Χωρίς τελείες


Blog

2015-05-04 02:19

Σε πνευματική παρακμή

Ο Λουίς Σουάρες ενσαρκώνει τη μοναδική παραδοξότητα στο ποδόσφαιρο στις μέρες μας, τη μόνη οντότητα που καταφέρνει και αντέχει σε ένα παιχνίδι που παραλογίζεται από μόνο του και που έχει μετατρέψει τους θεατές σε κριτές οι οποίοι (μαζικά) μοιάζουν να έχουν μεταπτυχιακό και PHD στην ηθικολογία.

Αυτό το κείμενο είχε χρονικό στόχο να γραφεί μετά το αριστούργημα του Ουρουγουανού με την Παρί Σεν Ζερμέν. Παρ’ όλα αυτά ηλεκτρονικές δυσκολίες το ανέβαλαν. Το απόγευμα της Παρασκευής βρεθήκαμε παρέα να συζητάμε για τα σπορ: τένις πρώτα, μπάσκετ ύστερα, στο τέλος ποδόσφαιρο. Και το βράδυ του Σαββάτου ο Βασίλης Σπανούλης έδειξε τα αυτιά του στο ΟΑΚΑ.

Τα Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός στο μπάσκετ είναι πραγματικά κουραστικά παιχνίδια. Ακόμα και σε περιπτώσεις που κρίνουν πρωτάθλημα. Εδώ και πάνω από 20 χρόνια, από τον τέταρτο τελικό της ζαρτιέρας το 1993, οι δύο ομάδες παίζουν, με ελάχιστα διαλείμματα, ματς στα οποία γίνονται τα πάντα. Εξοργισμένοι πρόεδροι, προπονητές εν εξάλλω καταστάσει, προδοσίες και διαγγέλματα κατά της βίας, μπινελίκια και επισκέψεις στα αποδυτήρια των διαιτητών. Μόνο οι φήμες, ο ανένδοτος πόλεμος που μερικές φορές είναι Ψυχρός και άλλες την πληρώνουν τα κιγκλιδώματα, αρκεί. Στην Ισπανία γιορτάζουν την ανάταση του μπάσκετ στο χρυσό μετάλλιο που κατέκτησε η εθνική Εφήβων στην Πορτογαλία το 1999. Να βρεθείς το Final 8 του Κυπέλλου είναι εμπειρία ζωής. Οι τελικοί τους είναι ένα σκαλί κάτω, σε οργάνωση, ένταση και θέαμα, από το ΝΒΑ. Στο παιχνίδι του Ερυθρού Αστέρα με τον Παναθηναϊκό στο Βελιγράδι όχι μόνο δεν έπεσε τίποτα στο παρκέ, αλλά τα συνθήματά τους δεν είχαν αποδέκτη την Παρτίζαν. Έβρισαν στα ελληνικά τον Παναθηναϊκό, προφανώς, για να αναδείξουν τη σχέση με τον Ολυμπιακό, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Μιλάμε για μία χώρα που έχει παράδοση στο μπάσκετ μισού αιώνα και που αν δεις τους οπαδούς του Αστέρα μπορούν να παίζουν μήλα με σένα για μπάλα.

Στην Ελλάδα, από τις αρχές του ’90, δεν έχει μείνει φιλοξενούμενη ομάδα σε παρκέ μετά τη λήξη ενός ματς. Το 1998 έμοιαζε το απόλυτο σημείο σήψης, όταν ο Ντίνο Ράτζα ανέβηκε σε διαφημιστικές ταμπέλες για να παρακαλέσει τους φίλους του Παναθηναϊκού να σταματήσουν και ο Φάνης Χριστοδούλου χτύπησε έναν προκλητικό Γιάννη Ιωαννίδη. Και στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του millennium, ο Παναθηναϊκός αντάμωσε με τον Ολυμπιακό σε τελικούς.

Αδόκητη ατυχία!

Από κάποιο σημείο και έπειτα, γίνεται βαρετό. Δεν πρόκειται, ασφαλώς, για αθλητικές μονομαχίες, αλλά έχει ξεφύγει και από όλες εκείνες τις αναλύσεις που καταλήγουν στην τεστοστερόνη. Πρόκειται για μία επιβολή που πλέον έχει πάψει να έχει σημασία. Που είναι η αλλοιωμένη συνέχεια της αληθινής μάχης, μία πομφόλυγα στην οποία πρέπει απλώς να βάλεις ιώδιο. Το ελληνικό μπάσκετ είναι το μεγαλύτερο χαμένο στοίχημα του ελληνικού αθλητισμού, υπό την έννοια της παιδείας.

Το 1987 η Εθνική κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ. Ήταν η πρώτη πολύ μεγάλη στιγμή των Ελλήνων μετά τη μεταπολίτευση, στο αθλητικό κομμάτι. Ήταν σίγουρα η πρώτη πελώρια συγκέντρωση. Η υπόσχεση ήταν να φτιαχθούν, σε όλη την Ελλάδα, 100.000 μπασκέτες. Το σπορ δεν ήταν ήδη διάσημο, αλλά ότι υπήρχε κάποιος που λέγεται Νίκος Γκάλης και ότι δεν υπήρχε κάτι που να μην μπορεί να κάνει ήταν ήδη γνωστό.

Για μία φοράη υπόσχεση τηρήθηκε και οι μπασκέτες φτιάχθηκαν. Μετά ήρθαν οι επενδυτές, Κροίσοι που είχαν τη διάθεση να δαπανήσουν χρήματα. Η δόξα ήταν το Μεγάλο Αφροδισιακό: πριν που ήταν διάσημοι επιχειρηματίες, δεν τους ήξερε άνθρωπος. Έπειτα περπατούσαν στον δρόμο και όλοι τους σταματούσαν. Αυτό που συνέβη στο μυαλό τους ήταν ότι η ομάδα έπρεπε να νικάει. Και όταν δεν συνέβαινε αυτό- διότι ποτέ δεν συμβαίνει- έπρεπε να ψάξουν να βρουν έναν καλό υπεύθυνο. Ευτυχώς για αυτούς, το πρόβλημα δεν ήταν μεγάλο στο δεύτερο κομμάτι. Εξ ορισμού, όταν χάνεις ένα ντέρμπι στο όριο φταίει ο άλλος, ο μπήξας, ο δείξας: από την αρχή σχεδόν οι στρατιές μαζεύτηκαν. Μόλις οκτώ χρόνια μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου, όταν Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί τα έκαναν λαμπόγυαλο στο Final 4 της Σαραγόσας, ο Σωκράτης Κόκκαλης ήταν αφοπλιστικός: «αυτούς τους οπαδούς έχουμε και δεν θέλουμε να τους αλλάξουμε». Η σήψη βρισκόταν σε τροχιά.

Η τρομοκρατία δεν είναι προνόμιο κανενός. Στο ΣΕΦ έχουν διακοπεί τελικοί για αυτόν τον λόγο, οπαδοί και εκεί έχουν μπουκάρει στο γήπεδο. Η καλή ομάδα της ΑΕΚ στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχε το πρόβλημα των οπαδών και των αλαλασμών: ο Δημήτρης Φιλίππου, πρόεδρος και αιμοδότης της ομάδας, όπως αποδείχθηκε, είχε δώσει μία εξαιρετική περιγραφή σε εκείνη την παράνοια: την ονόμασε «το πανηγύρι των ζουρλών». Ξαφνικά, τα Άρης-ΠΑΟΚ τη δεκαετία του ’80 έμοιαζαν με ειρηνικά συλλαλητήρια. Οι πιο παλιοί θα θυμούνται τα μπουκέτα του Γκάλη με τον Πρέλεβιτς. Ξέρετε τι δεν μπήκε στον αγωνιστικό χώρο του Αλεξανδρείου εκείνη την ώρα; Οπαδός.

Και δεν υπάρχει κανείς που να μη φταίει για το γεγονός ότι, σύμφωνα με το βίντεο και τις μαρτυρίες, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος έβρισε τη γυναίκα και το παιδί του Βασίλη Σπανούλη. Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος έβρισε τον Σπανούλη επειδή έδειξε τα αυτιά του μετά από ένα τρίποντο στο ΟΑΚΑ; Και υπάρχουν άνθρωποι που, εξαιτίας αυτής της χειρονομίας, τον χαρακτήρισαν «μεγάλο παίκτη και μικρό άνθρωπο»;

Όταν ο Σπανούλης έκανε τη χειρονομία, σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να το κάνει, λίγο κυνικά: λόγω της σημασίας του παιχνιδιού. Αλλά με την ώρα να περνάει, κατάλαβα ότι αυτό που σκέφτηκα ήταν παραλογισμός: 18.000 θεατές να σου βρίζουν τη μάνα όλη την ώρα, να σου τινάζουν το μυαλό στον αέρα και εσύ να δαγκώνεσαι να μην προκαλέσεις; Είναι νόμος: μαζεύεις, μαζεύεις και έπειτα εκρήγνυσαι, σε σημείο που χάνεις κατευθείαν το δίκιο σου. Δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογεί αυτό που ακολούθησε. Αν το δικαιολογείς, τότε βρίσκεσαι σε πνευματική παρακμή, σε μία ανεπανάληπτη ντεκαντάνς. Όταν αρχίσεις να απορείς με τον παίκτη που κάνει μία χειρονομία η οποία δεν είναι υβριστική, τον αποκαλείς «μικρό άνθρωπο», και δικαιολογείς έστω και λίγο τη συγκεκριμένη αντίδραση, ενώ κατά πάσα πιθανότητα είσαι ένας άνθρωπος ευγενικός που κάνεις περισσότερο καλές από κακές σκέψεις, που έχεις περάσει χρόνια στο πανεπιστήμιο και που έχεις κάνει εργασίες τις οποίες ο διευθυντής σου έχει εκθειάσει, τότε είμαστε σε πνευματική κρίση όλοι μαζί.

Το όνειρο του Γκαλεάνο

Ο διαιτητής, μάλιστα, τον χρέωσε με τεχνική ποινή. Για πανηγυρισμό. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να εκφραστείς όταν μισείς κάποιος στο αθλητικό πλαίσιο. Στον επαγγελματικό κόσμο οι άνθρωποι εξυπηρετούν τις ανάγκες ρόλων, για να μπορέσει το γρανάζι να κινείται: όταν ο Σπανούλης αποδέχθηκε την πρόταση του Ολυμπιακού, δεν του απέφερε μόνο ένα σπουδαίο ποσό, αλλά έδωσε μία νέα διάσταση στον ρόλο του. Όταν ο Λουίς Σουάρες δάγκωσε τον Τζόρτζιο Κιελίνι στο ματς του Μουντιάλ της Ιταλίας με την Ουρουγουάη, στο οποίο η θρυλική «Σελέστε» άφησε εκτός φάσης των «16» τους «Ατζούρι», ένα ολόκληρο θεατρικό εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μας.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο στιγμές που σόκαραν τον κόσμο εξαιτίας της σωματικής επαφής σε Παγκόσμιο Κύπελλο είχαν για κοινό παρονομαστή Ιταλούς αμυντικούς. Ο Μάρκο Ματεράτσι και ο Τζόρτζιο Κιελίνι προέρχονται από μία από τις πιο ζαβολιάρες αθλητικές σχολές στην ιστορία. Ο Σουάρες και ο Ζιντάν είναι παίκτες που προέκυψαν από το όνειρο του Εντουάρντο Γκαλεάνο. Από εκείνο που εξήγησε ο μακαρίτης Ουρουγουανός συγγραφέας, ένας αφηγητής θαυμάτων για τη Λατινική Αμερική, ένας από εκείνους τους ανθρώπους που έκαναν τα παιδιά να ξεχνούν την πείνα τους. Ο Γκαλεάνο έβρισκε το ποδόσφαιρο ως το τελευταίο προπύργιο διαφορετικότητας των ανθρώπων. Οι ποδοσφαιριστές έπρεπε, κατ’ αυτόν, να είναι μοναδικές οντότητες, που θα τιμάνε τις χώρες τους όχι από επιβολή αλλά διότι θα απορροφούν το κληροδότημα. Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει στον κόσμο άλλος από τον Σουάρες στο ποδόσφαιρο που αντιπροσωπεύει με τέτοια πληρότητα μία χώρα. Και το παγκόσμιο χωριό δεν είναι μία κακή ιδέα, αρκεί ο γνώμονας με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι καταστάσεις να μην είναι ο ίδιος. Η Ουρουγουάη, πολύ πριν τη Βραζιλία και την Αργεντινή, έκανε το ποδόσφαιρο τέχνη. Και αδικήθηκε κατάφωρα στην ιστορία της, κυρίως επειδή τα έβαλε με τον κόσμο όλο. Είναι μία χώρα που για τον υπόλοιπο πλανήτη μοιάζει σαν να μην υπάρχει: η ποδοσφαιρική ομάδα είναι το μόνο εξαγώγιμο προϊόν της και η τελευταία φορά που κάποιος έμαθε νέα από αυτό το κράτος της Λατινικής Αμερικής, έγινε επειδή ο τέως πρόεδρος (που τελείωσε τη θητεία του την 1η Μαρτίου του 2015), Χοσέ Μούικα, παραχωρούσε ένα εξοργιστικά μεγάλο ποσό από τον μισθό του στον λαό.

Μετά τη δαγκωματιά του στον Κιελίνι, η Λίβερπουλ προφανώς δεν μπορούσε να το αποδεχθεί. Ο Σουάρες είχε γίνει θύτης σε ρατσιστικό συμβάν, είχε δαγκώσει το χέρι του Ιβάνοβιτς. Τώρα ο συντηρητισμός μπαίνει βαθέως και στο γήπεδο, προσπαθώντας να κάνει τους παίκτες ίδιους τον ένα με τον άλλο, να χάσουν κάθε ικμάδα αυτόφωτης ενέργειας που διαθέτουν. Προφανώς δεν γνωρίζω τι είναι ο Σουάρες, αλλά θα έβαζα ένα μεγάλο στοίχημα ότι δεν είναι ρατσιστής: είναι απλώς ένας τύπος που του αρέσει περισσότερο από κάθε τι άλλο να νικάει.

Στη Βαρκελώνη, βεβαίως, έχουν ξεχάσει εκείνη τη δαγκωνιά, όπως άλλωστε και το τσιγάρο του Ζερεμί Ματιέ, τον οποίο τα social media πέρασαν πριονοκορδέλα, λες και ήταν ο πρώτος αθλητής στην ιστορία που κάπνιζε δημοσίως. Το πρόβλημα με το κάπνισμα του Ματιέ είναι ότι υπάρχουν social media: δεν είναι πρόβλημα ότι υπάρχουν μέσα διαδικτυακής κοινότητας και εκατοντάδες εκατομμύρια ιστοσελίδες (τόσες μοιάζουν): είναι ότι αναδεικνύουν ένα γεγονός σαν να είναι η πρώτη φορά που συνέβη από την αρχή του κόσμου. Για πρώτη φορά, αν παρατηρείς και θυμάσαι λίγο, μπορείς να δεις τη μερική αμνησία ή την επιλεκτική μνήμη στην ολότητα. Το κόλπο, βεβαίως, είναι το feed: κάποτε εκείνοι που ξεδιάντροπα υποστήριζαν τη μία γνώμη και έπειτα ταυτίζονταν με την άλλη, λες και ήταν η άποψή τους από πάντα, μπορούσαν να ξετρυπωθούν στα γραπτά. Τώρα υπάρχει το feed: όλα βρίσκονται σε ένα αρχείο, αλλά είναι χαώδες και δεν  να το ψάξεις.

Ο Σουάρες- ο οποίος εννοείται ότι έπρεπε να τιμωρηθεί όσο υποκρίθηκε από τη FIFA, η οποία είναι η παγκόσμια ομοσπονδία στο ποδόσφαιρο- είναι ο νούμερο 2 παίκτης στον κόσμο σε ό,τι θεωρώ συναρπαστικότερο στοιχείο σε έναν ποδοσφαιριστή: στην αντίδραση όταν φαινομενικά η φάση έχει τελειώσει. Δεν υπάρχει άλλος, πλην του Μέσι, κοντά σε αυτό. Μπορεί να είναι στη γραμμή του πλαγίου ανάμεσα σε δύο και να τον βλέπεις να χάνει το κοντρόλ, και έπειτα να επιστρέφει για να κερδίσει την μπάλα και με κάποιον τρόπο να μείνει μόνος του, με τον διάδρομο μπροστά του ανοικτό. Ήταν θέμα χρόνου να το κάνει με την Μπαρτσελόνα: ήταν θέμα χρόνου να γελοιοποιηθούν οι ηθικολόγοι και όλοι εκείνοι που στην αρχή αμφισβητούσαν το αν ταιριάζει και έπειτα μπορεί να τον κατέταξαν σε κατώτερο επίπεδο. Με τον ακριβώς ίδιο τρόπο οι δημοσιογράφοι έκριναν και τον Ζινεντίν Ζιντάν την πρώτη χρονιά του στη Ρεάλ Μαδρίτης και έπειτα είχε 2,5 εκπληκτικά χρόνια, που με την μπάλα στα πόδια ήταν σαν να ακούς τον Νικολό Παγκανίνι: εκείνον τον ιδιοφυή βιολονίστα που είχε αποκληθεί γιος του διαβόλου, επειδή έπαιζε σαν άνθρωπος ψυχωτικός. Η κηδεία του δεν έγινε επειδή, με τη σχέση που θεωρούσε ο κόσμος που είχε με τον σατανά και το γεγονός ότι η καθολική εκκλησία δεν μπόρεσε να του στείλει παπά για την τελευταία εξομολόγηση, φοβήθηκαν ότι θα έπαιζε βιολί μέσα στο φέρετρο.

 Ο άνθρωπος (κατά)κρίνει εξ απαλών ονύχων και όσο μεγαλώνει κρίνει παρά χρήμα και αυθωρεί: αυτό δεν γίνεται να εκμηδενιστεί και, ταυτοχρόνως, δεν πειράζει. Το αλαφροΐσκιωτο από ανθρώπους που πρέπει να σκέφτονται, όμως, είναι δυσβάσταχτο (και κυρίως αν έχει γίνει από τον υπογράφοντα). Η ηθικολογία εξαντλείται σε γελοιότητες και γίνεται πίσσα και πούπουλα σε καταστάσεις που αφορούν στην επιβίωση. Δεν πρέπει να σε ξεπερνάει πάντως, περισσότερο σου δείχνει σε τι κόσμο ζεις και πόσο αδαής είναι, όταν κάνει παράνομη την άγνοια και διασύρει την (εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων υπαρκτή) κριτική σκέψη. Ένα δάγκωμα ήταν ο λόγος που ο κόσμος στήθηκε απέναντι. Δύο ποδιές, που αποθέωσε. Το λες και ξεπούλημα. 

—————

2015-05-03 05:10

Ας μιλήσουμε για Βατερλό

Η κανονική περίοδος για την Α1 πόλο Γυναικών έφθασε στο τέλος της και ακολουθούν τα πλέι οφ. Ο Εθνικός δεν ήταν, πέρυσι, σε αυτά, ενώ ο ΑΝΟ Γλυφάδας, παρά την πολύ μπερδεμένη χρονιά, κατάφερε να προκριθεί στην τετράδα του πρωταθλήματος με το διπλό στα Χανιά την τελευταία αγωνιστική, ενώ είχε τις ομάδες των Νέων Γυναικών και των Νεανίδων στους τελικούς των πρωταθλημάτων τους. Η δουλειά που έκανε εξαρχής η Ευτυχία Καραγιάννη, που συνέχισε μαζί με την Αλεξία Καμμένου πριν, τελικώς, αναλάβει και συνεχίσει το έργο ο Τάσος Πυρπυρής, αποδίδει καρπούς στις μικρές ηλικίες. Άλλωστε, όποιο από τα κορίτσια θέλει έμπνευση μπορεί να χαζέψει την πλάκα με τις πρωταθλήτριες Ευρώπης του 2000 που βρίσκεται εκεί που είναι τα σκαλάκια τα οποία ανεβαίνεις για να μπεις στο κολυμβητήριο του «Αντώνης Δημητρόπουλος».

Το θέμα, βεβαίως, δεν είναι η Γλυφάδα ή τουλάχιστον όχι μόνο, αν και είναι από τις κερδισμένες ομάδες σε αυτήν τη χρονιά. Λίγο πριν ξεκινήσει το πρωτάθλημα είχα γράψει ένα κείμενο με προβλέψεις που αφορούσαν στις ομάδες της Α1 πόλο Γυναικών για το waterpolonews.gr. Με την κανονική περίοδο να έχει εκπνεύσει και τους έβδομους διαδοχικούς τελικούς του Ολυμπιακού με τον ΝΟ Βουλιαγμένης να βρίσκονται ante portas (έχει πλεονέκτημα ο Ολυμπιακός όπως το 2010 και το 2013, δηλαδή δύο χρονιές που δεν κατέκτησε το πρωτάθλημα, πάει να πει ότι τα 3 κεκτημένα πάρθηκαν με μειονέκτημα έδρας, δύο εξ αυτών σε πέμπτο τελικό στο κολυμβητήριο του Λαιμού) ήρθε η ώρα να αναγνωριστούν τα λάθη των προβλέψεων πριν ξεκινήσουν τα πλέι οφ. Ο Ολυμπιακός θα παίξει απέναντι στον ΑΝΟ Γλυφάδας και η Βουλιαγμένη θα παίξει με τον Εθνικό. Και ενώ, πολύ φυσιολογικά, το ζευγάρι του τελικού θα σφραγιστεί σε ένα τριήμερο, οι ημιτελικοί ενός πρωταθλήματος έχουν πάντα ένα πρώιμο ενδιαφέρον.

Ως εκ τούτου,  ecco lo, που θα έλεγε και η Ρομπέρτα Μπιανκόνι στο Ραπάλο: δηλαδή ιδού τα λάθη που έγιναν στην ετήσια κατάταξη. Το παράδειγμα της Ιταλίδας δεν είναι τυχαίο: τις τελευταίες μέρες μπορεί να έχει συνδεθεί με την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών από τον Ολυμπιακό, ωστόσο το γκολ που πέτυχε στο ματς του πρώτου γύρου στο «Πέτρος Καπαγέρωφ» με τον ΝΟ Βουλιαγμένης δύο δευτερόλεπτα πριν τη λήξη (για να μειώσει τη χαρά και την απόλυτη δόξα της Έλενας Ξενάκη) ήταν η φανερή στιγμή που καθόρισε το πλεονέκτημα έδρας.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ «ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ: ΘΑ ΚΑΝΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ»

Τρίτων Αμαρουσίου: Αμέσως μόλις δημοσιεύθηκε το κείμενο για την ετήσια κατάταξη του πρωταθλήματος, πολίστρια προκάλεσε και αποδέχθηκε στοίχημα που... έβαλε, διαλέγοντας μάλιστα τον Ηρακλή για υποβιβασμό. Τώρα, να βάλω στοίχημα με κάποια που ξέρει απ΄έξω και ανακατωτά τι συμβαίνει στην Α1 πόλο Γυναικών; Καλύτερα να έκανα τατουάζ. Είναι αυτό που λέμε, «πλήρωνε τώρα μαλάκα». Ο Τρίτωνας ήταν, για να αποδοθούν τα δέοντα, ομάδα που δεν άξιζε να πέσει πριν έρθει η Μαρίνα Γκριτσένκο. Δεν κινδύνευσε ποτέ. Η Ελένη Γούλα ήταν εμπνευστική και μόλις έφθασε η Καζάκα έγινε οριακά ομάδα τετράδας. Η Κυριακή Στρατιδάκη κέρδισε με το σπαθί της την κλήση της στην Εθνική και την είσοδό της στην οκτάδα των κορυφαίων πολιστριών φέτος και ασφαλώς η μαντεψιά ήταν λάθος 100%: το πιθανότερο είναι ότι ο Τρίτων- ο οποίος νίκησε τον Εθνικό σε εντυπωσιακό ματς- δεν θα έπεφτε ακόμα και αν ο Ηρακλής δεν είχε τα μαύρα χάλια του. Η σιγουριά του Νοέμβρη τον Μάη δημιουργεί σάστισμα και την κοκκινίλα της ντροπής: ακόμα και αν ξέρεις ότι στον αθλητισμό δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, από καιρού εις καιρόν δεν μπορείς παρά να υποπίπτεις σε συναπτά λάθη του στυλ «έλα μωρέ», που σε κάνουν να επανεξετάζεις την ψυχική περίπτωσή σου. Προέρχομαι, μάλιστα, από ένα ενσταντανέ στο οποίο παίκτης, αναφερόμενος σε παραληρηματική σκέψη μου, ανέφερε ότι «αυτός ο τύπος όλα τα βρίσκει εύκολο να γίνουν».

... Εννοείται. Για αυτό γράφει. Αλλιώς θα ήταν αθλητής. 

Εθνικός: Τώρα κάποιος μπορεί να νομίσει ότι το λάθος έγινε επειδή ήταν η έκτη ομάδα στην ετήσια κατάταξη, αλλά ουδόλως ισχύει. Η έβδομη θέση δεν αφορούσε στο αγωνιστικό κομμάτι, αλλά στο πόσο συναρπαστική ομάδα είναι. Βεβαίως, η συγκεκριμένη ομάδα θα κριθεί τον επόμενο χρόνο, διότι θα φανεί κατά πόσο οι πολίστριές της θα μπορέσουν να προτάξουν την ποιότητά τους σε σχέση με την όρεξή τους. Η Βάσω Μαυρέλου ήταν καταιγιστική και ανέδειξε το επιθετικό φίλτρο της, η Νόρμα Φραγκιουδάκη έκανε θαυμάσιο πρωτάθλημα και, μέχρι ενός σημείου, θεωρούνταν από τον προπονητή της, Γιώργο Τσόκα, η πιο βελτιωμένη πολίστρια σε σχέση με την προηγούμενη σεζόν και η Αμαλία Πατέρου έδωσε ξανά το στίγμα του ταλέντου που απαιτεί να τη συμπεριλάβουμε σε ένα από τα μέλη της πρώτης πραγματικά σπουδαίας γενιάς του ελληνικού πόλο Γυναικών: όχι φυσικά επειδή προγενέστερα δεν υπήρχαν αρχιέρειες, όπως η Βούλα Βάσσου, η Αλεξία Καμμένου, η Μαίρη Βούλγαρη, αλλά διότι ήταν μέλος ομάδων οι οποίες πρωταγωνίστησαν στην Ευρώπη. Φυσικά, η Ξένη Λεοντσίνη είναι, για ακόμα μία χρονιά, μία από τις τρεις καλύτερες τερματοφύλακες του πρωταθλήματος. Ο Εθνικός τερμάτισε άνετα τρίτος και του αξίζουν οι έπαινοι.

NOBA: Ο λόγος, στην περίπτωση της ομάδας από τον Βόλο, δεν έχει να κάνει με τη θέση που κατέκτησε. Απλώς η αναμονή για την παρουσία της ήταν περισσότερο εκείνο που πρόσφερε ο Υδραϊκός στους Άνδρες και λιγότερο αυτό που (δεν) είδα. Η ομάδα του Βόλου δεν κατέβηκε στο τελευταίο ματς του πρωταθλήματος με τη Βουλιαγμένη, ενώ οι πολίστριες που αναμέναμε να δούμε μαζί στο νερό δεν εμφανίστηκαν για κάτι τέτοιο παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Θα είχε ενδιαφέρον να παίξουν με αντίπαλο τον Ολυμπιακό και τον ΝΟ Βουλιαγμένης, κυρίως για χάρη της ιστορίας. Προφανώς γυναίκες σαν την Τσουρή, τη Λαρά, τη Δημητροκάλλη, τη Βαγγελίτσα Μπαλωμενάκη, έχουν τη ζωή τους πια: το πόλο στα θηλυκά είναι, πλην εξαιρέσεων, χόμπι, αλλά όπως το είδαν τα κορίτσια του ΝΟΒΑ είναι ο ορισμός: κάποια ταξιδάκια για να θυμηθούν τα παλιά, δυο τρεις νίκες για να παραμείνουν στην κατηγορία και έπειτα μην τον είδατε τον Παναή. Εκείνες σωστά έπραξαν. Στην ετήσια κατάταξη, πάντως, το κομμάτι για τον ΝΟΒΑ ήταν γραμμένο με μπόλικο ενθουσιασμό.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ «ΕΝΤΑΞΕΙ, ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΚΙΝΕΖΟ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΚΑΛΥΨΟΥΜΕ»

Ηρακλής: Το πιο δύσκολο κομμάτι που αφορά στον Ηρακλή είναι να πείσεις κάποιες από τις πολίστριές του να μεταναστεύσουν για να διεκδικήσουν αυτό που αναλογεί στο ταλέντο και στην ποιότητά τους. Είχα τον Ηρακλή τέταρτο στην κατάταξη, αλλά δεν ήταν λάθος πρόβλεψη: μόνο η πραγματικά καψούρα με τον σύλλογο, Κατερίνα Ζάντου, η οποία ενσαρκώνει την άδολη αγάπη, έδωσε το «παρών» σε όλο το πρωτάθλημα από τις πολίστριες που υπολόγιζα ότι θα κατέβουν. Ο «Γηραιός» ήταν σε κακή κατάσταση τον περισσότερο καιρό: η Μάγδα Τζήμα κατέβηκε στον δεύτερο γύρο (για να σώσει οτιδήποτε αν σωζόταν) και μπορεί η μοίρα της ομάδας να μην άλλαξε ριζικά, πάντως μαζί με τη Ζάντου ήταν σαν τον Κινγκ Κονγκ στη Νέα Υόρκη σε σχέση με τις υπόλοιπες πολίστριες της ομάδας. Οι αδελφές Φλώρου δεν έπαιξαν καθόλου, η Ελευθερία Τζελέπη έφυγε, η Ελένη Γούλα είχε μία υγιή χρονιά στο Μαρούσι και ο Ηρακλής πολύ λογικά υποβιβάστηκε στην Α2, έχοντας για χάι λάιτ τη νίκη του επί του ΝΟΒΑ, ενώ δεν έχασε από τον άνευ Γκριτσένκο Τρίτωνα την τελευταία αγωνιστική. Επειδή είναι στην εφορευτική επιτροπή του φαν κλαμπ της συγκεκριμένης γενιάς, ελπίζω ότι οι Αρχάγγελοι θα μπουν στα όνειρα των πολιστριών και θα τους πείσουν να κάνουν το πόλο προτεραιότητα, αν και δεν το νομίζω. Θα είναι άσχημη ακόμα μία χαμένη χρονιά, στην Α2, από την άλλη, όμως, το κλίμα είναι δυσνόητο και άρα πολύ δύσκολο να αποδοθεί.

ΑΝΟ Γλυφάδας: Δεν πέτυχα ούτε μία σωστή θέση στην ετήσια κατάταξη, παρ’ όλα αυτά η βαθμολογία ήταν μόνο μία διάσταση του κειμένου. Ο ΑΝΟ Γλυφάδας ήταν τρίτος, επειδή περίμενα πώς και πώς το βήμα παραπάνω της Νικόλ Ελευθεριάδου. Ξέρετε, η 17χρονη πολίστρια δεν φταίει: στην αρχή έπρεπε να διαχειριστεί το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού και της Βουλιαγμένης όλο το καλοκαίρι, έπειτα έβγαλε και κάποια προβλήματα τραυματισμού και προς το τέλος άρχισε να παίζει καλά με αποκορύφωμα το διπλό επί του ΝΟ Ρεθύμνου, που έφερε και την είσοδο του ΑΝΟΓ στην τετράδα. Η Γλυφάδα είχε χάσει στο πρώτο παιχνίδι στο «Αντώνης Δημητρόπουλος» και για αυτό η συγκεκριμένη είσοδος κάνει την επιτυχία ξεχωριστή. Δεν μπορεί κάποιος να πει ότι τα κορίτσια της Καμμένου και του Πυρπυρή φάνηκαν βελτιωμένα (πλην της Εύας Λούδη), αλλά αυτό ούτως ή άλλως ήταν μία απαίτηση που μοιάζει με ουτοπία: όταν βελτιώνεσαι δεν φαίνεται στον έξω κόσμο. Οι μικρές είχαν ευθύνη απέναντι στους εαυτούς και την περυσινή πορεία τους, είχαν περισσότερο άγχος και ανταποκρίθηκαν και την επόμενη χρονιά θα φανούν περισσότερο τα βήματα προόδου που έκαναν αυτήν εδώ τη μεταβατική χρονιά. Σε αρκετές περιπτώσεις χρειάζεται να μην ξέρεις πού πας, ώστε να βρεις σίγουρα τον δρόμο.  

ΝΟ Ρεθύμνου: «Έτσι όπως είναι ο Τρίτωνας, ο ΝΟ Ρεθύμνου κατά πάσα πιθανότητα θα σωθεί». Κατευθείαν σε ίδρυμα.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ «ΕΛΑ ΜΙΚΡΕ, ΠΑΡΕ ΕΝΑ ΕΙΚΟΣΑΡΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΠΟ ΣΟΥ»

ΝΟ Βουλιαγμένης: Η περηφάνια της ομάδας και οι ρίζες της έδειξαν τον δρόμο. Ο ΝΟΒ τελείωσε αήττητος το πρωτάθλημα και δεύτερος, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι πρώτος (αν και το ίδιο θα μπορούσαν να ισχυριστούν στον Ολυμπιακό) και, παρά την κακή μέρα που βρέθηκαν στην Ευρωλίγκα, στο πρωτάθλημα αποδείχθηκε άξιος αντίπαλος. Κυρίως στο παιχνίδι του Πειραιά η Βουλιαγμένη έδειξε τι είναι ικανή να κάνει και φέτος, για πρώτη φορά αυτήν την εξαετία, δεν θα είναι εκείνη που πρέπει να πάρει το πρωτάθλημα. Το 2010 μπορεί να φαινόταν ότι ο Ολυμπιακός είναι κατάτι δυνατότερος, αλλά το Final 4 του Champions Cup της Κέρκυρας στις αρχές του Απρίλη άλλαξε την κατάσταση. Θα μπει ως αουτσάιντερ στους τελικούς, οι οποίοι θα είναι εξόχως συναρπαστικοί.

Ολυμπιακός: Η κορυφαία επίθεση στο πρωτάθλημα, η κορυφαία άμυνα στο πρωτάθλημα (με ενεργητικό 289-51, δηλαδή 238 γκολ διαφορά, που σημαίνει ότι πέτυχε 12 νίκες με μέσο όρο διαφοράς 19,8 γκολ, κάτι που σε πολλούς φάνηκε unfair, αλλά το αντώνυμο του Χάρη Παλίδη είναι η χαλάρωση), η πρώτη σκόρερ που είναι ίδια με την καλύτερη παίκτρια στο ranking (δηλαδη η Αλεξάνδρα Ασημάκη,  MVP της κανονικής περιόδου), η πιο ευρεία νίκη στην ιστορία, το 0-46 επί του ΝΟΒΑ που σφράγισε το πλεονέκτημα έδρας. Με 15 πολίστριες που μπορούν να παίξουν ανά πάσα στιγμή σε όλα τα ματς. Αυτός ο τίτλος, βεβαίως, μοιάζει με του πρωταθλητή Χειμώνα. Μόλις τρεις μέρες μετά την κατάκτηση της Ευρωλίγκας, ο Παυλίδης τόνισε ότι αν η ομάδα του δεν πάρει το τρόπαιο του πρωταθλήματος, η χρονιά θα είναι αποτυχημένη. Και ο Λαιμός τον Μάιο είναι μούρλια. 

—————

2015-04-29 02:20

Το σωστό, το νόμιμο και η επιλογή

 

Το θέμα που προέκυψε στη Νάξο μπορεί να έχει αθλητική αφορμή, αλλά οι ρίζες του ανάγονται στη φύση του Έλληνα, ο οποίος αρέσκεται να φιλονικεί με τον συμπατριώτη του. Μπορεί να αποτελεί, η συγκεκριμένη περιγραφή, μία ειδίκευση, αλλά πάντως η ιστορία δείχνει ότι όποτε οι Έλληνες νιώθουν ελεύθεροι, τα βάζουν ο ένας με τον άλλο. Είναι χαρακτηριστικό εκείνο που έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης: «Ένας Έλληνας Χριστιανός και ένας Τούρκος Μουσουλμάνος μάλωναν για τη θρησκεία τους. Έπειτα ήρθε άλλος ένας Έλληνας Χριστιανός και οι δύο Έλληνες άρχισαν να μαλώνουν, αφήνοντας τον Τούρκο μόνο του».

Την τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος Κυκλάδων στο μπάσκετ, ο ΑΠΑΣ τα Φανάρια αντιμετώπιζε την ομάδα της Πάρου ενώ ο Πανναξιακός έπαιζε με τη Σαντορίνη. Οι δύο πρώτες ομάδες του ομίλου προκρίνονταν στο Final 4, με τον νικητή να παίρνει το εισιτήριο για τα μπαράζ που βγάζουν στο πρωτάθλημα της Γ’ . Ο ΑΠΑΣ και ο Πανναξιακός είναι οι ομάδες της Νάξου. Σε σχέση με την περυσινή περίοδο, όταν η πρώτη έφθασε ένα βήμα από το να βρεθεί στη Γ’ Εθνική, ο ΑΠΑΣ ήταν αποδυναμωμένος. Τα παιχνίδια με τον Πανναξιακό είναι συνήθως ντέρμπι, αλλά τη φετινή περίοδο δεν ίσχυσε αυτό: ο δεύτερος νίκησε άνετα το πρώτο ματς και επικράτησε και στο δεύτερο, αν και δυσκολεύτηκε πολύ περισσότερο. Ο ΑΠΑΣ νίκησε δύο φορές τη Σαντορίνη και ο Πανναξιακός έχασε στο πρώτο παιχνίδι. Την τελευταία αγωνιστική η Σαντορίνη ήθελε μόνο νίκη για να προκριθεί στο Final 4, αφού στην τριπλή ισοβαθμία ο ΑΠΑΣ ήταν εκείνος που υστερούσε. Η ομάδα του νησιού που αποτελεί τουριστικό θέρετρο έφθασε στη Νάξο αποδυναμωμένη στο έμψυχο δυναμικό, με τραυματίες και τον καλύτερο παίκτη της ομάδας της τιμωρημένο.

Προφανώς, αρκετές μέρες πριν την έναρξη αυτού του παιχνιδιού είχε παραχθεί ίντριγκα. Από τη μεριά του Πανναξιακού- ο οποίος είναι πλέον μία ομάδα αναγνωρίσιμη στο πανελλήνιο εξαιτίας της σταθερής παρουσίας της ομάδας βόλεϊ Γυναικών στην Α1, της απίθανης φετινής ευρωπαϊκής πορείας της ως τους προημιτελικούς του Challenge Cup αλλά και της συμμετοχής στα δύο τελευταία Final 4 του Κυπέλλου- διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους ότι θα παραταχθούν σε αυτό το παιχνίδι με στόχο τη νίκη. Είχε αρχίσει ένας Ψυχρός Πόλεμος.

Για τον Πανναξιακό η παρουσία του ΑΠΑΣ σε πρωταγωνιστικό επίπεδο σήμανε το τέλος του μονοπωλίου. Στη Χώρα της Νάξου δεν είδαν με καλό μάτι την άνοδο της ομάδας της Απειράνθου, που έχει ιδρυθεί το 1984. Το έδαφος που άρχισε να προλιαίνεται χρόνια πριν, βρήκε τους καρπούς του το 2011: ο Πανναξιακός γιόρταζε την κατάκτηση του πρωταθλήματος Ελλάδος με αντίπαλο τον ΑΠΑΣ, αλλά του χάλασαν τη φιέστα νικώντας τον στο κλειστό της Χώρας. Την επόμενη χρονιά, οι δύο ομάδες συναντήθηκαν στον τελικό που οδηγούσε στα μπαράζ: ο ΑΠΑΣ νίκησε, κατακτώντας το πρώτο πρωτάθλημα Κυκλάδων στο μπάσκετ στην ιστορία του. Τη μεθεπόμενη ο Πανναξιακός επικράτησε με τρίποντο στην εκπνοή και πέρυσι ο ΑΠΑΣ ήταν ο δίκαιος κυρίαρχος. Το νησί ήταν σε αθλητικές φλόγες, αλλά αυτό παρασάγγας απείχε με ό,τι έγινε το Σάββατο: όταν ο Πανναξιακός, δηλαδή, έχασε 64-69 από τη Σαντορίνη απεμπολώντας ένα προβάδισμα 17 πόντων, 58-41, που είχε στο τρίτο δεκάλεπτο.

Για αρκετούς ήταν αναμενόμενη αυτή η εξέλιξη: ο Πανναξιακός είχε επιλογή να χάσει το παιχνίδι για να μην αφήσει τον ΑΠΑΣ να προχωρήσει. Το θέμα είχε να κάνει με τον φόβο και την κόντρα: από πέρυσι ο ΑΠΑΣ έχει χάσει κάποιους παίκτες, αλλά είναι κάτοχος των δελτίων τους. Οι άνθρωποι του Πανναξιακού, ωστόσο, δεν άφησαν και τη δεύτερη ομάδα από το νησί να φθάσει στο Final 4. Στον αθλητισμό μπορεί να γίνει οτιδήποτε, αλλά σύμφωνα με τους ανθρώπους του ΑΠΑΣ η προσπάθεια του Πανναξιακού στο τέταρτο δεκάλεπτο του παιχνιδιού συνιστά διακωμώδηση του αθλήματος.

Το ζήτημα είναι, κυρίως, ηθικό και, σε ό,τι αφορά την πρωτογενή διάστασή του, έχει να κάνει με το κατά πόσο είναι δίκαιο ή άδικο. Δεν είναι η πρώτη περίπτωση στην ιστορία που ομάδες διαλέγουν να χάσουν για να μην προχωρήσουν άλλες, ωστόσο ο ερασιτεχνικός αθλητισμός θα έπρεπε να... καπνίζει την πίπα της ειρήνης, ειδικά όταν πρόκειται για ομάδες από το ίδιο νησί και ανθρώπους που συναντιούνται στους δρόμους. Αν στον Πανναξιακό ήθελαν, εν πάση περιπτώσει, να υποβιβάσουν τον ΑΠΑΣ, δεν θα έπρεπε να υπόσχονται νίκη στο τελευταίο παιχνίδι. Σε περίπτωση που υπήρξε έλλειψη προσπάθειας, μπορεί οι τελευταίοι να έχασαν τις πιθανότητες πρόκρισης στο Final 4, αλλά οι πρώτοι έχασαν κάποια ηθική αξία που θα δημιουργούσαν αν αντιμετώπιζαν το τελευταίο παιχνίδι τους με τη δέουσα σοβαρότητα. Λίγες καταστάσεις είναι χειρότερες από το να είσαι κάποιος που δεν μπορούν να σε εμπιστευθούν.

Στον ΑΠΑΣ έβγαλαν ανακοίνωση διαμαρτυρίας για το συγκεκριμένο παιχνίδι και είναι πιθανό να ψάξουν έναν τρόπο για να πλησιάσουν αρμόδια όργανα για τέτοιες υποθέσεις. Το θέμα είναι ξεκάθαρα ηθικό για τα Φανάρια, αφού πολύ λογικά νιώθουν ότι εξαπατήθηκαν από μία υπόσχεση που δόθηκε και δεν τηρήθηκε.

—————

2015-04-21 03:08

Πουλόβερ με πουκάμισο

 

Από τα κείμενα που έπρεπε να εντρυφήσω, όπως σημειώθηκε σε ένα προηγούμενο κείμενο, δεν κατάφερα να γράψω ούτε ένα. Η δύσκολη πρόσβαση σε υπολογιστή μαζί με την αίσθηση μίας υλιστικής ματαιότητας, την αντίληψη της μη βιασύνης και του μηδενικού καθήκοντος, δεν τα κατέστησαν υποχρεωτικά. Η έννοια της δημιουργίας βρίσκεται στο εσώτερο κίνητρο και, παρά το γεγονός ότι δεν πρόκειται για κάποια επιταγή της φύσης, έγκειται σε μία αναγκαία διαδικασία μηχανικής κίνησης η οποία σε κάνει να επιστρέφεις εκεί που έχεις μάθει, ό,τι και αν είναι αυτό.

 

Υπάρχουν θέματα για τα οποία θα ήθελα να γράψω: τη μονομαχία Γκομπέρ και Γουίγκινς σε ένα «σκοτωμένο» ματς των Τζαζ με τους Τίμπεργουλβς, για τη Λινέ Ρενό και την αξία της γαλλικής προφοράς (ένα κείμενο που θα κατέληγε στη Μαριόν Κοτιγιάρ), για τον Μπόμπαν Μαριάνοβιτς και τον Νίκολα Τέσλα, ωστόσο ένα εξ αυτών με καίει για αυτό και θα προσπαθήσω να το υλοποιήσω το Σάββατο, δηλαδή ένα κείμενο για το ΝΒΑ πριν ξεκινήσουν τα πλέι οφ.

 

Άφησα επίτηδες, προφανώς, την άνωθεν παράγραφο, η οποία δείχνει ότι έχασα τον στόχο μου σε απόσταση δύο ωρών. Τέτοια αλληλουχία καταστάσεων είναι συμβολικές για το παρελθόν αλλά και για το σημείο που βρίσκομαι αυτήν τη στιγμή. Αλλά πριν καταραστώ την ειδοποίηση του quizdom, η οποία για ακόμα μία φορά θα με αποσπάσει από όποιο δικαίωμα έχω να εκφραστώ- με την επίγνωση του μαγνητισμού που μου ασκεί η συνήθεια, η οποία μετατρέπει την αρέσκεια σε εθισμό, οφείλω να ομολογήσω ότι με το quizdom είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι πραγματικά αποχαυνωμένος, ακόμα και αν, τα παλιά τα χρόνια, η Ολίβια μου μιλούσε και δεν την άκουγα επειδή χαζολογούσε (το έκανε και εκείνη, λιγότερο συχνά από μένα, αλλά μην της το πείτε) από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με τους υπολογιστές, και αυτό ήταν αρκετά αργά, αφού είχε περάσει και η δεύτερη δεκαετία της ζωής μου- το πρέπον είναι να αποδοθούν τα εύσημα στον σπουδαιότερο κολεγιακό προπονητή στην ιστορία του μπάσκετ (και, πιθανότατα, τον σπουδαιότερο σκέτο, με την πιθανή εξαίρεση των Σέρβων), δηλαδή τον Μάικ Σιζέφσκι. Την ώρα που πανηγύριζε τον πέμπτο τίτλο του με το Ντιουκ, η καλή μου τύχη μαζί με την αθλητική υποχρέωση του Γιάννη με έφερναν στην αίθουσα αναχωρήσεων του «Ελ. Βενιζέλος», ωστόσο από τις 7 Απριλίου έχουν περάσει 14 μέρες, κάτι που υποθετικά θα καθιστούσε την αναφορά ετεροχρονισμένη.

 

Ο Μάικ Σιζέφσκι κατάφερε να γίνει ο πιο αντιπαθητικός προπονητής στο αμερικάνικο μπάσκετ κατακτώντας τους δύο τίτλους του 1991 και του 1992 με τους Κρίστιαν Λέτνερ, Μπόμπι Χέρλι και Γκραντ Χιλ. Το Ντιουκ, τότε, έγινε το πιο αντιπαθητικό κολέγιο. Λίγο πριν ξεκινήσει η March Madness το ESPN πρόβαλλε το 30 for 30 του με τίτλο «I Hate Christian Laettner» και θέμα την καριέρα του πιο σημαντικού πάουερ φόργουορντ στην ιστορία του κολεγιακού μπάσκετ με τους «Blue Devils». Είχε γραφτεί σχετικό κείμενο και, εν ολίγοις, τα χρόνια του Λέτνερ το Ντιουκ έφθασε σε τέσσερα Final 4: πρώτα έχασε στον ημιτελικό του 1989 από το Σίτον Χολ στο Σιάτλ, μετά διαλύθηκε στο Ντένβερ, το 1990, χάνοντας από το θεσπέσιο UNLV του Τζέρι Ταρκάνιαν με σκορ 103-73, στον τελικό, μετά νίκησε το UNLV στον ημιτελικό της Ιντιανάπολης, το 1991, για να κατακτήσει το τρόπαιο με αντίπαλο το Κάνσας και το 1992, στην τελευταία παράσταση της εντυπωσιακής τριάδας, επικράτησε στο Final 4 της Μινεσότα της Ιντιάνα των Fab5, για να κάνει το ριπίτ, που κράτησε 15 χρόνια, μέχρι δηλαδή να το κατακτήσουν οι Φλόριντα Γκέιτορς των Γιοακίμ Νοά και Αλ Χόρφορντ για δεύτερη διαδοχική φορά. Σε εκείνη τη March Madness έγινε και το θρυλικό ματς με το Κεντάκι που ο Λέτνερ νίκησε με σουτ στο τελευταίο δευτερόλεπτο, κάτι που είχε κάνει και δύο χρόνια πρωτύτερα, επίσης για παιχνίδι της Elite 8, όταν είχε σκοράρει και εναντίον του Κονέντικατ, για να οδηγήσει το Ντιουκ στο Final 4.

 

Στο παιχνίδι με το Κεντάκι, φυσικά, που τελείωσε με το εντυπωσιακό 104-103, το σουτ του είναι εκείνο που θα θυμούνται άπαντες οι οποίοι έχουν κάποια σχέση με το μπάσκετ που δεν είναι ειδική (δηλαδή το να «ασχολείσαι» με το ΝΒΑ και να μην αναγνωρίζεις αυτό το σουτ, τους δύο αντίπαλους και το ματς στο οποίο συνέβη είναι αδικαιολόγητο), ωστόσο η αμέσως επόμενη αξιομνημόνευτη φάση ήταν το πάτημα του Λέτνερ στον Αμίνου Τίμπερλεϊκ. Στο ντοκιμαντέρ, ο Λέτνερ εξηγεί ότι μπερδεύτηκε, επειδή θεώρησε ότι ήταν ο Τίμπερλεϊκ εκείνος που τον έσπρωξε στην προηγούμενη φάση, παρ’ όλα αυτά η σύγχυση και το γεγονός ότι η φάση ακόμα μνημονεύεται από τους οπαδούς του Κεντάκι προήλθε από το γεγονός ότι οι διαιτητές κράτησαν τον Λέτνερ στο παιχνίδι. Μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ, ο Λέτνερ τράβηξε ένα βίντεο στο οποίο ζητάει συγγνώμη από τον Τίμπερλεϊκ, με τον δεύτερο να του απαντάει ότι κάνει δεκτή τη συγγνώμη του. Στο τέλος του βίντεο, μάλιστα, ο Τίμπερλεϊκ αναφέρεται στον Λέτνερ με την εξής φράση: Go Big Blue Nation. Δηλαδή, δείχνει εμπράκτως τη στήριξή του στο Κεντάκι.

Υπάρχει λόγος που μισούν το Ντιουκ δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι: λέγεται νίκη και τρόπαια. Το Κεντάκι πήγε στην Ιντιανάπολη έχοντας 38-0 και στα τελευταία 4 λεπτά του ημιτελικού με το Γουισκόνσιν ο Τζον Καλιπάρι τα έκανε μαντάρα, προκαλώντας τη μόνη (και μη αναστρέψιμη) ήττα της χρονιάς. Το Ντιουκ προκρίθηκε εύκολα επί του Μίσιγκαν Στέιτ και κατάφερε να κάνει καλά το Γουισκόνσιν (την ίσως πιο συμπαθητική ομάδα της χρονιάς)  στον τελικό, για να πάρει το πέμπτο εθνικό πρωτάθλημά του ο Σιζέφσκι, το οποίο κατάφερε σχεδόν 2 μήνες αφού γιόρτασε τις 1000 νίκες του ως προπονητής στο κολεγιακό μπάσκετ. Ο Τζον Γούντεν κατέκτησε 10 πρωταθλήματα με το UCLA από το 1964 έως το 1975, ήταν ένας προπονητής μεγαλειώδης και κατέστησε το κολέγιο της Καλιφόρνιας επιθυμητό για τους Αμερικάνους μέλλοντες φοιτητές-μπασκετμπολίστες, αλλά αναγκαστικά πρέπει να γείρει η πλάστιγγα υπέρ του Σιζέφσκι. Στα 5 πρωταθλήματα που έχει πάρει μέσα σε 24 χρόνια έχει παίξει από 6 παιχνίδια που αν έχανε αποκλειόταν. Το 1964 το UCLA έπαιξε 4 ματς για να πάρει το πρώτο πρωτάθλημα, και το 1975 έπαιξε 5 για να πάρει το 10ο. Συν τοις άλλοις υπήρχαν πολύ λιγότερα παιχνίδια μέσα στη χρονιά, πολύ λιγότερες περιφέρειες και το πιο σημαντικό είναι ότι εκείνες τις (πιο γλυκές, πιο πικρές, πιο έντονες, πιο χαλαρές, πιο ακατέργαστες σίγουρα) εποχές, δεν ετίθετο ζήτημα για το αν ο παίκτης θα καθόταν 4 χρόνια στο κολέγιο.

 

Ο Σιζέφσκι κατέκτησε το πρώτο, το τέταρτο και το πέμπτο πρωτάθλημά του στην Ιντιανάπολη. Το 2010 κατάφερε το Ντιούκ να νικήσει το Μπάτλερ, στο ματς που το σουτ του Γκόρνταν Χέιγουορντ από το κέντρο λίγο έλειψε να γίνει το νικητήριο σουτ του αιώνα. Το Μπάτλερ ήταν κολέγιο δεύτερης κατηγορίας, από εκείνα που κράτησε στο τουρνουά το Πρίνστον το 1989. Και προπονητής του ήταν ο, κατά τη γνώμη μου, προπονητής της χρονιάς στο ΝΒΑ: ο Μπραντ Στίβενς.

 

Για να πω την αμαρτία μου, αγαπάω την κατηγορία των ανθρώπων που λέγονται white collars. Δηλαδή τους γόνους πλούσιων οικογενειών που έχουν μάθει να συμπεριφέρονται με συγκεκριμένο τρόπο. Νομίζω ότι ο πρώτιστος λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό, είναι ένα συγκεκριμένο ντύσιμο: το πουλόβερ με το πουκάμισο από μέσα.

Από ό,τι θυμάμαι, το Status ήταν από τα αγαπημένα περιοδικά της εφηβείας μου. Δεν ταίριαζε με το δικό μου ντύσιμο, καθώς οτιδήποτε πέρα από τη φόρμα φαινόταν να μου φέρνει αλλεργία. Ωστόσο τα εκείνα τα περιοδικά έφθαναν για να δώσω ένα προβάδισμα στον Φρανκ Σινάτρα σε σχέση, παραδείγματος χάρη, με τον Ντιν Μάρτιν, το οποίο έχασε την τελευταία πενταετία. Έβρισκα πάντα κομψό το πουλόβερ με το πουκάμισο. Είναι ένα ντύσιμο ασφαλές και μεταδίδει αυτήν την ασφάλεια στους γύρω του. Μπορείς να κρύψεις σε αυτό την τσογλανίστικη διάθεσή σου, να δείξεις ότι είσαι politically correct. Να κερδίσεις τον χώρο που σου αναλογεί για να κάνεις τα ανομήματά σου. Πάλι, όταν έχει κρύο, το πουλόβερ με το πουκάμισο σε μετατρέπει σε ταίρι του καιρού. Δεν βιάζεσαι να ξεφορτωθείς το κρύο και αυτό επηρεάζει τη διάθεσή σου. Για να είμαι ακριβής, δεν ήταν αποκλειστικά δικαίωμα των white collars, είναι επίσης δημοσιογραφικό ντύσιμο: αν μου άρεσε το Newsroom μία φορά, πολλαπλασιαζόταν αυτομάτως επειδή ο Τζεφ Ντάνιελς (στον οποίο έχω συγχωρέσει το «Ηλίθιος και Πανηλίθιος», αλλά και το σίκουελ, όπως θα το συγχωρούσα σε κάθε ηθοποιό που είναι παντρεμένος 36 χρόνια με την ίδια γυναίκα· στην περίπτωσή του, μάλιστα, ο λόγος γίνεται για έναν ταλαντούχο ψυχαγωγό) ήταν ντυμένος με καρό πουκάμισο και μπλε πουλόβερ. Ο Μπραντ Στίβενς, στον πάγκο των Μπόστον Σέλτικς, δεν ντύνεται έτσι. Αλλά θα μπορούσε. Διότι είναι ένας διανοούμενος του μπάσκετ. Και αυτό τον κάνει κατευθείαν ξεχωριστό.

 

Από τη στιγμή που όλα τα συστήματα του μπάσκετ προέρχονται από τους κολεγιακούς προπονητές, τους δίνω αυτομάτως προβάδισμα σε σχέση με τους επαγγελματίες του ΝΒΑ. Ο προπονητής της χρονιάς θα έπρεπε να είναι ο Στιβ Κερ, ο οποίος είναι σαν τον δικηγόρο στον «Νονό»: έβλεπε τον Μάικλ Τζόρνταν και τον Τιμ Ντάνκαν να κατακτούν πρωταθλήματα- χάρισε, μάλιστα, ένα, στους Σικάγο Μπουλς, με το σουτ του στον έκτο τελικό του 1997 απέναντι στους Γιούτα Τζαζ- θήτευσε με τους Φιλ Τζάκσον και Γκρεγκ Πόποβιτς και, όπως στην περίπτωση του δικηγόρου της οικογένειας Κορλεόνε (τον οποίο παίζει ο Ρόμπερτ Ντιβάλ) έζησε ως το τέλος κατασταλαγμένος για τον ρόλο του. Έβγαλε με τους Γουόριορς όλα αυτά τα μυστικά της μακροσκελούς καριέρας και το Γκόλντεν Στέιτ έχει μία ομάδα η οποία έκανε ένα από τα 10 καλύτερα ρεκόρ στην ιστορία του ΝΒΑ (67-154).

 

Επίσης, θα μπορούσε να είναι ο Μάικ Μπαντενχόλζερ των Ατλάντα Χοκς, οι οποίοι αποδείχθηκαν οι Σπερς της εφηβικής ηλικίας, και έκαναν 19 διαδοχικές νίκες. Ή, φυσικά, ο Γκρεγκ Πόποβιτς, ο οποίος άσκησε τρελό ψυχολογικό πόλεμο σε όλες τις ομάδες του ΝΒΑ. Με τους Σπερς στα σκοινιά, πραγμάτωσε διάφορα ψυχολογικά τρικ, η ομάδα του έκανε 11 διαδοχικές νίκες, πήρε τα ματς που την ενδιέφεραν (με τους Γουόριορς και τους Ρόκετς) και στο τέλος βρέθηκε μία νίκη από τη 2η θέση, η οποία δεν ήρθε λόγω της νίκης των Πέλικανς. Ωστόσο οι Σπερς (όσο κι αν οι Κλίπερς κυριάρχησαν στο πρώτο παιχνίδι) μπαίνουν στα πλέι οφ με τους αντίπαλους να νιώθουν τη Δαμόκλειο Σπάθη μίας ομάδας που ξέρει σίγουρα κάτι παραπάνω να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους.

 

Ωστόσο δεν βάζω κανέναν κοντά στον Στίβενς: ο Κερ έκανε απλώς κάποια μερεμέτια, κυρίως για να απλοποιήσει το ταλέντο των παικτών του, ο Πόποβιτς έχει την ίδια ομάδα τα τελευταία 318 χρόνια και κάποια στιγμή οι Χοκς πήγαν με τον αυτόματο. Οι Σέλτικς δεν έπρεπε, όμως, να είναι στα πλέι οφ, έστω και αν είχαν αρνητικό ρεκόρ. Οι Σέλτικς έπρεπε να είναι κάτω από τους Ντιτρόιτ Πίστονς, οι οποίοι είχαν ρεκόρ 32-50.

 

Στις 19 Δεκεμβρίου του 2014 η Βοστώνη αντάλλαξε τον Ραζόν Ρόντο στους Ντάλας Μάβερικς για 3 παίκτες: έμοιαζε να ισχύει το «όπου φτωχός και η μοίρα του». Μπορεί, επειδή η ανταλλαγή ήταν τόσο σπουδαία, τα δίκτυα των ΗΠΑ να την έβαλαν στο μικροσκόπιο, αλλά το συμπέρασμα ήταν το ίδιο για όλους: οι Μάβερικς έγιναν αυτομάτως title contenders, που λένε και στην Ιντιάνα, στην οποία έχει γεννηθεί ο Στίβενς. Τώρα, αν κάποιος επιμένει στο ίδιο συμπέρασμα, το καλύτερο θα ήταν να κάνει ένα κρύο ντους.

 

Ο Στίβενς είχε οδηγήσει το Μπάτλερ σε δύο διαδοχικούς τελικούς του NCAA, το 2010 και το 2011, που δεν μου έρχεται αυτήν τη στιγμή ένα αντίστοιχο κατόρθωμα για να το βάλω δίπλα. Ας πούμε το back2back της Ζαλγκίρις με το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1998 και την Ευρωλίγκα του 1999. Αυτό με οδήγησε, πρέπει να ομολογήσω, σε λανθασμένη αντίληψη: 8 στις 10 προβλέψεις που κάνω γενικώς, την τελευταία διετία, είναι λάθος, ωστόσο τούτο ήταν κάτι άλλο. Όταν συμβαίνει κάτι θαυμάσιο, εξιδανικεύεις και προσδίδεις ασύλληπτες δυνατότητες σε ανθρώπους, αθλητές ως επί το πλείστον, διότι μόνο στα σπορ υπάρχει το πρόσφορο έδαφος για να γίνεται καθημερινά κάτι τέτοιο, που το ταβάνι τους είναι σαφώς πιο χαμηλό ή που οι συνθήκες δεν ευνοούν. Το καλοκαίρι του 2011 εργαζόμουν στον «ΓΑΥΡΟ» και η μεταγραφή του Ματ Χάουαρντ στον Ολυμπιακό έφερε έναν ενθουσιασμό που η πραγματικότητα, όσο καλή και να ήταν μαζί μου, δεν γινόταν να επιβεβαιώσει. Τον υπερασπίστηκα ως της τελευταίας ρανίδας του αίματός μου, παρ’ όλα αυτά η ειρωνεία των συναδέλφων έφερε την υποχώρησή μου. Μπορεί να μην γινόταν να συνηθίσει ένα παιδί που μάλιστα πήγε σε κολέγιο με ιδανικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, τους ρυθμούς, και φυσικά η υπομονή είναι μία λέξη που δημιουργεί θυμηδία όταν οι καταστάσεις πανικού γίνονται γεγονός. Ακόμα και ξυλοκόπος από το Νόρκεπινγκ να ήταν, όμως, φαντάσου πόσο καλός προπονητής ήταν ο Στίβενς για να πάει μία ομάδα με παίκτες δίχως προοπτικές σε διαδοχικούς τελικούς εθνικού πρωταθλήματος.

 

Μια και έφθασα σε αυτό το σημείο, το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να δώσω τις προβλέψεις μου για τα ζευγάρια των πλέι οφ. Όπως είπα, με τις προβλέψεις έχω τη σχέση που έχω με τους κροκόδειλους. Εχμ.

 

Χοκς-Νετς: Οι Νετς μου θυμίζουν σανατόριο, αλλά έχουν ορισμένες προσωπικότητες, που δεν μπορείς να τις πάρεις αψήφιστα. Ευτυχώς που είναι σχεδόν διαλυμένοι και που ο εγωισμός δεν φθάνει για να τους βγάλει από το αδιέξοδο, διότι για ένα σπίτι που βρωμάει φορμόλη εδώ και 10 μήνες δεν φθάνει να ανοίξεις το παράθυρο για μία μέρα. 4-2.

 

Καβαλίερς- Σέλτικς: Όπως είπα και στον Στέλιο, θα τα πούμε στο έκτο παιχνίδι στο Κλίβελαντ, όταν ο ΛεΜπρόν αποφασίσει ότι πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Βλέπω Σέλτικς στο δεύτερο παιχνίδι, Σέλτικς στο τρίτο και έπειτα Κλίβελαντ. 4-2 (αν γλιτώσουν το σουίπ θα είναι καλή φάση, αλλά αυτό αυστηρά μεταξύ μας).

 

Μπουλς-Μπακς: Του χρόνου, που θα παίζει ο Τζαμπάρι, τα ξαναλέμε. Προς το παρόν καλά είναι πέντε ματς: 4-1.

 

Ράπτορς-Γουίζαρντς: Δεν υπάρχει άλλος πιο σατανικός τρόπος για να βυθιστεί το Τορόντο στη θλίψη από το να χάσουν οι Ράπτορς, για δεύτερη διαδοχική χρονιά έβδομο ματς στον πρώτο γύρο. Δεν έχουν Τζον Γουόλ οι Ράπτορς και θεωρώ ότι θα γίνει νωρίτερα, αλλά έτσι έχει πιο πολλή πλάκα: 3-4.

 

Γουόριορς-Πέλικανς: Δεν γίνεται να μην πάρει ματς ο Άντονι Ντέιβις. Λέω ότι θα τρομάξουν λίγο οι Γουόριορς: 4-2.

 

Ρόκετς-Μάβερικς: Ο Νοβίτσκι στα 7. Μη ρωτάτε.

 

Γκρίζλις-Μπλέιζερς: Ο Ντάμιεν Λίλαρντ θα παίξει καταπληκτικά στα πρώτα 20 λεπτά του δεύτερου ματς και η διαφορά θα είναι στους 8. Αν αντιμετωπίσουν οι Μπλέιζερς τον Ζακ Ράντολφ, να βρούμε τρόπο να το κάνουμε σελίδα στη Wikipedia. Γκρίζλις στα 5.

 

Κλίπερς-Σπερς: Δεν μπορώ να φανταστώ πώς μία ομάδα που έχει ηγέτη κάποιον ο οποίος δεν έχει περάσει δεύτερο γύρο πλέι οφ θα αποκλείσει μία ομάδα που στα 18 χρόνια του ηγέτη της έχει αποκλειστεί μόνο δύο φορές στον πρώτο γύρο των πλέι οφ. Αν αποφασίσουν οι Σπερς να κάνουν το μπρέικ, θα το κάνουν. Ο Πόποβιτς είναι πιο στυγνός εγκληματίας από το να θυσιάσει τις πιθανότητες για το πιο σημαντικό back2back στο ΝΒΑ από την εποχή των Σέλτικς που είχαν παίκτη-προπονητή τον Μπιλ Ράσελ το 1968 και το 1969 και θεωρώ ότι αρχής γενομένης από το επόμενο ματς, η σειρά θα γείρει για λογαριασμό των Τεξανών. Ο Στέλιος πιστεύει ότι οι Σπερς θα αποκλειστούν αλλά δεν το λέει, επειδή του έχω κάνει ψυχολογικό πόλεμο. Θα τους δώσω να περάσουν στα 6 ματς: 2-4.

 

 

—————

2015-04-16 03:12

Blues Brothers

Η ιδιαιτερότητα του πιο σημαντικού παγιωμένου Σαββατοκύριακου της χριστιανικής Ορθοδοξίας για μένα, από τα παιδικά χρόνια μου, έχει να κάνει με τα θεάματα. Με τις ταινίες και με το παγωτό, που όταν περιμένεις μία συγκεκριμένη μέρα για να φας το πρώτο της περιόδου, είναι υπερθέαμα. 

Οι αναμνήσεις μου από τις νύχτες του Μεγάλου Σαββάτου και από τις μέρες της Κυριακής του Πάσχα περιορίζονται σε κινηματογραφικές ταινίες που προβάλλονταν στην τηλεόραση. Μεγάλωσα για να γίνω κάποιος άλλος από αυτός που είμαι, όπως όλοι μας, και εκείνες οι ονειρώδεις προβολές βοήθησαν στο να αλλάζω διαρκώς προσανατολισμό. Μία νύχτα Μεγάλου Σαββάτου θυμάμαι ένα αφιέρωμα για μιούζικαλ στην ΕΤ3, όταν παρουσιάστηκε μπροστά μου ένα μουσικό σκετς με τον Τζιν Κέλι και τον Φρεντ Αστέρ μαζί. Επειδή ήταν πάντα αντίζηλοι, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα υπήρχε ένα τέτοιο αριστούργημα. Μία άλλη Κυριακή γυρίσαμε νωρίτερα στο σπίτι από την Κερατέα, που πηγαίναμε και κάναμε Πάσχα με τη θεία μου, επειδή είχε το «Έλα να Αγαπηθούμε». Ήθελα να δω την πρώτη ταινία με τη Μέριλιν Μονρόε και, τελικώς, κατέληξα σαστισμένος από τη γοητεία του Υβ Μοντάν, όπως και η ίδια η Μέριλιν, την οποία, αν και νυμφευμένος για χρόνια με την επίσης εκθαμβωτική Σιμόν Σινιορέ, συμπεριέλαβε στις κατακτήσεις του.

Έχω ζαλιστεί από θαυμασμό μέχρι και με το «Μικροί και Μεγάλοι εν Δράσει». Η ιδέα των διακοπών, για μένα, ειδικά των καλοκαιρινών, είναι να επιστρέφω στο σπίτι μετά το μπάνιο και να απολαμβάνω μία ταινία. Για αυτό και το, «προτιμάς να δεις μία ταινία από το να βγεις;», που μου αντέτεινε ειρωνικά η Ειρήνη το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα και ενώ ο ήλιος, το φαγητό και το αλκοόλ ήταν ορισμική απόλαυση, δεν ήταν σωστή ερώτηση. Πρώτον διότι γινόταν να συνδυαστούν και τα δύο και, δεύτερον, επειδή αν έπρεπε να διαλέξω να μείνω στο σπίτι το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα για να δω τους Blues Brothers ή να βγω έξω την ίδια ώρα, είναι πολύ πιθανό ότι θα διάλεγα το πρώτο.

Η κωμωδία δεν έχει να αντιμετωπίσει, μόνο, τον ρατσισμό των τεχνών και των δραμάτων, που παρά το γεγονός ότι ο δείκτης δυσκολίας της ερμηνείας είναι κατάτι μεγαλύτερος από εκείνον των υπόλοιπων ειδών, αλλά και τον εαυτό της. Όταν δημιουργήθηκε το Saturday Night Live, του Καναδού Λορν Μάικλς, στόχος ήταν να βρει κωμικές φάτσες με ταλέντο, που δεν θα ήταν, ωστόσο, εξειδικευμένοι στη stand up. Οι προηγούμενες δεκαετίες της Χρυσής Εποχής της κωμωδίας στις ΗΠΑ είχαν περάσει και οι ρουτίνες με τα αστεία έπρεπε να αντικατασταθούν, όπως είχε ήδη αντικατασταθεί το zeitgeist, το πνεύμα της εποχής. Ο κόσμος βρισκόταν στον καιρό της οχείας, τον καιρό της σεξουαλικής επανάστασης, της πάλης κατά του ρατσισμού, που όλο και περισσότεροι μαύροι ασπάζονταν το Ισλάμ, που η μουσική γινόταν όλο και πιο «σκληρή», που τα λουλούδια δεν σήμαιναν κάτι μόνο για τον έρωτα, αλλά για τη φύση του ανθρώπου. Το πιο σημαντικό ήταν η απομυθοποίηση της φιγούρας, που ουσιαστικά ήταν μόνο μία διάσταση της καρατόμησης του πολιτικώς ορθού. Στο SNL ο Λορν Μάικλς δεν ήθελε να κάνει μία κωμική εκπομπή: ήθελε να κάνει μία κωμική παρωδία, που θα σατίριζε αυτοσαρκαζόμενη οτιδήποτε συνέβαινε. Τα δελτία ειδήσεων έφεραν στον αφρό τους νέους κωμικούς των ΗΠΑ που δεν είχαν σχέση με τους προηγούμενους. Ο Τσέβι Τσέις, ο Μπιλ Μάρεϊ, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς πέρασαν από το SNL με τον ίδιο τρόπο που πέρασαν από το Comedy Store. Ο Λορν Μάικλς δεν ήθελε, ο ίδιος, μονιμότητα: ήθελε να κάνει το σόου πάτημα για τους πρωταγωνιστές ώστε να βρίσκουν δουλειές που θα τους καθιέρωναν και, ταυτοχρόνως, να βρίσκει νέους πρωταγωνιστές που θα επέτρεπαν στο σόου να κρατήσει τη φρεσκάδα του.

Όπως και να είχε, στο SNL συναντήθηκαν οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας Blues Brothers: ο Τζον Μπελούτσι και ο Νταν Αϊκρόιντ.

Μόλις τελείωσε η ταινία, μπήκα στο IMDB για να δω βαθμολογία. Ήμουν ήδη θυμωμένος καθώς φανταζόμουν μία βαθμολογία σαν 7,2, που θα ήταν μία θριαμβευτική εξέλιξη, καθώς θα έγραφα ένα φληνάφημα για να επικρίνω εκείνους που γεννήθηκαν στην αγκαλιά του Φριντς Λανγκ και μεγάλωσαν στο μυαλό του Κριστόφ Κισλόφσκι. Αντιθέτως, το ωραιότατο 8 είναι μία δίκαιη βαθμολογία. Δεν πρόκειται απλώς για μία ταινία που αναδεικνύει το ταλέντο του μακαρίτη Μπελούσι, ο οποίος πέθανε δύο χρόνια αργότερα από ισχυρή δόση ναρκωτικών, και του Αϊκρόιντ, τον οποίο για πρώτη φορά αντίκρισα αδύνατο, αλλά για ένα κινηματογραφικό έργο στο οποίο ο σκηνοθέτης Τζον Λάντις κατάφερε να μαζέψει τέσσερις εμβληματικές φυσιογνωμίες της μουσικής: τον Καμπ Κάλογουεϊ- ο οποίος είπε το Minnie the Moocher το 1931(!) και πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο (1.000.000) δίσκους για να το πει 49 χρόνια μετά στην ταινία- τον Τζέιμς Μπράουν, τον Ρέι Τσάρλς, τον Τζον Λι Χούκερ και την Αρίθα Φράνκλιν! Η τελευταία τραγούδησε το Think και φυσικά το είπε με τέτοιον τρόπο ώστε να ανήκει σε μία συγκεκριμένη κατηγορία στιγμών: εκείνη που τριβελίζεις το μυαλό του φίλου σου για να το δει, λέγοντάς του ότι «δεν υπήρχε», ότι «το είπε φανταστικά», ότι «δεν έχω ακούσει ξανά τίποτα τέτοιο», με αποτέλεσμα να περιμένει κάτι το εξωγήινο. Στο 98% των περιπτώσεων η πραγματικότητα δεν φθάνει την περιγραφή, αλλά υπάρχει και ένα 2% που ακόμα και αν το έχεις περιγράψει ως το μόνο πράγμα που πρέπει να δουν όλοι πριν πεθάνουν, τη στιγμή της θέασης θα δικαιωθούν όλοι οι χαρακτηρισμοί.

Ο Τζέικ και ο Έλγουντ ήθελαν να φτιάξουν ξανά το συγκρότημα. Στο μαγαζί της Αρίθα, ο Έλγουντ παρήγγειλε μία φέτα ψωμί που έχει περάσει τη δοκιμασία της τοστιέρας (οι φέτες με το ψωμί θεωρούν τη συγκεκριμένη διαδικασία χειραφέτηση) και ο Τζέικ παρήγγειλε τέσσερα (4) τηγανιτά κοτόπουλα και μία κόκα κόλα. Και όταν η Αρίθα τον ρώτησε ποιο μέρος των κοτόπουλων θέλει, ο Μπλους επανέλαβε ότι θέλει 4 τηγανιτά κοτόπουλα και μία κόκα κόλα.

Αφού πέρασε κάποιος καιρός από την προβολή της ταινίας στους κινηματογράφους, ο Τζον Λάντις είπε ότι «μετά τους Blues Brothers θέλω να κάνω ξανά ένα μιούζικαλ με αληθινούς χορευτές και να το γυρίσω σωστά». Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που ο δημιουργός ενός σπουδαίου έργου τέχνης αμφιβάλει για την αξία του. Ακόμα και δίκιο να έχει ο Λάντις, όμως, το θέμα δεν είναι πόσο καλή είναι η ταινία, τουλάχιστον για τον υπογράφοντα. Είναι η μέρα που την κάνει ξεχωριστή. Αμφιβάλλω αν έχω δει κακή ταινία σε αργία, τουλάχιστον σε αργία που υπάρχει στα μέσα της άνοιξης, που συνδυάζεται από ηλιόλουστη μέρα, η οποία είναι τόσο ξεχωριστή ώστε να έχει δημιουργήσει τον δικό της κύκλο αναμνήσεων. Ή το καλοκαίρι, αφού η έννοια της ρέμβης κοντεύει να γίνει στέρεη και πέφτουν κόκκοι άμμου από παντού, μία ταινία είναι πάντα καλή. Αν η «Πράσινη Κάρτα» με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και την Άντι Μακ Ντάουελ δεν είναι ό,τι θα περίμενες από μία ταινία που παίζει ο σαγηνευτικός Γάλλος, αλλά προβάλλεται μία χρωματιστή νύχτα του Αυγούστου, ενώ έχεις φάει, πριν κάνεις μπάνιο, και η οποία σε βρίσκει ξαπλωμένο στο κρεβάτι, δεν γίνεται να είναι κακή ταινία, ούτε να έχεις χάσει την ώρα σου. Πέρα από την κωμική ευφυία του Μπελούσι και την παρανοϊκή κίνηση του Αϊκρόιντ, τον Ρέι Τσαρλς στο πιάνο ή τον Τζέιμς Μπράουν στην εκκλησία, η έννοια της επιστροφής από την εκδρομή, του πρώτου παγωτού της χρονιάς και εκείνης της γλυκιάς κούρασης που φέρνει το μελιστάλακτο τίποτα, αρκεί για να πολλαπλασιάσεις την ποιότητά της. Εκείνη τη στιγμή που αναρωτιέσαι αν θα υπάρξει ξανά κάποια μέρα που θα κυλήσει χωρίς καχυποψία, χωρίς αυτό το ενοχλητικό αίσθημα ότι όλα είναι μάταια και ότι η χαρά είναι απλώς εξαγοράσιμη ποινή, έρχεται ένα άθροισμα στιγμή που σε γυρίζει πίσω στο χρόνο και γίνεται ανάμνηση τη στιγμή που συμβαίνει, μία προκαθορισμένη ανάμνηση που μπορείς να ανασύρεις από το ντουλάπι όταν θέλεις, χωρίς να έρχεται να σε βρίσκει τυχαία. Και αυτό, παρά τον επιτηδευμένο ρόλο του, μπορεί να αποδειχθεί ανάσα κάποια ώρα που το περιβάλλον μπορεί να γίνει πραγματικά αποπνικτικό.

—————

2015-04-06 01:57

Η γοργόνα πεθαίνει στο τέλος

 

Λίγος ταξιδιάρης Λοΐζος, δυνητικά η Αλίκη με κιθάρα στο μπαλκόνι, παιδικές περιγραφές για τη θάλασσα, μία ιστορία που περιγράφει το καλοκαίρι όπως θα θέλαμε να είναι, όπως δεν κατανοούσαμε να το ζήσουμε όταν ήμαστε μικροί και δεν μπορούμε να το βιώσουμε μεγαλώνοντας, με μία ανεμελιά η οποία δείχνει πάντα προς το βαθύ μεσημέρι και το ραχάτι, κάτι δυσβάσταχτα ουτοπικό, αλλά μουσική για τα μάτια. Όπως εκείνη η κοπέλα, που θα μπορούσε άνετα να είναι η ανιψιά που ξεκινάει με την τσαχπινιά της να ξετυλίγει την ιστορία του «10» του Μ. Καραγάτση, η ανιψιά του θείου. Η απόδειξη της γήινης κινούμενης χαράς, που απλώς είναι το εγγονάκι της ρευστής ευτυχίας.

Τα λάθη είναι η πιο υπερτιμημένη μη ουσία στην εποχή μας. Γίνονται σημαντικά επειδή όλοι ψάχνουμε τον φταίχτη, αλλά δεν χρειάζονται όπου υπάρχει αλτρουισμός. Τουλάχιστον όπως εκείνος εμφανίστηκε στην τελευταία παράσταση «Γοργόνα και Θαλασσάκι» στο Θέατρο Πειραιώς 131, μία παράσταση που έφτιαξε στα εσώτερα το δικό μου κλασικό θεατρικό δίπρακτο: πήγα για να βγάλω μία φιλική υποχρέωση και έφυγα νιώθοντας τυχερός που το είδα. Τα λάθη δεν είχαν σημασία, διότι δεν έχουν σημασία γενικώς. Κάποιος τα κάνει, επειδή δεν μπορείς να ελέγξεις το σώμα σου ή, προσπαθώντας να ελέγξεις το σώμα σου, προβαίνεις σε κάτι που θα το έκανες σωστά ακόμα και στον ύπνο σου. Η μαγεία της ανθρώπινης φύσης είναι να μπορεί ο άνθρωπος να ελέγχει το κορμί του. Στον τελικό του μήκους στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Τόκιο, το 1991, ο Καρλ Λιούις έκανε 4 άλματα, σε 6 προσπάθειες, πάνω από 8,80μ. Βασικά, το πρώτο άλμα του ήταν 8,68μ., το δεύτερο ήταν άκυρο, το τρίτο ήταν στα 8,83μ., το τέταρτο στα 8,91μ., που δεν ήταν παγκόσμιο ρεκόρ αφού είχε ευνοϊκό άνεμο, το πέμπτο (αφού ο Μάικ Πάουελ έκανε το άλμα στα 8,95μ., που του χάρισε το χρυσό μετάλλιο και φέτος προσπέρασε σε χρονική διάρκεια το αμέσως προηγούμενο ρεκόρ, τα 8,90μ. που πήδησε ο Μπομπ Μπίμον στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού) και το έκτο στα 8,84μ. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει καλή παρομοίωση για τη συγκεκριμένη παράσταση. Είναι σαν να έγραψε ο Μότσαρτ τους Γάμους του Φίγκαρο και τον Δον Τζιοβάνι σε ένα μήνα. Σαν την Κάλλας στη Σκάλα και τον Παβαρότι στο Teatro dell’ Opera της Ρώμης με μία μέρα διαφορά, μόνο όμως αν ήταν το ίδιο πρόσωπο. Η τέχνη χωρίζεται προφανώς σε πάρα πολλές κατηγορίες, απεριόριστες. Μία κατηγορία είναι η ακρίβεια, μία είναι το συναίσθημα, αλλά αυτά ανακατεύονται, εξαρτάται από την πρόταση που θα χρησιμοποιήσεις. Οι ευθείες που μπορούν να περάσουν από ένα σημείο είναι άπειρες και το ίδιο συμβαίνει με την τέχνη.

Το πρόβλημα των Ελλήνων είναι ότι ενώ δεν ξέρουν τίποτα για μία διάσταση της ζωής, λένε τη γνώμη τους χωρίς καν να νομίζουν ότι ξέρουν. Απλώς η γνώμη είναι πιο σημαντική από τη γνώση. Δεν έχω ιδέα από θέατρο, για αυτόν τον λόγο πηγαίνοντας σε μία παράσταση εμπιστεύομαι τη συναισθηματική μεταρσίωση και το αέτωμα που στήνεται γύρω από την αθάνατη ψυχή, που είπε και η γοργόνα η οποία είδε την αδελφή της να γίνεται αφρός του κύματος. Αυτή είναι, άλλωστε, που μετατρέπει ίσως χαρισματικούς ανθρώπους σε απόλυτους σταρ. Η συναισθηματική μεταρσίωση εξαρτάται από τις εποχές. Ενώ, παραδείγματος χάρη, ο Δημήτρης Χορν θα ήταν ο απόλυτος ψυχαγωγός αν μεσουρανούσε στην αρχαία Ελλάδα, στον Μεσαίωνα, στην Αναγέννηση, στον Διαφωτισμό, τον Μάη του ΄68, στην Ελλάδα του ’90, η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν θα μπορούσε να γίνει η εθνική σταρ αν η απόφασή της να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο δεν συνέπιπτε με την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Ελλάδα, όταν ο περισσότερος κόσμος ήθελε ανακούφιση από τα δεινά. Η Αλίκη συμβόλιζε την αθανασία και, δεν ξέρω τώρα αλλά, τουλάχιστον τη δεκαετία του ’90 η άνθιση της ιδιωτικής τηλεόρασης συνέπεσε με ταινίες που ήταν σταθερά το Σάββατο στις 21:00, ή ακόμα και την Παρασκευή στις 23:00. Το μεγάλο προνόμιο των παιδιών της εποχής ήταν να βλέπουν αυτές τις ταινίες, που στις περισσότερες περιπτώσεις αποδεικνύονταν καλύτερες από το κάστρο των Playmobil.  Όταν οι γονείς τσακώνονταν, η Αλίκη που κινούσε τα πόδια της προς την Αιώνια Ανεμελιά ήταν το παιδικό επιχείρημα ότι ο κόσμος είναι ακόμα μόνο όμορφος. Ακόμα και τότε, η Αλίκη ταίριαζε στην παιδικότητα, αφού η ενημέρωση και η πρόσβαση στο θέαμα παρέμενε μηδαμινή και, προφανώς κρίνοντας εκ των υστέρων, η τηλεόραση ήταν αδύνατον να καλύψει την αδηφαγία. Ομολογώ, θου Κύριε φυλακί τω στόματί μου, ότι δεν μπορώ να δω αυτήν τη στιγμή ταινία της Αλίκης χωρίς να την κρίνω ως παρωδία (σε αντίθεση με εκείνες της Καρέζη), αλλά αντιλαμβάνομαι ότι, με όλο τον κόσμο να περνάει σε μία διαδικασία Dolce Vita πριν το ένδοξο και ευλογημένο 1968, η ικανότητα ήταν θέμα ήσσονος σημασίας. Αυτό που έβγαζε η Αλίκη στους θεατές δεν μπορούσε να καταμετρηθεί με το ταλέντο στην πρακτικότητα, ήταν ένα ανθρωπιστικό ταλέντο που η δομή του είχε να κάνει με τη χρυσόσκονη που έριχνε αφειδώς, η οποία της έδινε το δικαίωμα να είναι μία από τις Μοίρες, μία από τις Ώρες, μία από τις Μούσες. Η μόνη Greece’s sweetheart ήταν η κορυφαία διότι έδινε ελπίδα: την ίδια ελπίδα που έδωσαν στα πιτσιρίκια, παίζοντας δίχως αύριο το παραμύθι, οι ηθοποιοί στο Θέατρο Πειραιώς 131, που είναι και γαμώ τα ονόματα.

Δεν χρειαζόταν να είναι παράσταση του Στάθη Λιβαθηνού για να την αγαπήσεις. Δεν γεννήθηκες, δα, πάνω στο σανίδι, ούτε ήταν η κυρία Κατερίνα η μητέρα σου. Δεν απάντησες στην αγγελία του Πατσίνο για τον Ριχάρδο στους New York Times, ούτε έπαιξες στο Μπρόντγουεϊ τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Δεν είχες θείο τον θρυλικό Βασίλη Διαμαντόπουλο, ούτε είδες τη Λαμπέτη στη Δεσποινίδα Μαργαρίτα. Αυτό που χρειαζόσουν από μία παιδική παράσταση στην οποία παρεισέφρησες ως λαθρεπιβάτης, στο έδωσε. Νάζι ανεπιτήδευτο, φρεσκάδα η οποία προφανώς εκπορεύεται από το να έχεις εμμέσως σχέση με παιδιά και βλέμμα σε ένα παρελθοντικό μέλλον, μία παραδοξότητα που συνδυάζει το ατενές βλέμμα και τις αναμνήσεις. Είναι σαν να ψάχνεις στο μετά την ευτυχία του παρόντος, σαν να κοιτάς κάπου που ήδη θα νοσταλγείς αυτό που ζεις. Σαν, πρωτογενώς, να το γνωρίζεις ότι αυτό που κάνεις εκείνη τη στιγμή που μιλάς για τα όνειρά σου, σε ανθρώπους εξίσου ακατέργαστους για να μη σε παίρνουν σοβαρά (έχετε δοκιμάσει να κοιτάτε στο άπειρο ενώ λέτε στην γκόμενά σας ότι θέλετε να γίνεται καπετάνιος;) αποτελεί μία στιγμή που είτε τα καταφέρεις ή όχι, θα την αναγνωρίσεις ως ευτυχισμένη. Λες και ο ίδιος ο σχεδιασμός για το μέλλον κάνει την παροντική στιγμή ξεχωριστή. Αν είναι έτσι, τότε το μέλλον χρειάζεται όσο τα γέλια των επτά ηθοποιών, των τριών κοριτσιών, των δύο αγοριών και των δύο ενήλικων (για την κατανόηση της θεατρικής υπόθεσης) στον κόσμο. Όχι για τους στόχους που έχεις να πραγματοποιήσεις, αλλά διότι λειτουργεί ως μέσο ώστε το παρόν να είναι πιο όμορφο.

—————

2015-04-01 23:22

Η αιώνια μπάλα

 

Με πόνο ψυχής το λέω: πολύ λίγα είναι στον κόσμο τα πράγματα που πάνε δίπλα στο ποδόσφαιρο σε κάθε πιθανή διάσταση. Σε πάθος, σε θέληση, σε αξιοκρατία, σε ανεμελιά, σε ονειροδόμηση, σε ένταση, σε δημιουργία συναισθημάτων και, προφανώς, σε ερωτισμό και αγάπη.

Το «πολύ λίγα πράγματα» είναι ουσιαστικά ένα τρικ: προφανώς δεν υπάρχει τίποτα που να αναμειγνύει τα συγκεκριμένα στοιχεία ενώ η τμήση τους είναι ξεκάθαρη, σε υπερθετικό βαθμό και ακουμπώντας σε πελώρια ηλικιακή απόσταση. Δεν υπάρχει τίποτα όπως το ποδόσφαιρο, διότι δεν μπορεί τίποτα να σε κάνει ανά πάσα στιγμή να αισθάνεσαι ότι εξατμίζεσαι ενώ δεν υπάρχει συγκεκριμένη εστέτ ούτε παράγει αισθησιασμό και ομορφιά.

Σας λέω: το 3-3 της Ουρουγουάης με τη Σενεγάλη για το Μουντιάλ του 2002 (ρώτησα τον φίλο μου τον Αντώνη να μου πει ποιο είναι το πιο όμορφο ματς που έχει δει στη ζωή του χωρίς να υποστηρίζει ομάδα- δηλαδή βγάζοντας, ουσιαστικά από την εξίσωση την Μπαρτσελόνα) και το 1-0 της Πορτογαλίας επί της Ολλανδίας απέχουν παρασάγγας σε αισθητική και σε ανατροπή, το δεύτερο, που διεξήχθη για τη φάση των «16» του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2006, θα το έβλεπα πιο άνετα σε βίντεο. Είναι ένα από τα πιο σκληρά παιχνίδια που έχω δει στη ζωή μου, σε μία εποχή που μπορεί να μην ήταν ακόμα σκάνδαλο να τραυματίσεις κάποιον, αλλά που οι κανόνες ευνοούσαν εμφανέστατα από τότε τους επιτιθέμενους, και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου. Θα μπορούσε άνετα να αντικαταστήσει ένα σπλάτερ, και το λέω με πλήρη επίγνωση. Νομίζω ότι έφθασα σε σημείο να αφήνω επιφωνήματα, ένα στάδιο πριν το ουρλιαχτό, να ξεφεύγουν μέσα σε καφετέρια ενώ ο φίλος μου ο Μάνος δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για το παιχνίδι, ως εκ τούτου το πώς απέφυγα το καντήλι παρά τα τσιγκλίσματα, είναι ανεξιχνίαστο μυστήριο. Ουσιαστικά, στη σχέση με τον Μάνο το ποδόσφαιρο ήταν αναγκαίο κακό, όχι ως εικόνα ή θέαση, αλλά ως ψύχωση. Όπως και ο ίδιος μου έχει πει τόσες φορές ώστε να παύει να είναι off the record, δεν έπαιζε μικρός.

ΔΕΝ ΕΠΑΙΖΕ ΜΠΑΛΑ ΜΙΚΡΟΣ. Το παλικάρι ανήκε στην Αλ Κάιντα, είναι φανερό.

Η παρακίνηση για το συγκεκριμένο κείμενο προέκυψε, όπως προαναγγέλθηκε, από τον στίχο του Βασίλη Νικολαΐδη στο τραγούδι «Συνθέται και Τραγουδισταί»: «Του καθενός μας, το λοιπόν, ατάλαντου τεμπέλη, που έχει γίνει μουσικός γιατί δεν ξέρει μπάλα».

Στο λειτούργημα που ακολούθησα για μία δεκαετία- και το οποίο ονειρευόμουν τουλάχιστον 15 χρόνια, άρα καθίσταμαι τυχερός- έχω συναντήσει πάρα πολλούς ανθρώπους που ήθελαν να γίνουν ποδοσφαιριστές και δεν τα κατάφεραν. Υπήρχαν ένας δύο που ένας τραυματισμός τους στέρησε την ευκαιρία, κάποιοι που ανήγγειλαν ότι το κύκλωμα τους έφαγε και κάποιοι που ήταν προφανώς τελείως ατάλαντοι. Θυμάμαι τον εαυτό μου να θέλει να γίνει δημοσιογράφος ανέκαθεν, χωρίς  να υπάρχουν τέτοιες επιπλοκές, αλλά έπαιζε η περίπτωση της τεμπελιάς: το να πάω σε μία ομάδα και να υπακούω σε κανόνες ήταν κάτι που δεν υπήρχε στη λογική μου. Αυτό που θυμάμαι ως ένδειξη ώστε να βρίσκομαι στη συγκεκριμένη κατηγορία ήταν κάτι Χριστούγεννα, που πέρασα από τη Λέσβου, εκεί που ήταν τα γραφεία του ΑΟ Γαλατσίου (ή μήπως ήταν της ΑΕ;) και με έπιασε μια κάποια ονειροπόληση. Πέραν τούτου, ουδέν.

Με τον στίχο του Νικολαΐδη είναι πεπεισμένος ότι όλος ο αρσενικός κόσμος που έχει γίνει κάτι, έγινε επειδή ήταν αποτυχημένος ποδοσφαιριστής. Γιατροί, δικηγόροι, μουσικοί, ο Μότσαρτ, ο Γκάντι, ο Τσε. Δηλαδή βλέπω τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, ο οποίος είχε και γενέθλια την Τετάρτη, και δεν μπορώ παρά να πιστέψω ότι ο τύπος έγινε κινηματογραφικός σταρ επειδή απέτυχε σε ένα δοκιμαστικό στην Αμπερντίν. Όποιος δεν έπαιξε ποδόσφαιρο- έστω και αν αποσύρθηκε από πολύ νωρίς κάνοντας την ζεμπεκιά που είναι η ραμπόνα μεταμφιεσμένη τις Απόκριες- είναι ανώμαλος και έχει στο υπόγειο του σπιτιού του κομμένα κεφάλια παρθένων. Φυσικά, εννοούνται και εκείνοι που το καλοκαίρι του 13ου έτους της ζωής τους πήραν 38 πόντους σε ύψος και έγιναν 1,84μ. με αποτέλεσμα να πρέπει να παίξουν μπάσκετ. Ή εκείνοι που είχαν τα γόνατά τους και έπαιξαν στο πόλο ή εκείνοι που ασχολήθηκαν με τον στίβο. Το ποδόσφαιρο δημιουργεί υποκατάστατα και τα περισσότερα είναι σεξουαλικά. Το κάθε σπορ έχει την προσωπικότητά του, αλλά το ποδόσφαιρο (παρά τις όποιες ομοιότητες και διαφορές) μοιάζει να είναι πρόγονός του. Η γυναίκα, φυσικά, κρύβεται από πίσω.


Ουσιαστικά δεν είναι θέμα της γυναίκας, ακριβώς, όσο του «Ανδρόγυνου» του Αριστοφάνη, το οποίο θα αναφερθεί σε άλλο κείμενο. Είναι θέμα έκτασης και επέκτασης. Η χαρά του να παίζεις ποδόσφαιρο είναι πρωτόγονη, διότι είναι το μόνο παιχνίδι στο οποίο μπορεί να είσαι καλός και η ικανότητά σου να μη σου δίνει την ευχέρεια να «χτυπάς» γκομενάκια στο προαύλιο του σχολείου. Μπορεί και να το κάνει, αν είσαι πολύ καλός, αλλά ο άνθρωπος στο 98% των περιπτώσεων (αν, δηλαδή, δεν είναι ο Φέντερερ) δεν έχει τη γνώση του κορμιού του. Το ποδόσφαιρο του καλύπτει τη χαμένη παιδική σεξουαλικότητα, τον απαγορευμένο καρπό τον οποίο, επειδή το παιδί δεν αντιλαμβάνεται ως επικίνδυνο για τους άλλους, δεν λέγεται. Τρέχεις με μία μπάλα μπροστά και φαντάζεσαι ότι είσαι σε έναν χώρο που είναι σαν αρένα, όλη η δημιουργία αφορά στην τεστοστερόνη και στη λίμπιντο. Όλα τα σπορ κρύβουν καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, σεξουαλική απογοήτευση ή επιτυχία, διότι όλα τα σπορ έχουν να κάνουν με ιδρώτα, με προσπάθεια, με κίνηση. Όλα έχουν να κάνουν με επαφή, κυρίως με έμψυχο οργανισμό. Το ποδόσφαιρο, απλώς, είναι τα σπάργανα της ύπαρξής σου, η εξ απαλών ονύχων σχέση σου με το ερωτικό περιβάλλον. Μην κακίζετε την επαναλαμβανόμενη αναφορά στο σεξ: πρώτος ο Φρόιντ. Αν δεν ήταν εκείνος θα ήμαστε ένα σεξουαλικό τίποτα.

Το ποδόσφαιρο δεν αντικαθιστά τη γυναίκα. Η επιθυμία (είτε την καταχωρούμε στις απόκοσμες ακτινοβολίες, είτε στην τρέχουσα ανάγκη της φύσης, μεγάλε Κωστή Παπαγιώργη) παραμένει, αλλά είναι μακριά από αυτό. Το ποδόσφαιρο είναι ο συμβολισμός της ζωής μας, η ευτυχία και η τραγωδία μας. Όπως ουδείς θα ξεχάσει το οικογενειακό δράμα του, δεν θα ξεχάσει εκείνο το «κρακ» που έκοψε τους χιαστούς του στη μέση, στα 16 του, ακριβώς όταν μπήκε στην προεπιλογή της εθνικής Εφήβων. Η ασχήμια του, ο τρόπος που εξευτελίζει τον παίκτη, όλες οι ιστορίες για τα αναβολικά, ο επαγγελματισμός που σκότωσε τον παιδικό έρωτα, η μετατροπή του σε σαλόνι που δεν έχουν δικαίωμα όλοι, ο θάνατος του πασατέμπου και της τσίκνας (ή έστω, το κώμα) δεν το κάνουν λιγότερο μεγαλειώδες: από κοντά, τα ομορφότερα μάτια έχουν σκιά αλληθωρισμού.
 

—————

2015-03-31 02:36

Η Δεύτερη Μπανάνα

 
Η «Κατάρα του Πράσινου Σκορπίου» είναι από τις αγαπημένες ταινίες του Γούντι Άλεν. Το βράδυ της Δευτέρας, 2 Μαρτίου, κάθισα και την παρακολούθησα για τέταρτη φορά, με την απόσταση που μεσολαβούσε από την προηγούμενη να είναι πάνω από 10 χρόνια. Και αυτή η φορά ήταν καλύτερη και από τις τρεις προηγούμενες. 
 
Δεν γνώριζα, βεβαίως, ότι επρόκειτο να αλλάξει η ζωή μου με έναν δραματικό, όσο και κωμικό τρόπο. Βεβαίως, η κωμωδία βρίσκεται μέσα στο δράμα, όπως και η τραγωδία. Το δράμα ενθαρρύνεται από κάθε τι θεατρικό, ακόμα και αν αυτό αναδίδει ευφορία, μελαγχολία, χαρά και θλίψη. Ο τρόπος που χρησιμοποιείται βεβαίως η λέξη δείχνει μόνο μία από τις πλευρές της. Ο λόγος είναι ότι συχνά στην κωμωδία δεν είναι αναγνωρίσιμο το είδος της έντασης που υπάρχει, διότι η τελευταία ρέπει προς την πράξη που αγγίζει ψυχικά με τρόπο ο οποίος είναι περισσότερο τραγικός ή λυτρωτικός. Και έστω ότι το γέλιο είναι λυτρωτικό, που είναι, δεν γίνεται να θεωρείται ως δράμα, υπό την έννοια ότι προκύπτει από κάτι που μοιάζει φυσιολογικό, από μία πηγή, δηλαδή, η οποία υπάρχει στη ζωή με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει το νερό ή το φαγητό. 
 
Δεν τοποθετώ κάποιον δίπλα σε μία κωμική ιδιοφυΐα του καιρού μας, με τον ίδιο τρόπο που δεν βάζω τους τραγικούς, όσο μεγαλειώδεις και αν είναι, δίπλα στον Αριστοφάνη. Αυτό δεν συμβαίνει για άλλο λόγο, από το ότι μου αρέσει πολύ, και φυσικά, η δεύτερη θέση. 
 
Τις προάλλες η Grantland έκανε ένα διαγωνισμό που το ονόμασε Second Banana και έβαλε τον κόσμο να ψηφίσει για εκείνον που είναι ο κορυφαίος δεύτερος στην ιστορία. Δεν αρκέστηκε μόνο στα αθλητικά, αλλά έβαλε στην εξίσωση ανθρώπους και ήρωες από διαφορετικούς κοινωνικούς τομείς. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ποτέ δεν ήμουν πρώτος σε κάτι. Και αφού δεν ενδιέφερε κανέναν να είμαι δεύτερος, αυτοαναγορευόμουν σε τέτοιον. Ήθελα να είμαι. Το προτιμούσα από το να είμαι πρώτος, διότι η μεγάλη επιτυχία φέρνει τη μεγάλη ευθύνη. Ήθελα να είμαι ο δεύτερος καλύτερος όταν παίζαμε μπάσκετ στη γειτονιά, ο δεύτερος καλύτερος δημοσιογράφος στις εφημερίδες που εργαζόμουν, κάποιες φορές μάλιστα, τα τελευταία καλοκαίρια όταν και έμενα μόνος στο σπίτι, έπλενα τα πιάτα και τα ποτήρια και άφηνα ένα στον νιπτήρα, για να μην είναι όλα τέλεια. Ήμουν ο δεύτερος που ζητούσα από κοπέλα να χορέψουμε μπλουζ στο γυμνάσιο και ένα βράδυ έγινα ο δεύτερος που τα ζήτησα από ένα κορίτσι να τα φτιάξουμε, ενώ είχε πάει ένας φίλος μου και είχε φάει τα μούτρα του. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να μου πει «ναι»; Μία στα εκατό εκατομμύρια, αλλά ήμουν ο δεύτερος που το κατάλαβα και ήταν πολύ αργά. Σε συζήτηση για το πού θα πάμε, για το ποια ταινία θα διαλέξουμε, ήμουν ο δεύτερος. Με τους φίλους μου, ήμουν ο δεύτερος που έλεγε το πρόβλημά του, αν έφθανε η ώρα, και στο σπίτι ήμουν πάντα (και παραμένω) ο δεύτερος που έχει λόγο για τα πράγματα. Η αγαπημένη μου ομάδα στο ρεπορτάζ είχε τερματίσει δεύτερη. Μου άρεσε να είμαι δεύτερος- με το ρίσκο να είμαι πιο κάτω στη συνομοταξία να είναι από ανεκτό έως και ευπρόσδεκτο ορισμένες φορές, πάντως σπανίως απαράδεκτο- με τον ίδιο τρόπο που μου άρεσε να περιμένω για να δω σε DVD μία ταινία στην οποία γινόταν ο κακός χαμός όταν παιζόταν στο σινεμά. 
 
Καταλαβαίνω ότι όλοι οι άνθρωποι θέλουν πάντα να νικούν, η ομάδα τους, σε μία δικαστική διαμάχη, σε σχέσεις, παρ' όλα αυτά δεν μπορούμε να είμαστε όλοι πρώτοι με τον ίδιο τρόπο που σε μία κοινωνία δεν μπορούμε να είμαστε όλοι μορφωμένοι. 
 
Το εγχείρημα της Grantland στηρίχθηκε από τους εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες, ενώ εδώ προφανώς είναι αδύνατον να γίνει κάτι παρόμοιο. Παρ' όλα αυτά θα είχε ενδιαφέρον μία λίστα για το ποια είναι η καλύτερη Δεύτερη Μπανάνα όλων των εποχών στην Ελλάδα, σε διάφορα μέτωπα. Λόγω έλλειψης γνώσεων δεν γίνεται να εξαντληθούν όλα, παρ' όλα αυτά ακόμα και έτσι το ενδιαφέρον θα μπορούσε να είναι αμείωτο, αν αναλάμβανε να το κάνει ένα δίκτυο, μία ιστοσελίδα υψηλής θεαματικότητας. Σήμερον, την 31η Μαρτίου 2015, κατοχυρώνω ως δεύτερος το πνευματικό δικαίωμα της ιδέας. 
 
Οι κορυφαίες Δεύτερες Μπανάνες στην Ελλάδα θα μπορούσαν να είναι οι εξής (σε παρένθεση ο πρωταγωνιστής που τους τρώει τη θέση): 
 
-Τζένη Καρέζη (Αλίκη Βουγιουκλάκη)
 
-Ιούλιος (Αύγουστος)
 
-Παναγιώτης Γιαννάκης (Νίκος Γκάλης)
 
-Μίκης Θεοδωράκης (Μάνος Χατζιδάκις) 
 
-Ξύλινα Σπαθιά (Τρύπες) 
 
-Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (Ανδρέας Παπανδρέου) 
 
-Μ. Καραγάτσης (Νίκος Καζαντζάκης)
 
-Νικόλας Άσιμος (Παύλος Σιδηρόπουλος) 
 
-Μάρκος Βαμβακάρης (Βασίλης Τσιτσάνης)
 
-Ποτέ την Κυριακή (Στέλλα) 
 
-Δημήτρης Μητροπάνος (Στέλιος Καζαντζίδης) 
 
-ΠΑΟΚ (Άρης) 
 
-ΕΡΤ 2 (ΕΡΤ 1)
 
-Αχιλλέας Μπέος (Μάκης Ψωμιάδης) 
 
-Μάρθα Καραγιάννη (Ζωή Λάσκαρη)
 
-Βαλέριος Λεωνίδης (Πύρρος Δήμας)
 
-Μανώλης Μαυρομάτης (Γιάννης Διακογιάννης) 
 
-Αλέξης Κούγιας (Αλέξανδρος Λυκουρέζος)
 
-Έλλη Λαμπέτη (Μελίνα Μερκούρη) 
 
-Ελένη Μενεγάκη (Ρούλα Κορομηλά)
 
-Δέσποινα Βανδή (Άννα Βίσση) 
 
-Καίτη Γκρέι (Πόλυ Πάνου) 
 
-Φλοράνς (Ντένη Μαρκορά) 
 
-Μις Ελλάς (Σταρ Ελλάς) 
 
-ΑΝΤ1 (MEGA)
 
-Πάνος Κατσιμίχας (Χάρης Κατσιμίχας- χωρίς λόγο, απλώς το Χάρης Κατσιμίχας μου άρεσε πάντα καλύτερα) 
 
-Φίλιππος Πλιάτσικας (Ξένα Τραγούδια)
 
Φώτης Μεταξόπουλος (Βαγγέλης Σειληνός) 
 
Κάποιοι θα έχουν σαφώς τις ενστάσεις τους, αρχής γενομένης από το πρώτο, καθώς θα πουν ότι «μου άρεσε περισσότερο η Καρέζη από τη Βουγιουκλάκη». Αυτό είναι το νόημα της Δεύτερης Μπανάνας: η Καρέζη δεν θα έπρεπε καν να είναι στον ανταγωνισμό με τη Βουγιουκλάκη, απλώς η δεύτερη ήταν η απόλυτη Εθνική Σταρ, εκείνη που είχε τη δυνατότητα να δίνει χαρά σε πολύ κόσμο, ως εκ τούτου αναγκαστικά η Καρέζη έχανε στη σύγκριση, αν και ήταν ασυγκρίτως πιο ταλαντούχα στις ταινίες. Η Δεύτερη Μπανάνα θα μπορούσε για κάποιους να είναι πρώτη: αν, παραδείγματος χάρη, ανέφερα το παράδειγμα των δύο δεινών χορευτών του Χόλιγουντ, με βαριά καρδιά θα είχα ως δεύτερο τον Τζιν Κέλι και ως πρώτο τον Φρεντ Αστέρ, ως δεύτερο τον Αλ Πατσίνο και ως πρώτο τον Ρόμπερτ ντε Νίρο. Δεν είναι κριτήριο η αρέσκεια του κόσμου, αλλά το αν ο ήρωας τους αρέσει περισσότερο από κάποιον άλλο, και άρα, σύμφωνα με τη λανθάνουσα γλώσσα της αληθείας, αυτός ο άλλος γίνεται κατευθείαν το σημείο αναφοράς. Δεν θα μπορούσε να είναι ο Μπάστερ Κίτον πάνω από τον Τσάρλι Τσάπλιν, όπως δεν γίνεται να είναι ο μπασκετικός ΠΑΟΚ πάνω από τον μπασκετικό Άρη τη δεκαετία του '80 ή η Ελένη Μενεγάκη πάνω από τη Ρούλα Κορομηλά στα μέσα της δεκαετίας του '90. Το ότι δεσπόζει η Μενεγάκη εδώ και μία εικοσαετία, ότι όποιος αντίπαλος και να είναι απέναντί της τρώει τη σκόνη της με αποτέλεσμα μία τεράστια τηλεοπτική αυτοκρατορία, το (μη) αισθητικό ισοδύναμο του σόου του Τζόνι Κάρσον, δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια της κόντρας της με την Κορομηλά, η Μενεγάκη επόταν πάντα. Μόνο στο τέλος κατάφερε να την κερδίσει και η Ρούλα παρέδωσε τα σκήπτρα και την πρωτοκαθεδρία της με συνοπτικές διαδικασίες, ώστε να μη χαλάσει το status quo του Alpha Dog που είχε χτίσει. 
 
 
Υπήρξαν και κάποιοι που έγιναν πρώτοι και σπουδαίοι χωρίς να έχουν εκ των έσω ανταγωνισμό. Έχω αφήσει απ' έξω κάποια αθλητικά ζευγάρια, για να τηρηθεί η συμμετρία και δεν μπόρεσα να βρω τον τρόπο να βάλω τον Ντίνο Ηλιόπουλο σε παρένθεση για κάποιον άλλο, κυρίως διότι κανείς δεν πάει κοντά του. Μπορεί η Μελίνα να έλεγε ότι «όταν ήμουν στο Παρίσι κοιτούσα με το ένα μάτι στην Αθήνα για να δω τι κάνει η Λαμπέτη» και μπορεί η δεύτερη να ήταν εξαιρετικά ταλαντούχα, αλλά ουσιαστικά η τύπισσα που έπαιξε τη Στέλλα και την Ίλια (μαζί με την Μπλανς Ντυμπουά στο Μπρόντγουεϊ), δεν γίνεται να συγκριθεί. Η απόσταση είναι μεγαλύτερη από αυτή που φαίνεται. Επίσης δεν βρήκα κάποιον που να μοιάζει στον Δημήτρη Χορν, ενώ νομίζω ότι και η μονομαχία της Φλοράνς με την Ντένη, στους «Δύο Ξένους», έχει δίκαιο νικητή. 
 
Ο Γούντι Άλεν, επίσης, είναι Δεύτερη Μπανάνα, με πρώτο τον Φελίνι. Η Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού σηματοδότησε, με μεγάλη στενοχώρια να το συνοδεύει, το τέλος μίας εποχής το οποίο ίσως να μην αγωνιώ ακόμα να ξορκίσω, αφήνοντας τον χρόνο να το κάνει για μένα. Κενός, χαιρετίζω τις Δεύτερες Μπανάνες και υποκλίνομαι στο ασκίαστο μέρος του καπιταλιστικού συστήματος που μας θέλει οπωσδήποτε να προσπαθούμε να νικάνε και να μη θεωρούμε ως δεδομένο ότι άλλες φορές θα γίνει και άλλες όχι, ώστε όταν νομοτελειακά χάσουμε, να καταρρεύσουμε πλήρως αποτυχημένοι. 
 
Ο Βασίλης Νικολαΐδης έγραψε, στο «Συνθέται και Τραγουδισταί», τον εξής στίχο: του κάθενός μας το λοιπόν ατάλαντου τεμπέλη, που έχει γίνει μουσικός γιατί δεν ξέρει μπάλα.
 
Στο μυαλό μου ταιριάζει με το κείμενο, παρ' όλα αυτά είναι ένα θέμα από μόνο του. Και από τη στιγμή που αληθινά δεν έχω ιδέα τι να γράψω για κολεγιακό μπάσκετ που να μην αναδίδει το άρωμα της φορμόλης, τούτο το θέμα θα είναι το επόμενο κείμενό μου. Να γράψω για να ξεχάσω ότι είμαι ακριβώς το σημείο του κύκλου που, πλέον, άπειρες ευθείες περνούν αλλά καμία δεν σταματάει. Ή, ότι ήμουν, αλλά τώρα το βλέπω πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά.

—————

2015-03-30 02:54

Νοτρ Νταμ, Ημισκούμπρια και τηλεόραση

 
Μία ιστορία που λίγο έλειψε να επαναληφθεί αλλά δεν το έκανε, επειδή οι ιστορίες δεν επαναλαμβάνονται. Ή, όπως λένε, επαναλαμβάνονται ως φάρσα ή ως τραγωδία. Ο αθλητισμός προσφέρει μαζικές αποδείξεις πως ό,τι κάνεις το βρίσκεις μπροστά σου. Είναι ζωή, δηλαδή, με τη διαφορά ότι ξέρεις, εσύ ή κάποιος άλλος, τον λόγο για τον οποίο τιμωρείσαι. Αυτό δεν σημαίνει πως ό,τι περιμένει να δοθούν τα δανεικά που άφησε κάποτε, είναι άσχημο. Σημαίνει απλώς ότι συμβαίνει στην κλίμακα που έχει διαπραχθεί. Στις 19 Ιανουαρίου του 1974 έπεσε ο κλήρος στο Νοτρ Νταμ, το κολέγιο που το όνομά του παραπέμπει στην Παναγία των Παρισίων, να σπάσει το αήττητο των 88 παιχνιδιών του UCLA του Τζον Γούντεν. Το Σάββατο έχασε 68-66 από το Κεντάκι στο παιχνίδι για την Elite Eight, τα τέσσερα ματς που στέλνουν τις ομάδες στο Final 4 και που σφραγίζουν τους νικητές των περιφερειών, δηλαδή έφθασε ένα εύστοχο σουτ μακριά από το να αποκλείσει μία ομάδα η οποία είχε 37-0 μέσα στη χρονιά και θέλει να κάνει κάτι που έγινε τελευταία φορά το 1976, από την Ιντιάνα του Μπόμπι Νάιτ, δηλαδή να πάρει το πρωτάθλημα αήττητη. Τώρα, παρακολούθησα πριν λίγο το Ντιουκ να νικάει το Γκονζάγκα και να προκρίνεται στο Final 4, που σημαίνει ότι ο Μάικ Σιζέφσκι, προπονητής των Blue Devils, φθάνει για 12η φορά σε αυτό το στάδιο και ισοφαρίζει το ρεκόρ του Τζον Γούντεν, ο οποίος είχε βεβαίως και 10 πρωταθλήματα. 
 
Αν το Κεντάκι νικήσει το προσεχές Σάββατο το Γουισκόνσιν, σε ένα σπουδαίο ματς, και το Ντιουκ επικρατήσει του Μίσιγκαν του Τομ Άιζο, τότε το Κεντάκι θα παίξει με το Ντιουκ στον τελικό για το 40-0, μόλις δύο εβδομάδες αφού το ESPN έδειξε το ντοκιμαντέρ I hate Christian Laettner, δίνοντας έμφαση σε εκείνο το ματς της Elite 8 του 1992, όταν το Ντιουκ νίκησε το Κεντάκι 103-102. Ελάχιστα ματς στην ιστορία του κολεγιακού μπάσκετ έχουν καλύτερη συγκυρία, από έναν τέτοιο τελικό. 
 
Οπότε τις τελευταίες μέρες χάθηκα λίγο, εν μέρει επειδή κατάφερα να καταστρέψω και τον υπολογιστή της αδελφής μου, ενώ αυτήν τη στιγμή δεν αναγνωρίζω δεδομένα πού γράφω και πώς θα δημοσιευθεί αυτό το κείμενο. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ιδέα, συν ότι ξεκίνησα την αφήγηση με κολεγιακό μπάσκετ και έπληξα ήδη το φρόνημα του φιλάνθρωπου αναγνώστη, ο οποίος ίσως περίμενε να διαβάσει κάτι άλλο, κάποια ιστορία που μπορεί να κατέληγε σε κάτι που αναγνωρίζει οπωσδήποτε. Οι αναγνώστες μου, βεβαίως, δεν καθορίζονται από τέτοια ρηχότητα, απλώς, ούτως ή άλλως, δεν διαβάζουν τα κείμενα. Τώρα, η κτητική αντωνυμία είχε πολλή πλάκα, αλλά θα την αφήσω να υπάρχει για να συνεχίσω να αντιλαμβάνομαι ότι γράφω σαν να έχω ένα σταθερό κοινό όντως, ενώ κατά πάσα πιθανότητα τρεκλίζω από το παρακαλετό για δημοσιότητα, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψή της. 
 
Το Σάββατο πήγαμε στο Fuzz για να δούμε τα Ημισκούμπρια με γκεστ σταρ τον Φοίβο Δεληβοριά. Ήμαστε τρεις και ήταν να έρθει μία κοπέλα μαζί μας, αλλά προφανώς δεν ήρθε, αλλιώς δεν θα το ανέφερα καν. Στο μαγαζί υποχρεώθηκα να κρατάω το μπουφάν στο χέρι ενώ σε κάποια φάση ο Μυθριδάτης μιλούσε για τη νονά του τη φοράδα, που ερχόταν κάθε Πάσχα να του φέρει τη λαμπάδα. Το Σαββάτο το βράδυ μπόρεσα να πάω στο Fuzz επειδή δεν είχα κάποια ευθύνη και υποχρέωση απέναντι σε οτιδήποτε, και όχι επειδή εργάζομαι πενθήμερο. Όταν δούλευα, το Σάββατο ήταν η αγαπημένη μέρα μου. Σχεδόν πάντα το φανταζόμουν να έχει ήλιο και να βρίσκομαι μέσα στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας στη δουλειά, ενώ ο κόσμος ήταν χαλαρός. Τα χρόνια στην τελευταία εφημερίδα που εργάστηκα, δηλαδή στον ΓΑΥΡΟ, το Σάββατο συνδυαζόταν, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, με αγωνιστικές υποχρεώσεις, ως εκ τούτου εκτιμούσα ακόμα περισσότερο τα Σάββατα που μπορούσα να μένω στο γραφείο και να δίνω τις σελίδες με το πάσο μου, εκνευρίζοντας τους σελιδοποιούς και βγάζοντας τους αρχισυντάκτες από τα ρούχα τους. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν ότι είχα αποφασίσει να πιω, γύρω στο απόγευμα, κάτι που προέκυπτε αφού κανονιζόταν κάτι- με τον χρόνο να περνάει αυτό γινόταν όλο και πιο σπάνιο, και όταν ερχόταν η νύχτα κάθε βήμα μου με έφερνε όλο και πιο κοντά στην μπύρα. Πάντως, αυτό το Σάββατο βρέθηκα στον Πειραιά για να δω το παιχνίδι του Ολυμπιακού με τη Βουλιαγμένη και μετά μου είπαν ότι οι παίκτες και ο προπονητής του Παναθηναϊκού δεν έκαναν δηλώσεις στην κάμερα της συνδρομητικής τηλεόρασης μετά την ισοπαλία με τον Υδραϊκό, διότι είχαν παράπονα από τη διαιτησία. 
 
Επειδή, ναι, είναι που η δημοσιότητα στο πόλο είναι μεγάλη και δεν μας νοιάζει να κάνουμε δηλώσεις σε μία εκπομπή που άρχισε να παίζει πριν σχεδόν δύο μήνες, με στόχο να μαθαίνουν οι συνδρομητές τι είναι αυτό το σπορ και ποιες ομάδες παίζουν. Αν αποφασιστεί, δηλαδή, από τη NOVA το καλοκαίρι να απαγορευθεί η εκπομπή, τότε θα μπορούν οι ομάδες να έχουν επιστρέψει στο προηγούμενο status quo που, ας μη γελιόμαστε, είναι εκείνο που οι παίκτες θέλουν υποσυνείδητα. Ο προπονητής του Παναθηναϊκού, μάλιστα, είχε πάει στην εκπομπή ως καλεσμένος πριν λίγο καιρό, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να μιλήσει. Να πει για τη διαιτησία, ρε αδελφέ, που προφανώς τον ενόχλησε τόσο πολύ στο παιχνίδι με τον Υδραϊκό, διότι από την αρχή, με λίγη λογική, θα καταλάβαινες ότι η συγκεκριμένη ομάδα, με τα πρόσωπα που διαθέτει, δεν είναι δυνατόν να μην πάρει τα σφυριγματάκια της μέσα στη χρονιά. Μπράβο, λοιπόν, σε όσους δεν έχουν μιλήσει στην τηλεόραση, αφού το άθλημα δεν την χρειάζεται. Θέλει, μόνο να φοράει τον καραγκιόζ-μπερντέ του και αρνείται πεισματικά να κάνει οποιοδήποτε βήμα για να βγει στο φως, μένοντας αποκοιμισμένο με τον αντίχειρα στο στόμα και το σώμα σε εμβρυακή στάση. 
 
Ανέκαθεν μου άρεσαν τα Ημισκούμπρια, όπως ανέκαθεν μου άρεσε ο Αριστοφάνης. Βεβαίως, στη συναυλία το παράκαναν τόσο με τον χρόνο που πήρε ο καθένας μόνος του όσο και σε εκείνον που έδωσαν σε άλλους χιπ-χόπερ, οι οποίοι στην καλύτερη ήταν μία χλιαρή αντιγραφή. Μια συναυλία τον χρόνο κάνουν στην Αθήνα, και από το τρίωρο έπαιξαν μιάμιση ώρα τραγούδια που είναι συνυφασμένα με τα Ημισκούμπρια. Μία φωτεινή στιγμή ήταν όταν ο Πρύτανης έβαλε μπιτ ώστε ο Φοίβος να τραγουδήσει το «Εκείνη», που κατά τη γνώμη μου είναι ένα από τα 20 κορυφαία ελληνικά τραγούδια των τελευταίων 20 χρόνων, αν και θα έβαζα άλλα 7 δικά του στη λίστα, αφήνοντας με πόνο έξω μισή ντουζίνα ακόμα. 
 
Εν πάση περιπτώσει, υπήρχε μία μπλούζα που έγραφε Ημισκούμπρια και ήταν προς πώληση, αλλά μετά έπαθα αφυδάτωση και ήθελα νερό, οπότε βγήκαμε και δεν την αγόρασα. Η δίψα βρήκε την απάντησή της στη βύνη και τον ζύθο και μετά η δίψα δεν υπήρχε και υπήρχε η βύνη, και μετά ήρθε ο Καλβίνος και όταν πια γυρίσαμε στο σπίτι είχε περάσει τόση ώρα από την αλλαγή της ώρας που ουδείς θα μπορούσε να με αδικήσει αν γύριζα το ρολόι μου μία ώρα πίσω. 

—————

2015-03-25 02:50

Η Ιστορία της Μαρίας

 
Μία από τις μουσικές ιστορίες που μου αρέσει να επαναλαμβάνω μέχρι να γίνω βαρετός, είναι ότι το «Αστείο» που έγινε γνωστό από την ερμηνεία του Πάνου Μουζουράκη, είναι του εξαιρετικού Βασίλη Νικολαΐδη. Δεν είχε ακουστεί από κάπου την εποχή που παιζόταν το «Αστείο», δηλαδή η ιστορία με το σαλάμι, ότι ήταν του Νικολαΐδη, πάντως ο Μουζουράκης είναι δηλωμένος θαυμαστής και, όπως φαίνεται, είναι ο αγαπημένος τραγουδοποιός του. 
 
Από την άλλη μεριά, με τρόπο που δεν θυμάμαι ξεκάθαρα, ανακάλυψα την «Ιστορία της Μαρίας» το 2009, τον καιρό που ο Ρότζερ Φέντερερ όδευε να κατακτήσει το Ρολάν Γκαρός για πρώτη φορά στην καριέρα μου. Αν σας πω ότι άκουσα για πρώτη φορά το συγκεκριμένο τραγούδι στον ημιτελικό με τον Χουάν Μαρτίν ντελ Πότρο θα είναι υπερβολικός, οπότε δεν θα το πω, χωρίς να σημαίνει ότι δεν είμαι σχεδόν σίγουρος. Την «Ιστορία της Μαρίας» διαδέχθηκε η «Ιστορία της Μαρίας 2». Και ενώ κάπου κάπου, αυτά τα 6 χρόνια, συνδεόμουν με τις ευφυείς μουσικές αφηγήσεις του υπέροχου τύπου- που πια είναι 61 ετών και πολύ θα ήθελα να μάθω τυχαία ότι παίζει κάπου για να πάω να τον δω- τον τελευταίο ενάμιση μήνα με έπιασε σχεδόν μανία με τα τραγούδια του. 
 
Στο youtube κυκλοφορούν ελεύθεροι δύο δίσκοι του, σε περίπτωση που θέλει να ακούσει κάποιος: ο πρώτος είναι το «Ελλάς», που σύμφωνα με την ξεχωριστά περιποιητική wikipedia εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1984, και το δεύτερο είναι το «Η νύχτα ήταν πάλι κάπου αλλού», που εκδόθηκε το 1989. Στον πρώτο το τρίτο τραγούδι έχει τίτλο, «25 Μάρτη». Σε περίπτωση που κάποιος θέλει να το ακούσει, ένεκα και της ημέρας, μπορεί να πατήσει πάνω στον τίτλο. Ανακαλύπτοντας έναν πρώιμο Φοίβο Δεληβοριά που ακολουθεί σπειροειδείς διαδρομές στα τραγούδια του, άψογο γνώστη της ελληνικής που μπορεί να χρησιμοποιήσει λογιών τα συναρπαστικά γλωσσικά κόλπα για να καταλήξει όπου τον βγάλει, χωρίς διάθεση να βάλει τον αναγνώστη στη διαδικασία κάποιου νοήματος. Και, όπως ο Πλάτωνας προσπαθούσε να φέρει σε δύσκολη θέση τον Αριστοφάνη, έτσι και οι σοβαροί έντεχνοι έχουν μεγαλύτεροι απήχηση. Το γεγονός ότι η κωμωδία και η σάτιρα είναι το πιο δύσκολο είδος, δεν φαίνεται να εκτιμάται, μαζί με την ευφορία που δημιουργεί στον ακροατή ή στον θεατή. Τόσο το καλύτερο, βεβαίως, μια και δεν φθείρονται οι αληθινά αγνοί δημιουργοί στο πέρασμα του χρόνου, όπως χρειάστηκε να κάνουν οι γνωστοί, με δημόσιες τοποθετήσεις που υπερβαίνουν τα εσκαμμένα. Εδώ πρέπει να παραδεχθώ ότι ουσιαστικά είναι άδικος ο χαρακτηρισμός, καθώς ο καθένας έχει δικαίωμα να λέει τη γνώμη του για οτιδήποτε. Όπως, επίσης, και ότι, παρά το γεγονός ότι μπορεί να λέει τη γνώμη του για οτιδήποτε, πρέπει να κρίνεται για τη δουλειά του. Αλλά καταλαβαίνω πώς η γνώμη επηρεάζει το κοινό αίσθημα. Πρέπει να ζήσεις με αυτό. 
 
Το κείμενο δεν αφορά στην ιλαρή μελαγχολία της 25ης Μάρτη. Την προηγούμενη φορά πηγαίναμε με παρέα να ακούσουμε τις «Ολολυγές» στα Εξάρχεια. Στο αυτοκίνητο τα παιδιά στο πίσω κάθισμα δεν είχαν ιδέα ποιος είναι ο Βασίλης Νικολαΐδης. Ειρωνεύεσαι μόνο όταν δεν ξέρεις ποιος είναι αυτός που ακούς ή βλέπεις στην περίπτωση που στον συστήνει ένα οικείο πρόσωπό σου για δύο πολύ σημαντικούς λόγους: ο πρώτος είναι ότι, αφού δεν τον γνωρίζεις, δεν μπορεί να είναι σημαντικός στην περίπτωση που δεν στον σύστησε κάποιος που σέβεσαι τη γνώμη του για την τέχνη. Ο δεύτερος, ότι ο εγωισμός πάει μπροστά. 
 
Άκουσα (και δυστυχώς για τους άτυχους συνδαιτημόνες τραγούδησα) την «Ιστορία της Μαρίας» και έπειτα παρακινήθηκα, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης σαρκαστικής διάθεσης- που δεν σημαίνει, πάντως, ότι ήταν κακοπροαίρετη- να βάλω να ακούσουμε την «Ιστορία της Μαρίας 2», επίσης προσπαθώντας να κοπιάρω τον τραγουδοποιό. Τότε η φίλη μου η Σοφία μου είπε ότι της φάνηκε πως το δεύτερο τραγούδι είναι η συνέχεια του πρώτου. 
 
Και ήταν μία λαμπρή ιδέα, η οποία μου επιτάσσει να της αφιερώσω το κείμενο. Εξαρχής μοιάζει ασύνδετη, διότι ενώ το πρώτο τραγούδι αναφέρεται σε ένα κοριτσάκι 13 ετών που κατεβαίνει από την επαρχία στην Αθήνα και αποδεικνύεται, λόγω πείνας, ευάλωτη στο ανδρικό φύλο, το δεύτερο κάνει λόγο για μία υπηρέτρια από τις Φιλιππίνες, με το ίδιο όνομα, η οποία στριμώχνεται άσχημα σε ένα σπίτι των Βορείων Προαστίων. Το μυαλό μου δεν πήγαινε στην συνδεση, αν η Σοφία δεν την ανέφερε, αλλά πλέον μπορεί κάποιος να ακούσει τα δύο τραγούδια και να βγάλει σπουδαίο νόημα από αυτά. 
 
Ο λόγος που νομίζω ότι συμπαθώ τον Βασίλη Νικολαΐδη, πέραν του ταλέντου του που κάποιος μπορεί να αναγνωρίσει από την πρώτη αράδα, είναι ότι πολύ γρήγορα στάθηκε απέναντι από τη γενιά του. Από το 1981, όταν και πρωτακούστηκε στο φεστιβάλ τραγουδιού της Κέρκυρας, έδινε την αίσθηση ότι είχε αποστασιοποιηθεί πολύ γρήγορα από αυτό που λένε γενιά του Πολυτεχνείου. Κατάλαβε, με τη σπουδαία αντίληψη η οποία φαίνεται στα τραγούδια του (το «Ελλάς» θα μπορούσε να έχει γραφτεί φέτος) από την αρχή ότι η διαχείριση της αλλαγής δεν πήγαινε καθόλου καλά και παρά το γεγονός ότι αγαπούσε βαθιά τη χώρα του, τα κρούσματα της λογοκρισίας που υπέστη μετά την Ιστορία της Μαρίας τον μετέτρεψαν γρήγορα σε ασκητή. Μόνο ως τέτοιος θα μπορούσε να βάλει την κόκκινη μύτη του και να υποβάλλει τα απίστευτα σέβη του σε μία πουτάνα, κάτι που σε γυρίζει πίσω, στην εφηβεία, ακόμα και αν δεν έχεις πάει να δουλέψει σε μπουρδέλο, ή να φτιάξει κάτι πιο καινούργιο, τον Παραχαράκτη, συνδυάζοντας την ψυχανάλυση ενός απατεώνα με ένα παιδί που προσπαθεί να χέσει. Η αλήθεια είναι ότι η αδελφή μου βαριέται και δεν μπορεί να ακούσει πολλά τραγούδια του μαζί, αλλά ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΗ ΑΠΟΨΗ, οπότε δεν μετράει η γνώμη της, που η αλήθεια είναι ότι με πειράζει πως δεν είναι ίδια με τη δική μου. 
 
Ένας καλλιτέχνης από σπάνιο υλικό, ο Βασίλης Νικολαΐδης είναι πλέον στην ελίτ, μαζί με τα Ημισκούμπρια και κάτω από τον Φοίβο Δεληβοριά, αλλά κάτω από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Διονύση Σαββόπουλο. Ευλογημένοι να είναι όσοι κάνουν επιτυχημένη σάτιρα. Δεν μπορείς να τους πειράξεις και δεν θα γεράσουν ποτέ.

—————

—————


Ό,τι του φανεί

/album/%cf%8c%2c%cf%84%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%af/i-m-not-always-right-but-i-m-never-wrong-jpg/

—————