Το πρώτο θέμα
Παρά το γεγονός ότι η Δήμητρα παραιτήθηκε από το «Πρώτο Θέμα» εξαιτίας του πρωτοσέλιδου με τον Παύλο Φύσσα, εκείνη την περίφημη φωτογραφία (που πια πηγαίνουν σχεδόν δυο χρόνια), συνεχίζω να συμφωνώ με την κίνηση να μπει στο πρωτοσέλιδο. Θυμάμαι, ωστόσο, πόση περιφρόνηση, και κυρίως από τον δημοσιογραφικό κύκλο, έφερε η συγκεκριμένη επιλογή.
Φυσικά, λίγο καιρό πριν είχε βγει μία «συνεργασία» του εκδοτικού οίκου με Χρυσαυγίτες. Αυτό, βεβαίως, με τη δημοσιογραφία ως περίγραμμα ύπαρξης έχει ελάχιστη σχέση. Παρά το γεγονός ότι το «Πρώτο Θέμα» είχε μία αποκλειστική εικόνα και ένα μήνυμα που ήταν, κατά μία γνώμη αφελή, φιλειρηνικό, δεν λήφθηκε καθόλου με τέτοιον τρόπο από τον κόσμο. Οι πιο μετριοπαθείς διαφωνούντες έγραφαν ότι ήταν ένα πρωτοσέλιδο που έφερνε την έριδα. Επειδή η υπερβολή σε στιγμές ίντριγκας και πανικού υπερβαίνει τα εσκαμμένα, ο λόγος γινόταν για νέο κύκλο βίας. Οποιαδήποτε κατάφωρη κριτική γινόταν, μέσα σε ένα απόγευμα, νόμιμη. Και όλοι είχαμε γνώμη για αυτό, αβίαστη μάλιστα.
Το Facebook είναι η αυτοβιογραφία μας. Τα αποτυπώματά μας στη ζωή. Χρησιμεύει ως ένα μέσο επικοινωνίας και όλα τα μέσα επικοινωνίας είναι εθιστικά. Τη δεκαετία του ’90 ήταν τρεντ η γυναίκα με το τηλέφωνο. Ακόμα και τώρα υπάρχουν αστεία που γίνονται για αυτή τη σχέση εξάρτησης. Το πιο πρόσφατο είναι μία φωτογραφία που γράφει «μιλούσαν 8 ώρες στο τηλέφωνο και ύστερα είπαν να βγουν για να τα πουν λιγάκι. Και βγήκανε ρε φίλε».
Η σύνθεση μιας αυτοβιογραφίας είναι αναγκαστικό οτι δομείται μέσα από τις αντιφάσεις. Μέσα από τη γνώμη μας για το τρέχον, που είναι αδύνατον να μην αντιτίθεται με παλιές τοποθετήσεις μας. Για άλλη μια φορά, στη μεγαλούπολη, εκεί που στο Burg προστέθηκε το Frei, η σημασία της σιωπής αφορά στους άλλους. Η γλωσσική μαεστρία μάς υπαγορεύει (ακριβώς όπως κάνω τώρα) να χρησιμοποιούμε τα δείγματα της παμπάλαιας σοφίας στον πρώτο πληθυντικό, ώστε να μπορούμε να αποσυναρμολογούμε τον εαυτό μας από αυτόν. Η σημασία της σιωπής παραμένει ένα δόγμα που αφορά στους άλλους και μόνο σε αυτούς. Ο πρώτος ενικός είναι αδύνατον να παρεισφρήσει, για τον απλούστατο λόγο ότι όταν αναφερόμαστε στη σημασία της σιωπής, το πιθανότερο είναι ότι θα έπρεπε να παραμείνουμε σιωπηλοί. Όπως η σεμνότητα στηρίζεται στο κρυπτό, το ίδιο και η προσωρινή ευτυχία, η συστολή, έτσι και η σιωπή χάνει την αξία της όταν υμνηθεί.
Τις προάλλες η δολοφονία του μωρού και η τραγική φωτογραφία του έγιναν viral στα μέσα διαδικτυακής κοινότητας. Μοιράστηκαν παντού. Ως στόχο είχε τον κλονισμό της ψυχής. Καμία διαφωνία, ως εδώ. Η εποχή μας είναι τέτοια που, πριν από κάνα μήνα, ένας κάτοικος της Μαδαγασκάρης είδε φτερά αεροπλάνου να βγαίνουν από τη θάλασσα και μπόρεσε να τα φωτογραφίσει και να τα στείλει στο mail του CNN. Ακούω εδώ και χρόνια ότι η έντυπη δημοσιογραφία πεθαίνει, αλλά αυτό είναι λάθος: η έντυπη και άτυπη δημοσιογραφία δεν πεθαίνει. Διότι, αν εξαιρέσεις τη σελιδοποίηση, δεν υπάρχει κάτι άλλο που να αποτελεί εξειδίκευση. Μια συνάδελφος που δουλεύει σε δίκτυο μου είπε χθες ότι αυτό που κάνει τώρα, είναι παραγωγή. Η δημοσιογραφία δεν αποτελεί εξειδίκευση. Τελειώνεις το σχολείο και αν θέλεις να γίνεις δημοσιογράφος, γίνεσαι. Η διαφορά πάντα βρίσκεται στο πόσο σέβεσαι τις θεμελιώδεις αρχές. Η αθλητική δημοσιογραφία, δε, η οποία είναι η κορωνίδα του ίδιου του λειτουργήματος- διότι αν ήσουν κάνας τεμπελχανάς μαθητής, ό,τι έμαθες από γεωγραφία, από πολέμους, από όπερα, από θέατρο, από πολιτική, από δικτατορίες, κοινωνιολογικά, συμπεριφορισιακά, δεν υπάρχει τίποτα που να μην το έμαθες στην περίμετρο του αγωνιστικού χώρου και στα συμπαρομαρτούντα της- δεν απαιτεί σπουδές, ούτε καν ορθογραφία. Απλώς ψώνιο. Ούτε καν καψούρα. Το έχω αποφασίσει: το να θέλεις να γίνεις γκλάμορους για να έχεις γκόμενες έχει ακριβώς το ίδιο βάθος σε κίνητρο με το να θέλεις να γίνεις δημοσιογράφος επειδή αυτή η επιλογή σε καθιστά κοινωνικό ερημίτη.
Οποιοσδήποτε μπορεί να προσφέρει δημοσιογραφία και κοινωνικό λειτούργημα στη δημόσια συνείδηση. Ο Αντώνης έβγαλε μία φωτογραφία τους στύλους του Ολυμπίου Διός με καπνούς από την προσφατη φωτιά και ένα πρακτορείο του τη ζήτησε για να την απορροφήσει, προσφέροντάς του συνεργασία. Κάποτε μπορεί να μιλούσαμε για καταγραφή των γεγονότων: τώρα το σύστημα είναι τόσο εξελιγμένο, με καλύψεις παιχνιδιών, φερ’ ειπείν, και σχεδιαγράμματα και όλα τα σχετικά, που εκείνοι που κάνουν ένα live σε μία μεγάλη ιστοσελίδα ξεχνούν να βάζουν μέχρι και το σκορ. Με αποτέλεσμα η γλυκιά γκρινιάρα Ολίβιους να διαρρηγνύει τα ιμάτιά της μπροστά σε αυτό το έσχατο σημείο που έχει περιέλθει η ενημέρωση, η οποια δεν είναι εξαίρεση στον κανόνα ότι αν υπερφορτώνεις κάτι, θα σκάσει. Το old school, που είναι η δομή και η κατάρτιση, ψωμολυσσάει, αλλά επειδή αποτελεί, προφανώς, την έναρξη μίας θεωρίας, λογικά είμαστε καταδικασμένοι (ευτυχώς ή δυστυχώς) να ζήσουμε την επιστροφή σε αυτήν τη ρίζα, όταν κάποτε η one night stand ενημέρωση θα φουσκώσει τόσο πολύ και θα αρχίσει να αποτελεί καρκίνωμα.
Το μωρό βίωσε την ακριβώς αντίθετη πορεία στις συνειδήσεις με τη φωτογραφία του Παύλου Φύσσα. Η διαφορά, ασφαλώς, είναι ότι στην πρώτη περίπτωση ο εχθρός είναι ορατός: με αυτόν είναι που τα βάζουμε. Προσωποποιούμε τη δουλειά των υπαλλήλων στο αφεντικό, αν και δεν κάνουμε το ίδιο με τον σερβιτόρο, που ενδέχεται να ακούσει τα εξ αμάξης στην περίπτωση που το φαγητό δεν είναι ψημένο όπως θέλουμε, λες και στο Αγρίνιο είχαμε ξαναφάει μπριζόλα blue rare. Η αντιμετώπιση στην ανάδειξη της φωτογραφίας είναι θεαματική: ένας ψοφοδεής οχλαγωγός φρόντισε να την καταστήσει πληγή, βάζοντας στο μωρό φτερά και, φυσικά, τα στίφη ακολούθησαν.
Δεν έχω καμία αντίρρηση στο γεγονός ότι αυτό το συγκλονιστικό στιγμιότυπο είναι ένα αντιπολεμικό ενσταντανέ. Έχω αντίρρηση στη διαφορετική αντιμετώπιση: όπως με τον Φύσσα, κάποιος το απαθανάτισε, δεν βρέθηκε μόνο του στον διαδικτυακό και έντυπο κόσμο. Αλλά με τον Φύσσα, εκείνος που τράβηξε τη φωτογραφία ήταν αναίσθητος.
Δε ζούμε στην εποχή των αντιφάσεων: αυτές υπάρχουν από τον πρώτο άνθρωπο. Αυτό που βιώνουμε είναι η γελειωδία της αντίφασης, η οποία περνά μέσα από τον δογματισμό. Βιώνουμε ακριβώς αυτό που δεν υπήρχε ποτέ στην επικοινωνία της μεγάλης πόλης. Την «καλημέρα», που δεν το βρίσκεις κάπου στην Αθήνα και το βρίσκεις στο μέσο της διαδικτυακής κοινότητας (ως trendy σημάδι ευαισθησίας) και το οποίο φέρνει τα επακόλουθα. Μία αποδεκτή καλημέρα συνεπάγεται μία αποδεκτή γνώμη. Μια καλημέρα μπαίνει στον μετρητή, για να μάθει πόση την υπερασπίζονται. Και μία γνώμη χωρίς να το πολυσκεφτείς γίνεται μέρος της αυτοβιογραφίας σου τη στιγμή που συμβαίνει και σε καθιστά για λίγο λόγιο.
Στη λαϊκή καθομιλουμένη αυτό μεταφράζεται ως, «ρε κακό που μας βρήκε...».