Χωρίς τελείες


Blog

2015-12-07 01:08

Αλέξανδρος

Πρώτα υπήρξε ενθουσιασμός. Μετά πέρασε από μικρές δόσεις οργής. Έπειτα έγινε αδιαφορία. Τώρα, κίνδυνος, αλλά φτωχαδάκι. Αναιμικός.

Σάββατο βράδυ, έκανα σε άλλη εφημερίδα σχεδόν τη δουλειά που κάνω τώρα. Ο διευθυντής το πήρε πρέφα: 15χρονος έπεσε νεκρός στα Εξάρχεια από σφαίρα αστυνομικού. Το βάλαμε. Θυμάμαι ότι εκείνη η άσημη αθλητική εφημερίδα ήταν στην τιμητική μειοψηφία εκείνων των αθλητικών που το είχαν. Είχα γράψει το θέμα στη σελίδα ειδήσεων, η οποία, στην αργκό του χώρου, αποκαλείται χαβούζα. Σε εκείνη την εφημερίδα, αυτή η σελίδα ήταν η πιο σημαντική.

Το δράμα επιτάσσει ότι οι ήρωες μίας σημαντικής στιγμής πρέπει να κρύβουν στοιχεία που να αναδεικνύουν την τραγικότητά τους. Μόνο έτσι η σιωπή μετά το ειδεχθές έγκλημα, ακόμα και αν δεν πρόκειται για δολοφονία, μπορεί να αναδεικνύεται. Αυτή η τρομερή σιωπή, που μοιάζει να ρουφάει τον ήχο, ώστε να υποδηλώσει ότι ο χρόνος σταματάει. Το βράδυ του Σαββάτου, 6 Δεκεμβρίου του 2008, πρέπει να έγινε κάτι τέτοιο.

Ο ένας ήταν Αλέξανδρος. Δηλαδή ο απωθών τους άνδρες, ένα όνομα που έχει ετυμολογικά πολεμική λογική. Ο άλλος ήταν Ρωμανός, που απευθύνεται σε μελωδό, αλλά και υπηκοότητα. Ο τρίτος ήταν Κορκονέας. Ο αστυνομικός με το επώνυμο που το «ρ» ανακατεύεται με το «κ», μία σύγχρονη παραδρομή των γραμμάτων που συναντά κάποιος στον Κρέοντα και στον Κέκροπα. Ακόμα και η κατάληξη του ονόματος, αυτό το –νέας, αναδεικνύει τη νεοελληνικότητα, την ελληνοελληνικότητα κατά τον σπουδαίο δάσκαλο Δ. Λιαντίνη.

Η λεκτική μεταφυσική, βεβαίως, δεν είναι αιτιολογία, ωστόσο αν τα γράμματα και οι λέξεις αποτελούν συναισθηματική αυταξία, τότε θεωρείς δεδομένη τη συνάθροιση της εγκληματικής εξίσωσης. Εκείνη τη μέρα, οπαδοί του Παναθηναϊκού επιτέθηκαν στους πολίστες του Ολυμπιακού και τον προπονητή της ομάδας, Βαγγέλη Πάτερο, ο οποίος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, στο κολυμβητήριο του Χαλανδρίου. Όλα καλύφθηκαν από τη σφαίρα που δέχθηκε ο Γρηγορόπουλος.

Κριτήριο για τη σοβαρότητα μίας κατάστασης είναι ο ρυθμός με τον οποίο μπαίνει στα σπίτια μας, μέσω της τηλεόρασης. Στους «Υπέροχους Άμπερσονς», του 1942, ο Όρσον Γουέλς είχε σκηνοθετήσει ένα έπος για τη μελαγχολία μίας εποχής που πέρασε και δεν ξανάρχεται, εξαιτίας του ερχομού του αυτοκινήτου. Μία ταινία που κρατούσε σχεδόν διπλάσιο χρόνο από αυτόν με τον οποίο βγήκε στους κινηματογράφους, στην αρχή και την οποία κατάφεραν, οι παραγωγοί, να μειώσουν σε 88 λεπτά με απόντα τον Γουέλς, ο οποίος «μετανάστευσε» στη Βραζιλία. Η τηλεόραση είναι ο απόλυτος παράγοντας για να αντιληφθείς ότι ένα θέμα είναι σημαντικό και τα αποδέλοιπα, δηλαδή η διανομή στον κοπανιστό αέρα του διαδικτύου και στα μέσα διαδικτυακής κοινότητας, δεν είναι παρά οι κατιόντες συγγενείς της τηλεόρασης. Αν σκεφτείς τον κινηματογράφο, δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης, παρ’ όλα αυτά πλέον μπορεί να παραδεχθεί κάποιος ότι είναι εντελώς διαφορετική από το σινεμά, σε κάθε πιθανή διάσταση, εκτός από το γεγονός ότι και τα δύο μέσα εκπέμπουν ταινίες.

Στην πορεία της ζωής σου είναι πιθανό να πέσεις θύμα έναν αξιοπρόσεκτο αριθμό φορών. Αυτό που δεν μπορεί να λογίζεται ως κοροϊδία, είναι να την πατήσεις επειδή πίστεψες κάτι για πρώτη φορά. Στις στιγμές της αυτοκριτικής για καταστάσεις που έχω ελπίσει ότι θα εξελιχθούν και θα φθάσουν σε ένα μόνο σημείο το οποίο μπορεί να σημαίνει από ανακούφιση έως θρίαμβο, αντιλαμβάνομαι ότι έχω ξεχάσει να κρίνω τη βαθύτητα μίας κατάστασης και τις ουσιαστικές λεπτομέρειές της. Ότι, δηλαδή, έχω αφήσει απ’ έξω τον άνθρωπο και την ατελή φύση του, σπεύδοντας να τον χαρακτηρίσω «άμεμπτο», «άσπιλο» και «άτεγκτο». Έχω αφήσει απ’ έξω το εμπειρικό κομμάτι: μια και αποφεύγω, κάθε φορά που τίθεται ζήτημα, να αναλάβω τις ευθύνες μου, μια και κάποιες στιγμές, για να γίνει κάτι που ζητάω, έχω εκθέσει τον εαυτό μου με ανεπανόρθωτο νάζι, δεν θα μπορούσα να περιμένω από πρόσωπα τα οποία εμπιστεύομαι να μην κάνουν το ίδιο με μένα. Η μόρφωση και η γνώση δεν αποτελεί χαρακτηριστικό, παρά παρακίνηση χαρακτηριστικού, που ωστόσο δεν χωρίζεται σε καλοσύνη και κακία, παρά σε ελευθερία και δουλοπρέπεια. Παρ’ όλα αυτά, το να πέσεις θύμα ελπίζοντας για κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί, ουσιαστικά δεν αποτελεί κοροϊδία. Όταν οι καταστάσεις είναι όμοιες και εκείνοι στους οποίους βασίζεσαι (μία τακτική η οποία εξαρχής αντιτίθεται στην ατομική ανεξαρτησία) έχουν να θέσουν το δάκτυλό τους επί τον τύπο των ήλων για να συμβούν πράγματα που είναι προκαθορισμένο να συμβούν, απλώς δεν αναγνωρίζεις τον τρόπο, τότε πρέπει να νιώθεις, περισσότερο ακόμα και από το γεγονός ότι εξαπατήθηκες, ότι εξαπάτησες τον εαυτό σου.

Στην περίπτωση αυτού του πυροβολισμού- και των συμπαρομαρτούντων, των καμμένων κάδων που για μία φορά απήλαυσα από την επιστροφή στον Κεραμεικό και της νιρβάνας των επόμενων ημερών με τη μηδαμινή αστυνόμευση- δεν είχαμε ιδέα τι θα γίνει παρακάτω. Αυτό που δεν γνώριζε κάποιος, ήταν ότι ήμαστε μαζικά αδύναμοι να ξεσηκωθούμε. Μετά ήρθαν οι αγανακτισμένοι και στις 29 Ιουνίου του 2011 έπεσαν χημικά στο μετρό. Οι αγανακτισμένοι ήταν μία νέα ιδέα και παρέμεινε τέτοια. Η προοπτική μίας φιλειρηνικής συνάθροισης, μαζικά, συνιστούσε μία εξαίρεση, η οποία ποτέ δεν μετατράπηκε σε τέτοια. Δυστυχώς, η έλλειψη χώρου προκαλεί θόρυβο, οι ομιλίες μετατρέπονται σε ψίθυροι που είναι τόσο κοντινοί στο βουητό μίας μύγας και αυτό, με τη σειρά του, φέρνει ένταση. Οι ανυπόμονοι (ένας προσδιορισμός που οι αστυνομικοί σε κράτη που δεν έχουν πρόνοια μαθαίνουν να γίνονται) μπορούν να δημιουργήσουν καταστάσεις βίας και να καταστήσουν υπερπρόσωπη μία συνάντηση επιθυμιών. Όπως και συνέβη.

Με τον θάνατο του Αλέξανδρου άλλαξε μόνο ο ημερολογιακός κύκλος της βίας. Οι πορείες που διαλύονται ατάκτως δεν υπόσχονται κλομπ και αναρχικούς, όσο και αν κάνουν την εμφάνισή τους σε τέτοιο βαθμό που, όταν δεν γίνονται επεισόδια, αναρωτιέσαι για την αξία της πορείας. Η 6η Δεκεμβρίου, εδώ και 7 χρόνια, είναι μία ημερομηνία στημένης οργής- θυμού, έστω, που ούτως ή άλλως υπάρχει, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις ξεσπάει, ίσως μόνο και μόνο από τις ανάγκες των ομάδων να τα βάλουν με την αστυνομία. Και ενώ δεν ξέρουμε πού είναι ο Κορκονέας, το «ρ» και το «κ» θα μας βάζουν πάντα στο ρυθμό μίας τραγωδίας, ενός δικηγόρου που τήρησε το επαγγελματικό πρωτόκολλο- πρώτιστα η αμοιβή, όπως έκαναν χιλιάδες δικηγόροι πριν από αυτόν- και μίας τηλεοπτικής μάχης, για τη διείσδυση στην προσωπικότητα ενός παιδιού που έγινε αδόκητα θρύλος. Όχι η καλύτερη εξέλιξη, για μία χώρα που θα ήταν τέλεια μία φωτογραφία με έναν καφέ μέτριο, για την απεικόνισή της.

—————

2015-12-05 19:37

Η εγκληματική ηλιθιότητα της θρησκείας

Εύφορα καθώς είναι τα οικονομικά της, με τα απαραίτητα βλέμματα απόγνωσης των πιστών και την άθικτη δομή της, η Εκκλησία παραμένει στην εποχή που το Άγιο Όρος απεξαρτητοποιήθηκε και παραμένει μικρό κρατίδιο. Υπάρχουν παπάδες, βεβαίως, που είναι επαναστάτες, αλλά αρκεί να κάνεις Ανάσταση με το «Bella Ciao» για να γίνει αυτό. Η Εκκλησία και τα Μυστήριά της δεν έχουν προσαρμοστεί στο πέρασμα των αιώνων και δεν βρίσκουν σημεία τριβής με την καθημερινότητα και ό,τι συνεπάγεται αυτό. Θα έλεγα ότι αφού όλοι επαναπροσδιοριζόμαστε και επαναπροσαρμοζόμαστε μέσα στους ωκεανούς, τις θάλασσες, τους κόλπους και τους κολπίσκους της ζωής, η Εκκλησία θα έπρεπε να είναι η πρώτη διδάξασα. Αλλά όταν η επιδότηση από την πολιτεία κάθε χρόνο είναι κοντά στο μισό δισεκατομμύριο ευρώ, τότε δεν νομίζω να υπάρχει λόγος για να αλλάξει. Όπως στο αριστουργηματικό «Goodbye Lennin», την απίστευτη μάχη του γιου, όταν η μητέρα του ξυπνάει από το κώμα, για να μην φανεί ότι η Δυτική και η Ανατολική Γερμανία ενώθηκαν, με το ασύλληπτο μουσικό θέμα του Γιαν Τιρσέν που είναι ποίηση σε νότες, έτσι και η Εκκλησία ζει στον βαθύ δογματισμό της.

Η θρησκεία είναι, φυσικά, η μεγαλύτερη πληγή της κοινωνίας. Στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους σκοτώθηκαν 71 εκατομμύρια άνθρωποι, που δεν είναι κάτι μπροστά στα αιώνα εγκλήματα της Εκκλησίας, αρχής γενομένης από τις σταυροφορίες και συνεχίζοντας στο Μεσαίωνα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και, ασφαλώς, στις μέρες μας, όπου οι φανατικοί στο όνομά της διεξάγουν τις δικές τους σταυροφορίες, ασφαλώς χρηματοδοτούμενοι. Ότι οι λόγοι είναι ανόητοι, είναι πρόσοδος, αλλά η αναγνώριση της γελοιότητας δεν οδηγεί στην εξαφάνισή της, αν δεν θέλεις να την εξαφανίσεις.

Σπανίως προσέχω τα Μυστήρια και κάθε παπάς έχει τον δικό του τρόπο που λειτουργεί, λόγω των λεπτών «πιστεύω» μέσα στο καθολικό «πιστεύω», ωστόσο το Σάββατο βρέθηκαν σε μία βάπτιση που θα τη χαρακτήριζα «κλειστή». Όταν πολλοί δημοσιογράφοι είναι καλεσμένοι κάπου, τότε αυτομάτως οποιοδήποτε κοινωνικό γεγονός αποκτά μία αίσθηση παρωδίας, γκρίνιας και μιζέριας και είναι λογικό, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει μία αίσθηση της πραγματικότητας και να μην εξοργίζεται όταν κρατά στα χέρια του μία εφημερίδα, όταν βλέπει ειδήσεις ή όταν διαβάζει αναπαραχθέντα δημοσιεύματα στο διαδίκτυο. Όταν βρίσκομαι σε ένα τέτοιο γεγονός και έχω πραγματικούς γνωστούς και φίλους, δεν χάνω την ευκαιρία να παίξω το ρόλο του εξυπνάκια, να μην αφήσω τίποτα να πέσει κάτω. Ο πραγματικός στόχος μου είναι να είμαι πνευματώδης, παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να φθάσω σε αυτό το επίπεδο. Πιστέψτε με, δεν έχω διάθεση να υποκριθώ κάποιον που δεν είμαι, απλώς βγαίνει ανάγλυφα η υπερβολή της υπερβολής μου, κάτι που, με βάση και τη διάθεση της συνάντησης, δεν μπορώ να αποφύγω. Ίσως να ήταν ωραίο να ήμουν νεστμπεσμίτσερ, ωστόσο αυτό είναι κάτι που διαθέτεις και μερικές φορές απαιτεί απλώς τη δέουσα σοβαρότητα.

Δύο μωρά βαπτίζονταν, ο κόσμος έκανε μια κάποια ησυχία και αυτό συμβαίνει όταν υπάρχουν άδειες καρέκλες και χώρος. Τις προάλλες βρέθηκα σε μία ορκωμοσία- και αυτά τα δύο έγιναν σε απόσταση δέκα ημερών, κάτι που, λόγω του πρότερου βαρεμένου βίου μου που το πιο έξαλλο πράγμα που μπορεί να αντιπαρατάξει είναι μία βόλτα στο πλησιέστερο μπαρ, με καθιστά κοσμικό ον- και οι άνθρωποι ήταν δίπλα δίπλα, με αποτέλεσμα ουδείς να σταματήσει να μιλάει παρά τις παρακλήσεις που, κατά το σύνηθες, μετατράπηκαν σε απειλητικά βλέμματα. Στη βάπτιση ο ιερέας που τελούσε το Μυστήριο ζήτησε από δύο κοπέλες να ανέβουν στο ιερό, δύο οποιεσδήποτε κοπέλες. Για να διακόψει την αμηχανία που δημιουργήθηκε, ζήτησε «τις δύο πιο ωραίες». Έτσι ακριβώς το είπε, με αποτέλεσμα να θυμώσω πολύ και να αρχίσω να βρίζω μέσα στην Εκκλησία.

Φυσικά προσελκυόμαστε από το όμορφο. Το βράδυ της Παρασκευής αποφάσισα να ξεμπερδέψω τους λογαριασμούς μου με την πενταετία «1964-68» του Σέρτζιο Λεόνε και να δω το «Κάποτε στη Δύση» και έμεινα έκθαμβος με την Κλαούντια Καρντινάλε. Ο αόριστος, χρόνος που χρησιμοποίησα, είναι λάθος. Ο σωστός χρόνος είναι παρατατικός. Από την αρχή ως το τέλος κοίταζα ενεός την υπεροχή της, τα γκρο πλαν που θα έπρεπε να είσαι εγκληματίας για να μην της κάνεις και τον ιταλικό τρόπο, το ταμπεραμέντο. Μία από τις πιο υποτιμημένες καλλονές όλων των εποχών, εξίσου χυμώδης με τη Σοφία Λόρεν η οποία έκανε την πρώτη εμφάνισή της 15 χρόνια πρωτύτερα (πρόχειρος υπολογισμός) και που απλώς δεν μπόρεσε να πλησιάσει τη λάμψη του πρωτότυπου, το οποίο ήταν εντελώς διαφορετικό. Προφανώς και επιθυμούμε την ομορφιά, ωστόσο το κορίτσι ως έννοια δεν πρέπει να είναι διατεθειμένο να λογοδοτεί σε έναν κόσμο που οι άνδρες προτίθενται να το χρησιμοποιούν ως γλάστρα, όσο οδυνηρό και αν είναι αυτό για τις διαστάσεις των αρρένων που ξεφεύγουν από το οφθαλμόλουτρο (με τη λιγότερο πονηρή έννοια) και υπάγονται στη φύση. Οι ίδιες θα ήταν φρόνιμο να προσεγγίζουν τον θαυμασμό με την αίσθηση της πρώτης φοράς, αν και αντιλαμβάνομαι ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο: η επανάληψη των χαρακτηρισμών τους κακοποιούν και οι άγνωστες λέξεις δείχνουν τη γραφικότητα του λόγιου. Ωστόσο, ένας παπάς που καλεί δύο ωραία κορίτσια να σταθούν στο ιερό ως γλάστρες, δεν μπορεί να υπολογίζει στην καλή θέλησή μου (αν και αυτή έχει αρχίσει να χάνεται και δεν χτυπάει πια σαν τον κούκο το ρολόι της στον ανοργανισμό μου). Ως όργανο της κοινωνίας, με συναναστροφή καθημερινή με τους ανθρώπους, καλυμμένος από την αχλή του αλάθητου, ο ιερέας, αυθορμήτως πώς, συμπεριφέρθηκε σαν αρσενικό που έχει κάθε πρόθεση υποβιβασμού πάνω στο φύλο ως ερμηνεία και ορισμό του. Αυτό δεν είναι, ασφαλώς, αποδεκτό, διότι κάθε τέτοια συμπεριφορά κάνει ένα κορίτσι ξινό και σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να μιλάμε για το «Φαινόμενο της Πεταλούδας».

Σαν να μην έφθανε αυτό, την ώρα που οι νονοί κρατούσαν τα παιδιά στην αγκαλιά τους, ο παπάς αναφέρθηκε στη μητέρα τους και της είπε να φιλήσει τα χέρια και των δύο. Όταν ο πατέρας τους- ένας θαυμάσιος, απλός, μοντέρνος χωρίς να προσπαθεί, άνθρωπος πήγε να κάνει το ίδιο πράγμα, του φώναξε, «όχι, όχι εσύ. Εσύ έχεις βύσμα. Μπορείς να πιάσεις τα παιδιά έτσι». Εξήγησε, δε, ότι αν η μητέρα δεν φιλήσει τα χέρια των νονών είναι σαν να ασπάζεται τη λευκή μαγεία.

Δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να προκόψει (από το ειδικό στο γενικό) ο κόσμος, όταν μια βάφτιση ξεκινάει ως περαίωση και καταλήγει σε ένα φαλλικό αφιέρωμα, μέσα από μία διεργασία από την οποία υπέφεραν, πιθανότατα πολύ περισσότερο εμμέσως από ό,τι άμεσα, γυναίκες εδώ και πολλά χρόνια. Μία υποψία ότι ο φεμινισμός δημιουργήθηκε άκομψα και άγαρμπα, μέσα από τη μίμηση του άνδρα (ένα λάθος απαραίτητο, διότι η αποδοχή δεν θα ερχόταν ποτέ), ώστε να καταστήσει τη γυναίκα πιο ανεξάρτητο ον, ότι έκανε 40 χρόνια για να αρχίσει να δουλεύει κάπως, ώστε να μην ωθηθεί σε μία τέτοια χονδροειδή προσέγγιση, δεν θα έβλαπτε.

Μου θύμισε ένα αστείο που είπε η Τίνα Φέι στην τρίτη παρουσίαση των Golden Globes: «Η ταινία Σέλμα αναφέρεται στον πόλεμο για τα δικαιώματα των πολιτών, που δούλεψε απολύτως και όλα είναι μια χαρά».

Δεν μπορώ παρά να μεμψιμοιρώ, να γκρινιάζω και να γίνομαι αφόρητος μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις. Όχι επειδή αποστασιοποιούμαι, απλώς επειδή η κριτική αφορά στη δική μου επικριτική και ορισμένες φορές επικριτική συμπεριφορά, για την οποία δίνω μάχη, ακόμα και αν πρόκειται να επιχειρήσω να πειράξω το γονιδιακό σπείρωμα. Κακά τα ψέματα, χρειαζόμαστε ερεθίσματα: κάποιοι δάσκαλοι, αυτοί που θυμόμαστε λίγο περισσότερο, μας προκαλούσαν να είμαστε αντιδραστικοί, αλλά δεν μας είπαν ότι δεν πρέπει να γινόμαστε τέτοιοι για την αντίδραση. Μια και ζούμε μέρες που έχει επανέλθει το σύμφωνο συμβίωσης, είναι υποκρισία να λέμε ότι, «δεν μας πειράζει, αρκεί να μη μας ενοχλούν αισθητικά». Η αισθητική χάνεται από τον απόλυτο πουριτανισμό: τη χαζή προσπάθεια να προσπαθείς να αποδείξεις δημοσίως ότι είσαι ανοιχτόμυαλος.

—————

2015-12-04 01:20

Η μουσική από το ρολόι

Το Παρίσι είναι υπέροχο ή σκοτεινό. Κάποιοι το θεωρούν σαν μία πόλη που πονάει την ψυχή και κάποιοι, εκείνοι που στα φώτα του Πύργου του Άιφελ βλέπουν τον Σηκουάνα να λαμπυρίζει.

Ο φίλος μου ο Αντώνης πήγε στο Παρίσι. Και όταν γύρισε, φυσικά μού αφηγήθηκε ακριβώς πώς πέρασε τις δύο μέρες που βρέθηκε εκεί. Ζηλεύω τους ανθρώπους που μπορούν να αφηγηθούν μία ιστορία που έχει χρονική δομή και που μοιάζει να έχει αρχή και τέλος. Δεν θυμάμαι μία φορά που να έπρεπε να πω μία ιστορία, είτε αφορά σε ώρες είτε σε μέρες και να μην πρέπει να επιστρέψω για να πω κάτι που ξέχασα ή να μη βάλω παρενθετικές προτάσεις. Αν μη τι άλλο, ο τρόπος του γραπτού το αναδεικνύει, αν και οι σχετικές φιλοσοφίες δεν μπορούν ακριβώς να πουν το ποιόν.

Η προτεραιότητά του ήταν να πάει στο Λούβρο, για να δει τη Νίκη της Σαμοθράκης και την Αφροδίτη της Μήλου. Είμαι παιδί του καπιταλισμού, προτιμώ να φοράει μια γυναίκα κραγιόν βατόμουρο από το να αλείφει βατόμουρα στα χείλη της, εκτός αν το κάνει μπροστά μου. Για αυτό η Νίκη της Σαμοθράκης με εντυπωσιάζει πραγματικά για δύο επιπλέον λόγους: ο πρώτος είναι ότι πάνω της στήθηκε η μεγαλύτερη αθλητική εταιρεία στην ιστορία. Ο δεύτερος, ότι το τρόπαιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου έως και το 1970, όταν το κατέκτησε η Βραζιλία, την απεικόνιζε. Ο Αντώνης έχει το προσόν να είναι παραστατικός στην αφήγηση, ακροβατώντας στην υπερβολή και δημιουργώντας μία φανερή ένταση η οποία σχεδόν ποτέ ξεφεύγει ώστε να γίνει ενοχλητική. Μου είπε ακριβώς πώς μπήκε στο Λούβρο, τον στρατό που έχει ξαμοληθεί στο Παρίσι και ελέγχει τους πάντες και τα πάντα και τον τρόπο που περνούσε, ανυποψίαστος, μέσα σε αίθουσες. Οι «στόχοι» του μουσείου για τους τουρίστες είναι τα δύο αγάλματα, αλλά έρχονται δεύτερα. Πρώτος είναι, φυσικά, το αριστούργημα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο πιο διάσημος πίνακας όλων των εποχών, η Τζοκόντα.

Όταν ο Αντώνης έφθασε στην αίθουσα, κατάλαβε ότι βρίσκεται στο «σπίτι» της Μόνα Λίζα από τον κόσμο που είχε μαζευτεί. Και απέναντι είδε τον Γάμο της Κανά, το αριστούργημα του Πάολο Βερονέζε, ένα υπέροχο έργο. Κάθισε και χάζεψε τις λεπτομέρειες. Ένας τεράστιος πίνακας, που σε βάζει σε μία κατεύθυνση παραίσθησης από το μέγεθος που έχουν οι άνθρωποι μπροστά τους.

Η θέση στην οποία βρίσκεται ο Γάμος της Κανά, καθιστά αυτομάτως τον πίνακα υποτιμημένο. Ένα συστατικό για να πετύχει οτιδήποτε, είναι οι καλές συνθήκες. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου, διάολε, με τη δομή του και όλα τα σχετικά, εξαρτάται από αυτήν.

Η ιδέα, στο Λούβρο, να βάλουν Βερονέζε απέναντι στον Ντα Βίντσι είναι θεμιτή. Όμως, το πρόβλημα είναι ότι η Μόνα Λίζα θα επισκίαζε το κάθε τι. Τόσο το καλύτερο για τους λανθάνοντες οπαδούς του Επίκουρου και του Λάθε Βιώσας, που σημαίνει Να ζεις στο περιθώριο.

Και, παραδόξως, όλη αυτή η ιστορία, που διημείφθη μόλις την Τετάρτη, ταίριαξε ως μεταφορά στην τελευταία σκηνή της «Μονομαχίας στο Ελ Πάσο», του δεύτερου από τη μυθική τριλογία των σπαγγέτι γουέστερν, από το 1964 έως το 1967, που άλλαξαν τον κόσμο των γουέστερν. Από τα τρία, δηλαδή που παίζει ο άνθρωπος χωρίς όνομα: ο Κλιντ Ίστγουντ. Φυσικά, υπάρχει ένα τέταρτο, το «Κάποτε στη Δύση», αλλά παρά το γεγονός ότι λίγο μυρισμένος με το σελιλόιντ να είσαι ξέρεις τον Τσαρλς Μπρόνσον, τα τρία πρώτα είναι η ανάδειξη του Κλιντ Ίστγουντ στο Χόλιγουντ και, ταυτοχρόνως, τη γέννησε ενός κινηματογραφανθρώπου, ο οποίος δε σταμάτησε να αγαπάει το γουέστερν: επέστρεψε σε αυτό στις αρχές της δεκαετίας του ’90, για να αποτίνει έναν υπέροχο φόρο τιμής, με τους «Ασυγχώρητους».

Για διάφορους λόγους, δεν επεδίωξα να δω τα γουέστερν αυτά πρωτύτερα. Ήταν ένα πρόβλημα στο λογισμικό της φαντασίας, που με ανάγκασε να φυλάξω κάποιες ταινίες στο ντουλάπι του μυαλού και να τις συντηρώ με μυθεύματα, με το τι μπορεί να συνέβη και όχι με το πώς είναι η ταινία. Η ευγνωμοσύνη της εποχής στην οποία μεγάλωσα, όταν άκουγες για κάτι και δεν μπορούσες να το δεις ακαριαία, είναι ίδια με την ευγνωμοσύνη που έχω τώρα, που δεν χρειάζεται να πάω στο βίντεο κλαμπ για να περάσω μία νύχτα με ταινίες μπροστά στον υπολογιστή. Από το «Μονομαχία στο Ελ Πάσο»- που στα αγγλικά ονομάζεται «For a few dollars more» και είναι το μόνο από τα τέσσερα έργα που ο τίτλος του στα ελληνικά δεν αντιστοιχεί με εκείνον στα λατινικά και αυτό είναι σημαντικό διότι η μονομαχία δεν έγινε στο Ελ Πάσο, αλλά σε ένα χωριό ανατολικά, στο Άγουα Βολάντε- έχουν συμπληρωθεί 50 χρόνια. Και εκείνη η τελευταία σκηνή, με τη μονομαχία του Λι βαν Κλιφ και του Τζιαν Μαρία Βολοντέ (που θα ήταν ακόμα πιο γαμάτη αν οι δύο τους μονομαχούσαν στην ταινία με τα κανονικά ονοματεπώνυμά τους, τα οποία ο Λεόνε θα υποχρέωνε τους συγκεκριμένους χαρακτήρες και τους υπόλοιπους να τα λένε συνεχώς ολόκληρα, τόσο γαμάτα είναι, σαν να λέγεται κάποια Γκλόρια και να είναι όντως καλλονή) είναι το απαύγασμα της μουσικής. Το κόλπο με τα ρολόγια και τον Άνθρωπο χωρίς Όνομα να μπαίνει στη σκηνή, μέσα στον μεξικάνικο ήλιο, είναι ένας από τους πιο υπέροχους επικολυρισμούς στην ιστορία του σινεμά, ακόμα και απομονώνοντας τη μελωδία, την οποία από εκεί και έπειτα επιχείρησαν να παίξουν χορωδίες. Βάζοντας μόνο μία κιθάρα να καλύπτει τον ήχο από τη μουσική του ρολογιού, εξαφανίζοντάς την και εμφανίζοντάς την ξανά (ένας παραμυθένιος παραμυθένιος χρόνος μέσα στον παραμυθένιο πραγματικό χρόνο), ο Ένιο Μορικόνε αφήνει να διαφανεί η ανεξάντλητη εμπειρία του, σε σημείο που ο Κρίστοφερ Νόλαν και ο Χανς Ζίμερ θέλουν ακόμα δουλειά, μετά το Inception και το Interstellar, για να μπορέσουν να καλύψουν τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου διδύμου. Το γρατζούνισμα της κιθάρας ταιριάζει με το τοπίο, αλλά η μουσική από το ρολόι είναι ένα απίστευτο κινηματογραφικό κόλπο, που θα μπορούσε να συναντήσει κάποιος, παραδείγματος χάρη, στο Goodfellas, όταν ο Μάρτιν Σκορτσέζε επέλεξε να «ντύσει» με τη «Λάιλα» του Έρικ Κλάπτον τις σφαγές.

Μπορεί τα θέματα της «Μονομαχίας» και του «ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» να είναι τα πιο αναγνωρίσιμα από τα τρία γουέστερν, τόσο γνωστά όσο και για πολλές γενεές Ελλήνων το μουσικό σήμα της «Αθλητικής Κυριακής», μία βόλτα στη μήτρα, αλλά μετά τη μουσική στην τελευταία σκηνή, ο Θεός συνάντησε τον μάστορα της σιωπής, Λεόνε και τον Μορικόνε και τους έδωσε αβάντζο μία ντουζίνα αμαρτίες για να μην τους αφήσει να μπουν στον Παράδεισο, όταν ήρθε η ώρα του πρώτου, μόλις στα 60 του και όταν έρθει η ώρα του δεύτερου, που είναι 87 χρονών και πριν από τέσσερα πέντε χρόνια ο Κουέντιν Ταραντίνο τον έβαλε να γράψει τη μουσική για το Τζάνγκο.

—————

2015-12-01 15:49

The 81 point game

Η επιστολή του Κόμπε Μπράιαντ είναι όντως λυρική και ποιητική (κάπως εφηβική), ωστόσο δεν αποτελεί κάτι άλλο από μεταστροφή συμπεριφοράς. Το καλοκαίρι, στην ώρα της Grantland στο ESPN (ζωή σε μας), όταν είχε δώσει συνέντευξη στους Μπιλ Σίμονς και στους Τζέιλεν Ρόουζ, είχε πει ότι δεν πρόκειται να κάνει τουρ την τελευταία σεζόν του στο ΝΒΑ. Αυτό σήμαινε ότι θα πήγαινε κανονικά στα γήπεδα και θα έπρεπε να υφίσταται τη χολή και το σαρκασμό των αντίπαλων για τις κακές εμφανίσεις του, οι οποίες, ας το ομολογήσουμε, θα ήταν πάρα πολλές φέτος. Είχε ήδη παίξει άθλια στο Φοίνιξ και τα σουτ που δεν ακούμπησαν τη στεφάνη έγιναν viral. Το χειρότερο για τον ίδιο- και νομίζω ότι ο πιθανότερος λόγος για τον οποίο αποφάσισε να προβεί σε αυτήν την επιστολή- ήταν ο φόβος ότι το μίσος το οποίο ο ίδιος, με τις επιδεξιότητες και τη μόνη δυνατή αγαρμποσύνη που επιτρέπεται στο Λος Άντζελες, ένα bullying απέναντι στους συμπαίκτες του, συντηρούσε, το πιθανότερο είναι ότι θα γινόταν λύπη.

Ο Κόμπε ήθελε να πηγαίνει στο Ντάλας και να κάνει «σσσς» στον πάγκο των Μάβερικς ή να έχει διάλογο, στη Νέα Υόρκη, με τον Σπάικ Λι, το αλάτι στη σεζόν των 82 παιχνιδιών, τα περισσότερα των οποίων είναι φρικτά αδιάφορα. Και μπορεί να μην είναι ο Τζόρνταν που πάει στο «Μάντισον», αλλά σίγουρα η Νέα Υόρκη, που είναι μια πόλη η οποία επιδεικνύει εξαιρετική αβρότητα στα θεάματα- όσο πιο υπερβολικά τόσο το καλύτερο- θα έχει επιφυλάξει στον Κόμπε την καλύτερη υποδοχή.

Αυτό που συνέβη, είναι ότι ο Κόμπε δεν μπορεί να παίξει άλλο. Είναι από εκείνες τις μη αναστρέψιμες καταστάσεις, που στέλνουν τα ζευγάρια στον ειδικό σύμβουλο γάμων, ώστε να βρουν λύση για τα προβλήματά τους. Όταν το ένα από τα δύο μέλη αποστασιοποιηθεί για κάποιο χρονικό διάστημα, μπορεί να δει ξεκάθαρα ότι αγαπάει το έτερον ήμισυ, ότι θέλει να του φέρεται τρυφερά και ότι οι καυγάδες που συμβαίνουν, γίνονται για ηλίθιους λόγους. Αλλά οι καυγάδες είναι η απόρροια μίας ολόκληρης συλλογιστικής, που υπάγεται στην τριβή και συμβαίνουν διότι προκύπτει αυτό το τερατικό δημιούργημα της οικειότητας. Ωστόσο, το πρόβλημα γίνεται υπαρξιακό διότι ναι μεν μπορεί να καυγάδιζες με τους δικούς σου, να πλακωνόσουν με τα αδέλφια σου και να βριζόσουν με τον πατέρα σου, αλλά το ακλόνητο άλλοθι ήταν ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν είχες επιλογή. Όταν επιλέγεις να βρίσκεσαι με κάποιον, για να συνεχίσεις τη ζωή, τα πράγματα περιπλέκονται, διότι δεν υπάρχει η αίσθηση του αναπόφευκτου. Ωστόσο, εδώ θα μπορούσαμε να διαφωνήσουμε. Να πούμε ότι η αρχική επιλογή δεν αναφέρεται στη διάρκεια και ότι, όταν ζεις μαζί με κάποιον, η μετατροπή της επιθυμίας σε αδιέξοδο, μέσα από την οικειότητα, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Στην πραγματικότητα, μέσα από την καθημερινότητα και τον καιρό που περνάει οι επιλογές αφαιρούνται, για αυτό και υπάρχουν περίοδοι μέσα σε μεγάλες χρονικά σχέσεις που κάθε μέλος νιώθει... αλύτρωτο. Ο χωρισμός- ή η ιδέα του χωρισμού- έχει κάτι από λύτρωση, αν και η απογοήτευση θα υπερισχύσει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το μη εξασφαλισμένο μέλλον.

Από τη στιγμή που πρόκειται για μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην ιστορία των σπορ, ο Μπράιαντ θα έπρεπε να τελειώσει ως τέτοια. Είναι, άλλωστε, ο 3ος σκόρερ όλων των εποχών στον ΝΒΑ, ο 11ος σε μέσο όρο πόντων, ο 5ος σε συνολικά εύστοχα σουτ εντός πεδιάς και ο 1ος σε συνολικά χαμένα σουτ εντός πεδιάς. Είναι 9   Έχει στο ενεργητικό του μία αμφίβολη ιστορία βιασμού και στη διάρκεια της δίκης, το 2004, έπαιξε μαγευτικό μπάσκετ. Παίζει με την ίδια ομάδα εδώ και 19 χρόνια, τα οποία θα γίνουν 20. Έχει πέντε δαχτυλίδια πρωταθλητή και δύο MVP. Το καλοκαίρι του 2004, όταν είχε πια ξεμπλέξει με το δικαστήριο, ήταν εκείνος που παρήγαγε όλη την ίντριγκα για να φύγει ο Σακίλ από το «Staples Center», καθώς ήθελε να είναι ο Alpha Dog στην ομάδα των Λέικερς. Είναι, ουσιαστικά, ο τελευταίος Alpha Dog στην ιστορία του μπάσκετ, η τελευταία Λυσσασμένη Γάτα του Τένεσι Γουίλιαμς, η οποία κατοικεί σε έναν Γυάλινο Κόσμο.

Αλλά, κατά τη γνώμη μου, τίποτα δεν θα τον θυμίζει περισσότερο από το 81 point game, απέναντι στους Τορόντο Ράπτορς, στις 22 Ιανουαρίου του 2006. Σε σχεδόν 1,5 μήνα αυτό το παιχνίδι συμπληρώνει 10 χρόνια ζωής και ο Κόμπε προφανώς κρατάει το ρεκόρ για πόντους που πέτυχε παίκτης τον οποίο δεν λένε Γουίλτ Τσάμπερλεϊν. Ουσιαστικά, είναι η δεύτερη καλύτερη συγκομιδή στην ιστορία, αφού ακόμα και ο Γουίλτ δεν έβαλε πάνω από 80 πόντους σε δεύτερο συνεχόμενο ματς πλην των 100 που είχε πετύχει με τους Νιου Γιορκ Νικς, στις 2 Μαρτίου του 1962. Και παρά το γεγονός ότι πήρε δύο δαχτυλίδια πρωταθλητή χωρίς τον Ο’ Νιλ, φθάνοντας στα 5, το παιχνίδι με τους Τορόντο Ράπτορς θα είναι ο μύθος του. Δεν υπάρχει άλλο ματς που να δείχνει ακριβώς τι εστί Κόμπε Μπράιαντ.

Η ταπεινή γνώμη μου είναι ότι ο Κόμπε, όχι μόνο δεν είναι ο κορυφαίος όλων των εποχών αλλά, δεν είναι καν ο καλύτερος της γενιάς του. Αν αποδεχθεί κάποιος ότι το παιχνίδι των γενεών ξεκινά από την εποχή του Μάτζικ, του Μπερντ και του Αϊζάια Τόμας, με την επόμενη να είναι εκείνη του Μάικλ Τζόρνταν, του Τσαρλς Μπάρκλεϊ, του Πάτρικ Γιούιν, του Κλάιντ Ντρέξλερ και του Χακίμ Ολάζουον, τότε η πιο αποτυχημένη είναι αυτή που έβγαλε τους Γκραντ Χιλ και Πένι Χάρνταγουεϊ. Όπως λένε και οι σοφοί, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το χαμένο ταλέντο. Η «φουρνιά» του Κόμπε έρχεται αμέσως μετά και αποτελείται από τον ίδιο, προφανώς, τον Τιμ Ντάνκαν, τον Κέβιν Γκαρνέτ, τον Άλεν Άιβερσον, τον Ντιρκ Νοβίτσκι. Ο Κόμπε δεν μπορεί να πλησιάσει τη σταθερότητα του Τιμ Ντάνκαν και υπολείπεται στη σύγκριση με αυτόν για δύο λόγους: πρώτον, επειδή έχουν κατακτήσει τα ίδια πρωταθλήματα με τον Τίμι να είναι σε όλες τις περιπτώσεις το πρώτο όνομα της ομάδας του και, δεύτερον, επειδή ο οργανισμός Σπερς μεταβλήθηκε τόσο πολύ με την έλευσή του, που ουσιαστικά οι αναθυμιάσεις από την πρότερη ιστορία του είναι ελάχιστες. Ο Κόμπε έπαιζε στους Λέικερς. Ήταν για 8 χρόνια δεύτερο όνομα. Μπορεί να κέρδιζε σε όλα τα στυλ Τζορτζ Λούκας εφέ, αλλά η ιστορία της ομάδας είναι τεράστια. Ο Mr. Logo, ο Τζέρι Γουέστ, έπαιζε εκεί, μαζί με τον Έλτζιν Μπέιλορ. Ο Τζορτζ Μάικαν, ο πρώτος κυρίαρχος ψηλός στην ιστορία του ΝΒΑ, έπαιζε στους Λέικερς. Ο Μάτζικ έφερε το σόου τάιμ και η δεκαετία του ’80, που στιγμάτισε το πρωτάθλημα και το αναβάθμισε με τρόπο ευφάνταστο, έφερε την υπογραφή του ίδιου και του Λάρι Μπερντ, των Μπόστον Σέλτικς. Για αυτό και οι δύο, σε ομάδες με τεράστια ιστορία, φέρουν τιμητική θέση. Ο Κόμπε ανήκει στην απίθανη κατηγορία των παικτών που σε όλη την καριέρα τους έπαιζαν στην ίδια ομάδα, στους Λέικερς έχει τιμητική θέση, αλλά δεν μπορεί η παρουσία του να επισκιάσει την ομάδα του 1971-72 και, φυσικά, το συγκρότημα του Πατ Ράιλι και το σόου τάιμ που συνέβαινε δίπλα στο Χόλιγουντ. Και όσο και αν η «Black Mamba» ήταν το ίδιο Χόλιγουντ με οποιονδήποτε άλλο, όσο και αν η αδήριτη θέληση του παίκτη να γίνει ο κορυφαίος είναι παροιμιώδης και πρέπει να διδάσκεται στις σχολές επαγγελματικού προσανατολισμού, τόσο η ιστορία της μηδαμινής παρθενογένεσης δεν πρόκειται να τον δικαιώσει στα χρόνια που έρχονται. Μία πολύ πρόχειρη λίστα με τους κορυφαίους έβερ (στο ΝΒΑ) έχει ως εξής:

-Μάικλ Τζόρνταν.

-Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ.

-Μπιλ Ράσελ.

-Λάρι Μπερντ.

-Γουίλτ Τσάμπερλεϊν.

-Τιμ Ντάνκαν.

-Κόμπε Μπράιαντ.

-Μάτζικ Τζόνσον.

-Ακίμ Ολάζουον.

-Πιτ Μάραβιτς (σούπερ μπόνους επιλογή, για το γεγονός ότι ήταν ο μόνος που αναβάθμισε καλλιτεχνικά το παιχνίδι σε τέτοιο βαθμό, που πρέπει να παρακάμψουμε το γεγονός ότι ήταν απροσάρμοστος και ότι δεν πλησίασε σε τίτλο).

Η λίστα μου είναι ασφαλώς εκκεντρική, αλλά όχι τόσο όσο το κείμενο του ESPN, που δεν βάζει τον Κόμπε μέσα στους δέκα κορυφαίους όλων των εποχών. Άφησα εκτός τον Όσκαρ Ρόμπερτσον, που έκανε τριπλ νταμπλ σε μέσο όρο μία χρονιά και τον Αϊζάια Τόμας, ο οποίος ήταν ο μόνος κοντός που εμπιστεύθηκε ολότελα στην καριέρα του ο Μπόμπι Νάιτ και ο οποίος κέρδισε δύο διαδοχικά δαχτυλίδια με τη χειρότερη ομάδα όλων των εποχών- με την ένσταση των Σέλτικς, το 1968 και το 1969, που πήρε επίσης διαδοχικά δαχτυλίδια- δηλαδή τους Ντιτρόιτ Πίστονς.

Ο Κόμπε ήταν όντως ό,τι πλησιέστερο στον Τζόρνταν. Φυσικά, αντέγραψε τις κινήσεις του και κάποιες τις βελτίωσε, αλλά, από την άλλη, έχει χάσει έβδομο τελικό του ΝΒΑ με διαφορά 39 πόντων και, την ίδια χρονιά, έχει χάσει τελικό στον οποίο η ομάδα του προηγούνταν με 24 πόντους διαφορά, κάτι που δεν θα συνέβαινε ποτέ με κάποιον από τους από πάνω στη λίστα και, εδώ που τα λέμε, ούτε με τους από κάτω. Νομίζω ότι η όγδοη θέση είναι αρκετά δίκαιη, υπό την έννοια ότι τον έχω πάνω από τον Μάτζικ. Στα πέντε πρωταθλήματα που κατέκτησε, δεν υπερτερεί στον ανταγωνισμό που βρήκε- οι μόνες φορές που ουσιαστικά απειλήθηκαν οι Λέικερς ήταν στους τελικούς της Δύσης το 2000 και το 2002 με τους Μπλέιζερς και τους Κινγκς αντιστοίχως· στον έβδομο τελικό της Δύσης το 2000 οι Μπλέιζερς έχασαν 13 διαδοχικά σουτ όταν οι Λέικερς έκαναν το come back και στη δεύτερη περίπτωση, στον τέταρτο τελικό του 2002, οι Κινγκς προηγήθηκαν 40-20, συν ότι όταν γίνεται λόγος για το έκτο ματς της σειράς, ο χαρακτηρισμός που το συνοδεύει είναι η λέξη rigged, δηλαδή πειραγμένο- και MVP ήταν μόνο δύο φορές.

Για αυτό και το παιχνίδι με τους Ράπτορς, στο οποίο σημείωσε 81 πόντους, είναι το σπουδαιότερο παράσημο στην καριέρα του. Αναδεικνύει το εξωφρενικό ταλέντο του και τη μιζέρια που προκαλούσε στους συμπαίκτες του. Με τους Ράπτορς, σε εκείνο το ματς, ο Κόμπε έβαλε 55 πόντους στο δεύτερο ημίχρονο και 12 στην... garbage time, μόλις το παιχνίδι είχε κριθεί. Ήταν τέτοια η ατομικότητα σε εκείνο το παιχνίδι, που επτά λεπτά πριν τη λήξη του ο Λαμάρ Όντομ σούταρε ένα τρίποντο και από τα μεγάφωνα του Staples Center ακούστηκε ότι ήταν το πρώτο σουτ που πήρε στο παιχνίδι, ο παίκτης που ήταν ο δεύτερος καλύτερος σε εκείνη την ομάδα των Λέικερς.

Όταν ο Κόμπε το αισθανόταν, ήταν ποίηση σε κίνηση. Ήταν ανίκανος να κάνει οτιδήποτε άσχημο. Στον ορισμό του ταλέντου περικλείονται πολλοί: ο Φρεντ Αστέρ, η Σίρλεϊ ΜακΛέιν (κάτι δικά μου), ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Γκαρίντσα, ο Μπέιμπ Ρουθ. Ο Κόμπε ανήκει εκεί. Δεν αναρωτιέμαι για ποιο λόγο κάποιος μπορεί να τον θεωρεί ως τον κορυφαίο όλων των εποχών: το απόλυτο κριτήριο είναι η ηλικία και οι πρότερες εικόνες: θα αναρωτιόμουν αν κάποιος, που ήταν πάνω από 27 το 2000, επί παραδείγματι, τον θεωρούσε ως τον κορυφαίο όλων των εποχών.

Και ενώ στη σύγκριση χάνει- φυσικά είναι, εδώ, ο όγδοος καλύτερος στην ιστορία του ΝΒΑ και σε αυτό δεν βλέπω κάποια ήττα· αν, ας πούμε, ήμουν ο 72ος καλύτερος συντάκτης στην ιστορία των σπορ στην Ελλάδα, θα ήμουν πολύ περήφανος- το παιχνίδι των 81 πόντων είναι κάτι που έχει κάνει μόνο αυτός. Μπορεί ο Γουίλτ να έβαλε 100, αλλά ανάγεται στα όρια του μύθου. Δεν υπάρχουν στιγμιότυπα, δεν υπάρχουν ολοκληρωμένα στιγμιότυπα. Στους 81 του Κόμπε υπάρχουν μισοέντονα χάι φάιβ και μία αμηχανία- είχε βάλει 62 πόντους στους Μάβερικς σε 33 λεπτά τρεις εβδομάδες πριν και όταν ο Φιλ Τζάκσον τον ρώτησε αν ήθελε να συνεχίσει, απάντησε «όχι», με αποτέλεσμα να μην παίξει σε ολόκληρο το τέταρτο δωδεκάλεπτο- αλλά υπάρχει και ένας μετρητής, απεριόριστα δημοσιεύματα από αυτό το παιχνίδι. Το είδαμε να συμβαίνει. Μπροστά στα μάτια μας. Ζούσαμε όταν έγινε. Και ήταν σατανικό: έγινε στο 666ο ματς της καριέρας του στο ΝΒΑ και πέτυχε το 66% των πόντων των Λέικερς.  

Αυτό δεν μπαίνει σε σύγκριση. Είναι δικό του, ολόδικό του και η απόλυτη κληρονομιά του τώρα που φεύγει από τα γήπεδα κάνοντας τουρ, που δεν επιθυμούσε. Αντιλαμβανόμενος ότι βρήκε την απάντηση στην ερώτηση που είχε κάνει στον παίκτη του μπέιζμπολ, τον θρυλικό Παναμέζο Μαριάνο Ριβέρα, όταν έκανε το δικό του τουρ: «Πώς καταλαβαίνεις ότι έφθασες στο τέλος;». Τότε ο Ριβέρα του είχε απαντήσει, «απλώς το καταλαβαίνεις». Τώρα ο Κόμπε δεν χρειάστηκε πολύ. Οι αγάπες δεν φθάνουν σε τέλος. Απλώς η βαρύτητα συνωμοτεί με την πραγματικότητα. 

—————

2015-11-26 00:56

Άγαρμπο ξύπνημα

Η συνειδητοποίηση ότι οι μουσικές των μιούζικαλ μπορούσαν να ξεφεύγουν από την οθόνη και να γίνουν ένα ωστικό όπλο, ήρθε από μικρή ηλικία. Όπως στην περίπτωση του Σουίτερς, του ήρωα του Τομ Ρόμπινς, μαζί με τη συνειδητοποίηση ήρθε και η μάχη για να ξεπεραστεί η ντροπή. Ήταν πολύ λογικό. Δεν μπορείς να τραγουδάς μιούζικαλ στο δρόμο. Εκτός όταν μπορείς.

Το ποδόσφαιρο και η μουσική ήταν πάντα αλληλένδετα. Το ποδόσφαιρο σε παραπέμπει σε έναν παραμυθένιο κόσμο: η λάιβ εικόνα δεν αποτελεί το ιδανικό. Η αφήγηση ήταν πολύ πιο σημαντική. Αυτή ήταν που έκανε το παιχνίδι «θρύλο». Ολόκληρη η τραγωδία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Μόναχο βασίστηκε στην αφήγηση, για να μετατραπεί ολόκληρο το κλαμπ σε θρύλο. Η αφήγηση ήταν που έδωσε μυθική υπόσταση στον οργανισμό. Μία αφήγηση που δεν είχε η Τορίνο, το 1949 στη Σουπέργκα. Δεν είναι τυχαίο: ο Διαφωτισμός του ποδοσφαίρου γεννήθηκε στη Γαλλία και η τραγωδία της Γιουνάιτεντ συνέβη μόλις τρία χρόνια μετά την έναρξη του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης. Πριν τη διοργάνωση, το ποδόσφαιρο ήταν κυρίως… μπάλα. Η ανάγκη για δομή στο παιχνίδι έφερε τα πρώτα διεθνή φιλικά, τα οποία οι Γάλλοι, με εμπνευστή το δημοσιογράφο Γκαμπριέλ Ανό της Equipe, ανέλαβαν να βάλουν σε τάξη. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν η πρώτη ομάδα στην ιστορία που θα γινόταν πρωταθλήτρια Ευρώπης, αν ο θάνατος δεν έπαιρνε μακριά τα παιδιά της, το πιο χαρισματικό εξ αυτών, δηλαδή ο Τζόναθαν Έντουαρντς, απέκτησε τις διαστάσεις πραγματικού μύθου. Αλλά ήταν; Προφανώς όχι. Ωστόσο, όταν μία ομάδα έχει ήδη το παρατσούκλι «Μπέμπηδες», μπορείς να συγχωρέσεις ότι η τελευταία εμφάνισή της, στις 5 Φλεβάρη του 1958, ήταν ένα 3-3 με τον Ερυθρό Αστέρα, σε ένα ματς στο οποίο η Γιουνάιτεντ προηγήθηκε 0-3 και δέχθηκε 3 γκολ σε 13 λεπτά. Μπορείς να μιλάς για έναν ήλιο ανείδωτο ως εκείνη τη στιγμή, ο οποίος ποτέ δεν ανέτειλε για να απειλήσει την κυρίαρχη Ρεάλ Μαδρίτης, την οποία αντιμετώπισε στους ημιτελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

Όταν συμβαίνει μία τραγωδία, η Ιστορία φροντίζει, λόγω του συναισθηματικού όγκου της, να τη στολίζει με διάφορες γαρνιτούρες, οι οποίες στέκουν ελαφρώς αμφιλεγόμενες μπροστά της. Υπάρχει μία ιστορία την οποία δέχεσαι αυταπόδεικτα: ότι ο Ματ Μπάσμπι είπε, στο κρεβάτι του νοσοκομείου, πως «σε 10 χρόνια θα πάρουμε το Κύπελλο Πρωταθλητριών». Όπως και έγινε. Δεν μπορείς να αμφισβητήσεις, στη μηχανική της αθλητικής γραφής, την τάση της γιγάντωσης μίας ιστορίας που είναι γεμάτη από οιωνούς και προφητείες, στοιχεία που είναι απαραίτητα σε μία κοινωνία η οποία θα ήταν πολύ κυνικό να πει κάποιος ότι παράγει ανθρώπους σε κίνηση.

Σε εκείνη την ομάδα, ο Μπόμπι Τσάρλτον, επιζών του ’58, ήταν το μυαλό και ο Τζορτζ Μπεστ ήταν ο απίθανος αρτίστας, ο σκιέρ. Με την αγάπη του για τις πολύ όμορφες γυναίκες και το αλκοόλ, που πέθανε στις 25 Νοεμβρίου 2005, νέος, στα 59 του. Με κατεστραμμένο συκώτι και εγκεφαλικά κύτταρα. Και αυτή η ημερομηνία θα ήταν η παραγγελία του «Belfast Boy», που ήταν και «Belfast Joy», σύμφωνα με τους υπέροχους στίχους του Ντον Φάρντον, αν δεν υπήρχε ένα από τα μεγαλύτερα ματς στην ιστορία του σύμπαντος: το 3-6 της Ουγγαρίας στο Γουέμπλεϊ το 1953. Την πρώτη ήττα της Αγγλίας στο συγκεκριμένο στάδιο από ομάδα χώρας η οποία δεν ήταν από το Νησί, η οποία ήρθε με τον πλέον μαγευτικό τρόπο και με κάποιον που δεν χρειαζόταν τα θρυλικά σκιρτήματα της αναπνοής και της έλλειψής της για να αναγορευτεί σε μύθο: ο Φέρεντς Πούσκας και το απίστευτο αριστερό πόδι του, που μάζεψε με την πατούσα την μπάλα αφήνοντας τον Μπίλι Ράιτ να μπει σε μία διαδικασία ατίμωσης όπως ποτέ πριν, για να τη στείλει στα δίχτυα με κεραυνό. Οι Ούγγροι, μία αθλητική υπερδύναμη τη δεκαετία του ’50 σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που τώρα «καταδυναστεύει» τα σπορ η Ισπανία, δεν είχε μεγαλύτερο καμάρι από την ποδοσφαιρική εθνική ομάδα, τη «χρυσή» ολυμπιονίκη του Ελσίνκι το 1952 (όταν το ποδόσφαιρο στους Ολυμπιακούς Αγώνες σήμαινε κάτι παραπάνω από ό,τι σημαίνει από το 1996 και έπειτα), η οποία δεν πήγε στη Μελβούρνη τέσσερα χρόνια μετά, αφού οι παίκτες της πρόλαβαν να ζητήσουν άσυλο στο Μπιλμπάο και έτσι έχασε την ευκαιρία να πάρει το δεύτερο συνεχόμενο χρυσό, όπως έπρεπε ως «Αραντσιπάτ», δηλαδή «Χρυσή Ομάδα». Ένα συγκρότημα γεμάτο φυγάδες, το οποίο ήταν αήττητο από το 1950 έως το 1954 και είχε γνωρίσει αυτήν την ήττα με σκορ 3-2 από τη Δυτική Γερμανία στον παρά φύση τελικό της Βέρνης το 1954, που πέρα από την περίφημη γερμανική αντοχή άφησε τον Πούσκας να λικνίζεται στην αρά της ειμαρμένης, καθώς ήταν τραυματίας πριν τον τελικό, αποφάσισε να παίξει, «Καλπάζων Ταγματάρχης» γαρ, σε ένα παιχνίδι χωρίς αλλαγές και από πολύ νωρίς βρέθηκε να περπατάει στο ματς.

Και η Ουγγαρία θα μπορούσε να έχει πάει αήττητη έως το Μουντιάλ του 1958 και, λίγο πιο γηραιή, να έλυνε τις διαφορές της με τη Βραζιλία των Πελέ και Γκαρίντσα, σε ένα ματς που μπορεί να μη λείπει από το ποδόσφαιρο, διότι το παιχνίδι είναι αυτό που είναι και τα πράγματα αναμφισβήτητα προέκυψαν από τη ροή τους, αλλά είναι η Ωδή της Υπόθεσης, η Ερωμένη του Αν.

Εκείνο το παιχνίδι του 1953 ήταν ιστορικό: η Αγγλία είχε χάσει τρία χρόνια πριν από τις ΗΠΑ στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, αλλά η ενημέρωση από εκείνο το παιχνίδι ήταν από ελλιπής ως μηδαμινή και, άλλωστε, τα «λιοντάρια» έπαιζαν με τα δεύτερα. Για τη συντριβή από την Ουγγαρία του Σζέμπες, στις 25 Νοεμβρίου του 1953, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ξεκάθαρα: και αν αυτό το ματς, για τον πιο αισιόδοξο, ήταν απλώς ένδειξη, το 7-1 της 23ης Μαΐου του 1954 στη Βουδαπέστη η αμφισβήτηση έμοιαζε με απίστευτη βλακεία. Και ενώ οι Ούγγροι αναγκάστηκαν να αλλάξουν, οι Άγγλοι έπρεπε να το κάνουν.

—————

2015-11-23 03:14

Η ποπ κουλτούρα του Ντέιβιντ Μπέκαμ

Το περιοδικό «People» απονέμει, κάθε χρόνο, το βραβείο «The sexiest man alive». Αυτή η διαδικασία, πλέον, αποτελεί παράδοση, διότι συμβαίνει από το 1985, δηλαδή εδώ και 30 χρόνια. Όταν κάποιος θεσμός προσπερνά το 1/4 του αιώνα, πρέπει να λογίζεται ως παραδοσιακός. Πρώτος νικητής ήταν ο Μελ Γκίμπσον, το 1985. Και τελευταίος, ο σπουδαίος Ντέιβιντ Μπέκαμ.

Όποτε τυχαίνω μπροστά σε μία συζήτηση για σπουδαίους επιστήμονες, μεγάλα μυαλά, οι οποίοι δεν τυγχάνουν της αναγνώρισης που παίρνουν οι διασημότητες των «πολιτιστικών διαστάσεων», θυμάμαι εκείνη την ατάκα από το «Big Bang Theory», που είπε η Πένι στον Σέλντον: «Οι σταρ του κινηματογράφου είναι ανώτεροι από τους επιστήμονες. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω, αλλά είναι». Προφανώς, τούτο συνέβη σε ένα κωμικό πλαίσιο, ωστόσο έχει την ουσία μίας αλήθειας που αποτελεί υποχρέωση να συμβαίνει στον καπιταλιστικό κόσμο. Οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν στα θεάματα ανέκαθεν πληρωνόντουσαν πιο αδρά από τους πυρηνικούς φυσικούς. Ήταν τόσο φυσιολογικό, όσο το να πληρώνονται οι άντρες περισσότερο από τις γυναίκες στις ταινίες, τουλάχιστον αν εξαιρεθεί η περίπτωση της Τζούλια Ρόμπερτς, η οποία φυσικά υπάγεται στην κατηγορία του φαινομένου. Ακριβώς όπως και ο, πιονέρος της ποπ κουλτούρας στο ποδόσφαιρο, Ντέιβιντ Μπέκαμ.

Στα 40 του, ο «Μπεκς» κέρδισε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο τίτλο, κυρίως για να αποδειχθεί ότι κάθε θεσμός έχει την ιδιοτέλειά του. Για δεύτερη φορά έχουν επικρατήσει ο Ρίτσαρντ Γκιρ, ο Μπραντ Πιτ, ο Τζορτζ Κλούνεϊ και ο Τζόνι Ντεπ. Τα κριτήρια που ψηφίζουν οι αναγνώστες είναι, προφανώς, κάποια ταινία ή μία μεγάλη είδηση που φέρνει το πρόσωπο στην επιφάνεια, παρ’ όλα αυτά μπορεί να μην αποτελούν και κάτι άλλο παρά μία ετεροχρονισμένη βράβευση.

Πρώτος ποδοσφαιριστής που ουσιαστικά έκανε τον κλάδο του μέρος της ποπ κουλτούρας ήταν ο Τζορτζ Μπεστ. Θα μπορούσε να είναι ο Γκαρίντσα, ο οποίος αγαπούσε πολύ το ποτό και παράτησε τη γυναίκα του και τα 8 παιδιά του για χάρη μιας χορεύτριας, αλλά εδώ πρόκειται για το μέρος της εξωτερικής εμφάνισης που καθιστά αδύνατον να τον βάλεις στην εξίσωση. Όλα αυτά τα χρόνια οι Βραζιλιάνοι είναι οι Θεοί της μπάλας, όμως ουδείς εξ αυτών έγινε ποπ σταρ. Στην καλύτερη περίπτωση, εκείνη του Ροναλντίνιο, το μόνο ταίριασμα είναι τα μπουζούκια. Ο Μπεστ είχε σαμπάνιες, έβγαινε με Μις Κόσμος, ήταν μαστ για γυναίκες που έψαχναν per mare per terram τον τρόπο για να βρουν δημοσιότητα. Ωστόσο, πέρα από όμορφος, ο Μπεστ ήταν και αλκοολικός. Και το πρόβλημα είναι ότι όταν η δημόσια ροπή προς την καταστροφή σταματά να αποτελεί το κομμάτι ενός ρόλου, η αντίστροφη μέτρηση βρίσκει σχεδόν μηδέν ανθρώπους να ενδιαφέρονται για την υγεία σου.

Ωστόσο, ο Ντέιβιντ Μπέκαμ αποδείχθηκε πολύ πιο έξυπνος. Τόσο που, στα 40 του, με ένα φρέσκο πρόσωπο και μία ιδεατή οικογένεια, να ψηφιστεί από το περιοδικό People, το περιοδικό που έχει τα δικαιώματα, πιο σέξι άνδρας εν ζωή για το 2015. Και υπήρχαν πολλά για να συμβεί αυτό.

Πριν από περίπου δύο μήνες, κατά τη διάρκεια της προβολής του «Dark Knight Rises» σε στριμ, ο φίλος μου ο Μάνος έκανε μία περίφημη ανάλυση που αφορούσε στις εγγενείς διαφορές του Κριστιάνο Ρονάλντο με τον Λίο Μέσι, οι οποίες δεν ήταν αγωνιστικές. Ξεκίνησε την αφήγηση, λέγοντας ότι ο πρώτος Ευρωπαίος παίκτης που γέμισε το σώμα του με τατουάζ, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ήταν ο Ντέιβιντ Μπέκαμ και αυτό ήταν πρωτόγνωρο. Η πληροφορία, που περισσότερο έμοιαζε με την αρχή μίας θεωρίας, δεν ήταν ακριβής, αλλά ο Μπέκαμ σίγουρα έκανε κάτι που δεν ήταν συχνό. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο ήταν αρκετά έξυπνος για να μην κάνει τατουάζ, σε αντίθεση με τον Μέσι, ο οποίος προσφάτως «χτύπησε» ένα. Του εξήγησα ότι ο Μέσι αγαπάει πολύ περισσότερο το ποδόσφαιρο από τον Κριστιάνο- αν και πανθομολογουμένως ουδείς έχει κάνει περισσότερη προπόνηση από τον Πορτογάλο. Αυτή η εμμονή του Μέσι με το ποδόσφαιρο, μέσα στο κλουβί της Καταλονίας, δεν του επέτρεψε να απολαύσει το σταριλίκι νωρίτερα. Όταν ο Μπέκαμ βάραγε τατουάζ, πάντως, ως ενδεχομένως ο πιο όμορφος Βρετανός όλων των εποχών, δεν το έκανε κάποιος τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο.

Η δημοφιλία του Μπέκαμ δεν είχε σχέση με το ποτό, όπως συνέβαινε στην περίπτωση του Μπεστ. Το θέμα με τον παίκτη που είχε την κατά τη γνώμη μου ακριβέστερη μπαλιά όλων των εποχών σε οποιαδήποτε απόσταση, ήταν ότι επρόκειτο για lad. Έτσι, ας πούμε, αποκαλούνται οι οπαδοί στην Αγγλία. Ο Μπέκαμ ήταν φανατικός και ήταν παικταράς. Έχουν να λένε, όσοι βρέθηκαν τότε στη Ριζούπολη το 2001 για το ματς με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, για το πόσο εντυπωσιακός ήταν ως φουλ μπακ χαφ στην αναμέτρηση. Έπαιζε με τον τρόπο που έπαιζε η αληταρία και ήταν τόσο γαμάτος συμπαίκτης ώστε σε ένα αφιέρωμα στην κόντρα του Πατρίκ Βιεϊρά με τον Ρόι Κιν, ο δεύτερος, ειλικρινής όσο δεν πάει, απαίτησε να μπει στην κορυφαία ενδεκάδα και των δύο ομάδων, τη στιγμή που άφησε εκτός τον Ράιαν Γκιγκς. Ο Μπέκαμ συμβόλιζε τη δυναστεία της Γιουνάιτεντ του Σερ Άλεξ με διαφορετικό τρόπο από εκείνον που τον έκανε ο Καντονά, αλλά με την ίδια εμβέλεια. Και αυτό που εκτιμά ο Ρόι, είναι ότι δεν δίσταζε να σταθεί μπροστά στον «Φέργκι» χωρίς να φοβάται (όπως, άλλωστε, απέδειξε και το σκηνικό με το παπούτσι, κάποτε στο Τέξας). Αργότερα ακούστηκε ότι εφοδιάζεται με κρέμες νεότητας, προσώπου και τα λοιπά, για να μη γεράσει, αλλά, όπως και να το κάνουμε, βρίσκω εντυπωσιακή την αντίθεση. Είναι ο Έλβις του ποδοσφαίρου και δεν ξέρω αν θυμάται κάποιος τα ρεπορτάζ από την Ιαπωνία και την Κορέα το 2002, στο Μουντιάλ, που την περισσότερη δουλειά έξω από τα γήπεδα είχαν οι κομμωτές και που δεκάδες χιλιάδες παιδιά και ενήλικοι ήθελαν να κάνουν στο μαλλί τους τη μοϊκάνα του Μπέκαμ. Κατά τη γνώμη μου, δεν έχει υπάρξει ξανά κάτι παρόμοιο, πλην του Έλβις, αλλά και πάλι, στην περίπτωση του δεύτερου η μίμηση από τύπους που θα έκαναν σόου σε σκηνές- αφού ξυλεύθηκαν το «ο Έλβις ζει», μία από τις πιο γνωστές θεωρίες συνωμοσίας όλων των εποχών- αφαιρεί κάτι από την αληθινή έννοια της μανίας, που είχε πιάσει τους ανθρώπους σε μία άλλη ήπειρο η οποία υποτίθεται ότι δεν θα έπρεπε να ασχολείται με τέτοια ζητήματα, που έμοιαζαν ακατανόητα.

Ο Μπέκαμ είναι άφυλος καλλονός, επηρεάζει άνδρες και γυναίκες και για αυτό ό,τι έκανε γινόταν κατευθείαν μόδα, ακόμα και αν περνούσε υπό το πρίσμα των συντηρητικών, που αλυχτούσαν για την υποτιθέμενη σεξουαλική ιδιαιτερότητά του. Ήταν ένας σπουδαίος lad και είναι ένας κύριος πρώτης γραμμής, που έδωσε τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια στην Αγγλία για να πάρει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012. Υποθέτω ότι μέσα σε μία πενταετία θα έχει γίνει Σερ και όχι επειδή έχει παντρευτεί εδώ και χρόνια μία Posh Spice, της ίδιας εθνικότητας, εκείνης, δηλαδή που είναι τόσο ευάλωτη στον Τύπο, ο οποίος μπορεί να σου κάνει ανομολόγητη ζημιά.

Ο Μπέκαμ είναι η ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου τα τελευταία 17 χρόνια. Από τότε που οι Άγγλοι βίωσαν την ανείπωτη τραγωδία με την αποβολή του στο σκηνικό με τον Ντιέγκο Σιμεόνε στο ματς της φάσης των «16» του 1998, μέχρι το χαμένο πέναλτι στα προκριματικά με την Τουρκία, το γκολ με την Ελλάδα και τον τραυματισμό του με τους Πορτογάλους το 2006, όταν και έκλαψε γοηρά στον πάγκο και, εν τέλει, την αλλαγή του ως παίκτη της Παρί Σεν Ζερμέν στο τελευταίο παιχνίδι του το 2013, ο τύπος κατάφερνε να είναι από πολύ τίμιος έως αξιοπρεπής στο γήπεδο (με την απαραίτητη δόση γκάφας που ευχαριστιόμαστε να διαπιστώνουμε ότι το αγγλικό DNA δεν έχει ξεφορτωθεί) και ταυτοχρόνως να κάνει όλες αυτές τις διαφημίσεις και τα σχετικά, να τον ζητάνε οι χορηγοί. Δεν έχει υπάρξει ποπ είδωλο ποδοσφαιρικό σαν τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, που ταυτοχρόνως να έχει τίτλους, διακρίσεις και να έχει παίξει στη Ρεάλ Μαδρίτης συμπαίκτης με τον Ζιντάν, τον Ραούλ, τον Φίγκο και τον Ρονάλντο, μία ομάδα η οποία δεν ήταν προορισμένη να νικήσει τίτλους αλλά απλώς να υπάρχει ως σούπερ νόβα στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι, με το παρατσούκλι «γκαλάκτικος» να είναι από τα πιο ταιριαστά όλων των εποχών.

Κάντε, για πλάκα, ένα πείραμα, googlaρετε τις εικόνες του. Για να βρεις ποδοσφαιρική εικόνα, πρέπει να πληκτρολογήσεις συγκεκριμένα αυτό που θέλεις, διότι χάνεσαι από τις αναρτήσεις που αποτυπώνουν το ενδυματολογικό στυλ του μαζί, φυσικά, με την απαραίτητη οργή για αυτό το απίθανο πρόσωπο που αποτελεί ωδή στη συμμετρία. Για αυτό, άλλωστε, θέλεις να το χτυπήσεις. 

—————

2015-11-19 02:10

Η οντισιόν του Κινγκ Κονγκ

Στη Νέα Υόρκη, το 1975, μία κοπέλα που δεν ήταν τόσο ελκυστική έκανε την εμφάνισή της, θέλοντας να γίνει ηθοποιός. Βρέθηκε εκεί, με μόνη επιλογή για δουλειά κάποιες θεατρικές παραστάσεις. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα 26 και προσπαθούσε να στεριώσει, ψάχνοντας, κυρίως, την ταυτότητά της. Το περίεργο πρόσωπό της ίσως να χαρακτηριζόταν κάπως οικείο, αν και ήταν γνωστά μόνο τα χαρακτηριστικά του. Το άθροισμά του μπορούσες να το απαντήσεις μόνο όταν την κοίταζες.

Πριν από περίπου μία εβδομάδα, η φωτογραφία της Μέριλ Στριπ στο λεωφορείο, επιστρέφοντας από την οντισιόν του Κινγκ Κονγκ, έγινε viral. «Αυτή ήταν εγώ στην επιστροφή μου στο σπίτι από μία οντισιόν για τον Κινγκ Κονγκ όπου μου είπαν ότι ήμουν πολύ “άσχημη” για το ρόλο. Ήταν ένα κομβικό σημείο για μένα. Αυτή η μία αχρεία γνώμη μπορούσε να εκτροχιάσει τα όνειρά μου να γίνω ηθοποιός ή να με κάνει να σηκωθώ από τα σκηνιά και να πιστέψω στον εαυτό μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και είπα “λυπάμαι που νομίζεις ότι είμαι πολύ άσχημη για το φιλμ σου αλλά είσαι απλώς μία γνώμη σε μία θάλασσα χιλιάδων και θα ψάξω ένα πιο ευγενικό ρεύμα”. Σήμερα έχω 18 υποψηφιότητες για Όσκαρ». Βασικά, η ίδια είναι που αδικεί τον εαυτό της, με βάση, τουλάχιστον, τη Wikipedia. Η Στριπ έχει 19 υποψηφιότητες για Όσκαρ, αν και έχει νικήσει μόνο 3 φορές. Δηλαδή λίγο πάνω από 1 στις 7 φορές ανά μέσο όρο. Νίκησε δύο φορές μέσα σε 4 χρόνια, για το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» το 1979 και για την «Επιλογή της Σόφι» το 1982 και νίκησε και το 2011, δηλαδή με 29 χρόνια διαφορά, για το «Iron Lady». Ήταν δύο φορές υποψήφια τη δεκαετία του ’70, έξι τη δεκαετία του ’80, τέσσερις τη δεκαετία του ’90, τέσσερις την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και τρεις, ήδη, τη δεύτερη δεκαετία του. Αυτό μας κάνει 5 δεκαετίες με υποψηφιότητες. Σε τρία χρόνια από τώρα, θα συμπληρώνονται 40 από την πρώτη υποψηφιότητά της, στον «Ελαφοκυνηγό», έναν ρόλο για τον οποίο την πρότεινε, προκειμένου να παίξει, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο. Δύο χρόνια πριν, η Στριπ είδε σε σινεμά της Νέας Υόρκης τον «Ταξιτζή» και θαύμασε τόσο πολύ τον σπουδαίο ηθοποιό στον ρόλο του Τράβις Μπικλ, που όταν βγήκε από αυτό είπε, «τέτοια ηθοποιός θέλω να γίνω».

Η Μέριλ Στριπ είναι σαν τον Μάικλ Φελπς για την ηθοποιία. Δεν έχει μόνο 19 υποψηφιότητες για Όσκαρ, αλλά και 29 υποψηφιότητες για Golden Globes, τα οποία είναι τα πρώτα βραβεία της χρονιάς, που δίνονται για κινηματογράφο και τηλεόραση. Τα συγκεκριμένα βραβεία δίνονταν μεσημέρι και μία εκδήλωση μπορούσε να κρατήσει σχεδόν μισή ντουζίνα ώρες.

Στον Κινγκ Κονγκ ο Ντίνο ντε Λορέντις, παραγωγός της ταινίας, επέκρινε τον γιο του για το γεγονός ότι του έφερε τη Στριπ για συνέντευξη. Ο μικρός Ντε Λορέντις ήταν ενθουσιασμένος, αφού την είχε ανακαλύψει σε μία θεατρική παράσταση και, προφανώς, είδε ότι παρά το γεγονός ότι ήταν πρωτάρα και νεαρή, είχε μία ποιότητα στον τρόπο ερμηνείας της. Ο Ντίνο, ηλικιωμένος Ιταλός με ταμπεραμέντο που δεν θα μπορούσε να αποκαλέσει κάποιος φιλήσυχο, ξεσπάθωσε βλέποντας τη Στριπ απέναντί του. «Αυτό είναι τόσο άσχημο», είπε, «γιατί μου το έφερες αυτό;». Η Στριπ καταλαβαίνει ιταλικά και η απάντησή της ήταν, «λυπάμαι πολύ που δεν είμαι τόσο όμορφη όσο θα έπρεπε, αλλά, ξέρεις, αυτό είναι. Αυτό είναι που παίρνεις».

Οπότε έκανε λάθος ο Ντίνο ντε Λορέντις; Αν υποθέσουμε ότι γνώριζε πως η Στριπ θα γινόταν εκείνη που έγινε, θα της έδινε τον ρόλο στον Κινγκ Κονγκ;

Αυτό που ίσως συνέβαινε, ήταν να της μιλήσει πιο ευγενικά. «Δεν γίνεται να παίξεις τον Κινγκ Κονγκ, χρειαζόμαστε μία άλλη για να κρατάει στο χέρι του ο γορίλλας. Εξάλλου, τι να παίξεις σε αυτήν την αηδία. Δε χρειάζεται και μεγάλη υποκριτική ικανότητα», ίσως να της έλεγε, καπνίζοντας το τσιγάρο του, γεμάτος ενοχές.

Από την άλλη μεριά, επειδή η φύση του ανθρώπου είναι ευάλωτη, ό,τι και να πίστευε ο Ντίνο ντε Λορέντις για την ταινία του, νομίζω ότι κάθε ώρα της μέρας, κάθε μέρα της εβδομάδας, κάθε εβδομάδα του μήνα και κάθε μήνα του χρόνου θα διάλεγε τη Λανγκ για το ρόλο. Είναι σχεδόν αδύνατον να δεις πέρα από το πρόσωπο και το κορμί μίας καλλονής της δεκαετίας του ’70, για να προτιμήσεις μία πιο καλή ηθοποιό. Δεν είναι κατακριτέο να πει κάποιος ότι τα billboards δεν χρειάζονται σπουδαίες ερμηνείες, αλλά πρέπει να είναι μεγαλειώδη, χωρίς να ομνύουν στον κινηματογραφικό ρομαντισμό ή σουρεαλισμό. Ευτυχώς, δεν χρειάζεται να είναι όλες οι ταινίες ο «Κλέφτης Ποδηλάτων» και όλα τα γκρο πλαν να υποδεικνύουν Μπέργκμαν.

Ούτε είναι αφύσικο, εν πάση περιπτώσει. Η ομορφιά, λένε, είναι προσωρινή. Οι όμορφες, που κάποια στιγμή στη ζωή τους ήθελαν να διαμορφώσουν το ένδον με βάση το πνεύμα, μένουν ανέκφραστες απέναντι στους επαίνους και το σφίξιμο για το ανατριχιαστικό κάλλος τους. Εμείς, βεβαίως, ξέρουμε την αλήθεια: το εύσχημο και το εύμορφο έχουν εξυπνάδα και πονηριά και είναι στο χέρι της ίδιας της εμφάνισης να αποτυπωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μπορείς να επιλέξεις τι θα κάνεις με το εξωγενές σφίξιμο που αντιλαμβάνεσαι ή με το σημειωτόν των βλεμμάτων, το οποίο, ωστόσο, παρά την άψη της στιγμής, αποκαλύπτεται ως μονομερές όταν καταλαβαίνεις ότι η κλεψύδρα έχει αδειάσει και ότι αν περάσει και περατωθεί η στιγμή της μαγείας, τότε θα κακοφορμίσει.

Η καλλονή οπαδός του ψευδεπίγραφου της πνευματικότητας εις βάρος της ομορφιάς κάνει ακριβώς το πρώτο λάθος στο εις βάρος. Έχοντας, πια, διάγει επιπλέον ζωές στα βλέμματα ενθουσιασμένων αγοριών, θεωρεί ότι η επιλογή της να είναι εσωτερικά άρτια έρχεται σε κόντρα με την εμφάνισή της, η οποία, όπως αναφέρει καθ’ εκάστη, είναι προσωρινή. Πέρα από την αμφιβολία που υπάρχει στη διάσταση του προσωρινού (η Μόνικα Μπελούτσι, παραδείγματος χάρη, είναι προσωρινά όμορφη τα τελευταία 40 χρόνια), η ίδια η ρευστή φύση του (όμοια με τη ρευστότητα γενικώς, αλλά ας την απομονώσουμε για να μη χαλαστεί το χατίρι στην κεντρική ιδέα) κάνει την κάθε στιγμή ολότελα ξεχωριστή και μοναδική. Τώρα, όλες οι στιγμές είναι το ίδιο, αλλά όταν δουλεύεις στο ταχυδρομείο και γλείφεις γραμματόσημα κάθε μέρα, δεν μπορείς να διακρίνεις τη μοναδικότητα. Δεν υπάρχει, βεβαίως, ούτε στιγμή που να περνάει. Το αρμονικό εύσχημο εξατμίζεται, στις επιταγές της βαρύτητας και γίνεται περιζήτητο. Με την κάθε στιγμή που ένα ανθρώπινο παλίμψηστο περνά ανεκμετάλλευτο, χωρίς να προσδοκά να χαρίσει την ίδια τη δύναμή του στον κόσμο, το εγκεφαλικό πλέγμα μπερδεύεται από την προσπάθεια να αποδομήσει στην πράξη τα τυχαία κλισέ και οι ανθρώπινες σχέσεις αποκτούν αύθις μία απρόσμενη όσο και περιττή ένταση, η οποία οδηγεί σε παρεξηγήσεις και μπερδέματα. Ο στόχος να κριθείς για κάτι άλλο από αυτό που άπλετα μπορείς να παρέχεις, οδηγεί στην αμφιθυμία και η ευθύνη, που μοιράζεται στους ξένους επειδή δήθεν καταλαβαίνουν κάτι άλλο από εκείνο που τους βγάζεις, βαραίνει εσένα που το κάνεις πιο πολύ από όλους.

Όσον αφορά στη Μέριλ Στριπ, προκάλεσε σαγήνη σε αρκετές ταινίες της, ήταν όμορφη (απλώς δεν ήταν ποτέ πολύ όμορφη, ώστε να αρέσει σε έναν Ιταλό που το ταμπεραμέντο και η λίμπιντό του δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με την προχωρημένη ηλικία) και η σταθερότητά της βοήθησε ώστε να μην αποκαθηλωθεί όταν, πια, έφτασε στην ηλικία που οι Αμερικάνοι συνήθως δεν χρειαζόντουσαν τις γυναίκες καριέρας για να κάνουν τη δουλειά τους. Έγινε, ούτως ειπείν, μία από εκείνες τις Ευρωπαίες ντίβες, που ο πολιτισμός της ηπείρου τους αποτίνει αβίαστα φόρο τιμής, μετρώντας την ηλικία ως έπαινο. Η σταθερότητά της υπήρξε απλησίαστη στα χρόνια που πέρασαν, ίσως επειδή δεν έπαιξε στο Κινγκ Κονγκ. Αν Ντάροου χρειαζόταν να είναι η Τζέσικα Λανγκ. Η Μέριλ Στριπ έπρεπε να παραμείνει η Μέριλ Στριπ.

—————

2015-11-14 02:33

Χτύπημα στον πολιτισμό

Εμείς δεν μετράμε. Μπορεί να κρίνουμε από τους υπολογιστές μας τι συμβαίνει, αλλά δεν μετράμε πραγματικά. Ουδείς θα επιθυμούσε να καταστρέψει την Αθήνα, τουλάχιστον ως πρώτο στόχο. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις, που είναι, ως επί το πλείστον, θρησκευτικές, οριοθετούν προτεραιότητες. Η Αθήνα δεν είναι μία από αυτές. Δεν είναι μία από τις κοσμοπόλεις της Ευρώπης. Δεν είναι ένα κέντρο πολιτισμού, που παράγει οτιδήποτε κοινωνικό. Είναι η πρωτεύουσα ενός βδελυρού θεοκρατισμού, το κέντρο ενός βαλκανικού πυρήνα που έχει ντόπιους Ελληνοεβραίους. Για αυτό που έγινε το βράδυ της Παρασκευής στο Παρίσι, εμείς δεν πρέπει να ανησυχούμε. Δεν θα μας αγγίξουν, επειδή δεν νοιάζονται για εμάς.

Τώρα, όσον αφορά στη σαφή έλλειψη γνώσης μας, αποδεικνύει τα παραπάνω. Οι βλοσυροί ρατσιστές κλεινούν το μάτι πονηρά και μιλάνε για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και για το γεγονός ότι αυτή είναι η μάστιγα της εποχής μας. Πέρα από την ηλιθιότητα, υπάρχει κάτι επικίνδυνο σε αυτήν τη μακαριότητα. Πώς μπορείς, καν, να κάνεις παρέα με κάποιον που υποστηρίζει ότι όταν μια χώρα διαλύεται και σε κάποιον κάτοικό της δίνεται η ευκαιρία να φύγει ζωντανός για κάπου αλλού, εκείνος δεν πρέπει να την αρπάξει; Πώς μπορείς να μην τον φοβάσαι;

Το Παρίσι και το Λονδίνο είναι τα κέντρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το ρεπορτάζ υπαγορεύει ότι δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το ποιος έκανε αυτήν την απίστευτη τρομοκρατική επίθεση, με τις βόμβες να ακούγονται έξω από το «Σταντ ντε Φρανς» κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού της Γαλλίας με τη Γερμανία και για το ποιοι έσφαξαν ομήρους στο Μπατακλάν, αλλά ουσιαστικά, από τη στιγμή που υμνούσαν τον Αλλάχ, πρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για Μουσουλμάνους. Όπως χρησιμοποιείται το όνομα του Χριστού επί ματαίω, έτσι χρησιμοποιείται και εκείνο του Αλλάχ. Εξαρτάται, πάντα, από τον κάλο που έχεις στον εγκέφαλο για ποιο λόγο το χρησιμοποιείς.

Η θρησκοληψία ήταν πάντα ένα εμπόδιο για την πρόοδο και ασφαλώς αποτελεί εμπόριο για την εκκλησία. Δεν μπορείς να είσαι έστω και λίγο σκεπτόμενος και να μην νιώθεις οργή και ντροπή με τον τρόπο που οι παρουσίες κάποιων πολύ ξεχωριστών ανθρώπων έχουν διακορευθεί τόσο πολύ από τους μεταγενέστερους, μόνο και μόνο επειδή μπόρεσαν να βρουν τρόπο για να γίνουν ζάμπλουτοι. Οι μεγάλες τρομοκρατικές επιθέσεις γίνονται προς χάριν ενός Θεού και αυτό είναι κάπως λογικό: η Παλαιά Διαθήκη, παραδείγματος χάρη, είναι μία ιστορία αίματος και βίας, με την αγάπη να μην υπερισχύει σε κάποιο από τα 49 βιβλία της. Ούτως ή άλλως, έρευνες, από καιρού εις καιρόν, αποδεικνύουν ότι οι άθεοι ή, έστω, εκείνοι που δυσκολεύονται να αποφασίσουν, είναι πιο δοτικοί και, άρα, καλύτεροι άνθρωποι από εκείνους που αγκιστρώνονται σε ένα θρησκευτικό δόγμα.

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα γίνει στην Ευρώπη, από τη στιγμή που ο Φρανσουά Ολάντ αποφάσισε να κλείσει τα σύνορα. Όσο περνούσαν οι ώρες και οι όμηροι σφάζονταν, για χάρη του Αλλάχ, τόσο περισσότερο ο τρόμος μεγάλωνε και οι κάτοικοι έβγαιναν στο δρόμο. Όσο εδώ υπάρχουν κηφήνες οι οποίοι μπορούν να διατυπώνουν ακραίες απόψεις για τους πρόσφυγες, στο Παρίσι, μέσω της τεχνολογίας, άνθρωποι άνοιγαν τα σπίτια τους σε ξένους, ώστε να ξεκουραστούν. Η Γαλλία, ούτως ή άλλως, μπορεί να ήταν μία σοβινιστική χώρα αλλά πουθενά αλλού στον κόσμο δεν μπορεί να βρει κάποιος τόσο μεγάλη αφομοιωτική ικανότητα. Και ειδικά σε ό,τι αφορά εκείνους που μπορούν να προσφέρουν κάτι στον γαλλικό πολιτισμό, η χώρα συνιστά το απόλυτο καταφύγιο. Ο γαλλικός εθνικισμός αφορά στον γαλλικό πολιτισμό και όχι σε οτιδήποτε άλλο. Στη Γαλλία δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία. Οι Γάλλοι ήταν οι προστάτες των Ιταλών και των Ισπανών και εκείνων που εκδιώχθηκαν πολιτικά, ανεξαρτήτως χώρας και ιδεολογίας (η απέλαση του Τρότσκι, που τελικά οδήγησε στην εκτέλεσή του στο Μεξικό το 1940 κατ’ εντολή Στάλιν, αποτελεί εξαίρεση και θλιβερή στιγμή) και ήταν εκείνοι που, μέσω του Ρομπέρ Σουμάν, πρωτοπόρησαν μιλώντας για Ενωμένη Ευρώπη. Στην Ελλάδα μπορεί να νομίζουμε ότι δεν έχουν τον πολιτισμό μας, αλλά η συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήταν ο ιταλικός και ο γαλλικός πολιτισμός. Εμείς εδώ, εξάλλου, έχουμε ξεχάσει εδώ και δεκαετίες τι σημαίνει πολιτισμός.

Ο Πύργος του Άιφελ έσβησε τα φώτα του και η αστυνομία μπήκε στη Μπατακλάν. Οι παρενέργειες των Δίδυμων Πύργων, το 2001, έγιναν εμφανείς σε όλο τον κόσμο τα επόμενα χρόνια, σε κάθε τομέα. Η βραδιά της Παρασκευής θα είναι καταδικαστική για την Ευρώπη. Το χτύπημα στο Παρίσι συνεπάγεται μελλοντικές κακουχίες και νέες παρενέργειες, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτιστικό κομμάτι. Το Παρίσι, μία πόλη που άλλοι λατρεύουν και άλλοι τρομάζουν με αυτή (για τους ακριβώς ίδιους λόγους, έχω την αίσθηση), ζει σε καθεστώς τρόμου. Και μαζί του, όλη η πολιτιστική κληρονομιά των σύγχρονων καιρών. 

—————

2015-11-07 23:50

Fast and furious 15

Την Κυριακή, 25 Οκτωβρίου, έκανα την εξής ερώτηση στον εαυτό μου: από τότε που κατέκτησε το πρώτο Major του, πόσες φορές έχει χάσει από Ισπανούς ο Ράφα Ναδάλ σε Γκραν Σλαμ; Ήταν λογικό. Είχε γίνει ο αγώνας του Moto GP της Σεπάνγκ, στον οποίο ο Βαλεντίνο Ρόσι χτύπησε, βγάζοντας από την πορεία του και από την κούρσα, τον Μαρκ Μάρκες. Ο δεύτερος έπεσε στο έδαφος και βγήκε εξοργισμένος από την πίστα. Ο πρώτος, που κατέλαβε την τρίτη θέση στην κούρσα, δήλωσε μετά τη λήξη του αγώνα ότι «ο Μάρκες τρέχει μόνο για να με δυσκολεύει». Σε ό,τι αφορά τον Χόρχε Λορένθο, κατά τη διάρκεια της απονομής στον Ρόσι έκανε τη χαρακτηριστική χειρονομία με τον αντίχειρα κάτω.

Είχα αποφασίσει ότι ο Ράφα Ναδάλ δεν είχε χάσει από Ισπανό αυτές τις συμπληρωμένες 11 σεζόν σε Major, με σημείο εκκίνησης το Ρολάν Γκαρός του 2005. Για την ακρίβεια, έχει χάσει από... έναν ακριβώς, δύο φορές: τον Νταβίντ Φερέρ, στον τέταρτο γύρο του US Open του 2007 και στον προημιτελικό του Αυστραλιανού Όπεν το 2011, όταν, ωστόσο, ήταν τραυματίας. Και έχει πλησιάσει να χάσει άλλη μία φορά, από τον Φερνάντο Βερντάσκο, στον ημιτελικό του Αυστραλιανού Όπεν του 2009.

Δεν μου αρέσουν τα μηχανοκίνητα σπορ. Ο λόγος είναι απλός: δεν ασχολούμουν με αυτοκίνητα από την παιδική ηλικία μου. Φυσικά, αυτό δεν καθιστά λιγότερο αθλητικές ιδιοφυΐες τους επαγγελματίες του Moto GP. Αν μπορούσαν να το κάνουν περισσότεροι, δεν θα είχε μεγάλη σημασία. Το βασικό θα ήταν να μπορούσαν να το κατανοήσουν, θα το κατέργαζε άγαρμπα. Όσο περισσότεροι έχουν γνώμη για κάτι, τόσο περισσότερο αυτή η γνώμη στερεί από το συστατικό κάτι από την αξία του.

Δεν ασχολούμουν καθόλου με το συγκεκριμένο Γκραν Πρι, μέχρι που στα τέλη Ιούλιου πήγα στην παραλία με τον φίλο μου τον Μάνο και μου έδειξε το βίντεο από το Άσεν. Αναρωτιέμαι πώς, ακόμα, δεν έχει γίνει σελίδα στη Wikipedia με τίτλο «The Miracle of Assen». Τελευταία στροφή στον αγώνα και ο Μαρκ Μάρκες προσπαθεί να προσπεράσει τον Βαλεντίνο.

Ο Ρόσι είναι ο μόνος πιλότος που γνωρίζω το πρόσωπό του εδώ και χρόνια. Ιταλός, με αφάνα, ζωντανό βλέμμα και έντονο ταμπεραμέντο. Το παρατσούκλι του είναι «Δόκτορ». Είναι, δηλαδή, τόσο καλός. Πριν από κάποιες μέρες, παρακολουθώντας ένα νέο κωμικό ταλέντο, την Έιμι Σούμερ, να μιλάει στην Έλεν, έλεγε ότι παρακολούθησε ένα παιχνίδι των Λος Άντζελες Λέικερς παρέα με την Νταϊάνα Άκρον, η οποία έπαιζε στο «Glee» και είχε το προσωνύμιο «Queen», που στα ελληνικά μεταφράζεται ως «Βασίλισσα». Η Σούμερ είπε, πολύ επιτυχημένα, ότι αυτό είναι σοβαρό προσωνύμιο και αν εκείνη αποκαλούνταν έτσι σε μία σειρά, ακόμα και αν δεν ήταν υψηλής δημοφιλίας, οι θεατές θα κατέβαζαν μεταφορές για τον πνευματώδη σαρκασμό. Ο Ρόσι είναι ο «Γιατρός»: και είναι μία λέξη που αντιστοιχεί ακριβώς στην αξία του. Έχει κατακτήσει 9 τίτλους στο MotoGP. Και την Κυριακή, 8 Νοεμβρίου, στη Βαλένθια, ψάχνει τον 10ο.

Ο φίλος μου ο Μάνος μού εξήγησε, πηγαίνοντας προς τη Βουλιαγμένη, ότι υπάρχει ένας κανονισμός που αναφέρει ότι αν ο δεύτερος χτυπήσει τον πρώτο με τη μοτοσικλέτα, τότε ο πρώτος μπορεί να τον ρίξει κάτω. Στο Άσεν ο Μάρκες προσπέρασε τον Ρόσι περίπου έξι γύρους πριν το τέλος, ο Ρόσι πήρε ξανά την πρωτιά με τρεις γύρους να απομένει και στην τελευταία στροφή ο Μάρκες τον χτύπησε. Ο Ρόσι τον άφησε. Βγήκε έξω από την πίστα και, έχοντας το νόμιμο δικαίωμα να το κάνει, πήρε όλη την ευθεία, κόβωντας δρόμο, ώστε να αποφύγει τη στροφή και να βρεθεί κατάματα με τον τερματισμό. Προφανώς στην ιστορία του MotoGP πρέπει να έχει ξαναγίνει, αλλά όσο θυμάμαι να μου το δείχνει ο Μάνος- ο οποίος σε κάθε σεζόν, από αθλητικά δρώμενα, παρακολουθεί μόνο τον Ολυμπιακό στο Champions League- τόσο βεβαιώνομαι ότι είναι η κορυφαία στιγμή της χρονιάς. Άλλωστε, μόνο τις ζυγές χρονιές έχουμε ξεκάθαρο φαβορί. Πέρυσι ήταν, μακράν, το 1-7. Φέτος, προς το παρόν, είναι λίγες. Θα επιχειρήσω μία λίστα με πέντε.

-To Φλόιντ Μέιγουεδερ-Μάνι Πακιάο. Μπορεί ο αγώνας για τη ζώνη στα μεσαία βάρη να ήταν «σούπα», ωστόσο ο Φλόιντ νίκησε και στις 12 Σεπτεμβρίου νίκησε και τον Μπέρτο. Αυτό σημαίνει ότι έφθασε στο 49-0 και αποχώρησε από τη δράση έχοντας ισοφαρίσει το ρεκόρ του Ρόκι Μαρτσιάνο. Δεν συμβαίνει να είναι κάποιος επαγγελματίας για 20 χρόνια, από τις 11 Οκτωβρίου του 1996 δηλαδή και να τη βγάζει αήττητος σε 75 αγώνες. Η τελευταία ήττα του Μέιγουεδερ ήταν από τον Βούλγαρο Σεραφίμ Τοντόροφ, μια αμφιλεγόμενη ήττα στα σημεία στον ημιτελικό των Ολυμπιακών της Ατλάντας, που αποτέλεσε και τον τελευταίο ερασιτεχνικό  αγώνα στην καριέρα του.

-Ας πούμε ότι από στίβο έχω μία επιλογή, αναγκαστικά. Ο Γιουσέιν Μπολτ πήρε πάλι τρία χρυσά μετάλλια και αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς να τη βάλεις, διότι όταν κάποιος μαζεύει χρυσά το υπολογίζεις συνολικά. Εκτός κι αν είναι ο Μάικλ Φελπς, που πήρε 8 σε μία διοργάνωση, κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ ξανά κανείς. Ενώ, δηλαδή, τα 8 του Φελπς το 2008 είναι η κορυφαία στιγμή της χρονιάς, τα 3 του Γιουσέιν δεν είναι. Θα μπορούσε να είναι η στιγμή που νίκησε τον Τζάστιν Γκάτλιν στα 100μ., διότι ο Αμερικανός, για πρώτη φορά στην ιστορία, ήταν το φαβορί στην κούρσα, είχε τον καλύτερο χρόνο στους προκριματικούς και ο Τζαμαϊκανός δεν ήταν καλά. Θα προτιμήσω τα 18,21μ. που έκανε στο τριπλούν του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος ο Κρίστιαν Τέιλορ. Η πρώτη φορά που απειλήθηκαν σοβαρά, μετά από 20 χρόνια, τα 18,29μ. που είχε κάνει ο Τζόναθαν Έντουαρντς. Βασικά, αυτή η επίδοση στο Πεκίνο είναι η δεύτερη καλύτερη όλων των εποχών, μετά τα 18,17μ. που είχε κάνει πάλι ο Τζόναθαν Έντουαρντς στο Γκέτεμποργκ. Εκτός από το γεγονός πως θεωρούσα ότι η επίδοση του Βρετανού θα μείνει ακατάρριπτη για πάντα, νόμιζα ότι δεν θα περάσει κάποιος ΚΑΙ τη δεύτερη καλύτερη επίδοση.

-Τα 12 γκολ του Λεβαντόφσκι σε 5 λεπτά απέναντι στη Βόλφσμπουργκ. Όπως ειπώθηκε και πριν, η αναφορά γίνεται σε στιγμές και για αυτόν τον λόγο δεν είναι μέσα το τέταρτο Κύπελλο Πρωταθλητριών της Μπαρτσελόνα σε 10 σεζόν (που, σε αντιστοιχία με την πενταετία 1955-60 είναι σαν να το κατακτάς τέσσερις φορές, οπότε το μόνο που τη χωρίζει από εκείνη τη Ρεάλ είναι το επιπλέον των Καστιγιάνων). Φυσικά, η αρχική φράση είναι αστείο, αλλά ήταν τέτοιος ο ηλεκτρισμός στο Μόναχο και τόση η ποικιλία στα γκολ του «Λέβα», που δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος κάτι πιο συναρπαστικό μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Πάει κοντά η «απάντηση» του Μέσι στην υπόσχεση του Νόιερ για αναχαίτισή του στον πρώτο ημιτελικό του «Καμπ Νου», όταν η Μπαρτσελόνα νίκησε 3-0 την Μπάγερν.

-Η νίκη των Μπάτζερς του Γουισκόνσιν επί των Γουάιλντκατς του Κεντάκι στον ημιτελικό της Ιντιανάπολης. Το Κεντάκι ήθελε να πάρει αήττητο το πρωτάθλημα και το Γουισκόνσιν του έφραξε τον δρόμο προς τον τελικό και την αντάμωση με το Ντιουκ του Μάικ Σιζέφσκι, που τελικά πήρε τον τίτλο, τον πέμπτο σε μία 20ετία, κάνοντας τον «Coach K» τον δεύτερο πιο επιτυχημένο κολεγιακό προπονητή στην ιστορία, σε πολύ μικρή απόσταση από τον Τζον Γούντεν.

-Το κόλπο του Βαλεντίνο στο Άσεν.

-Σούπερ μπόνους: η νίκη του Στάνισλας Βαβρίνκα επί του Νόβακ Τζόκοβιτς στον τελικό του «Ρολάν Γκαρός». Ο Τζόκοβιτς κατέκτησε το Αυστραλιανό Όπεν, το Γουίμπλεντον και το US Open, οπότε ο Σταν τού στέρησε το calendar slam. Μόλις το Σάββατο τον νίκησε 6-0 στο τρίτο σετ στο Παρίσι, οπότε η επικράτηση του Ελβετού, εκτός του ότι υπήρξε ένα σημαντικό γεγονός, έχει και μία παραμυθένια διάσταση.

Ο Μαρκ Μάρκες έχει κατακτήσει τους δύο τελευταίους παγκόσμιους τίτλους. Είναι 22 χρονών, οπότε θεωρείται παιδί-θαύμα στους κύκλους του αγωνίσματος. Ο Μάρκες τρέχει με Honda, ενώ ο Βαλεντίνο Ρόσι τρέχει με Yamaha. Ο Ρόσι είναι 36 χρονών και στη Βαλένθια, που θα γίνει ο τελευταίος αγώνας της χρονιάς, θα τρέξει τελευταίος από το γκριντ. Ο Μάρκες δεν πρόκειται να πάρει τον τίτλο, αλλά μπορεί να τον πάρει ο Χόρχε Λορένθο, ο οποίος τρέχει με Yamaha. Στη Μαλαισία, πριν από δύο εβδομάδες, ο Μάρκες έτρεχε για να ενοχλεί τον Ρόσι. Αυτό, διά της εις άτοπον απαγωγής, σημαίνει ότι ήθελε να βοηθήσει τον Λορένθο. Η διαφορά πήγε στους 7 βαθμούς. Αν ο Λορένθο είναι πρώτος, ο Ρόσι πρέπει να είναι δεύτερος για να στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής. Σε περίπτωση ισοβαθμίας, ο Λορένθο υπερτερεί. Αν ο Λορένθο τερματίσει τρίτος, ο Ρόσι πρέπει να τερματίσει έκτος. Αν έρθει τέταρτος, ο Ρόσι πρέπει να είναι ένατος. Με τον Λορένθο πέμπτο, πια, η 11η θέση κάνει στον Ιταλό. Ο Ρόσι πρέπει να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να το κάνει απέναντι σε ό,τι είναι ξεκάθαρο ότι αποτελεί, ισπανική συμμαχία. Μία από εκείνες που έκανε, στο ΑΤΡ, ο Ράφα Ναδάλ, προκειμένου να ανέβει γρήγορα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας. Προφανώς ο «ταύρος από το Μανακόρ» ήταν ένα φαινόμενο που πριν το τένις δεν είχε δει, αλλά στις δύσκολες στιγμές η συμμαχία τον στήριξε ως τον πιο χαρισματικό από όλους.

Οι Ισπανοί έχουν οξύμωρα: η δικτατορία του Φρανσίσκο Φράνκο κράτησε 36 χρόνια, αλλά καμία δικτατορία στην Ισπανία δεν έμοιαζε τόσο πολύ με δημοκρατία. Συν τοις άλλοις, είναι πατριώτες, τουλάχιστον στο αθλητικό κομμάτι και τουλάχιστον τον 21ο αιώνα, που μπορεί και να σημαίνει ότι η αγάπη από την πατρίδα έρχεται μέσα από τις επιτυχίες. Κάτι που, με τους Καταλανούς και τους Βάσκους να θέλουν να ανεξαρτητοποιηθούν, δεν είναι αυτό που αναμενόταν.

Φυσικά, υποστηρίζω τον Ρόσι. Είναι 36 και είπε ότι θα αγωνιστεί μέχρι και την επόμενη χρονιά, αλλά είναι ελάχιστοι εκείνοι που πριν ξεκινήσουν έναν κρίσιμο αγώνα για την καριέρα τους, έχουν αποφασίσει ήδη και το έχουν ανακοινώσει ότι θα αποχωρήσουν. Αρκεί να θυμηθείς πόσο νευρικός ήταν ο Ζινεντίν Ζιντάν στις αρχές του Μουντιάλ του 2006 και πώς, μετά από μία ψυχοφθόρα πρόκριση, που απλώς του δημιούργησε την ψευδαίσθηση να αποδείξει κάτι, έφθασε σε ένα όριο το οποίο κάλυψε όλη την προηγούμενη καριέρα του.

Είναι, επίσης, ηλικιακό ζήτημα. Ταυτίζεσαι περισσότερο με εκείνον που είναι κοντύτερα σε εσένα. Σου δείχνει τον δρόμο της ελπίδας. Ο Ρόσι είναι μικρότερος από τον Τάιγκερ Γουντς και μεγαλύτερος από τον Ρότζερ Φέντερερ, αλλά το διάλειμμα που έχει κάνει σε ό,τι αφορά τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, είναι παρεμφερές. Ο Φέντερερ κατέκτησε λίγο πριν κλείσει τα 31 του το τελευταίο Γουίμπλεντον και τώρα πάει 4 χρόνια χωρίς Major, ο Ρόσι πήρε το 2009 τον τελευταίο τίτλο του και τώρα ψάχνει το ελιξήριο για κάθε αμαρτία, ενώ ο Λορένθο είναι 28, στην πιο παραγωγική και αδιάφορη ηλικία και έχει επίσης 2 τίτλους. Υπάρχει φωτογραφία που ο Ιταλός από τo Ουρμπίνο έχει τραβήξει με μικρό θαυμαστή του, ο οποίος είναι ο Μαρκ Μάρκες! Το νέο εποφθαλμιά και επιθυμεί να κονιορτοποιήσει το παλιό, έως ότου, τουλάχιστον, μετατραπεί σε τέτοιο. 

—————

2015-11-02 03:14

Το κλείσιμο της Grantland

Υπάρχουν γενικοί κανόνες. Ό,τι ανεβαίνει πέφτει. Οι άνθρωποι πεθαίνουν. Ό,τι ανοίγει μπορεί να κλείσει. Ό,τι δεσμεύεται, μπορεί να χωρίσει, όπως η Μπάρμπρα Στρέιζαντ και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στα Καλύτερά μας Χρόνια. Καθημερινά στα επίκαιρα.

Αναρωτιόμουν αν θα κλείσει κάποτε η Coca Cola, δηλαδή αν θα ξυπνούσα κάποια μέρα χωρίς να υπάρχει, καν, κάπου. Έστω ένα κονσερβοκούτι. Θα ήταν τόσο πελώριο, όσο σχεδόν το τέλος του καπιταλισμού.

Δεν μπορείς να στενοχωριέσαι για όλα. Οι παλιοί λένε ότι οι νέοι έχουν πάψει να στενοχωριούνται. Δεν έχουν άδικο σε ό,τι αφορά το γεγονός, ωστόσο η πικρία τους αφορά σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Και οι ίδιοι, πιθανότατα, εφόσον διείσδυσαν στον κόσμο της διαδικτυακής οικουμενικότητας και με την απίστευτη δυνατότητα της υπερπληροφόρησης, σε ένα ηλικιακό σημείο που μοιάζει κομβικό στο ταξίδι της ζωής, να βρήκαν το αποκούμπι ώστε να μην αφιερώνουν πολύ χρόνο σε όλη αυτή τη σκασίλα, παρ’ όλα αυτά φυσικά και «κάθονται» πάνω σε όλο το προηγούμενο ήθος και κακοχαρακτηρίζουν τους απογόνους μόνο και μόνο επειδή είχαν την ευκαιρία να γεννηθούν σε εποχές ιδιοκτησίας, η οποία τουλάχιστον περιέχει την ελευθεριότητα του εικονικού ταξιδιού στον κόσμο. Μόνο απίθανα πράγματα συμβαίνουν στην τεχνολογία και αυτά σπαταλιούνται σε κακομαθημένους. Αυτούς που παραπονιούνται και που ψάχνουν για απήχηση και δημοφιλία. Δεν υπάρχει κάποια είδηση που να αποτελεί έκπληξη για την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, η διείσδυση στον πανικό για τη δημοφιλία, στην per mare per terram προσαρμογή σε ό,τι είναι μοδάτο, αυτό είναι κάτι που θα είχε πλάκα να εξηγηθεί με φιλοσοφικούς όρους. Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, σε όλα αυτά τα στίφη που εφορμούν προς την εφήμερη δόξα (το πρώτο εκπληκτικό γεγονός στην αποδοχή της εφόρμησης είναι η ταχύτητα που δικαιώνει τον προσδιορισμό «εφήμερη») ο γενικός κανόνας της διαφορετικότητας. Αν και δεν γίνεται να το αποφύγεις ως συμβουλή, το «σε όλους συμβαίνει αυτό», το «όλοι τα ίδια περνάνε», είναι ατάκες που θα έκαναν τον Φλωμπέρ να κόψει τον αντίχειρα του αριστερού χεριού του για να καταλαγιάσει την οργή του και να ικανοποιήσει την όρεξή του για φαγητό που περιλαμβάνει ανθρώπινα συκώτια και νεφρούς. Πώς γίνεται, άλλωστε, να μην θυμώσεις, ακόμα και αν δεν είσαι ο υπέροχος Γκυστάβ, όταν σου απευθύνουν τον λόγο, για να καταπραΰνουν έναν ανόργανο πόνο σου, με αυτήν την αθλιότητα; Η οποία, ασφαλώς, χρησιμεύει μόνο ως πρόσκαιρη λύση σε ένα νοητικό αδιέξοδο. Δεν μπορώ να φανταστώ οποιονδήποτε δέχεται μία συμβουλή ή παρηγοριά για ένα λάθος που έκανε, να βρει σε αυτήν τη συμβουλή ένα χάδι και να πει, «ναι, μα όλοι τα ίδια περνάνε».

Την εποχή του ίντερνετ η ψευδαίσθηση είναι μία: υπάρχει άπλετος χώρος. Το δώρο- που δεν είναι ακριβώς δώρου, είναι η ενσωμάτωση δώρου σε ένα ολόκληρο πακέτο που εκτιμάται και τιμάται πιο ακριβά από ό,τι εκτιμήθηκε- δεν έρχεται μόνο. Να κάνεις κάτι, σαν αυτό το portal και το blog, δεν είναι δύσκολο, αλλά η συγκρότηση παραμένει έξω από την οθόνη του υπολογιστή: ό,τι περιμένεις την πρώτη μέρα να σου αποδώσει, να το προσμένεις και τώρα. Με μηδέν απόκλιση. Αν όχι, υπάρχουν και τα δακρύβρεχτα αντίο (σε ένα από αυτά ατυχώς έχω επιδοθεί, περίπου ένα χρόνο πριν). Η παρασθησιογόνα δύναμη που ο συναισθηματικός παλμός αποτυπώνει επί χάρτου, αναδεικνύει την προτέρα προσπάθεια ως κάτι πραγματικά σημαντικό. Αλλά αν εξαιρεθούν η Βίβλος, το Κοράνι, η Οδύσσεια και η Ιλιάδα, το Συμπόσιο, το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, η Σονάτα του Κρόιτσερ, το Catch-22 και ο Γιούγκερμαν, δεν υπάρχει κάτι άλλο πραγματικά σημαντικό. Μην κακίζετε την υπερβολή, διότι στη μεταφορά της προσπαθεί να δείξει κάτι.

Υπάρχουν, λοιπόν, ιστοσελίδες που κλείνουν, έντυπα που κάνουν το ίδιο.Ένας διευθυντής μου που κάποτε ήταν κουλ, έλεγε ότι δεν κρατάει σε αρχείο τα κείμενά του. Υποδείκνυε τη φύση της ματαιότητας. Η πρώτη φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να κατεβαίνει τη Φυγαλείας, έχει κάτι αμυδρό. Ήταν μετά τις εκλογές του ’90, πήγαινα στον φούρνο Δευτέρα, αφού δεν είχαμε σχολείο. Ο φούρνος νομίζω ότι είναι ακριβώς στην ίδια θέση. Έκλεισε, άνοιξε μετά ως κάτι άλλο, μετά έκλεισε ξανά και στην πέμπτη αλλαγή έγινε ο ίδιος φούρνος. Ίσως, ωστόσο και να κάνω λάθος, να μη βρίσκεται καν στην ίδια θέση. Το τοπίο άλλαζε και εκπλαγόσουν από την αλλαγή, αλλά συνήθιζες αρκετά γρήγορα. Το γεγονός ότι η βάση σου έμενε σταθερή, καθιστούσε τα πράγματα σταθερά.

Σε ό,τι αφορά τα έντυπα, έχουν κλείσει πολλά και έχουν ανοίξει περισσότερα. Τα περισσότερα από αυτά που παραμένουν, θα έπρεπε να έχουν κλείσει κανονικά. Το μόνο που προσφέρουν είναι η εικόνα ενός γυμνού 47χρονου κοιλαρά που αυνανίζεται στη μέση του δρόμου.

Το ίδιο συμβαίνει με τις ιστοσελίδες. Νόμοι της βαρύτητας. Μόνο που την Παρασκευή έπεσε η είδηση: ότι κλείνει η Grantland. Και ενώ ελάχιστες φορές νιώθω ότι είναι αντικειμενικά λάθος να μπαίνει λουκέτο σε ένα μαγαζί που πήγαινε γυρεύοντας, επειδή δεν επεδείκνυε την απαραίτητη σεμνότητα, διότι πήγε να αλλάξει τους νόμους της αγοράς, επειδή κάποια στιγμή έκανε ένα λάθος στη διαχείριση το οποίο δεν απευθυνόταν στο Nasdaq, ώστε να είναι πιθανό να μαζευτεί πριν φθάσει κάποιος στη Μαύρη Δευτέρα του ’87, αυτό το μαγαζί είναι ένα που δεν έπρεπε να κλείσει. Οπωσδήποτε.

Η Grantland ήταν θυγατρική ιστοσελίδα του ESPN, που εξελίχθηκε σε ένα απίστευτο θυγατρικό δίκτυο, με ραδιόφωνο και podcast στο ίντερνετ. Πέρυσι το ESPN αποφάσισε να φιλοξενήσει στα στούντιό του τρεις εκπομπές της Grantland  Basketball Hour. Ο Μπιλ Σίμονς, ο εφευρέτης της ιστοσελίδας, είναι από τους θαυμάσιους αθλητικογράφους του κόσμου. Η Grantland δεν βασίστηκε στην ταχύτητα αποτύπωσης της είδησης, ούτως ή άλλως αυτό δεν έπαιζε κάποιο πραγματικά σημαντικό ρόλο. Η ανάλυση, ωστόσο, ήταν φαινομενική. Ο Σίμονς ήταν ο υπεύθυνος, ο διευθυντής, αλλά μετά από αυτόν το ταλέντο ξεχείλιζε. Ο Ζακ Λοβ ανέλυε το μπάσκετ περίπου σαν εξωγήινος και η Λουίζα Τόμας έγραψε τα πιο εξωπραγματικά κείμενα για το τένις που έχω διαβάσει- συγγνώμη Λίντα Πιρς. Ο Σίμονς και ο παλαίμαχος μπασκετμπολίστας Τζέιλεν Ρόουζ- που διέπρεψε σε αυτήν τη δουλειά- έκαναν τα δύο τελευταία χρόνια αφιέρωμα στο ΝΒΑ με δεκάλεπτες αναφορές σε κάθε ομάδα. Είχε δύο θαυμάσιους κινηματογραφικούς κριτικούς και ακολουθούσε την ποπ κουλτούρα των ΗΠΑ και των σύγχρονων καιρών: το καλοκαίρι του 2014 επιδόθηκε σε ένα αφιέρωμα για το Saturday Night Live που δεν θα μπορούσες να βρεις ακόμα και σε εξειδικευμένες ιστοσελίδες επί του θέματος, ενώ λίγο καιρό αργότερα γιόρτασε τα 25 χρόνια από την αρχή της σύγχρονης Rom-Com, όπως αυτή ορίστηκε από την ταινία «όταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι», με τους Μεγκ Ράιαν και Μπίλι Κρίσταλ. Κάθε μέρα μετά τα παιχνίδια του ΝΒΑ είχε και ένα από εκείνα τα κείμενα που έδειχναν τι συνέβη στο γήπεδο, με gif και εικόνες να ανεβοκατεβαίνουν. Ο Ζακ Λοβ έφτιαχνε βίντεο των 5 και των 6 δευτερολέπτων, για να καταλήγει πώς έπαιζε μία ομάδα. Υπήρχαν μέρες που θα έγραφαν όλοι μαζί και άλλες που δεν θα έγραφε κανείς. Ο Σίμονς και ο Λοβ δεν έγραφαν κείμενο κάτω από 3.000 λέξεις, για αυτό και εννοείται ότι πρόκειται να πάρω πολύυυ στα σοβαρά τον κάθε εξυπνάκια που με το ύφος του σοφου αποφαίνεται ότι τα μεγάλα κείμενα δεν ταιριάζουν στο διαδίκτυο. Αν δεν πείθει αυτό ως παράδειγμα, θα μπορούσε να ψάξει κάποιος να βρει στο google, κάποια από τα κείμενα του βραβευμένου Τζο Ποζνάνσκι στο Sports Illustrated: σε μία στήλη την οποία είχε ονομάσει, greek size posts. Θυμάμαι να το λέω στον Χάρη, στην εφημερίδα που εργαζόμουν, ότι δεν είναι δυνατόν ένας τύπος από ένα μέρος που είναι τόσα χιλιάδες μίλια μακριά να τιμά με τέτοιον τρόπο την ελληνικότητα και να πρέπει να αρκούμαι στο να γράφω μικρά κείμενα. Αυτό, βεβαίως, είχε ένα κακό: την οριοθέτηση λέξεων. Οι ίδιες οι λέξεις έχουν αυταξία για τον γραφιά, αλλά το να έχει και ο αριθμός τους, είναι πάρα πολύ. Το ρίσκο μετατρέπεται σε αποστολή αυτοκτονίας.

Τον Σεπτέμβριο του 2014 ο Σίμονς μίλησε με άσχημα λόγια για τον κομισάριο του NFL, Ρότζερ Γκούντελ. Το ESPN του τα είχε μαζεμένα, για την αθυροστομία του. Τον έθεσε σε διαθεσιμότητα. Επέστρεψε και θυμάμαι ξεκάθαρα μία εκπομπή που ο Ντέιβιντ Τζέικομπι τον παροτρύνει να μην πει αυτό που σκέφτεται. «Μπιλ, σε παρακαλώ, μην απολυθείς». Δεν ήταν ίδιο κάτι.Το ESPN τον απέλυσε τον Μάιο και σχεδόν μισό χρόνο μετά αποφασίστηκε, αφού δεν βρέθηκε υπεύθυνος, να κλείσει την Grantland, αν και δεν έχασε κλικ από την απόλυσή του ή, έστω, την άρνηση της επέκτασης της συνεργασίας τους. Με το που συμφώνησε ο Σίμονς με το HBO, τέσσερα στελέχη του ESPN έφυγαν μαζί του.

Από το Σάββατο, η Grantland έχει βγει με ένα κολάζ από πρόσωπα και τίτλο, It’s been a great run, που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει, «Ήταν ωραία όσο κράτησε». Όσο είναι σε αυτήν τη μορφή και κρατάει όλο το αρχείο- ακόμα και των κειμένων του Σίμονς σε μία μυστική θέση, ο οποίος για τελευταία φορά έγραψε για τον Τιμ Ντάνκαν- διαβάστε. Διαβάστε τις αναλύσεις του Κερκ Γκόλντσμπερι, τα κείμενα του Τσαρλς Π. Πιρς που είναι για Πούλιτζερ, δείτε τα podcasts, μπείτε στον κόπο να γνωρίσετε το ταλέντο της Κέιτι Μπέικερ, νιώστε το χιούμορ του Μαρκ Τάιτους για το κολεγιακό μπάσκετ, ψάξτε στο Triangle για να βρείτε το περυσινό γράφημα με τις μορφές μίσους του κολεγιακού πρωταθλήματος, δείτε τον Σίμονς να μιλάει με τον Ρόουζ και απολαύστε το στούντιο. Αυτή η ιστοσελίδα ήταν ένα κειμήλιο: όλες οι ιστοσελίδες προσπαθούν να είναι μοντέρνες, αλλά επίσης καταπιέζονται, επειδή προσπαθούν να καλύψουν γρήγορα την είδηση και ταυτοχρόνως κάνουν κάτι σαν ανάλυση. Σε 6 χρόνια μπορεί να φτιαχθεί στην Ελλάδα μία τέτοια ιστοσελίδα, γεμάτη κουλ τύπους και τρικ και σύγχρονη φιλοσοφική κάλυψη των γεγονότων. Αν υπήρχαν δημοσιογραφικά βραβεία τύπου Emmy, η Grantland θα είχε υποψηφιότητα σε κάθε κατηγορία.

—————

—————


Ό,τι του φανεί

/album/%cf%8c%2c%cf%84%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%af/i-m-not-always-right-but-i-m-never-wrong-jpg/

—————