Χωρίς τελείες


Blog

2015-07-11 04:29

Ο Φέντερερ είναι το Γουίμπλεντον

 

Οι πρώτες αντιδράσεις από την επικράτηση του Ρότζερ Φέντερερ επί του Άντι Μάρεϊ στον ημιτελικό του Γουίμπλεντον ήταν εκρηκτικές. Οι πιο παράτολμοι αναφέρουν ότι είναι μια από τις μεγαλύτερες νίκες στην καριέρα του, ένα πεδίο δόξας που δημιούργησε. Ήταν ο Φέντερερ του 2006 στο Γουίμπλεντον, με καλύτερο σερβίς. Έκανε bullying στον Μάρεϊ από την αρχή. Ανέβαινε στον φιλέ. Ήταν, δυνητικά, το τανκ που έπρεπε να σπάσει τον σιδερένιο τοίχο για να μπει στην πόλη. Αλλά, προφανώς, δεν επρόκειτο για μια πράξη ωμής βίας. Όταν ο Φέντερερ παίζει καλά στο Γουίμπλεντον, η σκηνή ξεχωρίζει στον παγκόσμιο αθλητισμό. Αυτήν τη στιγμή, και με την πιθανή εξαίρεση του Λιονέλ Μέσι στο Καμπ Νου, δεν υπάρχει αθλητής που βρίσκεται σε έναν χώρο και τον καταλαμβάνει με τον τρόπο που κάνει ο Φέντερερ στο κεντρικό κορτ. Δεν είναι το σπίτι του απλώς· δεν είναι υπερβολή να πεις ότι είναι γεννημένος για να παίζει εκεί. Ότι είναι κάποιο προγονικό τερτίπι που ευοδώθηκε. Ότι οι αστερισμοί την ώρα που γεννήθηκε παρατάχθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κάνουν το σηματάκι του Γουίμπλεντον.

Αυτό δεν ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που είναι εξαιρετικός στο κορτ και του δίνει μια μηχανική τέτοια που μοιάζει με αμφιθέατρο. Όλες οι στιγμές του στο Γουίμπλεντον, οι τρομάρες από τον Φάλα και τον Μπενετό, ο αποκλεισμός από τον Στακόφσκι, κουβαλούν μια θεία υπόσταση. Κάτι που μοιάζει με Ουτοπία, αλλά που συμβαίνει και σε αφήνει έκπληκτο. Ο αποκλεισμός του από τον Στακόφσκι στον δεύτερο γύρο του 2013 ήταν τόσο σοκαριστικός, που το Γουίμπλεντον έπρεπε να αναβληθεί εκείνη τη στιγμή. Και φυσικά, μπαίνοντας στο κορτ, παίζοντας με τον Άντι Μάρεϊ που είναι ο τοπικός ήρωας (ακόμα και αν με το βρετανικό φλέγμα στην προηγούμενη φράση θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει μια λεπτή ειρωνεία, υπάρχει το Murray Hill, στο οποίο χιλιάδες Βρετανοί κάθονται στο γρασίδι και παρακολουθούν σε γιγαντοοθόνη την προσπάθεια του Σκωτσέζου), υπάρχουν αρκετοί στο κεντρικό κορτ που δεν δίνουν δεκάρα για τον Μάρεϊ. Είναι η μόνη φορά που τα επιφωνήματα υποστήριξης μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ισοϋψή για τους δύο τενίστες.

Ο Μάρεϊ έκανε break point στο πρώτο γκέιμ του παιχνιδιού και έπειτα δεν έκανε άλλο. Ο Φέντερερ έχει φθάσει στον τελικό του Γουίμπλεντον δεχόμενος ένα break, στον προημιτελικό από τον Σιμόν και άλλους τέσσερις break points: δύο από τον Κουέρι, έναν από τον Γκροθ και αυτόν την Παρασκευής. Έχει φθάσει στον 10ο τελικό του στο Γουίμπλεντον σε 13 διοργανώσεις, δηλαδή από το 2003 έως και το 2015. Οι μόνες φορές που δεν κατάφερε να βρεθεί στον τελικό ήταν το 2010, το 2011 και το 2013. Οι μόνες φορές που βρέθηκε στον τελικό και έχασε ήταν το 2008 και το 2014. Σε ό,τι αφορά τους ημιτελικούς, ο Φέντερερ έχει 10-0. Έχει αποκλείσει τον Άντι Ρόντικ, τον Σεμπάστιαν Γκρόσγιαν, τον Λέιτον Χιούιτ, τον Γιόνας Μπγιόργκμαν (σε μια καταπληκτική ατομική παράσταση), τον Ρισάρ Γκασκέ, τον Μάρατ Σάφιν, τον Τόμι Χάας, τον Νόβακ Τζόκοβιτς, τον Μίλος Ράονιτς και τώρα τον Άντι Μάρεϊ. Από αυτές τις 10 νίκες, οι 9 επετεύχθησαν με 3-0 σετ. Μόνο ο Τζόκοβιτς, το 2009, κατάφερε και πήρε σετ από τον Φέντερερ. Πρόκειται για συμμετοχή στον τελικό με απόκλιση 12 χρόνων από την πρώτη φορά του, το 2003 με τον Μαρκ Φιλιππούση. Μόνο ο Κένι Ρόζγουολ έχει φθάσει σε τελικούς Major σε μεγαλύτερη χρονική απόσταση, αλλά δεν ήταν όλα Όπεν, δηλαδή κάποια έγιναν πριν το 1968.

Ο Φέντερερ είναι το Γουίμπλεντον. Τον εκτιμούν σε όλα τα γήπεδα του κόσμου περισσότερο από κάθε άλλο τενίστα: αν δεν το πιστεύετε δείτε τι γίνεται στις κερκίδες του κορτ του Ντουμπάι όταν παίρνει τον match point από τον Τζόκοβιτς, τον οποίο θα αντιμετωπίσει το μεσημέρι της Κυριακής για δεύτερη διαδοχική χρονιά. Ο Φέντερερ αντιμετώπισε για πρώτη φορά τον Τζόκοβιτς 8,5 χρόνια πριν, στον τέταρτο γύρο του Αυστραλιανού Όπεν του 2007, εκείνου που κατέκτησε χωρίς να χάσει σετ (αν και ο Φερνάντο Γκονζάλες ήταν μπροστά 5-4 και 40-0 ενώ σέρβιρε για να προηγηθεί στον τελικό). Αλλά δεν δημιουργεί πουθενά την εικόνα που δημιουργεί στο Γουίμπλεντον, εκείνη της αληθινής τέχνης. Το γλυπτό πρόσωπό του συναντά την ατμόσφαιρα και οι βηματισμοί πάνω στο γρασίδι μετατρέπονται σε έμβρυα, που κυοφορούνται ενώ είναι σμιχτά. Ο Φέντερερ στο Γουίμπλεντον είναι ένα πολιτιστικό δρώμενο και αυτό φυσικά έχει σχέση με το γεγονός ότι το έχει κατακτήσει 5 διαδοχικές φορές και ότι πάει πια για την 8η, αλλά όχι μόνο. Είναι προϊόν αισθητικής, πόσο ταιριάζει στον άνθρωπο ένας ρόλος. Στην περίπτωση του Λονδίνου για τον Mighty υπάρχει μια ερωτική συμπληρωματική σχέση και όσο μεγαλώνει, όσο τα καταφέρνει να παρευρίσκεται στο κεντρικό κορτ, γίνεται ολοένα και πιο προφανής, διότι δεν έχει απόλυτη σύνδεση με τη νίκη. Η αγάπη παραμένει μυστηριώδης και βρίσκει τις ρίζες της στην αγγλική λογοτεχνία και τα απολύτως καλαισθητικά τερτίπια του Όσκαρ Γουάιλντ ή τους παροιμιώδεις προλόγους του Γουίλιαμ Σαίξπηρ ή τη χρήση της μεσκαλίνης από τον Άλντους Χάξλεϊ. Άλλος ένας άνθρωπος είχε τέτοιου είδους σχέση με το Γουίμπλεντον: τον λένε Μπγιορν Μποργκ και στον ημιτελικό έδωσε το «παρών». Όμως ο Σουηδός τα παράτησε στα 26 του και δεν μπόρεσε να διαβεί αυτό το ώριμο στάδιο που τώρα περνάει ο Φέντερερ με το συγκεκριμένο Major. Κάποιοι άνθρωποι που έχουν ευεργετήσει τόσο πολύ το πεδίο τους όπως ο Ελβετός το τένις, είναι απλώς λυπηρό ότι μεγαλώνουν όχι επειδή περνούν τα χρόνια, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσουν.

Θα ήθελα να γράψω και για την Αγκνιέσκα Ραντβάνσκα και πώς η δική της θηλυκότητα και το υπέροχο απαλό παιχνίδι της (δεν) εκτοπίστηκε από τη δύναμη της Γκαρμπίνε Μουγκουρούθα (διότι μετά την εθνική ομάδα μπάσκετ της Ισπανίας, τον Ναδάλ, τις Ισπανίδες κολυμβήτριες, τη Σαμπαντέλ και την Μπαρτσελονέτα το μόνο που μας έλειπε ήταν μια Ισπανίδα σε τελικό Γουίμπλεντον), πώς αρνήθηκε να παραδοθεί παίζοντας με εντυπωσιακή τακτική και αναγκάζοντας το μυαλό της Μουγκουρούθα να λυγίσει και πώς τελικά την πρόδωσε το box της. Στο τρίτο σετ η Μουγκουρούθα σερβίρει στο 40-40 με 5-4 υπέρ της και η Ραντβάνσκα επιστρέφει, για να να βγάλει μετά μια άμυνα η οποία φεύγει ψηλοκρεμαστά και πλάγια, για να προσγειωθεί στη γραμμή του μπροστινού μέρους του κορτ στο οποίο φθάνει η Ισπανίδα, αλλά το forehand της φεύγει έξω δίνοντας τον τρίτο break point στη Ραντβάνσκα.  Τη στιγμή που η Μουγκουρούθα χτυπάει με τη ρακέτα της το μπαλάκι ακούγεται μια φωνή που λέει «άουτ». Η Ραντβάνσκα, που ξέρει ότι το χτύπημά της είναι μέσα, σηκώνει ασυναίσθητα το χέρι της για challenge. Ωστόσο η φωνή έρχεται από το box της, δηλαδή από έναν από τους ανθρώπους της, ο οποίος αναφέρεται στο προηγούμενο χτύπημα. Είναι αργά. Ό,τι και να γίνει στο challenge η Ραντβάνσκα- που ουσιαστικά ζητάει να εξεταστεί για έξω ένα χτύπημά της που είναι μέσα- είναι χαμένη. Αν χάσει το challenge, όπως και έγινε, ο πόντος πάει στη Μουγκουρούθα. Αν το κερδίσει, το μπαλάκι είναι ήδη έξω και ο πόντος πάει στη Μουγκουρούθα.

Αλλά το θέμα είναι ο Φέντερερ. Είναι φυσικά το 18ο, η ρεβάνς από τον Τζόκοβιτς των 27 συνεχόμενων προημιτελικών Major για τον περυσινό χαμένο τελικό, το 8ο στο Γουίμπλεντον: όμως κυρίως είναι κάτι άλλο, αυτή η σύνδεση. Και φυσικά εκείνο το running backhand στο 5-4 του τρίτου σετ με τον Μάρεϊ, με τον καρπό να αποσυνδέεται από το σώμα του και να στέλνει το μπαλάκι αντίθετα από τον Σκωτσέζο. Ο Φέντερερ είναι όλος στην ευθεία και το χέρι του κάνει μία τόσο εξωτική κίνηση, που οι σελίδες του πρωτότυπου βιβλίου του Κάφκα με τα γράμματα προς τη Μιλένα βγήκαν από το βιβλίο με μορφή λέξεων και άρχισαν να πιέζουν το παλιό μπαούλο για να ανοίξει. Ήταν τόσο όμορφο όσο οι Ρωσίδες στη συγχρονισμένη κολύμβηση και στη ρυθμική γυμναστική, όσο η απαλότητα του ενός παγοπέδιλου που διασχίζει τον πάγο ορμώμενο από μια προτέρα δύναμη στο καλλιτεχνικό πατινάζ. Ήταν μια εικόνα ρόδινης τελειότητας, που έφερε το 0-30 στο τρίτο σετ αλλά που έγινε από τον Ρότζερ Φέντερερ στο Γουίμπλεντον. Καθε τέλη Ιούνη και αρχές Ιούλη ότι ο Ελβετός διαβαίνει τις πύλες του κεντρικού κορτ για να κάνει αυτούς τους πλαγιαστούς βηματισμούς και τα ηδονικά βόλεϊ, για να βάφει με τα forehand του ξανά τις γραμμές, είναι ένα ένρινο προνόμιο αρκετά ευαίσθητο ώστε να συγκινείται εύκολα.

—————

2015-07-09 23:24

Η προφητεία του Σένεκα

«Δεν υπάρχει σπουδαία ιδιοφυΐα...»

Βρισκόμαστε σε ένα μπαράκι στη Γαλατσίου, ξημερώματα 10ης Ιουλίου 2006. Το κύριο θέμα συζήτησης είναι ο Ζινεντίν Ζιντάν. Είμαι ενθουσιασμένος και αισθάνομαι άσχημα για αυτό. Αισθάνομαι τόσο άσχημα που αρχίζω να αναρωτιέμαι αν πράγματι είμαι ενθουσιασμένος.

Το Μουντιάλ μόλις έχει τελειώσει. Η νύχτα στην Αγίου Δημητρίου είναι κάπως αποπνικτική. Μπορεί να είναι η ζέστη, μπορεί να είναι και τα χρώματα. Ο τελικός του Μουντιάλ του Βερολίνου, μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας, ήταν από εκείνα τα ματς που σε έκαναν να νιώθεις έντονα και άσχημα. Πόση ώρα κρατάει το ενδιαφέρον δύο εξαδέλφων που τσακώνονται μεταξύ τους; Μαλάκας ήταν ο Ντίσνεϊ που δεν φιλοξενούσε πάντα τον Γκαστόνε στα τεύχη των Μίκι Μάους;

Και από την άλλη μεριά, ήταν εκείνο το τελευταίο παιχνίδι του Ζινεντίν Ζιντάν στο ποδόσφαιρο. Του κορυφαίου Γάλλου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Ενός τεχνίτη της μπάλας, που στην κίνησή της διαβλέπει τη θρησκεία και την αγάπη, τις σεξουαλικές προεκτάσεις, το πάθος και το μίσος. Ο Ζιντάν ήταν για το ποδόσφαιρο μια αλλούτερη ιστορία, με διαφορετικές διατάξεις από κάθε άλλη. Μια ιστορία που έχει να κάνει με ένα ταξιδιώτη του κόσμου και ένα μείγμα που δημιουργούσε υποβόσκουσα ένταση σε κάθε κοντρόλ και σε κάθε επαφή με την μπάλα. Δεν υπήρχε ωραιότερο πράγμα από το να βλέπεις τον Ζιντάν στο γήπεδο ακόμα και όταν βαριόταν, ακόμα και όταν ήταν ένας από τους «γκαλάκτικος» της Μαδρίτης, που στη γλώσσα των Σιθ πρέπει να μεταφράζεται η λέξη ως «το πιο αποτυχημένο ποδοσφαιρικό πείραμα όλων των εποχών». Ήταν ωραίο να παρακολουθείς την κομψότητα που σε ξεπερνούσε και εκείνες τις εκρήξεις που κρατούσαν ένα δευτερόλεπτο, όπως αυτή με τον Μάρκο Ματεράτσι λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 9ης Ιουλίου του 2006, ενός γεγονότος που συγκλόνισε τον ποδοσφαιρικό κόσμο. Και ενώ το 1-7 της Γερμανίας επί της Βραζιλίας ήταν απολύτως σοκαριστικό, η κουτουλιά του Ζιντάν παραμένει η κορυφαία στιγμή στην ιστορία των Παγκόσμιων Κυπέλλων, η κορυφαία μεμονωμένη στιγμή που κατ’ ουσίαν δεν έκρινε αποτέλεσμα. Με 8’ να απομένουν για τη λήξη του δεύτερου τετάρτου της παράτασης, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να αλλάξει το σκορ. Το τελευταίο παιχνίδι στην καριέρα του μεγάλου Γάλλου ήταν μάλλον δεδομένο ότι θα κριθεί στα πέναλτι. Και εκείνη η τελευταία σκηνή, ένα αποσβόλωμα για κάθε φίλαθλο, διόγκωσε το δράμα. Ο Ζιντάν ίσως επηρέασε την ψυχολογία των παικτών στα πέναλτι, αν και, προς χάριν της κακίας, αποκλείεται να μην έχανε το πέναλτι ο Νικολά Ανελκα, όπως άλλωστε αποκλείεται να μην έχανε το πέναλτι και ο Γκονζάλο Ιγκουαΐν στον πρόσφατο τελικό της Χιλής με την Αργεντινή για το Κόπα Αμέρικα.

Σε εκείνο τον τελικό ο Ζιντάν συνόψισε την τάση του Ντιέγκο Μαραντόνα να γράψει ιστορία, τον βγαλμένο ώμο του Φραντς Μπεκενμπάουερ και την ηγετική φυσιογνωμία του Ομπντούλιο Βαρέλα συν εκείνο το κωλοδάχτυλο που είχε κάνει ο Στέφαν Έφενμπεργκ στους Γερμανούς φιλάθλους στο Μουντιάλ του 1994 στις ΗΠΑ. Πράγματι, αυτό το μείγμα ακολούθησε και την πορεία του. Αλγερινός, γεννημένος στη Μασσαλία, εκπολιτίστηκε μέσα από το κρασί Βουργουνδίας και το μινιμάλ ποδόσφαιρο της γοητευτικής Μπορντό, έγινε ο αγαπημένος των Ανιέλι στο Τορίνο και έπειτα αναδείχθηκε σε παγκόσμιος σταρ όταν πια φόρεσε τη φανέλα της ρουφήχτρας που ονομάζεται Ρεάλ Μαδρίτης. Στο ντοκιμαντέρ που απλώς καταγράφει τις κινήσεις του στο παιχνίδι με τη Βιγιαρεάλ, οι παραγωγοί έχουν ως στόχο να αποτυπώσουν τον άνθρωπο του 21ου αιώνα. Ο Ζιντάν ήταν αιθέριος, μια διαρκής παρομοίωση μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Στην κατηγορία των «Πιο Συναρπαστικών Στιγμών που Δεν Έχουν Σημασία», οι πασούλες με τον Ρομπέρτο Κάρλος στα παιχνίδια της Ρεάλ, ανεξαρτήτως σκορ, βρίσκονται σε περίοπτη θέση.

Αλλά προφανώς ο Αλγερινός δεν μπορούσε να βγει από μέσα του, με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορούσε σε κάθε κίνησή του να μη δείχνει την ιδιοφυΐα του ποδοσφαιριστή. Είναι απλοϊκό να πεις ότι όταν ένας συμπαίκτης του ήταν ελεύθερος ο Ζιντάν θα τον έβρισκε. Οι πάσες του ήταν βαριάντες και τα κοντρόλ του ήταν αυτό το συναίσθημα που είχε ο σκακιστής όταν ενώ ήταν βέβαιος ότι με την επόμενη κίνηση που θα έκανε δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο, κάτι τον τσίγκλαγε μέσα του ότι η ακριβώς επόμενη κίνηση, τόσο ανέμελη και θριαμβευτική μέσα στην άγνοιά της, θα προσυπέγραφε την ήττα του. Δεν έχει υπάρξει ματς σε 7 Μουντιάλ που θυμάμαι να έχω παρακολουθήσει που να το περιμένω με τόση αδημονία όσο τον προημιτελικό του 2006 μεταξύ της Γαλλίας και της Βραζιλίας. Ο Ζιντάν έμοιαζε με έναν μπάσταρδο Θεό που ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τους παραδοσιακούς Θεούς του ποδοσφαίρου και για 75 λεπτά ήταν τόσο μαγικός, που μόνο και μόνο οι προσδοκίες που επιβεβαίωσε-πόσες φορές σας έχει τύχει να περιμένετε κάτι που θεωρείτε ότι είναι τεράστιο και να είναι τόσο μεγάλο όσο το είχατε σκεφτεί;- φέρνουν τη συγκεκριμένη παράσταση στο πάνθεον των αθλητικών. Δεν ήταν έκπληξη: ήταν η αντίδραση κάποιου που μπορεί να έπαιζε το τελευταίο παιχνίδι του και που δεν ήθελε η Βραζιλία των 5 Παγκόσμιων Κυπέλλων να τον βάλει από κάτω. Που δικαίωσε λεπτό προς λεπτό εκείνο το «λες να;» που οι φίλαθλοι αναρωτιόντουσαν και που περνούσε από τα πόδια του και την αντίληψή του, η οποία χαρακτηρισμό πιο σεμνό από αισθησιακή δεν σηκώνει.

Και ήταν, τελικά, στο τελευταίο δευτερόλεπτο της απίθανης καριέρας του στο ποδόσφαιρο που εκτραχύνθηκε από τον κλόουν Ματεράτσι, έναν κλόουν που πιθανότατα θα ζητούσε μεταρρυθμίσεις στον Παράδεισο και που ο Θεός θα έπρεπε να του τις δώσει για να μην τον ακούει κάθε μέρα στο ίδιο μονότονο μοτίβο. Ο Ματεράτσι ήταν η απάντηση του ανθρώπου που δεν είναι τόσο ταλαντούχος, αλλά που ο ίδιος ούτε στιγμή έχει απαγορεύσει στον εαυτό του να ονειρεύεται. Που μπαίνει μέσα στον αγωνιστικό χώρο ποτισμένος από την αντίληψη ότι είναι ισάξιος.

Για να επιστρέψει, τελικά, ο μέγας Ζινεντίν Ζιντάν (ένα Ζ πριν το ΝΤ, ο μπάμπουρας που βαράει μια καμπάνα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης, ένα μηρμύγκι που έχει ξεμείνει και ζει αναίτια μέσα στο πιο ακριβό σμαράγδι) επέστρεψε στην προγονική μνήμη του, σφυρίζοντας το τραγούδι από το Αλγέρι και ακούγοντας τις εντολές των Μαυριτανών προγόνων, που τον 16ο αιώνα δεν θα μπορούσαν να αδιαφορούν λιγότερο για τους πλούσιους Βενετσιάνους Δούκες.

Και έγινε για να δικαιωθεί ο αρχαίος φιλόσοφος Λούκιος Σένεκας και ο μαθηματικός Τζερόλαμο Καρντάνο από την Πάβια, που ο ένας είπε και ο δεύτερος στο βιβλίο του «Ars magna, sive de regulis algebraicis» (ένα από τα τρία αριστουργήματα του Μεσαίωνα) έγραψε τη φράση που το BBC στήριξε στο αφιέρωμά του για τον Ζιντάν.

 

«Δεν υπάρχει σπουδαία ιδιοφυΐα...

Χωρίς ένα άγγιγμα τρέλας».

—————

2015-07-09 05:29

Νώλης

Υπάρχει ένα ρητό το οποίο άκουσα, πιθανώς, πριν μία δεκαετία. Λέει, «αλίμονο στον νέο που δεν είναι αριστερός και στον γέρο που δεν είναι δεξιός».

Τούτο το ρητό είναι εξαίσια μεταφορά της ζωής και των αναγκών σε κάθε ηλικία. Ενώ η δεξιά είναι ένας τόπος συντηρητισμού (και αυτό αποτυπώνει την πραγματικότητα, με τα καλά και τα κακά της), η αριστερά υποτίθεται ότι είναι ένα παλίμψηστο ανθρωπισμού. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, τούτη η περιγραφή, όσο περιφερειακά σωστή και να είναι, μπαίνει μόνο στη μαρκίζα, δεν αποτελεί θέσφατο ούτε ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Θα ήταν σωστό να ειπωθεί ότι δεν ισχύει σε τόσες περιπτώσεις, όσες χρειάζεται για να μη θεωρείται εξαίρεση. Εξάλλου η ευκολία στα λόγια δεν έχει σχέση με το πρακτέο. Αυτή είναι η ζωή, που ανέκαθεν αποτελούσε και ένα μείγμα αντιθέσεων και αντιφάσεων.

Φυσικά, το ρητό είναι περισσότερο μια μεταφορά. Πρόκειται για γενίκευση, που συναντάται σε όλα σχεδόν τα ρητά που αποσκοπούν στη διδαχή μέσω παραδειγμάτων τα οποία φαίνεται ότι εξαρχής δεν αφορούν στο ειδικό. Δεν ξέρω πόσο κρατάει η νεότητα, αλλά γνωρίζω πόσο άσχημα ένιωθα όταν οι 18χρονοι φίλοι μου δήλωναν τρισευτυχισμένοι στην περίπτωση που έβρισκαν μια θέση στο δημόσιο, ενώ ήμουν 22, ή πόσο, στο μεγαλύτερο μέρος της τρίτης δεκαετίας της ζωής μου απογοητευόμουν σε συζητήσεις που είχαν να κάνουν με την ανησυχία για τη σύνταξη. Πάντα θεωρούσα ότι επρόκειτο για θέμα ιδανικών και ότι αυτές οι ανησυχίες δεν μεταφράζονταν σε εισαγωγή στην ωριμότητα. Ήταν μια κακή αντιγραφή των ανησυχιών των μεσήλικων γονέων, οι οποίοι κατά τη γνώμη μου είχαν κάθε λόγο να νοιάζονται πολύ περισσότερο από εμάς για εμάς. Εκείνοι γνώριζαν, εμπειρικά, τα λειτουργικά κατατόπια της ζωής, αλλά εμείς έπρεπε να τα ανακαλύψουμε, για αυτό δεν μπορούσαμε να μιλάμε για κάτι που θα ήταν δυνατόν να αλλάξει, όπως και έγινε, αλλά και που δεν το γνωρίζαμε. Δεν έμοιαζε σωστό. Όπως έλεγε εκείνος ο υπέροχος καθηγητής που είχα στην πρώτη λυκείου- ένας που δημιουργούσε λανθάνουσα έμπνευση εστιάζοντας περισσότερο στις λεπτές αποχρώσεις της συμπεριφοράς του κάθε μαθητή- ο Σπύρος Τζίμας, «εσείς θα προσπαθήσετε να αλλάξετε τον κόσμο». Μπορεί να το έχουν πει κι άλλοι, αλλά θυμάμαι εκείνον: εντόπισα ειλικρίνεια στα λόγια του.

Ο νέος πρέπει να είναι αριστερός: θέλει να φέρει τον κόσμο στα μέτρα του και αυτό δεν γίνεται χωρίς τη βοήθεια των άλλων ανθρώπων. Ο γέρος πρέπει να είναι δεξιός: διανύει τα τελευταία μέτρα της ζωής του, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και είναι φυσιολογικό ότι ένα μεγάλο ταξίδι σηματοδοτεί την απέχθεια για το ανθρώπινο είδος. Το «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» δεν είναι λανθασμένο, αν και δεν είναι ακριβές: κινητικά είναι αδύνατον, αλλά μόνο η νοητική προοπτική είναι θεσπέσια. Ένας γέρος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να του πει κάποιος κάτι. Το γεγονός ότι πρακτικά δεν μπορεί δεν αφαιρεί από το μεγαλείο της σκέψης.

Όταν με ρωτάνε από πού είμαι, λέω ότι έχω καταγωγή από την Απείραθο της Νάξου. Ασπαζόμενος το ρητό του Καμύ, «αγαπώ πολύ τη χώρα μου για να είμαι εθνικιστής», η Νάξος έρχεται πάντα δεύτερη. Ο πατέρας μου ήταν Απεραθίτης, το ίδιο και η μάνα μου. Κάποιοι έχουν πάει στο χωριό- και προφανώς διατείνουν την ομορφιά και την παράξενη αρτιότητά του. Για να βοηθήσω εκείνους που δεν έχουν πάει και δεν το ξέρουν, το επιχείρημά μου είναι ακαταμάχητο: «Είναι το χωριό του Μανώλη Γλέζου».

Ο Μανώλης Γλέζος είναι 92 ετών. Τις προάλλες που έγραψα ένα κείμενο για τον Τσε και τον Κάστρο δαγκώθηκα. Ο Νώλης είναι ξεκάθαρα, με όλη την ιστορία, τα σωστά και τα λάθη του, μία εμβληματική ανθρωπιστική φυσιογνωμία για τον κόσμο. Και τώρα δεν έχει κόψει ταχύτητα. Στα 92 του έχει έδρα τις Βρυξέλλες, είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μπορεί να μεταδίδει τον λόγο του, μέσω της τεχνολογίας, στην πατρίδα. Μπορεί να λέει ρητά από την αρχαία Ελλάδα και Λατινικά, μπορεί να μιλάει για την Ευρώπη ως πλάσμα της μυθολογίας, μπορεί να ζητάει από τους υπερασπιστές του ΚΚΕ να ψηφίσουν «όχι» στο δημοψήφισμα και μπορεί να ζητάει συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για το γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση δεν μπόρεσε να κάνει αυτά που ζήτησε προεκλογικά. Μια νύχτα στην Ακρόπολη, 74 χρόνια πριν, παρέα με τον Απόστολο Σάντα, μία άλλη τεράστια προσωπικότητα του τόπου, κατέβασαν τη σβάστικα. Έζησαν τον Β’ Παγκόσμιο στα 20 τους, τον εμφύλιο, τη χούντα, τη μεταπολίτευση. Ο Σάντας πέθανε ένα μήνα πριν την 70η επέτειο από το κατέβασμα της σημαίας την τελευταία μέρα της άνοιξης. Έκλεισε τα μάτια του στις 30 Απριλίου 2011. Ο Γλέζος, ο Νώλης της Απειράνθου, συνεχίζει.

Είναι συγκλονιστικό να το βιώνεις, όποια κι αν είναι τα φρονήματά σου.  Είναι συγκλονιστικό κάποιος που διανύει το 93ο έτος στη ζωή του να βρίσκεται κάθε μέρα σε δράση. Είναι σωστό να πεις ότι δεν φοβάται, αλλά ο Νώλης ουδέποτε φοβόταν. Μάλλον κατανικούσε τον φόβο του μπροστά στη θέληση για μια πατρίδα που την έβλεπε όπως ο Σεφέρης και που τώρα, ως Έλλην των Βρυξελλών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μια θέση στην οποία εκλέχθηκε με ρεκόρ ψήφων στην ιστορία των εκλογών, μπορεί να τη διεκδικεί με τρόπο που αν μη τι άλλο σε κάνει να αναριγείς.

Ο Νώλης θα μπορούσε να έχει όλο το πακέτο. Να αποσυρθεί από τη δράση, να κάθεται στο σπίτι του και τις κρίσιμες στιγμές για την πατρίδα να ξεσηκώνει μια γνώμη η οποία θα ήταν συζητήσιμη και θα του συγχωρούνταν. Θα μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια στις ατασθαλίες και να κάνει το σπίτι του επισκεπτήριο, στο οποίο θα έμπαιναν οι ονειροπόλοι αριστεροί για να μοιραστούν την αύρα του. Θα μπορούσε να γλιτώσει την επίθεση από τους αστυνομικούς το καλοκαίρι των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, που ούτε αυτόν σεβάστηκαν μπροστά στην εντολή να ρίξουν χημικά. Ο Γλέζος είναι 92 χρονών και στις 9 του Σεπτέμβρη γίνεται 93. Και δεν υπάρχει στιγμή που να μην υποστηρίζει το πόστο του, την υπευθυνότητα της θέσης του και τα ιδανικά του.

Ασφαλώς και έχει κάνει λάθη. Μερικές φορές μπορεί να προκάλεσε δυσθυμία. Αλλά είναι η απτή απόδειξη εκείνου που δεν ακούμπησε πάνω στα ανδραγαθήματα του παρελθόντος. Που οι ιστορίες του από την Κατοχή και τη μεταπολίτευση είναι απλώς αφηγήσεις και δεν πίνουν το νέκταρ μιας ματαιόδοξης τάσης για αθανασία. Ο Γλέζος θέλει την Ελλάδα ελεύθερη και σηκώνεται όρθιος για να μας το πει. Να το πει στους ξένους και να το πει σε εμάς. Να το πει και να το πει ξανά, αν χρειάζεται, σε όσους δεν το ακούνε και σε όσους δεν το πιστεύουν.

Ενώ ο Γκεβάρα πήγε για να φτιάξει τις Ηνωμένες Πολιτείες Λατινικής Αμερικής και ο Γκάντι οργάνωσε την πορεία του αλατιού σε ένα χρονικό διάστημα που ήταν αδύνατο να φανταστεί κάποιος την Ινδία κάτω από τον γερμανικό ζυγό, η Ελλάδα έχει τον δικό της άγιο, που να χτυπιέστε κάτω σαν χταπόδια. Τον δικό της αγνό ανθρωπιστή, έναν φύλακα της μνήμης και έναν ηγέτη αδέκαστο, που ακόμα και όταν τούτος ο γαργαντούας Παρτιζάνος δεν μπορεί άλλο, θου Κύριε, θα τον βάλουμε πάνω στο άλογο, απλώς και μόνο για να φοβερίζει η όψη του τους οχτρούς, όπως έγινε στην περίπτωση του Ροδρίγο Ντίαθ δε Βιβάρ, του κατά κόσμον Ελ Σιντ.          

—————

2015-07-07 23:52

Τον καιρό των ιπποτών

 

Οπότε, τι ακριβώς γίνεται στο Γουίμπλεντον; Σε 5 μέρες θα έχουμε αναγκαστικά νικητή, θα πρέπει να βρεθεί μια άκρη μέσα από τη δράση. Δεν είναι μόνο απαραίτητο, συμβαίνει πάντα. Κάθε φορά που μια διοργάνωση είναι στις φλόγες πρέπει να βγει μια άκρη. Το κουβάρι ξετυλίγεται και αναρωτιέσαι «πώς θα τελειώσει αυτή η διοργάνωση;».

Ο Νόβακ Τζόκοβιτς και ο Κέβιν Άντερσον μπήκαν στο κεντρικό κορτ για να παίξουν το πέμπτο σετ τους στον τέταρτο γύρο του Γουίμπλεντον. Θα ήθελα πολύ να νικήσει ο Νοτιοαφρικανός, ο οποίος στο δεύτερο σετ ανέτρεψε ένα εις βάρος του 4-0 στο τάι μπρέικ, με τον Τζόκοβιτς να χάνει τον πέμπτο πόντο και να γκρινιάζει, επειδή νόμιζε ότι θα πάρει το τάι μπρέικ 7-0. Αυτή η κίνηση μού θύμισε πολύ εκείνη τη φάση του Λουίς Σουάρες, ο οποίος πήρε την μπάλα από τα δίχτυα της ΚΠΡ όταν η Λίβερπουλ προηγήθηκε 0-3 την προτελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος και μετά η ΚΠΡ ισοφάρισε σε 3-3, με αποτέλεσμα να ανοίξουν οι κρούνοι των ματιών του. Ένα χρόνο μετά ο Σουάρες πανηγύρισε (παίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο) το triplete της Μπαρτσελόνα. Πέραν του αυτονόητου λόγου που εκπλήσσομαι ευχαρίστως από τις ήττες του Τζόκοβιτς, θα ήθελα πραγματικά πολύ να κοπεί το σερί διαδοχικών εμφανίσεων σε προημιτελικά (και μάλλον ημιτελικά) Major.  

Βεβαίως ο Τζόκοβιτς επιβίωσε, 7-5. Στο Λονδίνο έβρεξε ελαφρώς, ίσα ίσα για να διακοπούν τα παιχνίδια που συνέβαιναν εκείνη την ώρα για 10 λεπτά. Ήταν πολύ νωρίς για αγωνία και κράτησε πολύ λίγο. Ο καιρός ήταν τέλειος τις προηγούμενες μέρες. Ο Άντερσον προηγείται 3-2 γκέιμ του Τζόκοβιτς στο πέμπτο σετ. Το παιχνίδι διακόπηκε το βράδυ της Δευτέρας μόλις ο Σέρβος ισοφάρισε σε 2-2. Αυτό ευνόησε τον Νοτιοαφρικανό, που είχε το χρόνο να γεμίσει τις μπαταρίες του. Η νύχτα καταστρέφει το τάιμινγκ και αυτό δεν είναι πρωτοτυπία της αντισφαίρισης. Ο Τζόκοβιτς, από την άλλη, βρήκε το μπρέικ όταν το ήθελε περισσότερο. Καμία είδηση εδώ.

Πέρασε στα προημιτελικά και θα αντιμετωπίσει τον Μαρίν Τσίλιτς, ο οποίος, σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε, έχει κατακτήσει Major και μάλιστα προσφάτως: όταν σε μία εφιαλτική για το τένις νύχτα διέλυσε στον ημιτελικό τον Ρότζερ Φέντερερ και νίκησε στον τελικό τον Κέι Νισικόρι, ο οποίος με τη σειρά του είχε αποκλείσει τον Τζόκοβιτς. Θέλω να πω ότι ο τελικός δεν βλεπόταν και ότι τον θυμάμαι από καθαρή τύχη. Οι πιο σημαντικές ήττες του Φέντερερ έχουν έρθει στους τελικούς του 2006 και του 2007 από τον Ναδάλ και στον τελικό του 2009 από τον Ντελ Πότρο. Οι δύο πρώτες θα ολοκλήρωναν ένα Γκραν Σλαμ: είχε κατακτήσει το Γουίμπλεντον του 2005 και του 2006, το US Open του 2005 και του 2006 και το Αυστραλιανό Όπεν του 2006 και του 2007. Η τρίτη θα τον έβαζε στον δρόμο για το Γκραν Σλαμ. Είχε πάρει το Ρολάν Γκαρός και το Γουίμπλεντον του 2009 και κατέκτησε το Αυστραλιανό Όπεν του 2010. Ο Φέντερερ έχασε ευκαιρία να πάρει το US Open του 2009, αφού βρέθηκε μπροστά 2-1 σετ. Αλλά ο αστερίσκος είναι ότι δεν σημαίνει πως θα κατακτούσε το Αυστραλιανό Όπεν του 2010 αν τελικά μπορούσε να βρει τον τρόπο να νικήσει τον Χουάν Μαρτίν στον τελικό της Νέας Υόρκης του 2009.   

Αν, πάντως, περάσει στη σερβοκροατική μάχη ο φημισμένος «Νόλε», θα αντιμετωπίσει στον ημιτελικό έναν εκ των Γκασκέ και Βαβρίνκα. Τα παιχνίδια θα γίνουν την Τετάρτη. Στους άλλους δύο προημιτελικούς, ο Ρότζερ Φέντερερ θα παίξει με τον Ζιλ Σιμόν, ο οποίος τον δυσκολεύει ανέκαθεν, και ο Άντι Μάρεϊ θα αντιμετωπίσει τον Καναδό Βάσεκ Πόσπισιλ, ο οποίος είναι το «μαύρο άλογο» του Γουίμπλεντον, αφού ξεκίνησε τη διοργάνωση από το νούμερο 54 της παγκόσμιας κατάταξης, ωστόσο θα κατέβει αρκετά. Ακόμα και παρά το γεγονός ότι το παιχνίδι με τον Μάρεϊ δεν πρόκειται να περάσει τα τρία σετ.

Άρχισα να παρακολουθώ τένις- πέρα από κάτι αμυδρές αναμνήσεις από τα Γκραφ εναντίον Σέλες, στα οποία έθετα εαυτόν αναφανδόν υπέρ της δεύτερης παρά τα ουρλιαχτά της και τα Σάμπρας εναντίον Άγκασι, που υποστήριζα τον πρώτο κυρίως λόγω των μακριών μαλλιώ ν και των σκουλαρικιών του δεύτερου, που σχεδόν τον καθιστούσαν σύμβολο του σατανά- λόγω Φέντερερ. Όταν η εποχή του τελειώσει υποθέτω ότι θα είναι δύσκολο να συνεχίσω να βλέπω. Δεν έχω κανενάν να υποστηρίξω, να κάνω αυτό που οι Αμερικάνοι αποκαλούν root for. Μερικές φορές το τένις είναι ωραίο, αλλά τις περισσότερες είναι άσχημο. Μπορεί να είναι άσχημο όταν είναι όμορφο.

Από τότε που ο Φέντερερ πάτησε τα 30 έχω σκεφτεί το εξής: κρίμα που ο Γκασκέ δεν είναι 5 χρόνια νεότερος. Τότε θα μπορούσα να τον υποστηρίζω και να συνεχίζω να παρακολουθώ τα παιχνίδια κάπου, αν και δεν θα ήταν το ίδιο με τον Mighty. Αλλά ο Γκασκέ είναι 29. Είναι χρόνια στη γύρα. Το 2006 έφθασε στα ημιτελικά του Γουίμπλεντον. Το 2005 υποχρέωσε τον Φέντερερ σε μία από τις 5 ήττες του μέσα στη χρονιά, στο ΑΤΡ1000 της Μαδρίτης. Πρόπερσι έφθασε ξανά στα ημιτελικά του US Open, αλλά ο Ναδάλ τον έκανε μια χαψιά με συνοπτικές διαδικασίες. Είναι σειράς Ράφα, ουσιαστικά μεγάλωσαν μαζί, παίζοντας μεταξύ τους από την παιδική ηλικία. Ο Γκασκέ συνήθως νικούσε, διότι έτσι είναι η ζωή: στην εφηβεία προελαύνει το ταλέντο και στον ενήλικο κόσμο η δουλειά. Όταν ο Ναδάλ άρχισε να νικάει, δεν ξανάχασε: η απόσταση μεγάλωνε.

Υποστήριξα τον Φέντερερ κυρίως λόγω του backhand του: δεν ξέρω τα φάλτσα και τους νόμους της φυσικής, αλλά μπορώ να είμαι σίγουρος ότι από αισθητικής πλευράς το backhand με το ένα χέρι είναι καλύτερο από εκείνο με τα δύο. Δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικό. Αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι το backhand του Φέντερερ είναι το χειρότερο σημείο του: εκείνο του Γκασκέ είναι πολύ πιο ποιητικό. Και αυτό του Βαβρίνκα πολύ πιο αποτελεσματικό και βαρύ. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ρίστας έχει ένα backhand που δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά. Αλλά ο Ναδάλ ασχολήθηκε πρωτίστως με το πώς να περιορίσει το forehand του και απροκάλυπτα σημάδευε το backhand. Πρέπει να το δώσεις στον Μαγιορκινό, αφού σε μεγάλους αγώνες ο κυνισμός βρίσκεται σε κτηνώδη κυριαρχία, σε καθεστώς μοναρχίας.

Θα μπορούσα να υποστηρίζω τον Γκασκέ συνολικά, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να το κάνω την Τετάρτη. Το στυλ του Γάλλου είναι μποέμικο και δικαιώνει το παριζιάνικο στυλιστικό υπόβαθρο. Είναι ραιβοσκελής και η κίνησή του παραπέμπει περισσότερο σε ποδοσφαιριστής. Αλλά έχει όλα τα χτυπήματα και έχει παιδική αυτοπεποίθηση: ρίχνει πάνω στις γραμμές, ψάχνει τους winner σε καίρια σημεία. Αυτή η αυτοπεποίθηση δεν επιτρέπει να του δημιουργούνται πληγές: αν ο Γκασκέ προηγηθεί 2-0 σετ απέναντι σε έναν αντίπαλο της συνομοταξίας του, τότε οι πιθανότητες που συγκεντρώνει η ανατροπή είναι αρκετές. Την έχει πατήσει πλειστάκις έτσι, οπότε όταν ο Κύργιος του πήρε το τρίτο σετ στο Γουίμπλεντον- σώζοντας κάποιους match point, αν είναι η μετοχή σωστή για να δικαιολογήσει τα λάθη του Γάλλου- ήμουν έτοιμος για το πέμπτο. Ο Γκασκέ, ωστόσο, αντέδρασε, του πήρε το τέταρτο σετ στο τάι μπρέικ και προκρίθηκε στα προημιτελικά. Εξάλλου υπάρχει και χειρότερος από αυτόν, που λιώνει σαν κερί σε καταστάσεις πανικού: λέγεται Νίκολας Αλμάγκρο.

Ο Γκασκέ ζωγραφίζει στο κορτ. Δεν υπάρχουν πολλοί που το κάνουν. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που απεχθάνονται όσο αυτός την κοινοτυπία του ίδιου χτυπήματος για δεύτερη διαδοχική φορά. Υπάρχει η μορφή τέχνης που διαδραματίζεται μέσα του και παίρνει χαρά βλέποντας το slice του να ξύνει τον φιλέ, πριν συναντήσει το πιο δυνατό forehand του. Η ποικιλία των χτυπημάτων του είναι επιλογή: η τάση για πρωτοτυπία του έχει ενδεχομένως στερήσει κάτι, ίσως την τάση για δύναμη και το «χτίσιμο» ενός κορμιού που θα τον βοηθούσε περισσότερο στις κακουχίες. Ο Γκασκέ έχει τον εαυτό του σε μεγάλη υπόληψη. Θεωρεί ότι μέσα του, στο κορτ του τένις, κρύβεται κάτι άλλο, κάτι αγγελικό. Και μπορεί να έχει και δίκιο, αν και πρόκειται μάλλον για άγγελο του Διόνυσου παρά για κάποιον από εκείνους της Εδέμ.

Ο Βαβρίνκα, από την άλλη, είναι πιο αληθινός. Δεν κάνει τίποτα που δεν μπορεί. Χωρίς να έχει τον ρομποτισμό του Τζόκοβιτς, που θα έκανε χαρούμενο τον Ισαάκ Ασίμοφ, μπορεί και παίζει με ψυχραιμία, ακολουθώντας κάθε ράλι, παίζοντας τα σωστά χτυπήματα σε αρκετές περιπτώσεις και τα λάθος σε λίγες. Η προετοιμασία φέρνει στο κορτ έναν τενίστα με πολύ βαριά χτυπήματα, που δεν θα προσπαθήσει να χτυπήσει έναν fancy winner χωρίς λόγο και αιτία, όπως έκανε ο Φέντερερ σε κάποιες περιπτώσεις απέναντι στον Ναδάλ. Ο Βαβρίνκα θα μπει στο κορτ για να κάνει τη δουλειά του, με την αυτεπίγνωση ότι ακόμα και τώρα ο Τζόκοβιτς, ο Φέντερερ και ο Μάρεϊ είναι οι Big Three του τένις (με την προοπτική να επιστρέψει ξανά ο Ναδάλ στη θέση του) και ότι ο ίδιος πρέπει να μπαίνει στο κορτ για να παίζει κάθε χτύπημα ξεχωριστά, ξεγυμνώνοντας τον φόβο απέναντι στον αντίπαλο. Πέρασαν χρόνια για να τα καταφέρει αλλά αυτήν τη στιγμή έχει περισσότερα Major από τον Ρόντικ και τον Φερέρο, τον Κράιτσεκ, τον Γκερουλάιτις και τον Κας, και τα ίδια με τον Σάφιν, τον Χιούιτ, τον Ράφτερ, τον Μάρεϊ και τον Ναστάζε. Δεν μπορείς να εκτιμήσεις ακριβώς το κατόρθωμα των δύο Major στη ρεαλιστική μορφή του, όταν ο Φέντερερ, ο Ναδάλ και ο Τζόκοβιτς έχουν κατακτήσει 39 Major μαζί. Αλλά βρίσκεται ακριβώς στη θέση του Μάρεϊ και στατιστικά ήταν ψιλοαπίθανο να συμβεί αυτό με έναν Ελβετό, καθώς η χώρα πριν τον Φέντερερ νόμιζε ότι το τένις είναι κωδικός για τραπεζικό λογαριασμό.

Η πιο προκλητική κατάσταση, όμως, είναι ότι μπορεί να παίξει με τον Νόβακ Τζόκοβιτς στον ημιτελικό του Γουίμπλεντον.

Από τον Ιανουάριο του 2013 και έπειτα, η σειρά των παιχνιδιών με τον Τζόκοβιτς σε Γκραν Σλαμ έχει ως εξής: ο Σέρβος επικράτησε 3-2 στο Αυστραλιανό Όπεν, για τη φάση των «16», και 3-2 στον προημιτελικό του US Open, ο Βαβρίνκα επικράτησε 3-2 στον προημιτελικό του Αυστραλιανού Όπεν του 2014 και 3-1 στον τελικό του Ρολάν Γκαρός του 2015. Μέσα σε 2,5 χρόνια οι δύο τενίστες μπορεί να παίξουν ένα ιστορικό ματς στο Γουίμπλεντον και να συμπληρώσουν αναμετρήσεις σε όλα τα Major και σε κάθε πιθανό κορτ. Ο Φέντερερ και ο Ναδάλ έπαιζαν, τα καλά χρόνια τους, από 10 φορές σε κάθε σεζόν και πάλι δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο στο US Open. Και δεν νομίζω ότι πρόκειται να γίνει αφού δεν συνέβη το 2008, το 2010 και το 2011 (στις δύο τελευταίες περιπτώσεις ο Τζόκοβιτς έσωσε τέσσερις match points και κατάφερε να περάσει στην ιστορία ως μαιτρ της απόδρασης· στα πέμπτα σετ, δε, η παράδοση που έχει ο Φέντερερ είναι αρνητική, κυρίως επειδή οι δικές του νίκες έρχονταν πιο εύκολα). Με την κατρακύλα του Ναδάλ στην κατάταξη, βεβαίως, δεν αποκλείεται του χρόνου να παίξει με τον Φέντερερ στον... τέταρτο γύρο.

Το παιχνίδι του Βαβρίνκα με τον Γκασκέ είναι μία αληθινή εικονική μονομαχία δύο ιπποτών. Είχαν παίξει στο Ρολάν Γκαρός του 2013, και ο δεύτερος είχε υπερισχύσει στα 5 σετ. Ο πρώτος είναι στέρεος στα πόδια του και ο δεύτερος ρέει: η αλήθεια είναι ότι ο Γκασκέ είναι προτιμότερος στην παρακολούθηση όταν βρίσκει ρυθμό, αλλά αυτό κρατάει για ένα με ενάμιση σετ. Ο Βαβρίνκα δεν κάνει μεγάλες κοιλιές στην απόδοσή του. Θα κάτσω μπροστά στον υπολογιστή (ελπίζοντας ότι ο Φέντερερ θα έχει ήδη περάσει) και θα έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου την ελάχιστη πιθανότητα ότι για τρία γκέιμ ο ένας θα ρίχνει στον άλλο φονικά backhand που θα σφυρίζουν στον αέρα και θα βάφουν τη γραμμή.

—————

2015-07-06 17:42

Η ιλαροτραγική τιμωρία της ζωής

Αυτές τις μέρες, ταυτοχρόνως με την απόφαση του Τσίπρα για το δημοψήφισμα και την αγωνία μέχρι τις κάλπες, γινόταν το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων στην Κρήτη. Μπάσκετ. Φυσικά, ο αθλητισμός έχει θέση παντού. Για αυτό και όταν ασχολείσαι σοβαρά με το συγκεκριμένο ρεπορτάζ και με τα σπορ συνολικά, έχεις το προνόμιο να μπορείς να μεταφέρεις ιστορίες που συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Πριν μερικές μέρες, σε ένα πολιτικό κείμενο για τον Τσίπρα, η παρομοίωση για τον Βαρουφάκη ήταν η εξής: μου θύμιζε έναν «λαγό» σε μία κούρσα 10.000μ. Έναν Κενυάτη δρομέα μεγάλων αποστάσεων που μπαίνει μπροστά στην κούρσα ώστε να βοηθήσει τον συμπατριώτη του, ο οποίος είναι το φαβορί και χρειάζεται τη νίκη, να βρει έναν γρήγορο ρυθμό ώστε να κάνει μια σπουδαία επίδοση που μπορεί να είναι παγκόσμιο ρεκόρ. Εννιά μέρες μετά, η θητεία του Βαρουφάκη ως υπουργού Οικονομικών στη χώρα έφθασε στο τέλος της. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν πράγματι «λαγός» σε κούρσα και μπορεί η συγκεκριμένη μεταφορά να ήταν εντελώς λάθος, ωστόσο υπήρχε. Μπορούσε να αποδοθεί ως παράδειγμα για να φανεί η γενική εικόνα, η οποία εξαρτάται από τη κρίση και τη γνώση του αρθρογράφου αν είναι σωστή. Δεν μπορείς, ασφαλώς, να το γνωρίζεις.

Μου αρέσουν οι οιωνοί και ειδικά στα σπορ υπάρχουν πολλοί. Η καλύτερη φάση με αυτούς είναι ότι όταν δεν ευοδώνονται στην πράξη, μπορείς να πεις, «έλα μωρέ, μαλακίες», και να πας παρακάτω μη δίνοντας πραγματικά σημασία. Είναι σαν χρησμούς, μόνο που δεν τους προσέχεις όταν δεν καταφέρνεις να τους λύσεις. Το μεσημέρι, στο κορτ 2 του Γουίμπλεντον, ο Νικ Κύργιος αντιμετώπιζε τον Ρισάρ Γκασκέ. Ο Γάλλος είναι από τους τενίστες που θα πλήρωνες άνετα εισιτήριο για να τους δεις (περισσότερο από τον Τζόκοβιτς, για μένα), αλλά που πρέπει να εύχεσαι ότι θα είναι στη μέρα τους. Ο Κύργιος μπορεί να βρίσκεται εκεί σε λίγα χρόνια, αν και δεν έχει το δαντελένιο παιχνίδι του Γκασκέ, ο οποίος είναι Γάλλος με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σταθερότητά του. Τo backhand του, πάντως, συνεχίζει να είναι το πιο ποιητικό backhand στον κόσμο, πάνω από εκείνο του Φέντερερ και αυτό του Βαβρίνκα.

Ο Γκασκέ «καθάριζε» τον Κύργιο σαν το αυγό: τον είχε 7-5 στο πρώτο, 6-1 στο δεύτερο και στο τάι μπρέικ προηγήθηκε 6-4, θέλοντας έναν πόντο για να πάρει το ματς. Ο σχολιαστής είπε, «το φρόνημα του Κύργιου και των Αυστραλών που είναι στην κερκίδα είναι τόσο ψηλό όσο η ελληνική οικονομία». Κι ενώ υποστηρίζω τον Γκασκέ με κάθε αντίπαλο, ξαφνικά βρέθηκα να θέλω να πάρει ο Κύργιος το σετ. Για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν ο θυμός για το γεγονός ότι ο Άγγλος σχολιαστής θυμήθηκε την Ελλάδα για να κάνει την παρομοίωση για έναν «μελλοθάνατο» και ο δεύτερος ότι σε περίπτωση που ο Κύργιος έπαιρνε το σετ, θα ήταν μια μικρογραφική προφητεία. Ο Ελληνοαυστραλός (δεν μου αρέσει να δίνω το ελληνικό στοιχείο σε ανθρώπους που δεν γαλουχήθηκαν αθλητικά στη χώρα, διότι αν το έκαναν δεν θα έφθαναν σε αυτό το σημείο, ωστόσο είναι ένθερμος στην αναφορά του στην Ελλάδα) έσωσε δύο match points, προηγήθηκε 7-6, ο Γκασκέ ισοφάρισε 7-7 και ο Κύργιος πήρε τους δύο επόμενους πόντους για να το κάνει 9-7. Από ένα μαγνητικό πεδίο που δημιούργησε εμμέσως μια αισχρή (αλλά και αρκετά επιτυχημένη, πρέπει να ομολογήσουμε) παρομοίωση, ο Κύργιος πήρε το σετ. Ναι αμέ, ναι. Μπορεί και όχι, αλλά μαντέψτε τι νομίζω.

Ο αθλητισμός είναι ένα από τα ελάχιστα πεδία που η τιμωρία φαίνεται. Όταν συμβεί κάτι σε έναν άνθρωπο, μπορείς να τον ακούσεις να ρωτάει, «γιατί Θεέ μου; Τι σου έχω κάνει;». Στον αθλητισμό ελάχιστες είναι οι φορές που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Υπάρχει μία ιστορία που ο Άντι Ρόντικ ρωτάει τον προπονητή του τι πρέπει να κάνει για να νικήσει τον Ρότζερ Φέντερερ. Πάρα πολλές ερωτήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. «Και αν δεν δουλέψει το slice volley στα δεξιά;», «και αν δεν μπορέσω να καλύψω καλά την αριστερή μου πλευρά όταν ανεβαίνω στον φιλέ;». Στο τέλος, ο προπονητής τού απάντησε, «γιατί έτσι είναι». Όταν τα κάνεις όλα σωστά και χάσεις, σημαίνει ότι ο αντίπαλος είναι καλύτερος και στην περίπτωση του Φέντερερ αυτό συνέβαινε με το 99,9% των τενιστών στον κόσμο τα καλά χρόνια, χωρίς το ποσοστό τώρα να έχει πέσει δραματικά. Κάνε εσύ ό,τι μπορείς και άσε τον αντίπαλο να σε νικήσει.

Ό,τι κάνεις, λοιπόν, παίρνεις. Η επιπρόσθετη προπόνηση δίνει αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου. Μόνο που μερικές φορές πέφτεις στην παγίδα. Αν στα 28 σου βρεθείς με ένα σύμπλεγμα, μπορεί να φαντάζεσαι από πού έχει προέλθει αλλά δεν είσαι σίγουρος για αυτό. Μπορεί να συνέβη από ένα άθροισμα άγαρμπων συμπεριφορών των άλλων ή δικών σου, ωστόσο δεν το υπολογίζεις, όμως, τότε. Δέκα χρόνια μετά είναι δίκαιο να αναρωτηθείς για ποιο λόγο σου συμβαίνει κάτι, ωστόσο πάντα κάποιος υπάρχει. Στον αθλητισμό, όμως, η τιμωρία έρχεται κατευθείαν. Και μερικές φορές είναι άδικη. Η νύχτα με βρήκε να αναρωτιέμαι αν η ζωή δεν είχε περιθώριο για μία μικρή απόδραση. Για ποιο λόγο δεν μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια.

Αναρωτιέμαι, εν ολίγοις, τι να κάνει τώρα ο Λούκα Μπόζιτς.

Ακούστε τι έγινε: οι Κροάτες έπαιξαν σαν Σέρβοι στον τελικό με τους Αμερικάνους στα Δύο Αοράκια του Ηρακλείου και έχασαν σαν Κροάτες. Ήταν εντυπωσιακοί σε όλο το ματς: κατάφεραν και τους τύλιξαν σε μία κόλλα χαρτί τακτικής. Ο Σλάβιτσα έμοιαζε με έναν πολύ αγαπημένο μου παίκτη- που ανήκει στην πρώτη γενιά Κροατών που ήταν Κροάτες και όχι Γιουγκοσλάβοι, δηλαδή τον Σλάβεν Ρίματς. Ο σέντερ, ο Ζούμπατς, ήταν ένα μείγμα Πέκοβιτς και Σάβιτς. Και ο Μπόζιτς ήθελε το χρυσό μετάλλιο και το τρόπαιο περισσότερο από όλους. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού επεδίωξε να κάνει trash talking στους Αμερικανούς, οι οποίοι αντιδρούσαν άψογα. Ο Τζάκσον με ένα ελαφρύ μειδίαμα, ο Φέργκιουσον με μία μορφή αδιαφορίας, αφού πρωτίστως αντέδρασε μαλακά. Και ενώ ο Σλάβιτσα οδηγούσε τους Κροάτες ο Μπόζιτς ήθελε την μπάλα. Το τρίποντό του που έκανε το σκορ 65-64 ήταν σουτ για χρυσό μετάλλιο. Οι Αμερικάνοι έφθασαν στο 67-66 και ήταν ο Κροάτης σμολ φόργουορντ εκείνος που επωμίστηκε την ευθύνη της τελευταίας φάσης. Ο Τζάκσον πήγε να βάλει το χέρι του πάνω στην μπάλα και βρήκε τα χέρια του. Φάουλ, με 4,3’’ να απομένουν για τη λήξη της αναμέτρησης.

Σε διοργανώσεις κάτω των 18 ετών αυτό το δράμα είναι σύνηθες. Το πιο εντυπωσιακό σε αυτές τις ηλικίες είναι τα λάθη, τα οποία είναι τραγικά. Σου δίνουν την αίσθηση ότι είναι μεγαλύτερα από ό,τι πραγματικά είναι. Θυμάμαι ένα αδιάφορο παιχνίδι της ομάδας πόλο Γυναικών του Ολυμπιακού στη Γλυφάδα, στο οποίο νικούσε με πολλά γκολ διαφορά. Σε μία επίθεση παραπάνω του ΑΝΟΓ το κορίτσι που είχε αποβληθεί μπήκε πριν εκπνεύσει ο χρόνος της αποβολής της. Με τη διαφορά στα 10 γκολ στο τέταρτο οκτάλεπτο αυτή η κίνηση έδωσε την ευκαιρία στον ΑΝΟΓ να σκοράρει με πέναλτι, αλλά το αποτέλεσμα στην τελική μορφή του δεν επρόκειτο να αλλάξει. Ωστόσο η μικρή πολίστρια του Ολυμπιακού έκλαψε γοερά για το λάθος της και για ένα δευτερόλεπτο σε έκανε να πιστέψεις ότι ήταν πραγματικά σημαντικό.

Ήταν δίκαιο να πάει ο Μπόζιτς στη γραμμή των βολών. Και ήταν φανταστικό. Ο παίκτης που φρόντισε να προκαλέσει περισσότερο από όλους μέσα στο ματς είχε την ευκαιρία να πάρει το χρυσό μετάλλιο για λογαριασμό της Κροατίας.

Πρώτη βολή, αλφάδι: 67-67. Πριν τη δεύτερη, βλέπω τον τίτλο του κειμένου: ο μεγάλος μάγκας Λούκα Μπόζιτς. Ωστόσο η δεύτερη πάει στο σίδερο. Το τρίποντο του Μπράνσον από τα 9 μέτρα βρίσκει σίδερο και το παιχνίδι πάει στην παράταση. Οι Κροάτες καταρρέουν και οι ΗΠΑ παίρνουν άνετα το χρυσό μετάλλιο.

Από αυτό το σενάριο που έγινε θα προτιμούσα να βάλει ο Μπόζιτς τη δεύτερη και μετά το τάιμ άουτ να βρουν οι Αμερικάνοι τον τρόπο να βάλουν καλάθι και να πάρουν το χρυσό. Έτσι, δεν θα ήταν μοιραίος ο Κροάτης διεθνής.

Στη συνολική εικόνα, το βάρος για τη νίκη έπεσε σε εκείνον που ήταν το πρώτο όνομα στη μαρκίζα του τελικού, λόγω της συμπεριφοράς του. Για αυτήν ακριβώς τη συμπεριφορά μέσα στο παιχνίδι, έπρεπε να είναι εκείνος που θα πάρει την ευθύνη. Έμοιαζε με κάτι προσχεδιασμένο: ένα είδος πρόκλησης και τιμωρίας, μέσα από την εικόνα που όταν πρωτοπιάνεις την μπάλα θέλεις να ζήσεις, αδιαφορώντας για την πίεση που υπάρχει. Και αυτό το προσχεδιασμένο τελείωσε ακριβώς στις βολές.

Και, τελικά, επειδή δεν γινόταν να ξεκολλήσει το μυαλό μου από αυτήν τη δεύτερη χαμένη βολή (ένα σουτ το οποίο ο μικρός θα παίζει στο μυαλό του για χρόνια, όπως ο Σισκάουσκας έπαιζε τις δύο χαμένες βολές στον ημιτελικό των Ολυμπιακών του Σίδνεϊ με τις ΗΠΑ το 2000 έως ότου τις χάσει ξανά 12 χρόνια μετά, στην Κωνσταντινούπολη) αναρωτήθηκα με παράπονο γιατί δεν μπορούσε το ίδιο το μεταφυσικό πεδίο- στο οποίο είναι απαραίτητο να πιστεύω αφού ασχολούμαι με τα σπορ, έστω και υπό το σκηνοθετικό πρίσμα- να σπρώξει τη βολή στο καλάθι ή να απομακρύνει τον μικρό από αυτήν την ευθύνη.

Είναι, υποθέτω, ίδια η απάντηση για κάθε τέτοια στιγμή: ο αθλητισμός είναι συγκλονιστικός. Το ίδιο όταν η Σβετλάνα Χόρχινα πέφτει από τη δοκό ισορροπίας και όταν ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος κάνει φάουλ σε νεκρό χρόνο στον Ρενάλντας Σέιμπουιτς, στον τελικό του Παγκόσμιου Εφήβων το 2005, το ίδιο όταν ο Διαμαντίδης βάζει το τρίποντο με τη Γαλλία και ο Σπανούλης χάνει εκείνο με την Αργεντινή, όταν η Μανωλιουδάκη στήνεται στο δοκάρι για να πάρει την μπάλα από τη Σάουθερν στο ματς με τη Σαμπαντέλ και όταν οι Ολλανδοί χάνουν όλους τους τελικούς βόλεϊ που παίζουν με τους Ιταλούς, πλην εκείνο (τον πελώριο) των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα.

Οι άνθρωποι ζουν με ανοικτές πληγές: συνέβη κάτι μοιραίο για να ανοίξουν. Η ανοικτή πληγή του Μπόζιτς θα του θυμίζει για πάντα τη χαμένη βολή. Από εδώ και μπρος ανοίγει ένα κεφάλαιο νέο: το ξεπλήρωμα. Το δράμα θα τον φέρει ξανά σε παρόμοιες περιστάσεις. Επιζήτησε να είναι ο Έκτορας στη μάχη με τον Αχιλλέα (στη δική του αναλογία), ελπίζοντας ότι με κάποιο λογοτεχνικά γενετικό λάθος θα καταλήξει να είναι ο Αχιλλέας ή, εν πάση περιπτώσει, θα είναι εκείνος που τον σκοτώνει. Ότι η μυθολογική πραγματικότητα δεν θα επαναληφθεί. Μόνο που πάντα επαναλαμβάνεται.

—————

2015-07-06 01:45

Ithaca

Την προηγούμενη Πέμπτη μετρούσαμε 4 μέρες για το δημοψήφισμα. Νομίζω ότι όπως όλες οι σπουδαίες αναμονές (με σπουδαιότερη όλων έως τώρα στη ζωή μας αυτή της Κυριακής), ακολουθείτε μία πορεία ανοδική και έπειτα καθοδική, σε ό,τι αφορά την ένταση. Ήρθε, πια, η ώρα να ηρεμήσουμε λίγο, πρωτίστως και κυρίως. Να κοιμηθούμε ενδεχομένως, με τη σχετική αταραξία. Να ψάξουμε να βρούμε ξανά αυτά που μάς ορίζουν έξω από το ρεαλιστικό περιβάλλον το οποίο, από την υπερβολή του ρεαλισμού του, έχει καταλήξει υπερρεαλιστικό, και μάλιστα όχι με τον τρόπο που θα ήθελε ο γίγαντας Ανδρέας Εμπειρίκος. Το απόγευμα της Πέμπτης ήμουν στη σκυθρωπή φάση της έντασής μου. Είχε περάσει ο απροσδιόριστος θυμός και είχε διαγράψει την τροχιά που έβρισκε τη μελαγχολία στην καρδιά της. Το επικρατέστερο συναισθηματικό στάδιο ήταν σχεδόν πρωτόγνωρο: δεν είχα ξεχάσει τι μέρα και τι ώρα ήταν, απλώς δεν ήμουν σίγουρος για αυτό.

Εννοείται ότι είμαι εθισμένος στο Facebook. Είμαι 100% εθισμένος και αυτό δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Ο Χίτσκοκ έκανε ταινία με την ηδονή να κοιτάς μέσα στην κλειδαρότρυπα και δεν είναι εύκολο, αφού εντρυφήσεις, να αποφύγεις. Υπάγεται σε μία κατάσταση αρχέγονου ενστίκτου που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο ενσταντανέ του να κοιτάς- παρά τους όποιους τρόπους συμπεριφοράς σου- το κινητό του διπλανού σου όταν στέλνει μήνυμα. Δεν ενδιαφέρεσαι ακριβώς στο τι γράφει, είσαι όμως βυθισμένος σε μερική λήθη, για μερικά δευτερόλεπτα βρίσκεσαι σε ύπνωση η οποία γίνεται φανερή όταν ξυπνάς.

Την προηγούμενη εβδομάδα πήρα την απόφαση να «κόψω» ελαφρώς το feed στο συγκεκριμένο μέσο διαδικτυακής κοινότητας, το οποίο και προτιμώ προφανώς από κάθε άλλο, μάλλον επειδή είναι το πρώτο στο οποίο μυήθηκα. Αυτό δεν σημαίνει ότι έκοψα το ίδιο το μέσο. Κάθε άλλο θα έλεγα. Κατέληξα να βρίσκομαι σε φάση υποκατάστατου χωρίς να έχω την ανάγκη για υποκατάστατο. Και έτσι, μέσα από κάποιες διαδοχικές πράξεις, βρέθηκα να ψάχνω το feed, δηλαδή το ιστορικό, ενός προφίλ. Και έπεσα πάνω σε ένα βίντεο στο οποίο ο Σον Κόνερι απαγγέλει στα αγγλικά την Ιθάκη του Καβάφη. Την Ithaca.

Έμοιαζε να έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Ο Σερ Σον αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας. Είναι βεβαίως στη λίστα με τους αγαπημένους Βρετανούς μου μαζί με τον Μάικλ Κέιν, την Τζούντι Ντεντς και την Έμμα Τόμπσον. Το βράδυ που γύρισα στο σπίτι από τη Νάξο, ενώ τελείωνε η άδειά μου για το καλοκαίρι του 2012, ήταν εκείνο στο οποίο ο Άντι Μάρεϊ αντιμετώπιζε τον Νόβακ Τζόκοβιτς στον τελικό του US Open του 2012. Και υπήρχε μία φωτογραφία πριν τον τελικό αυτό, στην οποία ο Μάρεϊ πόζαρε στα αποδυτήρια μαζί με τον Σον Κόνερι και τον Άλεξ Φέργκιουσον. Ήταν ένα υπέροχο πλάνο, το οποίο ανέβασε τον Μάρεϊ έστω και προσωρινά στην εκτίμησή μου (στο «όποιος και να νικήσει θα νιώσω άσχημα, το Μάρεϊ-Τζόκοβιτς στο Γουίμπλεντον του 2013 βρίσκεται σε περίοπτη θέση) και φυσικά τους Σκωτσέζους. Οι οποίοι ακούγεται ότι είναι τσιγκούνηδες, η εθνική ποδοσφαιρική ομάδα τους δεν έχει προκριθεί ποτέ σε δεύτερη φάση Μουντιάλ, αλλά έχουν τεράστιες φυσιογνωμίες όπως τον Σερ Σον και τον Σερ Άλεξ*. Τον Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και τον Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ. Τον Μπιλ Σάνκλι και την Τζέι Κέι Ρόουλινγκ. Τον Ντέιβιντ Χιουμ και τον Άνταμ Σμιθ. Δεν είχε άδικο ο Γκρεγκ Φέργκιουσον όταν έλεγε στον Γιουαν ΜακΓκρέγκορ ότι «αν ήμαστε περισσότεροι, θα εξουσιάζαμε τον κόσμο».

*Μου λείπεις Σερ Άλεξ. Μου λείπει να μισώ τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μου λείπουν τα γκολ στο 93’ που φούντωναν την οργή μου. Μου λείπει η έκσταση που με οδηγούσαν οι απίστευτες ήττες σου.

Ακούγοντας τον Κόνερι να απαγγέλλει την Ιθάκη, ήρθε η τάση για κλάμα που δεν ήταν διαφορετική ένδειξη από ό,τι ούτως ή άλλως είναι καθοριστικό για την ευαισθησία μου, χωρίς αυτό να μου προσθέτει καλοσύνη. Το να είμαι ευσυγκίνητος είναι μία υπόθεση που δεν μπορώ να αποφύγω, όπως και οι βρώμικες σκέψεις. Υπάρχουν και τα δύο, μακριά από οποιουδήποτε είδους σκληρότητα, μαλακά σαν να ζουμπάς ζαχαρωτά. Ο Κόνερι ήταν ούτως ή άλλως υπέροχος- και πώς να μην είναι κάποιος που μέχρι τα 70 χρόνια της ζωής του ψηφιζόταν στους πιο σέξι άντρες του κόσμου σε όλα τα lifestyle περιοδικά- αλλά με την απαγγελία της Ithaca (που για κάποιον λόγο η αγγλική ονομασία της, με τον τόνο στο μεσαίο «a» και το «a» του τέλους ταίριαζε με το ταξίδι του Οδυσσέα και την επιστροφή του στην πατρίδα του) εκτοξεύθηκε. Το άκουσα οδηγώντας μέσα στην Κηφισίας, χωρίς να βλέπω το βίντεο που άλλωστε δεν τον έδειχνε, με το παχύρρευστο «σ» του να στοχεύει ακριβώς τους δακρυγόνους αδένες που και να πιέζει τα μάτια μου να τσιγκρώσουν σε ό,τι ήταν ένα προοίμιο λυγμών.

Ο Σερ Σον δεν έδειξε έναν διαφορετικό δύσβατο δρόμο από εκείνον που ήδη υπήρχε. Μιλάμε, άλλωστε, για ένα ταξίδι 10 ετών που συνόδευσε άλλα 10 ενός πολέμου ο οποίος κρίθηκε από ένα ξύλινο άλογο, του πιο καπάτσου ήρωα που έχει σκεφτεί ποτέ νους ανθρώπου, αν ήταν τελικώς άνθρωπος και όχι η Μούσα που στη σκιά ενός δέντρου υπαγόρευε στον Όμηρο τι έγινε στην Ιλιάδα και για ποιο λόγο έπρεπε να συνεχίσει με τις περιπέτειες του Οδυσσέα και τα επτά χρόνια που πέρασε στην Ωγυγία. Αυτό το βίντεο, δημοσιευμένο από τον Μάιο, δεν ήταν ταιριαστό προφανώς μόνο με την τρέχουσα κατάσταση αλλά έμοιαζε να προσγειώνεται ιδανικά μέσα στην Κηφισίας, η οποία είχε μια κανονική ροή.

Ξέρετε, δεν είμαι σίγουρος ότι η ακεραιότητα βρίσκεται μακριά από εκβιασμούς. Νομίζω ότι κάποιες φορές πρέπει να ενδίδεις, σε κάποιες περιπτώσεις, διότι δεν είμαι βέβαιος ότι έχω παραδείγματα πως το σκοτάδι της απόλυτης ελευθερίας και της λύτρωσης από τα δεσμά οδηγεί στο φως. Στη δουλειά που διάλεξα να κάνω κάποιες φορές έπρεπε να κάνω τον μαλάκα αντί να είμαι και όταν διακόπηκε η συνεργασία με την εφημερίδα στην οποία εργαζόμουν έπρεπε να είμαι μαλάκας αντί να τον κάνω.

Δεν ξέρω τι γίνεται. Ειλικρινώς. Δεν βάζω τις σκέψεις μου σε μια σειρά με γνώμονα τη γνώση μου, διότι η ημιμάθεια φέρνει χειρότερα αποτελέσματα και όποιος δεν το ενστερνίζεται, δεν έχει παρά να χαζέψει το Facebook την τελευταία εβδομάδα. Μένει αυτό το πρωτογενές: να κάνεις το καλό ή να κάνεις το σωστό;

Θα πω με σιγουριά το πρώτο. Κυρίως διότι το άλλο είναι αμφισβητήσιμο. Δεν υπάρχει εγγύηση ότι έγινε το σωστό την Κυριακή, όπως δεν υπάρχει βεβαίοτητα ότι θα γινόταν το σωστό αν το αποτέλεσμα είναι αντίθετο. Το καλό όμως; Αααα, το καλό βρίσκεται στην κρίση του καθενός μας. Προσπαθούμε να κρίνουμε με βάση τους εαυτούς μας, την ανατροφή μας, τι πίστευαν οι γονείς μας αλλά και αν αυτό που πίστευαν συνάδει με αυτό που μας πέρασαν ως ιδέες, τι πασσάλους αποφύγαμε, πώς μεταχειριζόμαστε τους ανθρώπους μας, αν βλέπουμε το φεγγάρι και καταλαβαίνουμε, με αυτό, ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από εμάς. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος ότι είμαστε περίεργοι, λίγο τσιγγάνοι, λίγο σοφοί, λίγο βλάχοι, λίγο έξυπνοι, λίγο σκουπιδιάρηδες, λίγο πυρηνικοί φυσικοί, λίγο χούλιγκαν, λίγο δοτικοί.

Και μπορεί να μην αντέχεται ο φαγωμός, αλλά ουδείς μπορεί να αμφιβάλλει δευτερόλεπτο ότι πρόκειται για κινηματογραφική υπερπαραγωγή, μια φυσική παράσταση με τρομακτικό ενδιαφέρον, ένα ψυχολογικό πείραμα που συμμετείχαμε άθελά μας και σπάσαμε τα κοντέρ.

Τώρα... Τώρα θα ήθελα να βγω έξω και να πιω μια μπύρα στον δρόμο κοιτάζοντας τους ανθρώπους να περπατάνε, έχοντας το κεφάλι στην ευθεία και όχι κάτω, όπως το μεσημέρι, όταν πήγα να ψηφίσω νιώθωντας κάπως ασφυκτικά. Είναι μια συγκεκριμένη στιγμή που δεν την αποδίδω στη χαρά, αλλά στην παιδικότητα. Στις μνήμες, στο status quo του πιτσιρικά που πιστεύει στον τεράστιο παιδότοπο. Δεν θα γίνει, αλλά- όπως λένε και οι U2- ποτέ δεν είναι νωρίς για να υιοθετήσεις μία ιρλανδική προφορά. Σκωτσέζικη καλύτερα, αν και η φωνή του Σον Κόνερι δεν καταχωρείται στις προφορές, αλλά στα ραβασάκια που αραιά και που στέλνουν οι Θεοί (αν όχι το Δωδεκάθεο, τότε ο κάθε Θεός μαζί με τον άλλο) στους ανθρώπους, εμπνέοντας ικανότητες σε παράξενα δίποδα.

—————

2015-07-04 18:58

Η απογύμνωση του «εθνικού διχασμού»

Η αγαπημένη φίλη μου, η Σοφία, βρίσκεται κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς σε ένα απολογιστικό αδιέξοδο. Ένεκα της ημέρας θαρρεί ότι πρέπει να το κάνει, πιέζει τον εαυτό της (όπως και για πολλά άλλα πράγματα εδώ και πάνω από 30 χρόνια) και μπαίνει, προφανώς, στον κόσμο της απογοήτευσης. Με ώρες να απομένουν για το δημοψήφισμα, θέλω να την ειδοποιήσω ότι τώρα είναι μια καλή ώρα για να κάνει έναν απολογισμό.

Πάντα μου άρεσε να νιώθω ότι είμαι μέρος της ιστορίας. Πάντα μου άρεσαν οι ταμπέλες. Πάντα ενθουσιαζόμουν και συνεχίζω να ενθουσιάζομαι με καταστάσεις οι οποίες θεωρώ ότι είναι μέρος του κόσμου. Υποπτεύθηκα από πολύ μικρός ότι ο αθλητισμός είναι ένας απίθανος ατέρμονος παιχνιδότοπος παραγωγής ιστοριών. Και είναι, ασφαλώς, το πλουσιότερο πεδίο για να ψάχνεις και να βρίσκεις. Αυτό που επιδιώκεις στον αθλητισμό είναι η επιστροφή στη ρίζα. Θυμάμαι στο πρώτο παιχνίδι που έπαιξαν ο Πανιώνιος με τον Ολυμπιακό για το πρωτάθλημα Α1 πόλο Ανδρών την περίοδο 2010-11 ότι η επιδίωξή μου ήταν να γράψω μια βασική ιστορία για τη «μάχη» του Μάκη Βολτυράκη με τον Νίκο Δεληγιάννη. Μια ιστορία που ξεκίνησε το 2001, αλλά προσπάθησα να την αναμοχλεύσω 10 χρόνια αργότερα. Ήμουν άτυχος διότι ώρες πριν το ματς ο Δεληγιάννης τραυματίστηκε και ο Χρήστος Φλώρος πήρε τη θέση του, αλλά ο Ολυμπιακός νίκησε έτσι κι αλλιώς 10-9, σε ένα ματς που λογόφεραν ο Αντώνης Βλοντάκης με τον Ανδρέα Μιράλη.

Κάθε τέτοια ιστορία είναι διαμαντένια. Έχει κινήσεις και ηρωισμούς. Έχει ανατροπές και εντυπωσιακές επιστροφές. Το τοπ 10 αυτών των ιστοριών για μένα θα μπορούσε να έχει ως εξής:

-Το χρυσό της Γιουγκοσλαβίας στο Ευρωμπάσκετ του 1995.

-Η επιστροφή του Τζόρνταν από το μπέιζμπολ και το θριπίτ των Μπουλς από το 1996 έως το 1998.

-Ο μήνας που ο Ρότζερ Φέντερερ κατέκτησε το Ρολάν Γκαρός και το Γουίμπλεντον του 2009.

-Τα 7 γκολ του Φέρεντς Πούσκας στους τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1960 (Ρεάλ Μαδρίτης-Άιντραχτ Φρανκφούρτης 7-3) και του 1962 (Μπενφίκα-Ρεάλ Μαδρίτης 5-3). Η Ίντερ είχε απορρίψει τον «Πάντσο» το 1958 επειδή ήταν μεγάλος σε ηλικία.

-Η νίκη του Μοχάμεντ Αλί επί του Τζορτζ Φόρμαν το 1974 στην Κινσάσα του Ζαΐρ, όταν κατέκτησε τον παγκόσμιο τίτλο στα βαρέα βάρη επτά χρόνια μετά τη λιποταξία από το Βιετνάμ. 

-Η επιστροφή του Ρομπέρτο Μπάτζιο από το χαμένο πέναλτι του τελικού του 1994 με τη Βραζιλία στα δύο εύστοχα πέναλτι του Μουντιάλ του 1998: ένα με τη Χιλή στους ομίλους και ένα στον προημιτελικό με τη Γαλλία.

-Το Μάστερς που κατέκτησε το 1986 η «Χρυσή Αρκούδα», ο σπουδαίος γκόλφερ Τζακ Νικλάους στην ηλικία των 46 ετών.

-Το Παγκόσμιο Κύπελλο που κατέκτησε η Ιταλία το 2006, στη σκιά του Calciopoli.

-To Γουίμπλεντον που κατέκτησε το 2001 ο Γκόραν Ιβανίσεβιτς μπαίνοντας με wild card.

-Ο Ρονάλντο στο Μουντιάλ του 2002, μια πρωτότυπο ποδοσφαιρική ιστορία με το παιχνίδι να συμπληρώνει 140 χρόνια.

Βεβαίως, το παρόν κείμενο δεν είναι αθλητικό, όσο κι αν θεωρώ ότι ο αθλητισμός παράγει διδάγματα και ιστορίες χρήσιμες για τον καθένα. Λίγες ώρες πριν το δημοψήφισμα νομίζω ότι ο αθλητισμός είναι το κατάλληλο πεδίο για να ακουμπήσεις. Άλλωστε, πριν 11 χρόνια η Ελλάδα πανηγύρισε το Euro. Και το διάστημα που πέρασε είναι υλικό που υπάγεται στους αρχαίους τραγικούς. Θυμάμαι το ξημέρωμα της 5ης Ιουλίου του 2004, ήμουν όπως είμαι τώρα, χωρίς δουλειά, αλλά κοιτούσα τον κόσμο γύρω μου και ήθελα να πάω στο περίπτερο και να φάω σοκολάτα. Και όπως ερχόταν η μέρα για να εγκαθιδρύσει το καθεστώς της, και όπως περπατούσα στον δρόμο, δεν ένιωθα πόσο όμορφος είναι ο κόσμος και άλλα τέτοια, αλλά πόσο μελαγχολικά αρμονικό, όμορφα άδειο, είναι το τέλος της γιορτής.

Το δημοψήφισμα δεν είμαι πεπεισμένος ότι συμβολίζει την αρχή μίας νέας μέρας. Σκέφτομαι ότι η ευεργεσία του είναι πως ξαφνικά θα ξυπνήσουμε και θα καταλάβουμε ποια είναι τα λάθη που κάναμε μέσα στην εβδομάδα, με πρώτιστο την οργή μας. Αλλά καταλαβαίνω ότι δεν πρόκειται στα αλήθεια να τα παραδεχθούμε. Άσχημα πράγματα θα συμβούν ό,τι και να γίνει και πανικοβλημένοι, σαν κορίτσια που τα έχουν αφήσει τα αγόρια τους, θα τα βάλουμε με τους άλλους που θα έχει περάσει η γνώμη τους. Το πρόβλημα με τους χαρακτήρες, όμως, και τις σπασμωδικές αντιδράσεις θα παραμείνει και αυτό θα είναι μία πληγή η οποία δεν λύνεται. Γεννιόμαστε ως εξελιγμένα είδη των προγόνων μας και από εμάς περιμένουν να μην κάνουμε τα λάθη του παρελθόντος. Η μορφή του λάθους που κάνουμε τώρα είναι αναμφισβήτητα  διαφορετική από τις προηγούμενες (διαδικτύου υπάρχοντος γαρ), αλλά η ουσία του είναι η ίδια.

Διάβασα πολλά στάτους (μέχρι να χάσω την υπομονή μου με το Facebook), που ανέφεραν ότι «ο Τσίπρας οδήγησε τους Έλληνες σε “εθνικό διχασμό”». Αυτό μου θύμισε ένα αστείο που προσφάτως έγραψα και το είπε ο Λούι Σι Κέι: «Λέει ένας άντρας σε έναν άλλο, “της είπα κάτι και πληγώθηκε”. Δηλαδή η κοπέλα από μόνη της αποφάσισε να πληγωθεί. Δεν την πλήγωσες εσύ». Το δημοψήφισμα που αποφάσισε ο Τσίπρας, ο πρώτος πρωθυπουργός από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου που παρευρίσκεται σε συλλαλητήριο με πρόβλημα υγείας, έστω και μικρό, εμφανές, μας οδηγεί στη διαφωνία. Οι τσακωμοί πάνω στη διαφωνία μας οδηγούν στον εθνικό διχασμό. Αν υπάρξει εθνικός διχασμός θα μεταφράσουμε το δημοψήφισμα σε αιτία και τις σπασμωδικές αντιδράσεις μας σε αφορμή: η πραγματικότητα θα είναι η αντίθετη. Αντί να σφαζόμαστε έστω εκ του μακρόθεν, θα μπορούσαμε απλώς να διαφωνούμε, χωρίς να πολώνουμε το κλίμα και ταυτοχρόνως τις ζωές μας. Χωρίς να χρησιμοποιούμε την επίθεση για αμυντική στάση.

Είχα μία με δύο σπασμωδικές αντιδράσεις μέσα στην εβδομάδα. Αποφάσισα να κόψω όσο μπορούσα το home και το feed στο Facebook. Μετά το δημοψήφισμα θα προσπαθήσω να κρατήσω τη μετριοπάθειά μου απέναντι στις φρικαλεότητες. Από τη στιγμή που υιοθετώ μια γνώμη υποθέτω ότι έχει κενά: καμία γνώμη δεν είναι τέλεια, διότι είναι θεωρητική. Και θα έπρεπε να ανησυχούμε, γενικώς, για τα κενά που υπάρχουν στη γνώμη μας, διότι αυτό διαχωρίζει το ανοικτό μυαλό από τον αρτηριοσκληρωτικό. Το συμπεριφορισιακό ζήτημα, όμως, είναι άλλο καπέλο. Δεν θα μάθετε, δα, από εδώ ότι ο χαρακτήρας δοκιμάζεται σε καταστάσεις πανικού με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δοκιμάζεται σε καταστάσεις εξουσίας.

Ο «εθνικός διχασμός» είναι μία καλή δικαιολογία στα χείλη αυτών που δεν αντέχουν να διαφωνούν κάποιοι με τη γνώμη τους. Τα λάθη που επαναλαμβάνονται, στον πρώτο Ψυχρό Εμφύλιο αυτής της χώρας που επίσης οφείλεται στην ευρυζωνικότητα, δεν επαναλαμβάνονται επειδή διαφωνούμε: αλλά διότι δεν αντέχουμε να διαφωνούν μαζί μας. Οι γνώμες μας θα ήταν πιο στέρεες και πιο τρυφερές αν δεν πάσχαμε από φόβο και εγωισμό, ο οποίος είναι το ίδιο πράγμα: αρχίζει ως γνώμη και εξελίσσεται ως ένα φεστιβάλ καφρίλας, με την απεγνωσμένη ανάγκη όπως νομίζουμε (στην πραγματικότητα, εγκληματική επιθυμία) να μην αφήσουμε κανέναν να ανέβει στην πλάτη μας, αν και μπορεί να μην είχε εξαρχής πρόθεση να το κάνει.

—————

2015-07-03 23:57

Ο Μάστερ Γιοντά και ο Ντάστιν

Η Αφρική έχει πληθυσμό της τάξης του 1,1 δισεκατομμυρίου ανθρώπων. Η Ευρώπη έχει πληθυσμό της τάξης των 742.542.000 ανθρώπων. Στην Αφρική κατοικούν 400 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι. Όμως θα καθίσω στην τηλεόραση μου για να παρακολουθήσω ένα παιχνίδι μπάσκετ μεταξύ δύο ομάδων που η μία έχει έναν Λιβεριανό σέντερ και θα χαρακτηρίσω «χαζό» τον παίκτη. Ο οποίος πιθανότατα θα είναι άγαρμπος, με μακριά άκρα και με κάτι αγκώνες ξυράφι, που δεν θα ξέρει πώς να τους βάλει. Θα παρασύρεται από τον αρχέγονο ρυθμό και θα είναι μερικές φορές σαν να παίζει με ένα τσιπάκι που του υποδεικνύει τον ρυθμό μέσα από τύμπανα, τα τύμπανα που παίζουν οι φυλές για να συμφιλιωθούν με τη φύση, την ύλη και τα πνεύματα.

Δεν είναι τυχαία η αναφορά. Το βράδυ της Πέμπτης με βρήκε στον Κεραμεικό που διάφορες ομάδες έπαιζαν κρουστά. Ήταν μία εκδήλωση στην οποία πήγα... συστημένος, προκειμένου να παρακολουθήσω την Ελευθερία να παίζει. Οι ομάδες ήταν αρκετά καλές: πολύ καλές, διότι δεν υπάρχει ουσιαστικά τρόπος για να καταλάβω αν είναι καλό αυτό που ακούω ή κακό. Δύο πράγματα παίζουν ρόλο, το αυτί και η διάθεσή μου. Η πρωτοτυπία σημαδεύει τη διάθεση. Αν δεν έχεις πονοκέφαλο, δεν σε πονάει το δόντι σου και δεν σε έχει βρίσει κάποιος μέσα στη μέρα, το πιθανότερο είναι ότι μπορείς να απολαύσεις κάτι που δεν είχες πρότερη εμπειρία, παρά το γεγονός ότι η γνώση σε ορισμένες περιπτώσεις μοιάζει απαιτητή.

(Και δεν υπάρχουν θέσφατα: τις μπαγκέτες κρατούσε στην αρχή μια κυρία μεγάλη σε ηλικία, που του έδινε και καταλάβαινε).

Η εξοικείωση με τις καταστάσεις, βεβαίως, απαιτεί χρόνο και δεν μπορείς να πεις ότι είσαι εξοικειωμένος όταν λες ότι είσαι εξοικειωμένος. Αλλά όταν συμβαίνει κάτι που καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή ότι είναι σπουδαίο, τότε το παρατηρείς. Ένα ζήτημα με την παρατήρηση, όμως, είναι ότι η ίδια καταλαμβάνει τόσο χώρο που δεν σε αφήνει να ζήσεις το μεγαλειώδες. Πάντως, έχει την ίδια εμβέλεια: λέμε ότι πρέπει να ρουφάμε τη ζωή με το μεδούλι, αλλά αν οι αισθήσεις μας εναντιώνονται μεταξύ τους τότε το πιθανότερο είναι ότι εκείνη η αίσθηση που θα προτιμήσουμε για να ζήσουμε τη στιγμή είναι αρκετά επαρκής από οποιαδήποτε άλλη η οποία επίσης θα είχε επάρκεια. Η τελειότητα θα μπορούσε να είναι το τέλος ενός δρόμου που θα περνούσαμε μόνο αν ήταν δυνατόν να έχουμε όλες τις αισθήσεις μας σε λειτουργία ταυτοχρόνως.

Ο Γιοντά εμφανίστηκε στη σκηνή και άρχισε να κάνει τα μαγικά του πάνω στο τουμπερλέκι. Είχε το πλατύ χαμόγελο και τα γουρλωμένα μάτια του Λούι Άρμστρονγκ, έπαιρνε ανάσες από το στόμα όπως Ρώσος πιανίστας που παίζει Ραχμάνινοφ και από νωρίς άρχισε τις ψυχαγωγικές κινήσεις, παίζοντας με το ένα χέρι και με το άλλο έδειχνε παντού, έκανε πως φεύγει, το σήκωνε με τρόπο που υποδείκνυε ότι η ώρα για τη χορευτική φρενίτιδα είχε ήδη ξεκινήσει. Ο Γιοντά έπαιζε τζαζ σε καμπαρέ της Νέας Ορλεάνης που επιτρέπεται το κάπνισμα και που το φωτίζει ημίφως, μία σαφής σεξουαλική διαφορά. Ήταν το αισθητικό ισοδύναμο ενός σουίνγκερ, που ξεχειλίζει από ενέργεια. Ένιωθες τα χέρια του να φεύγουν και να πετάνε, την ψυχή του να ξεμυτίζει και έπειτα να καλύπτει το κορμί του. Ότι ήταν γεμάτος από φως. Δεν είχε σχέση με ποιότητα, όσο με το γεγονός ότι του έβγαινε φυσικα, ότι ταίριαζε με τη φράση «είναι γεννημένος για αυτό». Και αυτό το συμπέρασμα, φυσικά, είναι λάθος.

Δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε την εξυπνάδα των Αφρικανών στα παιχνίδια επειδή είναι διαφορετική από τη δική μας. Ο Ακίμ Ολάζουον, πριν γίνει ο «The Dream», ήταν ο ακατέργαστος ψηλός που είχε δυσκολία να χωρέσει το σώμα του στο παρκέ. Το ίδιο συμβαίνει με τους Αφρικανούς που έρχονται στις ΗΠΑ για να παίξουν: συνήθως πρόκειται για παίκτες που ασχολήθηκαν με το μπάσκετ σε αρκετά μεγάλη ηλικία, στα 16 ή στα 18, απλώς τα κορμιά τους είναι γλυπτικά κοσμήματα και ο αθλητικός κόσμος τους χρειάζεται, έτσι μπήκαν σε μία διαδικασία εργασίας που θα τους βελτίωνε σε ό,τι αφορά την αρμονία του κορμιού και το ίδιο το σπορ. Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει με όλους: ωστόσο η δομή της κοινωνίας δεν αφήνει σε όλο τον κόσμο περιθώριο να πετύχει με βάση τις ικανότητές του, όπως προέρχονται από την κινησιολογία και τον σωματότυπο. Ο Γιοντά, Μάστερ σαν τον δάσκαλο στον «Πόλεμο των Άστρων», δεν μπορεί να επιβιώσει σε ένα σύστημα που τον λατρέψει για τις απίθανες ικανότητές του, αλλά που θα πρέπει να τον μετατρέψει σε σκληρό μέταλλο και να τον κάνουν να μειώσει την εμβέλειά τους. Δε θα σας πω πόσοι Αφρικανοί πεινάνε, αλλά αυτό το φρικτό δίλημμα να αποχωριστείς τον άπλετο χώρο στη Μάμα Άφρικα για να εξειδικευτείς σε ένα πεδίο που θα διαπρέψεις αλλά δεν θα σε κάνει ευτυχισμένο ψάχνει τη λύση του. Ζούμε σε μέρες που αντιλαμβανόμαστε ότι σε ένα γενικό πλαίσιο το μόνο που υπάρχει είναι αδιέξοδο.

Και παρ’ όλα αυτά υποπτεύομαι ότι ο Γιοντά αγαπάει τη ζωή τόσο όσο να του επιτρέπει να ζει αξιοπρεπώς σε μια χώρα χωρίς να βασανίζεται πολύ: αν είναι να πεινάει και να μην πεθάνει και να γίνει σπουδαίος χωρίς να θυμάται (ο κάθε Γιοντά, ο αθλητής, ο χορευτής, ο εκφραστής του ήχου και της ρευστότητας του κόσμου), το πιθανότερο είναι ότι θα προτιμήσει το δεύτερο, αλλά θα είναι πολύ δύσκολο να γίνει, αφού η ενασχόληση θα επιφέρει αναπόφευκτα την εκμετάλλευση. Στην παρέα ήταν άλλος ένας μαύρος* τυπάκος , πολύ πιο προσαρμοσμένος στην ελληνική πραγματικότητα από τον Γιοντά, πιο κοινωνικός όταν σταματάει η μουσική, που έκατσε και ήπιε την μπύρα του. Προφανώς πολύ ταλαντούχος και ικανός αλλά όχι Γιοντά: είναι η διαφορά εκείνου που κάνει το κέφι του με εκείνον που παίζει προτάσσοντας τη ζωή του.

*Όταν κάποιος είναι μαύρος, τον λες μαύρο. Διότι είναι. Δεν είναι ρατσιστικό. Αν τον πεις νέγρο είναι ρατσιστικό και αν τον πεις έγχρωμο επίσης. Αν τον πεις μαύρο, δεν είναι. Το πιθανότερο είναι ότι αυτός που θα σε μαλώσει για τον χαρακτηρισμό, είναι πιο ρατσιστής από σένα.

Η ίδια η γεωγραφική θέση μαζί με το κλίμα είναι σαφές πως παίζει ρόλο στη δημιουργία του ανθρώπου. Στους Αφρικανούς αρέσει να τρέχουν: όχι πάντα με σκοπό το τρέξιμο, όσο κι αν είναι κυρίαρχοι στις μεγάλες αποστάσεις. Αλλά με το να καλύπτουν τον ανοικτό χώρο. Οι κινήσεις τους γίνονται κάποια στιγμή παρανοϊκές και ανεξέλεγκτες, τα χέρια τους και τα πόδια τους κινούνται με τόση ταχύτητα που σε βάζει στην ψευδαίσθηση. Σε κάποια φάση το βράδυ της Πέμπτης ο Γιοντά είχε... βγάλει το ένα του χέρι από τη μάχη και το γυρόφερνε στον ουρανό και έπαιζε τόσο γρήγορα με το άλλο που νόμιζες ότι εκείνο που ξεκάθαρα δεν πήγαινε πάνω στο ταμπούρλο με κάποιον τρόπο το χτυπούσε, λες και βρισκόσουν μπροστά στο πρώτο κόλπο ενός ταχυδακτυλουργού της τράπουλας.

Το ίδιο χρονικό διάστημα ένας σεσημασμένος αντί-Ναδαλικός φίλος που ζει στο εξωτερικό έστειλε μήνυμα με το ονοματεπώνυμο του τενίστα που απέκλεισε από το Γουίμπλεντον τον Ράφα Ναδάλ. Ο Ντάστιν Μπράουν είναι πολιτογραφημένος Γερμανός, αλλά η σκούφια του κρατάει από την Τζαμάικα και κατά συνέπεια την Καραϊβική. Οι Τζαμαϊκανοί έχουν παράδοση στους σπρίντερ και στη ρέγκε μουσική, αφού ο αρχιερέας της, Μπομπ Μάρλεϊ, είχε από εκεί ρίζες. Η μουσική και ο χορός επανήλθαν και, μάλιστα, μέσα στο κεντρικό κορτ του Γουίμπλεντον. Ο Μπράουν μακέλεψε τον Ναδάλ.

Κάθε μέρα θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό. Αλλά δεν γίνεται να συμβαίνει όλες τις μέρες. Οι Τζαμαϊκανοί και οι Κουβανοί πιάνουν την κιθάρα τους και αφήνουν τα κορίτσια να χορεύουν στον τρελό ρυθμό. Σε κάθε τέχνη και διάσταση υπάρχουν ταλέντα που έχουν ονειρεμένη κλίση πάνω σε ένα αντικείμενο, τα οποία δεν επιδιώκουν να την εξασκήσουν. Δεν επιδιώκουν να φθάσουν ψηλά. Για κάθε Τζίμι Χέντριξ πρέπει να υπάρχει ένας μουσικός που κάνει την κιθάρα του να μιλάει, αλλά δεν θα τον μάθει το σύμπαν. Για κάθε εντυπωσιακή χορεύτρια υπάρχουν μία ντουζίνα Τζαμαϊκανές ή Κουβανές που θα της έριχναν στα αυτιά, αλλά και που δεν θα τις μάθει ποτέ κανείς.

Ο Ντάστιν Μπράουν έπαιζε ακριβώς στον ρυθμό της ρέγκε, με μια χορευτική αναισθησία απέναντι στην αληθινή κατάσταση και ποιον έχει απέναντί του. Ήταν σαν ένας ικανός street-baller του μπάσκετ απέναντι σε έναν σταρ του ΝΒΑ, που του εγγυάται ότι θα έχει κακά ξεμπερδέματα. Δεν πέρασε ούτε ένα γκέιμ για να το καταλάβεις ότι ο Μπράουν θα χρησιμοποιούσε αυτήν τη φυσική αλεγρία ως όχημα για να μπορέσει να νικήσει τον Ναδάλ. Ανέβαινε στον φιλέ συνεχώς και κυνηγούσε winners όποια και να ήταν η προοπτική. Και σε κάθε ευκαιρία έκανε drop shot: καλά ή κακά, μακρινά ή κοντινά, που ο Ναδάλ τα εξοστράκιζε εύκολα ή που τον έβρισκαν απροετοίμαστο, αλλά που σε βάθος χρόνου του τσάκιζαν το ηθικό καθώς ήταν μια τακτική στην οποία ο Μπράουν επέμενε και δεν σταμάτησε να επιμένει παρά το γεγονός ότι ο Ναδάλ τη διάβασε. Ο Ισπανός άρχισε να κουράζεται από τη ρουτίνα των backhand winners του Τζαμαϊκανού με τη ράστα και το άσπρο αμάνικο στο δεύτερο σερβίς του, από τις συνεχείς ανόδους στον φιλέ, από όλα αυτά που ο Μπράουν συνέχισε να τα κάνει χωρίς μνήμη και αντανακλαστικά, σαν να ήταν κανονισμένο να πάσχει από μερική αμνησία κάθε δεύτερη φάση.

Το τένις δεν είναι για τα παιδιά της Καραϊβικής, ούτε, επίσης, τα ομαδικά σπορ πλην του βόλεϊ, το οποίο βασίζεται στη δύναμη, στην ταχύτητα και στο άλμα. Το τένις θέλει τον Μπράουν να νικάει μια φορά τον Ναδάλ και τον δεύτερο να γίνεται καλύτερος επειδή βάζει περισσότερη προπόνηση.

Και ο χορός, η μουσική, τα μικρά βηματάκια με την κιθάρα, είναι πιθανό να μετατραπούν σε μια καταδίκη. Τώρα, θα μου πεις, τι είναι η ζωή; Είναι, βεβαίως, αυτό το πράγμα που θα ήθελες να πληρώνεσαι κάθε πρώτη του μηνός και να είναι όλοι καλά και εκείνο που αναπάντεχα σε βρίσκει να τρέχεις στα νοσοκομεία, αλλά δεν είναι και αυτό που θα σκεφτόσουν πολύ σοβαρά να θυσιάσεις αρκετές από τις συνήθειές σου για να ερωτευτείς σφόδρα, σε σημείο που να χάσεις τον κόσμο;

Και ακόμα και αν δεν ξέρεις τι θα επέλεγες, ακόμα και αν η ζημία θα ήταν πολύ μεγάλη για να πας στο άγνωστο, μόνο και μόνο ότι υπάρχει μια διάστασή σου που θα διάλεγε τον έρωτα χωρίς δεύτερη τέχνη κάνει μοναδικά τα τύμπανα του Γιοντά με τα γουρλωμένα μάτια και τη ρέγκε του Ντάστιν έστω για μία μέρα του χρόνου. 

—————

2015-07-03 03:15

Η διαφορά του «έχω» από το «είμαι».

Τις προάλλες έφθασε η συζήτηση στον Φιντέλ. Του είπα ότι κάθε μέρα τον σκέφτομαι και ότι όταν πεθάνει η Κούβα θα γίνει πολιτεία των ΗΠΑ. Μου είπε ότι τα έχουν πουλήσει όλα. Μου είπε ότι απλώς περιμένουν να πεθάνει και ότι πια δεν κάνουν απόπειρες δολοφονίας, διότι έχει μεγαλώσει. Του είπα ότι θα ήθελα να είμαι στην Κούβα τη μέρα που θα πεθάνει ο Φιντέλ, απλώς εύχομαι να κρατηθεί στη ζωή όσο γίνεται περισσότερο. Συμφώνησε.

Οι Αμερικάνοι φοβόντουσαν τόσο πολύ τον Φιντέλ που όταν το Γκράνμα μετέφερε τους χουντικούς Κουβανούς στις ΗΠΑ, θεωρούσαν ότι μέσα σε αυτούς υπάρχουν Καστρικοί που θα ενημέρωναν τον νέο Κουβανό ηγέτη τι συνέβαινε στη χώρα. Οι Αμερικάνοι έτρεμαν τον Κάστρο. Το λάθος του, βεβαίως, ήταν η Κρίση των Πυραύλων, όταν πείστηκε από τον Χρουστσόφ- ο οποίος μαζί με τον Μπρέζνιεφ κατέστρεψαν τη Σοβιετική Ένωση- ότι έπρεπε να βάλουν πυρηνικά στην Κούβα. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε αρχίσει από το 1947 και κράτησε 42 χρόνια. Ισοϋψώς με τον Παγκόσμιο Πόλεμο, άλλαξε τη μορφή του κόσμου.

Ο Φιντέλ έκανε λάθη. Το ίδιο και ο Γκεβάρα. Φεύγοντας για τη Βολιβία,  οι δύο άντρες τσακώθηκαν. Ο Κάστρο θεωρούσε ότι δεν είναι σωστό το τάιμινγκ και ο Ερνέστο πίστευε στον Μάο: «Όταν θέλεις, μπορείς». Το 1967 ο Γκεβάρα έπεσε νεκρός και 30 χρόνια μετά ανακαλύφθηκε ο μυστικός τάφος του.

Τα λάθη ως έννοια είναι υπερτιμημένα. Ήταν, τουλάχιστον, πριν αυτό το εξάμηνο.

Τον τελευταίο καιρό ακούω πολλά περίεργα. Φερ’ ειπείν, λέγεται κατά κόρον ότι οι μεγάλοι άνθρωποι, αυτούς που εντελώς ρατσιστικά το ίδιο το σύστημα αποκαλεί Τρίτη Ηλικία, προβληματίζονται, και «αφού προβληματίζονται τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Κάτι μου διαφεύγει. Ποιοι ήταν εκείνοι που έλεγαν, «κλείστε τους γέρους μέσα στο σπίτι να μην ψηφίσουν», σε προηγούμενες εκλογικές περιπτώσεις; Πώς το να προβληματίζονται οι ίδιοι άνθρωποι που οι περισσότεροι αστειεύονταν με την ικανότητα της ψήφου τους έχει αναχθεί σε μείζον ζήτημα;

Το απόγευμα της Πέμπτης ήμουν σε ένα σπίτι και δύο μεσήλικες συζητούσαν για τα τραγικά λάθη που έχει κάνει μέχρι τώρα ο Τσίπρας. «Ποτάμι;», ήθελα να τους ρωτήσω. Ο άντρας έλεγε ότι είπε ψέματα προεκλογικά και έπρεπε να πει την αλήθεια. Η επιλεγμένη ευαισθησία αφορά μόνο σε αυτήν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ξαφνικά οι προηγούμενες προεκλογικές αναμετρήσεις έχουν ξεπεραστεί, σαν μόνο σε αυτήν την προεκλογική διαδικασία να ειπώθηκαν ψέματα (θα το δεχτώ, αν και υπάρχει μία τρανταχτή διαφορά: αυτά τα «ψέματα» προσπάθησαν να τα κάνουν να συμβούν). Ξαφνικά οι 5 μήνες, που ακαριαία έγιναν 6, είναι ένα τεράστιο χρονικό διάστημα και μέσα σε αυτό η υπομονή των ανθρώπων έχει εξαντληθεί. Δεν μπορώ στ’ αλήθεια να καταλάβω, όχι την εξαντλημένη υπομονή αλλά, την εξαντλημένη υπομονή σε σχέση με τις μη εξαντλημένες υπομονές της προηγούμενης εικοσαετίας. Τι διάολο, πώς άλλαξαν έτσι οι άνθρωποι και τώρα μετράνε τις υπομονές τους διαφορετικά;

Κατά την ταπεινή γνώμη μου το «ναι» και το «όχι», αυτές οι δύο λέξεις που ήδη έχουν ξεφτιλιστεί με τον ειδεχθέστερο τρόπο, μόλις πέντε μέρες μετά την απόφαση του πρωθυπουργού για δημοψήφισμα, δεν είναι το θέμα. Είναι ένα πολύ ειδικό εγχείρημα που αφορά σε ένα γενικό πλαίσιο. Το πρόβλημα δεν είναι ποιος θα πει «ναι» και ποιος θα πει «όχι». Δεν καθορίζεται από αυτήν την απόφαση το μέλλον της Ελλάδας και σοβαρολογώ απολύτως.

Το μέλλον του κάθε ανθρώπου καθορίζεται από τη σημασία που δίνει στα δύο πιο απλά ρήματα που υπάρχουν: στο «έχω» και στο «είμαι». Προσπαθώντας να μάθω αυτοδίδακτα ιταλικά το «έχω» και το «είμαι» ήταν τα δύο πρώτα ρήματα που έκλινα. Είναι τα πρώτα ρήματα που μαθαίνεις στην ελληνική γλώσσα. Και η διαφορά μεταξύ τους είναι χαώδεις.

Τα κεκτημένα είναι δύσκολο να αποχωριστείς. Με τη μεσαία τάξη να έχει εξαφανιστεί από καιρό, εκείνοι που έχουν λίγα πράγματα σκέφτονται πώς θα τα χάσουν. Ειλικρινά, δεν μπορώ να διαφωνήσω με αυτό. Αλλά κάποιο λάθος πρέπει να υπάρχει, διότι αν ο μισθωτός των 500 ευρώ το οκτάωρο τίθεται στο πλευρό του εφοπλιστή στα 30 του, τότε υπάρχει μία ανορθογραφία, μία τερατική γέννηση. Το χειρότερο, ωστόσο, είναι ότι αυτά που παίρνει έχουν αντικαταστήσει αυτό που είναι. Κάποιοι από εμάς, από τότε που καταλάβαμε τον εαυτό μας, θέλαμε να βγάλουμε λεφτά. Κάποιοι, όμως, δεν είχαμε καν τα χρήματα σαν δεδομένο στα όνειρά μας. Θα έπρεπε να υπάρχουν, αλλά στο όνειρό σου βλέπεις πως είσαι κάπου και δεν βλέπεις τι έχεις. Ο στόχος της ύπαρξής σου είναι να φθάσεις κάπου που έχεις φανταστεί. Να υπερασπιστείς αυτά που σκέφτεσαι. Να γίνεις ανθρωπιστής και να προσπαθήσεις να συμβιώσεις αρμονικά με τους συνανθρώπους σου. Για μένα ήταν ένα γήπεδο του εξωτερικού γεμάτο από κόσμο και ένας τελικός, για κάποιον άλλο είναι η Σκάλα του Μιλάνου και για έναν τρίτο είναι τα μακρινά ταξίδια, οι εικόνες από το υπερπέραν και οι σέλφι με τα γιάμα. Για έναν τέταρτο είναι τα έδρανα της βουλής, μια σπουδαία ομιλία. Για όλους είναι εκείνο το συναίσθημα της αιωνιότητας που νιώθουμε με τους φίλους μας και τα κορίτσια μας, ο έρωτας, το σούρουπο και το δείλι. Ένα τραγούδι του Ζαμπέτα ή των Cure, μία συνέντευξη του θεϊκού Κιθ Ρίτσαρντς, ο Μπαρίσνικοφ να χορεύει κάτω από τον Πύργο του Άιφελ, το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα του Νίτσε, οι καύλες του Χένρι Μίλερ για την Αναΐς Νιν, η τρομακτική επιβλητικότητα του Φιόντορ Ντοστογέφσκι, τα πνιγμένα στο αλκοόλ ταξίδια του Τζακ Κέρουακ, ο Φέντερερ στο Γουίμπλεντον, η Όντρεϊ Χέμπορν στο «Ωραία μου Κυρία» και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο «I have a dream».

Και το «είναι» μας, το μέρος που βρισκόμαστε ή που θέλουμε να πάμε, με τόση ευκολία αντικαθίσταται από το «έχω», το οποίο σε κάθε περίπτωση είναι αβέβαιο. Υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά σε όλο αυτό το παλίμψηστο: δεν λέω να είμαστε μαλάκες και να προσβάλλεται με το παραμικρό η ηθική μας. Λέω απλώς ότι το ξεπούλημα των βιβλίων που έχουμε διαβάσει και της μουσικής που έχουμε ακούσει, σε περίπτωση που ισχύει, δεν είναι κομψό. Αυτό το δημοψήφισμα, σε ένα φιλολογικό πλαίσιο, είναι η μάχη απέναντι στον εαυτό μας. Στην ανατροφή και στους γονείς που μας έδωσαν τα εφόδιά μας, στους δασκάλους και στους φίλους που θέλουμε να είμαστε βράχοι και όχι να αλλάζουμε γνώμη καθ’ εκάστη, απέναντι στην ίδια τη ζωή που μια κερδίζουμε και μια χάνουμε και κυρίως απέναντι στη σατράπισσα νύχτα, που ξύπνιοι μέσα σε αυτήν καθορίστηκαν τα όνειρά μας.

Δε νομίζω ότι θα κάνει κάποια μεγάλη διαφορά το τι θα βγει στο δημοψήφισμα. Αλλά δεν μπορώ να μην σκεφτώ ότι ο Φιντέλ για το Κίνημα της 26ης Ιουλίου άφησε το δικηγορικό γραφείο του, ο Γκεβάρα για τη Σάντα Κλάρα και τις ΗΠΛΑ (τις Ηνωμένες Πολιτείες Λατινικής Αμερικής) άφησε το ιατρείο του, ο Καρλ Μάρξ πέθανε στην ψάθα αφού έγραψε το «Κομουνιστικό Μανιφέστο» και ο Μαχάτμα Γκάντι άφησε τις δικηγορικές δουλειές του για την «Πορεία του Αλατιού». Δεν μπορώ να μη θυμηθώ εκείνη την ιστορία που διάβασα για το δακρύβρεχτο ξέσπασμα του Λούι Άρμστρονγκ για τα δικαιώματα των μαύρων στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου- ενός ιδιοφυούς μουσικού που δεν φαινόταν να επαναστατεί σε μία πολύ δύσκολη εποχή- και για την άρνηση του Λιού Αλτσίντορ, που μετονομάστηκε σε Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ.

Δεν μπορώ να αφήσω έναν Γερμανό να μου λέει τι να κάνω στην πατρίδα μου, τη στιγμή που ο Χίτλερ κατέκτησε την Ελλάδα σε 219 μέρες το 1941 ενώ για τη Γαλλία χρειάστηκε 177 λιγότερες. Τέλος, ως Λευτέρης, δεν μπορώ να έχω την ίδια γνώμη με κάποιον που αποκαλεί γυναίκες «πουτάνες» και «παραδουλεύτρες» και με τη γυναίκα του, που ξεδιάντροπα ρωτάει τις γυναίκες αν τις «έτσουξε» η τοποθέτηση του συζύγου τους. Έστω και αν πρέπει να έχω την ίδια με άλλα ανθρωποειδή. Είναι αναγκαίο κακό. Κι ας μην ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει. 

Απλώς δεν γίνεται. Προτιμώ να κάνω ένα λάθος από μόνος μου, παρά να ταχθώ στη φάμπρικα των μαυραγοριτών και των εκδοτών που απολύουν κόσμο. Υπάρχουν ακόμα πολλά χρόνια ζωής. Και δεν θέλω να μετανιώνω για μια ψήφο η οποία κρίνει κάτι πολύ σημαντικότερο από τη ζωή του καθενός: τον χαρακτήρα του. 

—————

2015-07-01 21:27

Ο καλός και αγαθός χρόνος

Το όνομα της Ευρώπης εμφανίζεται στην ελληνική μυθολογία, προφανώς, ως μίας εκ των ερωμένων του Δία. Η ήπειρος πήρε το όνομά της από αυτήν την παμπάλαια ιστορία και, αυτήν τη στιγμή, είναι ένα όνομα που «καίει». Δε νομίζω ότι, αν ερωτευθείς τη μυθολογία, υπάρχει κάποια ιστορία που μπορεί να την ξεπεράσει. Ο ελληνικός παγανισμός στηρίζεται σε πολλά πρόσωπα και φοβερούς τσακωμούς Θεούς και οι ανατολίτικες θρησκείες σε έναν μόνο ήρωα. Για κάποιο λόγο, έχουμε πειστεί ότι το ανατολίτικο σύστημα λειτουργεί καλύτερα από το παγανιστικό, αυτήν την ποικιλία στην υπερανθρώπινη πανίδα. Από την άλλη μεριά, βεβαίως, ένα ζήτημα είναι ότι η μονοθεΐα ξεκίνησε ως ανατρεπτική αντίληψη από την αρχαία Ελλάδα. Ο Σωκράτης ήπιε το κώνιο για αυτόν τον λόγο. Ο Πλάτωνας συνέχισε παθιασμένα το έργο του και ο Αριστοτέλης, που ήταν μαθητής του Πλάτωνα, διαφώνησε με τον δάσκαλό του σε ορισμένα ζητήματα, με τον ίδιο τρόπο που ο Καρλ Γιουγκ διαφώνησε με τον Σίγκμουντ Φρόιντ σε ένα βασικό κομμάτι: ότι όλα τα ψυχολογικά του ανθρώπου προκαλούνται από τη σεξουαλικότητά του.

Η σύγχρονη Γερμανία έχει βρει τη μορφή που της έχει δώσει ένας Αυστριακός, δηλαδή ο Αδόλφος Χίτλερ. Τις προηγούμενες μέρες στο Facebook- το οποίο προσπαθώ να ελαττώσω σε ό,τι αφορά το feed διότι όλοι λένε τα δικά τους και ουδείς σχεδόν έχει δίκιο· και να πω ότι υπήρχε έστω η υποψία πως η Ήρα τσακώνεται με την Αθηνά, πάει στο διάολο- δημοσιεύτηκε μία φωτογραφία του Γουίνστον Τσόρτσιλ με μία από τις ατάκες του: «Η Γερμανία πρέπει να βομβαρδίζεται κάθε 50 χρόνια: δεν χρειάζεται να ξέρεις εσύ τον λόγο, τον ξέρουν αυτοί». Παρά το γεγονός ότι μοιάζει πολύ με Τσόρτσιλ, δεν το βρήκα κάπου. Αντιθέτως, το βράδυ της Τρίτης- και για να περάσει η ώρα πριν τον ημιτελικό του Κόπα Αμέρικα μεταξύ Αργεντινής και Παραγουάης- ξεκίνησα το South Park. Και εκεί, στο πέμπτο επεισόδιο του πρώτου κύκλου που έχει τίτλο «ένας ελέφαντας κάνει έρωτα σε ένα γουρούνι», που αναφέρεται στη γενετική μηχανική, ένας επιστήμονας μιλάει για το θαύμα της γενετικής μηχανικής με ανακάτεμα που θα μπορούσε να κάνει θαύματα σε είδη όπως οι Γερμανοί.

Ο Ρότζερ Φέντερερ βρίζει στα γαλλικά και πανηγυρίζει στα γερμανικά. Η εποχή του στο τένις αποτελείται από τέσσερις πράξεις, αλλά ουσιαστικά είναι τρεις: η πρώτη έχει να κάνει με την εποχή από το 1998 έως το 2003, όταν κατέκτησε το Γουίμπλεντον στις μικρές ηλικίες, όταν νίκησε τον Πιτ Σάμπρας το 2001 και όταν έφθασε στην κατάκτηση του Major. Η δεύτερη, που είναι η συνέχεια της πρώτης, έχει να κάνει με την εποχή από το 2004 έως το 2007, που κατέκτησε 11 Major. Η τρίτη ξεκινά από το Αυστραλιανό Όπεν του 2008 και καταλήγει στο US Open του 2011, δηλαδή ξεκινά από ήττα σε ημιτελικό με Τζόκοβιτς και τελειώνει σε ήττα σε ημιτελικό με Τζόκοβιτς, με τους δύο match point που έσωσε ο Σέρβος (το μνημειώδες forehand από σερβίς στο πρώτο) στη Νέα Υόρκη. Η τέταρτη και τελευταία εποχή είναι αυτή του βετεράνου, που ξεκινά από το Αυστραλιανό Όπεν του 2012 και θα συνεχιστεί ως το τέλος της καριέρας του, το οποίο ελπίζω ότι θα αργήσει να έρθει.

Και οι τρεις πράξεις της καριέρας του είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Η δεύτερη και η τρίτη, ωστόσο, κερδίζουν, διότι είναι διανθισμένες από πολύ δράμα. Ελάχιστοι αθλητές έχουν κάνει για τα σπορ τους ό,τι ο Φέντερερ έχει κάνει για το τένις. Και το ίδιο λίγοι έχουν βρεθεί στο να πιέζονται από τον χρόνο για να διακόψουν μια καριέρα που είναι μεγαλειώδης και τελικώς να επιμένουν χωρίς δράμα, απλώς συνεχίζοντας για κάτι που στον θεατή δεν μπορείς να δώσεις πλήρη περιγραφή.

Ο Φέντερερ έζησε, το 2008, την απόλυτη αμφιβολία. Ως τον τελικό του US Open του 2007 ήταν απολύτως φυσιολογικό να νικάει: εκτός του Ρολάν Γκαρός που ανέλαβε από νωρίς ο Ναδάλ, ο Φέντερερ ήταν κυρίαρχος σε όλες τις επιφάνειες. Το 2008 έχασε, λόγω της λοιμώδους μονοπυρήνωσης, από τον Τζόκοβιτς στον ημιτελικό της Μελβούρνης, συνετρίβη από τον Ναδάλ στον τελικό του Ρολάν Γκαρός, έχασε το μυθικό ματς του Γουίμπλεντον και νίκησε στο US Open- 3-0 τον νεαρό Άντι Μάρεϊ- κατακτώντας το 13ο Major, μόνο που έμοιαζε με παρηγοριά στον άρρωστο. Σε εκείνη τη διοργάνωση αποφάσισε να γίνει λίγο πιο ανθρώπινος. Ένας κρίσιμος πόντος συνοδευόταν από πανηγυρισμό, ο οποίος συνήθως ερχόταν στην αγγλική: Come on! Πριν δυο χρόνια έπεσε το μάτι μου σε ένα άρθρο το οποίο εξέφραζε τις αμφιβολίες του ακριβώς για αυτό: τόνιζε ότι όσο μεγαλώνει ο Φέντερερ έπρεπε να επιστρέφει στις ρίζες του και τα αρχέγονα ένστικτά του και το αγγλικό έπρεπε να αντικατασταθεί με το γερμανικό. Ο απόλυτος αθλητικός κοσμοπολίτης έπρεπε να επιστρέψει στη γλώσσα του.

Ο Φέντερερ δεν είναι μόνο ο κορυφαίος τενίστας όλων των εποχών στον συνδυασμό του παλιού με το νέο και στην εφευρετικότητα: είναι κορυφαίος και σε καταστάσεις που δεν έχουν να κάνουν με τακτική ή τεχνική. Είναι υπέροχος όταν τελειώνει ένα γκέιμ στο σερβίς του, όπως κατευθύνεται στην καρέκλα του. Είναι σπουδαίος στο πώς χαιρετά τους φίλους του τένις με τη λήξη ενός παιχνιδιού που έχει νικήσει. Είναι θαυμάσιος ο τρόπος που μπαίνει στο κορτ. Σε αυτές τις απέριττες κινήσεις στηρίζει τη δημοφιλία του. Εδώ και 14 χρόνια είναι ο πιο δημοφιλής τενίστας του κόσμου, το μόνο βραβείο που ξέρουμε πού θα πάει πριν ξεκινήσει η σεζόν στο Ντουμπάι ή στο Μπρισμπέιν.

Στο πρώτο παιχνίδι του στο Γουίμπλεντον του 2015, ο Φέντερερ νίκησε άνετα τον Νταμίρ Ντζούμουρ από τη Βοσνία. Από το 2005- όταν βρέθηκα να είμαι παθιασμένος θαυμαστής μετά την ήττα από τον Ναδάλ στον ημιτελικό του Ρολάν Γκαρός- έως και πρόπερσι, αυτοί οι γύροι ήταν ήσσονος σημασίας. Βρέθηκα, βεβαίως, να παρακολουθώ το ματς με τον Σεργκέι Στακόφσκι στον δεύτερο γύρο του 2013, όταν κάποιο γενετικό λάθος τον οδήγησε στον αποκλεισμό. Όσο μεγαλώνει ο ίδιος (και μεγαλώνει μαζί μου, διότι είμαι μεγαλύτερός του κατά 19 μέρες μόνον και δεν μπορείτε να φανταστείτε τη στέρεη ικανοποίηση που παίρνω από αυτό το κατάτι κοινό) μεγαλώνω μαζί του. Το διάστημα της ψυχρολουσίας ήρθε από το 2011 και έπειτα, με την απαίτηση να σταματήσει το τένις. Είμαστε πολύ σκληροί με τους ανθρώπους, ακόμα και με εκείνους που δεν γνωρίζουμε. Τον Οκτώβρη του 2014 οι Ρόλινγκ Στόουνς γιόρταζαν τα 50 χρόνια τους στη Νέα Υόρκη, αλλά αν άκουγαν το κοινό το 1975, υποθέτω, θα έπρεπε να έχουν σταματήσει εδώ και... 40 χρόνια. Οι Στόουνς συνέχισαν, εξ ου και το μυθικό νούμερο ένα του Μικ Τζάγκερ στο Τοπ 10 του Λέτερμαν: «Ξεκινάς να παίζεις ροκ εντ ρολ για να παίρνεις ναρκωτικά και να κάνεις σεξ, αλλά τελειώνεις παίρνοντας ναρκωτικά, για να μπορείς να παίζεις ρόκ εντ ρολ και να κάνεις σεξ». Δε νομίζω ότι νοιάζει κάποιον αν οι Στόουνς είναι καλοί στις συναυλίες τους: αυτό που τους ενδιαφέρει είναι ότι είναι όλοι ζωντανοί. Η μνήμη από εκείνη τη συναυλία στο ΟΑΚΑ τον Σεπτέμβριο του 1998 (που είναι έντονη διότι έπρεπε να παίξει ο Παναθηναϊκός με την Ντινάμο Κιέβου στη Νέα Φιλαδέλφεια) συνοψιζόταν σε μόλις μία φράση: ακόμα αυτοί;

Έχω φίλους θαυμαστές του Φέντερερ. Όλοι πιστεύουμε πριν από κάθε Major ότι θα νικήσει, ακόμα και αν πρόκειται για το Ρολάν Γκαρός. Το 2011 ήταν η μόνη φορά που έπαιξα στοίχημα στο τένις: το πρώτο, από κοινού με τον φίλο μου τον Αντώνη, ήταν ότι θα κατακτήσει το τουρνουά. Το δεύτερο, πριν φύγω για την Κάλυμνο και το Final 4 του Κυπέλλου, ότι θα νικήσει τον Νόβακ Τζόκοβιτς 3-0 στον ημιτελικό. Έφθασα αρκετά κοντά και στα δύο. Εκείνος ο τελικός με τον Ναδάλ βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη μνήμη μου: μαζί με τον τελικό του Αυστραλιανού Όπεν του 2009 (αλλά όχι και του Γουίμπλεντον του 2008, σε εκείνο το ματς θα δραπέτευε με τη νίκη εφόσον ερχόταν) ήταν τα δύο ματς που θεωρώ ότι τα είχε, ότι αν τα έπαιζε ξανά με τους ίδιους φυσικούς και σωματικούς όρους, την επόμενη μέρα, θα τα νικούσε. Ένας λόγος που ενώ τον μισούσα, σε αθλητικό πλαίσιο, συμπαθώ τον Ναδάλ, είναι ότι εκείνη η εποχή τους έβρισκε να παίζουν μαζί σε κάθε τουρνουά, στον τελικό. Η απόκλιση από τους υπόλοιπους ήταν τεράστια και αν εξαιρεθεί το Γουίμπλεντον του 2006 και του 2007, ο Φέντερερ έχανε πάντα. Είναι, όμως, μια εποχή που μοιάζει μακρινή και για αυτό καθίσταται προνομιούχα για όλους εμάς.

Είδα το πρώτο παιχνίδι του επειδή είχα την ευχέρεια, αλλά διότι θέλω να στήνομαι στον υπολογιστή και να βλέπω κάθε παιχνίδι του, με όποιον αντίπαλο. Για μια τετραετία ασχολούμουν με το να παρακολουθώ παιχνίδια του τη στιγμή που συνέβαιναν από τη φάση των «16» και έπειτα: τώρα, ωστόσο, το πλαίσιο της σχέσης, αυτής της μυστηριώδους μαγικής σχέσης που σε κάνει να νιώθεις μέρος της ιστορίας κυρίως διότι είσαι χαζός, το δικαίωμα να παρακολουθώ τα παιχνίδια του συνοδεύεται από επιθυμία. Να, την Τρίτη, είπα να πάω από το σούπερ μάρκετ μετά τη λαϊκή να πάρω σαντιγί και φρόντισα να φάω μαζί φράουλες, που είναι το κλασικό έδεσμα του Γουίμπλεντον, την ώρα που θα παιζόταν το πρώτο γκέιμ.

Διότι είναι προνόμιο να βλέπεις τον Φέντερερ λάιβ να παίζει. Ο καλός και αγαθός χρόνος στο δείχνει. Σε αυτό το σημείο ήταν που καλούνταν να φθάσει η σχέση που έχεις με έναν αθλητή ο οποίος σε σημαδεύει για τον ένα ή τον άλλο λόγο (κοιτάξτε, το Χάρι Πότερ δεν είναι Ταρκόφσκι, αλλά τα λάτρεψα και τα οκτώ, επειδή το μέρος που βρίσκομουν όταν τα είδα ήταν ιδεατό) και που δεν θέλεις να βλέπεις το μαρτύριο που περνάει επειδή σε ακουμπάει. Με 39 μέρες να απομένουν για τα γενέθλιά του, ο Ρότζερ Φέντερερ είναι ένας θρύλος που μπορεί να κάνει χάρη στον εαυτό του που παίζει, αλλά που πρωτίστως κάνει σε εμάς. Και ενώ κάθε Major που περνάει είναι ολοένα και πιο δύσκολο να το κατακτήσει, το ότι συντονίζεσαι για να παρακολουθήσεις τα παιχνίδια του ενέχει ιδιωτικούς κωδικούς που είναι πολύ δύσκολο να συναντήσεις ξανά.

—————

—————


Ό,τι του φανεί

/album/%cf%8c%2c%cf%84%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%af/i-m-not-always-right-but-i-m-never-wrong-jpg/

—————