Χωρίς τελείες


Blog

2015-09-22 05:08

Η σαγήνη της γενεαλογικής ιστορίας

Επιρρεπής στις ρομαντικές ιστορίες που έχουν βαθύτητα ύπαρξης, για να παραμείνουν ανεξίτηλες στο πέρασμα του χρόνου, ο θεατής, είτε γίνεται γραφιάς ή όχι, έχει το προσωπικό καθήκον να φτιάχνει το δικό του παραμύθι, ώστε συν τω χρόνω αντί να επιβιώνει, να ζει. Σε κοινωνίες που δεν μπορούν να έχουν αυτάρκεια η οποία πηγάζει από την οργάνωσή τους, η επιβίωση είναι το πρώτιστο συστατικό και συνήθως συνοδεύεται από ψευδαίσθηση και βαρύγδουπες κουβέντες. Όπως έλεγε και ο, πλέον σχεδόν αγαπημένος, Λούι Σι Κέι, απαγορεύεται να χρησιμοποιείς, αν έχεις σπίτι, ψωμί και τυρί, το ρήμα «λιμοκτονώ». Εδώ αποτελεί σχεδόν ποινικό αδίκημα η λέξη «πεινάω». Όταν έχεις κάθε μέρα να τρως, δεν γίνεται να πεινάς. Διότι υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά πεινούν. Που είναι τυχεροί, αν τρώνε μια φορά τις δύο μέρες. Που δεν είναι, πια, πολύ μακριά, και δεν χρησιμοποιούνται ως παράδειγμα για τη διαπαιδαγώγηση ενός πιτσιρικά, στο να εκτιμήσει αυτά που έχει.

Το κείμενο- αν και ξέφυγε υπό την ψυχολογική πίεση των ημερών στον πρόλογο, μια και κάθε φορά βρίσκει έναν καλό λόγο να ξεφεύγει- δεν απέχει από τα απόνερα του Ευρωμπάσκετ.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν εξαιρετικά διεγερτική η ιδέα του αρχείου. Η αθλητική σύνταξη ήταν ένας μακρόπνοος στόχος, που ωστόσο στην εφηβεία απείχε μόλις ένα βήμα, περισσότερο από όσο απείχε όλα τα χρόνια που βρίσκομαι σε εφημερίδες. Τότε, τον Ιούνιο που γινόταν το Ευρωμπάσκετ του 1995, ο Αντώνης ερχόταν στο σπίτι και με έβρισκε, καθημερινά, να κρατάω ανά χείρας ένα ένθετο της «Βραδυνής», που είχε δύο συγκεκριμένες φωτογραφίες: η μία ήταν της Γιουγκοσλαβίας του ’89, όταν πήρε το τρόπαιο στο Ζάγκρεμπ και η άλλη εκείνης του ’91, που είχε κατακτήσει το Ευρωμπάσκετ στη Ρώμη. Ήταν τόση η σιχασιά του φίλου, που αποφάσισε να αντιτεθεί στους Γιουγκοσλάβους, αφού, όμως, σε μία πράξη έσχατης προδοσίας, πετάχθηκε μέχρι το ΟΑΚΑ για να τους δει να παίζουν με τους Ιταλούς στους ομίλους μίας διοργάνωσης.

Υπάρχει ένα συγκεκριμένο στιγμιότυπο που θυμάμαι ξεκάθαρα, αν και δεν θυμάμαι εκείνον που με είχε ρωτήσει. Είχα πάει στο καφενείο του χωριού για να πάρω χρήματα από τον πατέρα μου, ο οποίος, λόγω ότι, να, είχε καλή διάθεση εκείνη τη στιγμή, κοκορεύτηκε για τις ποδοσφαιρικές γνώσεις μου. Δεν ξέρω γιατί, αφού γνώριζε ότι η εκπαιδευτική καριέρα μου θα πήγαινε για φούντο. Πάντως αφού ένας ποδοσφαιρικός γνώστης προκλήθηκε από αυτήν την επισήμανση, μου έκανε την ερώτηση για το ποιος πήρε το Μουντιάλ του 1974. Του απάντησα, αναφερόμενος, προφανώς, και στις 16 πάσες που έκαναν οι Ολλανδοί, με τον Γιόχαν Κρόιφ να παίρνει το πέναλτι από τον Μπέρι Φογκτς. Η επόμενη ερώτηση ήταν η πιο φυσιολογική: «Έχεις δει τον Κρόιφ να παίζει;».

Ο τύπος ήταν περίπου 45 χρονών, βρισκόμαστε κοντά στο 1996, όπερ μεθερμηνευόμενον έχουν περάσει 22, μόλις, χρόνια, από εκείνο τον τελικό. Και τότε, για πρώτη φορά, η σαρκαστική αλήθεια έρχεται και με βρίσκει. Υπάρχει κάτι σαν οφειλή μου, σε όλο αυτό, σαν να έπρεπε να αισθάνομαι ενοχές που δεν ήμουν σε μια κάποια ηλικία το 1974 ή που έμεναν 7 χρόνια μέχρι να δω το πρώτο φως, σαν να έφταιγα που δεν είχα δει τον Κρόιφ να παίζει. Ήταν άσχημο και σχετικά κακόγουστο, ωστόσο είναι ένα είδος ηλικιακού bullying. Μία μικρή αποζημίωση για τα κουσούρια της πραγματικότητας και την ηλικιακή άνοδο η οποία προφανώς έρχεται με μερικά συμπτώματα: την αισθητή μείωση της μέρας και των ωρών, οι οποίες περνούν πάντα πιο αργά από το αναμενόμενο, της καχυποψίας και του ανικανοποίητου για τις καταστάσεις που ζεις, της γενικότερης αστάθειας που φέρνει η έλλειψη μακροπρόθεσμων στόχων.

Προσπαθώ τόσο πολύ να πείσω τον εαυτό μου ότι το φετινό Ευρωμπάσκετ, που τελείωσε την Κυριακή με τους Ισπανούς για πρωταθλητές Ευρώπης, είναι εξαιρετικά σημαντικό. Και ο λόγος που το κάνω, είναι διότι θεωρώ τη διοργάνωση του 1995, στην Αθήνα, την κορυφαία στην ιστορία. Όχι, ο πραγματικός λόγος που το κάνω είναι επειδή τότε ήμουν 14. Οι μέρες ήταν μεγάλες. Οι επιλογές, όσο ανύπαρκτες, τεράστιες. Με τους φίλους παίζαμε. Εκείνα τα χρόνια λογικά ήταν χάλια τις προηγούμενες μέρες. Κάποιος θα σε έλεγε χοντρό. Κάποιος θα σε χτυπούσε στο σβέρκο. Κάποια θα σου ψιθύριζε, καγχάζοντας, «όχι». Δεν ξέρω κανέναν κάτω των 40 που κοιτάζει τώρα δικές του φωτογραφίες με εκείνες όταν ήταν 20 χρονών, υποστηρίζοντας ότι ήταν καλύτερος τότε από τώρα. Οι γονείς ήταν νευρικοί, επειδή τα προβλήματα της οικογένειας ήταν ένα συμπαντιαίο γεγονός μεγαλύτερο από οτιδήποτε άλλο.

Όμως, όταν ερχόταν κάτι νέο και σε έβρισκε, ήταν κάθε φορά σαν να δοκίμαζες καρπούζι για πρώτη φορά. Και νόμιζες ότι αυτός ο ενθουσιασμός θα διαρκέσει. Τη μέρα που ξεκίνησα το τσιγάρο, τα Χριστούγεννα του 2000, κάπνισα 10 συνεχόμενα. Την επόμενη κάπνιζα και έτρωγα μαζί, παϊδάκια. Και αυτή η λαιμαργία ήταν μία από τις ωραιότερες σκηνές στη ζωή, όπως πρέπει να είναι τα θανάσιμα αμαρτήματα.

Νιώθεις, πάει να πει, ότι μεγαλώνεις, όταν βλέπεις να τέμνονται συντεταγμένες στις καταστάσεις που σε αφορούν για να βγάλουν ένα νέο αποτέλεσμα. Και το Ευρωμπάσκετ του 2015, μέσα από την τομή, έβγαλε αυτό το νέο αποτέλεσμα.

Το Ευρωμπάσκετ του 2015, όπως ακριβώς συνέβη με την τελευταία μάζωξη όλων (πλην του μακαρίτη του Ντράζεν) των αστέρων της δεκαετίας του ’80 πριν 20 χρόνια, αποτέλεσε ένα αντίο. Είμαι έως και βέβαιος ότι τον Τόνι Πάρκερ, τον Ντιρκ Νοβίτσκι και τον Πάου Γκασόλ δεν πρόκειται να δούμε ξανά μαζί σε μία τέτοια διοργάνωση. Είναι η αφρόκρεμα μίας γενιάς καλαθοσφαιριστών που βγήκε μαζί και που περιέχει τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, τον Χουάν Κάρλος Ναβάρο, τον Αντρέι Κιριλένκο και τον Χέντο Τούρκογλου. Αλλά και τον Θοδωρή Παπαλουκά και τον Δημήτρη Διαμαντίδη (όχι, όμως τον Βασίλη Σπανούλη, τον Νίκο Ζήση και τον Ρούντι Φερνάντεθ, οι οποίοι ξεμύτισαν ελάχιστα αργότερα). Από το 1999 έως το 2001 όλοι αυτοί, γεννημένοι από το 1978 έως το 1982, βρέθηκαν ή στη διοργάνωση της Γαλλίας ή σε εκείνη της Τουρκίας. Το 2003 έπαιξαν όλοι μαζί, στην ίδια διοργάνωση. Οι τρεις πρώτοι έπαιξαν στην τελευταία διοργάνωση μαζί και ταυτοχρόνως έγιναν πρώτοι σκόρερ στην ιστορία της, ξεπερνώντας τον Νίκο Γκάλη με τουλάχιστον 15 περισσότερα ματς να τον χωρίζουν από αυτόν (49 σε σχέση με 33 έχει ο Νοβίτσκι) και τουλάχιστον δύο παραπάνω διοργανώσεις. Είναι μια γενιά παικτών η οποία πήρε το παιχνίδι στην Ευρώπη με τον κανονισμό των 24’’ και το πήγε μπροστά. Ασφαλώς αντιλαμβάνομαι την ανάγκη του θεατή να ψάχνει για θρύλους, να πιστεύει κάποιους με πάθος, αλλά σε αυτήν την περίπτωση το θαυμάσιο είναι ότι πρόκειται για μία συγκεκριμένη γενιά, με μέλη που μάλλον δεν είχαν ιδέα ότι ήταν αποσπάσματά της, να ταξιδεύουν μαζί και να τα παρατάνε μαζί. Τουλάχιστον βάζοντας μία πολύ δυναμική εκπροσώπηση σε ένα Ευρωμπάσκετ, το προτελευταίο που γίνεται με απόσταση διετίας από το προηγούμενο. Μετά το 2017 η επόμενη διοργάνωση θα γίνει το 2021, οπότε σε αυτήν την περίπτωση το τέλος εποχής μπορεί να μπει σε ταμπέλα με λαμπάκια νέον που αναβοσβήνουν.

Η Ισπανία, υπό αυτήν την έννοια, είναι η δικαιότατη πρωταθλήτρια Ευρώπης. Από όλους αυτούς τους παίκτες, μόνο ο γίγαντας Πάου έχει δει την ομάδα του- είτε ως μέρος της είτε ως στοιχειό για τους αντιπάλους- να παίζει σε 7 διαδοχικούς ημιτελικούς Ευρωμπάσκετ.

Μου αρέσει η έννοια της γενιάς, αλλά μου αρέσουν και οι παίκτες που συμβολίζουν κάτι βγαίνοντας μόνοι τους, σαν σχεδίες μίας ολόκληρης ηλικιακής εποχής, στο προσκήνιο. Τέτοιος ήταν ο Ντράζεν Πέτροβιτς ή ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα για το μπάσκετ, τέτοιος ήταν, μάλλον και ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Ρότζερ Φέντερερ για το τένις, ο Τάιγκερ Γουντς για το γκολφ, ο Μάικ Τάισον για το μποξ, η Νάντια Κομανέτσι για τη γυμναστική ή ο Ντιέγκο Μαραντόνα για το ποδόσφαιρο.

Όσον αφορά στους παλιότερους, που τους αρέσει να σου υπενθυμίζουν τι δεν έχεις ζήσει, λες και έχεις την ευθύνη για το σπερματοζωάριο που δεν μπήκε στις ωοθήκες λίγο νωρίτερα; Φαντάζομαι ότι η αυθαιρεσία σου τους οδηγεί σε αυτό το στάδιο. Είναι μία μικρή επιτηδευμένη εκδίκηση απέναντι στον νέο, που ξεγελιέται νομίζοντας ότι όσο μεγαλώνει οι καταστάσεις στον κόσμο θα είναι διαφορετικές, επειδή εκείνος και η ομοταξία του θα τις δημιουργήσουν κατά πώς επιθυμούν. Οι νέοι δεν μπορούν να γνωρίζουν ότι η βαθύτητα στην ύπαρξη είναι μία και ότι μπορεί εκείνοι να αποτελούν πουλιά που θέλουν να πετάξουν, φέρνοντας νέες ιδέες, αλλά όλοι κάποτε, μονάχοι ή ομαδόν, βασίστηκαν συλλήβδην στις νέες ιδέες τους για να αλλάξουν τον κόσμο οι οποίες, κιόλας, ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακές για την εποχή τους, αλλά παρωχημένες όσο τα χρόνια περνούσαν, διότι μία ιδέα που λέγεται χάνει απευθείας ένα μεγάλο μέρος από την πρωτοτυπία της.

Σόρι επόμενη σπουδαία ιστορία. Θα πρέπει να παλέψω ακόμα περισσότερο για να δεχθώ το μεγαλειώδες σου. Αυτήν τη στιγμή υπάρχει οριακά μέλλον με προοπτικές, αλλά υπάρχει. Πριν 20 χρόνια ήταν βέβαιο το μέλλον με τις προοπτικές, τόσο που δεν ασχολούμουν. Ασφαλώς πρόκειται να χάσω τα νέα φτερουγίσματα, όσο θα σας κοιτάζω να αναφέρεστε με απέχθεια, η οποία συνοδεύει τον φαινομενικό συντηρητισμό μου, ενώ θα κάνω εισαγωγή στον κόσμο της σοφίας, ανεξαρτήτως αν μείνω εκεί ακίνητος μέχρι το ταξίδι του φωτός, που θα μετατρέψει το πρώτο του άλλοτε σε τελευταίο του επόμενου τώρα. 

—————

2015-09-19 02:33

Εμείς έχουμε τελειώσει

Η προηγούμενη ζωή ήταν μια χαρά. Δεν υπήρχε ελπίδα. Η πρώτιστη φράση είναι αναγκαίο να διαβαστεί όπως γράφτηκε. Όχι με την αγωνία και τη θλίψη που προσφέρει, διότι σε αυτήν την περίπτωση όντως δεν ενέχει κάποια θλίψη. Πράγματι, δεν υπήρχε ελπίδα. Δηλαδή ήταν εξαφανισμένη εκείνη η κατάσταση που σε έκανε να αγωνιάς για το δύσκολο αποτέλεσμα. Κάθε μέρα ήταν χειρότερη από την προηγούμενη, σε πρακτικό στάδιο. Δεν άλλαζε η ποιότητα ζωής (η οποία επελέγη κατ’ αυτόν τον τρόπο ώστε η φούσκα να παραμείνει φούσκα και να μην αποκτήσει βάση), ωστόσο φθάνοντας σε ένα σημείο να συναντάς είδη ανθρώπων που αθροιστικά έφτιαχναν έναν εξαμβλωτικό λαό- να είσαι, να είσαι ένα από αυτά τα είδη- χωρις απαραιτήτως, ωστόσο, να το κάθε ένα ξεχωριστά να μην ενέχει όντως προοπτικές για πρόοδο και βελτίωση, προτιμούσες να απέχεις. Το ζήτημα, σε ό,τι αφορούσε εμένα και τη διακυβέρνηση του κράτους, ήταν η έλλειψη έμπνευσης. Δεν υπήρχε ούτε ένα πρόσωπο που να έχει το χάρισμα. Βεβαίως, η πολιτική έχει ως εξής: πες μια κακή κουβέντα για κάποιο πολιτικό πρόσωπο και μάλλον θα πέσεις μέσα οσονούπω ή εν ευθέτω χρόνω. Όπως στα σπορ, υπάρχει κάτι νομοτελειακό στην αποτυχία όταν πρέπει να κάνεις διαχείριση. Όπως ο αθλητής καλείται να περαιώσει αθλους, αφού είναι η ρίζα της διάστασής του, έτσι και ο πολιτικός πρέπει να βρει τρόπο να διαπρέψει στην πολιτεία. Ένα σεβαστό σύνολο ανθρώπων πρέπει να μένει ικανοποιημένο για πολύ καιρό. Ο αθλητής και ο πολιτικός είναι λογικό ότι έχουν τη στάμπα του λούζερ, άλλωστε για αυτό οι σπουδαίες νίκες εορτάζονται εν εξάλλω καταστάσει. Είναι επιθυμητές, αλλά μόνο στην πορεία γίνονται προσδοκώμενες.

Πριν από 4 χρόνια με είχε πιάσει μια τάση να ερωτευθώ. Δεν την είχα πάντα: την πρώτη φορά που έγινε ήμουν ανυποψίαστος. Όταν ξανάγινε, ήταν σαν δώρο. Διαχώρισα τον εαυτό μου από την επιθυμία μου και νομίζω ότι, όσο μπορώ να είμαι σίγουρος, ότι απλώς αποδόθηκε σε ένα συμβατό τάιμινγκ. Αυτή η φλόγα δεν τελείωσε πριν φθάσει η ίδια η σχέση στο τέλμα, παρ’ όλα αυτά έκανε ένα σεβαστό ταξίδι, μεγαλύτερο από αυτό που στο μυαλό μου δικαιούμουν να κάνει.

Στην πολιτική, υπήρξα θύμα. Το έπαθα προγονικά. Ο πατέρας μου ήταν αφοσιωμένος σε έναν συγκεκριμένο πολιτικό και έμεινε ως το τέλος. Να υποστηρίζεις είναι ένα. Να αφοσιώνεσαι είναι δόγμα. Η κρίση γίνεται ένα ενδοοικογενειακό ζήτημα, το οποίο δεν ενσκήπτει στο εν δήμω. Είσαι έτοιμος να παλέψεις σε  κάθε βαθμίδα για την προσβολή που κάνουν στον άνθρωπό σου. Ο δογματισμός έγκειται στη νίκη της αποδοχής επί των γεγονότων. Αυτού, δηλαδή, που δεν βλέπεις να συμβαίνει απλώς το ασπάζεσαι λόγω μίας συνολικής πεποίθησης, απέναντι σε εκείνο που δεν μπορείς να δεις. Η πίστη είναι ο χειρότερος δυνατός σύμβουλος.

Η έμπνευση από τον τρίτο έχει μία παντοδυναμία, η οποία ξεκινάει ως ευχή και τελειώνει ως κατάρα. Ή, για να μην υπάρχει κάποια απόλυτη τάση εδώ, περνάει από τη σκιά του καταραμένου. Να βασίζεσαι πάνω σε κάποιον, ελάχιστα άλλοθι είναι πιο χυδαία από αυτό. Περιμένεις να είναι ο εαυτός που θα ήθελες να είσαι και γίνεται, ξαφνικά, ο πιο ατελής εαυτός σου. Η διαδρομή που ακολουθείται είναι πρόστυχη και άθλια: υποστηρίζεις κάποιον που σε εκφράζει, βρίσκεσαι σε μία δίνη επιχειρημάτων που συγκροτούν την πεποίθησή σου, νιώθεις να δικαιώνεσαι από τον σχηματισμός, ο οποίος για κάποιο χρονικό διάστημα σου μοιάζει αρμονικός και αυτή η δικαίωση σε γιγαντώνει, σε κάνει να βλέπεις στον ήρωά σου τον σούπερ εαυτό σου. Και μόλις ο χρόνος αποφασίσει να αποσυναρμολογήσει το δικό σου συναίσθημα, κάνοντας το πρότυπο που δημιούργησες δίκην ειδωλολάτρη, τότε συμβαίνει η πτώση. Ο δογματισμός, ωστόσο, είναι η διατήρηση της πεποίθησης λόγω κάποιου προσωπικού εγωιστικού φετίχ, το οποίο δεν είναι ολότελα προσωπικό, ανήκει σε όλο τον κόσμο: την εγωιστική ατολμία να παραδεχθείς ότι έκανες λάθος.

Φυσικά, η περίπτωση που περιγράφεται δεν έχει να κάνει με αυτού του είδους την εμμονή. Το ζωτικό πεδίο δεν μου επιτρέπει μία τέτοια διαδρομή που να μην αφορά στο αποκλειστικά αθλητικό κομμάτι και στην οποία, ως μικροαστός που είναι αιχμάλωτος στο παραμύθι του μικροαστού που στο τέλος τα καταφέρνει ή παίρνει πρόσκαιρες ικανοποιήσεις από το καθεστωτικό «πιστεύω», έχω γίνει ολότελα φανατικός. Έντρομος προσπαθώ να αποτινάξω το χνούδι του από το πέτο μου, αλλά αυτό πολλαπλασιάζεται. Το άδικό μου, η βαθιά γνώση ότι κάνω λάθος, γίνεται ακριβώς το όχημά μου για να μην απεκδύομαι την παρωπίδα. Είμαι έρμαιο των εξωγενών παραγόντων και φροντίζω να μετατρέπω σε επιθετικότητά το σάστισμά μου.

Είναι πραγματικό κρίμα, για έναν άνθρωπο με πολιτικό μηδενισμό εξαιτίας της έλλειψης χαρισματικών προσωπικοτήτων όλα τα προηγούμενα χρόνια, να έχει μία βαθιά ελπίδα ότι θα ήταν ικανό να μπορέσει ένα έθνος να διαχειριστεί κάτι που θα έμοιαζε με απόλυτη ελευθερία μακριά από δυνάστες. Το κρίμα έχει να κάνει, όχι με το γεγονός ότι δεν έγινε αλλά, με το γεγονός ότι δεν γίνεται. Δεν λειτουργεί το σύστημα της απολυταρχίας, ούτως ή άλλως. Η δημοκρατία μοιάζει με τον κομουνισμό. Απλώς δεν γίνεται να συμβαίνει.

Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στους σύγχρονους καιρούς, αλλά σε όλη τη διαδρομή της. Όταν εκλέγεις λίγους ανθρώπους για να σε κυβερνήσουν, αυτό είναι μία δημοκρατική διαδικασία που δεν καταλήγει σε δημοκρατία. Φυσικά, η διεκδίκηση της ελευθερίας είναι η απόλυτη στενωπός, αλλά είναι, νομίζω, δίκαιο να πει κάποιος ότι αυτή η μορφή διακυβέρνησης, εφόσον είναι ανεκτή, εξαρχής δεν επιτρέπει τον ίδιο τον αγώνα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε στις 25 Γενάρη. Πριν το καλοκαίρι φθάσει στα μέσα του, ΜΑΤατζήδες κουβαλήθηκαν στο Σύνταγμα. Μετά το δημοψήφισμα, όλα έγιναν εντελώς μαντάρα. Οι υποψιασμένοι έπαιζαν μπιζ στις πλάτες των ανυποψίαστων. Και πριν, καλά καλά, μπει το φθινόπωρο, που λέει ο λόγος, πριν οι γιαρμάδες και τα νεκταρίνια κηρυχτούν εκτός χρονικού πλαισίου, ο  Αλέξης Τσίπρας εμφανίστηκε σε φωτογραφία με έναν πολίτη να του φιλάει το χέρι. Μετά τη φωτογραφία, μίλησε με γρίφους στο twitter. Αλλά το χέρι ήταν μαλακό, ακουμπισμένο ευγενικά στα χέρια του ψοφοδεή πολίτη, ο οποίος το φίλησε με ευλάβεια.

Έχει γίνει με τον Βενιζέλο- στην απόλυτη γελοιότητα, με την προέκταση του χεριού- έχει γίνει με τον Σαμαρά, έγινε και με τον Τσίπρα.

Εμείς, φυσικά, τελειώσαμε. Η σχέση με την κομματική και τη διακυβερνητική ζωή του τόπου. Ήταν μια ζαριά που κάπου έπρεπε να παιχθεί. Παίχθηκε μία φορά και με στωικότητα κοίταζα τα ζάρια να στροβιλίζονται, μέσα σε ένα θολό τοπίο. Τα ζάρια στροβιλίστηκαν τόσο πολύ, που δεν κατάφερα καν να τα διακρίνω. Ήταν μία τόσο έντονη και διαρκής ζαριά, που δεν επιτρέπει ένα επόμενο ρίξιμο, διότι φυσικά το αποτέλεσμά του θα αποτελέσει μία φάρσα.

Εδώ, σε αυτό το μπλογκ, η σύγκριση δεν γίνεται να αθωώσει τον τέως (και επίδοξο) πρωθυπουργό της χώρας: πώς είναι δυνατόν να προέβη σε μία τόσο λαϊκίστικα ιερατική αντίδραση; Είναι εξαρχής ανεπίτρεπτο. Η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Οι αγώνες των πρώτων μηνών έχουν αποκτήσει, ξαφνικά, σημειώσεις με την πένα του Τσιφόρου και του Σουρή. Τα ενδύματά τους είναι κουρέλια και τα ανελέητα παζάρια, οι αϋπνίες, ακόμα και εκείνος ο έρπης, μοιάζουν εντελώς προσχεδιασμένα. Φθάσαμε εδώ. Στο καταραμένο χειροφίλημα, που μαζί με μία λαϊκή αποδοχή που δεν είναι ακριβώς τέτοια, αναδεικνύει την πολιτική ακαμψία. Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι όντως ισχύει, πάντως δεν μπορώ να αφήσω κανέναν να απλώνει το χέρι του σαν πασάς, για να του το φιλήσουν (οι αληθινοί Μεσσίες δεν θα το επέτρεπαν) χωρίς να διαγραφεί οποιαδήποτε προτέρα ιδέα, άλλοτε διθυραμβική και άλλοτε επιεικής, από τη συνείδησή μου. Όχι μόνο σε ό,τι αφορά την οντότητα που μεταφέρει την αφελή, σύμφωνοι, ελπίδα, αλλά σε όλο το οικοσύστημα. Όχι, μόνο, για μία λανθασμένη εκτίμηση, αλλά επειδή οι πιθανότητες να μη διαβρωθεί κάποιος από την εξουσία, όταν την αναλάβει, είναι από ελάχιστες έως μηδαμινές. Το να γίνει, δε, στην εποχή που ζω, ανάγεται σε κυνήγι χίμαιρας. 

—————

2015-09-18 04:52

Το ημιτελές του Σαμπόνις

Την εποχή της στασιμότητας, όπως έχει περάσει κυρίως εξαιτίας των πράξεων του Νικίτα Χρουστσόφ και των προδοσιών του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, για τη Σοβιετική Ένωση, ο αθλητισμός άνθιζε στη χώρα και αυτό είναι απόδειξη ότι η ευημερία και οι αθλητικές επιτυχίες μπορεί, όχι μόνο να μην πηγαίνουν μαζί αλλά, να έχουν και μία σχετική απόσταση. Σε όλα τα σπορ οι Σοβιετικοί ήταν κυρίαρχοι: από το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, έως το χόκεϊ επί πάγου, το βόλεϊ και το πόλο, το χάντμπολ, την κολύμβηση, τον στίβο και τη γυμναστική, όπου μερικά κορίτσια σχημάτισαν τη μάλλον κορυφαία ομάδα που εμφανίστηκε ποτε: οι Λουντμίλα Τουρίτσεβα, Όλγκα Κόρμπουτ, Νέλι Κιμ, Ναταλία Κουχίνσκαγια αποτελούσαν ένα μαγικό σύνολο. Επίγονοι της τρομερής Λαρίσα Λατίνινα, της οποία τα 18 μετάλλια ο Μάικλ Φελπς έσπασε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012, στο Λονδίνο. Η παντοδυναμία ίσχυε σε άντρες και γυναίκες, σε όλα τα σπορ. Η Σοβιετική Ένωση φυτοζωούσε, ακόμα και αν έβαζε πυραύλους στην Κούβα το 1962 ή αν έχτιζε το τείχος, το 1961, όμως αθλητικά ήταν ένα απίθανο καθεστώς, το οποίο δεν κατακτούσε μόνο τίτλους αλλά μοιάζει ακόμα και τώρα με την πιο συμπαγή αθλητική υπερδύναμη στην ιστορία.

Κουμάντο, βεβαίως, έκανε η ΤΣΣΚΑ Μόσχας: η «ομάδα του κόκκινου στρατού». Τις εποχές που δεν μπορούσες να βγεις από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η ΤΣΣΚΑ απομυζούσε το αίμα των υπόλοιπων ομάδων, παίρνοντας τους καλύτερους αθλητές τους. Ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι, προπονητής των Σοβιετικών από το 1961, ήταν στο κέντρο του πυρήνα. Οι μόνοι τους οποίους δεν κατάφερε, στο μπάσκετ, να πάρει, ήταν οι Λιθουανοί. Οι οποίοι, φυσικά, ήταν τουλάχιστον εκκεντρικοί.

Ο Γκομέλσκι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δεν τους ήθελε όλους στη Μόσχα. Στην πραγματικότητα, επιθυμούσε μόνο έναν. Ο Αρβίντας Σαμπόνις είναι μία μοναδική περίπτωση στο παγκόσμιο μπάσκετ.

Ο «Σάμπας» ήταν Λιθουανός από γεννοφάσκια. Η ιστορία ενός μικρού λαού που πλήρωσε με αίμα την αντίστασή του (αίμα που φαίνεται στο κόκκινο της σημαίας του) είναι διεγερτική για κάθε έναν εκ των πιτσιρικάδων που ανακαλύπτει, σαν μοναδικό θησαυρό, ένα δώρο που στο μυαλό του μοιάζει με προσωπικό προνόμιο. Ο Σαμπόνις ήταν καθαρός Λιθουανός. Και ως τέτοιος, ένας μικρός επαναστάτης, εξ απαλών ονύχων δεν γινόταν να στηρίξει το φαινόμενο Σοβιετική Ένωση. Βεβαίως, επειδή μεγάλωσε σε μία εποχή που έπρεπε και ήθελε να παίζει μπάσκετ όσο πιο πολύ γινόταν για να μπορέσει να κάνει κάποια στιγμή το δικό του κομπόδεμα στον δυτικό κόσμο και διότι, πέρα από όποια διαφωνία, η δική του καριέρα αποτελούσε την προτεραιότητα, έπρεπε να εμφανίζεται τα καλοκαίρια στη Σοβιετική Ένωση. Η μνήμη είναι ξεθωριασμένη, αλλά ο Σαμπόνις ήταν ένα αθλητικό φαινόμενο. Μέχρι να καταδυναστευθούν τα πόδια του από το βάρος και το μήκος που σήκωναν, το 1986, είχε τρομακτική ευελιξία, μπορούσε να τρέχει πρώτος στον αιφνιδιασμό και να τελειώνει τις φάσεις ή ακόμα και να σουτάρει τρίποντα, με τον ψηλό της αντίπαλης ομάδας να είναι αναγκασμένος να τον ακολουθεί μέσα στο καλάθι, διότι τα ποσοστά του ήταν ανάλογα του «φονιά» Βάλντις Βάλτερς. Αλλά το πιο εντυπωσιακό στοιχείο ήταν η περιμετρική όρασή του. Ο τρόπος που πάσαρε δεν ήταν μόνο ασύγκριτος, αλλά εξαιρετικά πρωτοποριακός. Ελάχιστοι ψηλοί στην Ευρώπη πάσαραν και, ασφαλώς, ουδείς με την ευκολία και την αρμονία που το έκανε ο Σαμπόνις. Οι πάσες του δεν ήταν στατικές: συνέβαιναν πάνω στην κίνηση. Ο Σαμπόνις φαντάστηκε πώς θα γινόταν το μπάσκετ, το οποίο, βεβαίως, δεν θα γινόταν. Το πήγε, σε ό,τι αφορά τους ψηλούς που ήδη από τη δεκαετία του ’80 έμοιαζαν με δεινοσαύρους, αρκετά κλικ εποχών μπροστά. Οι προοπτικές μέσα από το εργαστήριο, ήταν απεριόριστες. Ο Σαμπόνις βγήκε από τα σπλάχνα της Σοβιετίας, αλλά η αίσθηση του εαυτού του ήταν καθαρά λιθουανική. Στο τελευταίο μεγάλο ματς με την εθνική ομάδα του, τον προημιτελικό του 1999 με την Ισπανία την οποία «σκότωσε» με ένα αξιομνημόνευτο τρίποντο στον αιφνιδιασμό ο Αλμπέρτο Ερέρος, ο Σάμπας στριφογύριζε το χέρι που κρατούσε την μπάλα σαν έλικα, οι Λιθουανοί έτρεχαν γύρω του σαν ντοκιμαντέρ για έντομα και θα έκανε μία απίθανη πάσα μέσα στη ρακέτα, απέναντι σε μία ομάδα προετοιμασμένη να δεχθεί αυτήν την πάσα.

Διόλου τυχαία, ο Γκομέλσκι τον ήθελε στην ΤΣΣΚΑ. Η κατάρα του στον Μπέλοφ είχε πέσει βαριά. Είχαν ήδη περάσει πάνω από 10 χρόνια από την τελευταία φορά που πήρε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το 1971 στην Αμβέρσα, όταν ο ίδιος είχε αρρωστήσει και ο Σεργκέι Μπέλοφ αναγκάστηκε να κάνει τον παίκτη-προπονητή και να βάλει 36 πόντους για να νικήσει η ομάδα του την Ίνις Βαρέζε, την ιταλική ομάδα που έπαιζε στον πρώτο από τους δέκα διαδοχικούς τελικούς που της έμελλαν να παίξει. Ο Γκομέλσκι δεν τον συγχώρεσε για αυτό. Με τον Σαμπόνις στην ΤΣΣΚΑ θα έμπαινε πλώρη για απίθανα σερί νικών και μία αυτοκρατορία που δεν είχε ξαναδεί ποτέ μάτι ανθρώπου. Αλλά ο «Σάμπας» αντιστεκόταν σθεναρά. Ήταν Λιθουανός και η αγάπη του ήταν η Ζαλγκίρις Κάουνας.

Βρέθηκε, την Παρασκευή, στο κλειστό γυμναστήριο της Λιλ και ένα βίντεο κατέγραφε τις αντιδράσεις του, μαζί και της συζύγου του. Κλασικός Σαμπόνις, με τις αντιδράσεις του, τα ξεφυσήματά του, τις . Έχουν περάσει 20 χρόνια από το πιο σπουδαίο ματς στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Τίποτα ήταν πιο μεγάλο από εκείνο τον τελικό της Γιουγκοσλαβίας με τη Λιθουανία στο Ευρωμπάσκετ του 1995, στο απίθανο κλειστό γυμναστήριο του ΟΑΚΑ.

Η ζωή δίνει από μόνη της τις απαντήσεις για το μέλλον. Οι βετεράνοι και οι παλαίμαχοι περιφέρονται στις φυσούνες και στις κερκίδες των μεγάλων διοργανώσεων, όχι για να είναι οι θεαματικές γλάστρες μιας μεγάλης διοργάνωσης αλλά, για να μη χάσουν την εξέλιξη. Κάπως έτσι ο Άτσα Νίκολιτς, θαμών των τελικών φάσεων του κολεγιακού μπάσκετ από το 1964 και εντεύθεν, έβαλε στο γουδί τις εικόνες του και με το γουδοχέρι έβγαλε το αποτέλεσμα, που δεν αποτελούσε παρά μόνο το πρώτιστο σημείο: δηλαδή τη φιλοσοφία που θα στηριζόταν το ίδιο το άθλημα στη χώρα, μία φιλοσοφία που πήγαινε πέρα από το ταλέντο και την προπονητική, πέρα από τις ταμπέλες, που άνοιγε επιστημονικές συντεταγμένες, που βασιζόταν στα μαθηματικά και στη φυσική. Στη Λιλ, ο Σαμπόνις παρευρίσκεται ως πρόεδρος της λιθουανικής ομοσπονδίας, μία εκλογή που έγινε με την ευλογία του κοινού. Θα έχει μπροστά του και θα βλέπει, από το ημίφως της κερκίδας στον φωτισμένο αγωνιστικό χώρο, τον πελώριο Αλεξάνταρ Τζόρτζεβιτς, προπονητή της εθνικής Σερβίας. Τότε, ο «Σάλε» ήταν ο μαστροπός του τελικού, καθώς έβαλε 41 πόντους με 9 στα 12 τρίποντα. Απέναντι στους διαμαρτυρόμενους Έλληνες, οι Γιουγκοσλάβοι που έμειναν για τρία χρόνια σε απραξία, σήκωναν το τρόπαιο. Ο Σαμπόνις ζούσε ένα επεισόδιο στη σειρά της ανολοκλήρωτης ιστορίας που τη φέρνει η υπερβολική αγάπη.

Από τη Ζαλγκίρις ως την Εθνική, ο αρχιερέας- λόγω παραστήματος, ταμπεραμέντου και επιβολής- του λιθουανικού μπάσκετ δεν μπόρεσε να βρει τη χαρά. Η Ζαλγκίρις του, στα χρόνια ως νεαρού, έχασε δύο διαδοχικούς τελικούς, έναν στο Κύπελλο Κυπελλούχων του 1985 και έναν στο Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1986. Μέχρι να αποβληθεί για τη μπουνιά στον Ίβο Νάκιτς- προς πείσμα των μασόνων, μία απολύτως δικαιολογημένη απόφαση διότι έφυγε από τη μία μεριά του κλειστού στην άλλη μόνο και μόνο για να χτυπήσει τον Γιουγκοσλάβο σέντερ της Τσιμπόνα σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο του τελικού του Πρωταθλητριών στη Βουδαπέστη- ο Σαμπόνις ήταν καταπληκτικός. Η «κατάρα» της μεγάλης αγάπης εξύφαινε το επίσημο ένδυμά της. Το 1992 η Λιθουανία πήρε το χάλκινο μετάλλιο στη Βαρκελώνη, αλλά το 1993 δεν πήγε καν στο Ευρωμπάσκετ, διότι ένας παρεξηγημένος Σαρούνας Μαρτσουλιόνις αρνούνταν να σουτάρει και μόνο πάσαρε την μπάλα. Επειδή δεν πήγε στο Ευρωμπάσκετ, δεν κατάφερε να πάει στο Τορόντο, για το Μουντομπάσκετ ένα χρόνο μετά. Στον τελικό του Ευρωμπάσκετ του 1995 αποβλήθηκε με δύο (επίσης δίκαιες) τεχνικές ποινές. Το 1996 η Γιουγκοσλαβία νίκησε ξανά τη Λιθουανία στον ημιτελικό των Ολυμπιακών της Ατλάντα. Το 1999, στην τελευταία εμφάνισή του με τη Λιθουανία, η Ισπανία την απέκλεισε στον προημιτελικό παρά το δικό του μεγάλο παιχνίδι. Και το 2004, στο τελευταίο διεθνές παιχνίδι του στο μπάσκετ, είδε τη Ζαλγκίρις να χάνει την πρόκριση για το Final 4 του Τελ Αβίβ στο Τελ Αβίβ. Με το τρίποντο του Ντέρικ Σαρπ λίγο μπροστά από το κέντρο που ισοφάρισε το ματς και εκείνον να συνοψίζει το πάθος με την ημιτέλεια, όταν αποβλήθηκε με 5 φάουλ στην παράταση, αν και είχε ήδη πετύχει 29 πόντους. Θύτης, αυτήν τη φορά, ήταν Λιθουανός: ο θεσπέσιος Σαρούνας Γιασικεβίτσιους τελείωσε το παιχνίδι με 36 πόντους. Ο «Πρίγκιπας της Βαλτικής» κατέκτησε τα... πόδια του σε όλη την καριέρα του, αλλά όχι κάτι μέσα στο σπίτι του. Δεν υπήρξε ποτέ μία νίκη οριστική, που να έγινε από καρδιάς.

Είκοσι χρόνια μετά από εκείνο το μεγάλο ματς, ο «Σάμπας» και ο «Σάλε» συναντιούνται ξανά. Επειδή, όσο κι αν πασχίζουμε οι άνθρωποι να φέρουμε την κατάσταση στον έλεγχό μας, πάντα η ζωή είναι που δίνει τις πιο εκπληκτικές, αδυσώπητες, λυτρωτικές απαντήσεις.

—————

2015-09-15 17:18

Η απρόσιτη ελίτ και το Κολωνάκι

Όταν ο Νόβακ Τζόκοβιτς είδε την επιστροφή του Ρότζερ Φέντερερ με το forehand να βγαίνει έξω, είχε επικυρώσει, ουσιαστικά, τη δεύτερη κορυφαία σεζόν στην καριέρα του, έως τώρα, και μία από τις καλύτερες στην ιστορία του τένις. Μία μέρα πριν, η Ρομπέρτα Βίντσι έπαιζε στον τελικό του US Open με τη Φλάβια Πενέτα. Το ματς ήταν από εκείνα που ήδη έχει μπει στη διαδικασία εκείνος που το παρακολούθησε, να το ξεχάσει. Το γεγονός ότι η Βίντσι απέκλεισε την Πενέτα- όπως ότι ο Κράιτσεκ απέκλεισε τον Πιτ Σάμπρας το 1996, πηγαίνοντας για το πέμπτο διαδοχικό Γουίμπλεντόν του- ουδείς πρόκειται να το ξεχάσει. Η Πενέτα έκανε ξεχωριστό έναν αδιάφορο τελικό δίπλα στη φιλενάδα της, με την οποία έπαιζαν τένις όταν ήταν πιτσιρίκες στο χωριό της στο Μπρίντισι.

Η Ρομπέρτα Βίντσι* έπεσε από τον ουρανό στον ημιτελικό με τη Σερένα Γουίλιαμς. Η Σερένα πήγαινε να γράψει ιστορία. Η Βίντσι έφθασε στον ημιτελικό ως εξής: απέκλεισε το νούμερο 414 στον κόσμο, την Αμερικανίδα Βάνια Κινγκ, το νούμερο 77 στον κόσμο, την Τσέχα Ντενίσα Αλέρτοβα, στα τρία σετ, το νούμερο 96 στον κόσμο, την Κολομβιανή Μαριάνα Ντουκουέ-Μαρίνο, στα τρία σετ, πέρασε τη Γαλλίδα Γιουτζίν Μπουσάρ στον τέταρτο γύρο, εκεί που υποθετικά θα τελείωνε ο δρόμος, επειδή η Γαλλίδα γλίστρησε στα αποδυτήρια και έπαθε διάσειση, και στον προημιτελικό απέκλεισε το νούμερο 40 στον κόσμο, τη Γαλλίδα Κριστίνα Μλαντένοβιτς. Φυσικά, επειδή έπρεπε στην ιστορία να υπάρχει μία συγκεκριμένη λεπτομέρεια που να κάνει ακόμα πιο σημαντική τη σπουδαιότητα του συμβάντος, δεν αρκούσαν τα ουρλιαχτά και όλο το δίπρακτο στο «Άρθουρ Ας». Αρκούσε να ειπωθεί ότι η Βίντσι είχε κλείσει εισιτήρια για να επιστρέψει στην Ιταλία την επόμενη μέρα του ημιτελικού. Και, εν τέλει, αρκούσε να μας πει η Φλάβια Πενέτα ότι σταματάει το τένις με ένα τέλειο τέλος.

*Σύμφωνα με την εκπληκτική ιστοσελίδα fivethirtyeight.com, η νίκη της Βίντσι επί της Σερένα είναι, και στατιστικά, η μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών στην ιστορία του τένις Γυναικών. Τις δύο χώριζαν, σύμφωνα με την έγκυρη στατιστική υπηρεσία Elo, 652 πόντοι στην παγκόσμια κατάταξη, κάτι που έδινε 3% πιθανότητες στην Ιταλίδα να νικήσει το παιχνίδι. Η αμέσως προηγούμενη μεγαλύτερη διαφορά ήταν της Έλενας Σούκοβα με τη Μαρτίνα Ναβρατίλοβα στον ημιτελικό του Αυστραλιανού Όπεν το 1984. Αυτή η έκπληξη καλύπτει τις ακόμα μεγαλύτερες διαφορές, διότι επετεύχθη στα ημιτελικά του θεσμού. Δηλαδή, από τα προημιτελικά του μονού Γυναικών και μετά είναι η μεγαλύτερη όλων των εποχών, διότι όταν μειώνεται ο αριθμός, μειώνεται και η απόσταση. Στους Άνδρες η μεγαλύτερη διαφορά σε βαθμούς από προημιτελικό και έπειτα που συνοδεύτηκε από έκπληξη, ήρθε στα προημιτελικά του Ρολάν Γκαρός όταν ο Κρίστοφερ Ροζέρ Βασελέν απέκλεισε τον Τζίμι Κόνορς, από τον οποίο τον χώριζαν 580 πόντοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο μία φορά στις 8 πρώτες περιπτώσεις έχει καταφέρει τενίστρια να κατακτήσει το τρόπαιο ενώ έχει αποκλείσει το φαβορί στα προημιτελικά ή στα ημιτελικά: η Μπάρμπαρα Τζόρνταν κατάφερε να πάρει το Αυστραλιανό Όπεν του 1979, ενώ στον προημιτελικό είχε επικρατήσει της Χάνα Μαντλίκοβα, από την οποία τη χώριζαν 513 πόντοι.

Όταν, λοιπόν, ο Νόβακ Τζόκοβιτς είδε το forehand return του Φέντερερ να βγαίνει εκτός, επικύρωσε το δέκατο Major της καριέρας του. Ανέβηκε στο box των ανθρώπων του και τους αγκάλιασε. Σε κάποια φάση, επειδή ουδέν κρυπτόν μένει από τις κάμερες, φώναξε μαζί με έναν φίλο του, «This is Sparta». Είναι η κλασική ατάκα από τους «300». Έπειτα, στη φυσούνα, η οποία στη Νέα Υόρκη αποτελεί παρέλαση διασημοτήτων, πέτυχε τον Τζέραλντ Μπάτλερ, που βρέθηκε να παίζει τον Λεωνίδα σε εκείνη την ταινία. Το ίδιο έκαναν στην κάμερα, μάλλον κάποιου υπερσύγχρονου κινητού και έτσι αυτό το βίντεο έχει ήδη γίνει youtube sensation.

Για να σημειώσω κάτι για αυτό μισό λεπτό, μια σκέψη που είναι δανεισμένη, αλλά που ταιριάζει γάντι στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η Σπάρτη ήταν η πρώτη μορφή της Αρίας Φυλής. Ο ναζιστικός χαιρετισμός ήταν στην πραγματικότητα σπαρτιάτικος. Αν κάποιος παρατηρήσει τη φιλοσοφία, τις τέχνες, πώς δημιουργήθηκε η κριτική σκέψη, τη δημοκρατία, τις επιστήμες, μπορεί να μην το παρατηρήσει, πάντως ισχύει, ότι δεν υπάρχει ούτε ένας Σπαρτιάτης. Ήταν τέτοια η τάση τους για το άριο, που σκότωναν τα ανάπηρα παιδιά. Τα ανάπηρα παιδιά είναι μία μεταφορά: εκείνα που δεν μπορούσαν να γίνουν πολεμιστές, επειδή κατά βάθος δεν ήθελαν. Και ο καλλιτέχνης, ο φιλόσοφος, εκείνος που πρόκειται να κάνει τη σπουδαία εφεύρεση, εκείνος που η ανησυχία στο μυαλό του δεν αφήνει το σώμα να κουνηθεί, διότι τρέμει να «παίξει» με τις πιθανότητες να χαθούν οι σπίθες που δημιουργούν οι συναντήσεις των νοητικών καλωδίων του, πρέπει να θεωρείται ανάπηρο παιδί.

Ο Τζόκοβιτς είναι Σέρβος. Γεννήθηκε λίγο πριν η ενωμένη Γιουγκοσλαβία διαλυθεί και χωριστεί εις τα εξ ων συνετέθησαν. Οριακά θυμάται τι έγινε. Γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1987, μόλις 23 μέρες πριν η Ελλάδα κατακτήσει το Ευρωμπάσκετ. Λογικά δεν θυμάται, στα 4 του, την επικρατούσα κατάσταση. Αλλά πιθανότατα θυμάται λίγο καλύτερα τις βόμβες με αφορμή την πολιτική Μιλόσεβιτς, το 1999. Πιθανότατα εκείνη τη μέρα είχε προπόνηση στο τένις.

Ο Τζόκοβιτς θα ήθελε, τώρα, να είναι λίγο πιο αγαπητός. Ο πιο αγαπητός τενίστας στην ιστορία του σπορ είναι μακράν ο Φέντερερ. Ο Ελβετός δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα για αυτό. Τον αγάπησαν ενώ είχε αλογοουρά στο Γουίμπλεντον. Τον λάτρεψαν στην Αυστραλία. Συνδέθηκε με μία σχέση που μόνο ως πάθους μπορεί να οριστεί, στο Παρίσι. Στη Νέα Υόρκη εκπλήρωσε όλες τις στυλιστικές και αισθητικές ανησυχίες του κοινού, που το οδηγούσε στην έξοδο σε όλα τα μοντέρνα μέρη του «Μεγάλου Μήλου». Ο Τζόκοβιτς μπήκε στο τουρ το 2005. Τον Ιανουάριο του 2007 έφθασε στον τέταρτο γύρο του Αυστραλιανού Όπεν και έχασε από τον Φέντερερ. Τον Ιούνιο του 2007 έφθασε στον ημιτελικό του Ρολάν Γκαρός και έχασε από τον Ναδάλ. Στο Γουίμπλεντον του 2007 έφθασε στον ημιτελικό του Γουίμπλεντον και αποσύρθηκε στο 1-4 του τρίτου σετ με τον Ναδάλ, αν και είχε πάρει το πρώτο και είχε χάσει το δεύτερο. Στο US Open του 2007 έφθασε στον τελικό και έχασε 3-0 σετ από τον Ρότζερ Φέντερερ, αλλά, επειδή ήταν εξαιρετικό ταλέντο στις μιμήσεις, είχε ήδη φτιάξει το προφίλ του διασκεδαστή. Μόλις 4 μήνες μετά, στο Αυστραλιανό Όπεν του 2008, κατάφερε να πάρει τον πρώτο τίτλο του, όταν απέκλεισε 3-0 σετ τον Φέντερερ στον ημιτελικό και νίκησε 3-1 σετ τον Τζο Βιλφρίντ Τσονγκά στον τελικό.

Ο Φέντερερ είναι Ελβετός και ο Τζόκοβιτς Σέρβος. Αυτό λέει απευθείας κάτι. Ο Φέντερερ μιλάει άψογα αγγλικά, γαλλικά, αλλά και γερμανικά: έχει φιλανθρωπικό ίδρυμα. Η μητέρα του είναι από τη Νότιο Αφρική. Παντρεύτηκε την κοπέλα που ερωτεύθηκε από τους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ, το 2000 και έχουν τέσσερα παιδιά. Είναι από εκείνους τους τύπους που, ιδέα να μην έχεις από το τένις, μπαίνει στο κορτ και ξέρεις ότι συμβαίνει κάτι. Ότι αυτός είναι κάποιος. Όταν, δε, αρχίζει να ξεδιπλώνει το βελούδινο παιχνίδι του, βρίσκεσαι σε κατάσταση ύπνωσης. Ο ένας πόντος είναι καλύτερος από τον προηγούμενο. Μπορεί να πανηγυρίσει, να φωνάξει, ακόμα και να σπάσει ρακέτα, αλλά τον συγχωρείς, όλα φανερώνουν την αρμονία στις κινήσεις τους. Η Ελβετία έχει τον Φέντερερ, τις τράπεζες, τα ρολόγια και τα σοκολατάκια. Οι Ελβετοί έχουν έναν έντιμο πατριωτισμό, που δεν υπερβαίνει τη μετριοπάθεια για να μετατραπεί σε ψύχωση. Ο Φέντερερ βγαίνει στο κορτ και αν υπάρχουν 3.000.000 νοματαίοι μπροστά σε υπολογιστή που θα το πάρουν χαμπάρι εκείνη την ώρα, 3.000.000 στριμ θα ανάψουν την ίδια στιγμή.

Ο Τζόκοβιτς προέρχεται από μία χώρα που έχει βομβαρδιστεί. Που ο πατριωτισμός είναι σε υψίπεδα τα οποία θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει  ανόητα. Που η θρησκεία, υπό προϋποθέσεις, είναι εμμονή, ψύχωση και λόγος για δολοφονία. Έχει κάτι άγριο, το οποίο δεν είναι ακριβώς κρυφό. Μπορεί να διασκεδάζει και να το παίζει κουλ, αλλά αλίμονο σε όποιον βρίσκεται μπροστά του όταν παθαίνει τα περίφημα tantrums. Ο Φέντερερ επιδίδεται σε μία μπαλετίστικη χορογραφία. Ο Τζόκοβιτς έχει την αίσθηση του χορού, αλλά είναι εκείνος που το κάνει σε μία συγκέντρωση, όντας μεθυσμένος. Θαυμάζεις τον αυτοσχεδιασμό.

Ο Τζόκοβιτς έχει θαυμαστές για τις ικανότητές του. Είναι Βαλκάνιος. Μπορεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Στο US Open του 2008 επιδόθηκε σε καυγά με τον Ρόντικ, στρέφοντας όλη τη Νέα Υόρκη εις βάρος του. Έχει, βεβαίως, τις λαμπρές στιγμές του. Στον ένα match point που έσωσε με τον Φέντερερ στον ημιτελικό του 2011, με ένα απίθανο forehand, το κοινό εξερράγη. Τα ξημερώματα της Δευτέρας, σώζοντας έναν set point στο 5-4 του δεύτερου σετ, έδειξε τη γροθιά του στον κόσμο. Ο Φέντερερ κάνει drop shot και ακούς Τσαϊκόφσκι. Ο Τζόκοβιτς κάνει drop shot και βλέπεις έναν τύπο που προσπαθεί να σώσει το τηγανιτό αυγό με το δάχτυλο, για να μην πέσει στο πάτωμα. Ο Φέντερερ είναι ανώτερο ον. Ο Τζόκοβιτς είναι νικητής: μπαίνει στο κεφάλι του αντίπαλου και του κάνει άβολα σχεδόν όλα τα χτυπήματα. Πριν εκείνος επικρατήσει, τον αποσυνδέει. Μπορεί να μοιάζει οικείος, αλλά είναι Βαλκάνιος. Δεν ανήκει στην enfant gate του τένις και κάποιος από τους παλιούς Λονδρέζους αριστοκράτες θα προβληματιστεί βλέποντάς τον να μπαίνει στο All England Club. It is what it is, but…

Το βλέπω από τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να συμπαθήσω καν τον Τζόκοβιτς. Μπορώ να συμπαθήσω, στο τένις, έναν τύπο σαν τον Γκασκέ, που είναι λίγο εσωστρεφής και αισθητικά άρτιος, αλλά είναι Γάλλος. Σε ό,τι αφορά τους μεγάλους τενίστες, δεν υπάρχει χώρος για άλλον πλην του Φέντερερ. Τον παρακολουθώ με θρησκευτική προσήλωση, απαλλαγμένος από οποιονδήποτε κυνισμό. Είναι ο λαγέτης για έναν αθλητικό (εκτός των άλλων) μικροαστό, που βλέπει ένα όνειρο για το πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή. Μετά από χρόνια, συνεχίζω να νιώθω ότι δεν είναι κάτι που η ζωή μού χρωστούσε, αλλά που είμαι πολύ τυχερός που μου το έδωσε.

Ο Τζόκοβιτς είναι Βαλκάνιος. Θα ήθελε να έχει αποδοχή. Απλώς δεν μπορεί να συμβεί. Οι δικές του παρουσίες στα Major είναι εκπληκτικές. Απλώς στο Γουίμπλεντον του 2014 και σε εκείνο του 2015, αλλά και στο US Open, τα ΜΜΕ μοσχομύριζαν φεντερερίλα. Ο δημοσιογράφος έκανε ερωτήσεις στον Φέντερερ για το πώς νιώθει, αν είναι καλά. Ουσιαστικά ο Ελβετός έπρεπε να φτιάξει την απάντηση για να δώσει συγχαρητήρια στον Τζόκοβιτς. Από την άλλη, ο Νόβακ έφτιαχνε τις απαντήσεις του για να έχουν το όνομα «Ρότζερ» μέσα.

Για αυτόν τον λόγο είναι και ο κορυφαίος αθλητής όλων των εποχών στον σέρβικο αθλητισμό. Είναι ξεβολεμένος, σε ένα σπορ που αν μη τι άλλο έχει κρατήσει την ελιτίστικη ρίζα του. Είναι εκνευρισμένος που το δικό του «εγώ», που ο ίδιος εκτιμάει, δεν γίνεται να συνεκτιμηθεί από τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινού, η οποία πανηγύριζε ακόμα και όταν έριχνε στον φιλέ το πρώτο σερβίς του.

Αγαπάω το Κολωνάκι. Μερικές φορές πηγαίνω. Αλλά ξέρω ότι δεν πρόκειται να με σώσει ένα κολαριστό πουκάμισο και ένα άψογο παντελόνι ή κάποια σχετική οικονομική (εντελώς προσωρινή, για μία νύχτα) ευμάρεια. Και το ξέρω διότι πριν από πολλά πολλά χρόνια πήγα με έναν φίλο μου στο Da Capo και παρήγγειλα φραπέ, για να με κοιτάξει επιτιμητικά η πωλήτρια και να μου πει ότι δεν φτιάχνει φραπέ. Αλλά επειδή δεν είχα και στο χωριό μου freddo cappuccino, θα επιμείνω στον φραπέ. Και όχι στο Κολωνάκι. Ο «Νόλε» είναι ήδη ένας σπουδαίος πρωταθλητής, μόνο που δεν ανήκει στην ελίτ. Αλλά ζει πιο ανθρώπινα. Βρίζεται με τη γυναίκα του. Και ενώ τον Φέντερερ λατρεύουν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, αποκλείεται ποτέ στη ζωή του να έχει δει μαζεμένους 500.000 να τον περιμένουν στο δημαρχείο του Βελιγραδίου για να τραγουδήσουν και να μεθύσουν μαζί του, μετά από μία περιφανή νίκη, που ανήκει στον ίδιο και στο έθνος.

—————

2015-09-15 04:17

Τα νεύρα, το σημάδι και η 15ετία

Έχουν περάσει ακριβώς 8 χρόνια. Τότε ήταν ημιτελικός, Σάββατο, 15 Σεπτεμβρίου, στη Μαδρίτη. Οι ώρες που είχαν μεσολαβήσει από τη λήξη του προημιτελικού με τη Σλοβενία και την έναρξη του ημιτελικού έφταναν μόνο για υπερένταση, λίγο ύπνο, πρωινό, αποκατάσταση, γεύμα, αποκατάσταση. Ήταν πονηροί οι βλάχοι: έβαλαν το παιχνίδι σε απόσταση 20 ωρών από την έναρξη του ημιτελικού που θα ήταν. Σε αυτό το Ευρωμπάσκετ, δεν συμβαίνει το ίδιο πράγμα: η Γαλλία, που θα αντιμετωπίσει τη Λετονία, διαδέχεται τον προημιτελικό της Ελλάδας με την Ισπανία. Μπορεί να πει κάποιος, δηλαδή, ότι ο νικητής του πρώτου ματς θα έχει δύο ώρες ξεκούραση περισσότερες από τον οικοδεσπότη της διοργάνωσης. Την Τετάρτη θα συμβεί το ίδιο: η Σερβία αντιμετωπίζει την Τσεχία στις 19:30 και η Ιταλία τη Λιθουανία στις 22:00. Αυτό σημαίνει ότι ο νικητής του πρώτου προημιτελικού θα έχει ξεκούραση δύο περισσότερων ωρών από τον νικητή του δεύτερου. Και τότε οι προημιτελικοί γίνονταν σε 13 μέρες. Αλλά το πρόγραμμα ήθελε τον αντίπαλο των Ισπανών να παίζει μία μέρα μετά από αυτούς, την ίδια ώρα. Και με τον τρόπο που νίκησε η Εθνική, πήγε σαν αμνός επί σφαγή στον παιχνίδι του «Παλάθιο ντε Ντεπόρτες». Τώρα, αυτό οι Γάλλοι τον κάνουν στον ημιτελικό. Έχουν βάλει το παιχνίδι που υποτίθεται ότι θα είναι το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου και τον άλλο ημιτελικό το βράδυ της 18ης. Μεγαλεπήβολα σχέδια, για τόσο μακριά στη διοργάνωση

Ήταν μια γελοιότητα. Μία κακογουστιά, που συνέβη απροκάλυπτα στον βωμό της νίκης. Δεν γίνεται να μη σε εξοργίσουν τα σχετικά βίντεο που υπάρχουν στο youtube. Σε μία φάση ο Σπανούλης χρεώνεται φάουλ για παρενόχληση του Ρούντι Φερνάντεθ στο λέι απ, όταν φεύγει η μπάλα από το χέρι του τελευταίου. Ενώ ο διεθνής γκαρντ δεν έχει αγγίξει τον αντίπαλό του, ο Ρούντι ζητάει αντιαθλητικό φάουλ.

Η Ισπανία είναι, βεβαίως, η κορυφαία ευρωπαϊκή δύναμη αυτήν τη στιγμή στον κόσμο. Στα ομαδικά είναι ασύγκριτη, είτε πρόκειται για ποδόσφαιρο, είτε για μπάλα στις μικρές ηλικίες, είτε για μπάσκετ, για πόλο Γυναικών, ακόμα και για βόλεϊ: εκείνη η μέρα που ο Τζέι Αρ Χόλντεν πέτυχε το ακροβατικό καλάθι- λες και η Θέμις αποφάσισε ότι, αρκετά, δεν μπορείτε να πάρετε εσείς το τρόπαιο έτσι όπως χάσατε την ψυχή σας- και που το καλάθι του Πάου Γκασόλ ανατριχιαστικά βγήκε από το καλάθι, ενώ είχε ήδη μπει, η εθνική ομάδα βόλεϊ της Ισπανίας νικούσε μέσα στη Ρωσία την οικοδέσποινα, για να πάρει το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωβόλεϊ. Βεβαίως, δεν είναι το ίδιο, ούτε καν για τους Ισπανούς, αλλά είναι κάτι. Βγαίνουν γυμναστές, εννοείται ο Ράφα Ναδάλ και ένα μάτσο τενίστες στην ίδια ηλικιακή ομοταξία ή μετά από αυτό, κολυμβήτριες- με κορωνίδα την Μιρέια Μπελμόντε- και κολυμβητές. Η τωρινή εθνική ομάδα μπάσκετ, σε μία ιστορία που μπορείτε να υποπτευθείτε πώς πήγε αν διαβάσετε το κείμενο του ισπανόφιλου φίλου μου, Γιάννη,  στο Sport24, στηρίχθηκε στην επιτυχία της κατάκτησης του χρυσού μεταλλίου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων του 1999, όταν ο Χουάν Κάρλος Ναβάρο οδήγησε τη «ρόχα». Είναι μια σχετική ανακούφιση να ξέρεις ότι δεν έχει βγει νέος Ναβάρο στο ισπανικό μπάσκετ. Ακόμα, μετά από τόσο καιρό, απορώ πώς είναι δυνατόν να έχασε εκείνη τη βολή στο ΣΕΦ, στον τέταρτο προημιτελικό της Ευρωλίγκας απέναντι στον Ολυμπιακό. Είναι, ακόμα, δύσκολο να το πιστέψεις, πολύ δυσκολότερο, πάντως, από τις χαμένες βολές του Σισκάουσκας ή εκείνες του Ριγκοντό: αυτοί οι παίκτες δεν βρέθηκαν ποτέ απέναντι. Ο Ναβάρο, στους μπασκετικούς κύκλους, είναι ο κακός. Έχει κάτι από Darth Vader σε μινιατούρα. Είναι ένας Τζον Ντο που δεν λέει το «σ». Είναι ένας Χαβιέ Μπάρδεμ στο «Καμία Πατρίδα για τους μελλοθάνατους», μόνο πιο απρόβλεπτος. Και ταυτοχρόνως, σου σπάει τα νεύρα. Με τον τρόπο που αφήνει το κορμί του χαλαρό, ενώ είναι σε κίνηση, ώστε να τελειοποιεί τον θεατρινισμό του με συμμέτοχο το κέντρο βάρους του, πετάγεται σαν κεραυνόπληκτος σε κάθε επαφή, αν θέλει να το κάνει. Ούτως ή άλλως, αν είναι να κατανοήσουμε κάτι, είναι η επιθυμία για per mare per terram νίκη, μέσα στη Μαδρίτη, για να πάρουν το τρόπαιο. Μία διοργάνωση που δεν είχαν κατακτήσει ξανά, ως παραδοσιακή αθλητική δύναμη αν μη τι άλλο, ενώ η Ελλάδα είχε δύο επικρατήσεις.

Η Εθνική, φυσικά, δεν ήταν αθώα περιστερά στη Μαδρίτη. Αλλά οποιοδήποτε άδικο είχαν οι παίκτες της, οι Ισπανοί φρόντιζαν να το κάνουν κατευθείαν δικό τους, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους θεατές. Ο Τσαρτσαρής συγκρούστηκε με τον Καλντερόν, τρέχοντας σιγά προς τη ρακέτα των Ισπανών και ο τελευταίος  έπεσε κάτω λες και πέρασε από πάνω του ταύρος. Και μετά ο Έλληνας πάουερ φόργουορντ έσπρωξε τον Γκαρμπαχόθα, που δήθεν πήγε να ζητήσει τα ρέστα σαν τον Σταν Λόρελ και ο τελευταίος έπεσε με τέτοιον τρόπο που θεωρώ ότι ο προπονητής της Μπελμόντε της έδειξε την κίνηση στο βίντεο, ζητώντας της να κάνει εκκίνηση στα 1.500μ. με τον συγκεκριμένο τρόπο. Εκείνη, δε, τη στιγμή, η κάμερα έπιασε τον Ναδάλ να εξοργίζεται στην κερκίδα. Ποιον, τον Ναδάλ! Που παίρνει medical time out για να σπάσει τον ρυθμό ενός ματς και που σερβίρει μόνο όταν αλλάζουν θέσεις οι πλανήτες.

Για να πω τη «μαύρη» αλήθεια, ο πρώτος λόγος για τον οποίο θα ήθελα να νικήσει η Εθνική ήταν ο Σπανούλης και ο Ζήσης. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, που έχασε τη μητέρα του και έφυγε εσπευσμένα από τη Λιλ, έκανε μία από τις μεγαλύτερες μαγκιές στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα: άφησε εκτός τους Γιώργο Σιγάλα και Ευθύμη Ρεντζιά, που είχαν τραβήξει όλο το μανίκι και τις απογοητεύσεις του προηγούμενου ολυμπιακού κύκλου (χωρίς, πάντως, να δικαιολογούν με υπερπροσπάθεια αυτό το «μανίκι»), για να πάρει τους νεαρούς Σπανούλη και Ζήση. Ο δεύτερος δε, ένα παιδί αξιαγάπητο εκ της οράσεως, δεν έχει χάσει διοργάνωση έως τώρα, όλα αυτά τα χρόνια. Έχει παίξει σε όλα τα τουρνουά από το 2004 έως τώρα. Κάθε καλοκαίρι, είναι παρών στις προετοιμασίες. Εκείνος ο ημιτελικός του 2007 ήταν, φαντάζομαι, από τις χειρότερες καταστάσεις που έχει βιώσει με την εθνική ομάδα, μαζί, βεβαίως, με την ήττα από τη Νιγηρία στο προολυμπιακό τουρνουά του 2012.

Δεδομένο είναι ότι από εκείνο το παιχνίδι στη Μαδρίτη και έπειτα, οι Ισπανοί έβαλαν την Εθνική από κάτω. Η Σαϊτάμα προηγήθηκε, αλλά σε εκείνο τον αχαρακτήριστα ενοχλητικό ημιτελικό μπήκε μία, τρόπον τινά, σφραγίδα. Τώρα, αυτήν τη στιγμή, η Εθνική θεωρείται φαβορί στον προημιτελικό, αλλά νομίζω ότι θεωρείται φαβορί περισσότερο επειδή οι Ισπανοί δεν θεωρούνται φαβορί. Οι διαφορές είναι ελάχιστες, η Γαλλία δεν εμπνέει γενικώς τη «γαλανόλευκη», αλλά τουλάχιστον οι Ισπανοί έχουν ένα από τα πιο αδυνατισμένα ρόστερ των τελευταίων ετών, ουδόλως ακίνδυνο. Πιθανότατα, από τις ομάδες του 2008, του 2009 και του 2012 θα έχανε με 20 πόντους διαφορά, παρ’ όλα αυτά είναι μία ομάδα που, μετρώντας από το 2001 διαπιστώνεται ότι έχει καταφέρει τα εξής: έχασε από τους Γιουγκοσλάβους στον ημιτελικό του Ευρωπαϊκού της Κωνσταντινούπολης, αλλά πήρε το χάλκινο στον μικρό τελικό με τους Γερμανούς. Αποκλείστηκε από τους Γερμανούς στον προημιτελικό του Μουντομπάσκετ του 2002 στην Ιντιανάπολη, αλλά πλασαρίστηκε στην 5η θέση νικώντας τους Αμερικάνους. Έφθασε στον τελικό του Ευρωμπάσκετ του 2003 αλλά έχασε από τους μάστορες Λιθουανούς. Έκανε πέντε νίκες στον όμιλό της στους Ολυμπιακούς του 2004, μόνο και μόνο για να σταθεί άτυχη αφού τέταρτη ομάδα του άλλου ομίλου ήταν οι ΗΠΑ, που την απέκλεισε στα προημιτελικά. Απέκλεισε, με λίγη έξωθεν βοήθεια, τους Κροάτες στα προημιτελικά του Ευρωμπάσκετ του 2005, έχασε την πρόκριση στον τελικό από το καλάθι του Ντιρκ Νοβίτσκι στο τελευταίο δευτερόλεπτο, και το χάλκινο μετάλλιο από τους Γάλλους, χωρίς τον Γκασόλ. Ήταν παγκόσμια πρωταθλήτρια το 2006, φιναλίστ του Ευρωμπάσκετ το 2007, «ασημένια» ολυμπιονίκης το 2008, πρωταθλήτρια Ευρώπης το 2009. Αποκλείστηκε στα προημιτελικά του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος από τους Σέρβους, το 2010, επίσης με ρόστερ αδυνατισμένο, ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης το 2011, «ασημένια» ολυμπιονίκης, ξανά, το 2012, πήρε το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 2013, αφού αποκλείστηκε από τους Γάλλους αλλά νίκησε τους Κροάτες, χωρίς τον Πάου Γκασόλ. Η μόνη αληθινή αποτυχία, από το 2001 έως τώρα, ήταν η περυσινή ήττα από τους «τρικολόρ» στον προημιτελικό του δικού τους Παγκόσμιου Πρωταθλήματος, όταν είχαν το καλύτερο μαζεμένο ρόστερ. Νομίζω ότι αν καταφέρουν να βρεθούν στους Ολυμπιακούς του Ρίο, η σύνδεση με την πρώτιστη φουρνιά των επιτυχιών θα χαθεί αμέσως μετά από αυτή τη διοργάνωση, και το ισπανικό μπάσκετ θα μπει στην επόμενη μέρα, οριστικά και αμετάκλητα. Μόνο η Σοβιετική Ένωση και η ενωμένη Γιουγκοσλαβία είχε διάρκεια τόσων χρόνων, όταν το μπάσκετ ήταν πολύ πιο απλό και πολλές δημοκρατίες συνέθεταν μία μόνο ομάδα. Αν βάλεις και τον τελικό του Ευρωμπάσκετ του ’99 πηγαίνει ακόμα μακρύτερα το χρονικό διάστημα, αλλά η διοργάνωση του 2001 ήταν η οριστική εισαγωγή στη νέα ισπανική εποχή, η οποία ήταν απολύτως φαντασμαγορική. Και για αυτό, για όλη τη συσσώρευση της πείρας, για το know how που τους καθιστά αληθινούς σπεσιαλίστες και κάθε στιγμή επικίνδυνους, η Εθνική δεν μπορεί να είναι το φαβορί στη Λιλ.

ΥΓ. Το αμέλησα, πάνω την έκκριση της ευαισθησίας τα ξημερώματα της Δευτέρας, αλλά η Εύα Ασδεράκη ήταν φανταστική στον τελικό του US Open μεταξύ του Φέντερερ και του Τζόκοβιτς. Ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε αρχιδιαιτητής σε τελικό μονού Ανδρών και δεν έκανε ούτε ένα λάθος. Έβγαζε από τη δύσκολη θέση τους διαιτητές του κορτ αποφασίζοντας μόνη της για μπάλες και δε νικήθηκε από κάποιο challenge των αθλητών. Ήταν πραγματικά απίθανη και στο twitter, το μόνο μέσο διαδικτυακής κοινότητας στο οποίο αξίζει να συνδέεσαι στα σπουδαία παιχνίδια και τις μεγάλες διοργανώσεις, η παράστασή της χαρακτηρίστηκε «η καλύτερη του χρόνου».  

—————

2015-09-14 14:50

Απλοϊκή μωρουδίστικη αφέλεια

Αν δεν αδικήσεις και τον εαυτό σου λίγο, δεν στεριώνει η αγάπη.

Όλα άρχισαν στο Αυστραλιανό Όπεν του 2012. Ημιτελικός με τον Ράφα Ναδάλ, τέταρτο σετ, στο 5-4 υπέρ του τελευταίου. Σχεδόν έτοιμος για να φύγω για τη δουλειά, μέσα στο δωμάτιο.

Τα χρόνια της ενασχόλησης, βίαιης ή ρομαντικής, με τα σπορ, ήταν μία σκηνή που θυμάμαι πια με νοσταλγία, αλλά με ενοχλούσε. Θα μπορούσε να είναι γραμμένη, σε έναν άλλο κόσμο μίας εποχής μακρινής, από τον Λόρκα. Στο ημίχρονο του τελικού του Ευρωμπάσκετ του 1989, η τηλεόραση έχει σχεδόν μόλις μεταφερθεί στην κρεβατοκάμαρα των γονιών. Ο πατέρας μου, τόσο τσαντισμένος με την άνεση που νικάει η Γιουγκοσλαβία την Ελλάδα, Ιούνη μήνα, μάς διώχνει από το δωμάτιο και μας στέλνει για ύπνο. Ξαπλώνω στο κρεβάτι και με ανοικτά τα μάτια νιώθω την αγωνία, στην περίπτωση που απλώς μας ξεφορτώνεται για να δει μόνος το ματς. Τον ακούω να βρίζει και κυρτός, ανάμεσα στα σεντόνια, με πιάνει ένα είδος τρόμου πολύ λογικό για οκτάχρονο παιδί.

Εκείνη η εντύπωση, στη βάση της κατάστασης που πρέπει να συμβολίζουν τα σπορ, ήταν αλγεινή. Επιδόθηκα, μάλλον υποσυνείδητα, σε μία μονομαχία με ό,τι ήταν φανερό ότι επρόκειτο να με στενοχωρήσει. Χωρίς ίχνος μαζοχισμού, πρέπει να κάθεσαι και να πίνεις το πικρό ποτήρι ως το τέλος, διότι αυτό αποτελεί μια γενίκευση: παρακολουθείς τα σπορ.

Φυσικά, δεν απέφυγα πάντα αυτήν τη μάχη. Η μωρουδίστικη ευαισθησία μου είναι παροιμιώδης. Θυμάμαι το χαμένο πέναλτι του Φάνη Γκέκα από την τουαλέτα της εφημερίδας. Σηκώθηκα ακριβώς τη στιγμή που πήγαινε να το εκτελέσει. Συνάντησα, βγαίνοντας, τον Γιώργο στον διάδρομο. «Το έχασε, ε;», ρώτησα. Ναι. Το έχασε.

Υπάρχει κάτι περίεργο σε όλο αυτό. Δεν ξέρεις, προφανώς, πράγματα που θα γίνουν, αλλά τα φαντάζεσαι. Είναι η μεταφυσική ανακατεμένη με την πραγματικότητα. Όπως τότε, που η κεφαλιά του Τιερί Ανρί πέρασε ελάχιστα εκατοστά έξω από το δοκάρι του Αντώνη Νικοπολίδη. Δύο χαμένες ευκαιρίες αντίπαλων θυμάμαι και αναρωτιέμαι πώς τις έχασαν σε εκείνο το Ευρωπαϊκό: την κεφαλιά του Ανρί και εκείνη του Ιβάν Ελγκέρα, στο ματς με τους Ισπανούς στον όμιλο. Ήταν χασομέρια και την έστειλε πάνω στον Νικοπολίδη. Αλλά η προσπάθεια του Ανρί βγήκε άουτ. Ακόμα και μετά, που την είδα ξανά, αποφάνθηκα ακριβώς το ίδιο που αποφάνθηκα την πρώτη φορά: ο κόσμος την έβγαλε έξω. Ήταν η ενέργεια που κατέστη δυνατόν να βγάλει την κεφαλιά αυτή, μία προσπάθεια ενός από τους πιο αποτελεσματικούς επιθετικούς που έχω δει (και θα δω) στη ζωή μου έξω.

Ήταν ο ημιτελικός με τον Ράφα Ναδάλ στο Αυστραλιανό Όπεν και λόγω βιασύνης, αλλά κυρίως επειδή δεν ήθελα να τον δω να πανηγυρίζει, έκλεισα το στριμ. Στο 5-4 του τέταρτου σετ. Μετά έμαθα ότι ο Φέντερερ είχε δύο break points, αλλά το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Ο υπολογιστής έκλεισε και έπρεπε να διαφεντεύσω άλλη μία ήττα.

Με τον Φέντερερ, ειδικά, έμαθα να μαζεύω τα κομμάτια μου αρκετά πριν τελειώσει ένα παιχνίδι. Αυτό συνέβη μετά την 1η Φεβρουαρίου του 2009. Περπατούσα στον δρόμο χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω. Ήμαστε από το πρωί σε μία καφετέρια, που είναι γκαντέμικη αλλά είναι η μόνη αθλητική που γνωρίζω και η μόνη που θα μπορούσα να δω αυτό το ματς και ο Αντώνης έφυγε στο 5-2 του πέμπτου σετ για να προλάβει το πλοίο για τη Νάξο και μετά ο Κωστής έφυγε και έμεινα μόνος μου και είδα τον Φέντερερ να κλαίει με το πιάτο, σαν μυξιάρικο, και τον Ναδάλ να τον αγκαλιάζει κρατώντας το τρόπαιο και έλεγα ότι σε λίγο θα του έδινε το τρόπαιο και θα τον αφήσει μόνο του να το κρατήσει και εκείνος, έχοντας το τρόπαιο στην αγκαλιά, θα σταματήσει να κλαίει. Ήταν  βαρύς χειμώνας και το τσουχτερό κρύο είχε αποθηκευθεί σε κάθε γωνιά της πόλης και νύσταζα και ο Ναδάλ είχε νικήσει ξανά τον Φέντερερ, μετά το Γουίμπλεντον και αισθανόμουν κενός, σαν να είχα μόλις χωρίσει. Και να ‘μαι, τρία χρόνια μετά, να κλείνω το στριμ πριν τελειώσει ένας ημιτελικός.

Θυμάμαι ότι όποτε έπαιζε ο Φέντερερ έναν τελικό, κάτι συνέβαινε πάντα. Στο Γουίμπλεντον του 2008, πριν αρχίσει το πέμπτο σετ με τον Ναδάλ, έπεσα θύμα παραπληροφόρησης και νόμισα ότι το ματς θα αναβαλλόταν για την επόμενη μέρα ώσπου πήγα σπίτι και το παιχνίδι συνεχιζόταν κανονικά και χάσαμε. Πριν από αυτό, ενώ είχαμε φτάσει στην ώρα μας για τον τελικό δεν μπορούσαμε με τίποτα να βρουμε το κανάλι και δεν είδαμε το πρώτο ενάμισι σετ. Στο Αυστραλιανό πάλι είχαμε πρόβλημα να βρούμε τη σύνδεση. Στο Ρολάν Γκαρός του 2009 κόπηκε το ρεύμα και δεν μπορούσαμε να δούμε το τελευταίο σετ στο παιχνίδι με τον Σόντερλινγκ, παρά μάθαμε τα μαντάτα στο ραδιόφωνο. Στον τελικό του US Open του 2009 μας έδιωξαν από την καφετέρια μετά το τρίτο σετ με τον Ντελ Πότρο, δεν μπορούσα να βρω με τίποτα να παρκάρω στην Κυψέλη και τράκαρα έναν ταξιτζή, στον οποίο, επειδή μου κλαιγόταν, έδωσα χρήματα και έπρεπε να περιμένω την ασφάλεια. Μόλις άνοιξα το κομπιούτερ είδα το ριπλέι της τελευταίας φάσης, με τον Αργεντινό να σωριάζεται κάτω έχοντας νικήσει το ένα και μόνο Major της καριέρας του. Πολλά μεγάλα και μικρά περιστατικά συνόδευσαν πολλές πελώριες και ήκιστες επιτυχίες. Με τον Ρομπρέδο, στο US Open του 2013, ο Αντώνης μου έστειλε μήνυμα ότι χάσαμε ενώ προετοιμαζόμουν για τον προημιτελικό. Αλλά την Κυριακή η κατάσταση ήταν τέλεια.

Κατάφερα να είμαι στο σπίτι στην ώρα μου, ο υπολογιστής να κάνει update ώστε το chrome να ανοίξει κατευθείαν, το πρώτο στριμ να παίξει με καλή ποιότητα. Συνέβη κάτι αρκετά σπάνιο. Είδα τον τελικό του US Open απέναντι στον Τζόκοβιτς από τον πρώτο κιόλας πόντο. Και για αυτό πίστεψα ότι ο Φέντερερ είχε προβάδισμα. Ο Τζόκοβιτς είναι, προφανώς, ο καλύτερος τώρα στον κόσμο και οριακά στο τοπ 5 της ιστορίας. Αλλά σε ό,τι αφορά τη δική μου σχέση με τον Φέντερερ, η οποία έχει προσπεράσει πια τη δεκαετία, αυτός ο τελικός ήταν το πιο τέλεια προγραμματισμένο ραντεβού στην ιστορία. Η μυθική ασυνέπειά μου δεν μου στέρησε χαμένο πόντο.

Έτσι, στο 5-2 του τέταρτου σετ, έκλεισα το στριμ. Οριστικά και αμετάκλητα.

Οπότε, έχω μια ιστορία για το γεγονός ότι φοράω τραγιάσκες. Η μία, πολύτιμο δώρο, καλοκαιρινή, φορέθηκε φέτος μόνο μία φορά, την προηγούμενη Παρασκευή, πηγαίνοντας στο σινεμά. Πάντα ήθελα να βάψω τα μαλλιά μου, έστω για ένα χρονικό διάστημα. Πλατινέ.Για ντροπή προς τους δικούς μου, αλλά και επειδή οι φίλοι μου με έπεισαν ότι είμαι αρκετά μελαψός ώστε να φαίνεται άσχημο, δεν το έκανα. Ωστόσο, μου έμεινε το απωθημένο. Τον Οκτώβρη του 2013, λόγω πένθους, οι Νονοί ήταν οι κατάλληλες ταινίες. Όταν είδα τον Ντε Νίρο να παίζει τον νεαρό Βίτο Κορλεόνε με την τραγιάσκα, στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, προφανώς ξετρελάθηκα. Ήταν η φυσιολογική συνέχεια.

Βλέπετε, η απλοϊκή μωρουδίστικη αφέλεια δεν έχει ηλικία.

Καθόμουν εκεί, περιμένοντας, παίζοντας quizdom, μπαίνοντας στην ιστοσελίδα του us.open. Ο Φέντερερ έκανε το μπρέικ, κράτησε το σερβίς του και πήγε στο 15-40, με τον Τζόκοβιτς να σερβίρει στο 5-4. Ήταν ακριβώς η στιγμή που αναρωτήθηκα αν πρέπει να ανοίξω ξανά το στριμ ή να το βλέπω στο κινητό τηλέφωνο.  Φυσικά, ένα ματς που γίνεται στη Νέα Υόρκη δεν μπορεί να επηρεάζεται από τέτοιες καταστάσεις, ειδικά στο αποτέλεσμά του. Αλλά δίνω πόντο στο γιατί η Μεγαλύτερη Μαλακία του 20ου Αιώνα, του Κοέλιο για το Σύμπαν, έγινε μια από τις πιο μεγάλες εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχών.

Ευγνωμοσύνη, για το γεγονός ότι μπορώ ακόμα να κάθομαι στον υπολογιστή, ξημερώματα Δευτέρας, να παρακολουθώ αυτόν τον ασύλληπτο αρτίστα στα 34 να κάνει συνεχώς πράγματα που είναι σαν να μην τα έχω ξαναδεί, από αύριο. Τώρα, το μόνο που μπορώ να σκέφτομαι είναι ότι έχασε άλλο ένα δικό του σετ, το τρίτο, όπως τόσες φορές έχει κάνει με τον Ναδάλ και αργότερα με τον Τζόκοβιτς. Βρίσκω μια πολύ πειστική εξήγηση: όταν είσαι τόσο θεσπέσιο πλάσμα, τόσο αλλούτερο που ανήκεις σε μία εποχή και σε έναν κόσμο που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα, ο υπολογισμός μέσα στο κεφάλι σου νικιέται από την καλαισθησία. Αλλά ό,τι θέλουμε στον κόσμο είναι ό,τι ξέρουμε ότι μπορούμε να έχουμε και ό,τι μπορούμε να έχουμε είναι διεκδικήσιμο αν ο Θεός κάνει στραβά μάτια. Δεν μπορούμε να κυριαρχήσουμε με το περίγραμμα της ύπαρξής μας, το στυλ, να καθορίζει την κίνησή μας. Πρέπει να βρούμε την ευκαιρία να το κλέψουμε. Όπως κάνει ο Τζόκοβιτς, αλλά απείρως πιο κουρασμένος από εμάς. Διότι εκείνος θυσιάζει την αξιοπρέπειά του- την εξαρχής αδυναμία του να αντεπεξέλθει στα προσόντα ενός τέτοιου αντίπαλου για να νικήσει το ματς- προκειμένου να κλέψει ό,τι αποδεδειγμένα μπορεί να θεωρεί, μετά από 10 Major, πως ανήκει και στον ίδιο. Στον αθλητισμό μπορείς να θαυμάζεις το εξωφρενικό ή αυτό που σου μοιάζει, με τον ίδιο τρόπο που μπορείς να θαυμάζεις μια ταινία του Τρυφώ και ένα έργο που μοιάζει με ντοκιμαντέρ με την κάμερα να τρέμει, μόνο και μόνο επειδή είσαι πεπεισμένος ότι μπορείς να το κάνεις. Ήταν ακόμα ένα ματς που ο Φέντερερ έχασε και ο αντίπαλος νίκησε, μόνο που η εμβέλεια του αντίπαλου ήταν τέτοια ώστε να τον πείσει να χάσει το ματς.

Και αυτή η αξία είναι, στο τέλος, πιο υπολογιστικά σημαντική από την ίδια τη θεσπεσιότητα της κίνησης, αυτού ακριβώς που ο Φέντερερ παραμένει: της ποίησης σε κίνηση. Το κοσμοπολίτικο στυλ του μπορεί να σηκώσει το Κολωνάκι ή τη Βουλιαγμένη στο πόδι, αλλά εδώ πρόκειται για μικροαστό, που μυήθηκε στο πιο πρόσφορο έδαφος της αθλητικής καλλιτεχνίας και βιώνει την αδικία της πραγματικότητας στο πετσί του. Αλλά αν δεν αδικούσε και λίγο τον εαυτό του ο μεγάλος Φέντερερ, να περάσει από τη φαντασμαγορία σε μία προσβλητική απαξία, και άρα να περάσει ο θαυμαστής από την οιστρηλασία σε μία καταθλιπτική μιζέρια (σαν να έχει χαλάσει ο φωτισμός στο τρίτο σύννεφο αριστερά, εκείνο, μωρέ, δίπλα στην Καπέλα Σιστίνα), αγάπη δεν στεριώνει.

—————

2015-09-12 15:11

Ο Φράνκι συναντά τον Τόνι Σοπράνο

Η Σερένα πήγαινε για το Calendar Grand Slam. Η τελευταία που το είχε καταφέρει ήταν η Στέφι Γκραφ. Η Ρομπέρτα Βίντσι ήταν το τελευταίο εμπόδιό της πριν τον τελικό και η Φλάβια Πενέτα, που νίκησε τη Σιμόνα Χάλεπ άνετα, στον πρώτο ημιτελικό, θα ήταν το εμπόδιο. Η Πενέτα είναι 33 χρονών. Η Σερένα Γουίλιαμς, 34. Η Βίντσι, 32.

Στο τέλος του παιχνιδιού, ο συνεντευξιάζων μέσα στο κορτ, στο «Άρθουρ Ας», είπε στη Βίντσι ότι στις εταιρίες στοιχηματισμού η απόδοση που έδινε για τη νίκη της ήταν 300 προς 1. Αυτή η απόδοση υπήρχε το πρωί του ημιτελικού. Η Ιταλίδα φώναξε τον προπονητή της. «Coach, coach», είπε. Ο προπονητής της έκανε με τους δείκτες των δύο χεριών τη χειρονομία της άρνησης. Δεν είχε βάλει ούτε δολάριο στη νίκη της αθλήτριάς του στον ημιτελικό του US Open.

Οι λέξεις στο τένις είναι λίγο συγκεχυμένες. Το Αυστραλιανό Όπεν είναι Major. Το ίδιο και το Ρολάν Γκαρός, το Γουίμπλεντον και το US Open. Το τρόπαιο που κατακτούν στο τέλος οι τενίστες και οι τενίστριες, είναι Slam. Το Grand Slam είναι για τον τενίστα που κατακτά 4 Slam συνεχόμενα. Το Calendar Grand Slam είναι η επιτυχία της κατάκτησης τεσσάρων Slam την ίδια χρονιά, δηλαδή αρχίζοντας από τη Μελβούρνη και τελειώνοντας στη Νέα Υόρκη. Και το career slam είναι να έχεις κατακτήσει το τρόπαιο των τεσσάρων Major στη σειρά, ανεξαρτήτως χρονιάς. Να, ας πούμε ο Ρότζερ Φέντερερ είναι ο ένας από τους επτά τενίστες που το έχουν κατορθώσει. Ο Νόβακ Τζόκοβιτς, που θα σταθεί απέναντί του, δεν το έχει καταφέρει ακόμα. Του λείπει το Ρολάν Γκαρός.  Ο τελευταίος που έχει κάνει το Calendar Slam είναι ο Ροντ Λέιβερ, το 1969. Αν δεν τα καταφέρει κάποιος ως το 2019, θα συμπληρωθεί μισός αιώνας και αυτό το ρεκόρ θα στέκει ακόμα ως πρώτο.

Με την επικράτησή της στο Γουίμπλεντον, η Σερένα Γουίλιαμς έκανε το Grand Slam. Κατέκτησε το US Open του 2014 και το Αυστραλιανό Όπεν, το Ρολάν Γκαρός και το Γουίμπλεντον του 2015. Τέσσερα στη σειρά. Αυτό το US Open θα την έκανε... GOAT. Δηλαδή, Greatest Of All Time. Το προηγούμενο Grand Slam μέσα σε μία χρονιά το είχε κάνει η Στέφι Γκραφ το 1988, με αριστούργημα το 6-0, 6-0 επί της Ζβέρεβα στον τελικό του Ρολάν Γκαρός. Η Γκραφ είχε φθάσει στον τελικό του US Open το 1987, αλλά είχε χάσει 2-1 σετ από τη Ναβρατίλοβα. Κατέκτησε το Αυστραλιανό, το Ρολάν Γκαρός, το Γουίμπλεντον και το Flushimg Meadows του 1988.

Η Σερένα θα έφτανε την Γκραφ, με αυτήν την κατάκτηση, στον αριθμό των Slam: 22. Θα της έλειπε, βεβαίως, ό,τι ήταν αδύνατον να κάνει, δηλαδή το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, που η απίθανη Γερμανίδα (μία από τις κορυφαίες αθλήτριες όλων των εποχών) είχε πάρει στη Σεούλ το 1988. Του χρόνου γίνονται Ολυμπιακοί Αγώνες στο Ρίο. Επάσατα, που λεν’ και στο χωριό μου.

Το απίστευτο έγινε: ιταλικός τελικός στη Νέα Υόρκη; Η μεγαλύτερη στιγμή για τους Ιταλοαμερικάνους μετά την προβολή του Νονού 3. Οι φήμες αναφέρουν ότι μετά την πρώτη μέρα προβολής της ταινίας, το 1990, όλοι οι Ιταλοαμερικάνοι της Νέας Υόρκης μαζεύτηκαν και φώναξαν «όοοοοοοοοοοχχχχιιιιιιιιιιιιι», όλοι μαζί. Και όμως, είναι ωραία ταινία.

Ρομπέρτα Βίντσι εναντίον Φλάβια Πενέτα- συμπαίκτριες σε τέσσερις κατακτήσεις Fed Cup, το αντίστοιχο του Davis Cup για τις Γυναίκες με την «Ατζούρα»- από την Ιταλία στον τελικό του «Άρθουρ Ας» τη νύχτα του Σαββάτου; Η Βίντσι  χάρηκε αυτόν τον ημιτελικό με τη Σερένα με την ψυχή της. Στα μέσα του τρίτου σετ, μετά από ένα εκπληκτικό βόλεϊ, έβαλε το χέρι στο αυτί της, για να ακούσει τώρα τις κραυγές από το κοινό που αναφανδόν στεκόταν στο πλάι της Σερένα, έπειτα άρχισε να δείχνει τον εαυτό της και ξέσπασε, αρχίζοντας να βρίσκει και να καταριέται στα ιταλικά. Υπερθέαμα. Τώρα η Βίντσι, κάποτε ελπίδα του ιταλικού τένις, είναι στο νούμερο 43. Στο US Open μπήκε... unseeded. Από το νούμερο 43 στον τελικό, έχοντας αποκλείσει την κορυφαία τενίστρια των τελευταίων 20 χρόνων- και μία από τις τρεις καλύτερες όλων των εποχών, Κρις Έβερτ, λυπάμαι τόσο πολύ που το λέω, αλλά πρέπει να αφήσουμε τη Μαρτίνα στην τριάδα και φυσικά την Γκραφ- στον τελικό της Νέας Υόρκης; Οι Ιταλοί είναι οι πιο εκπληκτικοί φαρσέρ του δυτικού κόσμου.

Έτσι ο Φράνκι Σινάτρα τραγουδάει το «I’m in Heaven» με τον Ντιν Μάρτιν στον «Παράδεισο», ο Άλ Πατσίνο χορεύει τάνγκο τυφλός, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο σουφρώνει τα δάχτυλά του, ο Τζέιμς Γκαντολφίνι σχεδιάζει τον έβδομο γύρο των Σοπράνος και ο Μάρτιν Σκορσέζε έχει πάρει ήδη τα δικαιώματα της ιστορίας για να την κάνει ταινία, με τον Λεονάρντο ντι Κάπριο στον πρωταγωνιστικό ρόλο (δεν ξέρω πώς, πάντως ο Ντι Κάπριο θα είναι), τον Τόνι Ντάνζα στον ρόλο του πατέρα του και έτσι, για πλάκα, τις Αριάνα Γκράντε και Σελίνα Γκόμες στους ρόλους των τενιστριών, με διαιτητή τη Σοφία Κόπολα. Μουσική Χένρι Μανσίνι. Με φόντο τον «Άνθρωπο του Βιτρούβιου». Από τον για λίγο συγγενή της θριαμβεύτριας της Παρασκευής, Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Ο Ιούλιος Καίσαρ είπε «Veni, Vidi, Vici». Η Ρομπέρτα δεν νομίζω ότι σκέφτηκε κάτι παρόμοιο. Το παράστημά της δεν πείθει για το «Ήλθα, Είδα, Ενίκησα», που θα μπορούσε να παραφραστεί σε «Veni, Vidi, Vinci». Δηλαδή, «Ήλθα, Είδα, Εξαφανίστηκα». Ή, απλώς, το όνομά της. Μην την αμφισβητείτε όμως. Είναι ένα σκληρόπετσο ξωτικό που κρύβει το στιλέτο στη γόβα της.

—————

2015-09-11 18:34

Θερινό «Σιτοχώραφο με κοράκια»

Ο Άλντους Χάξλεϊ, ο συγγραφέας του «Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου», βρέθηκε μπροστά σε πίνακες του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Αλλά δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε σε αυτούς τους πίνακες. Μετά βρέθηκε στην ευχάριστη, για συγγραφέα, θέση, να ανακαλύψει τη μεσκαλίνη. Γερό ναρκωτικό. Ξαναείδε το «Σιτοχώραφο με κοράκια». Και αν δεν μπορούσε να καταλάβει ακρίβως πώς ζωγράφισε αυτό το απίθανο αριστούργημα ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, καταλάβαινε αυτό που ήθελε να πει.

Η ιδιοφυΐα του Βαν Γκογκ απλωνόταν μόνο σε μυαλά που βρίσκονταν υπό την επήρρεια ναρκωτικών. Με τον ίδιο τρόπο που εκείνη του Μίλος Τεόντοσιτς απλώνεται όλη τη χρονιά, αλλά γίνεται εμφανής μόνο στο θέρος.

Τον είχαμε πετύχει μια φορά, πέρυσι το καλοκαίρι. Είχαμε πάει στο αεροδρόμιο για να υποδεχθούμε την εθνική Σερβίας στο πόλο και ήταν εκεί με έναν φίλο του. Τα παιδιά ήθελαν να βγάλουν φωτογραφία μαζί του. Ο Τεόντοσιτς δεν αρνήθηκε τη φωτογραφία, αν και παρέμεινε ανέκφραστος. Το έχουν αυτό οι Σέρβοι: αν αρχίσεις να τους μιλάς, τότε και οι ίδιοι λειτουργούν. Ο Μίλος παραμένει το καμάρι του σέρβικου μπάσκετ, με τρόπο που δεν μπορεί να καταλάβει κάποιος. Είναι ένα αληθινό διαμάντι, διότι όλη η χώρα από αυτόν περιμένει. Δεν υπάρχει άλλους που να μοιάζει στους παλιούς, ακόμα και ο MVP της Ευρωλίγκας, ο Νεμάνια Μπιέλιτσα. Ο Τεόντοσιτς ήταν νιος και δεν γέρασε ακριβως, πάντως το ταξίδι του υπήρχε ώρες ώρες φρικτό. Χωρίς νόημα. Είναι ακριβοπληρωμένος και όποιον και να φέρει η ΤΣΣΚΑ αποκλείεται να έχει μεγαλύτερο διαμέτρημα από αυτόν. Αλλά στη Μόσχα, με το κίνητρο για την κατάκτηση της Ευρωλίγκας που πια μετράει επτά χρόνια δίχως αυτήν η «ομάδα του κόκκινου στρατού», ο Τεόντοσιτς νιώθει μερικές φορές χαμένος. Σαν να μην μπορεί να καταλάβει ο ίδιος τους πίνακές του.

Με 1’57’’ να απομένει για τη λήξη της τρίτης περιόδου του ματς με την Ιταλία, ο Μπογκντάνοβιτς χρεώνεται με ένα φάουλ που ο ίδιος δεν πολυκαταλαβαίνει. Ανοίγει τα χέρια του, αλλά δεν τα τεντώνει. Είναι σε ορθή γωνία. Ο Τεόντοσιτς πάει δίπλα του και του εξηγεί για ποιον λόγο έκανε φάουλ. Ο Μπογκντάνοβιτς, με τη σειρά του, διαφωνεί. Ο Μίλος συνεχίζει. Η συζήτηση λήγει. Οτιδήποτε είναι παιδικό και υπάγεται σε μία διαδικασία ελευθεριότητας μέσα στο παρκέ, σε ένα παιχνίδι Ευρωμπάσκετ, είναι σχεδόν συγκινητικό.

Ο Τεόντοσιτς είναι τόσο καλός τόσο πολύ καιρό με την εθνική Σερβίας. Λάμπει μπαίνοντας κατευθείαν στον αγωνιστικό χώρο. Το 2009 τους οδήγησε στον πρώτο τελικό, σε Ευρωμπάσκετ, με την απίθανη παράσταση στον ημιτελικό με τη Σλοβενία. Το 2010 τους έφθασε στον ημιτελικό του Παγκόσμιου, όταν έβαλε εκείνο το τρίποντο από το Καλεμέγκνταν με την Ισπανία και παρ’ ολίγον να πάνε τελικό, αν έβλεπαν οι διαιτητές την οφθαλμοφανή παράβαση- αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα όμως, ε;- του Κερέμ Τουντσερί και το πάτημα της γραμμής μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Το 2011 και το 2013 έφθασε μαζί τους στα προημιτελικά του Ευρωμπάσκετ και πέρυσι τους πήγε στον τελικό του Παγκόσμιου. Έκατσα και είδα χθες τον προημιτελικό με τη Βραζιλία και μάλιστα τον βρήκα σε ελληνική περιγραφή. Στην αρχή γινόταν λόγος για ντέρμπι και η εκτίμηση του Ηλία Ζούρου ήταν ότι αν η Σερβία πάει στον ρυθμό της το παιχνίδι θα μπορέσει να μείνει κοντά στο σκορ και να το διεκδικήσει.Το παιχνίδι έληξε 28 πόντους διαφορά. Η Σερβία έφθασε στον τελικό της διοργάνωσης.

Όταν βρίσκεσαι στη θέση του γραφιά που ξεκίνησε ένα πόνημα (το οποίο, μερικές φορές, βγαίνει από το ρήμα «πονώ») γνωρίζοντας περίπου τι θέλει να πει αλλά όχι ακριβώς, επικαλείσαι τα γεγονότα. Όταν ο Τεόντοσιτς φορά τη φανέλα της εθνικής Σερβίας είναι άλλος παίκτης από εκείνον που βρίσκεται στο παρκέ για λογαριασμό της ΤΣΣΚΑ Μόσχας ή, παλαιότερα, του Ολυμπιακού. Η καλλιτεχνία δεν παύει, σε κάθε βήμα, αλλά το πρόβλημα μοιάζει να είναι συγκεκριμένο.

Είναι το μάρσιπο.

Μπορώ να φανταστώ, μόνο, πόση ανάγκη είχαν οι Σέρβοι να βρουν εκείνον που θα τους πάει στην επόμενη μέρα. Το θρησκευτικό στοιχείο παραείναι έντονο στη χώρα, η οποία- ακόμα και αν μπορείς να πας με ταυτότητα, αν και πρέπει να ακούσεις την γκρίνια των υπαλλήλων στο αεροδρόμιο για το γεγονός ότι δεν έχεις διαβατήριο- απέχει κατάτι από τις παγκόσμιες εξελίξεις και από αυτό που παρουσιάζεται ως παγκόσμιο χωριό. O Τεόντοσιτς φαινόταν από μικρός ότι έχει τις προοπτικές να γίνει ο νέος ηγέτης. Στην μπασκετική ιστορία, δεν είναι υπερβολή, οι παλιοί Γιουγκοσλάβοι και οι Σέρβοι τώρα εξαπολύουν το κυνήγι για τον νέο ηγέτη τους με τη θρησκευτική προσήλωση που στο Θιβέτ ψάχνουν τον νέο Δαλάι και που οι Εβραίοι ακόμα ψάχνουν τον γιο του Θεού. Η χώρα βασίστηκε στον Μίλος και το έκανε με αγάπη. Το είχε κάνει με τον Ραντιβόι Κόρατς, στις πρώιμες διακρίσεις που ξεκίνησαν με τις παρουσίες στους τελικούς από το 1963 και έπειτα, το έκανε με τον Τσότσιτς στη σπουδαία φουρνιά του 1970 και τον Ντράζεν Πέτροβιτς ακριβώς όταν η κάνουλα έμοιαζε αδειανή: ένα 19χρονο τσογλανάκι το 1983, στο Ευρωμπάσκετ της Ναντ. Ο Τεόντοσιτς βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την ομοταξία και τον σέβονται με συγκεκριμένο τρόπο. Είναι το παιδί τους και το πατρι(ωτι)κό χάδι έχει διπλή φροντίδα. Ο χαρακτήρας του, που προφανώς διανθίζεται από τον δυνατό οργανισμό ο οποίος μοιάζει αυταξία για τους Σέρβους αθλητές, μερικές φορές μοιάζει να έχει κάτι εντυπωσιακά εύθραυστο, το οποίο, ωστόσο, είναι περισσότερο μια οχύρωση απέναντι στους ξένους εισβολείς, σε ό,τι είναι, δηλαδή, ο ενήλικος κόσμος. Και ενώ ο ίδιος έχει καταλάβει τι συμβαίνει και τι πρέπει να κάνει, το μοτίβο της επιστροφής στην παιδικότητα γίνεται αυταξία. Είναι μία κατάσταση η οποία πρέπει να συμβαίνει, δεν είναι προαιρετική, ούτε έρχεται με το φύσημα του ανέμου.

Και όλο αυτό, ενώ συμβαίνει να εκτιμά ο Τεόντοσιτς τους παλιούς προπονητές του. Αρκεί, μόνο να θυμηθεί κάποιος πώς διέκοψε την περυσινή συνέντευξη, μετά την πρόκριση της Σερβίας στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου από τη Γαλλία, για να αγκαλιάσει τον γαργαντούα του μπάσκετ, τον Παναγιώτη Γιαννάκη και αβίαστα να εκδηλώσει τη λατρεία του. Του οφείλει πολλά και το ξέρει, όπως πιθανότατα σε όλους όσοι πέρασαν από την ΤΣΣΚΑ. Ωστόσο, τούτος ο αστερισμός μοιάζει εκτός πεδίου φορώντας τη φανέλα των Μοσχοβιτών. Είναι σαν τον Νίτσε, όταν κατέκρινε τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον οποίο προφανώς λάτρευε, για τη μεταστροφή του, από την αρτιότητα της ρευστής τέχνης του στο Γ’ Ράιχ. Είναι σαν καντήλι που σβήνει, με τον άνθρωπο που το κοιτάζει να προσπαθεί να κρατήσει αναμμένη τη φωτιά μέσω του βλέμματός του.

Σε σχέση με τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, τον μόνο άλλο πόιντ γκαρντ που μπορεί να τον συγκρίνει κάποιος από την άποψη των γκραβούρων που μπορούν να παρουσιάσουν στο γήπεδο, από τον Τεόντοσιτς μοιάζει να λείπει η παράνοια. Η μόνη στιγμή που νιώθεις την τρέλα είναι όταν κολλάει το κορμί του σε εκείνο ενός συμπαίκτη του, συνήθως μετά από ένα τρίποντο «σφραγίδα». Μοιάζει να αφήνει την ψυχή του σε αυτόν τον πανηγυρισμό και όλα αυτά γίνονται χωρίς να χαμογελάσει. Δεν τον θυμάμαι να έχει χαμογελάσει, ούτε καν μελαγχολικά, αφού αυτό είναι το μόνο συναίσθημα το οποίο βλέπεις ότι τον διέπει.

Παρακολουθώντας τον να παίζει με την εθνική Σερβίας, νιώθεις την ηγετική φυσιογνωμία που δεν βλέπεις στα μεγάλα ματς της ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Μία υπέρβαρη πελώρια δύναμη, που είναι πάντα έτοιμη να πέσει στο κεφάλι του σαν Δαμόκλειο Σπάθη. Πάνω, στην κρύα Μόσχα, ο τραπεζικός λογαριασμός είναι παχυλός, αλλά η αίσθηση της μιζέριας, που ο Ντοστογέφσκι περιέγραψε, και ενός δυσνόητου χιούμορ, δεν μπορούν να πείσουν τον Τεόντοσιτς ότι συνιστούν έναν συναισθηματικό κόσμο στον οποίο ο ίδιος είναι κομμάτι που λείπει. Όπως έγραψε και ο Ρασούλης στο «Να ‘μαστε πάλι εδώ Ανδρέα», «κάλλιο στο χώμα το λουλούδι, παρά σε βάζο περιωπής».

Ο Τεόντοσιτς δείχνει τον ευεργετικό εαυτό του εκεί που τον αγαπάνε περισσότερο. Εκεί που η κοινή γλώσσα γίνεται το όχημα της οικειότητας και που η βαθύτητα στη φιλοσοφία (όπως απεικονίζεται από την οντότητα του προπονητή) είναι το μέσο το γαλακτισμού. Επιστρέφει ως αντίδραση, παραμένοντας ο ίδιος μία εφεύρεση με δύο όψεις, που τη διαχειρίζονται χέρια από το υπερπέραν. Ο διχασμός συνεχίζονται, κουτσός υπηρέτης του Μεφιστοφελή (τεράστια υπερβολή, καλείστε να μην κρίνετε από αυτή) τον χειμώνα, λαγέτης με φωτοστέφανο το θέρος.

—————

2015-09-10 14:39

Ο λαός (πριν τις εκλογές)

Γενικώς ο λαός είναι μαλάκας. Όταν λέω ο λαός είναι μαλάκας, το λέω κι εγώ προεκλογικά. Αν ήταν μετά τις εκλογές, θα το έλεγα στον καθένα ξεχωριστά. Αλλά επειδή δεν θα μπορούσα να το πω, θα το άφηνα. Κάθε μέρα κοιτάζω στον καθρέφτη και βλέπω έναν μαλάκα. Λέω, «είσαι μαλάκας». Δεν πρέπει να χρησιμοποιώ το πρώτο πληθυντικό επί ματαίω και με τη γνώση ότι, χρησιμοποιώντας το, αφαιρώ σιγά σιγά το προσωπικό στοιχείο από μένα. Αν, ας πούμε, κάποιος πει, «προδώσαμε τους Έλληνες», τότε στοχεύει στη δική του αφαίρεση από την εξίσωση. Η χρήση του πληθυντικού δεν υπονοεί καν μετάνοια: αυτό θα ίσχυε μόνο με τη χρήση του πρώτου ενικού. Το «προδώσαμε» σημαίνει, σε ένα παιχνίδι συνείδησης, ότι οι άλλοι πρόδωσαν και ο ομιλητής βάζει απλώς τον εαυτό του στην εξίσωση, για να μη φαίνεται το «κατηγορώ».

Από την εποχή του Βαγγέλη Γιαννόπουλου, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η τηλοψία ήταν μία αφόρητη κατάσταση. Το χάλι παράγινε μέχρι να βγει ο αιώνας, όταν οι τηλόπτες δεν χόρταιναν μόνο με έναν καλεσμένο και οι πολλοί έφεραν την απόλυτη οχλαγωγία στην τηλεόραση. Ενείχε μία γελοιότητα αυτή η κατάσταση, αλλά ενσωματώθηκε στη συνείδηση του θεατή, αλλά και του προσκεκλημένου. Τα κανάλια κατάντησαν ο απόλυτος οδηγός ψηφοθηρίας και προφανώς οι δημοσιογράφοι μπήκαν στο παιχνίδι. Θα γινόταν αργά ή γρήγορα. Όταν η Washington Post έριξε τον Ρίτσαρντ Νίξον, μία εφημερίδα στην οποία ουδείς έδινε σημασία, ο Τύπος αποκλήθηκε «τέταρτη εξουσία». Αυτή η εξουσία περιέχει... εξουσία. Όπως όλες οι ανακαλύψεις και οι εξελίξεις μπορούν να προκύψουν ως κακοήθεις όγκοι αν τα χέρια που τις αρπάξουν τρέμουν από τη λαμπρότητα και τις προοπτικές της και μετατρέψουν το καθήκον σε δικαίωμα, έτσι και η τέταρτη εξουσία επιβαρύνθηκε από ανθρώπους που κατά βάση ανήκαν σε λαϊκά στρώματα και η επιδίωξή τους δεν ήταν να δημιουργήσουν μια ελίτ, αλλά να μαγνητίζονται από την επιρροή που ασκούν στη συνείδηση του αναγνώστη, του θεατή ή του ακροατή και, εν τέλει, να αναγκάσουν τον εν πολλαίς αμαρτίες πεσόντα να βάλει το χέρι στην τσέπη ώστε να κάνουν ότι δεν θυμούνται.

Είναι πανεύκολο, βεβαίως, να κάθεσαι στο σπίτι ή οπουδήποτε αλλού και να «κράζεις» τον τύπο που έβαλε τα φράγκα στην τσέπη και έκανε την αρπαχτή, όταν εσένα δεν υπάρχει κανείς για να σου δώσει κάτι ώστε να του κάνεις μια εκδούλευση. Δεν είναι, βεβαίως, ηθικό, αλλά δεν είναι ηθικό ούτε να μπορεί ένας αιμοσταγής δολοφόνος να προσλάβει έναν δικηγοόρο. Όμως, στην περίπτωση του δικηγόρου, του αργυρώνητου,τούτη η διαδικασία επιτρέπεται. Είναι νόμιμη. Η νομιμότητα καθορίζει την ηθική του. Όταν ο Αλέξης Κούγιας, παραδείγματος χάρη, έχει ένα πελατολόγιο γεμάτο παρανόμους που νομίμως μπορούν να απευθύνονται σε εκείνον, αυτό δεν αποτελεί ανηθικότητα. Εκτός κι αν η περίπτωση είναι εντελώς ακραία, διότι θυμάμαι πόσο άσχημα είχε κάτσει το γεγονός ότι ο Κούγιας είχε αναλάβει τον αστυνόμο που είχε πυροβολήσει τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, αλλά αυτή ήταν μία εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση για την εποχή, η οποία προφανώς και θα γεννούσε την αδόκητη βία που ούτως ή άλλως εγκολπίζεται στον ψυχισμό του αγανακτισμένου πολίτη και απλώς βγαίνει, επίσης νόμιμα, είτε από εξαχρείωση είτε από εξαγρίωση, προς τα έξω.

 

Όπως και να έχει, μια καλή ευκαιρία- η καλύτερη δυνατή- για να στεριώσει η αδέσμευτη δημοσιογραφία- πήγε πολύ εύκολα στα σκουπίδια. Το πρόβλημα είναι ότι οι δημοσιογράφοι έχουν καταστήσει τον κύκλο τους μια πνευματική ελίτ. Η αρθρογραφία ήρθε στην επιφάνεια ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Όπως η μεσαία τάξη, μέσω της τηλεόρασης και, φυσικά, μετά, τον καιρό του διαδικτύου απέκτησε το ψευδεπίγραφο μιας επικίνδυνης πνευματικότητας, έτσι και οι δημοσιογράφοι, που στέκονται χαμηλότερα από τη μεσαία τάξη υπό την έννοια ότι μπορεί να διεισδύσεις προς τον πυρήνα του κύκλου χωρίς κάποιο εντυπωσιακό μορφωτικό παρελθόν, βαστούν ένα κερί το οποίο από καιρό τους καίει το χέρι, αλλά δεν τους νοιάζει.

Δεν είδα καθόλου από το debate. Διότι είναι εξαρχής λάθος να ονομάζεται debate κάτι που περιέχει πολλούς εμπλεκόμενους. Όπως ο συνδυασμός δεν μπορεί να περιέχει πάνω από δύο πράγματα (αλλιώς είναι μείγμα), άρα η φράση «συνδυασμός πολλών πραγμάτων» είναι λάθος (να κάτι που είναι επικίνδυνο στο υιοθετημένο intellectual), έτσι και το debate αφορά στη λογομαχία δύο διαφορετικών γνωμών. Δηλαδή το de, που προφανώς βγαίνει από το λατινικό duo που σημαίνει «δύο» και το οποίο είναι μία από τις σύνθετες λέξεις του συνδυασμού. Όπως έγραψε και ο σπουδαίος Τζιάνι Ροντάρι, ένας από τους ακαταμάχητους παιδικους συγγραφείς που, κατά τη γνώμη μου, τα βιβλία του πρέπει να υπάρχουν σε κάθε σπίτι, οι λάθος λέξεις και τα νοήματα χαλάνε την ατμόσφαιρα. Το debate της Τετάρτης ήταν και αυτό, ένα από τα ανάπηρα παιδιά της δημοκρατίας έτσι όπως έχει εξελιχθεί.

Εδώ και πάνω από έναν αιώνα, η Ελλάδα είναι συνυφασμένη με τη δεξιά. Οποιοδήποτε αριστερό στοιχείο, που υπαγόταν στον κομουνισμό, κυνηγήθηκε σε μη πολεμικές περιόδους. Μόνο από τη δεκαετία του ’60 και έπειτα, όταν όλος ο κόσμος ζούσε μια μάχη που αφορούσε στα ανθρώπινα δικαιώματα (φυλετικά και εργασιακά) εναρμονίστηκε η αριστερά με τη χώρα. Βεβαίως, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απέδειξε, τουλάχιστον από το 1985 και έπειτα, ότι δεν έχει σημασία τι λες πώς είσαι: οι διαφορές στους χειρισμούς των καταστάσεων είναι ελάχιστες. Τούτο, με πολύ πικρό τρόπο, συνέβη από τον Ιανουάριο και έπειτα, χωρίς να έχω πάψει να θεωρώ ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο μόνος πρωθυπουργός στην ιστορία που τουλάχιστον ενδιαφέρθηκε για το πώς θα σώσει τη χώρα. Αν έγινε από δική του ματαιοδοξία ή από κάποιο άλλο κίνητρο, δεν με νοιάζει. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι το ψιλοπάλεψε. Αν δουλεύεις με ένταση και δύναμη για να κατακτήσεις τη μουνάρα ή να βγάλεις λεφτά ή επειδή θέλεις να είσαι ο καλύτερος, δεν με αφορά. Ό,τι στ’ αλήθεια με νοιάζει, είναι να κάνεις σωστά τη δουλειά. Ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσεις.

Το debate είναι η πολιτική εκδοχή του λεγόμενου interview. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι υπάρχει μια επιχείρηση (το κράτος) με θέσεις αδειανές, υψηλόμισθες- όπως πρέπει- που είναι ανάγκη να καταληφθούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πολιτικοί- που είναι ένα επάγγελμα από το οποίο βγαίνεις μέσω σπουδών ή, όπως στην περίπτωση της δημοσιογραφίας, με την τριβή, τη συνεχή ενασχόληση με αυτό εξ απαλών ονύχων (που σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να είναι το πέρας της εφηβείας)- παραθέτουν τα στοιχεία που θα τους κάνουν πιο ταιριαστούς για την επιχείρηση. Το κράτος δεν είναι επιχείρηση: ωστόσο είναι εκείνο που την πληρώνει. Ο θεατής βλέπει κάποιους που αποδεδειγμένα δεν πρόκειται να κάνουν αυτά που λένε να πασχίζουν να το πείσουν να τους ψηφίσει, όχι επειδή θα κάνουν αυτά που λένε αλλά, επειδή εκείνα που λένε ότι θα κάνουν και δεν θα κάνουν είναι πιο σωστά από εκείνα που λένε ότι θα κάνουν και δεν θα κάνουν οι άλλοι υποψήφιοι. Προφανώς, για να κορυφωθεί η παρωδία στο δράμα, όπως κάθε φορά, τα πλάνα είναι πάντα γενικά. Η ανάγκη υπεράσπισης του λαού που κρατάει προεκλογικά, είναι, θα μπορούσε να πει κάποιος, μία από τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που είναι αναπόφευκτο να συμβαίνουν λίγες μέρες πριν τις εκλογές.

Όπως λέει και ένας φίλος μου, «δεν πρέπει να μπούμε με εκρηκτικά στη βουλή  για να τους σκοτώσουμε, αλλά επειδή είναι μάταιο να περιμένεις από κάποιον που παίρνει την εξουσία να μη μαγευτεί από αυτή. Άντε, εγώ να του το δώσω ότι θα κάνει αγώνα. Εκείνος ξέρει τι θα γίνει αν πάρει την εξουσία; Και πώς θα λειτουργήσει ένα σύστημα αν δεν υπάρχει μια κυβέρνηση;». Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να αλλάξουν οι συνήθειές μας, αλλά γίνεται να λειτουργήσει με αμοιβαιότητα. Η δημοκρατία στην τωρινή μορφή της, εκείνη του καπιταλισμού, είναι ολιγαρχία με τη  νομιμότητα του λαού. Δεν έγινε τώρα: συνέβη από τη στιγμή που αποφασίστηκε ότι πρέπει να υπάρχει διακυβέρνηση. Διανθίστηκε με την πνευματική ελίτ της μεσαίας τάξης. Και ζει μέσα στο οξύμωρο της ισχύος του λαού να δίνει δύναμη σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά να αισθάνεται ο ίδιος (πέραν της ώρας της ψήφου, η οποία του δίνει απέραντη ικανοποίηση) ουδόλως ισχυρός.

Όπως έγραψε και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, βασάνης από κλίση, ένας Νεστμπεσμίτζερ, ως Βαρδιάνος στα «Σπόρκα», «το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγε τις ότι η χώρα αυτή ηλευθερώθη επίτηδες, διά ν’ αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν». Και όπως συνέχισε, ως Λέανδρος Παπαδημούλης στους «Χαλασοχώρηδες»: «Δεν λέγω πως το κάνουν επίτηδες, μα η διοίκησις είναι ρωμέικη, τι τα θέλεις;».

—————

2015-09-08 17:23

Σαν το δέρμα του μωρού

Πριν περίπου δύο μήνες, αναρωτήθηκα πώς έγινε και η Κροατία προκρίθηκε στον τελικό του μπάσκετ στο ολυμπιακό τουρνουά της
Βαρκελώνης. Δεν πρέπει να θεωρείς κάτι δεδομένο στον αθλητισμό, απλώς ότι η Αγγλία δεν θα κατακτήσει το Μουντιάλ και το Euro μέχρι να πάθω αλτσχάιμερ και ότι η Κροατία δεν θα νικήσει σε καμία διοργάνωση μπάσκετ, είναι λίγο πιο σίγουρο από το ότι ο Ταραντίνο πρόκειται να βγάλει και άλλο γουέστερν.

Οι Κροάτες είχαν νικήσει την Κοινοπολιτεία για να φθάσουν στο τέλος της διοργάνωσης. Ήταν τυχεροί, διότι δεν έπεσαν με τη
Λιθουανία. Αυτό που ανακάλυψα ήταν ένα αισχρό φάουλ που χρέωσαν στον άμοιρο Ρώσο αμυντικό που έσπευσε να αναχαιτίσει τον Ντράζεν Πέτροβιτς στην τελευταία φάση του ματς. «Αααα, έτσι έγινε», σκέφτηκα. Πρέπει να το δώσουμε στον Ντράζεν, αν και δεν το γνωρίζαμε τότε: ίσως είναι ο μοναδικός Κροάτης στην ιστορία που, φορώντας τη φανέλα της εθνικής ομάδας, θα μπορούσε να βάλει δύο βολές που θα
χάριζαν τη νίκη στην ομάδα του στη λήξη ενός ημιτελικού μεγάλης διοργάνωσης.

Οι Κροάτες είναι το είδος του κοριτσιού που αν δεν πάνε όλα με βάση τις προδιαγραφές βρίσκεται σε κατάσταση πανικού. Επειδή
είναι έκπαγλου κάλλους, συγχωρούνται οι συμπεριφορές διότι, αν κοιτάξεις ξανά το πρόσωπό του, ίσως θεωρήσεις ότι αυτό που βλέπεις δεν το έχεις ξαναθωρισμένο, που λένε και στο χωριό μου. Ο Μάριο Χεζόνια, ο Ντάριο Σάριτς και ο Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς βρωμοκοπούν χάρισμα και δειλία, ταλέντο και ηττοπάθεια. Κάποιος πρέπει να «καθαρίσει» για λογαριασμό τους και δεν πρόκειται να είναι αυτοί. Στις
ομάδες τους, με τα ακριβά συμβόλαια και τις διαφορετικές προοπτικές, τη φανέλα που έχει βάρος φτερού, η υπόθεση βασίζεται σε άλλα δεδομένα και, πάντως, στο ευάλωτο πεδίο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μιας τραγικότητας που περισσότερο μοιάζει να πέφτει σε οργανισμούς ευαίσθητους και σώματα μαλακά, σαν αρρένων καλλονών που έχουν μαζευτεί σε μητριαρχικό ναό και ο χαμός κάποιου εξ αυτών κάνει γκελ ανάμεσα στο κρασί και στα φρούτα.

Οι Κροάτες, γεωγραφικά ευνοούμενοι ώστε να βρέχονται από την Αδριατική, μπορούν να κοκορεύονται ότι είναι οι μόνοι που πραγματικά φοβούνται οι Σέρβοι. Αλλά αυτός ο φόβος, αν υπάρχει, έχει τα στοιχεία ενός θρύλου: όλοι έχουν ακούσει για αυτόν, όμως κανείς δεν τον έχει δει. Οι Κροάτες νευριάζουν δύσκολα αλλά αν το κάνουν μπορεί να πάρουν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έγινε αυτό, το 2012, όταν αγρίεψαν πραγματικά μετά τη συνωμοσία των Σέρβων με τους Μαυροβούνιους στο Ευρωπαϊκό του
Γενάρη. Είχαν χάσει από τη Γερμανία και περίμεναν νίκη της Σερβίας επί του Μαυροβουνίου ή της Ρουμανίας επί της Γερμανίας για να προκριθούν στα προημιτελικά της διοργάνωσης του Αϊντχόφεν. Οι Σέρβοι, όχι μόνο δεν προσπάθησαν να νικήσουν τους Μαυροβούνιους αλλά, σχεδόν διακωμώδησαν το άθλημα όταν, περίπου 4' πριν τη λήξη του ματς ο τεχνικός των «ορλόβι», Ντέγιαν Ουντόβιτσιτς,
πήρε τάιμ άουτ και δεν μίλησε καθόλου στους παίκτες του, αφού, προκλητικά, καμώθηκε ότι θα τους μιλήσει. Οι Κροάτες έμειναν εκτός προημιτελικών και στο Λονδίνο, για τους Ολυμπιακούς, πήγαν αγριεμένοι. Ο Γιόζιπ Πάβιτς μού είπε, τον Οκτώβρη εκείνου του έτους και μακριά από την εκδοχή αυτής της νύχτας που τον βρίσκει στον Πειραιά, ότι δεν παρακολούθησαν ούτε ένα παιχνίδι του τουρνουά.
Για μία φορά, ο θυμός έγινε ακριβώς η κινητήριος δύναμη που χρειάζονταν ώστε να κάνουν αυτό που χρειαζοταν ως το τέλος, αυτό που υπαγόρευμε το έμφυτο χάρισμά τους που σε άλλο κράτος τόσο μαζεμένο, σε αναλογία, δεν πρόκειται να βρει κάποιος. Βεβαίως, η Κροατία στο πόλο τα κατάφερε περίφημα και στο Παγκόσμιο της Μελβούρνης του 2007 και στο Ευρωπαϊκό του Ζάγκρεμπ το 2010, αλλά θα πρέπει να αναζητηθεί η έμπνευση στον Ράτκο Ρούντιτς, ο οποίος τη δεκαετία του '80 ήταν ο τεχνικός της εθνικής Γιουγκοσλαβίας.

Η ομάδα του χάντμπολ που κατέκτησε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στην Αθήνα, βρωμοκοπούσε ταλέντο. Η Μπλάνκα Βλάσιτς
παραμένει μία εξαιρετικά ακριβής τεχνίτις του ύψους. Αλλά ειδικά οι μπασκετμπολίστες έχουν αυτό το χάρισμα να ρέουν στον αγωνιστικό χώρο. Λίγο μετά την εφηβεία, είχα βρεθεί να θέλω να παρακολουθώ- σε καιρούς που ήταν δύσκολο να συμβεί, τον Γιόζιπ Σέζαρ, έναν Κροάτη σμολ φόργουορντ κοντά στα 2,00μ., που ήταν το αρχέτυπο για ό,τι είχα στο μυαλό μου ότι ήταν ένας παλιός Γιουγκοσλάβος.
Ένα ελαφρύ κοίταγμα προς τα κάτω με αποτέλεσμα να νομίζεις ότι κάνει καμπουρίτσα και σκέψη πάνω στην ντρίμπλα. Βεβαίως, το ταλέντο του, όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις στη χώρα, πήγε αμανάτι. Ήταν ένας πρόδρομος του Χεζόνια στην έκρηξη, με ολίγον τι από Ντράζεν- ειδικά στην περίπτωση της σταυρωτής του- που απλώς δεν έφυγε ποτέ από τη χώρα του, αν και είχε γίνει ντραφτ στους Σιάτλ Σόνικς. Είναι από τα ανεξήγητα μυστήρια το πώς δεν έκανε καριέρα, αν και δεν υπάρχει κάτι ανεξήγητο στον αθλητισμό. Όλα για κάποιον λόγο συμβαίνουν και οι περισσότεροι Κροάτες είναι τόσο μαλακοί όσο το δέρμα του μωρού.

Η ήττα τους από την Εθνική μέσα στο Ζάγκρεμπ, με το προβάδισμα δικό τους για πάνω από 36 λεπτά παιχνιδιού, δεν στέκει ως το
απόλυτο παράδειγμα. Μόνο για πλάκα, την ίδια νύχτα έψαξα να βρω ήττες τους σε σπουδαία ματς μεγάλων διοργανώσεων. Ας πούμε, πριν αυτήν την αναφορά, έχω πάντα την εικόνα της Γιουγκ Ντουμπρόβνικ, η οποία έχει πάρει και τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών (το ένα, έχω καταλήξει όντως στο τετριμμένο, επειδή ο Μπόρις Μαργκέτα ακύρωσε το γκολ του Χατζηθεοδώρου στον τελικό του 2001), αλλά έχει χάσει τελικό στο τελευταίο δευτερόλεπτο της παράτασης, το 2008 από την Προ Ρέκο με το γκολ του Νόρμπερτ Μάνταρας, έχει χάσει σε δεύτερο προημιτελικό με διαφορά έξι γκολ ενώ είχε νικήσει με 11, το 2012 από τη Βάσας και έχει χάσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 2013 ούσα αλώβητη σε όλη τη διοργάνωση, χάνοντας μόνο ένα ματς, δηλαδή τον τελικό από τον Ερυθρό Αστέρα μέσα στο Βελιγράδι, με ένα φθηνό
γκολ από ένα κενό της άμυνας. Η Γιουγκ έπαιξε, πριν από αυτήν τη φάση, μια επίθεση που κράτησε σχεδόν δύο λεπτά, με τρεις υποεπιθέσεις στον παίκτη παραπάνω και, τελικά, ένα γκολ του Μίχο Μπόσκοβιτς και ενδεχομένως να πίστεψε ότι σώθηκε ή σε κάποιον οιωνό.

Σε ό,τι αφορά την μπασκετική Κροατία, αφότου ο Ντράζεν ανελήφθη εις τους ουρανούς στις 7 Ιουνίου του 1993, η κατάσταση ήταν...
δράμα: ήττα από τη Ρωσία στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 1993, ήττα από την ίδια ομάδα στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος του 1994 στο Τορόντο, 66-64. Εύκολη επικράτηση της Λιθουανίας στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του
1995, ήττα-σοκ από την Αυστραλία στον προημιτελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996, 74-72. Επώδυνη ήττα... μπόνους στον δεύτερο όμιλο του Ευρωμπάσκετ, στην πρώτη αντάμωση με τη Γιουγκοσλαβία σε μεγάλη διοργάνωση, με το τρίποντο του Τζόρτζεβιτς στο τελευταίο δευτερόλεπτο, το 1997, όταν η πρώτιστη φουρνιά- που υπαγόταν, βεβαίως, στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία και ήταν αναγκασμένη να παίζει
υπό την αιγίδα του Πέταρ Σκάνσι, ο οποίος την επιστήμη του μπάσκετ, όπως την παρουσίασε άγαρμπα, έστω, ο Μπόζα Μάλκοβιτς στο Final 4 της Αθήνας το 1993 με τη Λιμόζ, την κατανόησε ως «θάνατο»- είχε εξαφανιστεί, κυρίως επειδή, όπως έλεγαν τα ρεπορτάζ
της εποχής, ο Τόνι Κούκοτς τσακώθηκε με τον Ντίνο Ράτζα. Μετά, εξαφάνιση.

Απόντες από το Παγκόσμιο του 1998, 9οι στην επιστροφή του Κούκοτς στο Ευρωμπάσκετ του 1999, απόντες από τους Ολυμπιακούς του 2000, ήττα 87-85 από την Τουρκία στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 2001, απόντες από το Μουντομπάσκετ του 2002, το Ευρωμπάσκετ του 2003 και τους Ολυμπιακούς του 2004.
Έπειτα: ήττα-σφαγή στον προημιτελικό με την Ισπανία στο Βελιγράδι, το 2005, ημόνη φορά που δικαιούνται να φωνάζουν. Απόντες από το Παγκόσμιο του 2006, ήττα από τους Λιθουανούς στο καλάθι, 74-72, στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 2007, απόντες από τους Ολυμπιακούς του 2008, ήττα από τους Σλοβένους στο καλάθι στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 2009 και φυσικά ήττα με αυτοκτονική διάθεση από τους Σέρβους στη φάση των «16» του Μουντομπάσκετ του 2010, εκεί που έπαιξαν τη... χειρότερη άμυνα όλων των εποχών μετά από καλάθι, όταν άφησαν τον Ράσιτς να κάνει λέι απ ανενόχλητος επειδή ξεχάστηκαν να πιέζουν στο κέντρο και όταν ο Πόποβιτς έβαλε τις δύο βολές για το 72-72, ο Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς έπεσε πάνω στον Ράσιτς, στην προσπάθειά του να νικήσει το ματς, που καταστρατηγούσε το non call ακόμα και σε στρατόπεδο συγκέντρωση, αν Γερμανός στρατιώτης έκανε το φάουλ σε Εβραίο. Σκορ, 73-72. Δεν ήταν καν στα προημιτελικά του Ευρωμπάσκετ του 2011, αφού έχασαν από τα Σκόπια, στο καλάθι, αλλά και από τους Βόσνιους, δεν πήγαν, προφανώς, στους Ολυμπιακούς του 2012- οπότε του χρόνου συμπληρώνονται 20 χρόνια- και πέρασαν
στα ημιτελικά του Ευρωμπάσκετ του 2013, κυρίως επειδή ήταν αδύνατον να χάσουν από την Ουκρανία. Πήγαν, πάει να πει, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, όπου έχασαν από τους Γάλλους 69-64 στη φάση των «16».

Είναι τόσο ισχυρή δύναμη η Κροατία ώστε να βγαίνει μια μορφή σαρκασμού στην αφήγηση των συνεχόμενων απωλειών της; Σίγουρα έχει
επιτυχίες απροσδόκητες, όπως εκείνη του Γκόραν Ιβανίσεβιτς το 2001, ο οποίος έγινε ο πρώτος τενίστας στην ιστορία με wild card που κατέκτησε το Γουίμπλεντον, αν και είχε χάσει τρεις τελικούς από τον Άντρε Άγκασι και τον Πιτ Σάμπρας (δις) μέσα στη δεκαετία του '90. Υπάρχει επίσης και ο Μαρίν Τσίλιτς, ο οποίος κατέκτησε πέρυσι το US Open. Με βάση τον πληθυσμό τους και τη θέση τους στον χάρτη οι Κροάτες παίρνουν ακριβώς ό,τι τους αξίζει σε μέγεθος. Αν κοιτάξεις, ωστόσο, με το μικροσκόπιο, θα παρατηρήσεις ότι στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1998 προηγήθηκαν στο σκορ με τους Γάλλους και ο ηγέτης τους, Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, «πούλησε»
την μπάλα έξω από την περιοχή για να ισοφαριστούν. Σε εκείνο το ματς, ο Λιλιάν Τιράμ έβαλε δύο γκολ. Μόλις τελείωσε την καριέρα του στην Εθνική, εκείνα τα γκολ ήταν τα μόνα που είχε πετύχει στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Το 2008, στο Euro, προηγήθηκαν 1-0 της Τουρκίας στον προημιτελικό στο 118', για να ισοφαριστούν στο 120', με απίστευτο γκολ του Αρντά Τουράν (της εικόνας του «Τσόλο» Σιμεόνε μέσα στο γήπεδο για την Ατλέτικο Μαδρίτης έως και τον Μάιο) και να καταρρεύσουν στα πέναλτι. Έχουν χάσει, επίσης, 2-1 από τη Γερμανία στον προημιτελικό του Euro 1996 με δύο γκολ του κεντρικού αμυντικού Ματίας Ζάμερ.

Προπονητής της εθνικής ομάδας μπάσκετ είναι ο Βέλιμιρ Περάσοβιτς. Ο οποίος είχε θητεία, ως παίκτης, στη Γιουγκοπλάστικα του
Μπόζα Μάλκοβιτς και στην εθνική Γιουγκοσλαβίας του Ντούσαν Ίβκοβιτς. Αν εξαιρεθεί, όμως, ο Ράνκο Ζεράβιτσα (και, προφανώς, ο Ρούντιτς), Κροάτης και προπονητής είναι δύο λέξεις που δεν μπαίνουν στην ίδια φράση, αν αυτό δεν συνοδεύεται από
δυσπιστία τουλάχιστον, δυσπιστία που βρίσκεται στο όριο να γίνει χλεύη.

Ο Περάσοβιτς ήταν τεχνικός της Τσιμπόνα που έφθασε στον τελικό της Αδριατικής Λίγκας το 2010 και μέσα στο Ζάγκρεμπ
υποδεχόταν την Παρτίζαν. Αν υπάρχει ένα παιχνίδι που δείχνει για ποιο λόγο οι Κροάτες έχουν πολλούς τρόπους να χάνουν, είναι αυτό.

Η Παρτίζαν νικούσε 72-68, όταν ο Μάρκο Τόμας (ο μόνος που είναι ίσως πρόθυμος να μπει στη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και να
μείνει εκεί από όλη αυτή τη φουρνιά) πέτυχε τρίποντο, έκλεψε την μπάλα και την έδωσε στον Τζαμόν Γκόρντον για νέο τρίποντο. Όταν αυτό συνέβη, στο χρονόμετρο έμεναν 60 εκατοστά του δευτερολέπτου, αρκετά για να ανοιγοκλείσεις γρήγορα 2,5 φορές τα μάτια σου. Όταν αυτό συνέβη, οι παίκτες της Τσιμπόνα άρχισαν να πανηγυρίζουν προς τον πάγκο της ομάδας, την άμυνά τους. Ο Περάσοβιτς μπήκε στο
παρκέ και άρχισε να τους αγκαλιάζει, ο κόσμος αποθέωνε και εν τω μεταξύ η Παρτίζαν έκανε την επαναφορά, ο Ντούσαν Κέτσμαν είχε όλο τον χώρο του κόσμου για να φτάσει σχεδόν ως το κέντρο και ο μόνος που του έκοψε να κοιτάξει προς τα εκεί, δηλαδή ο Τόμας, βρέθηκε κάπως κοντά του, αλλά όχι αρκετά. Ο Κέτσμαν έπιασε την μπάλα και την εκσφενδόνισε αμέσως. Χτύπησε στο ταμπλό και μπήκε. Στη
«Χάλα Ντράζεν Πέτροβιτς» έπεσε σιωπή νεκροταφείου. Χρόνια τώρα οι Κροάτες προσπαθούν να λύσουν τον γρίφο πώς, με τόσα απίθανα ταλέντα που βγαίνουν (η τωρινή ομάδα έχει τέσσερα:τον Χεζόνια, τον Ντέγιαν Σάριτς, τον Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς και τον Άντε Τόμιτς), δεν καταφέρνουν να πετύχουν μια πραγματικά μεγάλη διάκριση και έχουν να δουν μετάλλιο από το 1995. Για αρχή, θα μπορούσαν να μην πανηγυρίζουν πριν ένα ματς τελειώσει.


Από την άλλη μεριά, με τον πρωταθλητισμό να αποτελεί, κατά συντριπτικό ποσοστό, ζήτημα μονομανίας και μαρτυρίων, πόνου, δακρύων, σπασμένων κοκκάλων και αίματος, να είναι τόσο απομακρυσμένος από τη χαρά, δεν είναι κάπως ποιητικό να βλέπεις μια ομάδα η
οποία ξέρεις ότι θα σου παρουσιάσει την ευαισθησία και το ευάλωτο πρόσωπό της με τον πιο δραματικό, ιλαροτραγικό, τρόπο;

—————

—————


Ό,τι του φανεί

/album/%cf%8c%2c%cf%84%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%af/i-m-not-always-right-but-i-m-never-wrong-jpg/

—————