Αλέξανδρος
Πρώτα υπήρξε ενθουσιασμός. Μετά πέρασε από μικρές δόσεις οργής. Έπειτα έγινε αδιαφορία. Τώρα, κίνδυνος, αλλά φτωχαδάκι. Αναιμικός.
Σάββατο βράδυ, έκανα σε άλλη εφημερίδα σχεδόν τη δουλειά που κάνω τώρα. Ο διευθυντής το πήρε πρέφα: 15χρονος έπεσε νεκρός στα Εξάρχεια από σφαίρα αστυνομικού. Το βάλαμε. Θυμάμαι ότι εκείνη η άσημη αθλητική εφημερίδα ήταν στην τιμητική μειοψηφία εκείνων των αθλητικών που το είχαν. Είχα γράψει το θέμα στη σελίδα ειδήσεων, η οποία, στην αργκό του χώρου, αποκαλείται χαβούζα. Σε εκείνη την εφημερίδα, αυτή η σελίδα ήταν η πιο σημαντική.
Το δράμα επιτάσσει ότι οι ήρωες μίας σημαντικής στιγμής πρέπει να κρύβουν στοιχεία που να αναδεικνύουν την τραγικότητά τους. Μόνο έτσι η σιωπή μετά το ειδεχθές έγκλημα, ακόμα και αν δεν πρόκειται για δολοφονία, μπορεί να αναδεικνύεται. Αυτή η τρομερή σιωπή, που μοιάζει να ρουφάει τον ήχο, ώστε να υποδηλώσει ότι ο χρόνος σταματάει. Το βράδυ του Σαββάτου, 6 Δεκεμβρίου του 2008, πρέπει να έγινε κάτι τέτοιο.
Ο ένας ήταν Αλέξανδρος. Δηλαδή ο απωθών τους άνδρες, ένα όνομα που έχει ετυμολογικά πολεμική λογική. Ο άλλος ήταν Ρωμανός, που απευθύνεται σε μελωδό, αλλά και υπηκοότητα. Ο τρίτος ήταν Κορκονέας. Ο αστυνομικός με το επώνυμο που το «ρ» ανακατεύεται με το «κ», μία σύγχρονη παραδρομή των γραμμάτων που συναντά κάποιος στον Κρέοντα και στον Κέκροπα. Ακόμα και η κατάληξη του ονόματος, αυτό το –νέας, αναδεικνύει τη νεοελληνικότητα, την ελληνοελληνικότητα κατά τον σπουδαίο δάσκαλο Δ. Λιαντίνη.
Η λεκτική μεταφυσική, βεβαίως, δεν είναι αιτιολογία, ωστόσο αν τα γράμματα και οι λέξεις αποτελούν συναισθηματική αυταξία, τότε θεωρείς δεδομένη τη συνάθροιση της εγκληματικής εξίσωσης. Εκείνη τη μέρα, οπαδοί του Παναθηναϊκού επιτέθηκαν στους πολίστες του Ολυμπιακού και τον προπονητή της ομάδας, Βαγγέλη Πάτερο, ο οποίος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, στο κολυμβητήριο του Χαλανδρίου. Όλα καλύφθηκαν από τη σφαίρα που δέχθηκε ο Γρηγορόπουλος.
Κριτήριο για τη σοβαρότητα μίας κατάστασης είναι ο ρυθμός με τον οποίο μπαίνει στα σπίτια μας, μέσω της τηλεόρασης. Στους «Υπέροχους Άμπερσονς», του 1942, ο Όρσον Γουέλς είχε σκηνοθετήσει ένα έπος για τη μελαγχολία μίας εποχής που πέρασε και δεν ξανάρχεται, εξαιτίας του ερχομού του αυτοκινήτου. Μία ταινία που κρατούσε σχεδόν διπλάσιο χρόνο από αυτόν με τον οποίο βγήκε στους κινηματογράφους, στην αρχή και την οποία κατάφεραν, οι παραγωγοί, να μειώσουν σε 88 λεπτά με απόντα τον Γουέλς, ο οποίος «μετανάστευσε» στη Βραζιλία. Η τηλεόραση είναι ο απόλυτος παράγοντας για να αντιληφθείς ότι ένα θέμα είναι σημαντικό και τα αποδέλοιπα, δηλαδή η διανομή στον κοπανιστό αέρα του διαδικτύου και στα μέσα διαδικτυακής κοινότητας, δεν είναι παρά οι κατιόντες συγγενείς της τηλεόρασης. Αν σκεφτείς τον κινηματογράφο, δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης, παρ’ όλα αυτά πλέον μπορεί να παραδεχθεί κάποιος ότι είναι εντελώς διαφορετική από το σινεμά, σε κάθε πιθανή διάσταση, εκτός από το γεγονός ότι και τα δύο μέσα εκπέμπουν ταινίες.
Στην πορεία της ζωής σου είναι πιθανό να πέσεις θύμα έναν αξιοπρόσεκτο αριθμό φορών. Αυτό που δεν μπορεί να λογίζεται ως κοροϊδία, είναι να την πατήσεις επειδή πίστεψες κάτι για πρώτη φορά. Στις στιγμές της αυτοκριτικής για καταστάσεις που έχω ελπίσει ότι θα εξελιχθούν και θα φθάσουν σε ένα μόνο σημείο το οποίο μπορεί να σημαίνει από ανακούφιση έως θρίαμβο, αντιλαμβάνομαι ότι έχω ξεχάσει να κρίνω τη βαθύτητα μίας κατάστασης και τις ουσιαστικές λεπτομέρειές της. Ότι, δηλαδή, έχω αφήσει απ’ έξω τον άνθρωπο και την ατελή φύση του, σπεύδοντας να τον χαρακτηρίσω «άμεμπτο», «άσπιλο» και «άτεγκτο». Έχω αφήσει απ’ έξω το εμπειρικό κομμάτι: μια και αποφεύγω, κάθε φορά που τίθεται ζήτημα, να αναλάβω τις ευθύνες μου, μια και κάποιες στιγμές, για να γίνει κάτι που ζητάω, έχω εκθέσει τον εαυτό μου με ανεπανόρθωτο νάζι, δεν θα μπορούσα να περιμένω από πρόσωπα τα οποία εμπιστεύομαι να μην κάνουν το ίδιο με μένα. Η μόρφωση και η γνώση δεν αποτελεί χαρακτηριστικό, παρά παρακίνηση χαρακτηριστικού, που ωστόσο δεν χωρίζεται σε καλοσύνη και κακία, παρά σε ελευθερία και δουλοπρέπεια. Παρ’ όλα αυτά, το να πέσεις θύμα ελπίζοντας για κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί, ουσιαστικά δεν αποτελεί κοροϊδία. Όταν οι καταστάσεις είναι όμοιες και εκείνοι στους οποίους βασίζεσαι (μία τακτική η οποία εξαρχής αντιτίθεται στην ατομική ανεξαρτησία) έχουν να θέσουν το δάκτυλό τους επί τον τύπο των ήλων για να συμβούν πράγματα που είναι προκαθορισμένο να συμβούν, απλώς δεν αναγνωρίζεις τον τρόπο, τότε πρέπει να νιώθεις, περισσότερο ακόμα και από το γεγονός ότι εξαπατήθηκες, ότι εξαπάτησες τον εαυτό σου.
Στην περίπτωση αυτού του πυροβολισμού- και των συμπαρομαρτούντων, των καμμένων κάδων που για μία φορά απήλαυσα από την επιστροφή στον Κεραμεικό και της νιρβάνας των επόμενων ημερών με τη μηδαμινή αστυνόμευση- δεν είχαμε ιδέα τι θα γίνει παρακάτω. Αυτό που δεν γνώριζε κάποιος, ήταν ότι ήμαστε μαζικά αδύναμοι να ξεσηκωθούμε. Μετά ήρθαν οι αγανακτισμένοι και στις 29 Ιουνίου του 2011 έπεσαν χημικά στο μετρό. Οι αγανακτισμένοι ήταν μία νέα ιδέα και παρέμεινε τέτοια. Η προοπτική μίας φιλειρηνικής συνάθροισης, μαζικά, συνιστούσε μία εξαίρεση, η οποία ποτέ δεν μετατράπηκε σε τέτοια. Δυστυχώς, η έλλειψη χώρου προκαλεί θόρυβο, οι ομιλίες μετατρέπονται σε ψίθυροι που είναι τόσο κοντινοί στο βουητό μίας μύγας και αυτό, με τη σειρά του, φέρνει ένταση. Οι ανυπόμονοι (ένας προσδιορισμός που οι αστυνομικοί σε κράτη που δεν έχουν πρόνοια μαθαίνουν να γίνονται) μπορούν να δημιουργήσουν καταστάσεις βίας και να καταστήσουν υπερπρόσωπη μία συνάντηση επιθυμιών. Όπως και συνέβη.
Με τον θάνατο του Αλέξανδρου άλλαξε μόνο ο ημερολογιακός κύκλος της βίας. Οι πορείες που διαλύονται ατάκτως δεν υπόσχονται κλομπ και αναρχικούς, όσο και αν κάνουν την εμφάνισή τους σε τέτοιο βαθμό που, όταν δεν γίνονται επεισόδια, αναρωτιέσαι για την αξία της πορείας. Η 6η Δεκεμβρίου, εδώ και 7 χρόνια, είναι μία ημερομηνία στημένης οργής- θυμού, έστω, που ούτως ή άλλως υπάρχει, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις ξεσπάει, ίσως μόνο και μόνο από τις ανάγκες των ομάδων να τα βάλουν με την αστυνομία. Και ενώ δεν ξέρουμε πού είναι ο Κορκονέας, το «ρ» και το «κ» θα μας βάζουν πάντα στο ρυθμό μίας τραγωδίας, ενός δικηγόρου που τήρησε το επαγγελματικό πρωτόκολλο- πρώτιστα η αμοιβή, όπως έκαναν χιλιάδες δικηγόροι πριν από αυτόν- και μίας τηλεοπτικής μάχης, για τη διείσδυση στην προσωπικότητα ενός παιδιού που έγινε αδόκητα θρύλος. Όχι η καλύτερη εξέλιξη, για μία χώρα που θα ήταν τέλεια μία φωτογραφία με έναν καφέ μέτριο, για την απεικόνισή της.