην είναι ότι στη Βαρκελώνη έμοιαζε περίπου σαν τον Χριστό όταν η Μπαρτσελόνα κατέκτησε το τρόπαιο, το πρώτο στην ιστορία της, το 2003; Μην είναι οι τέσσερις διαδοχικοί τελικοί Ευρωλίγκας από το 2000 έως το 2003 και το απόλυτο μπασκετικό λογισμικό που εμφανίστηκε σε δύο ματς στην Μπολόνια το 2002; Μην είναι η τρομακτική αντίληψη, που τον έκανε να φαίνεται πιο αργό από ό,τι ήταν αλλά και που περνούσε τους αμυντικούς σε μία δίνη ανισορροπίας; Το παλικάρι πήρε με τον Παναθηναϊκό το 2000 στη Θεσσαλονίκη, έχασε στο Παρίσι από τη Μακάμπι, νίκησε την οικοδέσποινα Κίντερ του Έτορε Μεσίνα και του Μάνου Τζινόμπιλι στην Μπολόνια, και το 2003 πήρε το δεύτερο MVP του με την Μπαρτσελόνα, όταν επικράτησε της Μπένετον Τρεβίζο στον τελικό. Ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα είναι στο τοπ 20 (τι έπαθα; Για ποιο λόγο προέκτεινα τόσο πολύ τη λίστα;) των κορυφαίων Ευρωπαίων στην ιστορία.

Ζόραν Σάβιτς: Ιδού το small ball, ιδού και το πήδημα. Μόνο που ο Σέρβος δεν χρειαζόταν να πηδήξει, αφού μπορούσε να νικήσει έτσι και αλλιώς. Νίκησε ως παίκτης της Γιουγκοπλάστικα στη Σαραγόσα την Μπαρτσελόνα, νίκησε το 1991 στο Παρίσι πάλι την Μπαρτσελόνα και οι δημοσιογράφοι του έκλεψαν το βραβείο του καλύτερου παίκτη για να το δώσουν στον Τόνι Κούκοτς, αν και έβαλε συνολικα 52 πόντους, 25 στον ημιτελικό με τη Σκαβολίνι και 27 στον τελικό και ήταν η κορωνίδα της Κίντερ Μπολόνια που το 1998 νίκησε την ΑΕΚ 58-44 στη Βαρκελώνη. Κατέκτησε 3 τρόπαια με διαφορά 8 χρόνων και είναι ο μόνος που το έχει κάνει.

Η κορυφαία πεντάδα του Final 4 (σε μία διοργάνωση): 

Επειδή τα κουκιά δεν βγαίνουν, σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα και τα πράγματα, στόχος είναι να αποφευχθούν οι επαναλήψεις. Ως εκ τούτου οι απίστευτες παραστάσεις του Σάβιτς στο Παρίσι- όταν η Μπαρτσελόνα πήρε τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς για προπονητή και πάλι έχασε από τη Γιουγκοπλάστικα που λεγόταν Ποπ 84, μάλιστα ο μύθος λέει ότι σε ένα καλάθι του Κούκοτς και περνώντας από τον πάγκο των «μπλαουγκράνα» ο Μπόζα τον χτύπησε στα οπίσθια, κίνηση-αργκό του μπάσκετ)- δεν βρίσκονται σε αυτήν την πεντάδα. Τιμητική αναφορά: στον Σάσα Βολκόφ, ο οποίος έβαλε 51 πόντους στο Final 4 του 1994, αλλά ο Παναθηναϊκός έπαιξε σε μικρό τελικό. Φυσικά, στην ίδια κατηγορία είναι και ο Νίκος Γκάλης, ο οποίος είχε 67 το 1988, 57 το 1989 και 69 (!) το 1990, αλλά και ο Βλάντε Ντίβατς, ο οποίος σημείωσε συνολικά 50 στο Final 4 του Μονάχου με τη φανέλα της Παρτίζαν. Ο Γκάλης δεν έκανε σε έναν ημιτελικό παιχνίδι στα στάνταρ του. Για αυτό και ο Άρης δεν έφθασε ποτέ σε τελικό. Σε αντίθεση με την πρώτη πεντάδα, αυτή θα έχει μπόλικο... ύψος.

-Ντέιβιντ Ρίβερς: Ήταν, μέχρι το 1996-97, ένας πολύ καλός γκαρντ. Έγινε μύθος στο Final 4 της Ρώμης, όταν έβαλε συνολικά 54 πόντους και διέσχιζε το «Παλαέουρ» όπως ο Μπιπ-Μπιπ (ή όπως στο καλό τον λένε), δηλαδή σαν από καρτούν που ζωντάνεψε. Διέλυσε τους γκαρντ της Ολίμπιας Λιουμπλιάνα και έδωσε στον Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς κάτι να θυμάται στον τελικό της 24ης Απριλίου, Μεγάλη Πέμπτη της χριστιανικής Ορθοδοξίας: οι 26 πόντοι και τα δίκην σκιέρ σλάλομ ανάμεσα στην άμυνα του Παναθηναϊκού, είναι αξέχαστα.

-Άντονι Μπούι: Η Ζαλγκίρις Κάουνας άλλαξε το ευρωπαϊκό μπάσκετ και ο Άντονι Μπούι ήταν ο Πολυτιμότερος Παίκτης μίας ομάδας που σούταρε τρίποντα στον αιφνιδιασμό (τώρα οι ομάδες έχουν συστήματα για να βγαίνουν τρίποντα στον αιφνιδιασμό. Στον ημιτελικό με τον Ολυμπιακό είχε 19 πόντους, στον τελικό με την Κίντερ Μπολόνια 17 και εννοείται ότι η φάση που σκοράρει κρίσιμο τρίποντο και κλέβει την μπάλα αμέσως μετά είναι από τις κορυφαίες στην ιστορία.

-Ντομινίκ Γουίλκινς: Διέλυσε την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στο Παρίσι το 1996, πετυχαίνοντας 35 πόντους και έβαλε 16 απέναντι στην Μπαρτσελόνα, τους περισσότερους όταν ο Παναθηναϊκός πήρε μεγάλο προβάδισμα. (Εδώ πρέπει να γίνει τιμητική αναφορά και στον Αρτούρας Καρνισόβας: ο Λιθουανός έβαλε 24 στον ημιτελικό με τη Ρεάλ Μαδρίτης και 23 στον τελικό με τον Παναθηναϊκό). Ο «Ζόιντ» ήταν ασταμάτητος, ειδικά στο λόου ποστ, αφού δεν υπήρχε κάποιος να ματσάρει τις κινήσεις του μέσα στη ρακέτα. Το ρεπερτόριό του αναδείχθηκε στο Παρίσι, στις 9 και 11 Απριλίου.

-Μπομπ ΜάκΑντου: ο πρώτος Αμερικάνος θρύλος του ΝΒΑ που έπαιξε με αξιώσεις στην Ευρώπη, οδήγησε την Τρέισερ Μιλάνο στον τίτλο του 1987 και σε εκείνον του 1988 στο Final 4 της Γάνδης. Ο Άρης δεν είχε τρόπο να τον σταματήσει στον ημιτελικό και οι 39 πόντοι του είναι ρεκόρ για τέτοιο ματς (οι 43 του Γκάλη με τη Λιμόζ είναι το ρεκόρ για τους μικρούς τελικούς). Οι μονομαχίες εκείνου, του Μπράουν και του Μενεγκίν με τους Σιμς, Μαγκί και Μπάρλοου στους δύο συνεχόμενους ημιτελικούς με τη Μακάμπι ήταν περίπου Τιτάνες εναντίον Γιγάντων πριν βάλει ο Δίας βύσμα για να γίνει ο αρχηγός στον Όλυμπο αναλάβει ο Δίας, αλλά πάντα ο ταλαντούχος επιθετικός ΜάκΑντου έβγαινε στον αφρό: στη Γάνδη έβαλε 25, το σύνολο 64.

-Αρβίντας Σαμπόνις: Συγγνώμη Ντίνο Ράτζα, αλήθεια συγγνώμη. Στο Μόναχο το 1989 έκανες αλοιφή τον Όντι Νόρις ΚΑΙ τον Λαβόν Μέρσερ, με 18 και 20 πόντους έναντι στις Μπαρτσελόνα και Μακάμπι αντιστοίχως, η Γιουγκοπλάστικα είναι μία από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες όλων των εποχών, αλλά αν αφήσω απ’ έξω τον Πρίγκιπα της Βαλτικής με κάποιον τρόπο θα έρθει να με στοιχειώσει. Το 1995 στη Σαραγόσα ο Σαμπόνις ήταν θυμωμένος και οι τελευταίες ευρωπαϊκές παραστάσεις του πριν πάει στο ΝΒΑ έπρεπε να συνοδευτούν από το τρόπαιο, το οποίο είναι και το τελευταίο της Ρεάλ Μαδρίτης και θα παραμείνει το τελευταίο μετά την Κυριακή μέχρι τουλάχιστον αυτό το Final 4. Ο «Σάμπας» είναι ο μόνος μη Αμερικάνος σε αυτήν την πεντάδα. Έβαλε 21 στη Λιμόζ, που είχε αποκλείσει τη Ρεάλ το 1993 και 23 στον Ολυμπιακό, για να το γλεντήσει με άφθονη βότκα έπειτα, δίπλα στην Πλάθα Θιβέλες.

Οι πέντε κορυφαίες παραστάσεις (σε ένα παιχνίδι):

Γρήγορος κανόνας: δεν μετράνε οι μικροί τελικοί και δεν μπαίνουν παίκτες που έχουν μπει στις προηγούμενες πεντάδες.

-Θυμάστε τότε (το 2005) που η ΤΣΣΚΑ Μόσχας είχε να πάρει το Κύπελλο Πρωταθλητριών από το 1971 και είχε κάνει μία ήττα μέσα στη χρονιά από τη Ρεάλ Μαδρίτης, ίσα ίσα για να χάσει και να μην πάει αήττητη στο δικό της Final 4; Τότε που έπαιξε με την Τάου Κεράμικα στον ημιτελικό και έμοιαζε σίγουρη για το mano a mano με τη Μακάμπι; Τότε που προσπάθησε να πλησιάσει στο σκορ και ο Αρβίντας Ματσιγιάουσκας έβαλε ένα τρίποντο από τη γωνία που πέρασε πάνω από την κορυφή του ταμπλό για να μπει; Ο «Μάτσας» είχε 23 πόντους σε εκείνο το ιστορικό ματς, το οποίο λογικά οδήγησε σε ψυχανάλυση τον Θοδωρή Παπαλουκά. Και μια και είπα Παπαλουκά...

-Στον τελικό του 2007 στο ΟΑΚΑ, ο πόιντ γκαρντ της ΤΣΣΚΑ που ήταν ο MVP του προηγούμενου Final 4 στην Πράγα (το παλικάρι είχε 18 πόντους και 7 ασίστ στο παιχνίδι που η ΤΣΣΚΑ δεν άφησε τη Μακάμπι να κάνει το θριπίτ), πήγε να νικήσει μόνος του τον Παναθηναϊκό. Οι Μοσχοβίτες έμειναν μέσα σε εκείνο το συγκλονιστικό ματς, επειδή ο Παπαλουκάς είχε 23 πόντους με 9 στα 10 δίποντα, και 8 ασίστ. Όποιου του μέλλει να πνιγεί, βεβαίως, ποτέ του δεν πεθαίνει, για αυτό και η ΤΣΣΚΑ, γνήσια στο να υποκύπτει σε όλα τα κλειστά ματς, έχασε 93-91, βάζοντας 34 πόντους (!) στο τελευταίο οκτάλεπτο.

-Μένουμε Ελλάδα, διότι ο Βασίλης Σπανούλης μετέτρεψε μόνος του το 39-43 σε 48-45 στον τελικό του Λονδίνου με τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ο ηγέτης του Ολυμπιακού ήταν εξαφανισμένος στο πρώτο ημίχρονο, αλλά στο δεύτερο ήταν στρατηλάτης: τρία διαδοχικά τρίποντα, πέντε στο δεύτερο ημίχρονο (εκ των οποίων το ένα από το σπίτι του), για να γίνει ο Ολυμπιακός η τρίτη ομάδα στην ιστορία του Final 4 που κατακτά διαδοχικά τρόπαια, μετά τη Γιουγκοπλάστικα και τη Μακάμπι Τελ Αβίβ.

-Το ανέμελο στυλ της Μακάμπι Τελ Αβίβ- διαφορετικής στρατηγικής και μηδαμινής τακτικής- την έστεψε πέρυσι πρωταθλήτρια Ευρώπης και ο Ταϊρίς Ράις ήταν εκείνος που στο 98-86 έμοιαζε να κρατάει το γιο γιο και να γυροφέρνει τη Ρεάλ. Μιλάμε ότι το παλικάρι ενόχλησε περισσότερο τη ρακέτα της Ρεάλ από ό,τι αλογόμυγα τον Ντορή στις 3 Αυγούστου. Έβαλε 26 πόντους, αλλά αυτή η περίπτωση υπάγεται και σε άλλη κατηγορία. Και μια που έφθασε η κουβέντα σε κοντοπίθαρους Αμερικάνους γκαρντ...

-Όταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης τραυματίστηκε και ο Φραγκίσκος Αλβέρτης αναγκάστηκε να βγαίνει από τα σκριν με τον τρόμο που έχει ο δειλός πιτσιρικάς από την ώρα που αρχίζει να κινείται ο τροχός του λούνα παρκ, όλα είχαν τελειώσει. Ο Έντι Τζόνσον έβαλε 27 πόντους για λογαριασμό του Ολυμπιακού στον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό στη Σαραγόσα το 1995 και φυσικά μπορείς ξεκάθαρα να αντικρίσεις το τελευταίο τρίποντό του, παίρνοντας όρκο ότι σούταρε χωρίς να βλέπει (ή δεν μπορείς, απλώς παραληρείς).  

Οι πέντε πιο ανέλπιστες πρωταθλήτριες Ευρώπης:

Γρήγορη τιμητική αναφορά: στη Ζαλγκίρις του 1999 (υπάρχει όπου υπάρχει κατηγορία), στη Μακάμπι του 2014.   

-Λιμόζ, 1993. Μία από τις αγαπημένες μου. Μπορεί τότε να ενστερνίστηκαν οι περισσότεροι τη χαζή δήλωση του Πέταρ Σκάνσι περί θανάτου του μπάσκετ, αλλά η Λιμόζ απέκλεισε τη Ρεάλ Μαδρίτης και νίκησε την Μπενετόν Τρεβίζο στον ημιτελικό και στον τελικό του 1993 στο ΣΕΦ, δηλαδή νίκησε με τη σειρά τους Αρβίντας Σαμπόνις και Τόνι Κούκοτς, έχοντας 1,5 καλό παίκτη. Τον Ιntel Pentium της LG Γιούρι Ζντόβτς και τον Μάικλ Γιανγκ. Λένε ότι η Λιμόζ έπαιζε αντιαθλητική άμυνα: αλλά ήταν ομάδα του επιθετικού σχεδίου της. 

-Η Παρτίζαν που νίκησε την Μπανταλόνα στην Κωνσταντινούπολη το 1992 και κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών είχε έναν προπονητή στον πρώτο χρόνο του στην ομάδα, τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, έναν άγραφο τεχνικό σύμβουλο, τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, τον Κοπρίβιτσα που «έσβησε» τον Ντάριλ Ντόκινς και έπαιξε στο Παγκράτι, τον Ζέλικο Ρέμπρατσα ως 12ο παίκτη και έδωσε όλα τα εντός έδρας παιχνίδια της στο Κύπελλο Πρωταθλητριών στη Φουενλαμπράδα της Ισπανίας. Επαναλαμβάνω: έδωσε όλα τα εντός έδρας παιχνίδια της στο Κύπελλο Πρωταθλητριών στη Φουενλαμπράδα της Ισπανίας.

-Έχασε 32 πόντους στο ματς του δεύτερου γύρου για την Ευρωλίγκα στη Μόσχα από την ΤΣΣΚΑ και στο 28’ του τελικού της Κωνσταντινούπολης το 2012 βρέθηκε πίσω στο σκορ με 19 πόντους διαφορά, 53-34. Αυτά.

-Η Γιουγκοπλάστικα σε όλες τις εκδόσεις της. Το 1989 δεν την περίμενε κανείς να κατακτήσει το τρόπαιο στο Μόναχο, το 1990 στη Σαραγόσα η Μπαρτσελόνα έμοιαζε θηριώδης (ο Φερνάντο Μοντέρο είχε παίξει εκπληκτικά στον ημιτελικό με την Εστουδιάντες) και ήταν έτοιμη να τη συντρίψει, το 1991 η Μπαρτσελόνα είχε πάρει τον Μπόζα και άφησε τον Ζέλικο Παβλίσεβιτς αμανάτι (με τα ραβασάκια, έστω, των Άτσα Νίκολιτς και Ράνκο Ζεράβιτσα), οι Ντίνο Ράτζα και Ντούσκο Ιβάνοβιτς είχαν φύγει και ψηλός της ήταν ο Αμερικάνος Άιβι Λέστερ, ο οποίος δεν είμαι σίγουρος ότι δεν σημαίνει «ξυλοκόπος με διδακτορικό» σε μία τοπική διάλεκτο του Κονέκτικατ. Και η Ποπ 84 νίκησε ξανά.

-Ο Γιάννης Ιωαννίδης είπε στο Τελ Αβίβ το 1994 ως γκουρού: «η Μπανταλόνα θα βάλει λιγότερους από 60 πόντους. Ε, ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να μη βάλει 60». Στον τελικό εκείνο, που ο Φερέρ σκόραρε τα τζαμπ σουτ από τις γωνίες και που η αγκύλωση του Ζάρκο στις βολές ήταν χειρότερη και από θρίλερ του Τζον Κάρπεντερ, που το ρολόι σταμάτησε διότι αρέσει αυτό στη FIBA, που ο Στιβ Γιατζόγλου έφυγε πριν τελειώσει ο τελικός διότι «μωρέ η Μπανταλόνα θα νικήσει, ο Ομπράντοβιτς είναι ο πιο τυχερός προπονητής που υπάρχει», το σκορ ήταν 59-57. Η Μπανταλόνα έγινε η πρώτη ομάδα από τη Βαρκελώνη (ε Αΐτο; Ε; Ε;) που κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών.

Τα πέντε σπουδαιότερα σουτ των Final 4:

Τιμητική αναφορά σε κάτι που δεν είναι σουτ: στο κόψιμο του Στόγιαν Βράνκοβιτς στον Φερνάντο Μοντέρο στον τελικό των Παρισίων, το 1996. Κανείς άλλος στην ιστορία του Final 4 έκανε προσπάθεια με τόση αυταπάρνηση για να νικήσει η ομάδα του. Το καλάθι έπρεπε να μετρήσει, αλλά μερικές φορές το δίκαιο δεν είναι σωστό: ο Στόικο έδωσε τη σωματική ακεραιότητά του για το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών ελληνικής ομάδας. Επίσης: στο τρίποντο του γκαρντ του Παναθηναϊκού, Όντετ Κάτας,  στον τελικό της Θεσσαλονίκης με τη Μακάμπι το 2000, στο τρίποντο του γκαρντ του Παναθηναϊκού, Ιμπραήμ Κουτλουάι, στον τελικό της Μπολόνια το 2002 επί της Κίντερ, στο τρίποντο του Ραγκάτσι της Μπενετόν Τρεβίζο στον ημιτελικό με τον ΠΑΟΚ το 1993 στο ΣΕΦ, στις βολές του Τράιαν Λάνγκτον στο τελικό του 2006 όπου η ΤΣΣΚΑ νίκησε τη Μακάμπι.

   

-Γιώργος Πρίντεζης, 2012, Κωνσταντινούπολη. Το 62-61 με το πεταχτάρι (ή το τσαπάρι, όπως λένε και οι ψαράδες), το πρώτο προβάδισμα του Ολυμπιακού στον τελικό με την ΤΣΣΚΑ με ακριβώς 7... δέκατα να απέχουν για τη λήξη.

-Και επειδή οι Μοσχοβίτες έχουν χιούμορ, το λέι απ του Ράις στον περυσινό ημιτελικό με 5,5 δευτερόλεπτα για τη λήξη του ματς. Μιλάμε ότι ο Χριάπα είδε την μπάλα να γλιστράει από τα χέρια του, χωρίς πίεση. Αν θέλεις να χάσεις μόνος σου θα χάσεις: και η ΤΣΣΚΑ ήθελε σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις. Η Μακάμπι νίκησε 68-67 τον ημιτελικό του Μιλάνου.

-Κορνίλιους Τόμπσον, 1994, Τελ Αβίβ. Το τρίτο και τελευταίο επίσημο τρίποντο στην καριέρα του για το 59-57 της Μπανταλόνα επί του Ολυμπιακού.

-Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς: μαζί με του Πρίντεζη, το κορυφαίο σουτ της ιστορίας. Αδικήθηκε και ο Τζόρτζεβιτς και ο Ντανίλοβιτς στην πεντάδα για την κορυφαία παράσταση σε μία διοργάνωση: ο πρώτος έβαλε 21 με την Τρέισερ και 23 με την Μπανταλόνα στο Final 4 του 1992 στην Κωνσταντινούπολη και ο δεύτερος 22 και 25. Ο μέγας «Σάλε» άφησε την Μπανταλόνα ξερή στο 0, 71-70, την ώρα που ο Τόμας Ζοφρέσα πίστεψε ότι το μπάσιμό του θα χάριζε ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών στην ομάδα του. Ο Ντανίλοβιτς (που η μεγαλύτερη στιγμή του σε Final 4 ήταν το 1999 στο Μόναχο, όταν περιφερόταν στον αγωνιστικό χώρο με καπνογόνο μετά νίκη της Βίρτους Μπολόνια επί της Φορτιτούντο στον ημιτελικό) βρέθηκε στα δημοσιογραφικά θεωρία για να «πνίξει» με την αγκαλιά του τον Ίβκοβιτς.

-Στο τρίποντο του Μίλαν Τόμιτς που διαδέχθηκε εκείνο του Έντι Τζόνσον στον ημιτελικό της Σαραγόσα με τον Παναθηναϊκό. Το 52-52 έγινε 58-52, οι «πράσινοι» είπαν «αντίο Γρανάδα» και ο Ολυμπιακός νίκησε σε δεύτερο διαδοχικό εμφύλιο ημιτελικό.

Τα πέντε κορυφαία παιχνίδια σε ποιότητα θεάματος:

Τιμητική αναφορά: στον ημιτελικό του Final 4 του Τελ Αβίβ το 2004, Φορτιτούντο Μπολόνια-Μοντεπάσκι Σιένα 103-102 στην παράταση (!!!!), στον άλλο ημιτελικό του Τελ Αβίβ το 2004, Μακάμπι-ΤΣΣΚΑ 93-85 κυρίως λόγω έλλειψης τηλεόρασης και στον τελικό: μπορεί η ώρα να είναι προχωρημένη, αλλά το 118-74 της Μακάμπι, με το πρώτο δεκάλεπτο να λήγει 31-13, είναι εντελώς ακατάλληλο.

-Ζαλγκίρις-Κίντερ 82-74 και Τάιους Έντνι. Σαν Ράις, αλλά με περισσότερο στυλ. Σε ομάδα που έδωσε κάτι αληθινό στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Ο πόιντ γκαρντ της Ζαλγκίρις έβαλε στο 82-74 επί της Κίντερ στο Μόναχο μόλις 14 πόντους, αλλά η σταυρωτή ντρίμπλα του σε εκείνο το ματς πρέπει να μπει στο μπασκετικό Οne Νight stand Hall of Fame. Η Ζαλγκίρις νίκησε τον Ολυμπιακό 87-71 και την Κίντερ Μπολόνια 82-74 με εχθρική διαιτησία στο Μόναχο, αλλά η ταχύτητά της έφερε την αποθέωση και την αλλαγή. Την ώρα που ο Σωκράτης Κόκκαλης αναρωτιόταν αν ο Ολυμπιακός θα έπαιζε ποτέ τόσο ωραίο μπάσκετ όσο η Ζαλγκίρις στο Final 4 του 1999 στο Μόναχο, τα 24 δευτερόλεπτα επίθεσης χτυπούσαν την πόρτα της Γηραιάς Ηπείρου.

 -Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 84-82 στον ημιτελικό του Βερολίνου το 2009. Το κορυφαίο ντέρμπι που έχει γίνει ποτέ με ούλτρα ντούπερ σούπερ έξτρα μπόνους τη μονομαχία των πιστολάδων Μίλος Τεόντοσιτς και Σαρούνας Γιασικεβίτσιους. Το τρίποντο του ενός διαδεχόταν το τρίποντο του άλλου και κάπου ο Τσαρλς Μπρόνσον έπαιζε φυσαρμόνικα. Η ραβέρσα του Γιάννη Μπουρούση δεν βρήκε στόχο και ο Παναθηναϊκός προκρίθηκε στον τελικό.

-Μακάμπι-Ρεάλ Μαδρίτης 98-86. Ένα θα σας πω: η Μακάμπι έβαλε 73 πόντους στην κανονική διάρκεια του ματς και 25 στην παράταση του τελικού του Μιλάνου.

-Ολυμπιακός-Ρεάλ Μαδρίτης 100-88: Ένα θα σας πω: ο Ολυμπιακός έβαλε στον τελικό του Λονδίνου το 2013 10 πόντους στην πρώτη περίοδο και 90 στα τρία δεκάλεπτα, κάτι που ούτε η Μακάμπι το 2004 είχε καταφέρει.

-Κίντερ Μπολόνια-Μπένετον Τρεβίζο 90-82 στον ημιτελικό του Final 4 του 2002. Δύο Αργεντινοί, ο Μάνου Τζινόμπιλι και ο Μαρσέλο Νικόλα, χόρευαν τάνγκο σε ένα από τα κάστρα της ιταλικής πόλης Μπολόνια. Αριστούργημα με γαρδελική υπόκρουση.


Οι πέντε κορυφαίοι προπονητές των Final 4:

Τιμητική αναφορά: στον Ζέλικο Παβλίσεβιτς (ξεκαρδίζομαι), στον Αΐτο Γκαρθία Ρενέσες (αστειεύομαι), στον Γιάννη Ιωαννίδη (μεταξύ αστείου και σοβαρού), , στον Γιόνας Καζλάουσκας. Μόνο για τη Ζαλγκίρις σου το 1999, είμαι μαζί σου Μεγάλε Υπνωτιστή, Λιθουανέ Μπάρμπα Στρουμφ, Σοφέ Νέστορα των Μόντι Πάιθον, Ασίγαστε Τιμ Μπάρτον της Βαλτικής και ας μην κατάλαβες τι σου έκανε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς στην Κωνσταντινούπολη το 2012.

Νέα τιμητική αναφορά: στη στιχομυθία μεταξύ Κώστα Πολίτη και Γιάννη Ιωαννίδη πριν τον ημιτελικό του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό το 1994 στο Τελ Αβίβ. «Είθισται ο ηττημένος προπονητής να δίνει το χέρι του στον νικητή», είπε ο Πολίτης και ο Ιωαννίδης απάντησε: «Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι».

Αναπληρωματικός προπονητής: ο Ντέιβιντ Μπλατ. Στον ημιτελικό του 2002 με τον Παναθηναϊκό, νεαρός προπονητής της Μακάμπι Τελ Αβίβ, κατέβηκε στο λόμπι του ξενοδοχείου για να δει τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς να συζητά με τον Ντούσαν Ίβκοβιτς. Εκείνη τη στιγμή η ομάδα του είχε χάσει το ματς. Δώδεκα χρόνια μετά η Μακάμπι του επέστρεψε για να κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών στο Μιλάνο. Ήταν η Τζούλι Άντριους στη «Μελωδία της Ευτυχίας», ο Τζόνι Ντεπ στο «Arizona Dream» και πάλι κατάφερε να νικήσει με το στυλ της.  

-Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς: 8 Ευρωλίγκες με διαφορά 19 χρόνων και 4 ομάδες. Μία με την Παρτίζαν, μία με την Μπανταλόνα, μία με τη Ρεάλ σε 3 χρόνια (1992, 1994, 1995) μέσα και 5 με τον Παναθηναϊκό (2000, 2002, 2007, 2009, 2011). Στο Final 4 είναι ο τύπος που πρέπει να φοβάσαι στην άκρη του πάγκου. Είναι, άλλωστε, ο προπονητής της Φενέρ.  

-Μπόζα Μάλκοβιτς: όχι μόνο για τα 4 τρόπαια, τα 2 με τη Γιουγκοπλάστικα (1989, 1990), το 1 με τη Λιμόζ το 1993 και εκείνο με τον Παναθηναϊκό το 1996. Αλλά διότι νίκησε με διαφορετικά στυλ μπάσκετ, με σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή, χάρισε τα παιδιά της Γιουγκοπλάστικα στον κόσμο της Δύσης, ήταν προπονητής της Μάλαγα στο Final 4 του 2007, έφθασε με τη Λιμόζ στο Final 4 του 1995, και μπροστά του ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν σεμνός. Μεγάλε Μπόζα!

-Ντούσαν Ίβκοβιτς: έχει τρία δύο  τρόπαια: ένα με την Παρτίζαν το 1992 και με τον Ολυμπιακό, το 1997 και το 2012. Με διαφορά 15 ετών. Έχει φθάσει και σε Final 4 με τον ΠΑΟΚ το 1993, όπως επίσης και με τον Ολυμπιακό το 1997.

-Έτορε Μεσίνα: επειδή στη συνέντευξη Τύπου πριν το Final 4 του Μονάχου είπε, όταν ρωτήθηκε για την «κατάρα» των εμφύλιων ημιτελικών ότι «εμείς τις κατάρες τις ξορκίζουμε πιάνοντας τα αρχίδια μας»,  διότι νίκησε με την Κίντερ Μπολόνια το 1998 και με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας το 2006 και το 2008 και επειδή χάνει σε μεγάλα ματς από τον Ομπράντοβιτς (το 2002, το 2007 και το 2009), αλλά για να χάσεις σε τελικό από τον Ομπράντοβιτς, πρέπει να φθάσεις σε τελικό. Επίσης, έφθασε σε δύο ημιτελικούς με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας το 2013 και το 2014 (η κάμερα δείχνει τον Βίκτορ Χριάπα να γνέφει μελαγχολικά) και ήταν φανερά κουρασμένος. Μπόνους: κατέκτησε την Ευρωλίγκα του Σχίσματος, το 2001, όταν τα πλέι οφ έγιναν αλά ΝΒΑ, με την Κίντερ να νικάει την Τάου Κεράμικα 3-2 σε τελικούς που δεν είδαμε.

Πίνι Γκέρσον: δεν έχω λόγια που να σε φθάνουν Γουόλτ Ντίσνεϊ του παγκόσμιου μπάσκετ. Το 2001 στο Παρίσι, το 2004 στο Τελ Αβίβ και το 2005 στην Πράγα. Μαζί με τον τρελό πρόεδρο Σιμόν Μιζράχι είναι η Μακάμπι του 21ου αιώνα.

—————

2015-05-14 06:11

Το καθ’ έκαστον απέναντι στο καθ’ εαυτόν

Το πανηγύρι της Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι είναι, όπως με πληροφόρησε η ξαδέλφη μου η Μαρία, το δεύτερο μεγαλύτερο στην Αττική. Και πράγματι, αν αρχίσεις να το περπατάς από το ύψος της Πρωτοπαπαδάκη οριζόντια, εφόσον αυτό οριστεί ως πρωταρχικό σημείο του πανηγυριού, σε βγάζει στην Κυψέλη. Το πανηγύρι, βεβαίως, έχει κάτι από την προσφυγιά. Είναι στον δρόμο και οι πάγκοι στήνονται από ανθρώπους απελπισμένους που προσπαθούν να δώσουν χαρούμενα στους πελάτες ό,τι έχουν πάρει χονδρική. Αυτό δεν γίνεται πάντα και όταν συμβαίνει αμφιβάλλω αν είναι όντως χαρούμενοι.

Φέτος πήγαμε δύο φορές στο πανηγύρι και ήταν γαμάτα, διότι είχα να πάω χρόνια. Συνήθως εργαζόμουν. Το πανηγύρι του 1993 είναι η πιο έντονη ανάμνησή μου. Ήταν Πέμπτη και το βράδυ της προηγούμενης γινόταν ο τελικός του Κυπέλλου. Οι παίκτες του Ολυμπιακού ξύρισαν τα κεφάλια τους και ο Σπύρος Μαραγκός έκανε το 1-0 στο ΟΑΚΑ, ο Παναθηναϊκός ήταν πολύ καλύτερος και πήρε το Κύπελλο. Και το επόμενο πρωί οι φίλοι μου οι Παναθηναϊκοί ήταν σε ευφορία. Ο Ίβιτσα Όσιμ ήταν στον πάγκο. Μακάρι να μπορούσα να ξέρω, πριν την εφηβεία μου, τι στο καλό ήταν αυτός ο Ίβιτσα Όσιμ. Τι ήταν όλοι τους, σε κάθε σπορ. 

Φέτος, στη βόλτα που κάναμε στο πανηγύρι (και ενώ μπορώ να ακούσω τους ανθρώπους να μαζεύουν), ματιάσαμε το ιδεατό: έναν τελικό Μπαρτσελόνα-Ρεάλ Μαδρίτης στο Champions League, 60 χρόνια από τότε που ο Γκαμπριέλ Ανό της γαλλικής εφημερίδας «L’ Equipe» αμφισβήτησε το συμπέρασμα ότι «οι Γουλβς είναι η καλύτερη ομάδα του κόσμου», μετά το 4-0 επί της Σπαρτάκ Μόσχας, γράφοντας ότι «αφού δεν έχει παίξει στη Μόσχα, δεν μπορούμε να ξέρουμε ότι είναι η καλύτερη του κόσμου». Το Κύπελλο Πρωταθλητριών γεννήθηκε το 1954 και δημιουργήθηκε το 1955 από μία πρόκληση.

Όσο η Ρεάλ Μαδρίτης προκρινόταν από το πέναλτι του Κριστιάνο Ρονάλντο*, αυτό που σκεφτόμουν είναι η εποχή μου. Δεν έχω καμία ντροπή να πω ότι ανεξαρτήτως εκείνων που υποστηρίζω, θέλω να συμβαίνουν πράγματα στην εποχή μου. Ο φίλος μου ο Αντώνης, που μάτιασε τον ημιτελικό με τη Γιουβέντους προοιωνίζοντας τη σημασία ενός τελικού Μπαρτσελόνα-Ρεάλ, μου το θύμισε την Τετάρτη, πριν το ματς. Και για λίγο ένιωσα το παιδί στο σχολείο, όταν είχα μόλις κρατήσει γραπτώς το πρώτο αρχείο μου για εκείνους που πήραν τη Χρυσή Μπάλα,και που συναντούσε μικρότερους από εκείνο στο σχολείο που το ρωτούσαν ποιος πήρε το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1963 για να το περιπαίξουν.

Αυτό που θα σήμαινε ένας τελικός Μπαρτσελόνα-Ρεάλ για την ποδοσφαιρική ανθρωπότητα δεν χωράει σε στυγνές περιγραφές και ιστορίες. Θα μπορούσε να μπει στην Γκουέρνικα, αλλά μέχρι εκεί και αυτό επειδή ο Πάμπλο Πικάσο κατηγορήθηκε στα 30 του ότι έκλεψε τον αυθεντικό πίνακα της Μόνα Λίζα, που τον ζωγράφισε η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα στην ιστορία των τεχνών, δηλαδή ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Δεν θα ήταν κάτι με το οποίο είχαμε ανταμώσει στους τελικούς του Champions League και όσο και αν έχω δει τους δύο κορυφαίους τελικούς στην ιστορία τη στιγμή που συνέβαιναν (ή με ένα δευτερόλεπτο διαφορά), δηλαδή το 1999 και το 2005, αυτή η προοπτική ήταν κάτι που με ξεπερνούσε. Δεν ήμουν, πριν, σίγουρος ότι η Ρεάλ θα περάσει με τη Γιουβέντους: είναι επικίνδυνο να έχεις ρεβάνς με Ιταλούς στην έδρα σου και τη διαφορά στο ένα γκολ από το πρώτο ματς, πόσω μάλλον αν είναι εκείνοι που έχουν νικήσει. Με την υπόθεση πρόκριση της Ρεάλ Μαδρίτης έπαψα να ασχολούμαι από τη στιγμή που σκόραρε ο Μοράτα, για δύο λόγους: πρώτον, διότι ήταν αδύνατον να σκοράρει η Ρεάλ. Δεν το είχε κάνει ως τώρα με αντίπαλο τη Γιουβέντους και δεν θα το έκανε. Δεύτερον, επειδή ο ήχος στην τηλεόραση ερχόταν πιο γρήγορα από την ίδια τη φάση. Λίγο πιο γρήγορα αλλά αρκετά για να ρουφήξει από τον θεατή τη δουλική διάστασή του, να τον κάνει να νιώσει έρμαιο σε ένα τεχνολογικό χάος. Πώς ήταν δυνατόν να θεωρήσεις ότι η Ρεάλ θα πετύχει γκολ απέναντι στη Γιουβέντους όταν δεν στο έβγαζε η ροή του παιχνιδιού ΚΑΙ ο ήχος ερχόταν γρηγορότερα από την εικόνα; Ήταν σαν να έπρεπε να λύσεις μία εξίσωση την ύλη της οποίας δεν είχες διδαχθεί.

Ο τελικός Μπαρτσελόνα-Ρεάλ έμοιαζε το καθ’ εαυτόν απέναντι στο καθ’ έκαστον. Δηλαδή ένας τελικός για τους αιώνες, που θα εκτεινόταν στο διηνεκές, που ό,τι και να συνέβαινε σε εκείνον οι ιεροφάντες των 26 ημερών από τη νύχτα της Τετάρτης έως το Σάββατο 6 Ιουνίου θα έφτιαχναν στην Άχραντη Ραπτομηχανή ένα χιτώνα με κόκκινο και πράσινο χρώμα ο οποίος επίσης θα παρέμενε αθάνατος. Η Ρεάλ Μαδρίτης θα πήγαινε για το 11ο και για να γίνει η πρώτη ομάδα μετά τη Μίλαν, το 1989 και το 1990, που κατορθώνει την επανάληψη. Η Μπαρτσελόνα θα πήγαινε να πάρει το 4ο στους τελευταίους 10 τελικούς και θα το έκανε απέναντι στη Ρεάλ, με αποτέλεσμα να αποτελούσε ίδιο κατόρθωμα με το 5 στα 5 των μερένχες στην αρχή του θεσμού. Για 26 ολόκληρες μέρες, στη Μαδρίτη και στην Καταλονία θα αναδείκνυαν όλη την ιστορία, χωρις να παρεμβάλλεται κάτι ενδιαμέσως πέραν του πρωταθλήματος, το οποίο, ωστόσο, έχει γίνει ήδη βαρετό.     

Και τελικώς πέρασε η Γιουβέντους.

Τη νύχτα που βγήκαν οι ποινές για το Calciopoli ήμουν εκεί, που λέει ο λόγος: είχαν περάσει σχεδόν 10 μέρες από το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Μιχάλης έλειπε σε άδεια και είχα επωμιστει τα διεθνή, όπως τα λένε στην πιάτσα. Εκείνο το βράδυ μόνο οι συντάκτες ύλης βιάζονταν να κλείσουν: σε κάθε ανανέωση σχεδόν προσευχόμουν ότι το gazzetta.it θα είχε τις ποινές. Και όταν, τελικά, η Γιουβέντους τιμωρήθηκε με υποβιβασμό, το καλοκαίρι του 2006, ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι 9 χρόνια αργότερα θα προκρινόταν σε έναν τελικό του Champions League.

Γνώρισα τον παίκτη που μου άρεσε από τη Ρεάλ Μαδρίτης πολύ περισσότερο από κάθε άλλον σε ματς με τη Γιουβέντους, το 1996: ήταν προημιτελικοί και όταν ο Μίκαελ Λάουντρουπ πάτησε την μπάλα με το τακούνι, ο Ραούλ Γκονζάλες σκόραρε. Ο Ραούλ είχε, μέχρι τους φετινούς ομίλους, το ρεκόρ του Champions League σε γκολ, δηλαδή 71. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο τον ξεπέρασε σε ό,τι αφορά τη Ρεάλ: και αυτό αποτελεί μερική αδικία.

Οι «μερένχες» δεν είναι μόνο ένας από τους πιο σημαντικούς συλλόγους του κόσμου: είναι ο πλέον ιδιόρρυθμος. Όταν η Μπαρτσελόνα είναι κάτι παραπάνω από ένα κλαμπ, η Ρεάλ είναι η βασίλισσα. Ο Ραούλ ήταν ο γιος της βασίλισσας. Φαινόταν ότι ήταν σάρκα από τη σάρκα της, γαλαζοαίματος με στυλ που θα μπορούσες να συναντήσεις στο Oceans 11. Για κάποιον λόγο ο οποίος είχε σχέση με την οικειότητα, ο Ραούλ ήταν η Ρεάλ. Το όνομά του ήταν σχεδόν καρκινικό (ή κάτι παρόμοιο): μπορούσες να διαβάσεις το «Ρεάλ» μέσα του. Η κομψότητα και ο αισθησιασμός σε συνδυασμό με την άσπρη φανέλα, ο τρόπος που μπορούσε να κατεβάσει την μπάλα σε μία μπαλιά 30 μέτρων χωρίς να βιάζεται, δεν ήταν απλώς συμβατός με τον ποδοσφαιρικό οργανισμό: τον καθιστούσε αμόλυντο. Ο Ρονάλντο, με όλα τα ρεκόρ του στη Μαδρίτη, δεν θα μπορούσε να είναι ίδιος με τον Ραούλ. Ο Πορτογάλος πρέπει να δημιούργησε τεράστια αμφιθυμία: ναι, είναι η πιο συνεπής μηχανή γκολ στην ιστορία της ομάδας, αλλά του λείπει αυτή η εστέτ, είναι συγκρουσιακός και όταν αρχίσει να τρέχει καταστρατηγεί το ποδοσφαιρικό κάμα σούτρα, την ποδοσφαιρική λιτανεία που πρόσφερε, με ατέλειες που ο ίδιος δεν διαθέτει, το προηγούμενο νούμερο 7.

Στο δεύτερο ματς εκείνων των προημιτελικών, ο Πιντουρίκιο ήταν που βγήκε στον αφρό. Ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο οδήγησε τη Γιουβέντους σε νίκη με σκορ 2-0 και ανατροπή. Δέκα χρόνια αργότερα ο Ντελ Πιέρο κλήθηκε να αποφασίσει αν θα φύγει η αν θα μείνει στη «Γιούβε», όταν έπεσε στη δεύτερη κατηγορία. Έμεινε, όπως και ο Πάβελ Νέντβεντ, όπως και ο γίγαντας που ακούει στο όνομα Τζίτζι Μπουφόν. Οι Ιταλοί πάνε στα Επτάνησα και χουφτώνουν όποιο θηλυκό βρίσκουν, αλλά δεν ξεχνούν ποτέ τους πατριωτικούς κωδικούς. Η Γιουβέντους ήταν σχεδόν αδύνατον να επιστρέψει σε τελικό του Champions League 9 χρόνια μετά τον υποβιβασμό της και 12 μετά την τελευταία συμμετοχή της. Αλλά ήταν εφικτό να αποκλείσει τη Ρεάλ Μαδρίτης. Αν εξαιρεθεί το (μονό) ματς του Άμστερνταμ το 1998 με το γκολ του Πρέντραγκ Μιγιάτοβιτς, της έχει πάρει τον αλγόριθμο. Και, φέτος, είναι η μόνη ομάδα του Champions League που τα δίνει όλα σε κάθε παιχνίδι. Καμία άλλη δεν έχει παίκτες που να παίζουν στο 100% σε κάθε γαμημένο ματς. Είναι μία ομάδα που μπορεί να μη φθάνει τη Μίλαν (τη δεύτερη από τις ομάδες που έχουν περισσότερα Κύπελλα Πρωταθλητριών από τα έξι του Έκτορ Φρανσίσκο Χέντο), αλλά σέβεται το σήμα κατατεθέν της πατρίδας της: το ανυπόφορο. Η Γιουβέντους επίσης υποφέρει, όπως οι πρόγονοι, οι επίγονοι και οι απόγονοι. Αλλά έχει συνειδητοποιήσει ότι η ζωή, με τα στραβά και τα όμορφά της, δεν πρόκειται να της δώσει τίποτα εύκολα, όπως (τουλάχιστον στις διεθνείς διοργανώσεις) δεν έκανε σε όλη την ιστορία της.

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν ο τελικός Μπαρτσελόνα-Γιουβέντους, με το τέταρτο του Λίο Μέσι ante portas, είναι το καθ’ έκαστον και όχι το καθ’ εαυτόν. Η Μπάρτσα είχε να φθάσει σε τελικό 4 χρόνια, αλλά αυτό δεν είναι κάτι: το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών της κατακτήθηκε με 37 χρόνια από την έναρξη του θεσμού. Η Γιούβε δεν ήταν για Βερολίνο. Ο τελικός Μπαρτσελόνα-Ρεάλ ήταν να γίνει τη στιγμή που φαινόταν απίστευτο: πρώτη φορά υπήρχαν πιθανότητες με μόλις 90 λεπτά να απομένουν για τη λήξη των ημιτελικών. Και αυτοί οι βέβηλοι υπήκοοι του come stai, οι εκ Τορίνου ορμώμενοι, συνέχισαν την ιταλική παράδοση ρίχνοντας κάτω ένα θηρίο και αναβάλλοντας ένα ιστορικό ραντεβού. Αν κάπου βρίσκεται η συνέπεια, είναι στην ιλαροτραγική άρνηση παράδοσης της Γιουβέντους,σαν κλόουν που καταλήγουν μεθυσμένοι σε παιδικό πάρτι βρίζοντας πιτσιρίκια επειδή δεν τους καταλαβαίνουν πραγματικά.

Δεν είμαι σίγουρος, εν τέλει, ότι προκρίθηκε το καθ’ έκαστον και όχι το καθ’ εαυτόν για τη σπουδαία αναμέτρηση το πρώτο Σάββατο του Ιούνη. Η λέξη «Γιουβέντους» γεμίζει το στόμα και με τον Τζίτζι Μπουφόν και τον Αντρέα Πίρλο να μπαίνουν στο γήπεδο, είναι αδύνατον να ψάξεις για υβρίδια αδιαφορίας για αυτό το ματς: όχι επειδή δεν έχει φαβορί, αλλά επειδή το διηνεκές έχει καταφέρει να χαρίσει μία ιστορία που αν δεν είναι Ρεάλ-Μπαρτσελόνα, βρίσκεται εκεί δίπλα.

—————

2015-05-12 19:26

Η Πόλη του Ποτέ και του Πάντα

Αυτό που συγκινεί τόσο πολύ στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις είναι η χωρική και χρονική εμβέλεια. Η απόσταση που καλύπτεται και πώς αναγνωρίζεις ότι κάτι οικείο σου απλώνεται και προχωράει. Η λογική του αθλητισμού, προφανώς, πηγάζει από τον πόλεμο. Τι είναι δικό μου και τι δεν είναι. Τι θέλω να γίνει δικό μου και πώς θα το πάρω. Το να είσαι ο πρωταθλητής Ευρώπης σημαίνει ότι έχεις κατακτήσει την Ευρώπη, ότι έχεις κατακτήσει την κορυφή. Είναι, βεβαίως, αθλητικό, αλλά η ρίζα δεν έχει διαφορά από τις σκέψεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Αττίλα του Ούνου, του Αννίβα και του Χίτλερ.

Βεβαίως, αμέσως μετά τη ρίζα ξεκινούν οι διαφορές. Η πρώτη είναι ο ρομαντισμός. Μπορεί όλα να είναι μάταια, παρ’ όλα αυτά ένα μεγάλο ταξίδι από την αρχή έως το τέλος, που καταλήγει σε ένα μεθυστικό θρίαμβο, είναι μία υπέροχη ιστορία, ένα σύνολο στιγμών σε κάθε μία από τις οποίες μπορούν να περάσουν άπειρες ευθείες. Ο ρομαντισμός είναι η βάση των σπορ: η ονειροπόληση, οι άνθρωποι που μαζεύονται για να παρακολουθήσουν κάτι που μπορεί να έχει να κάνει με την επιβολή και τη μάχη, αλλά συμβαίνει να συνταιριάζει την ποιότητα με την επιβίωση. Όπως μου είχε πει και μία φίλη βιολόγος, «αν σου δείξω τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια του σεξ, θα χάσεις πάσα ιδέα».

Ναι, ναι.

Δεν έχει σημασία από πού προέρχεται η ρίζα. Για κάθε άνθρωπο η αφορμή είναι διαφορετική, αν και η μαγεία κρατάει παιδιόθεν. Ένας παιδικός φίλος είχε πάρει μία μπάλα Select από το Λονδίνο και την έφερνε στην παρέα, κάτι που μας έκανε να προσπαθούμε να του συμπεριφερόμαστε καλά, για να μην την πάρει και φύγει (το είχε κάνει μία δύο φορές), για να μη μείνουμε χωρίς μπάλα.

Υπάρχουν οπαδοί που διαφωνούν ότι η κάλυψη μίας αξιοσέβαστης εμβέλειας είναι η πιο σημαντική στιγμή στα σπορ. Θεωρούν ότι εφόσον υπάρχει αιώνιος αντίπαλος, το πιο σημαντικό είναι να τον νικάς και, αν γίνεται, να παίρνεις τους τίτλους στη χώρα σου. Αν δεν κάνω λάθος, όλοι είναι άνθρωποι που έχουν στηρίξει τη ζωή τους στους άλλους. Σε αυτήν την τοποθέτηση, η οποία κιόλας ήρθε ξαφνικά, δεν υπάρχει σιγουριά, για αυτόν τον λόγο επικρατεί αβεβαιότητα. Λίγο πολύ, όλοι εξαρτώμαστε από τους «άλλους», απλώς υπάρχουν άνθρωποι που για βάση τους έχουν τον εαυτό τους, για αυτόν τον λόγο μοιάζουν πιο αυτόφωτοι. Τούτοι δεν είναι απαραίτητο να πιστεύουν ότι όντως η ευρωπαϊκή ή η παγκόσμια καταξίωση είναι το άπαν- ειδικά από τη στιγμή που στον αθλητισμό υπάρχει σύνδεση, άμεση ή έμμεση με την ανάδειξη μέσα από τη χώρα σου- αλλά για σκεφτείτε το: μία ευρωπαϊκή διάκριση είναι εκείνη η κατάσταση στην οποία αισθάνεσαι όμορφα χωρίς να νιώθεις ότι στενοχωριέται κάποιος άλλος. Δηλαδή, η ομάδα πόλο Γυναικών του Ολυμπιακού που κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών χαροποίησε τους φίλους της, αν και εκείνοι που πραγματικά στενοχωρήθηκαν μένουν στη Βαρκελώνη και δεν πρόκειται να τους κάνεις καζούρα. Και εκείνοι που από το Σαμπαντέλ ήρθαν στον Πειραιά για να στηρίξουν την ομάδα τους είναι αυτοί που ουσιαστικά μετριάζει τη χαρά σου η στενοχώρια τους. Δεν ισχύει αυτό με τον Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός ή με το Λίβερπουλ-‘Έβερτον. Νιώθω βέβηλος να πιάνω στο στόμα που για κάτι αμφιλεγόμενο τον αρχιερέα της Λίβερπουλ, Μπιλ Σάνκλι, παρ’ όλα αυτά αν σήμερα κάποιος προπονητής διέθετε το προπονητικό κέντρο του σε μία ομάδα από ξένη χώρα που αντιμετώπιζε το αντίπαλο δέος του τόπου, όπως έκανε ο ίδιος στην περίπτωση του Παναθηναϊκού και στον πρώτο προημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1971, θα τον περνούσαν γενεές 14. Σε αυτήν την περίπτωση επικρατεί η βεβαιότητα ότι δεν είναι ζήτημα ηθικής όσο ηθικολογίας.

Μια και ο λόγος για τον Παναθηναϊκό, θα έπρεπε να ζηλεύεις τους οπαδούς του τον Απρίλιο του 1996. Για 15 μέρες έμοιαζε η ευλογημένη φυλή, εκείνη που βίωνε κάτι που ήταν αμφίβολο αν θα βιώσεις. Στις 3 Απριλίου ο Παναθηναϊκός νίκησε στο Άμστερνταμ τον Άγιαξ με εκείνη την αλησμόνητη κούρσα του Γιώργου Δώνη και την πλασεδάρα του μαιτρ Κριστόφ Βαζέχα με σκορ 0-1, στις 7 Απριλίου νίκησε 1-0 την ΑΕΚ με την κεφαλιά-ψαράκι του Χουάν Χοσέ Μπορέλι και ουσιαστικά εξασφάλισε το πρωτάθλημα, στις 9 Απριλίου ο Ντομινίκ Γουίλκινς έβαλε 35 πόντους για να νικήσουν οι «πράσινοι» του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς την ΤΣΣΚΑ Μόσχας (με Βασίλι Καράσεφ και Ιγκόρ Κουντέλιν, δύο τύπους που θα μπορούσαν να σου φτιάξουν ατομική βόμβα κατά τη διάρκεια ενός τάιμ άουτ) στον ημιτελικό του Final 4 στο Παρίσι και στις 11 Απριλίου κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών στο μπάσκετ, όταν ο Στόγιαν Βράνκοβιτς έκοψε τον Χουάν Αντόνιο Μοντέρο (παράνομα, και η Μπαρτσελόνα στέφθηκε ηθική πρωταθλήτρια Ευρώπης, αλλά αν κάποιος βγάλει φωτογραφία στο μουσείο της με το ηθικό τρόπαιο θα τον παραδεχθώ) στην προσπάθεια για το νικητήριο καλάθι, σε μία από τις πιο συναρπαστικές προσπάθειες προσωπικής αυταπάρνησης που έχω δει από την τηλεόραση ή από κοντά. Αυτό το διάστημα, βεβαίως, είναι 9 ημερών. Ο λόγος είναι ότι μεσολαβούσαν άλλες 6 μέχρι τη ρεβάνς με τον Άγιαξ στο ΟΑΚΑ. Και αυτές οι 6 είμαι βέβαιος ότι ήταν οι πιο σημαντικές για έναν φίλαθλο του Παναθηναϊκού.

Είναι εκείνες οι μέρες που η αναμονή ανακατεύεται με εκείνο που προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις ότι έγινε. Είσαι σε εμπύρετη κατάσταση. Στο μυαλό του φιλάθλου του Παναθηναϊκού υπάρχουν πολλές παρένθετες προτάσεις. Εκεί που σκέφτεται το κόψιμο του Βράνκοβιτς, παρεισφρέει το, «α ρε Γιώργο τι τους έκανες» και καθισμένος στην καρέκλα μίας καφετέριας μοιράζεται τον κωδικό «ο Γουίλκινς έβαλε 35 στην ΤΣΣΚΑ» σαν να είναι μέλη μίας αίρεσης που ξέρουν πότε θα καταστραφεί το Σουδάν με το πάτημα ενός κουμπιού (ή πότε θα νομιμοποιηθεί η κάνναβη, για να γίνει λόγος για κάτι πιο ευχάριστο).

Ο Ολυμπιακός έζησε αυτήν την εβδομάδα, αλλά ασφαλώς δεν είναι το ίδιο. Πάντως έκανε 5 ευρωπαϊκές νίκες από Σάββατο σε Σάββατο, 18 με 25 Απρίλη. Η ομάδα πόλο Ανδρών νίκησε στο Κραγκούγεβατς, η ομάδα μπάσκετ προκρίθηκε Τρίτη και Πέμπτη στο Final 4 της Ευρωλίγκας, η ομάδα πόλο Γυναικών κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών και, ενδιαμέσως, η ομάδα βόλεϊ Γυναικών πήρε προβάδισμα 2-1 στους τελικούς του πρωταθλήματος με τον Παναθηναϊκό. Βεβαίως, είναι άλλο να έχεις πάρει τίτλο στο πόλο και να έχεις απλώς προκριθεί σε Final 4 Κυπέλλου Πρωταθλητριών και άλλο να απέχεις 90 λεπτά από το να γίνεις η μόνη ομάδα τα τελευταία 30 χρόνια που προκρίνεται σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών ποδοσφαίρου και μπάσκετ.

Όμως αυτό είναι μόνο η επικεφαλίδα. Το λεκτικό επιχείρημα (το οποίο είναι ακαταμάχητο επειδή εμπεριέχει το ποδόσφαιρο). Το συναίσθημα για τους καθ’ εαυτόν καψούρηδες είναι παρεμφερές.

ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ 3 ΕΤΩΝ

Η 13η Μαΐου του 2012 ήταν μία εντυπωσιακή μέρα για τον σύλλογο Ολυμπιακό. Ασφαλώς, η ενθύμιση αφορά κυρίως στο γεγονός του τελικού με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, ενός αληθινού άθλου που έμοιαζε σκηνοθετημένος από τον Ρόμπερτ Ροντρίγκες, σε ό,τι αφορά τον χρωματισμό. Ή με εκείνες τις διαφημίσεις που είναι ασπρόμαυρες και στην πορεία αποκτούν χρώμα. Το καλάθι του Γιώργου Πρίντεζη είναι το κορυφαίο στην μπασκετική ιστορία του Ολυμπιακού- δεν είναι κανένα κοντά. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η ομάδα πόλο Ανδρών νίκησε τον ΝΟ Χίου 12-9 και προκρίθηκε στον τελικό της Α1. Εκείνη η μέρα για εκείνους τους συγκεκριμένους παίκτες και προπονητές εκείνης της ομάδας που φτιάχθηκε το προηγούμενο καλοκαίρι θα ισοδυναμούσε, έχοντας πάρει το αντιϋπερβολικό χάπι, με ενδεχόμενη πρόκριση αυτής της ομάδας στο Final 6 της Βαρκελώνης.

Τώρα, ήμουν στο κολυμβητήριο σε εκείνο το ματς αποδεχόμενος με σχετική ντροπή έναν από τους πιο όμορφους επαίνους της μικρής επαγγελματικής καριέρας στο ρεπορτάζ του πόλο και του συγκεκριμένου συνόλου. Το κολυμβητήριο ήταν γεμάτο, στη Χίο έπαιζαν ο Θοδωρής Χατζηθεοδώρου, ο Αντώνης Βλοντάκης και ο Ανδρέας Μιράλης, μαζί με τον Νίκολα Ράτζεν ο οποίος ήταν τραυματίας σε εκείνους τους ημιτελικούς. Δύο μέρες πριν η Χίος είχε οδηγήσει τη σειρά σε τρίτο παιχνίδι αφού είχε προκριθεί στα πέναλτι, αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να γίνουν... όλα: να βάλει... αυτογκόλ ο Σχίζας, να χάσει πέναλτι ο Ολυμπιακός στην κανονική διάρκεια και, τελικά, να ισοφαριστεί στα πέναλτι. Οι παίκτες των δύο ομάδων βρέθηκαν να καυγαδίζουν και ο προπονητής της ομάδας πόλο Ανδρών του Ολυμπιακού, Θοδωρής Βλάχος, έσπρωξε τον Γαβαλά, τον οποίο έπειτα κράτησαν για να μην του επιτεθεί. Ο Χατζηθεοδώρου, σε δηλώσεις, στηλίτευσε το γεγονός. Οι έμπειροι παίκτες του ΝΟ Χίου προσπάθησαν να ασκήσουν ψυχολογική βία στους πιο άπειρους παίκτες του Ολυμπιακού, οι οποίοι προετοιμάζονται για τρίτο ημιτελικό: οι περισσότεροι δεν είχαν ακριβώς τη γνώση πώς να νικάνε ένα τέτοιο παιχνίδι όντας οι καλύτεροι παίκτες των ομάδων.

Τον τελικό στην Πόλη του Ποτέ και του Πάντα παρακολούθησα από την εφημερίδα. Η ΤΣΣΚΑ Μόσχας προηγήθηκε 53-34. Και τα παιδιά που πραγματικά ήθελαν τον Ολυμπιακό να νικήσει και διαμαρτύρονταν για την προσπάθειά του, είχαν ήδη παρατήσει την γκρίνια, όταν τελικά οι παίκτες του Ντούσαν Ίβκοβιτς, αφήνοντας πίσω τους τον ήχο «τσουφ τσουφ τσουφ» του τρένου, έκαναν ένα σερί 14-0 και πλησίασαν επικίνδυνα. Πόσο την αγαπάω την ΤΣΣΚΑ! Ο τρόπος που χάνει σέβεται, περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα στο μπάσκετ, τα συστατικά του Διθυράμβου και της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας.

Τρία χρόνια αργότερα η ομάδα μπάσκετ είναι ξανά σε Final 4 και ο Βλάχος έκανε δηλώσεις με τις οποίες στηλίτευσε τη διαιτησία του τελικού του Κυπέλλου. Στην πρώτη περίπτωση, εκείνη με τη σπρωξιά-χτύπημα στον Γαβαλά, του το δίνω: ήταν εκείνος ο τύπος που ήθελε να υπερασπιστεί τους παίκτες του, και αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να ενεργήσει με τρόπο που ουσιαστικά δεν συνάδει σε προπονητή του Ολυμπιακού (όπως λανθασμένα δήλωσε ο Χατζηθεοδώρου) , είναι ένα κόστος που ευχαρίστως θα πλήρωνε. Οι δηλώσεις μετά τον τελικό του Κυπέλλου, ωστόσο, ταιριάζουν σε ένα πιεσμένο προπονητή.

Μεταξύ άλλων, ο Βλάχος δήλωσε: «Με τα σημερινά σφυρίγματα έδωσαν το δικαίωμα σε αθλητές οι οποίοι κάνουν ελλιπή προπόνηση και δεν είναι προτεραιότητα τους το άθλημα, να πιστέψουν ότι μπορούν να διεκδικήσουν έναν τίτλο».

Ουσιαστικά, από όλη τη δήλωση αυτό είναι το ξεχωριστό κομμάτι στο οποίο ο προπονητής του Ολυμπιακού έκανε φάουλ. Κυρίως διότι υπονόησε (φαντάζομαι αθέλητα) ότι η διαφορά της ομάδας του από τον Παναθηναϊκό είναι τα χρήματα.

Διά της εις άτοπον απαγωγής, το να αναφέρεσαι σε έναν αθλητή λέγοντας ότι «δεν είναι προτεραιότητά του το άθλημα», οδηγεί στο οικονομικό κομμάτι. Αυτή είναι, εξάλλου, η μείζων διαφορά. Το γεγονός ότι οι παίκτες του Ολυμπιακού πληρώνονται ώστε να μπορούν να κάνουν δύο προπονήσεις τη μέρα και ότι οι παίκτες του Παναθηναϊκού δεν πληρώνονται αρκετά για να κάνουν το ίδιο πράγμα.

Γνωρίζοντας τον άνθρωπο, θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο να εννοούσε κάτι τέτοιο. Ήταν μία δήλωση που, αν μπορούσε να τη σκεφτεί λίγο παραπάνω, την επόμενη μέρα θα τη συνέτασε αλλιώς. Διότι, ειδικά στον ερασιτεχνικό αθλητισμό, δεν μπορείς να σημειώνεις την οικονομική διαφορά. Ειδικά όταν ήσουν προπονητής ομάδας ενός συλλόγου που εκείνο τον χρόνο ήταν στα μπετά, με έκδηλη την ανησυχία. Τα διαιτητικά παράπονα, που δικαίως είχε, εξαντλούνται στο παιχνίδι και δεν επεκτείνονται στο περίγραμμα της ύπαρξης του αντίπαλου συλλόγου, ο οποίος επίσης έχει τα δικά του βάσανα.

Εξάλλου, μιλώντας με κάποιον που γνωρίζει πολλά, άκουσα ότι «η ομάδα πόλο Ανδρών του Ολυμπιακού την περίοδο 2011-12 είναι η κορυφαία στην ιστορία της ομάδας, καλύτερη και από εκείνη των 4 τίτλων το 2001-02». Σε εκείνη την ομάδα, προπονητής ήταν ο Θοδωρής Βλάχος. Στις 3 Ιουνίου συμπληρώνονται 3 χρόνια από μία από τις κορυφαίες σειρές τελικών στην ιστορία του ελληνικού πόλο.

... Και το ίδιο βράδυ που ο Ραμούνας Σισκάουσκας παράτησε το μπάσκετ για ένα πουκάμισο αδειανό, για ένα καλάθι που κουνιόταν λες και ο ίδιος ήταν χρήστης οπίου, ο Βασίλης Σπανούλης έκανε τη διείσδυση και ο Γιώργος Πρίντεζης σκόραρε το μοναδικό καλάθι στη δεξιά πλευρά της άμυνας της ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Ο Χρβόγε Κόλιανιν έβαλε ένα twister στον Φίλιππο Καραμπέτσο. Ο Μάρκο Κέσελι έβαλε το τρίποντο που έκανε το 53-48. Ο Αντώνης Βλοντάκης προσπάθησε, μετά τη λήξη του παιχνιδιού, να λογομαχήσει με τον Γιάννη Φουντούλη. Ο Κώστας Παπανικολάου μείωσε με τρίποντο σε 59-55. Ο Φώτης Μπλάνης έβαλε δύο γκολ στην κόντρα για να μετατρέψει το 5-3 σε 7-3. Ο Μίλος Τεόντοσιτς, που είχε τρία διαδοχικά τρίποντα στο πρώτο ημίχρονο, άρχισε να βρίσκει σίδερο και να χάνει την ισορροπία του στην ντρίπλα. Ο Γιάννης Φουντούλης αποτέλειωσε την ομάδα της πατρίδας του και ο Κάιλ Χάινς έδιωξε την μπάλα πριν φθάσει στον Κιριλένκο προσυπογράφοντας μία απίθανη πορεία.

Από εκείνες τις 8 ώρες που έγιναν όλα αυτά, μαζί με καυγάδες, αντικείμενα σε αγωνιστικό χώρο, αγκαλιές με τους φιλάθλους, δύο ιστορίες στον Πειραιά των συνεργείων και στην Πόλη του ντόνερ, που είναι συνυφασμένη με την προσφυγιά, έχουν περάσει τρία χρόνια. Όπως λένε, για να αλλάξουν τα πράματα πρέπει να παραμείνουν τα ίδια. Εκείνες οι δύο εβδομάδες του Παναθηναϊκού το 1996 ήταν τόσο όμορφες και εκστατικές, τόσο ακίβδηλες, που δεν υπήρχε για τον ίδιο το σύνολο κάποιο ισοδύναμο εκείνου του Απρίλη, θαρρείς επειδή, ικαρίζων (σικ), ήταν εκείνος που έφτασε πολύ κοντά στον Ήλιο. Ο Ολυμπιακός έχει τις δικές του μέρες, τόσο πρόσφατες που ο ίδιος ο Μάης δύναται να τις θυμίσει. Επιθυμεί, πλέον, να βιώσει ένα διάστημα ενός μήνα στην πλάνη της Απόλυτης Ευτυχίας.

—————

2015-05-12 00:20

Η υπεροχή στην έλλειψη έμπνευσης

Στον δεύτερο γύρο των πλέι οφ του ΝΒΑ για το 2013 οι Σικάγο Μπουλς αντιμετώπιζαν τους Μαϊάμι Χιτ. Ο Ντέρικ Ρόουζ ήταν τραυματισμένος, στον πάγκο με πολιτικά. Εκείνες τις μέρες γινόταν και το Final 4 του Champions League στο πόλο Ανδρών στο Βελιγράδι με την προηγούμενη μορφή του. Δηλαδή με φάση των «16», προημιτελικούς και τελικώς Final 4. Αυτή η μορφή έμοιαζε με αποτυχημένη πλαστική και έτσι σύντομα άλλαξε. Στη LEN ήθελαν να αυξήσουν τα παιχνίδια των ομάδων και έτσι βρήκαν τον τρόπο. Η Ραντνίτσκι Κραγκούγεβατς πέρυσι, παραδείγματος χάρη, έδωσε 16 παιχνίδια στο Champions League, την ώρα που στην ίδια ποδοσφαιρική διοργάνωση μία ομάδα που περνάει από τον β’ προκριματικό γύρο και φθάνει ως τους προημιτελικούς (για να χρησιμοποιηθεί ένα αναλογικό μέτρο που θα μπορούσε να είναι ικανοποιητικό) δίνει 14.

Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το Final 4, οι Μπουλς κατάφεραν και νίκησαν στο Μπρούκλιν τους Νετς στα 7 ματς και έσπασαν την έδρα των Χιτ στο πρώτο παιχνίδι. Έπειτα, δεν μπόρεσαν να διεκδικήσουν το δεύτερο- και το παράτησαν από κάποιο σημείο και μετά- και διεξήχθη το τρίτο στο United Center. Οι Μπουλς έχασαν.

Αλλά...

Σε μία απόσταση 5 ημερών, η Παρτίζαν αντιμετώπισε τη Γιουγκ Ντουμπρόβνικ στον ημιτελικό του Βελιγραδίου. Και έχασε.

Αλλά...

Αν είσαι προπονητής και έχεις μία ομάδα σε οποιοδήποτε σπορ η οποία χρειάζεται έμπνευση για να παίξει (όποιο κι αν είναι αυτό το πρωτάθλημα, η διοργάνωση), μπορείς να ψάξεις να βρεις αυτά τα δύο DVD και να τα δείξεις στους παίκτες σου. Όχι για να αναδείξεις τη νικήτρια ομάδα, αλλά για να δείξεις στους αθλητές που ψάχνουν τον τρόπο για να καταλάβουν ό,τι δεν έχουν μπορέσει ακόμα, κυρίως διότι είναι σπουδαίο να επιστρέφεις στο σπίτι γνωρίζοντας ότι έχεις κάνει ένα βήμα προς τα μπρος, δείχνοντας την προσπάθεια που έκαναν οι ηττημένοι.

Μερικοί αγαπημένοι ηττημένοι είναι οι εξής:

-Ο Τζο Φρέιζερ με τα έξι νοκ ντάουν στον αγώνα με τον Τζορτζ Φόρμαν το 1973.

-Ο Νικολά Μαού στον δεύτερο γύρο του Γουίμπλεντον του 2010 με τον Τζον Ίσνερ (70-68 το πέμπτο σετ).

-Η Κροατία στη φάση των «16» του Μουντομπάσκετ στο ματς με τη Σερβία.

-Η ΤΣΣΚΑ Μόσχας στον τελικό του 2012 και στον ημιτελικό του 2014.

-Το Καμερούν στον προημιτελικό του Μουντιάλ του 1990 με την Αγγλία.

-Η ποδοσφαιρική εθνική Ιταλίας σε δύο εκδόσεις: στον τελικό του Euro του 2000 με τη Γαλλία και στη φάση των «16» του 2002 με τη Νότια Κορέα.

-Η εθνική Αγγλίας (στα πέναλτι).

Κάποια στιγμή θα γραφτούν τα επίπεδα της ήττας, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται μία εβδομάδα ενεργής ενασχόλησης, χωρίς να υπάρχει κάτι άλλο. Ενώ η Παρτίζαν έβγαλε την πίστη στη Γιουγκ μέχρι να υποχωρήσει- και την έστειλε έτοιμη στον Ερυθρό Αστέρα- εκείνο το τρίτο ματς των Μπουλς με τους Χιτ στο Σικάγο ήταν ο λόγος που συμπάθησα τον Νέιτ Ρόμπινσον. Από την αρχή νόμισα ότι ήταν μία μασκότ, αλλά η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για έναν αρκετά έντιμο αθλητή. Να τον βλέπεις να πηγαίνει στα τάιμ άουτ του Θιμποντό στο τέταρτο δωδεκάλεπτο έτοιμος να καταρρεύσει, ήταν η απόλυτη εικόνα. Ευλογημένοι στα σπορ δεν είναι μόνο εκείνοι που νικάνε: είναι και εκείνοι που χάνουν γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο για να το αποσοβήσουν. Για να συνέλθεις από μία υπερπροσπάθεια τύπου Νέιτ Ρόμπινσον, πρέπει να κάνεις αποκατάσταση για μία εβδομάδα. Οι παίκτες των Μπουλς δεν είχαν το χρονικό περιθώριο και το Σικάγο πολύ λογικά έχασε τη σειρά 4-1 από τους Χιτ του ΛεΜπρόν Τζέιμς.

Ο φίλος μου ο Στέλιος (ο οποίος έχει εξαφανιστεί αυτό το χρονικό διάστημα και δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακριβώς τη στιγμή που ο δικός του Πολ Πιρς έβαλε τρελό μπάζερ στο τρίτο ματς των Γουίζαρντς με τους Χοκς) θεωρεί τον ΛεΜπρόν Τζέιμς καλύτερο του Τζόρνταν. Κάτι που, βεβαίως, δεν ισχύει. Ο Τζόρνταν δεν έχασε σε τελικούς ΝΒΑ, όταν τελικώς έφθασε εκεί, δεν σταμάτησε να φθάνει σε τελικούς ΝΒΑ (αν και οι πέντε του ΛεΜπρόν δεν είναι άσχημο στατιστικό) και ασφαλώς οι κανόνες ευνοούν τον επιτιθέμενο σε σημείο που τον κάνουν μαλθακό: όποιος είδε το τέταρτο παιχνίδι των Καβαλίερς με τους Μπουλς θα πρόσεξε τη φάση που ο Τζέιμς γύρισε το αριστερό πόδι του και πριν καν προλάβει να πονέσει το έπιασε και άρχισε να σφαδάζει. Είναι προφανές ότι παρά το αψεγάδιαστο κορμί και την πρωτοφανή δύναμη, ο Τζέιμς νιώθει εύθραυστος στις επαφές. Έχει ξαναγίνει και είναι δύσκολο να συγχωρεθεί από εκείνη τη μεριά του μυαλού που σου τονίζει ότι το παιχνίδι παίζεται από ανθεκτικούς άρρενες, οι οποίοι δεν ανέχονται να πονάνε σαν σπουδαστές του Χάρβαρντ που παίζουν για πρώτη φορά μπάσκετ στο υπόστεγο.

Δεν αποτέλεσα εξαίρεση ως γκρίζο σύννεφο σε όλο το κύμα κακοκαιρίας που αντιμετώπισε ο ΛεΜπρόν στην καριέρα του, αλλά, από την άλλη μεριά, μου πήρε χρόνια να συμπαθήσω την πιο υπέροχη κινηματογραφική ηθοποιό όλων των εποχών (λυπάμαι, αλλά δεν είναι καν κοντά), δηλαδή τη Μέριλ Στριπ. Πλασαρίστηκε ως παιδί-θαύμα που δεν πήγε στο κολέγιο- αυτή η κακογραφία πρωτίστως με έφερε απέναντί του όπως και στους Κόμπε και Γκαρνέτ, αν και ο δεύτερος είναι κινητική ζωντανή λογοτεχνία σε ό,τι αφορά την απαλότητα με την οποία κάνει οτιδήποτε, ενώ όλος ο θαυμασμός για το σπουδαίο ταλέντο του και οι συγκρίσεις από νωρίς με τον Τζόρνταν δεν γινόταν παρά να δημιουργήσουν θυμηδία: ενώ δεν έφταιγε ο Τζέιμς για αυτό, έγινε η Λυδία Λίθος σε ό,τι αφορά τον τρόπο που εξαρχής τα media πλάσαραν τις ικανότητές του (αλλά και σε εκείνον που, τελικώς, του δημιούργησε αφόρητη πίεση*)  και από νωρίς έφερε εχθρούς. Αν ήθελες να δεις έναν καλό αθλητή να παίζει αμερικάνικο ποδόσφαιρο, θα παρακολουθούσες αμερικάνικο ποδόσφαιρο. Ο Τζέιμς ήταν τρένο στον αιφνιδιασμό, δεν μπορούσες, ερχόμενος πάνω σου, να τον σταματήσεις, παρ’ όλα αυτά δεν ήταν κάτι το οποίο θα γινόταν χωρίς να λιώσει στο γυμναστήριο. Και ενώ ήταν πράγματι εξαιρετικός σε ορισμένα παιχνίδια (όπως εκείνο το ιστορικό των Καβς με τους Πίστονς, όταν πέτυχε 25 διαδοχικούς πόντους στο τέταρτο δωδεκάλεπτο ή η δική μου προτίμηση, ο έκτος τελικός της Ανατολής το 2012, όταν έβαλε 30 πόντους στο πρώτο ημίχρονο και 45 συνολικά με τους Σέλτικς), δεν μπορούσες παρά να σκέφτεσαι ότι δημιουργούσε δεδικασμένο μηχανικής κίνησης. Οι κοινωνίες που αντιμετωπίζουν προβλήματα, το παθαίνουν επειδή οι χαζοί άνθρωποι είναι πιο πολλοί από τους έξυπνους. Αν οι επόμενοι αθλητές φτιάχνονταν στο στυλ του ΛεΜπρόν, θα είχαν τη δύναμή του αλλά όχι και τις ικανότητές του: σε ό,τι αφορά την ποιότητα, θα αποτελούσε πλήγμα.

*Πίεση που, άλλωστε, δημιούργησε και ο ίδιος στον εαυτό του, όταν στο πάρτι των Μαϊάμι Χιτ είπε, «not one, not two, not three, not four» εννοώντας τα δαχτυλίδια του πρωταθλήματος και αναφερόμενος στους Ντουέιν Γουέιντ και Κρις Μπος, αλλά και πριν, όταν για την «Απόφαση» δήλωσε ότι «θα πάρω τα ταλέντα μου και θα πάω στη South Beach».  

Ο ΛεΜπρόν δεν θα μπορούσε να είναι σαν τον Τζόρνταν. Το «άλλες εποχές» αποκτά νέο νόημα. Μία από τις πρώτες φορές που ξενύχτησα στη ζωή μου ήταν το καλοκαίρι του 1991, για να παρακολουθήσω λίγο από τον πρώτο τελικό των Μπουλς με τους Λέικερς στο Chicago Stadium. Το 1992, παίζοντας μπάσκετ στο σχολείο, άκουγα τους μεγαλύτερους να λένε ότι «ο Μιχαλάκης θα καθαρίσει τους Μπλέιζερς», όπως και έγινε. Μετά τον έκτο τελικό του 1993, με τους Φοίνιξ Σανς, είχαμε πάει σε ένα απογευματινό πάρτι στο οποίο χόρεψα μπλουζ με τη Μαρία, η οποία με έπαιζε ένα ολόκληρο καλοκαίρι και τον Σεπτέμβρη. Ξέρετε για ποιον λόγο έγινε μεσημέρι εκείνος ο τελικός; Δεν έγινε μεσημέρι. Τον έδειχνε το MEGA μεσημέρι. Και δεν υπήρχε τρόπος να μάθεις αν ο Τζόρνταν πήρε το πρωτάθλημα. Μπορούσα να τον δω σε ελεύθερο κανάλι, μεσημέρι Παρασκευής, με τα σχολεία να έχουν τελειώσει την ίδια μέρα και μετά να πάω στο πάρτι και να πιω την πορτοκαλάδα μου και να γνωρίσω μία πρώιμη ερωτική απογοήτευσή μου. Σε δύο ώρες ξεκινά το τέταρτο ματς των Γουίζαρντς με τους Χοκς και, αν όλα πάνε καλά, θα μπορέσω να το δω στο ίντερνετ, ενώ εκείνα τα παιδιά, ακόμα και στην ηλικία μου τότε, που δεν θα μπορέσουν, θα ξέρουν το σκορ την επόμενη μέρα, κάποιος θα ψάξει στο ίντερνετ το πρωί, και δεν θα περιμένουν την εφημερίδα της μεθεπόμενης για να το μάθουν, αν και εφόσον ενδιαφέρονται. Δεν υπάρχει σύγκριση, ουσιαστική. Ο καλύτερος είναι εκείνος που έκανε κάτι ώστε να είσαι εσύ ευτυχισμένος και ο Τζόρνταν έκανε τα πάντα, τη στιγμή που δεν ξέραμε ότι είχε πρόβλημα με τον τζόγο, ότι λίγες μέρες μετά οι τζογαδόροι θα σκότωναν τον πατέρα του για δικά του χρέη θα σκοτωνόταν ο πατέρας του, για να γίνουμε τέτοιοι. Και αυτό σηματοδοτούνταν από το δέος που ένιωθαν εκείνοι που τον αντιπαθούσαν: η πρώτη επίσημη κόντρα με τον φίλο μου τον Αντώνη ήταν σε εκείνους τους τελικούς, επειδή υποστήριζε τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ. Ο «Τσακ» είναι ένα τρισεκατομμύριο φορές πιο κουλ από τον Τζόρνταν και τον έχουμε στην πρώτη δεκάδα των ανθρώπων του αθλητισμού που θα θέλαμε για παρέα (μαζί με τον Βλάντε Ντάντε, τον Γιούργκεν Κλοπ και τον Αντόνιο Κασάνο) σε μία ταβέρνα- διότι, ναι, κάνουμε τέτοιες συζητήσεις μετά το φαί και όχι για τα μπούτια της Μαρίας- αλλά το 1993; Πφφφ, δεν υπήρχε καν σύγκριση.

Στο τέταρτο ματς με τους Μπουλς ο ΛεΜπρόν έκανε δύο επιθετικά φάουλ στο τελευταίο λεπτό του ματς. Το πρώτο στον Ζοακίμ Νοά που, για να του το δώσω, είναι για τον Τζέιμς ό,τι ο Σταρκς για τον Τζόρνταν, και το δεύτερο- και πιο ανόητο- στον Μάικ Ντανλίβι τζούνιορ. Οι Μπουλς ισοφάρισαν και μετά πήγε να πάρει το φάουλ από τον Νοά. Λίγο πριν ο Ντέιβιντ Μπλατ είχε προσπαθήσει να καλέσει τάιμ άουτ, ενώ οι Καβαλίερς δεν είχαν. Οι διαιτητές έκαναν την πάπια δεν το είδαν ώστε να τον χρεώσουν με τεχνική ποινή. Στο instant replay για τον χρόνο που απέμενε για τη λήξη της κανονικής διάρκειας του παιχνιδιού και το σκορ στο 89-89, οι Καβαλίερς είχαν δικαίωμα να σχεδιάσουν ένα σύστημα. Ο Μπλατ άρχισε να ζωγραφίζει στο μπλοκάκι και ο ΛεΜπρόν του πήρε τον μαρκαδόρο, μουντζούρωσε το σύστημα και είπε, «θα ελευθερωθώ, δώστε μου την μπάλα και θα νικήσω το παιχνίδι για εμάς, αλλιώς θα πάει παράταση». Όπως και έγινε.

Μου αρέσει αυτό, κατά βάση: μέσα σε ένα λεπτό ο Τζέιμς έκανε δύο ανοησίες και πέτυχε το νικητήριο σουτ. Τηρουμένων των αναλογιών, είχα αισθανθεί με τον ίδιο τρόπο όταν η Άλκηστη Αβραμίδου έκανε κάτι παρόμοιο στο τελευταίο δίλεπτο του τρίτου τελικού της Α1 πόλο Γυναικών του 2013 με τον ΝΟ Βουλιαγμένης: είχε χάσει πέναλτι, ισοφάρισε, ο ΝΟΒ σκόραρε ένα γκολ που έμοιαζε νικητήριο και η Αβραμίδου ισοφάρισε ξανά, ενώ έκανε και ένα σουτ από την άμυνα του Ολυμπιακού με το οποίο σκόραρε, μόνο που το γκολ ήταν εκπρόθεσμο. Η Βουλιαγμένη έκανε το 3-0 στις νίκες, στα πέναλτι εκείνου του ματς, σε ένα από τα 5 κορυφαία ματς που έχουν γίνει σε επίπεδο ελληνικού πόλο Γυναικών, εμπιστευθείτε με.

Μου αρέσει πώς οι αθλητικές ήρωες μπορούν να στριφογυρίζουν από το άχραντο στο ευάλωτο σε λίγα δευτερόλεπτα. Οι ήρωες της εφηβείας δεν έχαναν σουτ. Παρακολουθούσα πριν από χρόνια τον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 1987 με τη Γιουγκοσλαβία, για να συνειδητοποιήσω σοκαρισμένος ότι ο Γκάλης είχε χάσει τρία σουτ στη σειρά πριν συνδεθεί με το καλάθι. Αναρωτιόμουν αν όντως συνέβη αυτό: όταν μεγαλώνεις και έχεις φάει τις χυλόπιτές σου, το αφεντικό σου καθυστερεί τις πληρωμές ενώ περνάς από το δύσβατο μονοπάτι της αυτοεκτίμησης, όταν πια τα σπορ είναι ό,τι σπουδαιότερο συμβαίνει αλλά δεν είναι ο μαγικός τόπος των παιδιών χρόνων και της εφηβείας. Και είναι απίστευτο, διότι παραμένουν ο κόσμος με τα πιο έντονα συναισθήματα, εκεί που οι σχέσεις δεν μεταβάλλονται από την καχυποψία, αν δεν θέλεις. Ο Νίκος Γκάλης παρέμεινε πάντα ο Νίκος Γκάλης, για τον οποίο τραγούδησαν τα Ημισκούμπρια και οι Active Member.

Και ο ΛεΜπρόν Τζέιμς βάζει τους δημοσιογράφους στον πάγο: είχε 7 στα 23 σουτ σε κάποια φάση, έκανε δύο επιθετικά φάουλ, το παιχνίδι όδευε στην παράταση και οι Μπουλς μπορεί να το νικούσαν και να βρίσκονταν μια νίκη από το να ρίξουν ξανά το Κλίβελαντ σε κατάθλιψη, εκεί που οι κάτοικοί του έχουν πιστέψει, μετά από τόσες οδυνηρές ήττες όλων των ομάδων τους, ότι ο πάνω από μισός αιώνας χωρίς τίτλο είναι μία κατάρα που σύντομα θα εξορκιστεί. Και μετά έβαλε το τρίποντο και οι απορίες που θα είχαν πια τη μορφή της κακόγουστης κριτικής έγιναν ύμνος.

Είναι παλιά ιστορία. Και είναι το εξίσου συναρπαστική με δέκα εύστοχα σουτ. Διότι το πλεονέκτημά της είναι η έλλειψη ρυθμού, σε αντίθεση με το πλεονέκτημα των δέκα εύστοχων σουτ, που είναι ο ρυθμός. Δηλαδή η έμπνευση. Όταν ένας συγγραφέας ή ένας ζωγράφος- ή τελικώς ένας αθλητής- έχει έμπνευση, αισθάνεσαι ότι δεν είναι ο ίδιος που κατορθώνει να χορεύει τάνγκο με τον διάβολο στο σεληνόφως. Είναι σαν την ασέβεια που είχε ο Πλάτων για τον Όμηρο και για όλους τους ραψωδούς, από τη στιγμή που τα λόγια που έγραφαν δεν ήταν δικά τους, προέρχονταν από το στόμα της Μούσας. Ενώ το να βάλεις το νικητήριο σουτ ενώ έχεις φροντίσει να κατασπαταλήσει τις δύο φαινομενικά πιο κρίσιμες επιθέσεις στο ματς; Αυτό είναι σαν να γράφεις ένα λογοτεχνικό βιβλίο χωρίς να βρεις ποτέ ρυθμό, χωρίς να επικαλείσαι τη μούσα, τους δαίμονες του μυαλού σου και την ίδια την έμπνευση. Αν τα καταφέρεις να είναι ποιοτικό, λίγα κατορθώματα είναι μεγαλύτερα από αυτό. 

—————

2015-05-10 03:57

Η αγωνιώδης αίσθηση του γλυκόπικρου

Οπότε, τα μέτρα και σταθμά του ελληνικού πόλο σε επίπεδο συλλόγων αυτήν τη στιγμή είναι τα εξής: ο Ολυμπιακός νίκησε με 19 γκολ συνολική διαφορά τους ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκό, σπάζοντας το +18 που είχε στην Άρτα το 2006, όταν οι τρεις υπόλοιπες ομάδες (Πανιώνιος, ΝΟ Χίου, Εθνικός) δεν έπαιζαν με τους βασικούς παίκτες τους. Νίκησε 8 γκολ διαφορά στον τελικό, που ήταν η μεγαλύτερη από το 1954 και έβαλε 18 γκολ στο παιχνίδι που έκρινε το τρόπαιο. Και έμεινε η σκέψη ότι σε κάποια φάση αυτό το κύπελλο ήρθε δύσκολα. Έγινε, μάλιστα, μάλλον πάνω στην άψη της στιγμής, σχετική ερώτηση στον Θοδωρή Βλάχο, αν αυτό είναι το πιο δύσκολο Κύπελλο που έχει πάρει ως πρώτος προπονητής. Ο Βλάχος ήταν κόουτς του Ολυμπιακού στο 6-5 επί της Βουλιαγμένης στη Λαμία, εκεί που δεν υπήρχε ηλεκτρονικό χρονόμετρο και από τη γραμματεία φώναζαν πόσα δευτερόλεπτα απομένουν, ενώ από τη Βουλιαγμένη διαμαρτυρήθηκαν φευγαλέα για την τελευταία προσπάθεια του Αρτίν Ελμισιάν και στο περυσινό 11-10 επί του ΝΟΒ στον Άλιμο, που επίσης κρίθηκε στο τελευταίο λεπτό. Σε αυτό το παιχνίδι, στο Καρπενήσι, υπήρχε μόνο η ψευδαίσθηση του ανταγωνισμού. Δεν ετίθετο καν θέμα, ήταν ένα από τα πιο άνετα τρόπαια που έχει κατακτήσει ο Ολυμπιακός στην ιστορία του.

Τώρα, να προσπαθήσεις να πείσεις ότι όντως υπάρχει ανταγωνισμός, δεν είναι αθέμιτο. Το εμπόριο έχει γεννηθεί πριν από εκατοντάδες χιλιάδες έτη. Ο κόσμος πρέπει να συνεχίσει να κινείται και υπό την έννοια του θεάματος. Για να συμβαίνει αυτό, πρέπει να προσαρμόζεις τα ζητούμενα πάνω στην αλήθεια. Σε ό,τι αφορά την τηλεόραση και γενικώς τα μίντια, πρέπει να πλασάρουν μία διοργάνωση στην οποία έγιναν τρία σχεδόν βαρετά ματς, με τον τελικό να καταφέρνει να είναι βαρετός αν και σημειώθηκαν 28 γκολ, κάτι που αποτελεί ρεκόρ. Υπό την έννοια ότι η Σαμπαντέλ νίκησε πέρυσι στον τελικό της Ευρωλίγκας τη Βουλιαγμένη με σκορ 19-10, μπορεί κάποιος να πει ότι το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός ήταν πιο συναρπαστικό. Μπορεί επίσης να αποτελεί την αρχή μίας κόντρας σε μεγάλα ματς, κάτι που δεν θα είναι ωραίο. Το πόλο είναι ένα σπορ που δεν έχει μεγάλο κοινό, είναι ακαταλαβίστικο και δύσκολο να το συμπαθήσεις: αν αρχίσουν τα Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, θα είναι ένα σπορ που δεν έχει μεγάλο κοινό, θα είναι ακαταλαβίστικο και δύσκολο να το συμπαθήσεις, αλλά με βία. Ο Παναθηναϊκός δεν κάνει κακή προσπάθεια: έχει συμπαθητικές ομάδες στην ακαδημία, στην ανδρική ομάδα υπάρχει μία διοίκηση που τηρεί τον λόγο που έχει δώσει, παρά το γεγονός ότι τα χρήματα είναι λίγα. Λίγα χρήματα σημαίνουν μία προπόνηση καθημερινά. Οι πολίστες του Ολυμπιακού, τώρα, δεν έχουν συμφωνήσει με ποσά που έπαιρναν οι παίκτες της ίδιας ομάδας- αλλά και του Εθνικού, της Βουλιαγμένης- πριν από 10 χρόνια, παρ’ όλα αυτά είναι πάρα πολλά περισσότερα από εκείνα που παίρνουν οι ομόλογοί τους. Όταν έχεις στις 09:00 γυμναστήριο και στις 10:30 προπόνηση μέχρι τις 12:00 για πέντε μέρες την εβδομάδα και οι αθλητές του ανταγωνιστή σου εκείνη την ώρα είναι στη δουλειά, για να είναι πιο άνετοι στη ζωή τους, ένα αποτέλεσμα 18-10 είναι εξαιρετικά λογικό και θα μπορούσε, πράγματι, να το πει κάποιος τιμητικό.

Φυσικά, σε αυτό εδώ το στάδιο που βρίσκεται ο ελληνικός ερασιτεχνικός αθλητισμός, δεν μπορεί να πει κάποιος ότι ο Παναθηναϊκός θα βρει τρόπο να ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια: αυτό ξεκινά από το ποδόσφαιρο. Μόνο ο Εθνικός, αυτήν τη στιγμή, θα μπορούσε να βρει κάποιον χορηγό που να τον καταστήσει απειλητικό, διότι για τους «κυανόλευκους» του Πειραιά το πόλο είναι ισοϋψές με το ποδόσφαιρο. Είναι ο μόνος σύλλογος στην Ελλάδα που μπορεί να περηφανεύεται (και είναι όντως λόγος περηφάνιας, ρωτήστε οποιονδήποτε κάτοικο της Βουδαπέστης αν θέλετε) για αυτό.

Αυτός ο τελικός ήταν παιχνίδι που μετρούσε, περισσότερο από όλους τους άλλους, για τον Νικόλα Δεληγιάννη. Φθάνοντας τα 12 Κύπελλα, ξεπέρασε τους Θοδωρή Χατζηθεοδώρου και Τάσο Σχίζα σε κατακτήσεις.

Τώρα, δεν είναι ένα ιστορικό γεγονός ότι ξεπέρασε αυτούς τους δύο πολίστες, οι οποίοι έχουν αποχωρήσει. Θα μπορούσε να είναι αν, ας πούμε, είχε ξεπεράσει τον Ανδρέα Γαρύφαλλο ή τον Σαράντο Σαράντο. Δηλαδή δύο παίκτες άλλων γενεών. Παρ’ όλα αυτά είναι μία σπουδαία προσωπική επιτυχία. Ο Δεληγιάννης με τον Χατζηθεοδώρου, τον Αντώνη Βλοντάκη και τον Γιώργο Αφρουδάκη, συναντήθηκαν το καλοκαίρι του 1992 στην εθνική Παίδων*. Ο Τάσος Σχίζας αντάμωσε μαζί τους το 1995, όταν η εθνική Εφήβων κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Δουνκέρκης, στέλνοντας τα πρώτα ελπιδοφόρα μηνύματα για το τι μπορούσαν να κάνουν. Ως προσωπική ιστορία, ό,τι κατάφερε είναι αξεπέραστο: είναι στην κορυφή μίας λίστας που από κάτω βρίσκονται δύο τύποι που ήταν συμπαίκτης τους για τουλάχιστον 20 χρόνια. Με τον πρώτο ήταν μαζί στον Ολυμπιακό από το 2001 έως το 2010. Με τον δεύτερο, από το 2002 έως το 2014. Όταν ο Δεληγιάννης έφθασε στον Ολυμπιακό, ο Χατζηθεοδώρου είχε ψηφιστεί ως κορυφαίος παίκτης στην Ευρώπη: διάολε, ήταν ο MVP του Final 4 του 2001 στο Champions League που είχε χάσει η ομάδα του! Ο Σχίζας είχε πάρει το Κύπελλο του 2000, όταν εκείνος ακόμα δεν είχε πάρει τίτλο. Τώρα, αν ο Δεληγιάννης πάρει και το πρωτάθλημα, φθάνει επίσης στα 12 , όσα έχει ο Χατζηθεοδώρου και ο Σάκης Πλατανίτης. Το σημαντικό είναι ότι οι αριθμοί δεν φέρνουν στο φως μόνο τη διάρκεια της καριέρας του τερματοφύλακα με τους 4 Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και το πώς η δική του- η πιο σπουδαία- γενιά καθόρισε το ελληνικό πόλο. Αυτός ο τίτλος- ο οποίος είναι ο πρώτος που κατακτά ως αρχηγός στην ομάδα του- και η μοναξιά στην κορυφή αποτελεί μία ευκαιρία για τον ίδιο να θυμηθεί τι έκανε με αυτούς τους συμπαίκτες και όχι ξεχωριστά. Με το πρωτάθλημα φθάνει τους 26 τίτλους συνολικά και περνάει με τη σειρά του τον Φραγκίσκο Αλβέρτη, όπως ο Χατζηθεοδώρου έκανε το 2010, όταν έφθασε τους 27: το ξέρω, διότι πήρε όλους τους δημοσιογράφους που κάλυπταν το ρεπορτάζ του Ολυμπιακού για να τους ενημερώσει να μετρήσουν και το Σούπερ Καπ του 1997, που δεν ήταν βέβαιο ότι έπιανε για επίσημο τίτλο.

*Το 1992, που έγινε αυτή η θαυμάσια συνάθροιση στην εθνική Παίδων, ο Θοδωρής Βλάχος έπαιρνε τον πρώτο τίτλο του στον Ολυμπιακό, ο οποίος ήταν ο πρώτος σε μία απόσταση 21 ετών: αυτό το 9-8 επί του ΝΟ Πατρών στο ΟΑΚΑ ήταν λύτρωση και τα νάματα της αυτοκρατορίας εξ απαλών ονύχων. Το πρώτο Κύπελλο από τα 17 συνολικά σε 24 περιπτώσεις. Σταλινικό ποσοστό. Έχουν περάσει 23 χρόνια και ο Βλάχος (στην κάτωθι φωτογραφία αγόρι, που λέει ο λόγος, με την υπόλοιπη ομάδα, φωτογραφία σκαναρισμένη από το «Φως των Σπορ») πήρε τον πέμπτο τίτλο του ως τεχνικού του Ολυμπιακού και πρώτο με αρχηγό τον Δεληγιάννη, ο οποίος ήταν 15 χρόνων εκείνο το δίσεκτο έτος. 

Ελπίδα είναι, σε μία πενταετία από τώρα, η επόμενη γενιά να έχει κάτι να περηφανεύεται. Ο Γιώργος Ντόσκας, φερ’ ειπείν, που πήρε το 10ο Κύπελλό του ή ο Βαγγέλης Δελακάς που έφθασε τα 9. Ο Μανώλης Μυλωνάκης, που ήταν ο πρώτος παίκτης που πήρε το πρωτάθλημα και το Κύπελλο με τρεις διαφορετικές ομάδες την ίδια χρονιά, δηλαδή το 2012. Ο Μυλωνάκης ήταν εξαιρετικός στον τελικό, για αυτό πήρε το βραβείο του MVP, αλλά θα ψήφιζα Δελακά, όπως έκανα το 2011 στην Κάλυμνο, όταν ο Γιάννης Φουντούλης πήρε το πρώτο από τα δύο βραβεία του Πολυτιμότερου Παίκτη. Ο τελευταίος είναι μέλος της αμέσως επόμενης φουρνιάς, με Χριστόδουλο Κολόμβο και Κώστα Μουρίκη, ενώ λίγο πιο πίσω είναι ο Κυριάκος Ποντικέας, που το Σάββατο έκλεισε τα 24 χρόνια του, ο Άγγελος Βλαχόπουλος και ο Αλέξανδρος Γούνας με τον Κώστα Γαλανίδη. Πιο πίσω είναι ο Γιώργος Δερβίσης, ο οποίος είναι από τους πιο βελτιωμένους πολίστες στην Ελλάδα. Δεν μπορεί κάποιος να μιλήσει για γενιές, αλλά σίγουρα υπάρχουν διαφορετικές λεπτές αποχρώσεις σε κάθε ηλικιακό στρώμα.

 Φυσικά, ηλικιακής αρχής γενομένης από τους Ντόσκα, Δελακά και Μυλωνάκη, τα έργα των πολιστών του Ολυμπιακού θα κριθούν από πόσα Final 6 στο Champions League θα φθάσουν και τι θα κάνουν (πλην του Χιώτη, ο οποίος διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ότι δεν θα παίξει ξανά στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα) με την εθνική ομάδα στις μεγάλες διοργανώσεις. Πρέπει να είναι σημαντική για τους ίδιους η πορεία που διανύουν και πρώτος στόχος- όπως ήταν πάντα ο πρώτιστος στόχος για την Εθνική και για αυτό μπορεί να φουσκώνει σαν το παγώνι από περηφάνια- είναι να πάνε ξανά στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πέραν κάθε διακρίσεως, το να συμμετέχει η Εθνική σε 10η διαδοχική τέτοια διοργάνωση είναι πραγματικά σημαντικό.   

Για να επιστραφεί η κουβέντα στον Δεληγιάννη, η ρεπόρτερ της συνδρομητικής τηλεόρασης- η οποία κάλυψε το event σαν να ήταν πράγματι ένα από τα πιο σημαντικά της χρονιάς, με προσήλωση και χωρίς να νιώθεις ότι οι περιγραφές γίνονται στου Κασσίδη το κεφάλι, έστω κι αν στην Κολυμβητική Ομοσπονδία κατόρθωσαν και έκαναν συνέντευξη Τύπου χωρίς εκπροσώπους των ομάδων και έπειτα είχαν ημιεπίσημη θέση ότι «αυτό δεν είναι ευθύνη της ΚΟΕ»*- τον ρώτησε αν αυτό που πήρε είναι το τελευταίο Κύπελλο Ελλάδος του.

*Πραγματικά- και χωρίς ειρωνεία- θα ήθελα να ξέρω τι στο καλό είναι ευθύνη της ΚΟΕ: αν δεν μπορεί μία ομοσπονδία σε Final 4 Κυπέλλου να διοργανώσει μία συνέντευξη με τους αληθινούς πρωταγωνιστές του παιχνιδιού (όχι, οι αληθινοί πρωταγωνιστές ΔΕΝ ήταν στη συνέντευξη Τύπου) και έπειτα κρίνει για υπαίτιες τις ομάδες, δεν ξέρω για τι πραγματικά φταίει.

Ο Δεληγιάννης απάντησε ότι δεν θέλει να τα σκέφτεται αυτά. Στις 3 Σεπτεμβρίου κλείνει τα 39 χρόνια του και ασφαλώς δεν μπορεί να παίζει πάντα στο υψηλότερο επίπεδο. Μου θυμίζει κάπως την ιστορία που παίζει με τον Τιμ Ντάνκαν: ο σέντερ των Σπερς πέτυχε 27 πόντους και πήρε 11 ριμπάουντ στο έβδομο ματς με τους Λος Άντζελες Κλίπερς στο Staples. Πέτυχε δύο σούπερ βολές με 8 δευτερόλεπτα να απομένουν για τη λήξη του παιχνιδιού, αλλά δεν μπόρεσε (για 5 εκατοστά) να κόψει το σουτ του Κρις Πολ με 1’’ να απομένει. Οι πιο βιαστικοί άρχισαν να υφαίνουν τις αγιογραφίες για τον εξωγήινο Τίμοθι Άλμπερτ, παρ’ όλα αυτά δεν είπε ότι σταματάει. Πώς στο καλό ένας παίκτης που σημείωσε 27 πόντους και πήρε 11 ριμπάουντ στο τελευταίο ματς που έπαιξε θα σταματήσει; Είναι από τις καταστάσεις που θα αισθανθείς όμορφα και άσχημα ό,τι και να κάνει: η θέση του στο status quo του αθλήματος είναι εξασφαλισμένη, δεν θέλεις να είναι μία ή δύο ταχύτητες κάτω και να χάσει την αίγλη του, αλλά από την άλλη μεριά είναι ένας θρύλος. Θα παίζει όσο θέλει και για αυτό θα του αποδώσει σεβασμό το ίδιο το παιχνίδι και η ομάδα του. Φαντάζομαι ότι όπως αποφασίζει ο Ντάνκαν για το αν θα συνεχίσει στους Σπερς- και όχι ο οργανισμός- έτσι θα αποφασίσει και ο Δεληγιάννης αν θα συνεχίσει στον Ολυμπιακό. Σε ό,τι αφορά τον θεατή, δημιουργείται η αγωνιώδης αίσθηση του γλυκόπικρου. Να νιώθεις όμορφα και άσχημα την ίδια στιγμή, όποια και να είναι η συνέχεια.

Το ένστικτό τσιγκλάει προς την κατεύθυνση ότι ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού θέλει να συμπληρώσει 15ετία: να παίξει και τον επόμενο χρόνο. Δεν γνωρίζω αν ενδόμυχα σκέφτεται να εξαντλήσει τις πιθανότητές του για να μπει στην εθνική ομάδα και να διεκδικήσει τους πέμπτους Ολυμπιακούς Αγώνες της καριέρας του, πάντως δεν φαίνεται αυτήν τη στιγμή διατεθειμένος να σταματήσει. Είναι πολύ λογικό να ψάξει σπουδαία ματς στους τελικούς του πρωταθλήματος που θα γείρουν τη ζυγαριά στην επιχειρηματολογία του.

Ούτως ή άλλως το ηλικιακό υπόβαθρο στο οποίο κινούνται οι τερματοφύλακες σε κάθε σπορ είναι διαφορετικό. Την τελευταία τετραετία (δηλαδή από τον τέταρτο τελικό του 2011 και έπειτα), το αν θα σταματήσει ή αν θα συνεχίσει μοιάζει με το μάδημα της μαργαρίτας. Κάθε φορά μία λιτή ανακοίνωση ανανέωσης λύνει την απορία. Αν δεν πει ο ίδιος ότι φεύγει- παρά το γεγονός ότι έχει βρει την εργασιακή φόρμουλα ώστε να δουλεύει και στη δική του και της συζύγου του, Αγγελικής Καραπατάκη, ακαδημία κολύμβησης, δηλαδή τους Αστέριες, στην οποία επίσης εργάζεται η Βάσω Μαυρέλου, πάει να πει λεφτά σε ελβετική τράπεζα για τους γονείς- ίδιο θα είναι και το καλοκαίρι αυτό. Σαν το «Καλοκαίρι» του Σαββόπουλου, που το ονειρώδες απαντάται με το εφιαλτικό.

—————

2015-05-09 17:08

(Τι σημαίνει να είσαι) Νέος και Σπουδαίος

 

Μπαίνουμε στην εποχή του Ντούσαν Μάντιτς...

... στην εποχή του Ντούσαν Μάντιτς. Στα 25 του, θα είναι Φιλίπ Φιλίποβιτς 2.0. Θα είναι Νόρμπερτ Μάνταρας του Κολωνακίου. Θα έχει κατακτήσει 4 Ευρωλίγκες και ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο.  

(Θεέ μου, κάνε να είμαι εκεί όταν ο Γκαβρίλ Σούμποτιτς μαρκάρει τον Ντούσαν Μάντιτς στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 2017).

Βλέποντας έναν νεαρό παίκτη να κάνει μοναδικά πράγματα σε κάθε σπορ, δεν μπορείς να κρατηθείς. Δεν είναι τυχαίο που ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ προτίμησε τα γυαλάκια με τις καρδούλες για τη Σου Λάιον, η οποία έπαιξε τον ρόλο της Ντολόρες Χείζ, της θρυλικής Λολίτας, ένα αποκύημα της μεγαλοφυούς φαντασίας του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Με τα νιάτα δεν μπορείς να κρατηθείς γενικώς. Μπορείς, μόνο, να κρυφτείς τον περισσότερο καιρό. Και μετά έρχεται το πάθος, ασίγαστο και αγαστό, φωτίζει τις σκιερές μεριές του εαυτού σου και σε διασύρει, όπως ακριβώς έκανε η ίδια η Λολίτα στον σεβάσμιο Χάμπερτ Χάμπερτ. Σε διασύρει και σε ξεσκίζει. Τις περισσότερες φορές, βεβαίως, είναι ακίνδυνο και μπορείς να θαυμάσεις χωρίς να σου κοστίσει. Τις άλλες η δομή της ίδιας της λογικής ύπαρξής σου, η ίδια η φύση σου, δέχεται ένα τεράστιο πλήγμα.

Για αυτό και ο πρόλογος για τον Ντούσαν Μάντιτς δεν είναι γραμμένος από χέρι ανθρώπου αδιάφορου για το γεγονός ότι ο αριστερόχειρας της Παρτιζάν, που διέσυρε πέρυσι την Προ Ρέκο στον προημιτελικό του Final 6, την αποσυναρμολόγησε πεντάμετρο στο πεντάμετρο, ήταν ασταμάτητη αυγουστιάτικη μπόρα, είναι το next best thing του παγκόσμιου πόλο και ο Ντέγιαν Σάβιτς θα τον έχει φέτος στη βασική επτάδα της εθνικής Σερβίας, μαζί με τον Φιλίποβιτς στα δεξιά*. Νάτο πάλι. Νάτος ο παράλογος ενθουσιασμός.  

*Σάλια φεύγουν από παντού. Προσπαθώ να τα συγκρατήσω.

Σας το ορκίζομαι αγαπητοί αναγνώστες: δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο όπως αυτό που έγινε στο τέλος του τρίτου ημιτελικού του Ερυθρού Αστέρα με την Παρτίζαν στο κολυμβητήριο της Μπάνιτσα.

Καταρχάς, η ίδια η σειρά ήταν από μόνη της ατόφιο χρυσάφι. Ο Σάβιτς και ο Βουγιασίνοβιτς έχουν ομάδες νεαρές και ο κοινός παρονομαστής τους είναι οι έμπειροι τερματοφύλακες: από τη μία μεριά ο γιγαντιαίος Ντένις Σέφικ, με τον οποίο ανταμώσαμε όταν ο Αστέρας είχε έρθει για να κάνει προετοιμασία με τον Ολυμπιακό, και από την άλλη ο έξοχος Σλόμπονταν Σόρο.

Κάτωθι παρατίθεται το βίντεο με τον Σέφικ. Μιλάει για τον ρόλο που έχει σε ό,τι αφορά τους νεαρούς παίκτες του Ερυθρού Αστέρα («περισσότερο φίλος παρά πατέρας», θυμάται με καθαρή νοσταλγία τη χρονιά του στον Εθνικό, αν και ξεκάθαρα αδικήθηκε τόσο μέσα στη χρονιά όσο και στη σούμα, και ασφαλώς μιλάει για το εκπρόθεσμο γκολ που δεν έπρεπε να μετρήσει αλλά ευτυχώς μέτρησε γκολ που πέτυχε στον περυσινό τελικό του Κυπέλλου με τη Ραντνίτσκι Κραγκούγεβατς. Ο λόγος που το βίντεο είναι σκοτεινό, είναι διότι η λήψη του έγινε έξω από το κολυμβητήριο, αλλά ας λέγατε εσείς στον Μάζη, που βιαζόταν, ότι δεν έγραφε καλά η κάμερα.

www.youtube.com/watch?v=m_rGl3N3hF4

Εν ολίγοις: ο Αστέρας έσπασε την έδρα της Μπάνιτσα στον πρώτο ημιτελικό, η Παρτίζαν επέστρεψε για να περάσει από το κολυμβητήριο «11 Απριλίου» και ο τρίτος ημιτελικός κρίθηκε στα πέναλτι. Οι νεαροί παίκτες των δύο ομάδων εννοείται ότι ήταν φρενιασμένοι: τρία παιχνίδια υψηλού ρυθμού, ελάχιστης πνευματικής διαύγειας, πελώριων λαθών, αλλά έντασης που κάποιος συναντά σε έναν απελπισμένο 18χρονο εραστή ο οποίος νιώθει ότι ο κόσμος χάνεται, αλλά δεν μπορεί να σταματήσει την παραγωγή ενέργειας. Και στο τέλος, όταν πια οι παίκτες του Βουγιασίνοβιτς έπεσαν στο νερό, ουδείς εκ των οπαδών της Crno Belli έφυγε από τη θέση του: η συμμετοχή ήταν όλων.

Αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο οι νέοι: να φωνάζουν ένα σύνθημα με τη συμμετοχή των «Γκρόμπαρι»  και να χορεύουν λες και είναι η ρώσικη ομάδα της συγχρονισμένης κολύμβησης, σηκώνοντας νερά από την πισίνα. Και πάλι, η πεζότητα της περιγραφής δεν μπορεί να δώσει ακριβώς αυτό που έγινε, διότι περιορίζει τις αισθήσεις. Πώς μπορεί να καλύψει την ακοή, που έρχεται μέσα από τα ντεσιμπέλ, από τον πολύμορφο ήχο; Πώς να δώσει στην όραση να κατανοήσει την επικοινωνία που υπήρχε και το πόσο ξεχωριστός σύλλογος είναι η Παρτίζαν; Και πώς να ορίσει την ατέρμονη χαρά, η οποία παραμένει η ίδια σε έναν ημιτελικό πρωταθλήματος και σε έναν τελικό Champions League, που έχει ο οπαδός των παιχνιδιών, των σπορ, και της ίδιας της ομάδας; Η πιο σωστή περιγραφή που μπορεί να γίνει για ένα τέτοιο βίντεο, είναι οι ερωτήσεις.

Τόσο ο Σάβιτς όσο και ο Βουγιασίνοβιτς βγάζουν ένα σχετικό παράπονο για το γεγονός ότι η enfant gate του σέρβικου πόλο βρίσκεται στο εξωτερικό και ότι οι ομάδες αδυνατούν να κρατήσουν τους καλύτερους παίκτες τους για πολύ καιρό. Αλλά προφανώς δεν τίθεται καν θέμα για τον ρόλο που παίζει η Σερβία σε όλα τα ομαδικά σπορ, σε ό,τι αφορά τον δυτικό αθλητικό πολιτισμό. Και οι ίδιοι, ως παίκτες, αναδείχθηκαν για να φύγουν από τη χώρα, από μία χώρα τόσο βασανισμένη που παρά το γεγονός ότι τα παλικάρια της την αγαπάνε, αδυνατεί να κρατήσει οποιονδήποτε. Ο Μάντιτς, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ο εστεμμένος αρχηγός της Παρτίζαν από τον Βουγιασίνοβιτς, παρά το γεγονός ότι οι τελικοί με τη Ραντνίτσκι θα είναι τα τελευταία παιχνίδια του στην ομάδα, αφού από τον επόμενο χρόνο τον περιμένει με ανοικτές αγκάλες εκείνος υπό την αιγίδα του οποίου αναδείχθηκε: δηλαδή ο Ιγκόρ Μιλάνοβιτς στην Προ Ρέκο.

Είναι υπέροχο να είσαι νέος και σπουδαίος: συμβαίνει μία φορά. Είναι θαυμάσιο να είσαι νέος, κάτι που μόνο οι νέοι δεν ξέρουν. Οι πιτσιρικάδες της Παρτίζαν είναι νέοι με τρόπο που ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο θα προβληματιζόταν: είναι τόσο ακατέργαστοι και ανέτοιμοι, αλητεύουν στην Κνεζ Μιχαΐλοβα και στη Σλάβια, εκεί που οι επιγραφές νέον σου δείχνουν πού είναι τα καζίνο και τα στριπτιτζάδικα, δεν περνούν τις ώρες τους στο γυμναστήριο (η κάμερα δείχνει τον Δημήτρη Κραβαρίτη να γνέφει καταφατικά και μελαγχολικά).

Αυτή η σκηνή ήταν καλύτερη από σερβιτόρα με κορσέ στο Μόναχο τον Οκτώβρη. Πιο έντονη από τις πτερόεσσες χορδές ενός τσέλο των Κροατών που παίζουν το Thriller του Μάικλ Τζάκσον, πιο παθιασμένη και από το «Choose Life» στο Trainspotting του Ντάνι Μπόιλ, πιο ηλεκτρική και από τον θόρυβο που κάνει η μηχανή του Βαλεντίνο, πιο λυτρωτική και από τις ανάσες που παίρνει ο κιθαρίστας των ACDC, Άντι Γιανγκ, πιο διεγερτική και από τα βλέμματα των πιτσιρικάδων, όταν από μπροστά τους περνάει η Μαλένα.

Και ταυτοχρόνως, δεν είναι πιο τίποτα από τίποτα. Διότι σημασία δεν έχει η ίδια η στιγμή, αλλά αυτό το αλλοπρόσαλλο που σου βγάζει. Θυμάσαι τότε που ήσουν 14 και θρηνούσες τα νιάτα επειδή η Αλίκη τραγουδούσε, στο «Χτυποκάρδια στο Θρανίο», «φεύγουν τα νιάτα»; Δεν είχε νόημα να το κάνεις. Τότε δεν ήσουν καν νέος. Αλλά το έκανες. Και ξέρεις γιατί; Επειδή η Αλίκη σε ανάγκαζε να το κάνεις. 

—————

2015-05-08 16:03

Υπόθεση καθαρά προσωπική

Ο περυσινός τελικός του Κυπέλλου Ελλάδος πόλο Ανδρών, που έγινε στις 11 Μαΐου στο κολυμβητήριο του Αλίμου, είχε δράση. Ο Ολυμπιακός δεν μπήκε καν στον κόπο να παίξει με τον Νηρέα Λαμίας, ο ΝΟ Βουλιαγμένης έπαιξε όσο έπρεπε για να νικήσει τον ΝΟ Χίου και οι δύο ομάδες διαξιφίστηκαν σε ένα παιχνίδι που κρίθηκε λίγο πριν το τελευταίο λεπτό του, 11-10. Ο Ολυμπιακός είχε περισσότερες λύσεις και ο Κώστας Μουρίκης έβαλε το γκολ που, εκτός των άλλων, του έδωσε το MVP του Κυπέλλου. Η εξέλιξη του ματς και κάποιες αποφάσεις- όπως εκείνη στο γκολ του Γιώργου Ντόσκα στα τέλη του τρίτου οκτάλεπτου- άφησαν τη Βουλιαγμένη παραπονούμενη. Τον τελικό εκείνον, βεβαίως, νίκησε η καλύτερη ομάδα.

Ο Ολυμπιακός είχε τελειώσει όλες τις υποχρεώσεις του μέχρι αυτό το ματς. Είχε πάρει το πρωτάθλημα με «σκούπα» στον ΝΟΒ και 27-0-0 νίκες για πρώτη φορά από το 2010. Οι τελικοί είχαν τελειώσει στις 26 Απριλίου και οι «ερυθρόλευκοι» του Θοδωρή Βλάχου είχαν νικήσει στα τρία ματς με διαφορά 4,6 γκολ. Η ομάδα έκανε φιέστα 4 μέρες μετά, στις 30, όταν οι Γυναίκες νίκησαν 8-6 το αντίστοιχο συγκρότημα του ΝΟΒ. Στις 3 Μαΐου έπαιξε με τη Γιουγκ Ντουμπρόβνικ το αδιάφορο ματς για τη 10η αγωνιστική του Champions League. Υπήρχε ένα κενό 8 ημερών, στο οποίο πολύ λογικά οι παίκτες σκέφτονταν την ξεκούραση. Το... άγημα της ελληνικής σημαίας, για την εθνική πόλο Ανδρών, θα ερχόταν μόλις 4 μέρες μετά.  Όλοι σκεφτόντουσαν τις ανάσες.

Σε αυτήν την περίπτωση, το Final 4 του Κυπέλλου Ανδρών που διεξάγεται στο Καρπενήσι, σηματοδοτεί την αρχή των πλέι οφ του πρωταθλήματος. Ο Ολυμπιακός θα περιμένει τον αντίπαλό του για τους ημιτελικούς, που θα βγει από το ζευγάρι της Βουλιαγμένης με τον Υδραϊκό. Έπειτα θα παίξει τους τελικούς με αντίπαλο τον νικητή του ζευγαριού του Εθνικού με τον νικητή του Παναθηναϊκός-ΠΑΟΚ. Οι τελικοί θα τελειώσουν σε ένα μήνα, που λέει ο λόγος. Πάει να πει ότι οι παίκτες είναι σε αγωνιστική ετοιμότητα. Και οι διαφορές είναι τόσο πολλές από το περυσινό ματς- ακόμα και το γεγονός ότι δεν κατέβηκε ο Νηρέας και άρα δεν δημιούργησε συνθήκες παιχνιδιού ήταν μειονέκτημα- που οι τρεις υπόλοιπες ομάδες δεν δικαιούνται να φέρνουν το περυσινό παιχνίδι ως οδηγό στο μυαλό τους. Ακόμα και η Βουλιαγμένη, πέρυσι, είχε τον Χρήστο Αφρουδάκη, τον Μανώλη Μυλωνάκη και τον Ανδρέα Μιράλη, εκτός των άλλων. Η μεγάλη διαφορά, όμως, είναι ότι τώρα ο Ολυμπιακός είναι έτοιμος για αυτό το ματς σε αντίθεση με πέρυσι, που οι παίκτες σκέφτονταν ότι εύκολα ή δύσκολα θα νικήσουν.

Από το 2001 έως και σήμερα, η ομάδα που εδρεύει στον Πειραιά δεν έχει χάσει σε τελικό. Την τελευταία φορά που έγινε ήταν το 2000, στο απίστευτο ματς της Θεσσαλονίκης με τον Εθνικό, δεν είχε μπει το μιλένιουμ καλά καλά, που λέει ο λόγος. Οι υπόλοιπες δύο ήττες αυτά τα 15 χρόνια, στα οποία δίνει πάντα το «παρών» στην τελική φάση, ήρθαν από τον Εθνικό το 2005 και από τη Βουλιαγμένη το 2012, και αυτό σημαίνει 12 Κύπελλα.

Ο Ολυμπιακός πέρασε τις 12 κατακτήσεις του Εθνικού το 2010, όταν στη Σύρο ο Θοδωρής Χατζηθεοδώρου έβαλε το νικητήριο γκολ στο 7-6 επί του Πανιωνίου. Οι «ερυθρόλευκοι» έχουν πάρει συνολικά 16 Κύπελλα και πάνε για το 17ο: την Παρασκευή στις 19:00 (Novasports 1) θα αντιμετωπίσει τον ΠΑΟΚ ο οποίος ψάχνει τον πρώτο τελικό της ιστορίας του σε επίπεδο πόλο Ανδρών, ενώ το ίδιο συμβαίνει με τους Παναθηναϊκό και Υδραϊκό: ουδεμία εκ των τριών ομάδων έχει παίξει σε τελικό Κυπέλλου ή πρωταθλήματος, ενώ η ομάδα που έχει τους περισσότερους παίκτες που έχουν πείρα σε τέτοια ματς είναι εκείνη της Ύδρας: μόνο τους Γιώργο Μαυρωτά, Φίλιππο Καϊάφα και Αντώνη Βλοντάκη να βάλεις στην εξίσωση, χάνεται η μπάλα.  

Η διοργάνωση ξεκίνησε το 1953, διακόπηκε το 1958, άρχισε ξανά το 1984, δεν έγινε το 1994. Ο Ολυμπιακός πήρε το Κύπελλο το 1992, τον πρώτο τίτλο του μετά το 1971: ήταν ένα ματς επί του ΝΟ Πατρών στο ΟΑΚΑ, το οποίο έληξε με σκορ 9-8 και τον γερόλυκο Αντώνη Αρώνη να πετυχαίνει το νικητήριο γκολ. Ο Θοδωρής Βλάχος- που πάει για το τρίτο διαδοχικό Κύπελλό του ως προπονητής- και ο Κώστας Λούδης, τεχνικός του Παναθηναϊκού, ήταν συμπαίκτες σε εκείνο το ματς, ενώ παίκτης του ΝΟΠ ήταν ο... Δημήτρης Μπιτσάκος, που ετοιμάζεται να πάρει μέρος στη διοργάνωση με τα σκληρά... γεροντοπαλίκαρα του Υδραϊκού, που τη φετινή σεζόν θυμίζουν τους ήρωες από τις ταινίες «Ρεντ». Ο Μπιτσάκος, μάλιστα, έχει βρεθεί στο Φισκάρδο παρέα με τον Νικόλα Δεληγιάννη. Για τον τερματοφύλακα του Ολυμπιακού η διοργάνωση στο Καρπενήσι είναι σημαντική για 2+1 λόγους.

 Η ΠΡΩΤΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Η σκούφια του Δεληγιάννη κρατάει από το Καρπενήσι. Για την ακρίβεια είναι από την Καστανιά, στον δρόμο προς τον Προύσσο. Αυτός ο χώρος για τον τερματοφύλακα του Ολυμπιακού είναι ένα κρυσφήγετο: έχει πάρει τον συγκεκριμένο δρόμο αρκετές φορές, όπως πέρυσι το καλοκαίρι, αφού τελείωσε η σεζόν. Ο Δεληγιάννης δεν θέλει να χάσει το Κύπελλο εντός έδρας, που λένε: αυτός είναι ο τόπος του, είναι η πατρίδα του και εκεί ηρεμεί και γαληνεύει. Συν τοις άλλοις, αυτό το τρόπαιο είναι σημαντικό για ακόμα ένα λόγο: θα είναι το 12ο. Ξέρετε πόσοι άλλοι πολίστες στην ιστορία έχουν 12 Κύπελλα; Ούτε ένας. Noone. Nessuno. Πεγσόν (θα το έγραφα γαλλικά, αλλά μου φάνηκε καλύτερο έτσι).

Πέρυσι, στον Άλιμο, ο Δεληγιάννης και ο Σχίζας έφθασαν σε κατακτήσεις τον Χατζηθεοδώρου, ο οποίος πήρε 11 Κύπελλα από το 1997 έως το 2010. Ο δεύτερος πήρε 10 με τον Ολυμπιακό, 2003, 2004, 2006-11, 2013, 2014) και 1 με τον Εθνικό το 2000. Ο Δεληγιάννης έχει κατακτήσει από το 2002 έως 2014 με τον Ολυμπιακό και φέτος, τη 14η περίοδό του με τους «ερυθρόλευκους» έχει την ευκαιρία να γίνει ο πολυνίκης του θεσμού, με τους υπόλοιπους εν ενεργεία πολίστες να ακολουθούν σε αρκετά μεγάλη απόσταση. Δεύτεροι από τους εν ενεργεία είναι οι Βαγγέλης Δελακάς και Γιώργος Ντόσκας που έχουν 8 Κύπελλα.

Ο Ολυμπιακός έχει χάσει 12-0 από τον Εθνικό το 1954 και αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά σε τελικό Κυπέλλου. Οι «ερυθρόλευκοι» έχουν νικήσει τον Πανιώνιο 16-5 στην Άρτα το 2006 (φθάνοντας το +18 σε τέρματα σε Final 4- έστω και σε επεισοδιακό, αφού οι περισσότεροι παίκτες των υπόλοιπων ομάδων που συμμετείχαν δεν ήταν βασικοί, λόγω της απεργίας- που είναι το ρεκόρ) και 14-5 τα Χανιά το 2003. Επίσης, ουδείς παίκτης έχει σημειώσει πάνω από 5 γκολ σε ένα τελικό: το πιο εντυπωσιακό «πεντάρι» βεβαίως πέτυχε ο μακαρίτης Ανδρέας Γαρύφαλλος, ο οποίος το έκανε το 1953 στον τελικό με τον Ολυμπιακό, τον πρώτο του θεσμού, που έληξε με σκορ 5-4. Είναι ρεκόρ τα οποία μπορεί να διεκδικήσει: και το επιθετικό πρόσημο των 16 γκολ και έναν παίκτη με πάνω από 5 στον τελικό και τη διαφορά των 12.  Συν τοις άλλοις, ο Γιάννης Φουντούλης δεν έχει καταφέρει να είναι πρώτος σκόρερ του Final 4 με τον Ολυμπιακό, αν και έχει κατορθώσει να το κάνει το... 2006, με τον ΝΟ Χίου: είχε πετύχει 8 γκολ, αθροιστικά στον ημιτελικό και τον τελευταίο μικρό τελικό στην ιστορία της διοργάνωσης.

Βεβαίως, οι αριθμοί είναι εύκολο να αραδιάζονται, αλλά οδηγός είναι η τελική επικράτηση, χωρίς να έχει σημασία το στατιστικό υπόβαθρο. Οι «ερυθρόλευκοι» σπανίως αποτυγχάνουν σε μονά ματς με κατώτερους αντίπαλους, όπως αυτά που θα δώσουν στο Καρπενήσι. Το 17ο Κύπελλο δεν είναι γεγονός, αλλά έχει απόλυτο φαβορί, περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά. Αυτό που απομένει είναι η επιβεβαίωση. 

Πηγή για στατιστικά στοιχεία: www.koe.org.gr

 

Το κείμενο τέθηκε προς δημοσίευση για την ιστοσελίδα redopinion.gr, αλλά δεν δημοσιεύθηκε λόγω προβλήματος που αντιμετώπισε ο server. 

—————

2015-05-07 01:31

Για την αγάπη για τα σπορ

Αυτήν τη φορά δεν πρόκειται για την ημιτελή σειρά ιστοριών στο gavros.gr, μία ιστοσελίδα η οποία ανακαινίστηκε και παρ’ όλα αυτά η διαφορά της από την προηγούμενη φορά είναι ότι κρατήθηκε το αρχείο. Πρόκειται για κάτι συγκεκριμένο, κάτι που συνέβη on the road, όπως θα έγραφε ο Τζακ Κέρουακ. Που συνέβη την Κυριακή 26 Απριλίου.

Η προηγούμενη βραδιά είχε την ένταση της Wall Street τη Μαύρη Δευτέρα, 19 Οκτωβρίου του 1987, αλλά το συναίσθημα ήταν διαφορετικό. Υπήρχε μία σχεδόν συμμορίτικη αγριότητα και στο μυαλό μου έμοιαζα με πρωτοπαλίκαρο του Αττίλα. Συμβαίνει μία φορά στη ζωή με τόση πρωτογονία. Και αυτό που το κάνει παντελώς ξεχωριστό είναι ότι το ξέρεις ότι αποκλείεται να γίνει ξανά με τον ίδιο τρόπο. Το αποτέλεσμα και η επιγραφή ίσως επαναληφθούν, παρ’ όλα αυτά η συγκυρία, οι διαστάσεις που παρουσιάστηκε η στιγμή μπροστά μου, την καθιστούν ανεπανάληπτη καθ’ ολοκληρία και αναμφισβήτητα. Για τους παθιασμένους θαυμαστές όπως του λόγου μου (είμαι μέλος του Δ.Σ. θαυμασμού, μην ξεγελιέστε καθόλου, και έχω ψηλό πόστο, απλώς δεν σας το λέω για να μη σας κομπλάρω), αυτό ακριβώς το ψηφιδωτό, όπως ζωγραφίστηκε θαρρείς από τον Τζάκσον Πόλοκ, με την περίφημη πια τεχνική του ντρίπινγκ- δώστε μου χορηγία, παίκτες του Quizdom- δηλαδή κάτι σαν ζωγραφική με τα χέρια, φέρνει στο μυαλό μια άλλη στιγμή αιώνια και σύντομη όπως αυτή. Τη διάβαση από τη μήτρα στον κόσμο. Αν μπορούσα να καταλάβω τότε, κάπως έτσι θα αισθανόμουν. Σαν, αντί για έντερα, συκώτια και νεφρά, να ήμουν γεμάτος από φως και αέρα και νερό και όσο φυσούσε ο αέρας να δημιουργούσε περίεργες αντανακλάσεις και ξαφνικά, σε ένα ψυχικό απόγευμα, να καταλάγιαζε η σκόνη και το φως με το νερό να δημιούργησαν ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα το οποίο, δεν κοίταζα αλλά, ήμουν.

Φεύγοντας από το κολυμβητήριο μετά τα μεσάνυχτα είχα υπ’ όψιν μου ότι την Κυριακή θα πιτακωνόμουν από νωρίς για να αντιμετωπίσω μία θύελλα από μπύρες σε ένα μέρος που φάνταζε  απεριόριστο. Αυτό είναι το κλειδί όταν είσαι προσκεκλημένος σε μία γιορτή που, τρόπον τινά, μοιάζει με πενθήμερη εκδρομή. Το ζητούμενο, ωστόσο, ήταν ότι το Σάββατο δημιουργήθηκε επιθυμία αδήριτη για μπύρα. Ο Τομ Ρόμπινς δεν έγραψε το B for Beer τυχαία. Αν θελήσεις να αναγάγεις την αδυναμία σου σε λογοτεχνικό υπόβαθρο, το συγκεκριμένο βιβλίο είναι εξαιρετική αφορμή.

Το μεσημέρι της επόμενης μέρας βρισκόμαστε, τέσσερις άνθρωποι σε ένα αυτοκίνητο, στον δρόμο για την Κάντζα, σε ό,τι θα ήταν γλέντι τρικούβερτο. Βγήκαμε στην έξοδο της Αττικής οδού και στρίψαμε αριστερά και σε έναν μεγάλο χώρο με τσιμέντο άνθρωποι στεκόντουσαν, κρατώντας κάτι που έμοιαζε με μπαστούνι. «Τι κάνουν αυτοί εκεί;», ρώτησε ο Μάνος.

Η απάντηση έκρυβε την έκπληξη. Ήταν Πακιστανοί, από εκείνους που στέκονται στα φανάρια και ικετεύουν για ένα καθάρισμα του μπροστινού τζαμιού, από εκείνους που σου γίνονται στενός κορσές αν σε δουν με κοπέλα. Ήταν από μία χώρα η οποία υποφέρει από καταστροφές και από φτώχεια, δραπέτες κάτω από τον ουρανό και βρίσκονται σε ένα τσιμεντένιο γήπεδο, ένα χώρο που μεταμόρφωσαν σε γήπεδο για τις ανάγκες τους, μέρα Κυριακή, όλοι μαζεμένοι, για να θυμηθούν και να θυμίσουν. Δεν μπορώ να γνωρίσω ακριβώς ποιο σπορ έκαναν: όποιο εκ των χόκεϊ επί χόρτου ή κρίκετ και αν επιχειρούσαν πάντως, κάποιοι δεκάδες μετανάστες ενός λαού που η θέση του στο χάρτη είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, έκαναν τη δική τους θυσία ποιος ξέρει σε ποιους Θεούς.

Το Πακιστάν έχει παράδοση σε... 3 σπορ. Το χόκεϊ επί χόρτου, βεβαίως, είναι η κορωνίδα τους: έχουν τρία χρυσά ολυμπιακά μετάλλια και τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα. Θα ήθελα να έχω μία μηχανή του χρόνου και να βρεθώ στην Ισλαμαμπάντ για 10 λεπτά στις 24 Οκτωβρίου του 1971, ακριβώς με τη λήξη του τελικού του Παγκόσμιου στη Βαρκελώνη, όταν ο Τάνβιρ Νταρ έβαλε το γκολ με το οποίο το Πακιστάν νίκησε την Ισπανία μέσα στην έδρα της. Ή θα ήθελα να είμαι στην Κουάλα Λουμπούρ της Μαλαισίας το τριήμερο από 13 Οκτωβρίου έως 15 Οκτωβρίου: όταν το Πακιστάν συνέτριψε 5-1 τη Δυτική Γερμανία και έχασε 2-1 στον τελικό από την άλλη υπερδύναμη, την Ινδία. Ή στο Λαχόρ του Πακιστάν στις 23 Φεβρουαρίου του 1990, για να μοιραστώ τον πόνο των Πακιστανών και να δω τα δάκρυά τους, δάκρυα που δεν πρόκειται να περάσουν στην αθλητική μυθιστορία όπως των Βραζιλιάνων το 1950, μετά την ήττα τους από την υπέροχη αθλητική δύναμη Ολλανδία με σκορ 3-1.

Στο κρίκετ είναι επίσης πρωταθλητές τέσσερις φορές, ενώ στο σκουός, αυτό το σπορ με τη ρακέτα και τον τοίχο, έχουν όποιον φέρεται να είναι ο κορυφαίος αθλητής στην ιστορία τους: τον έξι φορές παγκόσμιο πρωταθλητή Τζαχάντζιν Καν.

Το δεδομένο είναι πως δεν έχω ιδέα πώς παίζονται αυτά τα σπορ. Μόλις μία μέρα πριν έζησα live μία από τις κορυφαίες αθλητικές στιγμές στη ζωή μου (και είμαι επιεικής για να μη γίνω τελείως γραφικός) και βρέθηκα μέσα σε ένα αυτοκίνητο να κοιτάζω με απόγνωση τους Πακιστανούς να προετοιμάζονται, το ζεστό μεσημέρι, για ένα παιχνίδι με κάποια αντικείμενα που έμοιαζαν με μπαστούνια, είτε επρόκειτο για κρίκετ είτε για χόκεϊ επί χόρτου. Δεν έχει και μεγάλη σημασία να μην ξέρεις τα σπορ. Το 2000 στο Σίδνεϊ ένας από τους κορυφαίους Αμερικάνους αρθρογράφους- κυρίως για μπέιζμπολ- ο Τζο Ποζνάνσκι, έγραψε ότι βρέθηκε τυχαία στην παλαίστρα που ο Αμερικάνος Ρούλον Γκάρνερ ανάγκασε τον θηριώδη Αλεξάντερ Καρέλιν στην πρώτη διεθνή ήττα στη ζωή του. Την προηγούμενη φορά που ο Ρώσος είχε χάσει από κάποιον ήταν... Σοβιετικός και η ήττα προήλθε από συμπατριώτη του, εν έτει 1987. Εξηγούσε πώς, χωρίς να έχει ιδέα για την πάλη, βρέθηκε ενώπιον μίας από τις κορυφαίες ιστορίες που έχει γράψει ποτέ.

Στον αθλητισμό δεν υπάρχουν δόγματα. Θα ήταν όνειρο να καλύψω χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες ή, παραδείγματος χάρη, να ήμουν στο Τορίνο το 2006, όταν τραγουδούσε ο Λουτσιάνο Παβαρότι. Να συνεχίσω; Θα συνεχίσω. Ή να ήμουν στο Σολτ Λέικ το 2002, για να δω τον Αυστραλό Στίβεν Μπράντμπερι να παίρνει το χρυσό μετάλλιο, ένα από τα πιο απίθανα στην ιστορία των Ολυμπιακών, στο speed skating, στον αγώνα που ονομάστηκε «Last Man Standing». Ή στο Σεράγεβο το 1984, για να δω έναν πρώην αστυνομικό, τον Κρίστοφερ Ντιν, και μία χορεύτρια, την Τζέιν Τόρβιλ, να κάνουν το πρώτο άριστα στην ιστορία του καλλιτεχνικού πατινάζ. Το έλασσον ζήτημα θα ήταν η γνώση πάνω στο σπορ.

Όπως με τη γυναίκα που γνωρίζεις και το ανεπαίσθητο σημειωτόν που κάνουν τα βλέμματά σας, μπροστά στην ιστορία που γράφεται και την προοπτική να είσαι μέρος της, το παρελθόν δεν έχει σημασία. Και το βράδυ του Σαββάτου μπορεί να γράφτηκε συνταρακτική ιστορία, αλλά το μεσημέρι της Κυριακής ήμουν ένας θεατής σε κίνηση μπροστά σε ένα αθλητικό ραβασάκι αληθινού έρωτα, που ουδείς θα διαβάσει στο Πακιστάν.

—————

2015-05-06 14:58

Ποπ Αρτ

Ένας από τους λόγους που έχω μπει σε διαδικασία να κάνω μακροσκελείς ερωτήσεις (μία εντελώς λανθασμένη προσέγγιση) είναι διότι πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να μη σου κάνει το χατήρι ο συνεντευξιαζόμενος. «Κόουτς, δεν παίξατε καλά σήμερα». Η απάντηση θα μπορούσε να είναι σκέτο «ναι». «Αυτή η εμφάνιση βοηθάει την ομάδα». Η απάντηση θα μπορούσε να είναι σκέτο «ναι». «Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου αποτελεί πλεονέκτημα για εσάς». Η απάντηση θα μπορούσε να είναι σκέτο «ναι». Για αυτό οι ερωτήσεις του δημοσιογράφου πρέπει να δίνουν θέμα για τον συνεντευξιαζόμενο, προκειμένου να απαντήσει. Πριν από αρκετά χρόνια, σε Masters για το γκολφ, ο δημοσιογράφος ρώτησε τον σπουδαίο Τομ Γουότσον: «Λοιπόν, ήταν υγρά εκεί έξω». Και ο δεύτερος του απάντησε: «Yep».

Αυτό πρέπει να το έχει κάποιος πάντα στο μυαλό του. Επειδή κάποιος δέχεται να απαντήσει σε ερωτήσεις, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι θα το κάνει χωρίς να τον ρωτάς ή επειδή καταλαβαίνει τι θέλεις να τον ρωτήσεις.

Πριν από τρία χρόνια το ΝΒΑ με το ESPN έφθασαν σε μία συμφωνία που περιείχε δηλώσεις προπονητών μετά το τέλος κάθε δωδεκάλεπτου. Στο ημίχρονο ούτως ή άλλως μιλούσε ο καλύτερος παίκτης του εκάστοτε παιχνιδιού- ο οποίος έπρεπε ασφαλώς να ανήκει στην ομάδα που προηγείται στο σκορ- αλλά στο πρώτο και στο τρίτο δωδεκάλεπτο οι προπονητές των δύο ομάδων ήταν υποχρεωμένοι να απαντούν σε ερωτήσεις. Δεν μπορούμε να συμφωνούμε με όλους τους κανονισμούς: παραδείγματος χάρη το φλοπ, δηλαδή η απόπειρα του παίκτη να πέσει στο παρκέ για να πάρει επιθετικό φάουλ χωρίς να υπάρχει η επαφή που το δικαιολογεί, τιμωρείται με 5.000 δολάρια πρόστιμο, ακόμα και αν οι διαιτητές έδωσαν το φάουλ. Υπάρχει σχετική επιτροπή που αποφασίζει για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Ασφαλώς, υπάρχουν προπονητές που δεν τους αρέσε αυτή η εξέλιξη. Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι δυσανασχέτησαν, διότι όταν βρίσκεσαι στο ΝΒΑ, αποκλείεται να είσαι άγνωστος. Παρόμοιο πρόστιμο με το φλοπ υπάρχει και αν ένας παίκτης αρνηθεί να κάνει δηλώσεις όσο βρίσκεται στο γυμναστήριο μετά τη λήξη του παιχνιδιού, είναι ένας κανόνας που διέπει όλα τα επαγγελματικά σπορ. Από τότε που ο Μάτζικ Τζόνσον και ο Λάρι Μπερντ έφθασαν στο ΝΒΑ έχουν περάσει 25 χρόνια, δηλαδή ένα τέταρτο του αιώνα και, ουσιαστικά, έχει επέλθει κορεσμός.  

Αν ασχολείσαι με το μπάσκετ, δεν μπορεί να μην σε ενδιαφέρει ειδικά. Υπάρχουν θεωρητικοί τύποι, φιλόσοφοι, που ταίριαξαν σε ομάδες στις οποίες δεν χρειαζόταν καθημερινή τριβή, όπως ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς στην εθνική Ιταλίας αλλά και στην Τουρκία, ή ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, που επειδή είναι ιδιοφυΐα μπόρεσε να βάλει τον εαυτό του στη θέση ομάδων με καθημερινή τριβή. Όταν είχε έρθει ο Νίκολα Στάμενιτς στην ομάδα πόλο Ανδρών του Ολυμπιακού, είχε πει στους παίκτες του ότι «θα σας προετοιμάσω σαν να παίζουμε σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα». Μπορεί να μην ταιριάζει, αλλά προφανώς κάποιοι άνθρωποι έχουν υψηλότερο πνευματικό επίπεδο διαύγειας. Αν μου φαίνεται αλλόκοτο και ο Στάμενιτς θεωρεί ότι ταιριάζει, τότε ακόμα και αν όλοι θα ήθελαν να συμφωνήσουν μαζί μου, θα πρέπει να συμφωνήσουν με όποιον 29 προπονητές ομάδων συμφωνούν ότι ήταν 100 χρόνια μπροστά. Το ίδιο έκανε και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς: οι μήνες που μεσολάβησαν μέχρι τον Απρίλιο του 2012 ήταν, απλώς, προετοιμασία για να είναι ο Ολυμπιακός έτοιμος για τα προημιτελικά της Ευρωλίγκας. Και αυτή ήταν η μόνη περίπτωση να πετύχει εξάλλου: να προετοιμαστεί σαν εθνική ομάδα.

Ασφαλώς είναι και εκείνοι που λατρεύουν την καθημερινή τριβή. Ο Ομπράντοβιτς δεν αποδείχθηκε εξαιρετικός προπονητής εθνικών ομάδων- αν και όσοι θυμούνται το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1998, έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους του γιουγκοσλάβικου μπάσκετ που γέννησε το σύνθημα «sex, droga y Dejan Bodiroga», ασφαλώς και θα διαφωνήσουν- αλλά στο φτιάξιμο ομάδων που στόχος τους είναι να παίρνουν τίτλους, ήταν μανούλα. Και πάλι, δεν υπάρχει κάτι δογματικό, κάτι «ή ταν ή επί τας» στο αποτέλεσμα. Είναι θέμα ικανότητας, εργασίας και κληροδοτήματος. Είναι αποδεδειγμένο ότι τα καταφέρνεις σε κάτι αν πρώτα μιμηθείς και έπειτα αποκτήσεις, μέσα από τη δουλειά εκείνων που σέβεσαι και θεωρείς ότι έχουν δίκιο, τη δική σου ταυτότητα. Τα 8 Κύπελλα Πρωταθλητριών με 4 διαφορετικές ομάδες, με την προοπτική να γίνουν 9 με 6, είναι κάτι τερατώδες. Και, όπως έχει ισχύσει σε αρκετές περιπτώσεις, η πιο σημαντική σχέση της ζωής του, με τον Παναθηναϊκό, άρχισε με το ρητό «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού» και αφού οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι δεν κατόρθωσαν να φέρουν τον προπονητή που πραγματικά ήθελαν. Κράτησε, μάλιστα, 13 χρόνια.

Turnovers

Ο Γκρεγκ Πόποβιτς συμπεριφέρεται στις ερωτήσεις που γίνονται μετά το πρώτο ή το τρίτο δωδεκάλεπτο με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρεται ο Ομπράντοβιτς: δείχνει τη διαφωνία για τον θεσμό. Μου αρέσει εκείνη η συνέντευξη για αυτό και όποτε έρχεται ο λόγος την αναφέρω: τα περίφημα «turnovers» που είπε δις στην Ντόρις Μπερκ.

Υπάρχει καλό επιχείρημα για να είναι η Μπερκ στον αγωνιστικό χώρο και να κάνει ερωτήσεις στους προπονητές: είναι γυναίκες. Οι καλές γυναίκες δημοσιογράφοι είναι το απόλυτο κόσμημα για τον χώρο, διότι μπορούν να κάνουν θαυμάσιες ερωτήσεις χωρίς να είναι αμετροεπείς. Αν ο Πόποβιτς δεν θέλει να απαντήσει δεν θα απαντήσει, παρ’ όλα αυτά οι ερωτήσεις που του έκανε σε εκείνη τη συνέντευξη δεν είχαν σχέση με εκείνη την ερώτηση που έκανε ο δημοσιογράφος στον Γουότσον. Η συμπεριφορά του Ποπ σε αυτές τις ερωτήσεις θα γινόντουσαν θέμα αν δεν σε έκαναν να νιώθεις τόσο όμορφα όσο και άσχημα. Από αυτό και μόνο μπορείς να αποκτήσεις μία καλή ένδειξη για την επιτυχία ενός προπονητή στο λειτουργικό κομμάτι.

Τα media χρειάζονται τον Ποπ, όχι όμως περισσότερο από ό,τι τα χρειάζεται εκείνος και αυτό μπορεί να συμβαίνει με τους ανεξάρτητους ανθρώπους. Σε κάθε σπορ υπάρχουν οι πυλώνες που κυνηγούν οι δημοσιογράφοι: ας πούμε, ό,τι συμβαίνει με τον Νικόλα Δεληγιάννη στο πόλο Ανδρών. Ο τύπος ξέρει να μιλήσει, είναι παθιασμένος και σου βγάζει τίτλους για την εφημερίδα και την ιστοσελίδα σου. Δεν χρειάζεται καν να ανατρέξεις στο βίντεο. Ο Πόποβιτς μπορεί να διαφωνεί με τις δηλώσεις, αλλά ξέρει ότι οι δημοσιογράφοι είναι ένας πολύ σημαντικός λόγος που ο μισθός του είναι παχυλός. Και το σέβεται περισσότερο από την πλειοψηφία των προπονητών: ο λόγος που δεν απαντάει στις ερωτήσεις των δωδεκάλεπτων είναι ότι δεν τον νοιάζει να κάνει δημόσιες σχέσεις. Υπάρχει, όμως, μια παράξενη ειλικρίνεια. Πριν τον έβδομο τελικό του 2013, ο Πόποβιτς παρακίνησε τους δημοσιογράφους να μιλήσουν μαζί του: «Ελάτε παιδιά, κάντε μου ερωτήσεις να ξεχαστώ». Και φυσικά, μπορείς να ξεχωρίσεις ένα ειλικρινές χαμόγελο όταν αυτό συμβαίνει (αλλά και να αμφιβάλλεις για ένα ανειλικρινές, θεωρώντας ότι μπορεί να είναι ειλικρινές) όπως αυτό που είχε όταν αγκάλιασε τον ΛεΜπρόν και τον Γουέιντ μετά τον έβδομο τελικό του 2013.

Βρήκα, μετά το έβδομο παιχνίδι των Σπερς με τους Κλίπερς, αυτό το άσχημο συναίσθημα που αποκτάς όταν νομίζεις ότι είσαι ενώπιον κάτι όμορφου που τελειώνει. Αλλά αποφάσισα να περιμένω πριν πέσω με τα μούτρα σε ένα αφιέρωμα για μία από τις πιο ιστορικές ομάδες του ΝΒΑ (μαζί με τους Σέλτικς του ’50 και του ’60, τους Λέικερς και τους Σέλτικς του ’80 και τους Μπουλς του ’90) και πριν καταφερθώ έναντι δικαίων και αδίκων για το γεγονός ότι δεν κατέκτησαν 5 διαδοχικά πρωταθλήματα.

Η αναφορά στον Ποπ είναι, ωστόσο, κάτι άλλο. Η συνέντευξη Τύπου μετά το έβδομο ματς με τους Κλίπερς είναι από τις καλύτερες που έχω παρακολουθήσει: η κομψότητα και το κάποιες φορές σαρδόνιο χαμόγελο ζούσαν ως διώνυμα: «η σειρά είχε πολλή χάρη, εκτός από μένα που έκανα φάουλ στον Τζόρνταν, υποθέτω». «Τα τελευταία 5 χρόνια ρωτάνε αν θα φύγουμε με τον Τιμ, τον Τόνι και τον Μάνου. Μάλλον θα μείνουμε. Οι επιταγές είναι καλές».

Δεν ήθελε να χαλάσει τη νίκη των Κλίπερς. Για αυτό, παρά το γεγονός ότι απάντησε «απολύτως» στην ερώτηση για το τελευταίο τάιμ άουτ που οι διαιτητές διέκοψαν και οι Κλίπερς βρήκαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν τι θα κάνει, κρατήθηκε να σχολιάσει περαιτέρω. Δεν ήθελε να χαλάσει τη στιγμή τους, να απλώσει σκιές πάνω στη νίκη τους. Μπορεί να το έκανε 10 χρόνια πριν, αλλά κάθε μέρα μαθαίνεις από κάτι.

Όσο ήταν πρωταθλητές οι Σπερς, ο κόσμος ήταν καλύτερος. 

—————

2015-05-05 04:26

Ο απολογισμός της ετήσιας κατάταξης

Πείτε ό,τι θέλετε για τον Λοράντο: μόνο μην τον πείτε υποκριτή και κερδοσκόπο.

Πείτε τον τρελό, ότι έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ότι ορισμένες φορές είναι προκλητικός: μην πείτε ότι βάζει τους παίκτες του να χάσουν επίτηδες ματς.

Αυτό που συνέβη είναι το εξής: οι προκηρύξεις πρωταθλημάτων είναι συνήθως ρουτίνα και αγγαρεία. Στην Κολυμβητική Ομοσπονδία έκαναν λάθος: έπρεπε να βάλουν τον νικητή του ζευγαριού της τέταρτης και της πέμπτης θέσης στα πλέι οφ να παίξει με τον πρώτο της βαθμολογίας, δηλαδή τον Ολυμπιακό και τον νικητή του ζευγαριού 3-6 με τον δεύτερο, δηλαδή τον Εθνικό. Τελικώς, η προκήρυξη έγραφε ότι ο πρώτος θα έπαιζε με τον νικητή του 3-6 και ο δεύτερος με τον νικητή του 4-5. Ουδείς κοίταξε την προκήρυξη. Όταν πλησίαζε ο Μάρτης ήρθαν οι πρώτες απορίες. Στην ΚΟΕ παραδέχθηκαν το λάθος ιδιωτικά, αλλά δεν μπόρεσαν να το κάνουν δημοσίως. Αποφάσισαν να ποιήσουν τη νήσσαν: αντί να το διορθώσουν όσο η κατάταξη ήταν ακόμα ρευστή, το άφησαν ως είχε. Αυτό οδήγησε στη διακωμώδηση του αθλήματος, το οποίο άλλα προβλήματα δεν είχε. Μιλάμε ότι το πόλο στην Ελλάδα είναι δύσμοιρο και ο χαρακτηρισμός δεν είναι μεταφορικός, αλλά κυριολεκτικός. Τον επόμενο μήνα, δηλαδή τον Ιούνη, οι 11 διεθνείς που υπέβαλλαν μήνυση στον πρόεδρο Δημήτρη Διαθεσόπουλο για κατάχρηση ποσού που προοριζόταν για τους ίδιους πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008, θα κάτσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, επειδή ο εισαγγελέας μυστηρίως έκρινε ότι η υπόθεση δεν έπρεπε να ανοίξει.
 

Υπάρχει ένας λόγος που ο δεύτερος παίζει με τον τρίτο και ο πρώτος με τον τέταρτο: λέγεται τελευταίες αγωνιστικές της κανονικής περιόδου. Δηλαδή πρέπει να παίζεις για να νικήσεις, ώστε να αποφύγεις τον καλύτερο αντίπαλο. Αυτό δεν συνέβη στις τελευταίες αγωνιστικές του πρωταθλήματος της Α1 πόλο Ανδρών με αποκορύφωμα, ασφαλώς, την ήττα του Παναθηναϊκού από τον Πανιώνιο στον Άλιμο.

Τώρα, εννοείται ότι πρόκειται για λάθος της Ομοσπονδίας. Αλλά το ίδιο το λάθος οδηγεί σε διακωμώδηση μόνο όταν μία ομάδα θέλει να οδηγήσει εκεί. Και ο Παναθηναϊκός πραγματικά ήθελε. Η Βουλιαγμένη έκανε το Σάββατο 4-0 στο τέταρτο οκτάλεπτο, όταν ο Παναθηναϊκός έχασε το προβάδισμα που είχε από τον Πανιώνιο.

Ας σταθούμε λίγο σε αυτήν την απόφαση: ο Παναθηναϊκός έχει στο ρόστερ του έναν παίκτη που έχει λάβει μέρος σε 5 Ολυμπιακούς Αγώνες, ακόμα έναν που ήταν στην εθνική πόλο Ανδρών η οποία κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Μόντρεαλ, έναν που ήταν στην εθνική Εφήβων η οποία πήρε το ασημένιο στο Παγκόσμιο Εφήβων της Δουνκέρκης το 1995 και έναν προπονητή που ήταν ως παίκτης στην Εθνική η οποία ήρθε έκτη στην Ατλάντα και σε εκείνη που ήρθε τέταρτη στην Αθήνα. Όλοι μαζί βρήκαν τον φταίχτη στο λάθος που έγινε με την προκήρυξη (και ενδεχομένως σε ορισμένα άλλα): μόνο που ήταν ανθρώπινο λάθος και δεν είχε σχέση με το να βοηθήσει ή να αδικήσει κάποια ομάδα. Και αποφάσισαν, με το συγκεκριμένο άλλοθι, να υποβιβάσουν το ίδιο το σπορ, διότι δεν τίθεται ερώτημα επ’ αυτού. Από τον ΠΑΟΚ το Σάββατο, στον Πειραιά, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι από την προσπάθεια του Παναθηναϊκού όταν πήγε στη Θεσσαλονίκη και δεν είναι υπερβολή να πει κάποιος ότι το έχουν πάρει προσωπικά που μία ομάδα κάθεται και χάνει για να ανταμώσει μαζί τους στα πλέι οφ. Το ίδιο συμβαίνει, προφανώς, και με τον Εθνικό, που περιμένει στον ημιτελικό. Τον τελευταίο ενάμιση μήνα ο Παναθηναϊκός είναι η πιο αντιδραστική ομάδα του πρωταθλήματος: οι παίκτες έβγαλαν ανακοίνωση την οποία πήραν πίσω (για ένα από τα σπουδαία ενσταντανέ, τους 250 φίλους του Παναθηναϊκού που πήγαν στον Πειραιά για το παιχνίδι με τον Εθνικό), ο Γιώργος Αφρουδάκης έκανε δηλώσεις με τις οποίες βρέθηκε απέναντι στην ομοσπονδία και υπό αυτήν την οπτική γωνία αποφάσισαν να τερματίσουν τέταρτοι, για να διεκδικήσουν το να βρεθούν στους τελικούς του πρωταθλήματος. Ο δρόμος θα είναι δύσβατος, διότι τέτοιες πράξεις φέρνουν αντιδράσεις από τις ομάδες που θεωρούν κατώτερες. Δεν έχουν, δα, κάποια μεγάλη διαφορά με τον ΠΑΟΚ στο αγωνιστικό κομμάτι και όπως φάνηκε στον Πειραιά, οι Θεσσαλονικείς δεν θα παραδοθούν εύκολα. Το Final 4 του Κυπέλλου, που θα γίνει 8 και 9 Μάη στο Καρπενήσι, θα παίξει ρόλο στην ψυχολογία των ομάδων. 

Η ΧΙΟΣ, ο ΥΔΡΑΪΚΟΣ ΚΑΙ Ο... ΝΗΡΕΑΣ

Τον Νοέμβριο σπάσαμε σε δύο μέρη (εδώ και εδώ) την ετήσια κατάταξης των ομάδων της Α1 πόλο Ανδρών με τους Γιάννη και Κωνσταντίνο Μοσχάτο, δηλαδή τα παιδιά που δουλεύουν το waterpolonews.gr. Όπως μπορεί κάποιος να διαπιστώσει από τη βαθμολογία, δεν καταφέραμε να προβλέψουμε σωστά πολλά πράγματα- αν και στην περίπτωση των Γυναικών, η οποία δεν ήταν ομαδική προσπάθεια, η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. Πρέπει να ομολογήσω ότι ουσιαστικά ήμουν ο κύριος υπαίτιος για την κατάταξη, διότι αυτή ήταν η κοινή απόφαση. Και φυσικά, η πραγματικότητα νίκησε την πρόβλεψη για ακόμα μία φορά. Βεβαίως, η βαθμολογική κατάταξη ήταν μόνο μία διάσταση εκείνων των δύο κειμένων: το ζητούμενο ήταν πόσο συναρπαστικές θα αποδεικνύονταν οι ομάδες και αν οι παίκτες θα βελτιώνονταν ή θα παρέμεναν στάσιμοι. Το δεδομένο ήταν ότι θέλαμε να δώσουμε στο πρωτάθλημα της Α1 τον χώρο και την αξία που του άρμοζε.

Στη σούμα, η βαθμολογική κατάταξη ευνόησε την... τριπλέτα στην πρώτη θέση (και αυτονόητη) με τον Ολυμπιακό, στην τέταρτη θέση με τον Παναθηναϊκό, στην έβδομη τη Γλυφάδα, στην όγδοη τον ΝΟ Καλαμακίου και αυτό είναι όλο. Ο Γκιόργκι Μουρεσάν πιθανότατα είχε ίδιο ποσοστό στα τρίποντα στην καριέρα του.

 Μεγάλη απογοήτευση ήταν ο ΝΟ Χίου. Έβαλα... βύσμα για να τον έχω πέμπτο στην κατάταξη, πάνω από τον ΠΑΟΚ και σώθηκε από τώρα μόνο και μόνο επειδή διαλύθηκε ο Νηρέας Λαμίας. Μιλάμε για μία από τις πλέον απροπόνητες ομάδες της φετινής περιόδου, με τους παίκτες που κάνουν προπόνηση με τον Ολυμπιακό- δηλαδή τον Στέφανο Γαλανόπουλο και τον Μανώλη Πρέκα- να διασώζονται, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη φυσική κατάσταση. Καταφέραμε και είχαμε άλλη ομάδα από τον Νηρέα τελευταία, δηλαδή τον Πανιώνιο (στον διάλογο του πρώτου μέρους φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Γιάννης τοποθέτησε σωστά τις θέσεις, αλλά όταν συμφωνείς είσαι συνένοχος στο έγκλημα), ο οποίος μάζεψε 16 βαθμούς μέσα στη σεζόν. Και, φυσικά, είχαμε τον Υδραϊκό 10ο ενώ η ομάδα του Δημήτρη Μαυρωτά έφθασε στα πλέι οφ με ένδυμα περιπάτου. Ως εκ τούτου η ομάδα της Ύδρας (που είναι της... Γλυφάδας) μπαίνει σε μία ειδική κατηγορία.

Με τίτλο...

«Μισή ντροπή δική μου, μισή ντροπή δική μου»

Ο προβληματισμός για το γεγονός ότι μία ομάδα που στο ρόστερ της διαθέτει τον Γιώργο Μαυρωτά, τον Δημήτρη Μπιτσάκο, τον Φίλιππο Καϊάφα, τον Αντώνη Βλοντάκη, τον Κώστα Κοκκινάκη, ήρθε έκτη στην κανονική περίοδο χωρίς να δυσκολευτεί, δήθεν επειδή το ελληνικό πόλο δεν έχει αρκετό υλικό και ανάγει σε πρωταγωνιστές μερικά από τα παλιά θηρία της ελληνικής υδατοσφαίρισης, είναι τουλάχιστον σαχλός. Είδα τον Υδραϊκό σε μισή ντουζίνα ματς φέτος εκ του σύνεγγυς και το μόνο που ήθελα ήταν να τραβάω φωτογραφίες με το κινητό, διότι είναι προνόμιο να υπάρχει μία τέτοια ομάδα στην Α1. Ο Βλοντάκης, που τον είχα να μην παίζει μετά τον Φλεβάρη (και με τον τρόπο του με... εκδικήθηκε), ήταν θαυμάσιος σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, ενώ φυσικά υπάρχουν αξιόλογοι παίκτες που δεν τους λες ξεπερασμένους: ο Φώτης Μπλάνης, ο Νίκος Στελλάτος, ο Κώστας Φλέγκας έπαιξαν μερικά εκπληκτικά ματς και ο Υδραϊκός, που, εντάξει, ήταν λογικό να έχει μία σχετική επιείκεια από τους διαιτητές, νίκησε τον ΠΑΟΚ στην έδρα του και απέκλεισε τον ΝΟ Βουλιαγμένης από το Κύπελλο με αποτέλεσμα την Παρασκευή να παίζει ημιτελικό Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό και να μην τον λες ήδη αποκλεισμένο.

Τώρα, σε περίπτωση που ισχύει ο προβληματισμός, μας φταίει που αναδείχθηκε το πρόβλημα ή που υπάρχει; Δηλαδή, αν δεν έπαιζε ο Υδραϊκός στην Α1, ο προβληματισμός δεν θα υπήρχε; Αν έχει κλείσει η κάνουλα με τα ταλέντα, υπάρχει λύση: Να ανοίξει ξανά. Και αν οι νέοι παίκτες δεν μαθαίνουν πόλο, επίσης υπάρχει λύση: να τους μάθουν οι προπονητές πόλο.

Αυτό δεν θα γίνει, βεβαίως, όταν η μοριοδότηση και η one and done φάση (μία θέση στην εθνική ομάδα, μία θέση σε μία ομάδα με ελπίδες για πρωτάθλημα στην ακαδημία και μετά μην τον είδατε τον Παναή) είναι σε πρώτο πλάνο. Αν η ιστοσελίδα ήταν επαγγελματικού προσανατολισμού, τότε άλλο καπέλο. Αλλά είναι για το πόλο και αυτό κάνει το ίδιο το παιχνίδι προτεραιότητα.

ΓΙΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Η φετινή περίοδος ήταν καλή για το πρωτάθλημα της Α1: ήταν η καλύτερη τουλάχιστον τη δεύτερη δεκαετία του μιλένιουμ υπό την έννοια της οργάνωσης. Μπορεί να έγιναν αρκετές γκάφες, όμως για πρώτη φορά μπήκε η τηλεόραση στο κόλπο. Μειώθηκαν επίσης τα διαδοχικά παιχνίδια για τις ομάδες: δεν ελαχιστοποιήθηκαν αλλά πάντως δεν παρουσιάστηκαν υπό τη μορφή μάστιγας, όπως την προηγούμενη διετία. Μπορεί ο Νηρέας Λαμίας- τον οποίο άφησε ο Θοδωρής Χατζηθεοδώρου, νέος προπονητής της εθνικής Νέων Ανδρών, πριν το μέσο της σεζόν- να μην κατέβηκε να παίξει παιχνίδια, παρ΄όλα αυτά όταν μία διοίκηση λέει στους παίκτες ότι δεν ενδιαφέρεται για αυτούς, τότε η συγκεκριμένη ομάδα χρειάζεται χωροφύλακα. Βεβαίως, η ΚΟΕ είναι συνυπεύθυνη για το γεγονός ότι ο Νηρέας δεν κατέβηκε πέρυσι στο Final 4 του Κυπέλλου και ενδεχομένως να χρειάζεται να είναι πιο αυστηρή στις διαβεβαιώσεις που παίρνει από τις ομάδες για τη συμμετοχή τους στην Α1 πόλο Ανδρών. Επίσης πρέπει να είναι πιο αυστηρή και στους ανθρώπους που αποτελούν τη γραμματεία των παιχνιδιών, ένα έξοδο που καλύπτουν οι σύλλογοι. Αυτό που γίνεται με τα χρονόμετρα σε ορισμένα κολυμβητήρια είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ασφυκτικό, αφού ο χρόνος κυλάει... μετά το γκολ ή αφού έχει δοθεί τάιμ άουτ σε έναν προπονητή. Με τα γκολ συνεχίζεται το μπέρδεμα, με αποτέλεσμα να αφαιρούνται ορισμένα από παίκτες και να χρεώνονται σε άλλους, που κάποιες φορές δεν βρίσκονται καν στο νερό εκείνη τη στιγμή.  

Η σημαντικότερη αλλαγή είναι η τηλεόραση. Μπορεί να μην παίζει καλά καλά 4 μήνες η εκπομπή της συνδρομητικής για το πόλο και να έχουν αρχίσει ήδη οι ειρωνείες, παρ’ όλα αυτά είναι σπουδαίο να έχει ένα παιχνίδι τη δική του εκπομπή και να αναδεικνύει τους πρωταγωνιστές, τους νέους πολίστες και τα αποδέλοιπα. Την προηγούμενη εβδομάδα, μάλιστα, έπαιξαν δύο εκπομπές για το πόλο, με τη μία να είναι αφιερωμένη στην πρωταθλήτρια Ευρώπης ομάδα πόλο Γυναικών του Ολυμπιακού. Οι δημοσιογράφοι της NOVA, που ξεκλέβουν από χρόνο που θα μπορούσαν να κάνουν άλλα πράγματα για να πάνε στο κολυμβητήριο, δίνουν το «παρών», παίρνουν δηλώσεις, οι κάμερες γράφουν στιγμιότυπα: για αρχή είναι ό,τι πρέπει. Κάποτε ο Φίλιππος Συρίγος είχε φθάσει σε συμφωνία με τις ομάδες ώστε η κρατική τηλεόραση να μπορεί να δείχνει τα παιχνίδια τους δωρεάν και χωρίς να πληρώσει κάτι: δύο χρόνια μετά η νέα συμφωνία απέφερε στις ομάδες δεκάδες εκατομμύρια δραχμές.

Από τη στιγμή που υπάρχει συνεργασία της Κολυμβητικής Ομοσπονδίας με τη συνδρομητική τηλεόραση, πρέπει να καλύπτονται οι δημοσιογράφοι από φαινόμενα όπως αυτό προπονητών και αθλητών που αρνούνται να κάνουν δηλώσεις. Να το καταστήσουν υποχρέωση, όπως γίνεται σε όλες τις προηγμένες αθλητικές κοινωνίες, ότι οι προπονητές πρέπει να μιλούν ανεξαρτήτως αν είναι εξοργισμένοι από τη διαιτησία. Στα 90% των φετινών παιχνιδιών που κρίθηκαν από 3 γκολ και κάτω, οι ομάδες που έχασαν διαμαρτυρήθηκαν για τη διαιτησία. Το γεγονός ότι δεν έχει το παιχνίδι κάποιους διαιτητές στο επίπεδο που πρέπει δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, αλλά δεν ισχύει μόνο για αυτό το σπορ. Να τονιστεί μία τιμωρία, όπως αγωνιστικές ή ένα πρόστιμο της τάξης των 500 ευρώ, που είναι ο μηνιαίος μισθός των 6 από τους 12 προπονητές που κάθονται αυτήν τη στιγμή στον πάγκο ομάδων της Α1.

 Η ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ

 Η ετήσια κατάταξη, όπως δόθηκε από το waterpolonews, είχε ως εξής (από το τέλος στην αρχή): Πανιώνιος, Νηρέας Λαμίας, Υδραϊκός (απαπαπαπα), Παλαιό Φάληρο, ΝΟ Καλαμακίου, ΑΝΟ Γλυφάδας, ΠΑΟΚ, ΝΟ Χίου, Παναθηναϊκός, Εθνικός, ΝΟ Βουλιαγμένης, Ολυμπιακός. Η τελική βαθμολογία: Νηρέας Λαμίας (υποβιβάστηκε λόγω μηδενισμού), Πανιώνιος, Παλαιό Φάληρο, ΝΟ Χίου, ΝΟ Καλαμακίου, ΑΝΟ Γλυφάδας, Υδραϊκός, ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκός, ΝΟ Βουλιαγμένης, Εθνικός, Ολυμπιακός.

 Στα επί μέρους: ο ΑΝΟΓ πήρε την έβδομη θέση μόνο επειδή άλλαξε προπονητή και πήγε στη θέση του Δημήτρη Σελετόπουλου ο Μάκης Βολτυράκης. Οι παίκτες απλώς αρνούνταν να παίξουν κάτω από τις οδηγίες του πρώτου και στον Άγιο Κωνσταντίνο κατάλαβαν γρήγορα ότι έπρεπε να αλλάξουν τεχνικό. Όταν ήρθε ο Βολτυράκης, ζωντάνεψε η ομάδα, ξύπνησε ο Νίκος Κουλιεράκης και έσωσε πιο νωρίς από το αναμενόμενο- τρεις αγωνιστικές πριν το φινάλε του πρωταθλήματος- την παρτίδα. Το Καλαμάκι τερμάτισε από κάτω διότι η ιστορία ήταν ανάποδη. Μετά από 9 ματς πρωταθλήματος η ομάδα που εδρεύει στον Άλιμο ήταν τέταρτη στη βαθμολογία: στον δεύτερο γύρο οι παίκτες κουράστηκαν περισσότερο και έτσι έμειναν εκτός της διεκδίκησης μίας θέσης στην εξάδα με σχετική ευκολία. Πάντως, ο στόχος επετεύχθη και για τις δύο ομάδες.

Αν δημιουργούσε μία φορά έκπληξη που έφυγε ο Σελετόπουλος, δέκα το έκανε η φυγή του Νίκου Βενετόπουλου από τον πάγκο του Παλαιού Φαλήρου. Ο δεύτερος έμοιαζε περισσότερο αγχωμένος στον πάγκο της ομάδας από αυτό που επιτάσσει ο μειλίχιος χαρακτήρας του, παρ’ όλα αυτά είναι ο προπονητής της εθνικής Παίδων, η ραχοκοκαλιά της οποίας φοράει τον χειμώνα το μπλε και κίτρινο σκουφάκι. Ο ΑΟΠΦ ήταν διεκδικητικός σε πολλά ματς, ειδικά στο «Ρέστειο», που έχασε στο τέλος, αλλά προφανώς η χρονιά κρίνεται στα δύο παιχνίδια με τον Πανιώνιο, ο οποίος έχει στις τάξεις του τον μπαρουτοκαπνισμένο Γιάννη Θωμάκο.

ΜΠΟΥΝΑΤΣΑ ΚΑΙ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ

Στην πρώτη θέση εννοείται ότι η επιλογή ήταν αυτονόητη, δηλαδή ο Ολυμπιακός. Στη δεύτερη και στην τρίτη επιλέξαμε τους ΝΟ Βουλιαγμένης και Εθνικό. Ωστόσο οι δύο ομάδες τερμάτισαν αντιστρόφως και για αυτό υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι:

Ο Εθνικός κατάφερε και έγινε ομάδα με ένα ηλικιακό μείγμα που τελικώς πέτυχε. Είχε στο έμψυχο δυναμικό του έναν από τους καλύτερους παίκτες του πρωταθλήματος, τον Διονύση Καρούντζο, ο Μάριος Χατζηκυριακάκης είχε περισσότερες καλές μέρες από κακές, ο Μάνθος Βουλγαράκης αποδείχθηκε ιδανικός αρχηγός για όλους, το αμυντικό δίδυμο, Κουτσιαλής και Μπεριστιάνος, δούλεψε πολύ, οι νεαροί παίκτες του έπαιξαν από την αρχή καλά και ο Παναγιώτης Τζωρτζάτος ξεκίνησε δυναμικά, έχασε για λίγο τον εαυτό του, αλλά επανήλθε στην προτέρα κατάσταση, συν τοις άλλοις ο Χάρης Αϊβαλιώτης πρόσφερε με σθένος και ποιότητα τις υπηρεσίες του, ως δεύτερος γκολκίπερ. Με τον ΠΑΟΚ η εμφάνιση δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, αλλά ο Εθνικός είχε να παίξει καιρό συν τοις άλλοις οι παίκτες φορτώνουν, αυτήν την περίοδο, όγκο προπόνησης, ώστε η ομάδα του Φάνη Κουντουδιού να είναι φορμαρισμένη όταν έρθουν τα πλέι οφ. Ο Εθνικός ξεκίνησε δυνατά και πήρε το παιχνίδι-κλειδί, του δεύτερου γύρου στον Πειραιά με τον Παναθηναϊκό. Όταν έχασε τη διαφορά από τον ΝΟ Βουλιαγμένης- οι δύο ομάδες είναι σχεδόν απίθανο να συναντηθούν στα πλέι οφ- είχε ήδη βγάλει το δύσκολο πρόγραμμα και το νερό είχε μπει στο αυλάκι.

Σε ό,τι αφορά τον ΝΟΒ, δύο ήταν οι λόγοι που παρασυρθήκαμε: ο πρώτος είναι ότι από το 2010 και έπειτα βρισκόταν στη δεύτερη ή στην πρώτη θέση της κατάταξης (τελείωσε πρώτος την κανονική περίοδο το 2012), ενώ πριν ξεκινήσει το πρωτάθλημα η ομάδα του Λοράντου είχε παίξει ένα θαυμάσιο ματς με τη Σίντεζ Καζάν στο οποίο είχε νικήσει και είχε αξιοπρεπή παρουσία στον όμιλο του EuroCup. Στην πραγματικότητα το νεαρό της ηλικίας των παικτών έφερε αυτό που φέρνει το κάθε νεαρό: έλλειψη σταθερότητας. Ο ΝΟΒ έπαιζε με τον Λοράντο να δίνει οδηγίες ακόμα και για τις πάσες ή τα μπασίματα και όταν η ομάδα φάνηκε ότι ρόλαρε, κάνοντας απίθανο δεύτερο γύρο με 11 νίκες και 1 ήττα, ήρθε το στραπάτσο από τον Υδραϊκό στον προημιτελικό του Κυπέλλου για να ξανακάνει σκεπτικούς τους ιθύνοντές του στον Λαιμό. Η Βουλιαγμένη αντιμετωπίζει ξανά τον Υδραϊκό, τουλάχιστον δύο φορές, και έπειτα πέφτει πάνω στον Ολυμπιακό. Πρέπει να της δοθεί πόντος για το γεγονός ότι ήταν η ομάδα που, μακράν από τη δεύτερη, δυσκόλεψε τους «ερυθρόλευκους». Το ματς στον Λαιμό έληξε 5-8 και εκείνο στον Πειραιά 9-8, αλλά λογικά, και εφόσον οι δύο ομάδες ανταμώσουν, η εικόνα δεν θα είναι ίδια στα πλέι οφ.

ΕΝΑ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΠΕΡΗΦΑΝΙΑΣ

Ο Ολυμπιακός έκανε ρεκόρ επίθεσης, με 389 γκολ, σκοράροντας 17,6 ανά μέσο όρο στην Α1. Αν δεν πήγαινε σβηστός στην αρχή, τα 400, που ήταν πρόβλεψη στην αρχή, θα ήταν γεγονός. Είναι το καλύτερο... επιθετικό βαρομετρικό στην ιστορία 29 χρόνων που έχει το πρωτάθλημα. Δέχθηκαν 85 γκολ συνολικά, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ τους από την περίοδο 2012-13, δηλαδή 3,8 γκολ ανά ματς, ενώ τα 304 γκολ διαφορά ανάμεσα στην άμυνα και στην επίθεση υποδεικνύουν ότι νικούσαν τα παιχνίδια τους με 13,8 γκολ διαφορά.

Τώρα, σε ό,τι αφορά τις μαντεψιές που πλησίασαν την πραγματικότητα, αυτές μπορεί κάποιος να τις βρει στο κείμενο «Μια ντουζίνα τρελές προβλέψεις για την Α1 πόλο Ανδρών». Εκεί τα λαθάκια δεν στερούν τη γοητεία: ο Μανώλης Σολανάκης ήταν ο πρώτος σκόρερ στη θέση του φουνταριστού στο πρωτάθλημα (δεύτερος στο κείμενο), ο Στέλιος Αργυρόπουλος ψηφίστηκε τρίτος για τους καλύτερους νέους παίκτες της χρονιάς (πρώτος στην πρόβλεψη), ο Μάριος Καπότσης όντως μάζεψε τις περισσότερες ψήφους στο Έπαθλο Forthnet σε ό,τι αφορά τον ΝΟ Βουλιαγμένης. Ο Γιάννης Φουντούλης θα γίνει ο μόνος που θα πάρει τη θέση του πρώτου σκόρερ για τέταρτη διαδοχική χρονιά, με τη μικρότερη, όντως, διαφορά από τις προηγούμενες, ωστόσο έχει τη δυνατότητα να γίνει ο μόνος παίκτης μετά τον Ντμίτρι Απανασένκο που θα πετύχει σε διαδοχικές σεζόν 100 γκολ και πάνω. Πέρυσι έβαλε 101 και φέτος έχει 84, πάει να πει ότι αν ο Ολυμπιακός παίξει ακόμα 5 ματς, θα χρειαστεί 3,2 ανά παιχνίδι για να φθάσει ξανά την τριψήφια φιγούρα. Πέρυσι είχε τελειώσει την κανονική περίοδο με 86. Μαζί με τον Αλέξανδρο Γούνα έχουν σκοράρει 144 γκολ, δηλαδή μόλις 6 λιγότερα από όσα έβαλε το Καλαμάκι όλη τη σεζόν, ενώ έχουν βάλει περισσότερα από όσα όλες οι ομάδες στα εντός έδρας (και τα εκτός έδρας) παιχνίδια τους.

Κατά το σύνηθες, η κορυφαία επτάδα της κανονικής περιόδου (κατά τη γνώμη του υπογράφοντος) δεν θα περιέχει παίκτες του Ολυμπιακού: Φλέγκας, Μπλάνης, Καπότσης, Κουτσιαλής, Καρούντζος, Παπαδόγκωνας, Σολανάκης. Δεν μπαίνει ο Χρήστος Αφρουδάκης, διότι μπορεί να πήρε παιχνίδια μόνος του, να έκανε εντυπωσιακές εμφανίσεις, αλλά στη Βουλιαγμένη στοίχισε ο νωθρός πρώτος γύρος. Συν τοις άλλοις, μπαίνει και εκείνος στην κατηγορία των... πολιστών του Ολυμπιακού, υπό την έννοια ότι θα έπρεπε να είναι, αλλά θα ήταν άδικο για παίκτες που έκαναν καλή προσπάθεια, εξάλλου αυτό το κείμενο δεν είναι επίσημο, παρά μία γνώμη. Αν είχε Ολυμπιακό, πάντως, ο Φουντούλης και ο Γούνας θα πήγαιναν στα αριστερά, θα υπήρχε έντονη σκέψη για Γαλανίδη, αλλά και για τον Γιώργο Δερβίση, ο οποίος έκανε καλό πρωτάθλημα, έπαιξε σε παιχνίδια και έκανε μία δεύτερη εξαιρετική περίοδο μετά την προηγούμενη με τον ΝΟ Χίου. Η απουσία του στο νησί, άλλωστε, ήταν αισθητή.

—————

—————


Ό,τι του φανεί

/album/%cf%8c%2c%cf%84%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%af/i-m-not-always-right-but-i-m-never-wrong-jpg/

—————