Η σαγήνη της γενεαλογικής ιστορίας
Επιρρεπής στις ρομαντικές ιστορίες που έχουν βαθύτητα ύπαρξης, για να παραμείνουν ανεξίτηλες στο πέρασμα του χρόνου, ο θεατής, είτε γίνεται γραφιάς ή όχι, έχει το προσωπικό καθήκον να φτιάχνει το δικό του παραμύθι, ώστε συν τω χρόνω αντί να επιβιώνει, να ζει. Σε κοινωνίες που δεν μπορούν να έχουν αυτάρκεια η οποία πηγάζει από την οργάνωσή τους, η επιβίωση είναι το πρώτιστο συστατικό και συνήθως συνοδεύεται από ψευδαίσθηση και βαρύγδουπες κουβέντες. Όπως έλεγε και ο, πλέον σχεδόν αγαπημένος, Λούι Σι Κέι, απαγορεύεται να χρησιμοποιείς, αν έχεις σπίτι, ψωμί και τυρί, το ρήμα «λιμοκτονώ». Εδώ αποτελεί σχεδόν ποινικό αδίκημα η λέξη «πεινάω». Όταν έχεις κάθε μέρα να τρως, δεν γίνεται να πεινάς. Διότι υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά πεινούν. Που είναι τυχεροί, αν τρώνε μια φορά τις δύο μέρες. Που δεν είναι, πια, πολύ μακριά, και δεν χρησιμοποιούνται ως παράδειγμα για τη διαπαιδαγώγηση ενός πιτσιρικά, στο να εκτιμήσει αυτά που έχει.
Το κείμενο- αν και ξέφυγε υπό την ψυχολογική πίεση των ημερών στον πρόλογο, μια και κάθε φορά βρίσκει έναν καλό λόγο να ξεφεύγει- δεν απέχει από τα απόνερα του Ευρωμπάσκετ.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν εξαιρετικά διεγερτική η ιδέα του αρχείου. Η αθλητική σύνταξη ήταν ένας μακρόπνοος στόχος, που ωστόσο στην εφηβεία απείχε μόλις ένα βήμα, περισσότερο από όσο απείχε όλα τα χρόνια που βρίσκομαι σε εφημερίδες. Τότε, τον Ιούνιο που γινόταν το Ευρωμπάσκετ του 1995, ο Αντώνης ερχόταν στο σπίτι και με έβρισκε, καθημερινά, να κρατάω ανά χείρας ένα ένθετο της «Βραδυνής», που είχε δύο συγκεκριμένες φωτογραφίες: η μία ήταν της Γιουγκοσλαβίας του ’89, όταν πήρε το τρόπαιο στο Ζάγκρεμπ και η άλλη εκείνης του ’91, που είχε κατακτήσει το Ευρωμπάσκετ στη Ρώμη. Ήταν τόση η σιχασιά του φίλου, που αποφάσισε να αντιτεθεί στους Γιουγκοσλάβους, αφού, όμως, σε μία πράξη έσχατης προδοσίας, πετάχθηκε μέχρι το ΟΑΚΑ για να τους δει να παίζουν με τους Ιταλούς στους ομίλους μίας διοργάνωσης.
Υπάρχει ένα συγκεκριμένο στιγμιότυπο που θυμάμαι ξεκάθαρα, αν και δεν θυμάμαι εκείνον που με είχε ρωτήσει. Είχα πάει στο καφενείο του χωριού για να πάρω χρήματα από τον πατέρα μου, ο οποίος, λόγω ότι, να, είχε καλή διάθεση εκείνη τη στιγμή, κοκορεύτηκε για τις ποδοσφαιρικές γνώσεις μου. Δεν ξέρω γιατί, αφού γνώριζε ότι η εκπαιδευτική καριέρα μου θα πήγαινε για φούντο. Πάντως αφού ένας ποδοσφαιρικός γνώστης προκλήθηκε από αυτήν την επισήμανση, μου έκανε την ερώτηση για το ποιος πήρε το Μουντιάλ του 1974. Του απάντησα, αναφερόμενος, προφανώς, και στις 16 πάσες που έκαναν οι Ολλανδοί, με τον Γιόχαν Κρόιφ να παίρνει το πέναλτι από τον Μπέρι Φογκτς. Η επόμενη ερώτηση ήταν η πιο φυσιολογική: «Έχεις δει τον Κρόιφ να παίζει;».
Ο τύπος ήταν περίπου 45 χρονών, βρισκόμαστε κοντά στο 1996, όπερ μεθερμηνευόμενον έχουν περάσει 22, μόλις, χρόνια, από εκείνο τον τελικό. Και τότε, για πρώτη φορά, η σαρκαστική αλήθεια έρχεται και με βρίσκει. Υπάρχει κάτι σαν οφειλή μου, σε όλο αυτό, σαν να έπρεπε να αισθάνομαι ενοχές που δεν ήμουν σε μια κάποια ηλικία το 1974 ή που έμεναν 7 χρόνια μέχρι να δω το πρώτο φως, σαν να έφταιγα που δεν είχα δει τον Κρόιφ να παίζει. Ήταν άσχημο και σχετικά κακόγουστο, ωστόσο είναι ένα είδος ηλικιακού bullying. Μία μικρή αποζημίωση για τα κουσούρια της πραγματικότητας και την ηλικιακή άνοδο η οποία προφανώς έρχεται με μερικά συμπτώματα: την αισθητή μείωση της μέρας και των ωρών, οι οποίες περνούν πάντα πιο αργά από το αναμενόμενο, της καχυποψίας και του ανικανοποίητου για τις καταστάσεις που ζεις, της γενικότερης αστάθειας που φέρνει η έλλειψη μακροπρόθεσμων στόχων.
Προσπαθώ τόσο πολύ να πείσω τον εαυτό μου ότι το φετινό Ευρωμπάσκετ, που τελείωσε την Κυριακή με τους Ισπανούς για πρωταθλητές Ευρώπης, είναι εξαιρετικά σημαντικό. Και ο λόγος που το κάνω, είναι διότι θεωρώ τη διοργάνωση του 1995, στην Αθήνα, την κορυφαία στην ιστορία. Όχι, ο πραγματικός λόγος που το κάνω είναι επειδή τότε ήμουν 14. Οι μέρες ήταν μεγάλες. Οι επιλογές, όσο ανύπαρκτες, τεράστιες. Με τους φίλους παίζαμε. Εκείνα τα χρόνια λογικά ήταν χάλια τις προηγούμενες μέρες. Κάποιος θα σε έλεγε χοντρό. Κάποιος θα σε χτυπούσε στο σβέρκο. Κάποια θα σου ψιθύριζε, καγχάζοντας, «όχι». Δεν ξέρω κανέναν κάτω των 40 που κοιτάζει τώρα δικές του φωτογραφίες με εκείνες όταν ήταν 20 χρονών, υποστηρίζοντας ότι ήταν καλύτερος τότε από τώρα. Οι γονείς ήταν νευρικοί, επειδή τα προβλήματα της οικογένειας ήταν ένα συμπαντιαίο γεγονός μεγαλύτερο από οτιδήποτε άλλο.
Όμως, όταν ερχόταν κάτι νέο και σε έβρισκε, ήταν κάθε φορά σαν να δοκίμαζες καρπούζι για πρώτη φορά. Και νόμιζες ότι αυτός ο ενθουσιασμός θα διαρκέσει. Τη μέρα που ξεκίνησα το τσιγάρο, τα Χριστούγεννα του 2000, κάπνισα 10 συνεχόμενα. Την επόμενη κάπνιζα και έτρωγα μαζί, παϊδάκια. Και αυτή η λαιμαργία ήταν μία από τις ωραιότερες σκηνές στη ζωή, όπως πρέπει να είναι τα θανάσιμα αμαρτήματα.
Νιώθεις, πάει να πει, ότι μεγαλώνεις, όταν βλέπεις να τέμνονται συντεταγμένες στις καταστάσεις που σε αφορούν για να βγάλουν ένα νέο αποτέλεσμα. Και το Ευρωμπάσκετ του 2015, μέσα από την τομή, έβγαλε αυτό το νέο αποτέλεσμα.
Το Ευρωμπάσκετ του 2015, όπως ακριβώς συνέβη με την τελευταία μάζωξη όλων (πλην του μακαρίτη του Ντράζεν) των αστέρων της δεκαετίας του ’80 πριν 20 χρόνια, αποτέλεσε ένα αντίο. Είμαι έως και βέβαιος ότι τον Τόνι Πάρκερ, τον Ντιρκ Νοβίτσκι και τον Πάου Γκασόλ δεν πρόκειται να δούμε ξανά μαζί σε μία τέτοια διοργάνωση. Είναι η αφρόκρεμα μίας γενιάς καλαθοσφαιριστών που βγήκε μαζί και που περιέχει τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, τον Χουάν Κάρλος Ναβάρο, τον Αντρέι Κιριλένκο και τον Χέντο Τούρκογλου. Αλλά και τον Θοδωρή Παπαλουκά και τον Δημήτρη Διαμαντίδη (όχι, όμως τον Βασίλη Σπανούλη, τον Νίκο Ζήση και τον Ρούντι Φερνάντεθ, οι οποίοι ξεμύτισαν ελάχιστα αργότερα). Από το 1999 έως το 2001 όλοι αυτοί, γεννημένοι από το 1978 έως το 1982, βρέθηκαν ή στη διοργάνωση της Γαλλίας ή σε εκείνη της Τουρκίας. Το 2003 έπαιξαν όλοι μαζί, στην ίδια διοργάνωση. Οι τρεις πρώτοι έπαιξαν στην τελευταία διοργάνωση μαζί και ταυτοχρόνως έγιναν πρώτοι σκόρερ στην ιστορία της, ξεπερνώντας τον Νίκο Γκάλη με τουλάχιστον 15 περισσότερα ματς να τον χωρίζουν από αυτόν (49 σε σχέση με 33 έχει ο Νοβίτσκι) και τουλάχιστον δύο παραπάνω διοργανώσεις. Είναι μια γενιά παικτών η οποία πήρε το παιχνίδι στην Ευρώπη με τον κανονισμό των 24’’ και το πήγε μπροστά. Ασφαλώς αντιλαμβάνομαι την ανάγκη του θεατή να ψάχνει για θρύλους, να πιστεύει κάποιους με πάθος, αλλά σε αυτήν την περίπτωση το θαυμάσιο είναι ότι πρόκειται για μία συγκεκριμένη γενιά, με μέλη που μάλλον δεν είχαν ιδέα ότι ήταν αποσπάσματά της, να ταξιδεύουν μαζί και να τα παρατάνε μαζί. Τουλάχιστον βάζοντας μία πολύ δυναμική εκπροσώπηση σε ένα Ευρωμπάσκετ, το προτελευταίο που γίνεται με απόσταση διετίας από το προηγούμενο. Μετά το 2017 η επόμενη διοργάνωση θα γίνει το 2021, οπότε σε αυτήν την περίπτωση το τέλος εποχής μπορεί να μπει σε ταμπέλα με λαμπάκια νέον που αναβοσβήνουν.
Η Ισπανία, υπό αυτήν την έννοια, είναι η δικαιότατη πρωταθλήτρια Ευρώπης. Από όλους αυτούς τους παίκτες, μόνο ο γίγαντας Πάου έχει δει την ομάδα του- είτε ως μέρος της είτε ως στοιχειό για τους αντιπάλους- να παίζει σε 7 διαδοχικούς ημιτελικούς Ευρωμπάσκετ.
Μου αρέσει η έννοια της γενιάς, αλλά μου αρέσουν και οι παίκτες που συμβολίζουν κάτι βγαίνοντας μόνοι τους, σαν σχεδίες μίας ολόκληρης ηλικιακής εποχής, στο προσκήνιο. Τέτοιος ήταν ο Ντράζεν Πέτροβιτς ή ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα για το μπάσκετ, τέτοιος ήταν, μάλλον και ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Ρότζερ Φέντερερ για το τένις, ο Τάιγκερ Γουντς για το γκολφ, ο Μάικ Τάισον για το μποξ, η Νάντια Κομανέτσι για τη γυμναστική ή ο Ντιέγκο Μαραντόνα για το ποδόσφαιρο.
Όσον αφορά στους παλιότερους, που τους αρέσει να σου υπενθυμίζουν τι δεν έχεις ζήσει, λες και έχεις την ευθύνη για το σπερματοζωάριο που δεν μπήκε στις ωοθήκες λίγο νωρίτερα; Φαντάζομαι ότι η αυθαιρεσία σου τους οδηγεί σε αυτό το στάδιο. Είναι μία μικρή επιτηδευμένη εκδίκηση απέναντι στον νέο, που ξεγελιέται νομίζοντας ότι όσο μεγαλώνει οι καταστάσεις στον κόσμο θα είναι διαφορετικές, επειδή εκείνος και η ομοταξία του θα τις δημιουργήσουν κατά πώς επιθυμούν. Οι νέοι δεν μπορούν να γνωρίζουν ότι η βαθύτητα στην ύπαρξη είναι μία και ότι μπορεί εκείνοι να αποτελούν πουλιά που θέλουν να πετάξουν, φέρνοντας νέες ιδέες, αλλά όλοι κάποτε, μονάχοι ή ομαδόν, βασίστηκαν συλλήβδην στις νέες ιδέες τους για να αλλάξουν τον κόσμο οι οποίες, κιόλας, ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακές για την εποχή τους, αλλά παρωχημένες όσο τα χρόνια περνούσαν, διότι μία ιδέα που λέγεται χάνει απευθείας ένα μεγάλο μέρος από την πρωτοτυπία της.
Σόρι επόμενη σπουδαία ιστορία. Θα πρέπει να παλέψω ακόμα περισσότερο για να δεχθώ το μεγαλειώδες σου. Αυτήν τη στιγμή υπάρχει οριακά μέλλον με προοπτικές, αλλά υπάρχει. Πριν 20 χρόνια ήταν βέβαιο το μέλλον με τις προοπτικές, τόσο που δεν ασχολούμουν. Ασφαλώς πρόκειται να χάσω τα νέα φτερουγίσματα, όσο θα σας κοιτάζω να αναφέρεστε με απέχθεια, η οποία συνοδεύει τον φαινομενικό συντηρητισμό μου, ενώ θα κάνω εισαγωγή στον κόσμο της σοφίας, ανεξαρτήτως αν μείνω εκεί ακίνητος μέχρι το ταξίδι του φωτός, που θα μετατρέψει το πρώτο του άλλοτε σε τελευταίο του επόμενου τώρα.