Χωρίς τελείες


Blog

2015-10-30 19:51

Ο Πόλεμος των Κόσμων

Ακόμα και τώρα, 30 χρόνια και 20 μέρες από τον θάνατό του, ουδείς μπορεί να αποφανθεί με απόλυτο τρόπο αν ο Όρσον Γουέλς ήταν ιδιοφυΐα. Κλέφτης, μίμος, άθλιος στους οικονομικούς υπολογισμούς και στα πρακτικά, εγωτιστής έως κεραίας και αλαζονικός σε κάθε συμπεριφορά, μωρό στην έννοια των ανθρώπινων σχέσεων. Αλλά και με την ικανότητα της αποστήθισης ολόκληρων κατεβατών, ιδίως σαιξπηρικών, από τον Βασιλιά Ληρ μέχρι τον ΜάκΒεθ, μία δόση σουρεαλισμού και με την αδήριτη και ανεξάντλητη επιθυμία να ψάχνει για το πρωτότυπο. Στα καλά του, σε διαπερνούσε το αίσθημα της αθανασίας. Μία ζωή πελώριος, σου έδινε την αίσθηση ότι είχε πάντα είχε 20 περισσότερα κιλά από τα μιγαδικά εκατοστά του ύψους του, μία επιβλητική παρουσία που θα απελπιζόταν αν δεν είχε να φάει, να πιει και να καπνίσει. Γεννημένος το 1915, πέθανε μόνος του, ξεβρασμένος στο διαμέρισμά του την ώρα που πληκτρολογούσε για κάποια ιδέα από τις εκατοντάδες που δεν έγιναν πραγματικότητα, όπως δεν επρόκειτο και η ίδια.

Η 30η Οκτωβρίου είναι συμπαθής ημερομηνία, σε ό,τι αφορά τις επετείους. Το 1960 γεννήθηκε, με το ημερολόγιο να ρέπει προς τον Νοέμβρη, τον μήνα που το «μ» ησυχάζει επειδή βρίσκεται ξανά στο προσκήνιο, ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Το 1974, στην Κινσάσα του Ζαΐρ, της χώρας που τώρα στον χάρτη υπάρχει ως Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό- και που το ίδιο έτος ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, με τη φανέλα της εθνικής Γιουγκοσλαβίας, είχε κάνει χατ τρικ απέναντί της στο Μουντιάλ, ο Μοχάμεντ Αλί έριχνε νοκ άουτ τον Τζορτζ Φόρμαν σε έναν από τους δύο πιο αξιομνημόνευτους αγώνες πυγμαχίας στην ιστορία. Σόρι Τζο Λούις, Ρόκι Μαρτσιάνο, Μάικ Τάισον: ο άλλος είναι το Thrilla in Manilla, την 1η Οκτώβρη του 1975, μεταξύ του Αλί και του γαργαντούα (ενός από τους υποτιμημένους πυγμάχους από τότε που εγεννήθη το επαγγελματικό μποξ) Τζο Φρέιζερ. Ο αγώνας στο Ζαΐρ, που απογείωσε τον μύθο του μάνατζερ Ντον Κινγκ, του πρώτου παγαπόντη στο είδος, έχει την επιγραφή «Rumble in the Jungle». Η επέτειός του είναι ξεχωριστή.

Αλλά στις 30 Οκτωβρίου του 1938, δηλαδή πριν 77 χρόνια, έγινε κάτι αξεπέραστο. Οι μονές παράγραφοι συναντιούνται μεταξύ τους. Διάβαζα αυτό το κομμάτι στο ΚΤΕΛ, επιστρέφοντας από τον Βόλο και σκεφτόμουν να μπορούσα να θυμάμαι την ημερομηνία. Εντελώς τυχαία, ρίχνοντας το βλέμμα προς την τηλεόραση, βρέθηκα ενώπιόν της. Ένα «σαν σήμερα», που διαποτίστηκε με πίκρα, ίσως και με κάποια μελαγχολία, πάντως ήταν εξαιρετικά διαφωτιστικό.

Από τις 20:15 έως τις 21:30, τη Λεωφόρο Μάντισον, αριθμός 485. Στον ραδιοφωνικό σταθμό του Columbia, της εταιρείας οι ιδιοκτήτες της οποίας είχαν φθάσει σε συμφωνία με τον Όρσον Γουέλς και τον υπόλοιπο θίασο του Mercury Theatre. Η εκπομπή λεγόταν «The Mercury Theatre is on Air» και περιείχε αναγνώσματα από θεατρικά έργα και λογοτεχνία. Εκείνη τη μέρα, με τον άνθρωπο που ανέχθηκε πιο πολύ από κάθε άλλον τον Γουέλς, δηλαδή τον Τζον Χάουζμαν, στην παραγωγή, η εκπομπή άρχισε με το Piano Concerto No. 1, του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, μετά τους τίτλους της εκπομπής. Ο Γουέλς είχε κανονίσει να διαβάσει αποσπάσματα ενός βιβλίου του συνεπώνυμού του, Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς, με τίτλο «ο Πόλεμος των Κόσμων». Αλλά ποτέ πραγματικά δεν ξέρεις τι να περιμένεις από κάποιον που είναι ιδιοφυΐα με τον ίδιο τρόπο που παραμένει νήπιο (νη+ έπος, άλαλο).

Ο Όρσον Γουέλς δεν παραδέχθηκε ότι το είχε σχεδιάσει. Αν κάτι δεν επιδεχόταν αμφισβήτησης σε ό,τι αφορά το ταλέντο του, αν έπρεπε να κρατηθεί κάτι που ήταν ακαταμάχητο, αυτό ήταν η φωνή του. Τον φώναζαν «Η Σκιά» και ως τέτοια έπαιξε, άλλωστε στο σινεμά, το 1949, τον περίφημο ρόλο του Χάρι Λάιμ στον «Τρίτο Άνθρωπο». Η φωνή του ήταν διασταύρωση του πηνίου του Τέσλα με το πιάνο του Βάγκνερ. Μπορούσε να ξυπνήσει πολική αρκούδα τον Δεκέμβριο. Ήταν από μόνη της ηχητικό εφέ. Οι απειλές των γονιών στα παιδιά, ότι, «αν δεν φας το φαΐ σου θα σε βάλω να ακούσεις τον Όρσον Γουέλς στο ραδιόφωνο», ελέγχονται ως αναληθείς.

Όλα άρχισαν με μια τελευταία πληροφορία. Ότι «ένας μετεωρίτης από τον Άρη έπεσε πάνω στη γη». Η συγκεκριμένη γιορτή του Halloween στις ΗΠΑ θα εορταζόταν με τρόπο, όπως καμία άλλη.Το συγκεκριμένο θεματικό υπόβαθρο εξευτελίστηκε από τους σκηνοθέτες θρίλερ, αλλά μπροστά στον αληθινό φόβο που απέπνεε η φωνή του Γουέλς εκείνη τη μέρα, οι συγκεκριμένες σκηνοθεσίες έμοιαζαν με μουσική του Μπέρνσταϊν. Όταν ο μάγιστρος από την Κενόσα είπε ότι, τελικά, δεν ήταν μετεωρίτης, αλλά ένα ιπτάμενο όχημα το οποίο σταμάτησε για να βγουν οι Αρειανοί, οι οποίοι ήταν εφοδιασμένοι με ένα θερμικό όπλο που θα έκαιγε άπαντες, το γεγονός ότι είχε αναφερθεί στην αρχή πως επρόκειτο για ραδιοσκηνοθεσία, ξεπεράστηκε. Τα πρώτα τηλεφωνήματα στον σταθμό έδωσαν στον Γουέλς την ευκαιρία να εξαντλήση την αφήγηση. Η βαθιά ανάσα, το κενο ανάμεσα στις προτάσεις, έκανε τον Μεφιστοφελή να τσεκάρει τον κεντρικό κλιματισμό στην κόλαση για τυχόν λάθη. Άνθρωποι έβγαιναν από τα σπίτια τους, κουβαλώντας τα υπάρχοντά τους, για να προσπαθήσουν να βρουν ένα καταφύγιο στο οποίο δεν θα μπορούσαν να φθάσουν οι Αρειανοί. Όταν ο Γουέλς, μέσω τον εξωγήινων, «κατέστρεψε» ολοσχερώς το Νιου Τζέρσεϊ, ανακοίνωσε ότι, «τώρα κατευθύνονται προς τη Νέα Υόρκη».

Από τις 20:15 έως τις 21:30. Ίσως τα μακρύτερα 75 λεπτά της ζωής των Νεοϋορκέζων, τουλάχιστον έως τις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Μόνο με τον ηλεκτρισμό της φωνής του, που θα μπορούσε να κάνει τηγανιτά αυγά να παίξουν σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα το «Teenage Wasteland», ο Γουέλς ξεσήκωσε τους ανθρώπους μίας ολόκληρης πόλης. Οι εφημερίδες- που εχθαίρονταν το ραδιόφωνο ως νέο μέσο άμεσο- έγραψαν για μία οχλαγωγία, έναν συμφυρμό ανθρώπων που προσπαθούσε να βρει έξοδο σωτηρίας. Λέγεται ότι υπερέβαλλαν και αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Ο άνθρωπος, είδος ευάλωτο μπρος στην καταστροφή, πιστεύει μόνο στη σωτηρία. Υπήρχαν κάποιοι που στην αρχή αντιλαμβάνονταν ότι πρόκειται για φάρσα και, παρ’ όλα αυτά, μέχρι τη μέση της αφήγησης, εφορμούσαν προς την επιβίωσή τους. Δύσκολο βράδυ για τον σταθμό, για την αστυνομία.Τα πάρκα της Νέας Υόρκης έπρεπε να χωρέσουν χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι ήλπιζαν ότι ο προηγούμενος θα γίνει ασπίδα, μόνο και μόνο για να γλιτώσουν το τομάρι τους. Και ενώ η εκπομπή συνεχιζόταν, ο Γουέλς, στα 23 χρόνια ζωής του, έστελνε συνεχώς νέους ανθρώπους στον δρόμο.

Την επόμενη μέρα αναγκάστηκε να κάνει συνέντευξη Τύπου, για να πει ότι αυτή η παράφραση του βιβλίου έγινε λόγω του Halloween, ότι η Columbia δεν είχε ευθύνη για αυτό. Ήταν αργά. Οι κριτικές ήταν αυστηρές, αλλά υπήρχε και μία που τον δόξαζε: δεν χρειάστηκε καν να επιδοθεί σε ένα τρικ για να φανεί πόσο ανόητο είναι το ανθρώπινο είδος. Μία κριτική που προβληματιζόταν για το μέλλον, διότι αν μόνο μία ραδιοφωνική εκπομπή, που στηρίχθηκε στο δράμα, μπορούσε να στείλει χιλιάδες ανθρώπους στον δρόμο, τι θα γινόταν με ένα αληθινό όραμα; Μόλις δύο χρόνια μετά, ο Αδόλφος Χίτλερ είχε ήδη, με ένα φαρσοειδές όραμα, χρησιμοποιήσει, όχι τους Αρειανούς αλλά, τους Αρίους του, για να ξεκινήσει την επεκτατική πολιτική σε ό,τι θα ονομαζόταν Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Όταν, δε, ο Αυστριακός δικτάτωρ πληροφορήθηκε τα νέα, ξέσπασε σε δυνατά χάχανα για την ανοησία των Αμερικάνων.

Η ίδια η φωνή της Σκιάς, έμεινε στο σκοτάδι, όπως και όλο το μυστηριώδες πρόσωπο που κάποτε ερωτεύθηκε η Ρίτα Χέιγουορθ, εκτός των ματιών του: μυστηριωδώς, η θέση στην οποία βρίσκονταν επέτρεπε στη μόνη ανοικτή γρίλια του πατζουριού να αφήνει τον ήλιο να πέφτει πάνω τους.

—————

2015-10-29 17:52

Η μίνι φούστα της παρέλασης

Κάθε χρόνο ακούγονται οι ίδιες παπαριές. Σαν να είμαστε προγραμματισμένοι να συμπεριφερόμαστε στις αργίες με έναν τρόπο που εκφράζει την απόλυτη επανάληψη: καθορίζουμε τον τρόπο ύπαρξής μας ανάλογα με τη μέρα και αυτό μας κάνει απολύτως ελεγχόμενους.

Φυσικά, το επίκεντρο είναι ίδιο: ο ξένος σημαιοφόρος, ένα πιτσιρίκι που δεν χαιρέτησε τον επισημότερο των επισήμων, οι κοντές φούστες των κοριτσιών. Ο επιθετικός προσδιορισμός «υποκριτές» είναι, στην καλύτερη περίπτωση, υποτιμητικός.

Βρίσκω τις παρατηρήσεις για τις κοντές φούστες των κοριτσιών φοβερά ενδιαφέρουσες. Δεν είχα γνώμη άλλη από ότι η ηθικολογία περισσεύει, αλλά πάλι η σιωπηρή οργή δεν αποτελεί ανοχή. Η μίνι φούστα είναι ένα προϊόν που φτιάχθηκε από τη Μαίρη Κουάντ, μία Ουαλή η οποία είναι πλέον 81 ετών. Πιθανότατα είναι τυχαίο ότι φτιάχθηκε το 1964, αλλά αν είσαι ρέκτης της παραγωγής των όμορφων ιστοριών, όχι. Ότι ονομάστηκε μίνι είναι ταιριαστό, αλλά η κομψότητα πολλαπλασιάζεται υπό την έννοια ότι η ίδια τη βάπτισε έτσι, εξαρχής, λόγω του αγαπημένου αυτοκινήτου της, του Mini, που είναι πιο γνωστό ως Mini Cooper. Το 1964 οι Ρόλινγκ Στόουνς τραγούδησαν στη Νέα Υόρκη και οι Μπιτλς έβγαλαν τον πρώτο δίσκο τους. Επίσης, ο Κάσιους Κλέι νίκησε τον Σόνι Λίστον για να γίνει ο νεότερος παγκόσμιος πρωταθλητής στην κατηγορία βαρέων βαρών της πυγμαχίας και, έπειτα, ανακοίνωσε ότι ασπάστηκε τον ισλαμισμό και ότι, από εκείνο το σημείο και μετά, το όνομά του θα ήταν Μοχάμεντ Αλί. Η μίνι φούστα έπαιξε τον ρόλο της ως ενδυματολογικό σύμβολο στους αγώνες της γυναίκας για τον φεμινισμό. Και τα τελευταία χρόνια έρχονται οι φαλλοί και κρίνουν πως οι φούστες που φοράνε τα κοριτσάκια είναι πολύ κοντές. Και ότι αυτό κάτι δείχνει, προσθέτει στο σαθρό της κοινωνίας στην οποία ζούμε και η οποία μάς αφορά.

Υπάρχει κάτι εξαιρετικά φαλλοκρατικό σε αυτές τις τοποθετήσεις για το μέγεθος της φούστας. Δεν έχει να κάνει με μία κοινωνική ηθική, διότι εκείνη δεν υπάρχει: η κοινωνία είναι πολυπρόσωπη και, για αυτόν τον λόγο, υπερπρόσωπη. Τι, στ’ αλήθεια, δείχνει η κοντή φούστα;Αναδεικνύει κάποιο σεξουαλικό υπόβαθρο το οποίο είναι άσεμνο στην εφηβική ηλικία; Αν ισχύει αυτό, τότε το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με το ένδυμα όσο με τη νοητική αντίδραση απέναντι σε αυτό. Η ανδροκρατία δείχνει στις γυναίκες κάποιους δρόμους εκ των οποίων ουδείς είναι ικανοποιητικός και, σίγουρα, όλοι απαιτούν προσποίηση και καθημερινούς συμβιβασμούς. Όσο για την ομορφιά; Υπάρχουν, βεβαίως, τα κλισέ ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και έχει τη δική του ευμορφία, αλλά είναι ούτως ή άλλως βαρετά και εξαντλούνται εκεί. Τα κορίτσια από πολύ νωρίς μαθαίνουν ότι κρίνονται από την εξωτερική εμφάνισή τους- και φυσικά φροντίζουν για τα δέοντα. Στην παρέλαση πείραξε η μίνι φούστα, η οποία είναι πια μία αισθητικά άρτια επιχείρηση.

Ειλικρινά, δεν το καταλαβαίνω. Υπάρχουν άνδρες που πιστεύουν ότι όταν κάποια κυκλοφορεί μόνη της στους δρόμους τη νύχτα ή είναι ντυμένη ανάλαφρα, τότε τους δίνει απευθείας το δικαίωμα να την πειράξουν με τον πλέον αισχρό τρόπο ή ακόμα και να τη βιάσουν. «Δεν είδες πώς ήταν ντυμένη και βαμμένη η πουτάνα;», είναι η μόνιμη επωδός. Υπάρχουν γυναίκες που ενστερνίζονται αυτήν τη φιλοσοφία, φυλακισμένες, βεβαίως, μέσα στην αταραξία της ψυχολογικής ανδρικής βίας. Ο κόσμος, ωστόσο, ωρύεται στις παρελάσεις. Όταν ο άνδρας λέει στον φίλο του, «αν ήμουν όπως αυτή, θα γινόμουν πρωθυπουργός», τότε αυτό δεν είναι ακριβώς η επιτομή στη σεμνότητα την οποία πρέπει οπωσδήποτε να εμπνέει ο ρουχισμός δύο μέρες τον χρόνο- εκείνες που οι φωτογραφίες ψάχνουν το γυμνό δέρμα, έτσι δεν είναι;

Ως Έλληνες, νομίζω ότι είμαστε ένα κλικ πάνω σε συμπεριφορά προς τις γυναίκες από ό,τι είναι ο μουσουλμανικός κόσμος. Αφήστε τα κορίτσια ήσυχα! Η κοντή φούστα και ένα ντύσιμο κάπως προκλητικό δεν είναι πληγή της κοινωνίας. Δεν είναι καν παιδευτικό ζήτημα, σε αντίθεση με τις αρτηριοσκληρωτικές απόψεις για το τι σηματοδοτεί αυτή η φούστα. Ζούμε σε έναν κόσμο που αναγκάζονται τα κορίτσια να μάθουν ότι για να ζήσουν, πρέπει να σημαδέψουν την τεστοστερόνη ή να είναι πολύ καλές σε αυτό που κάνουν, με αποτέλεσμα να γίνουν ξινές. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου τα κορίτσια παχαίνουν επειδή τα έχουν προσβάλλει, τα έχουν εξαπατήσει και τα έχουν κάνει να κλαίνε με μαύρο δάκρυ για κάποιο χαζό ελάττωμα, που στην ουσία δεν είναι τέτοιο. Ακριβώς στον ίδιο κόσμο ψάχνουμε τον τρόπο για να φέρουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται τους νεαρούς στα νερά μας: δεν είναι τυχαίο ότι κάποιος που δουλεύει από τα 15 του μοιάζει με ενήλικο, σε αντίθεση με κάποιον άεργο σαραντάρη, που η φρεσκάδα του παραπέμπει σε μείρακα. Όποιος είναι εξωφρενικός, άγριος και εξοργισμένος με τον τρόπο του ή όποιος νιώθει πως ο κόσμος τον αδικεί και για αυτό έχει πέσει θύμα της περιρρέουσας θλίψης, είναι κάτι ξένο, που η κοινωνία το ξεβράζει στην πιο βρώμικη και τρισάθλια αμμουδιά της. Πρέπει να δείξει σημάδια ένταξης στην κοινωνία, σιωπή στις παρατηρήσεις, μηχανικές κινήσεις, ώστε να θεωρηθεί μέρος της.

Δεν μου καίγεται καρφάκι για το μέγεθος της φούστας. Για το ντύσιμο γενικώς. Φυσικά, δεν μπορώ να πω ότι ως άμεσα ενδιαφερόμενος δεν θα επενέβαινα στην πιο ακραία περίπτωση, αλλά θα έκανα λάθος. Διότι ζω σε έναν κόσμο ο οποίος αποδέχεται το «αν έχεις μυαλό και αιδοίο μπορείς να κάνεις μεγάλη καριέρα», με αγόρια αρκούντως επιλεκτικά, αλλά που είναι επικριτικός στην περίπτωση που το κορίτσι αποφασίσει να φανερώσει το μέγεθος ή τη φρεσκάδα των ποδιών του. Η σύνθεση είναι περίεργη, αλλά ο ρατσισμός είναι εμφανής και πρόδηλος. Η ντροπή δεν χάθηκε από το μέγεθος της φούστας, αλλά από τα νοσηρά, θρησκόληπτα και απαγορευτικά σχόλια για αυτό από ανθρώπους που συνήθως η συμπεριφορά τους απέναντι στις γυναίκες δείχνει ότι το ανθρώπινο είδος έχει μείνει στάσιμο εδώ και αρκετές χιλιάδες χρόνια. 

—————

2015-10-15 17:46

Του σταυρού μου ο σταυρός

Στις χώρες που θα ταξιδέψουν  στη Γαλλία, για την τελική φάση του Euro 2016, υπάρχουν μέσα οι Ουαλία, Βόρειος Ιρλανδία, Ισλανδία και, φυσικά, Αλβανία. Μοιάζει, εξαρχής, με κάτι που δεν έπρεπε να συμβαίνει. Φαίνεται ότι η διοργάνωση χάνει, εξ ορισμού, κάτι από το πρεστίζ της.

Φυσικά, όταν έχεις 24 ομάδες και ευέλικτους προκριματικούς, αυτό πρέπει να συμβαίνει. Είναι η πρώτη χρονιά που παίζουν 24 ομάδες. Το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου χωρίζεται σε διαστήματα, στα οποία το αριθμητικό status quo αλλάζει. Από την πρώτη διοργάνωση, το 1960 στο Παρίσι, έως εκείνη του 1976, στο Βελιγράδι, οι ομάδες που προκρίνονταν στην τελική φάση ήταν 4. Από το 1980, στην Ιταλία, έως το 1992, στη Σουηδία, οι ομάδες αυξήθηκαν σε 8. Από το 1996, στην Αγγλία, έως το 2012, σε Πολωνία και Ουκρανία, οι ομάδες έγιναν 16. Τώρα, σε αυτή τη διοργάνωση, που λογικά είναι η τελευταία επί Μισέλ Πλατινί στην προεδρία της UEFA, οι ομάδες είναι 24.

Μεταξύ αυτών, είναι και η Αλβανία, στη νέα εποχή της. Στο 0-3 επί της Αρμενίας χρησιμοποιήθηκαν 14 παίκτες. Όλοι τους, παίζουν στο εξωτερικό. Από αυτούς, μόνο τρεις ξεκίνησαν το ποδόσφαιρο στην Αλβανία. Τέσσερις δεν γεννήθηκαν καν στην Αλβανία. Οι επτά παίζουν σε ελβετικές ομάδες. Που σημαίνει ότι έπρεπε να «στρατολογηθούν», για να παίξουν για την Αλβανία, διότι η Ελβετία δεν έχει πρόβλημα να κάνει υπηκόους ξένους πολίτες για να παίξουν στην εθνική ομάδα της χώρας της.  Οι πέντε στην Ιταλία. Και εκεί υπήρχε κίνδυνος. Προφανώς, «στρατολόγηση» σημαίνει ότι έπρεπε να τους πείσουν πως το να παίξουν με την εθνική ομάδα της χώρας τους είναι το καλύτερο για την προσωπική προοπτική και την εξέλιξή τους.

Στο τέλος του παιχνιδιού με την Αρμενία, οι Αλβανοί μαζεύτηκαν στα αποδυτήρια και έβγαλαν μία σέλφι με τους παίκτες να κάνουν το σχήμα του δικέφαλου που υπάρχει ως σήμα στη σημαία της Αλβανίας. Αυτό, ασφαλώς, έκανε τους ανοιχτόμυαλους να μιλήσουν για ακόμα μία πρόκληση. Διάβασα το κείμενο ενός αρθρογράφου, που στο τέλος ανέφερε ότι όπως ο Γκέκας δεν κάνει τον σταυρό του στα γήπεδα της Τουρκίας για να στείλει κάποιο πολεμικό ραβασάκι στην Ελλάδα, όπως οι οπαδοί του ΑΠΟΕΛ δεν βάζουν την ελληνική σημαία στο γήπεδο για να μιλήσουν για την ένωση με την Ελλάδα, έτσι και οι Αλβανοί δεν έκαναν αυτό το σχήμα με τα χέρια τους, για να μιλήσουν για τη Μεγάλη Ιδέα. Από κάτω, προφανώς, άρχισαν το «κράξιμο» οι «ψαγμένοι».

Όταν, κάθε λίγο και λιγάκι, αναφερόμαστε σε χώρες του εξωτερικού ως πρότυπα λειτουργίας- και έχει γίνει τόσες φορές που προφανώς υπάγεται στα κλισέ- δεν μιλάμε για χώρες που όλοι οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι με τους νόμους που υπάρχουν. Παρά για χώρες που οι άνθρωποι αποδέχονται τους νόμους που υπάρχουν, διότι είναι ο μόνος τρόπος για να να είναι εύρυθμο το σύστημα. Το σύστημα δεν έχει σημασία αν είναι σωστό ή λάθος: πρέπει να δουλεύει. Πριν από 5 μέρες, σε μία έξοδο, μιλώντας για τους Ναξιώτες, ένας φίλος μου εξηγούσε σε έναν ξενικό την έννοια του «κλεφτοκοτά»: οι άνθρωποι στην κατοχή πεινούσαν, κατέβαιναν στα λιβάδια τις νύχτες, έκλεβαν πράγματα και τα μοίραζαν στο χωριό. Η κατάσταση επιβίωσης εξελίχθηκε σε ανέκδοτη ιστορία, η οποία εξελίχθηκε σε αστείο και, φυσικά, σε προσβολή. Όταν οι Αλβανοί ήρθαν στην Ελλάδα, ήταν εξ ορισμού επικίνδυνοι. Το πρόβλημα είναι τι κάνεις όταν πεινάς. Η πείνα σε κάνει να μη βλέπεις μπροστά σου. Με τα χρόνια οι Αλβανοί ενσωματώθηκαν στη χώρα. Βρήκαν δουλειές. Η αμεσότητα τούς έκανε να βρουν εκείνες που οι Έλληνες- από το πλεόνασμα (;;;) των εργασιών που υπήρχαν- τις παραπετούσαν. Η χαρά του εργοδότη, ο οποίος μπορούσε να δίνει μειωμένα μεροκάματα. Εν αρχή ην το φαΐ. Άπαξ και τρως, πρέπει να βρεθεί κάποιος να σου δώσει περισσότερα, για να μη σου αρκεί η προτέρα κατάσταση. Κάποιος πάντα θα βρεθεί να πει ότι «οι Αλβανοί πήραν τις δουλειές μας». Όμως, αυτός που το λέει δεν θα δούλευε ποτέ στην εργασία που πήγε ο Αλβανός επειδή πεινούσε. Το αποτέλεσμα αυτής της ευχέρειας του εργοδότη φάνηκε χρόνια μετά: όταν οι μισθοί πείνας (διότι για αυτό ακριβώς πρόκειται) άρχισαν να αφορούν και στους Έλληνες.

Εν τω μεταξύ, οι οικογένειες μεγάλωναν. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο. Προφανώς δεν μπορείς να μείνεις αλώβητος από τον ρατσισμό, οπότε τα παιδιά έπρεπε να πετύχουν στο σχολείο. Και πετύχαιναν. Έπρεπε να μπουν στο πανεπιστήμιο. Και έμπαιναν. Αποδείχθηκαν εξαιρετικά ικανά, κυρίως διότι οι συνθήκες ήταν δυσμενείς. Αν είσαι ο γιος ενός τσαγκάρη, ενός ξυλουργού, ενός βιοτέχνη, ξέρεις ότι στη χειρότερη περίπτωση θα γίνεις τσαγκάρης, ξυλουργός και βιοτέχνης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βασιστείς στο προσωπικό κίνητρό σου, πλην της πίεσης που οι γονείς σού ασκούν, για να μορφωθείς και να γίνεις, όπως έλεγαν, σπουδαίος και τρανός. Όταν δεν φαίνεται ότι έχεις επιλογή, πρέπει να μορφωθείς. Αλλά, για αρχή, κάποιος πρέπει να σου φέρνει φαγητό κάθε μέρα, για να στυλώνεσαι. Όταν πεινάς, τρως μέχρι να σταματήσεις να πεινάς. Όταν δεν πεινάς και νομίζεις ότι πεινάς, τρως μέχρι να σκάσεις. Λέξεις όπως «λιμοκτονώ», δεν ισχύουν για ανθρώπους που έχουν να φάνε. Για να λιμοκτονείς, πρέπει να μην έχεις να φας. Όπως στην Αφρική. Όπως συνέβη με τους Αλβανούς που ήρθαν στην Ελλάδα και μέχρι να βρουν την άκρη τους, έπρεπε να κλέψουν. Θυμάμαι ακόμα την κωμικότητα των δελτίων ειδήσεων και την ανακούφιση μίας είδησης που ανέφερε ότι έγινε κλοπή και φόνος κάπου και ο φονιάς ήταν Αλβανός.

«Έθνος», είναι μια λέξη που έχει σανσκριτική καταγωγή. Σημαίνει ομοαιμοσύνη. Δηλαδή, το σύνολο των ανθρώπων που έχουν το ίδιο αίμα. Πάει να πει ότι έχει καταργηθεί περίπου... 3.000 χρόνια τώρα. Συντηρείται, ωστόσο, επειδή υπήρξαν άνθρωποι που είτε τη διατήρησαν επίτηδες, είτε συγκινημένοι, όπως ο σπουδαίος αυτοδίδακτος ιστορικός, ασπούδαχτος ωστόσο, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, μίλησαν για το μεγαλείο των Ελλήνων και ότι αυτό εκπορίστηκε από τον Θεό. Σε αθλητική ιστοσελίδα υπάρχει συνέντευξη του Ιβάν Σαββίδη. Άντεξα να διαβάσω ως εκεί που χώρεσε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον Θεό στην ίδια πρόταση. Δηλαδή, την πρώτη. Όταν ένας ζάπλουτος επιχειρηματίας κάνει κάτι τέτοιο, λέει δηλαδή ότι στο Πανεπιστήμιο συζητούσε με τους συμφοιτητές του για την Πόλη, είναι εξ ορισμού μία συνέντευξη η οποία καταφανώς στηρίζεται στην προπαγάνδα.

Το πρόβλημα στις αντιδράσεις του πρώτου κειμένου είναι ότι οι Έλληνες θεωρούν τον σταυρό εθνικό σύμβολο. Ενώ πράγματι το αλβανικό σήμα υπάρχει στη σημαία, άρα τουλάχιστον έχει κάτι από μία πατρίδα που οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους υφάνει μέσω αφηγήσεων, ο σταυρός δεν έχει καταγωγή ελληνική και άρα δεν γίνεται να νοείται ως εθνικό σύμβολο, πέραν του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν πια έθνη. Τώρα, προφανώς και υπάρχουν φανατικοί, αλλά αυτοί υπάγονται στο κράτος, που σημαίνει κρατώ, που σημαίνει εξουσιάζω. Το γεγονός στη Σερβία, με τη σημαία, είχε πλήρους αποδοχής της κυβέρνησης των Αλβανών, μόνο και μόνο για να μας υπενθυμίσει ότι η κυβέρνηση σχεδόν κάθε χώρα αποτελείται από ανθρώπους που δεν μπορεί να είναι διανοούμενοι, διότι οι διανοούμενοι έχουν σχεδόν 6.512 καλύτερα πράγματα να κάνουν. Το ίδιο και εκείνοι, βεβαίως, που νομίζουν ότι είναι διανοούμενοι.

Η πραγματικότητά μας απαρτίζεται από ηλίθιους και από ηλίθιους που νομίζουν ότι είναι έξυπνοι. Η δεύτερη κατηγορία είναι σαφώς χειρότερη. Έπρεπε να πετύχουν κάτι οι Αλβανοί για να διαπιστώσουμε την περηφάνια τους, που κρύβεται στη νοσταλγία για την πατρίδα. Αυτή η ευαισθησία είναι συνώνυμο του έθνους, ωστόσο ο έρωτας για το έθνος και ο έρωτας για την Αντωνία είναι το ένα και το αυτό. Μαζί και το πάθος. Υπάρχουν, βεβαίως, άνθρωποι που ηθελημένα θέλουν να ποτίζονται από αυτό το δηλητήριο. Από το να νιώθει κάποιος χαρούμενος, προτιμά να νιώθει ισχυρός. Και, όπως συμβαίνει πάντα στη μυθιστορηματική πλοκή, για να υφίσταται η ισχύς, πρέπει να υπάρχει ο εχθρός. Ο οποίος βαπτίζεται κακός, σχεδόν επειδή υπάρχει. Μου θυμίζει ένα αστείο του Ντέιβιντ Σεντάρις, που έλεγε ότι «οι Αμερικάνοι λένε ότι ζουν στην καλύτερη χώρα του κόσμου για να μπουν στα ρουθούνια των Γάλλων, αν και οι Γάλλοι δεν είπαν ποτέ ότι ζουν στην καλύτερη χώρα του κόσμου».

Δυστυχώς, στις περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις, το «αλλά» της διαφωνίας, το «εν μέρει δίκιο», το «τώρα μου τα χαλάς», είναι δείγματα αρτηριοσκληρωτισμού. Καταργούν την αισθησιακή συμπεριφορά που θα έπρεπε να έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους και προκαλούν την πολεμόχαρη φυλή να πολεμήσει για το ανώτερο είδος, το οποίο η ίδια η ιστορία των μετακινήσεων, από τους Αχαιούς και τους Αολείς έως τους Ινδοευρωπαίους, που περίπου το 4.000 π.χ. ξεκίνησαν την πορεία τους από τη Λιθουανία για να μετακινηθούν σε όλη την Ευρώπη, ώστε να συναντήσουν τους ιθαγενείς,  δείχνει ότι δεν υπάρχει. Ο δογματισμός είναι λυπηρός, ο τρόπος που υπερισχύει της αλήθειας είναι μνημείο της ανθρώπινης βλακείας. Από τη μεριά μου, δεν έχω συναντήσει κανέναν κακό Αλβανό, κάποιος Αλβανός δεν με έχει κλέψει, ενώ οι όμορφες Αλβανίδες που έχω συναντήσει είναι πολύ όμορφες και θα μου έκαναν χάρη αν έβγαιναν έστω για ένα ποτό μαζί μου. 

 

—————

2015-10-13 23:25

Η μοίρα στο ανθρώπινο δημιούργημα

Το πρόσωπο του Τζον Κένεντι δεν βρίσκεται, προφανώς, στο όρος Ράσμορ. Τα γλυπτά πρόσωπα των τεσσάρων προέδρων των ΗΠΑ στο βουνό της Νότιας Ντακότα δημιουργήθηκαν όταν ο Τζον ήταν νεαρός, αλλά όχι πολύ νεαρός. Το έργο τελείωσε στις 30 Οκτωβρίου του 1941 από τον Γκούτζον Μπόργκλουμ και 400 εργάτες και, όταν ο πρώτος πέθανε τον Μάρτη εκείνου του έτους- κλασικά, μία από τις ιστορίες των ανθρώπων που ξεψυχούν πριν προλάβουν να δουν ολοκληρωμένο το δημιούργημά τους- ολοκλήρωσε την προσπάθειά του, ο γιος του, Λίνκολν. Από τα αριστερά προς τα δεξιά το όρος δείχνει τους Τζορτζ Γουάσινγκτον, Τόμας Τζέφερσον, Θίοντορ Ρούζβελτ και Ντάνιελ Ντέι Λιούις.

Ο Τζο Κένεντι σίνιορ έμαθε τα άσχημα νέα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Τζο Κένεντι τζούνιορ ήταν νεκρός. Ο πρωτότοκος. Πέραν του πένθους, ο πρώτος είχε σχεδιάσει, σχεδόν από τότε που ο γιος του ήρθε εν ζωή, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι φιλόδοξοι και μακριά από την πραγματικότητα πατεράδες- ή τουλάχιστον εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορούν να σχηματίσουν μια νέα πραγματικότητα- πως θα γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Τα μαντάτα τον έβγαλαν από την πορεία του, αλλά τον έκαναν να ποντάρει στον δεύτερο καρπό του έρωτά του (επίσης μία  υπερβολική εκτίμηση, όπως και να έχει) με τον Ρόουζ Φιτστζέραλντ, δηλαδή τον Τζον Κένεντι, για να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Το 1960, μετά το πρώτο debate της ιστορίας, που ο Κένεντι έκανε σκόνη τον Ρίτσαρντ Νίξον, το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Ο Τζο Κένεντι σίνιορ ζούσε για να το απολαύσει. Αλλά δεν ήταν μόνο απόλαυση τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Είδε τον γιο του να δολοφονείται, αλλά και τον Ρόμπερτ Φράνσις Κένεντι, το 1968, όταν και «έτρεχε» την καμπάνια του για να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Το 1969 ο Τζο σίνιορ έφυγε δυστυχισμένος, στην ηλικία των 81 παρ’ όλα αυτά, από τον μάταιο τούτο κόσμο. Η κατάρα των Κένεντι βρισκόταν σε πλήρη ισχύ.

Ο άνθρωπος είναι διατεθειμένος να πιστέψει στη μοίρα, όταν εκείνη παρουσιάζεται. Οι ιστορίες της μοίρας, ουσιαστικά, βασίζονται σε αυτά που αποκαλούμε «δανεικά», τις καταστάσεις με το ανολοκλήρωτο τέλος που στους αέρινους ναούς των αποκαλύψεων ψάχνουν την ανακούφισή τους. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους μικροαστούς, ούτε βασίζεται στα «η ζωή μου χρωστάει», «θα γίνει έτσι όπως το θες επειδή το αξίζεις», αν και το γεγονός ότι η ζωή σου χρωστάει και ότι το αξίζεις να γίνει όπως το θες προκύπτει από λόγους που δεν έχουν στιβαρά επιχειρήματα. Ακόμα και οι επιστήμονες της Ιστορίας ψάχνουν τρόπους να επαφίενται στη μοίρα. Βεβαίως, αυτό θα μπορούσε να είναι και το ψυχανέμισμα. Όταν ο Χάρης Παυλίδης ευχόταν να περάσει η Σαμπαντέλ στον τελικό της Ευρωλίγκας, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου μία μέρα πριν τους ημιτελικούς, μποεί να διέκρινες μία αισιοδοξία η οποία ενδεχομένως να ήταν απόρροια καλής διάθεσης- παραδείγματος χάρη, πριν από ένα μεγάλο ματς ξυπνάω και με βάση τη διάθεσή μου μοιάζω να ξέρω τι θα γίνει στο ματς· τώρα, πολλές φορές δεν γίνεται, ωστόσο δεν δίνω μεγάλη σημασία· όμως όταν συμβαίνει μπορεί και να μου περάσει από το μυαλό για ένα δευτερόλεπτο πως μου είχε ήδη σταλεί ένα σινιάλο και αυτό είναι το χαρακτηριστικό ενός τενεκέ ξεγάνωτου- ωστόσο είχε εκπονήσει ένα τελειοποιημένο πλάνο αντιμετώπισης της συγκεκριμένης ομάδας καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν. Πιθανότατα το τελευταίο να έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο στη σιγουριά του.

Ακόμα και οι ιστορικοί προσπαθούν να δουν μέσα από τη μοίρα τα σημάδια μίας κατάστασης. Για τους αθλητικούς συντάκτες, δε, είναι το ψωμί. Όσο καλύτερος είσαι στο να ανακαλύπτεις ιστορίες που συνδέονται μεταξύ τους και καταλήγουν σε ένα μεγαλειώδες είτε σπαραξικάρδιο αποτέλεσμα (που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι το ένα και το αυτό), τόσες περισσότερες πιθανότητες έχεις να νομίζουν ότι είσαι αναγκαίος σε ένα δημοσιογραφικό περιβάλλον. Βεβαίως, αυτό είναι το γλυκό. Μπορείς να ζήσεις και χωρίς γλυκό, από την άλλη τα παιδάκια δεν είναι χαζά που προτιμούν το γλυκό από το φαγητό, δηλαδή το περιττό από το αναγκαίο. Ούτως ή άλλως, στην ιχνογραφία της αληθινής δημοσιογραφίας είναι αδύνατον να μην αποδεχθείς ότι η ψυχαγωγία και το θέαμα, τα τρικ και τα μαγικά κόλπα παίζουν τον ίδιο ρόλο με την υπόσταση του ρεπόρτερ που αγωνίζεται για το κυνήγι της αλήθειας.

Μισό λεπτό: δεν εννοούσα στα αλήθεια ότι ήταν ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις ο τέταρτος. Ήταν αστείο. Τώρα, δεν έγραψα ότι ήταν αστείο εκείνη τη στιγμή που έγραψα το αστείο διότι θα ήταν περισσότερο αστείο αν αργούσα να αναφέρω πως ήταν αστείο.

Πριν από πάρα πολλά χρόνια, στην τελευταία σελίδα της «Ελευθεροτυπίας», εκεί που δέσποζε ο περίφημος «Καιρός», ο οποίος ήταν μία από τις πιο αριστουργηματικές στιγμές της ελληνικής δημοσιογραφίας, ο Χρήστος Μιχαηλίδης έγραψε την ιστορία συμπτώσεων στην οποία σχετίζονταν ο Αβραάμ Λίνκολν και ο Τζον Κένεντι. Νομίζω ότι αναφέρομαι στον 20ο αιώνα, διότι είχα κόψει εκείνο το κομμάτι και το είχα κολλήσει σε ένα επίπεδο του τοίχου του δωματίου μου και όταν, πια, το ξεκόλλησα, είχε γίνει κίτρινο. Ήθελα να ξεπατικώσω εκείνη την ιστορία για τη στήλη που είχα στην προηγούμενη ιστορία που αρθρογραφούσα. Αυτήν τη στιγμή, η μνήμη με μπερδεύει: ήθελα τόσο πολύ να το κάνω, που αναρωτιέμαι αν απευθύνθηκα στο google για αυτόν τον σκοπό. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν όντως βρήκα εκείνες τις συμπτώσεις, που προφανώς, επειδή έχουν να κάνουν με τον Λίνκολν και τον Κένεντι, μπορούν να θεωρηθούν ως μία επανάληψη της ιστορίας. Αν υπάρχουν συμπτώσεις με τον Λίνκολν και τον Πολ Ποτ ή τον Κένεντι και τον Βιντέλα, δεν θα άφηναν την ίδια αίσθηση. Ωστόσο, εδώ πρέπει να υπάρξει η συνολική αποδοχή για δύο προέδρους των ΗΠΑ που είχαν την ίδια πολιτική και την ίδια ροπή προς τις καταστάσεις, με παρονομαστή, φυσικά, δύο διαφορετικές εποχές που αφορούσαν με τον ίδιο τρόπο τα δικαιώματα των μαύρων. Ο Λίνκολν, άλλωστε, έβαλε το Κογκρέσο να περάσει την περίφημη 13η τροποποίηση, ενώ ο Κένεντι ανέλαβε τη διακυβέρνηση των ΗΠΑ μόλις 5 χρόνια αφού η Ρόζα Παρκς αρνήθηκε να δώσει τη θέση της στο λεωφορείο σε έναν λευκό, παρά τη νουθεσία του οδηγού του.

Οι συμπτώσεις είναι όντως συγκλονιστικές και τις πέτυχα σκαλίζοντας τα κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη για το περιοδικό «Αν» της «Απογευματινής», όπως αυτά δημοσιεύτηκαν συνολικά μετά τον θάνατό του.

Η Ιστορία, ωστόσο, είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Δεν υπήρχε ανέκαθεν. Οι άνθρωποι ψάχνουν να βρουν συνδέσεις του παρόντος με το παρελθόν, τουλάχιστον στο μέτρημα του ανθρώπινου χρόνου. Η δομή της φύσης δεν τους επιτρέπει να σκαλίσουν εκεί για βοήθεια, κάτι που θα «έδενε» την ύπαρξή τους με το «τώρα».

Παρ’ όλα αυτά, διαβάζοντας τα παρακάτω είναι πολύ δύσκολο να μην αναλογιστείς, ακόμα και μέσα στον βαθύ κυνισμό και την απόρριψη κάθε «ρομαντικής» σχέσης που θα μπορούσες να έχεις με τους οιωνούς- σε σημείο νοητικού «σκαλώματος»- τη σχέση που μπορεί να έχουν οι δύο περιπτώσεις, όταν συμβαίνουν σε δύο παρεμφερείς ανθρώπους.

Έτσι, λοιπόν, οι σπουδαστές του κολεγίου Μπέρκλεϊ, που εδρεύει στην Καλιφόρνια, έκαναν εξαιρετική δουλειά στο παιχνίδι με το ανθρώπινο μυαλό, βάσει των στοιχείων που παρατίθενται κάτωθι:

Ο Λίνκολν μπήκε στο Κογκρέσο το 1846.

Ο Κένεντι μπήκε στο Κογκρέσο το 1946.

Ο Λίνκολν εξελέγη του 1860.

Ο Κένεντι εξελέγη το 1960.

Τα επώνυμα και των δύο αποτελούνται από 7 γράμματα.

Αμφότεροι ασχολήθηκαν και αγωνίστηκαν για τα πολιτικά δικαιώματα.

Και οι δύο σκοτώθηκαν Παρασκευή.

Αμφότεροι πυροβολήθηκαν στο κεφάλι.

Και οι δύο συνοδεύονταν από τις συζύγους του.

Και οι δύο είχαν προειδοποιηθεί από τις γραμματείς τους.

Η γραμματέας του Λίνκολν είχε επώνυμο Κένεντι και εκείνη του Κένεντι είχε επώνυμο Λίνκολν.

Και τους δύο σκότωσαν Νότιοι.

Οι διάδοχοι και των δύο ήταν Νότιοι.

Οι διάδοχοι και των δύο είχαν επώνυμο Τζόνσον.

Ο Άντριου Τζόνσον γεννήθηκε το 1808 και ο Λίντον Τζόνσον το 1908.

Ο Άντριου Τζόνσον σταμάτησε να είναι πρόεδρος των ΗΠΑ το 1869. Ο Λίντον Τζόνσον, το 1969.

Οι δολοφόνοι και των δύο (Τζον Γουίλκς Μπουθ, Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ) είχαν τριπλό όνομα.

Τα δύο τριπλά ονόματα αποτελούνται από 15 γράμματα.

Και οι δύο δολοφονήθηκαν πριν δικαστούν.

Ο Τζόν Γουίλκς Μπουθ πυροβόλησε τον Λίνκολν στο θέατρο Φορντ και συνελήφθη σε μία αποθήκη.

Ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ πυροβόλησε τον Κένεντι από ένα αμάξι μοντέλο Λίνκολν που έφτιαχνε η Φορντ, μπήκε σε μία αποθήκη και συνελήφθη σε ένα θέατρο.

Οι οδηγοί των οχημάτων λέγονταν Γουίλιαμ και ήταν οι σωματοφύλακες των προέδρων.

Φυσικά, δεν είναι άγνωστα τα γεγονότα. Οι συμπτώσεις έχουν τη δική τους σελίδα στη Wikipedia. Πρώτο φέρεται να αποκάλυψε αυτές τις συμπτώσεις το Newsweek, στις 10 Αυγούστου 1964! Ο Λίνκολν και ο Κένεντι έχασαν έναν γιο κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους, νίκησαν τους αντιπροέδρους της πρώην κυβέρνησης στις εκλογές για να γίνουν πρόεδροι, ενώ υπάρχουν και αμφιβολίες, οι οποίες δίνουν το ανθρώπινο στίγμα στην ιστορία: δεν υπάρχει κάποιο αρχείο που να δείχνει, παραδείγματος χάρη, ότι η γραμματέας του Λίνκολν λεγόταν Κένεντι, ενώ οι δύο γραμματείς του Κένεντι λέγονταν Τζον Χέι και Τζον Νίκολαϊ. Αλλά ο δημοσιογραφικός νόμος, σε αυτήν την περίπτωση, είναι και ιστορικός: μπορεί αυτό το στοιχείο να μην είναι λεπτομέρεια, αλλά στην αθροιστική ανατριχίλα μοιάζει πολύ σημαντικό. Οπότε έπρεπε να δημιουργηθεί, για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση, σαν ένα ψεματάκι- αν δεχθούμε ότι είναι ψεματάκι- που πάει και εξοβελίζεται τη στιγμή της έξαρσης της ειλικρίνειας, όταν είσαι έτοιμος να τα πεις όλα, τα λες όλα, αλλά και πάλι, δεν γλιτώνεις την ωραιοποίηση. Προς χάρη της αβρότητας και του πέπλου προστασίας και αυτοσυντήρησης. 

—————

2015-10-11 17:47

Ένας αληθινός αντιστασιακός

Η Μπάγερν Μονάχου είναι η απόλυτη δύναμη στον γερμανικό αθλητισμό. Θα μπορούσε να είναι τυχαία η άνοδος της ομάδας από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, αλλά δεν ήταν. Αυτήν τη στιγμή έχει κεκτημένα 25 πρωταθλήματα Γερμανίας, αλλά το εκπληκτικό είναι ότι μέχρι το 1968 είχε κατακτήσει 1. Μόνο τη χρονιά 1931-32, όταν η Γερμανία ήταν ακόμα σε στάχτες, ένα χρόνο πριν τις εκλογές εκείνες που έγιναν για να λάβει το χρίσμα ο Αδόλφος Χίτλερ. Σε όλο τον 20ο αιώνα η Γερμανία μοιάζει να βρίσκεται σε σήψη. Πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για 15 χρόνια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για σχεδόν 30 χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, μέχρι το 1990, που έπεσε το τείχος. Η Μπάγερν έχει κατακτήσει 24 πρωταθλήματα τα τελευταία 46 χρόνια, που σημαίνει πάνω από 1 κάθε 2 χρόνια. Για προηγμένη ποδοσφαιρική κοινωνία, ένα απίστευτο ποσοστό.

Δεν ήταν προϊόν τύχης. Ουσιαστικά,  αν και η ζωή και ειδικά η ζωή στα σπορ είναι καλύτερη από συνωμοσιολογίες, η δυναστεία της Μπάγερν προέκυψε από το χτίσιμο του τείχους.

Από το 1961, που οι Ρώσοι αποφάσισαν να χωρίσουν το Βερολίνο στη μέση, οι Γερμανοί έζησαν σε άρνηση. Μέχρι και μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60 δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ότι αυτό το προσωρινό συστατικό μήκους 42 χιλιομέτρων χώριζε το κράτος στα δύο. Όταν, τελικώς, το αποφάσισαν, οι διανοούμενοι πένθησαν για τα καλά. Δύο από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα στην Ευρώπη, η Λειψία και η Βαϊμάρη, βρέθηκαν στην Ανατολική Γερμανία. O Σίλερ και ο Γκαίτε (μαζί και ο Βέρθερος με τον Φάουστ) πέθαναν στη Βαϊμάρη. Η χώρα έχασε εδάφη. Κάποια πήγαν στην Πολωνία και κάποια στη Ρωσία. Στη Δυτική Γερμανία απέμεινε η Βαυαρία. Αλλά η ιστορία της ήταν κουτσή.

Η Μπάγερν και η μπύρα έγιναν τα εξαγώγιμα προϊόντα της. Η Γερμανία, πριν τη δεκαετία του ’60, δεν είχε καν σοβαρό ποδόσφαιρο. Τώρα ο τελικός του 1954 στη Βέρνη μοιάζει με ένα ματς που είχε συνοχή, αλλά τότε ήταν έκπληξη μεγατόνων. Η Γερμανία δεν έπρεπε να βρίσκεται καν στον τελικό, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις. Το Αυστρία-Ουγγαρία ήταν το ματς που πρόσμεναν όλοι. Με αυτήν την πρόταση μπορεί κάποιος να κατανοήσει το μέγεθος της διαφοράς που είχε η Ευρώπη 60 χρόνια πριν. Προφανώς, ο ρους δεν σταματά.

Η Μπάγερν έγινε σπουδαία δύναμη επειδή η Δυτική Γερμανία στράφηκε στη Βαυαρία. Ήταν, ας πούμε, μαζί με το βόρειο κομμάτι, το μόνο που είχε. Από όλους τους πραγματικά σπουδαίους πνευματικούς Γερμανούς ποδοσφαιριστές στην ιστορία, από εκείνους, δηλαδή, που η λογική της ζωής του δεν υπαγόταν στο Γ’ Ράιχ (ήταν ο λόγος που ο Βίλφριντ Νίτσε σταμάτησε να λατρεύει τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, αυτή η στροφή στην αρτηριοσκλήρωση), ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γλίτωσαν την Μπάγερν. Ο σπουδαίος Γκίντερ Νέτσερ. Ο Πάουλ Μπράιτνερ, μαοϊκός, δεν το γλίτωσε. Το ίδιο δεν το γλίτωσε ο Στέφαν Έφενμπεργκ, που σταμάτησε το 1994 από την εθνική ομάδα επειδή έκανε κωλοδάχτυλο στους Γερμανούς που βρέθηκαν στις κερκίδες κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ. Το ίδιο συνέβη, ευτυχώς και δυστυχώς, με τον αγαπημένο μου Γερμανό ποδοσφαιριστή, τον Μάριο Μπάσλερ. Ευτυχώς, διότι αν δεν έπαιζε στην Μπάγερν δεν θα τον γνώριζα, δυστυχώς επειδή έχει στο βιογραφικό του μία τριετία με την καθεστωτική ομάδα της χώρας. Ωστόσο, προηγμένη κοινωνία είναι εκείνη που οι καταστάσεις δεν προέρχονται από συζητήσεις σε σκοτεινά δωμάτια και που ο καλύτερος διαπρέπει. Ο Μπερντ Σούστερ το γλίτωσε, κυρίως επειδή έπαιξε στην Ισπανία από το 1980 έως το 1990. Προς το παρόν, την έχουν γλιτώσει ο Μάρκο Ρόις και ο Γιούλιαν Ντράξλερ. Αλλά βλέπουμε. Όποιον θέλει η Μπάγερν, τον παίρνει.

Το ίδιο συνέβη με προπονητές. Ο τεράστιος Ούντο Λάτεκ δεν το γλίτωσε. Το ίδιο και ο Ότο Ρεχάγκελ, έστω και για μία χρονιά. Μόνο ο γίγαντας Χένες Βαϊσβάιλερ, ο μάγος της Βεστφαλίας και της υπέροχης Μπορούσια Μένχενγκλαντμαχ, δεν ανέλαβε την Μπάγερν. Και, με σιγουριά, μπορούμε να πούμε ότι το ίδιο θα συμβεί και με τον Γίργκεν Κλοπ.

Δεν ξέρω για ποιον λόγο, μετά το σκάνδαλο της Volkswagen, το κατόπι με ρίχνει συνεχώς πάνω στους Γερμανούς. Ίσως επειδή συμβαίνουν πράγματα. Ο μέγας Γκερντ Μίλερ έπαθε αλτσχάιμερ. Τώρα, μπορεί κάποιος να πει ότι αυτός ο τρομακτικός φορ ήταν απλώς ένας γκολτζής, αλλά δύο βίντεο που είδα τώρα τελευταία λένε την αλήθεια κάπως διαφορετικά: το πρώτο δείχνει τα γκολ της Μπάγερν στον επαναληπτικό τελικό με την Ατλέτικο Μαδρίτης το 1974 και το τρίτο γκολ (και δεύτερο προσωπικό του) είναι μια μαγευτική λόμπα, ένα από τα 10 κορυφαία αναμφισβήτητα σε τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών, κάτω από εκείνα του Ζιντάν το 2002 και του Σαβίτσεβιτς το 1994, αλλά πάνω από το γκολ του Ρίκεν το 1997, του Ντελ Πιέρο στον ίδιο τελικό και το τακουνάκι του Ζουαρί το 1987. Το δεύτερο δείχνει το τελευταίο γκολ του Γκίντερ Νέτσερ με την εθνική ομάδα, σε φιλικό με την Ελβετία στο Ντίσελντορφ, στις 15 Νοεμβρίου του 1972, όταν ο «μπόμπερ» του έδωσε την ασίστ με καταπληκτικό τακουνάκι.

Για να ορίσεις μία αντιπάθεια, πρέπει να υπάρχει ένα σημείο συμπάθειας*. Είναι νευτονικό. Αν αντιπαθείς τους Γερμανούς και τη σπαρτιάτικη μη ανοχή προς την ανθρώπινη ευαισθησία- την οποία θεωρούν αναπηρία, δεν είναι τυχαίο που σε αυτό το ευρύ (και αυτό συνιστά υποτίμηση) φάσμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού η Σπάρτη δεν έχει προσφέρει, διότι οι Σπαρτιάτες σκότωναν τα παιδιά που δεν είχαν έφεση στον πόλεμο- μπορείς να συμπαθείς τον Φριτς Λανγκ ή να απολαμβάνεις τον απίθανο Μπρούνο Γκανζ στις ταινίες του Βιμ Βέντερς, με την ίδια λογική που αν αντιπαθείς τις ΗΠΑ λογικά συμπαθείς τον Τόμας Πίντσον, τον Τομ Ρόμπινς, τον Χένρι Μίλερ και τον Τζακ Κέρουακ. Ο Γίργκεν Κλοπ δεν είναι μόνο ο αγαπημένος μου Γερμανός: είναι ο μόνος προπονητής που χώρεσε στη συζήτηση που είχαμε εν μέσω ταβέρνας με τον Αντώνη για τους ανθρώπους του αθλητισμού που άνετα θα βγαίναμε ένα βράδυ μαζί τους με την προοπτική να φάμε του σκασμού και να πιούμε έως προκλητικής μέθης. Συζήτηση που έγινε πριν ένα χρόνο.

*Εξαιρούνται οι ταρίφες. Τις προάλλες μία γνωστή μάς έλεγε πώς ένας ταρίφας τσακίστηκε να την εξυπηρετήσει, αλλά έχει ωραίο κώλο. Δεν μετράει.  

Το να γίνει ο Κλοπ προπονητής στη Λίβερπουλ, είναι ένα ζευγάρωμα που μοιάζει απλώς αρμονικό, άτακτο, ένας ρομαντικός επιστήμονας που γράφει στίχους σε ένα σωλήνα. Ο Κλοπ είναι ο μόνος Γερμανός τα τελευταία 20 χρόνια που αποδεδειγμένα απέρριψε την Μπάγερν, για να βρεθεί στην μόνη ομάδα στον κόσμο που στην πραγματικότητα είναι κίνημα: ο Νίκος Γέμελος μού είπε πέρυσι ότι και ο Ολυμπιακός είναι κίνημα, σε ό,τι αφορά τον κόσμο του. Θα πρέπει να συμφωνήσω, αλλά μέχρι ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, διότι δεν μπορώ να το αποδεχθώ για τους σύγχρονους καιρούς.

Το γεγονός ότι ήρθε ο Κλοπ στη Λίβερπουλ είναι σαν να έχει κάνει ο Γκάι Ρίτσι ταινία για τον Σωκράτη. Σαν να γράφει ο Πλάτωνας για τη Μόνικα Μπελούτσι καπνίζοντας μαριχουάνα. Σαν να ζωγραφίζει ο Βίνσεντ βαν Γκογκ την κοιλιά μου. Είναι παρανοϊκά υπέροχο. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί, αλλά για πολύ λίγο, την ημέρα της συνέντευξης Τύπου, ένιωσα τη Λίβερπουλ ως αυτό που πραγματικά είναι: μία μεσαία ομάδα της Αγγλίας με πιθανότητες ανάκαμψης. Μέχρι τότε, την αισθανόμουν- στα 0-2 με τη Γουέστ Χαμ και τα 1-6 με τη Σάντερλαντ- ως την κορυφαία ομάδα στον κόσμο, τον απόλυτο ποδοσφαιρικό σύλλογο. Το διαμέτρημα και η φωτεινότητα του θαυμάσιου «Κλόπο» πήρε κάτι από το δικό της ποδοσφαιρικό φως. Αν πάω 50 χρονών και δεν είναι ακόμα προπονητής στη Λίβερπουλ, ο κόσμος θα έχει αποτύχει.

—————

2015-10-05 17:13

Το παιχνίδι που άλλαξε τον κόσμο

Τα πρώτα λεπτά του ματς Άρσεναλ-Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που έγινε το απόγευμα της Κυριακής, ήταν… μακελειό. Στο 7’ ήταν 2-0. Στο 19’, 3-0. Ήταν το τελικό σκορ. Η Γιουνάιτεντ ανέβηκε στην κορυφή της βαθμολογίας μετά από 2 χρόνια, 4 μήνες και κάτι ψιλά και το κράτησε μία εβδομάδα. Δηλαδή δύο αγωνιστικές, μια και μεσοβδόμαδα υπήρχε η εμβόλιμη.

Πράγματα συμβαίνουν, στην Αγγλία. Τους νοιάζει να συμβαίνουν. Για τη Γιουνάιτεντ το παιχνίδι στράβωσε εξαρχής. Υπήρχε μία περίοδος που όταν ο Ρούουντ φαν Νίστελροϊ έχανε πέναλτι στο «Ολντ Τράφορντ», σε ματς που η Άρσεναλ έπαιξε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα εξαιτίας της αποβολής του Πατρίκ Βιεϊρά (που κατά τη γνώμη μου είναι ο σπουδαιότερος αμυντικός χαφ στην ιστορία*), με τον Μάρτιν Κίον να πηγαίνει να τον... κράζει στα μούτρα του. Το συγκεκριμένο ματς, που έγινε νωρίς στο πρωτάθλημα, στις 21 Σεπτεμβρίου του 2003, έχει δική του σελίδα στη Wikipedia, που αναφέρεται σε αυτό ως «The Battle of Old Trafford». Έγινε νωρίς στο πρωτάθλημα, αλλά εκείνη τη χρονιά η Άρσεναλ δεν απειλήθηκε άλλη φορά με ήττα όπως σε αυτήν την περίπτωση. Το κατέκτησε αήττητο και έγινε η πρώτη ομάδα από την εποχή της Πρέστον Νορθ Εντ, την περίοδο 1888-89, που τα κατάφερε. Τότε είχαν περάσει μόλις 8 χρόνια από τον θάνατο του Φιόντορ Ντοστογέφσκι. Τόσο παλιά.

Το κομβικό σημείο στην Premier League για την Αγγλία, ήταν ο ερχομός του Ζοσέ Μουρίνιο το 2004 για λογαριασμό της Τσέλσι. Η αληθινή κόντρα, βεβαίως, ήταν του Άλεξ Φέργκιουσον με την Αρσέν Βενγκέρ. Ο Πορτογάλος ήταν το νέο: όμορφος, γκριζομάλλης, με μία ιστορία που άνετα θα μπορούσε να γίνει παραμύθι, αφού δεν είχε παίξει ποτέ μπάλα και ήταν ο μεταφραστής του Μπόμπι Ρόμπσον, όταν εκείνος ήταν ο αστέρας της Μπαρτσελόνα. Ο Μουρίνιο ήταν το νέο, που προφανώς, χωρίς τη γνώριμη βαθύτητα που φέρνουν τα χρόνια στην ύπαρξη, ερχόταν να αμφισβητήσει το παλιό. Φαινομενικά, τη χρονιά που έφθασε ο Μουρίνιο, με την εξοργιστική αυτοπεποίθηση, η οποία τον έκανε να φύγει για τα αποδυτήρια πριν η ομάδα του, η Πόρτο, παραλάβει το τρόπαιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης, ο Αρσέν Βενγκέρ ήταν ο στόχος του. Η Άρσεναλ και η Τσέλσι εδρεύουν στο Λονδίνο και ο Μουρίνιο βρήκε στον Αλσατό ένα εύκολο θύμα για να ξεκινήσει τον ψυχολογικό πόλεμό του που άλλοτε ήταν η τακτική των πυγμάχων πριν από έναν αγώνα στο ρινγκ. Εκείνο το ίδιο καλοκαίρι, ο Κριστιάνο Ρονάλντο κατέφθασε στο «Ολντ Τράφορντ».

Βλέποντας τη Γιουνάιτεντ να παίζει τώρα, μπορώ να είμαι βέβαιος ότι η εποχή του Άλεξ Φέργκιουσον τελείωσε. Ο Μουρίνιο δεν επιδίωξε κατευθείαν μετωπική με τον «Φέργκι», διότι ο Σκωτσέζος είναι ο Νονός. Δεν είναι ο Νονός του Νησιού. Είναι εκείνος του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Είναι λυπηρό. Δεν μισώ πια τον Ράφα Ναδάλ και δεν μισώ τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Φυσικά, υπάρχει μία παρελθοντική ευχαρίστηση όταν χάνουν, ακόμα και αν πρόκειται για τον Τζόκοβιτς ή ομάδες λεφτάδων. Ωστόσο όταν ήταν ο Σερ Άλεξ στον πάγκο, υπήρχε κάτι υπέροχο στην όλη κατάρρευση. Ο πρωταθλητισμός, υπό την έννοια της θέασης, δεν παύει να είναι διανομή ρόλων. Καμία ιστορία δεν μπορεί να μην έχει κακό. Αν δεν υπάρχει κακός, δεν υπάρχει αναγνώσιμη ιστορία. Ακόμα και στη «Μελωδία της Ευτυχίας» το «κακό» ερχόταν είτε από την άρνηση της εξωτερίκευσης των συναισθημάτων είτε από τους Ναζί. Παντού πρέπει να υπάρχει ένας κακός, ακόμα και όταν είναι αναλώσιμος. Για μένα, σε ό,τι αφορά την Premier League, ο Φέργκιουσον ήταν ο κακός του μυθιστορήματος. Και ήταν για χρόνια. Για αυτό και το 1-4 στο «Ολντ Τράφορντ», σε ματς που σκόραρε ο Κριστιάνο Ρονάλντο- στο μόνο ματς που σκόραρε ο Κριστιάνο Ρονάλντο στην έδρα της Γιουνάιτεντ και εκείνη έχασε- παραμένει μέσα στις τοπ 10 κορυφαίες αθλητικές στιγμές στη ζήση, ενώ το 0-3 το 2014 δεν είναι καν κοντά. Το περίγραμμα, που βρίσκεται στο όνομα, δεν μπορεί να σε υποχρεώσει να σεβαστείς έναν αντίπαλο του οποίου η κατάρρευση δεν κρατάει μία μέρα, αλλά είναι συνολική. Το 1-4 γίνεται στο μέσο της δεύτερης Αυτοκρατορίας της Γιουνάιτεντ, με τη Λίβερπουλ να πηγαίνει για τίτλο που δεν τον πήρε, αλλά και πάλι...

Ο Φέργκιουσον, στις 6 Νοεμβρίου, θα γιορτάσει την 29η επέτειό του από τότε που συμφώνησε με τη διοίκηση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της. Η Λίβερπουλ θα συμπληρώνεi 1 μήνα και 2 μέρες από τη στιγμή που ο Μπρένταν Ρότζερς αποτέλεσε παρελθόν από την τεχνική ηγεσία της. Για να πω την αλήθεια, και χωρίς αυτήν τη στιγμή να το έχω τσεκάρει, θέλω τον Γίργκεν Κλοπ στο «Άνφιλντ». Από το 1959 εως το 1991 η Λίβερπουλ  πέντε προπονητές, που ήταν όλοι... ουσιαστικά ένας. Ο Μπιλ Σάνκλι ανέλαβε την 1η Δεκέμβρη του 1959  και ο βοηθός του, Μπομπ Πέισλι, ανέλαβε στις 26 Αυγούστου του 1974. Ο βοηθός του Μπομπ Πέισλι, Τζο Φάγκαν, ανέλαβε την 1η Ιουλίου του 1983 για να αποτελέσει παρελθόν στις 30 Μαΐου του 1985, δηλαδή πέντε μέρες μετά το «Χέιζελ», όπως κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος δύναται να κάνει. Μετά η τεχνική ηγεσία πέρασε στον Κένι Νταλγκλίς, τον «King Kenny» του «Άνφιλντ», ο οποίος ήταν παίκτης-προπονητής για πέντε χρόνια και προπονητής για ένα. Αν ο Σάνκλι, ο Πέισλι και ο Φάγκαν δεν είχαν διάθεση να αποσυρθούν, δεν θα αποσύρονταν. Ο Νταλγκλίς έφυγε 21 Φεβρουαρίου του 1991, μετά από ένα 4-4 με την Έβερτον στο Κύπελλο. Πάλι από μόνος του. Αυτό είναι ένα διάστημα 32 χρόνων. Από τότε ως και σήμερα έχουν περάσει 24 και έχουν έλθει και παρέλθει 7 προπονητές. Ο Ρόνι Μόραν, που απλώς κάλυπτε ως υπηρεσιακός τη θέση πριν τον Απρίλη του ίδιου έτους φθάσει ο Γκρέιαμ Σούνες, παλαίμαχος της Λίβερπουλ, ο Ρόι Έβανς, παλαίμαχος της Λίβερπουλ και έπειτα ο Ζεράρ Ουγέ. Είναι πολύ περισσότερες οι πιθανότητες, αν είσαι κάπως αξιοπρεπής, να παραμείνεις στη Λίβερπουλ, παρά να φύγεις. Ο Ουγέ, που πέρασε περιπέτεια με την καρδιά του, έμεινε για 6 χρόνια. Ο Ράφα Μπενίτεθ, που ήρθε έπειτα, έμεινε άλλα 6. Οι δυο τους συμπληρώνουν 12 χρόνια μαζί στον πάγκο, που σημαίνει ότι τα υπόλοιπα 12 ήρθαν 5 προπονητές, όσοι, δηλαδή, έμειναν για 32 χρόνια ως πρώτοι στον πάγκο της ομάδας. Που, ουσιαστικά, εργάζονταν εκεί πριν γίνουν πρώτοι. Αναβαθμίστηκαν, αλλά δεν έγινε πρόσληψη απ’ έξω.

Ο Σερ Άλεξ το είπε: «Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της καριέρας μου ήταν που κατέστρεψα τη Λίβερπουλ». Είναι παράφραση, διότι αυτό εννοούσε, έστω κι αν είναι κάλλος στον λόγο του. Η Λίβερπουλ, πρωταθλήτρια του 1990, ελάχιστες φορές όλα αυτά τα χρόνια πλησίασε να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Την έχω συνηθίσει έτσι, στη 10η θέση, να μην μπορεί να νικάει κανέναν. Και, πάλι, ο κόσμος να μην θέλει να φύγει ο προπονητής.

Όταν μένεις σε έναν πάγκο για 27 χρόνια- και σε έναν πάγκο ενός συλλόγου που τον υποστηρίζουν παγκοσμίως με τον ίδιο τρόπο που όλοι αγαπούν τον Τσε Γκεβάρα (το αεροπορικό δυστύχημα των «Μπέμπηδων του Μπάσμπι» το 1958· η δολοφονία στη Βολιβία το 1967· τι θα γινόταν αν...)- η μυθολογία προφανώς σε συνοδεύει. Ο Φέργκιουσον ήταν ένας προπονητής που κατακτούσε πρωταθλήματα επειδή υπήρχαν ομάδες που φοβόντουσαν τον ίσκιο της Γιουνάιτεντ. Έβλεπες τον Γκάρι Νέβιλ, τον Ντένις Έργουιν, τον Πολ Σκόουλς, τον Ρόι Κιν, ακόμα και τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, τα μικρά φεργκιουσονάκια και φοβόσουν. Προφανώς, ο Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ είναι μία κατηγορία μόνος του. Οι Τζόν ο’ Σέι, Μάικλ Κάρικ, Φεντερίκο Μακέντα και Ντάνι Γουελμπέκ έμοιαζαν με ποδοσφαιρικά τέρατα. Υπήρχε μία ψευδαίσθηση στο γεγονός ότι μια μέρα θα ξυπνήσεις και αυτοί οι άμπαλοι δεν θα μπορούν να κόψουν την μπάλα ούτε με βαλέ, αλλά ήταν εκεί: έβαζαν γκολ στη squeezy boom time (μία σημείωση που ήδη έχει μπει ως εργασία στο κινητό τηλέφωνο είναι να κάνω αφιέρωμα όταν έρθει η επέτειος, οπότε ας μην εξηγηθούν όλα τώρα) και κατακρεουργούσαν πνευματικά τον αντίπαλο. 

Ασφαλώς, δεν έγιναν όλα αυτά σε μία στιγμή. Αλλά νομίζω ότι ένα παιχνίδι, μόνο ένα, ήταν εκείνο που έδειξε ότι ο δρόμος του Σκωτσέζου Αττίλα ήταν ανοικτός. Ο ίδιος τον δημιούργησε. Η Λίβερπουλ έφθασε στον τελικό του 1996. Είχε μια σπουδαία φουρνιά ποδοσφαιριστών, όλοι νεαροί και ταλαντούχοι. Ήταν ο Ρόμπι Φάουλερ, ο Στιβ ΜακΜάναμαν και ο Σταν Κόλιμορ. Ερχόταν ο Μάικλ Όουεν. Έφθασαν στον τελικό του Κυπέλλου για να παίξουν κόντρα στη Γιουνάιτεντ. Είχαν σπουδαίο ταλέντο. Ήταν εξαιρετικά χαρισματικοί. Στην Premier League της σεζόν 1995-96 ήταν τρίτοι, έστω και με μεγάλη διαφορά. Τους έβλεπες να έρχονται.

Και έγινε εκείνος ο τελικός, ένα ματς ελεεινό (από αυτά που κάνουν τις γυναίκες να αναρωτιούνται γιατί μας αρέσει το ποδόσφαιρο), μία Λίβερπουλ που έτρεμε, μια Γιουνάιτεντ που δεν βλεπόταν. Και έγινε εκείνο το σουτ του Ερίκ Καντονά, εκείνου που αν κάποιος- πλην του Ντέμη Νικολαΐδη- παίζει με τον γιακά σηκωμένο στον λαιμό, έχει το δικαίωμα να του κάνει μήνυση για πνευματικά δικαιώματα. Και πέρασε από μισή ντουζίνα κορμιά και ήταν ένα συννεφιασμένο Σάββατο εκείνο της 11ης Μαΐου. Και ο Ντέιβιντ Τζέιμς, που έκανε αναιμική έξοδο, το έφαγε. Και ο Στιβ ΜακΜάναμαν έπεσε κάτω. Και η Γιουνάιτεντ πήρε το Κύπελλο.

Αν αφαιρέσει κάποιος το γεγονός ότι η καταστροφή είναι νομοτελειακή και θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, ότι παραληρώ άκρως δυστυχισμένος τούτη τη στιγμή, μέσα σε ένα πέλαγος  από μοιραίες σκέψεις, νομίζω ότι αυτό το ματς ήταν καταδικαστικό για τη Λίβερπουλ. Ο Κόλιμορ άφησε τους δαίμονες του εαυτού του να τον τυλίξουν. Οι υπόλοιποι παρέμειναν, αλλά η αίσθηση δεν ήταν ίδια. Μια νίκη μπορεί να σου φτιάξει τον χαρακτήρα. Μπορεί να νικάς ή να κάνεις τον άλλο να χάνει. Η Λίβερπουλ δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό, ακόμα και αφού ήρθε ο Όουεν, αφού πήρε τέσσερις τίτλους το 2001, αφού κατέκτησε το Champions League το 2005. Για αυτό, κιόλας, είναι 26 χρόνια χωρίς πρωτάθλημα, για αυτό και η Γιουνάιτεντ την πέρασε. Το παιχνίδι που έπρεπε να οικοδομήσει πάνω  έγινε στο Γουέμπλεϊ, πριν 19 χρόνια, με τον Φέργκιουσον να είναι αρκετά έξυπνος για να έχει τον Καντονά στην ομάδα του και αρκετά δαιμονικός ώστε να ανοίξει την ποδοσφαιρική Ερυθρά Θάλασσα στα δύο και να περάσει η μπάλα από όλους για να φθάσει στα δίχτυα. Δεν έχω καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι εκείνος το έκανε.

—————

2015-10-02 04:49

Ωδή στη ματαιοδοξία

Υπάρχουν φωτογραφίες στο δωμάτιό μου, κωδικοί στη διαδικτυακή δραστηριότητά μου. Κάτι που με συνοδεύει, κάποιες φορές το αισθάνομαι και άλλες με συνοδεύει. Και υπάρχει, μετά, το αδύνατον να απαγορευθεί. Η συνέχεια.

Η άθληση είναι το αλκοόλ της υγείας. Ο οργανισμός εκκρίνει ορμόνες οι οποίες καταλαμβάνουν τα εγκεφαλικά κύτταρα. Υπάρχει, μετά το πέρας της άσκησης, μια υγιεινή απάτη σε αυτό που μπορείς να κάνεις. Η άσκηση σού δίνει πίσω: κυρίως στις ιατρικές εξετάσεις.

Ο πρωταθλητισμός, όμως, αποτελεί μία νανομεταφορά στη ζωή: πράγματα γίνονται, δράματα και ανατροπές, τακτικές προσεγγίσεις και στρατηγικές. Αλλά, κυρίως, είναι ήττα μεταμφιεσμένη σε αγωνία, οδύνη και δυναστεία. Ουδείς μπορεί να νικά όλη την ώρα. Έχουμε μπει στον κόσμο με την καβάτζα της ήττας στο μυαλό. Καλό θα ήταν, όμως, να νικάμε όποτε μπορούμε. Διότι αναγκαστικά κάποια στιγμή θα χάσουμε. Μπορεί να χάνουμε τόσο συχνά, που αυτό μοιάζει να είναι όλη την ώρα. Είναι το τραγελαφικό κλισέ, «τίποτα δεν μου πάει καλά». Παρά το γεγονός της σύμφυτης ηττοπάθειας, η ήττα μας κοστίζει. Η νίκη, αν δεν είναι περατωμένη πειστικά και εκκωφαντικά, αν δεν ξεχωρίζει από τον συμφυρμό της ζωής μας, δεν μας αφορά. Μέσα στην πνευματική διεργασία, γίνεται απευθείας κάτι λογικό, που θέτει ένα μέτρο σύγκρισης για την επόμενη φορά. Η ήττα έχει πιο πολλή πλάκα από τη νίκη. Δεν προσδιορίζει κανέναν. Μια «καταστροφή» έχει ιλαρή φύση.

Φυσικά, όπως φοβόμαστε τον καρκίνο, πάντα πρέπει να φοβόμαστε το εξής: ότι θα έρθει μια μέρα που θα μας απολύσουν τη δουλειά, θα πιάσουμε το ταίρι μας να μάς κερατώνει και θα μας έρθει πρόστιμο ενός εκατομμύριου ευρώ, ενώ ταυτοχρόνως θα τρακάρει κάποιος το αυτοκίνητο και να φάμε γλίστρα στη βροχή. Μέσα στην υπερβολή του, αυτό το σενάριο παίζει περισσότερο από το να πιάσουμε το τζόκερ, να μας κάτσει ο άνθρωπος του ονείρου μας και όλοι να είναι ευχαριστημένοι την ίδια στιγμή.

Προερχόμαστε από έναν πολιτισμό που απαγορεύει την αλαζονεία και ζούμε μέσα σε μία υπεράριθμη προσωπική στατιστική που δεν ενθαρρύνει τη σεμνότητα. Εδώ πρόκειται για μία κατάσταση που η παραίσθηση την κάνει χειρότερη από ζούγκλα: στην τελευταία πρέπει να επιβιώσεις, ενώ στην πρώτη η επιβίωση μπερδεύεται με την άνετη ζωή. Στην ελευθερούπολη, πολύ άνετα, η επιβίωση και η ζωή μπερδεύονται. Δεν ξέρεις, μερικές φορές, τι είναι τι. Οι πρόσφυγες στο Άλσος της Βέικου, βεβαίως, μπορεί να έχουν μια περισσότερο τεκμηριωμένη απάντηση για το τι είναι επιβίωση, σε έναν βαθμό που δύναται η φαντασία μας να φθάσει, αλλά όχι η αντίληψή μας.

Δύο χρόνια έχουν περάσει. Το άγχος δεν είναι ίδιο. Υπήρχαν στιγμές που το βάρος έγινε αφόρητο, πέρα από την αγνή θλίψη, η οποία με κάνει να αποτελώ κανόνα. Πώς να μπορέσω να κουβαλήσω ένα τέτοιο κληροδότημα, όταν, πρώτον, δεν έχω την ίδια ποιότητα ως λειτουργικό ον και όταν η εποχή, ας πούμε, δεν βολεύει; Η γενιά μου και μάλλον και η επόμενη το άλλοθι το έκαναν σημαία, με αποτέλεσμα να χαθεί η σχέση με την πραγματική πραγματικότητα. Ο κόσμος που ζούμε, ασφαλώς, είναι αίτιο και αιτιατό για μία άβολη κατάσταση. Αλλά τα μυαλά είναι πονηρά: οι άβολες καταστάσεις χρησιμοποιούνται για κακό σκοπό. Η αμηχανία μπορεί να μεταφράζεται ως συναίσθημα, το μίσος ως πάθος και η ζήλια ως αγάπη. Το προηγούμενο Σάββατο η Άννα δεν μπορούσε να ενστερνιστεί την άποψη ότι ο πόθος για ένα παιδί είναι ένα σύμβολο ματαιοδοξίας, το πιο απόλυτο, ενδεχομένως, σε όλη τη συμπεριφορισιακή πλάση. Δεν συμφωνούσε στη λέξη. Αλλά, φυσικά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το πεις και να είναι αλήθεια. Θα είναι, απλώς, πεπεφρασμένο διαφορετικά. Συγκαλυμμένο με τη συναισθηματική χρυσόσκονη και την ανιδιοτελή αγάπη. Κάτι που ενδεχομένως υπάρχει, αφού, ασφαλώς, πηδάς από κάτι που θέλεις να ζήσεις σε αυτό που ζεις. Το συναίσθημα στο νοσοκομείο. Την οικογενειακή αλυσίδα. Την επιστροφή στο σπίτι.

Είμαι προϊόν ματαιοδοξίας και, μάλιστα, με το ρολόι να χτυπάει αντιστρόφως. Κάποτε, πριν από λιγότερο από μισό αιώνα, οι άνθρωποι παντρεύονταν κατά κανόνα για να κάνουν παιδιά. Αυτό ήταν το σχέδιο. Τώρα, από τον Νοέμβριο του 1980, όταν και συνελήφθην, οι άνθρωποι παντρεύονται για να δουν αν θα την παλέψουν. Κάποτε η γυναίκα χώριζε και γύριζε στη μάνα της. Τώρα χωρίζει και πάει στη δουλειά. Και δύο μέρες μετά αποφασίζει ότι το σεξ δεν πρόκειται να της λείψει. Και δεν της λείπει.

Και αυτό είναι σούπερ ντούπερ ουλτραζούπερ γαμάτο.

Γράφω αυτές τις παπαριές επειδή δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να γράψω στο οποίο δεν θα εμπορεύομαι συναίσθημα και δεν θα γίνω μελό. Έχω μετανιώσει λίγο για εκείνο το κείμενο πριν δύο χρόνια, χαρακτηριστικά πιστεύω ότι ξεπουλήθηκα. Τι να πω... Το εμπόριο εκπορεύεται εκ των έσω και για αυτό είναι πιο παλιό ακόμα και από τον ίδιο τον έρωτα. Είναι το ένα συμπέρασμα που θα προσπαθήσω να πω σε κάποιον που θα πιστέψει σε μία ιδανική χημική αντίδραση. Που θα προσπαθήσω να πω στον εαυτό μου, ψάχνοντας τη λεπτομέρεια που πήγε στραβά στη δική μου ιδανική χημική αντίδραση, την ώρα που ενώ εκείνη θα ρούφαγε μπύρες ενώ δεν θα έπινα, εμένα δεν θα με άφηνε να πιω αν δεν έπινε, κάτι που τώρα βρίσκω χαριτωμένο. Γυρνάω πού και πού και κοιτάζω μία φωτογραφία που είναι χαμογελαστός, μία που μιλάει σε κόσμο. Στα μέσα του Σεπτέμβρη πέρασα από την κουζίνα και αισθάνθηκα αυτήν την εμπορικότητα, βλέποντας το σπίτι μου σαν το μουσείο των στιγμών του. Δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για αυτόν τον εκφυλισμό και τη ματαιοδοξία που δημιουργεί η απώλεια στην εσωτερικότητά σου. Μόνο περιμένεις την εξαργύρωση, επειδή έχεις ήδη κατασταλάξει ότι το αγνό συναίσθημα βρέχεται από τον ποταμό Νες, εκείνη τη σκωτσέζικη γαλάζια λωρίδα που συναντιέται με τη λίμνη του Λοχ. Εκεί γεννήθηκε ένα θηρίο που όλοι έχουν ακούσει για αυτό και ουδείς το έχει δει. Θα μπορούσε να λέγεται και Αγνό Συναίσθημα, μόνο αφού έχει συνοδευτεί από μία θηριωδία συμφερόντων όπως η μοναξιά, η συνήθεια και η αλληλοβοήθεια, που δεν είναι ποτέ «αλληλό».

Μέχρι τότε (μέχρι πότε;), λέω να ξανακούσω καμιά ντουζίνα φορές το «Gramofon» του Γιουτζίν Ντόγκα. Δεν θα μου δώσει απαντήσεις, αλλά δεν σκοπεύω να του κάνω ερωτήσεις. Το αριστούργημα είναι τέτοιο είτε σκέφτεσαι ότι όταν φθάσεις στα 39 θα έχεις τη μισή ηλικία είτε νιώθεις ότι κάπου στον κόσμο υπάρχει ένα ξένο σώμα, ασύνδετης αιματολογικής προέλευσης που κυριολεκτικά λυπάται για αυτό που συνέβη, χωρίς, πράγματι, να έχει κάποιο αληθινό όφελος.

Μέσα στην ακμή της, δηλαδή τα σπυράκια, στη βιαιότητα και στις προσβολές, στην έντονη απόρριψη, η εφηβεία μπορεί και παραμένει μια νύμφη που μόλις βγήκε, άθελά της, από την Αρκαδία, από την κυριότητα του Πάνα και δεν ξέρει πώς να γυρίσει πίσω. 

—————

2015-09-27 18:00

Ψάχνοντας τον Ρίτσαρντ

Κοίταζε με δυσπιστία τα βλέμματα των άλλων γονέων. Όσο εκείνοι έβλεπαν τον σατράπη να ξετυλίγεται από μέσα του και με ωμή συμπεριφορά να καταφέρεται ενάντια στις κόρες του, τόσο η εμμονή του γινόταν μεγαλύτερη. Πείσμωνε και ήθελε να συνεχίσει. Μία ιδέα δεν σε κάνει ιδιοφυΐα, αλλά μία ιδέα που δεν γίνεται δεκτή από τον κόσμο, ο οποίος θεωρεί ότι δεν βγάζει πουθενά, σε αντίθεση με το δικό σου μυαλό, που επιμένει σε αυτήν τη στρατηγική, σου προσφέρει ένα κοινό με αυτή. Οι Σερένα και Βένους Γουίλιαμς, κόρες του Ρίτσαρντ και της Ορασέν, έμπλεξαν από πολύ νωρίς με την ψύχωση του πατέρα τους να τις κάνει τενίστριες. Ήταν σαν να μεγάλωσαν μέσα σε μία αίρεση. Ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμς ήξερε τι ήθελε να γίνουν, από πολύ μικρές. Σε εκείνες δεν έπεφτε λόγος. Δεν θα χρειαζόταν να μπουν σε διαδικασία να αποφασίσουν, διότι δεν θα εμφανιζόταν αυτό το δίλημμα. Δεν θυμούνται τον εαυτό τους χωρίς ρακέτα στο χέρι.

Οι αδελφές Γουίλιαμς ήταν επανάσταση στον χώρο του τένις. Δημιουργός αυτής της επανάστασης ήταν ο πατέρας τους. Μία προσωπικότητα αμφιλεγόμενη. Φέτος η Σερένα επέστρεψε στο Indian Wells μετά από 16 χρόνια, κρατώντας κακία στο κοινό που την αποδοκίμασε στον τελικό του 1999, επειδή στον ημιτελικό δεν βγήκαν στο κορτ με την αδελφή της για να παίξουν, εξαιτίας της επίσημης αιτίας του τραυματισμού της Βένους. Η Σερένα και η Βένους έπαιξαν από το US Open του 2001 έως το Γουίμπλεντον του 2003 έξι τελικούς. Τα Major, σε όλο αυτό το διάστημα, ήταν 8. Δεν το έκαναν ο Ράφα Ναδάλ με τον Ρότζερ Φέντερερ. Από το Ρολάν Γκαρός του 2006 έως το Αυστραλιανό Όπεν του 2009 έπαιξαν σε 7 τελικούς. Μόνο που το διάστημα αυτό έγιναν 12 Major. Από το Ρολάν Γκαρός του 2002 έως το Αυστραλιανό Όπεν του 2003, οι δύο αδελφές συναντήθηκαν και στους 4 τελικούς των Σλαμ. Δεν ήταν... calendar, αλλά ήταν μία ολόκληρη σεζόν.

Στην ούγια βρισκόταν ο Ρίτσαρντ. Ο Ρίτσαρντ και οι ιστορίες του. Από τη φράση, «είμαι σπουδαίος θαυμαστής του Δόκτορος (Μάρτιν Λούθερ) Κινγκ και απίστευτος θαυμαστής του Ντον Κινγκ», θα μπορούσε να αντιληφθεί κάποιος την παραδοξότητα της ίδιας της υπόθεσης: πρώτα ο πατριάρχης του αγώνα των μαύρων για τα δικαιώματά τους και έπειτα ένας μάνατζερ που θα πουλούσε σε Μοζαμβικανούς τον πρώτο ξάδελφό του για μια χούφτα δολάρια. Ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμς καθόρισε τη ζωή των κοριτσιών του πριν καν γεννηθούν.

Ο ίδιος είχε καθορίσει ήδη το πρόγραμμά τους. Η Ορασέν του κουβαλήθηκε με τρία κορίτσια, τη Γετούνδη, τη Λίντρεα και την Ίσα Πράις. Ο Ρίτσαρντ έπρεπε να φτιάξει μία καλή ιστορία για τις κόρες του, στο ταξίδι προς την κορυφή. Όταν άνθρωποι έβλεπαν τη Βένους να αμολάει χτυπήματα με απίστευτη δύναμη, ο Ρίτσαρντ έλεγε: «Και πού να δεις τη Σερένα». Η Βένους χτυπούσε το μπαλάκι πιο δυνατά από οποιαδήποτε άλλη τενίστρια έως τότε και μετά ήρθε η Σερένα για να το χτυπήσει ακόμα δυνατότερα.

Σύμφωνα με το... αφεντικό της οικογένειας, παρακολουθούσε ένα παιχνίδι τένις κοντά στο σπίτι του. Ο τύπος που νίκησε πήρε μία επιταγή 30.000 δολαρίων. Κάποιες φορές η ιστορία παραλλάσσεται και το ποσό αυξάνεται στα 40.000 δολάρια. Ο επί των ανακοινώσεων σχολίασε: «Όχι άσχημα για δουλειά μιας μέρας». Ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμς πρόσθεσε: «Καθόλου άσχημα. Είναι περισσότερα από όσα βγάζω ολόκληρο τον χρόνο». Γύρισε στο σπίτι και είπε στην Ορασέν ότι πρέπει να κάνουν ακόμα δύο παιδιά, τα οποία θα γίνουν τενίστες.

Μία ιστορία πρέπει να βασίζεται στην απάτη και στην ψευδαίσθηση. Ειδικά όταν πρόκειται για story tellers, όπως είναι ο πατέρας των αδελφών Γουίλιαμς, που δεν τις άφησε ποτέ από τη φτερούγα του, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Σύμφωνα με μια εκδοχή πιο αληθοφανή, ο Ρίτσαρντ παρακολουθούσε κάτι αγώνες τένις ανάμεσα σε γυναίκες, που ονομάζονταν «US Women Games». Ήταν μία διοργάνωση που περιείχε πολλά σπορ, σαν νανοολυμπιακοί Αγώνες. Η Ρουμάνα Βιρτζίνια Ρουζίκι νίκησε την Ιβάνα Μαδρούγκα για να πάρει μία επιταγή των 10.000 δολαρίων, τα οποία επίσης είναι πολλά χρήματα. Επίσης, μία λεπτομέρεια είναι ότι η Βένους Γουίλιαμς είχε ήδη γεννηθεί.

Δεν είναι παράλογο που ο Ρίτσαρντ θαύμαζε τον Ντον Κινγκ. Η τέχνη της απάτης, το να βάζεις τους ανθρώπους να σε ακολουθούν, είναι ένα χάρισμα που δύσκολα, αν το κατέχεις, δεν το χρησιμοποιείς. Αν μπορείς να είσαι απατεώνας χωρίς να σε πιάσουν, δύσκολα προτιμάς τον δρόμο της καλοσύνης. Και αν ο Ρίτσαρντ γέννησε και η Ορασέν έτιξε τη Σερένα εξαιτίας αυτού του τουρνουά, που δημιούργησε ένα όραμα, παραμένει επίσης μία συναρπαστική  πραγματική ιστορία. Στα τρία χρόνια τους, τα δύο κορίτσια είχαν ήδη εξοικειωθεί με την ιδέα της ρακέτας, όπως άλλωστε συνέβαινε με τη Στέφι Γκραφ, την ακόμα σπουδαιότερη τενίστρια όλων των εποχών. Δεν υπάρχει καμία πρωτοτυπία στην ιστορία του μεγαλείου, αν έχεις μάθει να κάνεις μόνο ένα πράγμα. Η Ορασέν δεν άφησε τα κορίτσια της να αμφιβάλλουν στιγμή για το μέλλον τους.

Και έτσι, 13 χρόνια πριν, όταν οι δύο Γουίλιαμς ήταν αντιμέτωπες στον τελικό του US Open, ο Ρίτσαρντ φώναζε σε όλη τη Νέα Υόρκη: «Δεν είναι διασκεδαστικό; ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΟ;».

Για τη Σερένα και τη Βένους δεν είχε. Δεν είχε ούτε ο προημιτελικός του φετινού US Open, τον οποίο νίκησε η Σερένα. Ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμς ήταν στο σπίτι του στη Φλόριντα και η Σερένα ερωτήθηκε ποιο είναι το πιο διασκεδαστικό μέρος του παιχνιδιού με τη Βένους. «Να αποχωρήσω από το κορτ», είπε, «και να τελειώσω με αυτό». 

—————

2015-09-24 15:46

Το όχημα του λαού

Το καλοκαίρι βρισκόταν στα χασομέρια του, τεχνικά είχε περάσει, ήταν μεσημέρι προς απόγευμα, ο ήλιος εκείνης της στιγμής μπορεί να εκτιμηθεί τώρα περισσότερο από όσο εκείνη τη στιγμή. Τότε, όσο και αν η ημερολογιακή νομοτέλεια υπαγόρευε ότι κάποια στιγμή θα σταματούσε να υπάρχει, δεν έπαυε να είναι ακόμα ένα ψηφίο στο άθροισμα της ηλιόλουστης ευλογίας μας, που επειδή ο άνθρωπος γίνεται, μέσα από το πνεύμα του, ένα πλάσμα σηπτικό μέσα από τη συνήθειά του, τον «σιχάθηκε» και, έπειτα, τον νοσταλγεί και περιμένει να έρθει ξανά (ταυτοχρόνως η υπομονή εκείνων που επιδιώκουν να είναι ισορροπημένοι σε κάθε καιρό εξαντλείται, διότι αυτή η αδυναμία, όχι της αποδοχής αλλά, της πραγματικότητας δεν είναι απλώς μία αδυναμία για ικανοποίηση αλλά ένα πλήγμα στην αξιοπρέπεια*), ήταν και λίγο βαρετός.

*Ζούμε, πράγματι, στην πιο θαυματουργή εποχή που κατασπαταλείται σε ένα μάτσο ηλίθιους, που θεωρούν ότι η ηρεμία είναι κάτι απαγορευτικό και πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκονται σε αναμμένα κάρβουνα. Είτε έρχεσαι από την Ταϊλάνδη είτε από το διάστημα, αν δεν μπορείς να εκτιμήσεις τον καιρό, τις μέρες που περνούν, τον τόπο που μένεις, τη δουλειά που κάνεις, δεν θα μπορείς να εκτιμήσεις ούτε την Ταϊλάνδη, ούτε το διάστημα. Δεν σας χρωστάει κανείς να παραπονιέστε για αυτά που άλλοι έφτιαξαν για εσάς και δεν τα γνωρίζατε, πράγματα που μάθατε εδώ και δέκα δευτερόλεπτα. Κι αν δεν έχει υπάρξει άνθρωπος που δεν έχει παραπονεθεί, βρισκόμαστε στο σημείο που τα παράπονα έχουν γίνει περισσότερα από τη χαρά για το ίδιο το γεγονός και την πιθανότητα που σου παρέχεται να πράττεις. Μπορείς, όλη τη μέρα, να βρίσκεσαι σε κίνηση ή σε ένα αριστοτέχνημα θεάματος, μπορεί να εργάζεσαι 6 ώρες και να παίρνεις πολύ καλά χρήματα για την εποχή και να καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που πας στη δουλειά ή μπορεί να έχεις μόλις ζήσει κάτι που απλώς το ονειρευόσουν και να θέλεις, κατευθείαν, αυτό να πάει παρακάτω και να γίνει πλήρες, με το πιο σημαντικό σε όλα να είναι ότι πρέπει να συμβεί με έναν τρόπο που δεν γνωρίζεις. Δεν έχει σημασία τι θα ήθελες πραγματικά, αυτό που γίνεται, είναι ότι θέλεις να φτιαχθεί κάτι νέο, για το οποίο δεν βάζεις καν τον εαυτό σου στην διαδικασία να το δημιουργήσει. Μετά, όταν είσαι στενοχωρημένος, αναρωτιέσαι για τον λόγο. Ο λόγος είναι ότι δεν χαίρεσαι με αυτό που έχει συμβεί. Θέλεις να το «κλειδώσεις» για να φθάσει σε μία κατάσταση στην οποία θα μπορείς, όχι να είσαι ευτυχής αλλά, να ζητήσεις το παρακάτω. Η μία φορά να γίνει δεύτερη. Μία τυχερή μέρα να επικρατήσει ως καθεστώς. Το ρολόι συνεχίζει τα τικ και τα τακ ανεπηρέαστο.

Κατεβαίναμε τη Γαλατσίου και είχε αράξει μέσα στο αυτοκίνητο, το οποίο είναι βρώμικο απ’ έξω και από μέσα. Το πλαστικό κομμάτι από την πλευρά του συνοδηγού είχε ξεβιδωθεί και κρεμόταν. Τα λάστιχα στην αριστερή πλευρά χρειάζονταν αέρα. Μέσα, χαρτιά και χαρτάκια ατάκτως ειρημμένα. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν με τα πόδια της πάνω στο κάθισμα, μία κατάσταση που μπορεί να λογιστεί κατά φαντασία ως μπαλέτο αδράνειας. Κοίταζε τον δρόμο και τα μπροστινά αυτοκίνητα. Πηγαίναμε. Άρχισα να μιλάω για ότι το αυτοκίνητο, ένα Volkswagen golf, ήθελε service, ότι έπρεπε να του αλλάξω λάστιχα και να το περάσω ΚΤΕΟ. Και μετά είπα την ιστορία.

Το συγκεκριμένο αυτοκίνητο είχε φθάσει στο σπίτι μία μέρα πριν δώσει εξετάσεις για πρώτη γυμνασίου, αρχές Ιουνίου, 22 χρόνια πριν. Ο πατέρας μου είχε ένα lancia, το οποίο χάλασε από την τριβή , στον χωματόδρομο για να φθάσουμε στη Μουτσούνα κυρίως, και από ένα ταξίδι για το οποίο ο ίδιος δεν ευθύνεται. Το αυτοκίνητο έμοιαζε πανέμορφο. Το πήρε με σχάρα, για να βάζουμε από πάνω τις βαλίτσες, επειδή το παίρναμε μαζί μας τους δύο μήνες που πηγαίναμε στο χωριό και είχαμε την ευχέρεια να δένουμε τα πράγματα πάνω στη σχάρα. Το ταξίδι ήταν μεγάλο, το ίδιο και η παραμονή (μάλιστα, ακριβώς εκείνη τη χρονιά, ταξιδεύαμε τη μέρα του μικρού τελικού της Ελλάδας με την Κροατία για το Ευρωμπάσκετ του 1993 και η μάνα μου και εγώ δεν κατεβήκαμε στη Νάξο, αλλά χάσαμε τον προορισμό μας, με αποτέλεσμα να περάσουμε από την Ίο και τη Σαντορίνη και να δω την ίδια ταινία τρεις φορές· θα μπορούσε να πει κάποιος ότι δεν υπάρχει κάτι που συμβαίνει και στο οποίο να μην έχει δοθεί ήδη η ένδειξη ότι πρόκειται να γίνει, όπως και να έχει κάτσαμε στον Απόλλωνα παραπάνω από 18 ώρες και μόλις φθάσαμε ήταν νύχτα). Το γκολφ ήταν ένα όμορφο αυτοκίνητο, με τον ίδιο τρόπο που είναι όμορφοι οι συγγενείς σου.

Επειδή μιλάμε για το διάστημα πριν τις εκλογές, πήγα την κουβέντα στο πώς δημιουργήθηκε η Volkswagen: τον Μάρτιο του 1937 από την DAF, δηλαδή το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας, τη μόνη συνδικαλιστική οργάνωση που επιτρεπόταν να υπάρχει, ενώ ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν ήδη 4 χρόνια στην εξουσία. Έφτιαχνε αυτοκίνητα για τους μικροαστούς. Το 2017 πρέπει να συμπληρώσει 80 χρόνια ζωής. Της είπα ότι θα γράψω ένα κείμενο για αυτό. Και προχθές, μόλις ξύπνησα και κοίταξα στο κινητό τηλέφωνο για ειδοποιήσεις, έπεσα πάνω στο σκάνδαλο με τους ρύπους.

Δεν είναι αφελές αυτό που λένε, ότι μία δικτατορία στηρίζεται στις αθλητικές επιτυχίες για να μπορέσει να πείσει ότι το σύστημα λειτουργεί. Κοιτάξτε: εμείς, αυτήν τη στιγμή, δεν ζούμε με πολύ διαφορετικό τρόπο από ό,τι θα ζούσαμε αν μας απαγόρευαν κάτι. Δηλαδή, δεν είναι ότι είμαστε μονιασμένοι και ελεύθεροι και ότι κάνουμε χρήση όλων των δικαιωμάτων μας. Γίνονται, βεβαίως, πορείες, με τον προορισμό της διαμαρτυρίας να έχει να κάνει με μια καλύτερη ποιότητα ζωής, αλλά και μέσα στις δικτατορίες γίνονταν συναυλίες και πορείες. Τώρα καταλήγουν σε χημικά, τότε κατέληγαν σε συλλήψεις και βασανιστήρια. Δεν λέω ότι δεν έχει διαφορά, αλίμονο, όμως δεν ζούμε με τέτοιο τρόπο που να μην επιτρέπεται σε κάποιον να έρθει να μας φλομώσει στο ψέμα και κάθε φορά να τον πιστεύουμε. Ειδικά οι μέρες μετά τις εκλογές έχουν πολλή πλάκα: γίνονται ανασχηματισμοί, αναλαμβάνουν νέοι πρόεδροι τα υπουργεία και βρισκόμαστε να κάνουμε εκτιμήσεις λες και έχουμε κάνει διδακτορικό στις πολιτικές επιστήμες. Φυσικά, αν μας απαγόρευαν κάτι αυτό είναι που θα θέλαμε να κάνουμε: η διαφορά της δικτατορίας με τη δημοκρατία είναι ότι στην πρώτη περίπτωση αυτό που θέλουμε να μπορούμε να κάνουμε δεν μας αφήνουν να το κάνουμε, ενώ στη δεύτερη δεν το κάνουμε επειδή γνωρίζουμε ότι υπάρχει εκεί. Σαν να βλέπεις από την Πατησίων τον Παρθενώνα δηλαδή: να ξέρεις ότι δεν μπορείς να πας και να ξέρεις ότι μπορείς να πας, αλλά και στις δύο περιπτώσεις να μην πηγαίνεις. Είναι, προφανώς, αναφαίρετο δικαίωμά μας να μην πηγαίνουμε αλλά να γνωρίζουμε ότι οποιαδήποτε στιγμή μάς κάνει κέφι, μπορούμε να πάμε.

Επίσης, επειδή τα πολιτεύματα είναι πιο αρχαία από τον καπιταλισμό, πρέπει να θεωρηθεί ο δεύτερος ως πολίτευμα. Δηλαδή στην πυραμίδα του Μαρξ ο δικτάτορας δεν προσπαθεί να επιβληθεί σε όλους, αλλά να πείσει τους μικροαστούς ότι εκείνος είναι η καλύτερη επιλογή. Η μεσαία τάξη είναι οι εχθροί του, εκείνοι που μπορούν να του φέρουν αντίσταση. Όμως δεν έχει σημασία, διότι η πυραμίδα κλείνει: όποια κοινωνία δεν βασίζεται σε αυτήν την πυραμίδα (διότι πρόκειται για μία θεωρία και όχι αξίωμα, άρα μπορεί να καταστρατηγηθεί), είναι προηγμένη. Η Γερμανία στα 1933, όταν ψήφισε τον Αυστριακό αξιωματικό του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου με εκλογές για να κυβερνήσει τη χώρα, ήταν ένα κράτος που έψαχνε στον ήλιο μοίρα. Μέσα σε 6 χρόνια έγινε πολύ ισχυρό. Ο Χίτλερ φρόντισε να πάρει τους μικροαστούς με το μέρος τους. Κατανοώντας διαφορετικά τον «Υπεράνθρωπο» του Νίτσε, δημιούργησε, με βάση τη σπαρτιάτικη πειθαρχία, το είδος του ανθρώπου που οι Γερμανοί είναι και ουδείς άλλος είναι. Οι μικροαστοί με μεγάλη προθυμία πίστεψαν σε αυτό το ιδανικό. Οι μικροαστοί μπορούν να τρώνε, μπορούν να εργάζονται και, κυρίως, μπορούν να ονειρεύονται την προαγωγή τους σε μεγαλοαστούς. Αν έλειπε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Χίτλερ θα ήταν μάλλον ο πιο γαμάτος πολιτικός ηγέτης στην ιστορία του κόσμου. Αλλά φυσικά δεν μπορείς να δημιουργείς ένα ανθρώπινο αρχέτυπο (έστω και δανειζόμενος στοιχεία από εδώ και από εκεί) και να μην θέλεις να κατακτήσεις τον κόσμο, ειδικά όταν αρχίζεις και εσύ να το πιστεύεις. Πρέπει να τους το δώσουμε: οι κυβερνώντες δεν κοροΐδεψαν τον λαό. Μπήκαν στη διαδικασία της προπαγάνδας και του δόγματος επειδή κυρίως εκείνοι πίστευαν περισσότερο από κάθε άλλον ότι υπάρχει ένα ανώτερο είδος. Η Μαίρη Σέλεϊ έγραψε τον Φράνκενσταϊν το 1818 και ένας άσημος επιστήμονας δημιούργησε ένα τέρας που τελικά στράφηκε εναντίον του. Ο άνθρωπος έχει τρομερή πίστη στο ιδανικό, στο γεγονός ότι η ίδια η παρουσία του δεν επιτρέπει στο ηθικό δίδαγμα να επαναληφθεί. Είμαστε καταπληκτικοί στο να παρακάμπτουμε τα ηθικά διδάγματα, δηλαδή το ζουμί με το οποίο φτιάχνεται η σούπα της ζωής. Ο Χίτλερ και οι αξιωματούχοι των Ες Ες θα ήταν οι επιστήμονες του λαϊκού τέρατος. Οι στολές τους ήταν ραμμένες από τον Ούγκο Μπος. Και επειδή οι μικροαστοί έπρεπε να νιώσουν την ισχύ τους, έφτιαξαν τη Volkswagen: τα δύο συνθετικάτης κάνουν «το όχημα του λαού». Και τα μοντέλα της, γεμάτα από γερμανική πειθαρχία και ισχύ και με τιμή που κάνει το ίδιο αντικείμενο να φαντάζει υπεραξία, έδιναν στον κόσμο την αίσθηση της δύναμης που ήθελε. Οι Ναζί μαζεύονταν κατά εκατοντάδες χιλιάδες και επειδή το δόγμα είναι η νίκη της γενικής αίσθησης επί των γεγονότων, με μεγάλη χαρά παρήκαμψαν τα τέσσερα χρυσά μετάλλια του Τζέσε Όουενς στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου ή τη συντριπτική νίκη του Τζο Λούις επί του Μαξ Σμέλινγκ- ενός εκ των ηρώων του Χίτλερ, που ως αξιωματικός του Α’Παγκόσμιου Πολέμου ήταν σκωπτικός, σύμφωνα με τον μύθο, όταν στη γραμμή που εκτεινόταν από την Πολωνία προς τη Γιουγκοσλαβία (αμφίβολη πληροφορία), οι στρατιώτες έπαιξαν ποδόσφαιρο για να γιορτάσουν το τέλος του «Μεγάλου Πολέμου- στη ρεβάνς του 1938, προς χάριν της Αρίας Φυλής.

Αυτό το αυτοκίνητο είναι ζωντανό εδώ και 22 χρόνια. Τσουλάει, γκρινιάζει επειδή η περιποίηση που του κάνω ανάγεται, προφανώς, στό «ό,τι είναι όλα σου, είναι όλα σου», αλλά στο κάθισμα του συνοδηγού πατούσες έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους. Το σκάνδαλο της Volkswagen δεν ξέρω αν πρόκειται να αποθαρρύνει τους αγοραστές- τα σκάνδαλα είναι κάπως διεγερτικά και σε κάποιο αμετροεπές βάθος του ασυνείδητου ίσως να βγαίνει στην επιφάνεια ένα δελφίνι που, χτυπώντας τον θόλο σου, σε ειδοποιεί να προσέχεις με την αυστηρότητα επειδή θα ήθελες να έχεις πρωταγωνιστικό ρόλο- πάντως πρέπει να πω ότι, χωρίς να έχω ιδέα από αμάξια, η συγκεκριμένη αυτοβιομηχανία θα ήταν η πρώτη που θα έψαχνα, αν ήθελα να πάρω κάποιο νέο όχημα. Οι ρύποι μπορεί να με καταστήσουν επιφυλακτικό σε σημείο άρνησης, αλλά αυτό θα συμβεί με βαριά καρδιά.

—————

2015-09-22 21:38

Όταν ξύπνησε ο Χεσούς από κώμα

Ο Χεσούς Απαρίσιο έγινε 18 χρονών στις 12 Δεκεμβρίου του 2004. Έκανε ένα πάρτι στη Σεβίλλη για να γιορτάσει την ενηλικίωσή του. Εκείνη τη νύχτα έγινε το θύμα ενός αυτοκινητικού δυστυχήματος. Όταν οι λαμαρίνες στράβωσαν και η σκόνη καταλάγιασε, ο Απαρίσιο έχασε τις αισθήσεις του. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και έπεσε σε κώμα.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 2004 ο κόσμος συνέχιζε να κινείται. Ο Απαρίσιο είχε ευχάριστα παιδικά χρόνια. Και είχε μυηθεί στον κόσμο του τένις. Τρεις μήνες πριν, στις 12 Σεπτεμβρίου του 2004, ο Ρότζερ Φέντερερ, που είχε κλείσει τα 23 χρόνια ζωής, τελείωσε την περίοδο στα Major με double bagel (δηλαδή δύο σετ που νίκησε 6-0) επί του Λέιτον Χιούιτ στο US Open. Ο Απαρίσιο είχε βάλει στην καρδιά του ήδη τον σπουδαίο Ελβετό, που έκανε την κορυφαία σεζόν στο τένις μετά το calendar slam του Ροντ Λέιβερ το 1969. Ήταν, κλασικό για Φέντερερ φαν, ερωτευμένος.

Η Ροζάριο, μητέρα του Χεσούς, στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι του κάθε μέρα για 11 χρόνια. Του ψιθύριζε ότι είναι δίπλα του. Στις 27 Αυγούστου του 2015 ο Χεσούς ξύπνησε. Η Ροζάριο βρισκόταν στο μπάνιο του δωματίου του. Τις επόμενες μέρες η ομιλία του άρχισε να αποκαθίσταται. Ρωτούσε για συγγενείς, για φίλους, για το τι συνέβαινε στον κόσμο, στην οικογένειά του. Προσπάθησε να θυμηθεί τι του άρεσε μέχρι την ενηλικίωσή του. Ξαφνικά, σκέφτηκε ότι ήταν μεγάλος θαυμαστής του Φέντερερ. Ρώτησε τι κάνει. Θεωρούσε ότι είχε παρατήσει το τένις. Του είπαν ότι συνεχίζει. Του είπαν ότι έχει κατακτήσει 17 Γκραν Σλαμ. Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπό του. Τού φάνηκε απίστευτο. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 2015, 17 μέρες αφού επέστρεψε στη ζωή, ο Χεσούς στάθηκε απέναντι στην τηλεόραση για να δει τον Φέντερερ να παίζει έναν τελικό Major με τον Τζόκοβιτς, πάλι στο US Open.

Οι ευαίσθητοι κωδικοί του καθενός τού επιτρέπουν να συγκλονίζεται μόνο με ένα μέρος των απίθανων ιστοριών που συμβαίνουν καθημερινά όπου υπάρχει άνθρωπος. Βλέποντας το ρεπορτάζ του foxsports, δεν ήξερα ακριβώς πώς να εκφραστώ για αυτήν την είδηση. Ειδικά όταν ο Χεσούς Απαρίσιο δήλωσε, μετά τον τελικό ότι «ήταν άσχημο που δεν μπόρεσε να νικήσει, αλλά αυτός ο Τζόκοβιτς έπαιξε πολύ καλά», βρέθηκα σε μία φάση λεπτής έκπληξης. Το «αυτός ο Τζόκοβιτς» είναι μία εκπληκτική φράση. Ο Χεσούς είδε για πρώτη φορά τον Νόβακ Τζόκοβιτς να παίζει στο US Open.

Ο Σεβιγιάνος Χεσούς δεν έχει δει κάποιο από τα 4 Europa League που κατέκτησε η Σεβίλλη. Έχασε την κουτουλιά του Ζιντάν στον Ματεράτσι. Δεν είδε την Ισπανία να παίζει στον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων με τις ΗΠΑ. Δεν την είδε να κατακτά τα Euro του 2008 και του 2012 και το Μουντιάλ του 2010. Μπορεί να θυμάται ελαφρώς τον Ράφα Ναδάλ, αλλά δεν τον είδε να νικάει το πρώτο Ρολάν Γκαρός του, το 2005, το πρώτο από τα 9 που έχει κατακτήσει!  Η πρώτη ερώτηση που έκανε ήταν τι συνέβη με τον Ρότζερ Φέντερερ.

Τα σπορ είναι υπέροχα. Καθόμαστε και στέλναμε inbox την ώρα που ο Ελβετός έπαιξε με τον Τζόκοβιτς. Ήμαστε τρεις, ξημερώματα, γνωρίζοντας ότι υπάρχει πολύ σοβαρή πιθανότητα να βγάλουμε τον χειρότερο εαυτό μας κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και έπειτα να βυθιστούμε σε έναν κόσμο μιζέριας. Ο Χεσούς έβλεπε τένις για πρώτη φορά μετά από 11 χρόνια. Δεν είδε το Safin match στο Αυστραλιανό Όπεν του 2005. Δεν είδε τους τελικούς του Γουίμπλεντον το 2006, το 2007 και το 2008. Δεν είδε τον τελικό του Αυστραλιανού το 2009. Δεν είδε το Ρολάν Γκαρός και το Roddick match, το 2009. Το παιχνίδι με τον Μάρεϊ το 2012. Δεν ξέρει ποιος είναι ο Μάρεϊ, ο Βαβρίνκα, ο Γκασκέ. Δεν μπήκε ποτέ σε αυτή τη διαδικασία της θλίψης, μίας τρόπον τινά ματαιότητας, αφού δεν είδε τον ήρωά του να χάνει.

Ξύπνησε από τον Μεγάλο Ύπνο, 11 χρόνια μετά, είναι 29, έχασε αυτό που σίγουρα θα είναι τα καλύτερα χρόνια της ζωής του, αφού όταν υπάρχει ένα τέτοιο άλλοθι όλοι θα υποχρεωθούμε να συμφωνήσουμε μαζί του. Έχασε τη σχέση με τους συγγενείς του, τα 20ά γενέθλιά του, τα 25α, κάποιες σπουδές, μία ενασχόληση σε επαγγελματικό πεδίο εξαρχής, αν και αυτό το τελευταίο θα προλάβει να το κάνει. Η Ισπανία περιήλθε σε οικονομική κρίση και, αν και αποφασισμένη να μη χαλάσει την ποιότητα ζωής, γέρνει.

Όμως ζει. Για πόσο καιρό θα μπορεί να είναι ικανοποιημένος από αυτήν την απίθανη εξέλιξη; Τι θα συμβαίνει ακριβώς στο μυαλό του; Θα χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι, κλαίγοντας με λυγμούς, φωνάζοντας ότι έχασε τη ζωή του ή θα ξυπνήσει με χαμόγελο, απολύτως ευτυχισμένος που είναι ζωντανός; Θα εκτιμήσει τη χαρά των ανθρώπων της γειτονιάς του ή θα μεταφράζει την αμηχανία τους σε μισό βλέμμα, για το γεγονός ότι έχει χάσει ένα σημαντικό μέρος ετών της εξέλιξης της ανθρωπότητας; Θα φτιάξει Facebook; Θα μάθει τα μέσα διαδικτυακής κοινότητας; Θα εντρυφήσει σε όλους τους νέους όρους; Θα στενοχωρηθεί για το γεγονός ότι έχασε την εξέλιξη ή θα νιώσει ανείπωτη χαρά που πρόκειται να ανακαλύψει αυτά που ήδη γνωρίζουν οι άλλοι, άρα δεν μπορούν να μάθουν;     

Θα αισθανθεί το ίδιο όταν δει, με το να έβλεπε ζωντανά στις 7 Ιουλίου του 2008, τον τελικό του Γουίμπλεντον, την ήττα του Φέντερερ από τον Ναδάλ στο Λονδίνο;

Και πάλι, η μετάφραση για την εμβέλεια της προσωπικότητας του Ελβετού, ακόμα και του νεαρού Ελβετού, εκείνου με την αλογοουρά, γίνεται πρόδηλη στην ερώτηση του Χεσούς. Δεν έγινε τυχαία ο πιο αγαπητός πρωταθλητής στο παιχνίδι του σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο στην ιστορία των σπορ. Αρκεί μία ερώτηση κάποιου που μόλις επέστρεψε από κώμα 11 ετών, για να γίνει αντιληπτό τοις πάσι.

—————

—————


Ό,τι του φανεί

/album/%cf%8c%2c%cf%84%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%af/i-m-not-always-right-but-i-m-never-wrong-jpg/

—————