Χωρίς τελείες


Blog

2015-02-04 05:40

Τα βραβεία της Α1 πόλο Γυναικών

Ο πρώτος γύρος του πρωταθλήματος της Α1 πόλο Γυναικών έφθασε στο τέλος του το Σάββατο 24 Ιανουαρίου και το διάλειμμα είναι παραδοσιακό σε αυτό το χρονικό διάστημα, απαραίτητο αν αναλογιστεί κάποιος ότι η εθνική ομάδα πόλο του Γιώργου Μορφέση έχει παιχνίδια για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2016, που θα διεξαχθεί στο Βελιγράδι. Αυτός είναι μόνο ο πρώτος προκριματικός γύρος, που θα γίνει στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας από τις 6 έως τις 8 Φλεβάρη και ο δεύτερος θα διεξαχθεί από τις 9 έως τις 11 Οκτωβρίου. Η Εθνική έχει Ισραήλ, Κροατία και Γερμανία στον όμιλό της και, για να κάνω και τη μαντεψιά μου, που είναι το αγαπημένο σπορ μου, το συνολικό σκορ στα παιχνίδια της θα είναι 103-17*. Δεν τίθεται καν ζήτημα, ούτε στον πρώτο ούτε στον δεύτερο προκριματικό, για το αν θα ταξιδέψει στο Βελιγράδι για το Ευρωπαϊκό σε ενάμιση χρόνο. 
 
*Βεβαίως, 17 γκολ παθητικό; Αυτήν τη στιγμή, το 14 μοιάζει υπερβολή. Ας πούμε 6 από τη Γερμανία, 2 από την Κροατία και 1 από το Ισραήλ. Αλλάζω ρότα. Θα νικήσει τη Γερμανία 22-6, την Κροατία 38-2 και το Ισραήλ 41-1. Πάει να πει, 101-9. Σε αυτό καταλήγω. 
 
Το πρωτάθλημα, ως τώρα, είναι αρκετά ικανοποιητικό. Ένα εντυπωσιακό ντέρμπι, μερικά δυνατά ματς. Έχει προκύψει να πάω σε κάποια παιχνίδια τα οποία ασφαλώς και ζουν στη σκιά της αντίστοιχης διοργάνωσης της Α1 πόλο Ανδρών (δηλαδή δεν θα μπορούσε κάποιος που αγαπάει αληθινά το σπορ- ή νομίζει ότι το αγαπάει αληθινά- να χάσει το ματς του Παναθηναϊκού με τον Εθνικό στο Ιλίσιο για κάποιο λόγο ή μία εκδρομή στο κολυμβητήριο του Λαιμού), ως εκ τούτου η γκάμα των βραβείων δεν μοιάζει με μπύρες σε μπυραρία στο Δουβλίνο*, παρ' όλα αυτά φαντάζομαι ότι έχει τη δική της γοητεία, με τη λογική ότι κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός. 
 
*Αν και δεν βλέπω για ποιον λόγο θα είχε γερμανική ή τσέχικη ή ολλανδική μπύρα μία μπυραρία στο Δουβλίνο. Πρώτον, οι Ιρλανδοί έχουν τις δικές τους πολύ εκλεκτές μπύρες, είναι πατριώτες, ενώ ο Τζέιμς Τζόις έχει γράψει τους «Δουβλινέζους». Αν ήμουν Ιρλανδός και διέθετα κατάστημα που να προμηθεύει τρελούς εργάτες που μιλάνε γλώσσα πιο πολύπλοκη από κινέζικα μπύρα, θα είχα ονομάσει τις μπύρες «Οδυσσέας», «το Ξύπνημα του Φίνεγκαν», «Δουβλινέζοι» και, εννοείται «Τζέιμς Τζόις», για τον κορυφαίο Ιρλανδό συγγραφέα όλων των εποχών που, αν διέθετε καλό μάνατζμεντ, στην Ελλάδα θα είχε ισοϋψείς αναγνώστες με του Ντοστογέφσκι. Υπάρχει, δε, και μία παμπ με το όνομά του στην Αθήνα. Δεν έχω πάει ποτέ, ως εκ τούτου αν έχουν οι μπύρες ή τα ποτά της παρόμοια ονόματα, δεν υπάρχει θέμα κλοπής ή δανεισμού της ιδέας. Υπάρχει, μόνο, η επιθυμία να είναι ο επόμενος προορισμός. 
 
Τα βραβεία δεν αποτελούν θέσφατο για το ποια είναι η κορυφαία επτάδα του πρωταθλήματος. Αν με ρωτούσε κάποιος, πάντως, με βάση αυτά που έχω δει, ψήφιζα Ξένη Λεοντσίνη στο τέρμα (με τη Χρυσή Διαμαντοπούλου να χάνει τη θέση της λόγω του ντέρμπι), Φιλιώ Μανωλιουδάκη και Χριστίνα Τσουκαλά δεξιά, Ιωάννα Χυδηριώτη τελευταία, Ρομπέρτα Μπιανκόνι και Βάσω Μαυρέλου αριστερά και φουνταριστή την Αλεξάνδρα Ασημάκη (με αναπληρωματική την Κική Στρατιδάκη). Περί ορέξεως, που λένε, άλλωστε, αν γραφτεί η κορυφαία επτάδα μετά τη λήξη του πρωταθλήματος, θα είναι αρκετά διαφορετική. 
 
Χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση: 
 
 
Βραβείο «σε έχω δει, κάπου κάπου σε ξέρω»: Βασικά, τι παίζει με τον Ηρακλή; Στην αρχή της σεζόν υπήρχε ζήτημα ότι δεν θα κατέβει η ομάδα στο πρωτάθλημα, μετά κατέβηκε, αλλά αυτό έγινε χωρίς τη Μάγδα Τζήμα, τη Χριστίνα και τη Μαρίνα Φλώρου και το συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη έγινε κατευθείαν σάκος του μποξ, με αποτέλεσμα να έχω ήδη χάσει στοίχημα για το ποια ομάδα θα υποβιβαστεί. Ούτως ή άλλως υπάρχει αφαίρεση βαθμών, με αποτέλεσμα οι Θεσσαλονικείς να έχουν -3 (αφού δεν κατέβηκαν στον Πειραιά για το παιχνίδι με τον Ολυμπιακό), οπότε για να μείνουν στην κατηγορία από εδώ και πέρα πρέπει να νικήσουν δύο ματς, μεταξύ άλλων και εκείνο με τον Τρίτωνα Αμαρουσίου με 9 γκολ διαφορά! Δεν γίνεται. Στο Μαρούσι κατέβηκε και η Τζήμα, που έπαιξε για πρώτη φορά στη σεζόν, αλλά προφανώς δεν μπορούσε να βοηθήσει, αφού ήταν απροπόνητη. Οι πιο πονηροί αναφέρουν ότι δεν τρελαίνονται στη Θεσσαλονίκη για να μείνουν στην κατηγορία, ειδικά τα κορίτσια που είτε συμπτωματικά είτε όχι και τόσο δεν έπαιξαν μετά τη φυγή του Γιώτη Ιωακειμίδη. Στον Ηρακλή το σκέφτηκαν για να πάρουν για προπονητή τον Βασίλη Κουνδουράκη, που η πρώτη δουλειά που θα έκανε θα ήταν να πείσει τις αδελφές Φλώρου και την Τζήμα να παίξουν στην ομάδα για το υπόλοιπο της σεζόν, αλλά την τελευταία στιγμή το εγχείρημα χάλασε και αυτό φαίνεται εξαρχής λάθος. Βεβαίως, το έγκλημα είναι ότι μερικά από τα πιο ταλαντούχα κορίτσια στην ηλικία τους στην Ελλάδα βρίσκονται στα πιτς, είναι 7 και 8 μήνες απροπόνητα και ότι δεν έχουν πρόβλημα να πέσει ο Ηρακλής στην Α2, κάτι που σημαίνει ότι θα χάσουν πολύτιμο έδαφος, την όποια επαφή είχαν με τον πρωταθλητισμό και θα απορρίψουν- εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- την όποια διάθεση για τρόπαια θα έπρεπε να υπάρχει. Είναι θλιβερή η συγκεκριμένη διαπίστωση και με κάνει να έχω έναν κόμπο στο στομάχι, αλλά δεν φαίνεται να ενδιαφέρει ούτε τις ίδιες τις εμπλεκόμενες. Το καλοκαίρι του 2013 ο Ολυμπιακός έκανε πρόταση στην Τζήμα η οποία απάντησε αρνητικά επειδή εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, ενώ όποια πρόταση έχει γίνει στα άλλα κορίτσια και δεν το έχουν πάρει πρέφα οι δημοσιογράφοι πήγε άπατη. Δεν υπήρχε καμία διάθεση εμπλοκής σε οποιοδήποτε σύστημα επιλογής εθνικών ομάδων πλην της διοργάνωσης του Περθ, που χάριζε το άνευ, ενώ το καλοκαίρι του 2013 η Κατερίνα Ζάντου ξέκοψε στον Γιώργο Μορφέση ότι θα βρίσκεται στην προετοιμασία της Εθνικής και τώρα πρέπει να νιώθει μοναξιά. Συνεπικουρούμενες και από τις συνθήκες (που σε κάποιες στιγμές αφορούσαν στη φιλοξενία), έκλεισαν στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα την πόρτα μάλλον οριστικά. Το μέλλον για τη συγκεκριμένη γενιά είναι ζοφερό, ένα κελί με τις ηλιακτίδες να μπαίνουν από τις χαραμάδες. 
 
 
Βραβείο «πάλι ξέχασες να πάρεις κιμά; Πώς θα φτιάξω σουτζουκάκια;». Στη Φιλιώ Μανωλιουδάκη, που φύλαξε την κορυφαία εμφάνισή της για το πρωτάθλημα στο τελευταίο ματς του πρώτου γύρου, με αντίπαλο τον Εθνικό. Δεν θα είχε σημασία, πέρα από το πειραιώτικο στοιχείο, αν δεν καθόταν στον πάγκο της ομάδας που αντιμετώπιζε ο βοηθός προπονητής του Γιώργου Τσόκα και τεχνικός των ομάδων των κοριτσιών του Εθνικού, Μάρκο Μίσιτς. Η Μανωλιουδάκη, παντρεμένη με τον Μίσιτς, είπε μετά τη λήξη του ματς ότι πάντα δίνει το 100%, αλλά έχω παρακολουθήσει το 95% των παιχνιδιών της ομάδας πόλο Γυναικών του Ολυμπιακού την τελευταία τετραετία και ποτέ δεν σούταρε τόσο δυνατά όσο στο τέταρτο γκολ της με τις «κυανόλευκες». Η Μανωλιουδάκη είναι η Mrs Fundamental του πρωταθλήματος πόλο Γυναικών. Δεν ξέρει, μόνο, τα βασικά του παιχνιδιού, το δείχνει κιόλας. Ο μηχανισμός του σουτ της είναι σαν να μπορείς να δεις ένα μυαλό που υπολογίζει πολύπλοκες μαθηματικές πράξεις (για αυτό και μπορεί να σουτάρει με τον ίδιο τρόπο από τα 5 και από τα 9 μέτρα, χωρίς να φαίνεται ότι αλλάζει τον δείκτη ισχύος), τα μπλοκ της ως δεύτερης τερματοφύλακα και οι απόπειρες για μπλοκ κυρίως στα φτερά είναι διδαχή, ως εκ τούτου ήταν αρκετά παράξενη όσο και εντυπωσιακή η ενεργοποίηση μίας ρουκέτας στα τελευταία στάδια του ντέρμπι. Μόλις πέτυχε αυτό το γκολ, η μικρή Χατζηκυριακάκη, αναπληρωματική τερματοφύλακας του Εθνικού, γύρισε προς το μέρος του Μίσιτς και του είπε κάτι το οποίο την έκανε να γελάσει, ενώ ο Σέρβος έκανε μία γκριμάτσα που ήταν μείγμα ενδιαφέροντος και απορίας. Αν η Φιλιώ είχε επιπλέον κίνητρο με τον σύζυγο στην άκρη του άλλου πάγκου; Προφανώς. Αν θα το παραδεχόταν; Θα ήταν αντιδεοντολογικό. Η απάντησή της, ότι δίνει το 100% σε όλα τα ματς, μπορεί να ήταν άμυνα από μέρους της, αλλά πάντως είναι και αλήθεια.  
 
 
Βραβείο, «ραντεβού στη Λεωφόρο Αμαλίας». Ο Γιώργος Τσόκας λέει ότι σε σχέση με την περυσινή σεζόν, η πιο βελτιωμένη πολίστρια του Εθνικού είναι η Νόρμα Φραγκιουδάκη, επειδή «η Βάσω (σ.σ. Μαυρέλου) σκοράρει αυτά τα γκολ που βάζει επειδή είναι η Βάσω». Αυτή η Νόρμα που δεν έχει τραγουδηθεί από την Κάλλας επιβραβεύτηκε με το κάλεσμά της στο καμπ της προετοιμασίας της εθνικής ομάδας, αλλά στον Εθνικό παίζει και μία πολίστρια που έχει πίσω της παρελθόν και μία ιστορία που σε ένα παράλληλο σύμπαν θα την έκανε θρύλο στο ελληνικό πόλο Γυναικών. Η Αμαλία Πατέρου παίζει ξανά πόλο και στο παιχνίδι με τον Ολυμπιακό έκανε κάτι φανταστικό: μπόρεσε και έπιασε την μπάλα ενώ το κορμί της ήταν σε ανοδική πορεία στο νερό και κατάφερε να τη σουτάρει πριν πέσει η ίδια, σημειώνοντας ένα από τα τρία γκολ του Εθνικού στην αναμέτρηση. Η Πατέρου αποκαθιστά τη σχέση της με το πόλο χρόνο με τον χρόνο και μία ιστορία που η ίδια δεν θέλει να θυμάται και οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν: την καρατόμησή της από τον Κυριάκο Ιωσηφίδη πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Η πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα στο σπορ τότε, ακόμα και στην περίπτωση των Ανδρών, ήταν χαλεπή και, ως εκ τούτου, οι επιλογές του κάθε προπονητή δεν ήταν κατακριτέες σε δημόσιο επίπεδο. Η Πατέρου ήταν σε εκπληκτική κατάσταση στα 19 χρόνια της και η θέση της στους Ολυμπιακούς ήταν βέβαιη, αλλά κόπηκε αρκετά πριν ξεκινήσει η διοργάνωση και δεν απασχόλησε τον τότε ομοσπονδιακό τεχνικό ως το τέλος. Ο ομφάλιος λώρος με την εθνική ομάδα διακόπηκε βιαίως, αλλά η κοπέλα παραμένει, αν και μητέρα δύο παιδιών που παίζει για τη διασκέδασή της, υψηλού επιπέδου πολίστρια σε μία ομάδα η οποία είναι ο τρίτος πόλος του πρωταθλήματος, σε απόσταση από τους δύο πρώτους αλλά πάντως τρίτος. Το σύμφυτο ταλέντο της μαζί με την αθλητικότητά της είναι ωφέλιμα στον Εθνικό, της πάει πολύ η φόρμα ως ρούχο, της δίνει ένα σπορτίφ γνώρισμα που θυμίζει κορίτσια λυκείου και αγαπάει το παιχνίδι: έκατσε και είδε στη γραμματεία του «Πέτρος Καπαγέρωφ» όλο το Ρέκο-Ολυμπιακός για την τρίτη αγωνιστική του Champions League.Θα κάνει ακόμα καλύτερο δεύτερο γύρο. Δεν είναι δυνατόν, βεβαίως, να πάρει ακόμα μία ευκαιρία για το υψηλότερο επίπεδο, αυτό το κάνεις αν το έχεις προτεραιότητα, όχι αν είσαι μάνα. Αλλά είναι θαυμάσια πολίστρια και εννοείται ότι είναι βασικό μέλος της σημαντικής πορείας του Εθνικού στο πρωτάθλημα.  
 
 
Βραβείο «ήντα το λες και δεν το κάνεις»: Στον ΝΟ Ρεθύμνου που, ενώ δεν το είπε, το έκανε με αντίπαλο τον ΑΝΟ Γλυφάδας στο «Αντώνης Δημητρόπουλος». Τα κορίτσια του ωραίου τύπου Κώστα Φιτσανάκη είναι σε τροχιά τετράδας, έστω και αν η Τόνια Σολανάκη ψάχνει για αποθέματα γαλακτικού οξέως στα παιχνίδια της. Στο Ρέθυμνο παίζει η στυλ Πατέρου Μαρία Μάστορη, αλλά εκεί που απογειώθηκε η φάση ήταν στην γκολάρα της μικρής Μαρίας Φαρμάκη, ένα γκολ που έκανε τα κορίτσια του ΝΟΡ να θεωρήσουν δεδομένο ότι δεν πρόκειται να χάσουν το πιο κλειστό παιχνίδι της σεζόν αν εξαιρεθεί το ντέρμπι. Το διπλό τις βάζει σε ρότα τετράδας, ενώ εδώ και μία διετία το Ρέθυμνο δεν ανησυχεί για τον υποβιβασμό του. Και μια και το έφερε η κουβέντα για το ντέρμπι... 
 
 
Βραβείο «μια και είδα φως και μπήκα, δεν μου βάζεις λίγη σαμπάνια να πιω;». Στην Έλενα Ξενάκη, η οποία έκανε ένα εκπληκτικό ματς πρώτου γύρου στον Πειραιά με τον Ολυμπιακό. Μπορεί τα 5 γκολ που σημείωσε να μην έδωσαν τη νίκη στην ομάδα της (με το απίθανο σουτ της Ρομπέρτα Μπιανκόνι να στερεί από τον ΝΟ Βουλιαγμένης την ήττα ενός περιφανούς διπλού στο «Πέτρος Καπαγέρωφ» και να δείχνει ότι μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο προϊόντος του χρόνου, στη χειρότερη εμφάνιση της ομάδας του Χάρη Παυλίδη μέσα στη σεζόν), αλλά έδειξε το πλήρες ρεπερτόριό της και ντρόπιασε τη θεμελιώδη αρχή του Θεσσαλονικιού κόουτς, ότι δηλαδή «δεν τρώμε γκολ από τη φουνταριστή». Ήταν ένα παιχνίδι, αλλά πάλι τι παιχνίδι. Η Ξενάκη είχε επιστρέψει λίγες εβδομάδες πριν στη δράση, μετά από ένα πρόβλημα τραυματισμού που αντιμετώπισε και ήταν εξαιρετική στα βαθιά. Είναι μία από τις ιστορίες της σεζόν η νεαρή φουνταριστή, η οποία έχει... ένσημα μίας τριετίας στην Α1 πόλο Γυναικών στις πλάτες της, βρίσκεται στην τελευταία χρονιά του σχολείου και ανταποκρίνεται, λίγο πολύ, στις απαιτήσεις του ΝΟΒ. 
 
 
Βραβείο «δεν μου αξίζει αυτό το βραβείο, αλλά έχω και αρθριτικά, τα οποία επίσης δεν μου αξίζουν». Στη Νικόλ Ελευθεριάδου, που είναι η ζωντανή απόδειξη για το γεγονός ότι δεν πρέπει να βάζεις στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ένα 16χρονο κορίτσι, για οποιονδήποτε λόγο. Προτιμότερο είναι να παράγεις ίντριγκα μέσα από δημοσιεύματα, παρά να δημιουργήσεις πρόβλημα ταυτότητας σε μία έφηβη, όπως έγινε όταν μαθεύτηκε το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού προς το πρόσωπό της. Η Νικόλ παίζει με πρόβλημα το τελευταίο χρονικό διάστημα, ενώ μέχρι τον Δεκέμβρη ήταν φυσιολογικά εκτός πνευματικής ισορροπίας, κυρίως επειδή ήταν ανήσυχη. Για τις μικρές της Γλυφάδας αυτή η χρονιά είναι πολύ πιο δύσκολη από την πρώτη: η Έλενα Ελληνιάδη μπορεί να επέστρεψε (και να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου για να βελτιωθεί), αλλά η Ελευθεριάδου, η Μαρίλια Μιμίδη, η Μαρία Πάτρα, η Μαρία Ντάσιου τα βρίσκουν κατάτι σκούρα στην προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του ΑΝΟΓ και η φυγή της Ευτυχίας Καραγιάννη το καλοκαίρι- χωρίς αυτό να παίρνει κάτι από την αυτονόητα μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει ο Τάσος Πυρπυρής- ήταν σαφώς πλήγμα στους εσωτερικούς κραδασμούς ενός συλλόγου του οποίου το κολυμβητήριο φτιάχθηκε προς τιμή της γυναικείας ομάδας, η οποία κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 2000 και το 2003. Τώρα, μπορεί να πει κάποιος ότι έμεινε στην απ' έξω η Εύα Λούδη, παρ' όλα αυτά η νεαρή φουνταριστή του ΑΝΟΓ είναι η εξαίρεση στον κανόνα της προσαρμογής των νέων παικτριών, μπαίνοντας με τα μπούνια σε κάθε παιχνίδι. 
 
 
Βραβείο «chip on the shoulder»: Στην Αλεξάνδρα Ασημάκη. Παίζει με τσιπ στον ώμο, κατά την αμερικάνικη έκφραση, σημαίνει ότι βρίσκεται σε αποστολή. Η φουνταριστή του Ολυμπιακού δεν ήταν αποτελεσματική στο ντέρμπι πρωταθλήματος με τη Βουλιαγμένη, αλλά ρέφαρε στο ματς της Ευρώπης, στην πιο άρτια τακτικά εμφάνιση της ομάδας μέσα στη σεζόν. Η Ασημάκη είναι εντολοδόχος, δηλαδή παίζοντας στα 2μ. δέχεται τις εντολές από τις συμπαίκτριές της. Βρίσκεται σε μυστική και... παιχνιδιάρικη κόντρα με την Χριστίνα Τσουκαλά και σύντομα θα πρέπει να επιστρέψει στο κολυμβητήριο του Λαιμού, όντας το κέντρο της πιο εμφανούς κόντρας του ΝΟΒ με τον Ολυμπιακό. Τα ευρωπαϊκά ματς έκαναν καλό στην ομάδα και κυρίως σε πολίστριες όπως η Μαργαρίτα ή και η Ελευθερία Πλευρίτου. Η τελευταία πιθανότατα έχει αρχίσει να βλέπει τα σημάδια της βελτίωσης στο παιχνίδι της μετά από ένα μεταβατικό διάστημα στο οποίο αμφέβαλλε για την πρόοδό της. Αποκτά σταθερότητα και είναι πολίστρια ομάδας, παίζοντας σε ικανοποιητικό επίπεδο. Επίσης, η Άλκηστη Αβραμίδου, που στο ντέρμπι ήταν σαν χαμένη, μοιάζει να βρίσκει τα πατήματά της και τραβάει σαν διελκυστίνδα τις υπόλοιπες συμπαίκτριές της. Σύντομα, πάντως, θα γίνει γνωστό αν η Ασημάκη θα ησυχάσει, με το ΑΣΕΑΔ να λαμβάνει απόφαση υπέρ του Ολυμπιακού ή αν θα μπει σε ένα νέο, πιο επικίνδυνο και επώδυνο, κύκλο περιπετειών, που είναι αδύνατον να προβλέψει κάποιος το πού θα βγάλει. 
 
 
Βραβείο, «ρε, έλα στο εστιατόριο: θα έχει αστακό»: Στον ΝΟΒΑ, που με τις... μπαρουτοκαπνισμένες πολίστριές του εξασφάλισε τη σωτηρία του, αλλά έπαιξε με τα μικρά κορίτσια του κόντρα στον Ολυμπιακό στον Πειραιά, αλλά και στη Βουλιαγμένη. Αδικία. Ποιος από εκείνους που ξέρουν δεν θα ήθελε να δει τη Μαρία Τσουρή κάτω από τα δοκάρια απέναντι στις «ερυθρόλευκες», την πρώην αρχηγό (και δεύτερη, μετά τη Ζήνα Καραγιάννη, στην ιστορία της ομάδας που σήκωσε το τρόπαιο του πρωταθλήματος) Τόνια Μωραΐτη, την επίσης πρώην πολίστρια του Ολυμπιακού Βαγγελίτσα Μπαλωμενάκη, τη Χριστίνα Δημητροκάλη ή το αντίπαλο δέος με τον ΝΟΒ, Γιούλη Λαρά, στα 2μ.; Δεν βγαίνει νόημα. 

—————

2015-01-30 03:14

Ένας φανατικός φανατισμός

 
Τα τελευταία 15 χρόνια οι συντηρητικές ΗΠΑ έχουν αποδειχθεί προοδευτικές σε δύο πολύ σημαντικές περιπτώσεις: πρώτον, οι μαυροι ράπερ αποδέχθηκαν το γεγονός ότι ο καλύτερος του είδους τους είναι ο Έμινεμ, που είναι σαν να αποδέχεται ο μεγαλοφυής Τζον Κολτρέιν τον Γκλεν Μίλερ ως ανώτερο από εκείνον στο σαξόφωνο και κατά συνέπεια στην τζαζ. Δεύτερον, ο Μπαράκ Ομπάμα έγινε πρωθυπουργός των Ηνωμένων Πολιτειών. Και ενώ η περίπτωση του λευκού Slim Shady δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, δεν μπορεί κάποιος να πει το ίδιο και για τη δεύτερη περίπτωση, εφόσον κυριάρχησε το γυναίκειο στοιχείο, με τη μορφή της Χίλαρι Κλίντον, αλλά και της Σάρα Πέιλιν. Δεν ξέρω τι προτιμούν οι Συντηρητικοί Αμερικάνοι από δύο αναγκαία «κακά», αντίληψη που τους οδηγεί στην προ Λίνκολν εποχή, αλλά σε αυτήν τη φάση προτιμήθηκε ένας μαύρος πρόεδρος. Ούτως ή άλλως, σημασία έχει τι κάνεις ως κράτος, αφού πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα νιώθουν ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να ψηφίζουν και ότι οι μαύροι θα έπρεπε να είναι σκλάβοι. Πρέπει να υπάρχουν τέτοιοι, για να εμφανίζεται η αντίθεση. 
 
Στην Ελλάδα δεν είχε γίνει ποτέ κάτι παρόμοιο με αυτό που έγινε την προηγούμενη Κυριακή. Επειδή δεν έχω τη σπουδαία σχέση με την πολιτική και τις πολιτικές ορολογίες, τις τελευταίες μέρες πριν τις εκλογές είχα φροντίσει, τουλάχιστον, να έχω τα μάτια και τα αυτιά μου ανοικτά, όσο θα επέτρεπε ο ναρκισσισμός μου. Ήταν να γίνει, ήταν σίγουροι ότι θα γίνει, και έγινε. Αλλά, όπως είπα στον φίλο μου τον Αντώνη, φοβόμουν μέχρι την τελευταία στιγμή. Σαν εκείνο- για να επαναλάβω μία ιστορία που εδώ και πολύ καιρό δεν είναι ανέκδοτη αλλιώς δεν θα τη γνώριζα- που είχε πει ο Σαρλ ντε Γκολ στην είδηση του θανάτου του Γουίνστον Τσόρτσιλ: «Θα πάω στην κηδεία του, όχι για να τον τιμήσω, αλλά για να βεβαιωθώ ότι πέθανε». 
 
Έχοντας ως κριτήριο τα μέσα διαδικτυακής κοινότητας και τις διαρκείς δημοσιεύσεις (η οπτική γωνία των οποίων αλλάζει αναλόγως με τον περίγυρό σου) νιώθω ήδη πολύ κουρασμένος για λογαριασμό της νέας κυβέρνησης. Εννοείται ότι, ως αδαής, δεν εξυπηρετώ κάποιο συμφέρον. Απλώς αισθάνομαι ταλαιπωρημένος διότι οι μέρες που έχουν περάσει είναι σαν μία θητεία. Και ξαφνικά οι εκλογές μοιάζουν με μακρινό παρελθόν. 
 
Θυμάμαι, δηλαδή, να παίρνω το απολυτήριο στρατού μου την πρώτη μέρα διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, στις 5 Μαρτίου του 2004, και να μην κουνιέται φύλλο. Επίσης, θυμάμαι να ακούω στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, τον Οκτώβρη του 2009, ότι ο Γιώργος Ανδρέα Παπανδρέου ζήτησε πίστωση χρόνου της τάξης των 100 ημερών για να παρουσιάσει έργο στα πρωτοβρόχια της πολυθρύλητης κρίσης, και μάλιστα να το θεωρώ τίμια στάση. Επίσης, αν εξαιρεθεί η καταπληκτική ραδιοφωνική εκπομπή της Ελληνοφρένειας, δεν ακούστηκε κιχ. Μάλλον είναι συγκεχυμένα στο μυαλό μου, αλλά σε βενζινάδικο στα Μελίσσια βρήκαν στα 99 λεπτά το λίτρο. Μοιάζει, αυτήν τη στιγμή, με φαντασίωση. 
 
Με την πρώτη αριστερή κυβέρνηση αυτού του τόπου κάθε στιγμή, ό,τι συμβαίνει είναι εξοντωτικό. Κάθε μία από τις μέρες μοιάζει με τη μέρα της Κρίσης και ακόμα και στη μεταφορά, ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο σε λιγότερες μέρες. Αυτό που γίνεται, όμως, εδώ και αιώνες, είναι το εξής: είμαστε σκλαβωμένος λαός. Και ισχύει μάλλον γονιδιακά. 
 
Για τον νεοέλληνα, αρχής γενομένης από την απελευθέρωση από τους Τούρκους, η ελευθερία μοιάζει με τερατούργημα. Δεν μπορεί να την ταιριάξει κάπου και δεν ξέρει τι να την κάνει. Όπως έχει ξαναγραφτεί από το συγκεκριμένο πληκτρολόγιο που τώρα δεινοπαθεί, παλεύοντας να μεταμφιεστεί σε γραφομηχανή (και δεν έχουμε φτάσει καν στις Απόκριες), είμαστε η μόνη πολιτισμένη χώρα που δεν γιορτάζει την μέρα της λήξης του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, διότι εκείνη έχει συνταιριάξει με την εποχή του Εμφυλίου. Υπάρχουν και άλλα δείγματα θρησκόληπτων λαών που δεν μπορούν να βρουν τη λύτρωση μετά την ανεξαρτησία τους- όπως των Ινδών όταν αποδεσμεύθηκαν από τη Βρετανική αυτοκρατορία και παρά το γεγονός ότι ο νέος Ιησούς, Μοχάντας Γκάντι*, έκανε απεργίες πείνας για να αμβλύνει το μίσος- αλλά εδώ δεν πρόκειται για έναν θρησκόληπτο λαό. 
 
*Μόλις συνειδητοποίησα ότι πληκτρολόγησα με τη σειρά τους ΓΑΠ και Γκάντι στο Google. Ω, ω, σπαγκέτι ω. 
 
Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα γεμάτο από φληναφήματα. 
 
Υπάρχει μία λανθασμένη νοοτροπία, και μάλιστα από τη ρίζα της, για το τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαν να παίζουν οι ψηφοφόροι, προκειμένου να δοκιμάσουν τα όρια ενός αριστερού κόμματος (με αριστερούς από την ακραία αριστερή τάση του στα υπουργεία) της χώρας. Δεν είναι δόκιμο ούτε εφικτό, από την τέταρτη μέρα, να κρίνεις μία κυβέρνηση, όπως αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει με κανένα που δεν έχει βρεθεί στη θέση που βρίσκεται σε οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο. 
 
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ τα κάνει μαντάρα, πόσο χειρότερη θα είναι η κατάσταση από ό,τι ήταν τον προηγούμενο Μάρτη; Αναμφιβόλως το νέο σχήμα πρέπει να πράξει και οπωσδήποτε να ψηλαφίσει τα σάπια κομμάτια πριν τα αφαιρέσει. Αλλά αν δεν τα καταφέρει, τι σημαίνει: ότι θα είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος για μία καταστροφή της οποίας το έδαφος προλειαινόταν χρόνια τώρα; Και ποια καταστροφή, ποιο τέλος είναι χειρότερα από τη σήψη της συνήθειας; 
 
 
Αυτές οι μέρες, αγαπητέ αναγνώστη, είναι επικερδείς χωρίς έργα. Είναι μέρες μίας νέας ζωής. Το θέμα μας δεν είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην κυβέρνηση: με κάθε κυβερνόν κόμμα κάποιοι χαίρονται και περισσότεροι διαφωνούν. Το θέμα είναι ότι ζούμε για να διαπιστώσουμε ότι δεν είμαστε τόσο εθισμένοι όσο νομίζαμε στη στρεβλότητα των συνηθειών μας και στις ταμπέλες. Ότι, ακόμα και αν δεν είμαστε έτοιμοι να δημιουργήσουμε, θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι. Και η ελευθερία είναι το πιο μεγάλο βάσανο, διότι είναι αερικό που έρχεται και φεύγει, γαργαντουική πίεση που εξασκείται. Όταν ο Αβραάμ Λίνκολν θέλησε να περάσει τη 13η Τροποποίηση για να καταργήσει τη δουλεία, ένα από τα επιχειρήματα των Συντηρητικών ερχόταν υπό τη μορφή ερώτησης: «Και τι θα κάνουν οι μαύροι αν μείνουν ελεύθεροι;». Και οι φιλελεύθεροι απαντούσαν: «Θα είναι ελεύθεροι, αυτό θα κάνουν». 
 
Δεν ξέρεις τι ακριβώς να κάνεις αν δεν εξαρτιέσαι από κανέναν, αν δεν εισβάλλουν στο μυαλό σου μπαλόνια με αέρα δεύτερης και τρίτης χρήσης. Την ελευθερία τη θέλουμε σε μικρές δόσεις: χταπόδι σε μία ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα, ταξίδι στην Ταϊλάνδη, ηλιοβασίλεμα και μοναξιά που δεν θα κακοφορμίσει. Αλλά τι θα την κάναμε αν την είχαμε κάθε μέρα. 
 
Προτεραιότητα ήταν, στις εκλογές, να δείξουμε ότι ήμαστε αξιοπρεπείς. Ότι εμείς, το 85% του λαού που δεν ξέρει ή νομίζει ότι ξέρει από πολιτική (κάτι που είναι το ένα και το αυτό) δεν θέλαμε απλώς να δώσουμε σε κάτι άλλο τον πρωθυπουργικό και τους προεδρικούς θώκους, αλλά θέλαμε να τελειώσει αυτή η μαυρίλα που κρατάει χρόνια. Πόσα; Πέρασαν 92 από τότε που δεν υπήρχε στη Βουλή κάποιος με το επώνυμο Παπανδρέου. Αν έχει σημασία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αν την κρίνουμε εξ απαλών ονύχων και από απόσταση από την πρώτη μέρα, κιόλας, που έπιασε δουλειά, πόσο αποτυχημένοι θα ήμαστε εφόσον δεν έβγαινε; Για να χρησιμοποιήσω και μία αθλητική φράση, οι εκλογές δεν έβγαλαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Έβγαλαν τη μόνη παράταξη που ήταν ανθεκτική στον ανταγωνισμό, επειδή δεν θέλαμε να είμαστε οι φταίχτες. Διότι ξέρουμε ότι έχουμε μερίδιο ευθύνης για την κατάντια, από τους πονηρούς που άφηναν μισοτελειωμένα κτιρια επειδή ο Ανδρέας δεν τα φορολογούσε μέχρι το διπλοπαρκάρισμα των ταξιτζίδων στη γωνία μίας οδού, το άδειασμα ενός χάρτινου σακουλακιού από υπολείμματα φυστικιών στον δρόμο, των «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» των δημόσιων υπηρεσιών και των ανθρώπων που δεν μπορούσαν να γίνουν με τίποτα συμπαθητικοί και εμείς απλώς νομίζαμε ότι αυτό είναι το προφίλ του πολιτικού. 
 
Μακάρι να πετύχει η νέα κυβέρνηση. Υπάρχει χρόνος, όσο κι αν δουλεύει πυρετωδώς. Θα είναι λάθος, επειδή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν δίνεται πίστωση, να προσπαθήσει να συμπιέσει τις λύσεις για τα προβλήματα ενός κράτους που κρατούν δεκαετίες σε λίγους μόνο μήνες. Η δράση της πίεσης δεν πρέπει να φέρει την αντίδραση της συμπίεσης. Απλώς το σάλπισμα πρέπει να φέρει στην επιφάνεια την πραγματική έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί: τη μεθοδικότητα, την ομόνοια, την πολιτική αντίληψη, την κριτική σκέψη και την αλληλεγγύη. Νισάφι πια με την ύπνωση: δεν χρειάζεται να ανθίσει η Ελλάδα μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα μόνο και μόνο για να αποδείξουν ότι μπορούν. Χρειάζεται να λειτουργήσουν σαν κανονική κυβέρνηση και όχι ως ένα σύνολο ανθρώπων που έχουν την ανάγκη να αποδείξουν. Ούτε, ωστόσο, ως ένα σύνολο ανθρώπων που, επειδή δεν υπάρχει ανάγκη για αποδείξεις, θα επιλέξουν να κάθονται.

—————

2015-01-28 04:28

Ρομάν

 
Ο κορυφαίος δυσλεκτικός συγγραφέας όλων των εποχών. Εκείνος που θα πει στον Τολστόι, «φάε τη σκόνη μου Λέοντα. Είσαι σπουδαίος, αλλά δεν έχεις το δικό μου εγκεφαλικό ζήτημα», αλλά που δεν θα μπορέσει να το γράψει ακριβώς έτσι. Ο ανισόρροπος χειρούργος. Ο ασυνεπής Άγγλος. Ο μελαγχολικός παλιάτσος, ώπα, περίμενε, αυτό δεν είναι οξύμωρο. 
 
Ρομάν Ρικέλμε. Μία μπάλα που της ζωγράφισαν το πιο απλό emoticon της στενοχώριας έσκαψε την άμμο σαν στρουθοκάμηλος, μπήκε μέσα και έπειτα περίμενε την ανεμοθύελλα για να ταφεί για πάντα μέσα στο χώμα της ερήμου, εκεί από όπου έρχεται όλη αυτή η μαγνητιστική στενοχώρια που κουβαλούσε στο γήπεδο και που έθελκε το κοινό ο σπάνιος Αργεντινός. Ο μόνος ποδοσφαιριστής στην ιστορία που ενώ έδειχνε, στο πρόσωπό του, ότι η ζωή είναι μάταιη, τη χρωμάτιζε με τέτοιες ασύλληπτες γκραβούρες, σε βαθμό που κάθε κίνησή του έμοιαζε με την τελευταία πινελιά του κάθε ζωγράφου στο τελευταίο αριστούργημα της ζωής του. Το μόνο αριστούργημα. Είχε στο γήπεδο την πενία του Βαν Γκογκ, την έμφυτη ιδιοτροπία του Παβαρότι και ένα εξωφρενικό ταλέντο που ταίριαξε παράξενα με την αφηρημάδα και την ονειροπόληση. Ήταν ο βωβός αστέρας του ποδοσφαίρου, ένας Μπάστερ Κίτον που ό,τι και να έκανε δεν μπορούσε να πλησιάσει τους Τσάπλιν. Ακόμα και αν στην εποχή του δεν υπήρξε Τσάπλιν (ο Ζινεντίν Ζιντάν πλησίασε, αλλά περισσότερο ήταν ο «Μεγάλος Δικτάτορας», δηλαδή ένας σταρ του ομιλούντος, ένας ζωντανός οργανισμός που μπορεί να υπήρξε παράφρων αλλά δεν ήταν ποτέ τόσο μελαγχολικός), δεν του δόθηκε ο τίτλος. Ο Ρικέλμε έδινε την αίσθηση του live young die fast, ακόμα και παρά το γεγονός ότι ζει (και κατά πάσα πιθανότητα βασιλεύει). Είναι εκείνο το σπάνιο συναίσθημα που έχεις για ανθρώπους των οποίων το τέλος βλέπεις, επειδή παράγουν περίεργο ηλεκτρισμό και απόκοσμο φως, αλλά απλώς είναι το πεδίο τους εκείνο που σου δίνει το δικαίωμα για τη μαύρη σκέψη, η οποία στο τέλος δεν ευοδώνεται. Αλλά ποιο τέλος; 
 
Ο Ρομάν είναι ένα χαμίνι που στην αργεντινή έκδοση του slumdog millionaire θα απαντούσε λάθος στην ερώτηση για τις 20.000.000 ρούπιες, αλλά θα κρατούσε την γκόμενα. Πρόδωσε πολλές φορές τις περιστάσεις, αλλά δεν το έκανε επειδή είχε να κερδίσει κάτι από αλλού. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς ή δεν εξαρτιόταν από αυτόν. Δεν ήταν ποτέ διάδοχος του Ντιέγκο Μαραντόνα, διότι ήταν αυτόφωτος, ένας ποδοσφαιριστής που, αν και έμοιαζε με το τέκνο μίας τεράστιας ποδοσφαιρικής κληρονομιάς, δεν είχε κάποιο καλούπι. Αν δεν υπήρχε ποδόσφαιρο στην Αργεντινή, θα μπορούσε να αρχίζει μόνο από αυτόν. Και μπορεί ο Μαραντόνα να ήταν όντως ανώτερος (αν και πολύ διαφορετικός, αν και όχι για τους οπαδούς της Μπόκα), αλλά ήδη βγήκε ένας παίκτης που είναι σίγουρα ο νέος Μαραντόνα, ενώ δεν είμαι σίγουρος ότι όσο ζω θα βγει κάποιος που να μοιάζει ελάχιστα με τον Ρομάν, που κρατούσε την μπάλα στην πατούσα ανάμεσα σε νταμπλ και τριπλ τιμ της Μπάγερν Μονάχου και της Ρεάλ Μαδρίτης, που μείωνε το ποδόσφαιρο με κάποιες μεταβιβάσεις που θαρρείς ότι μόνο υπάκουαν στη μουσική του Μαγεμένου Αυλού και που τελικά, ενώ ήθελε να πάρει την ευθύνη, ενώ την πήρε, δεν μπόρεσε να εμφανιστεί αντάξιός της. 
 
Βεβαίως, επιβάλλεται μία εξήγηση. Ενώ οι στιγμές που μας σημαδεύουν μοιάζουν με τον κανόνα της υπόθεσής μας, δεν εξυπηρετούν το αξίωμα περί ροής των πραγμάτων. Ο χώρος και ο χρόνος δεν σταματούν στις συγκεκριμένες στιγμές, ενώ ο άνθρωπος, μέσα από τον νόμο της ροής, βρίσκει τον ρυθμό του σε άθροισμα καταστάσεων που δεν είναι απομονωμένες μεταξύ τους. Το πέναλτι με την Άρσεναλ, το 2006, που θα έστελνε τη Βιγιαρεάλ στον τελικό του Champions League, ήταν μία περιθωριακή στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας, που έχει homo neaderthal να κυνηγά την κατσίκα για να τη φάει ωμή, τρανές σούρες, ανείπωτα άσχημες χυλόπιτες και κακούς ύπνους, εκατοντάδες ώρες αϋπνιών και χωρισμούς, ξενύχτια σε τέσσερις τοίχους και κινέζικα βασανιστήρια, φαγητό με το χέρι, ασθενοφόρα κάτω από το σπίτι, συνεχιζόμενες κουκίδες κινήσεων από το πρωί ως τη νύχτα, διαρκής αποσβόλωση που δεν επιτρέπει την απομόνωση της μίας στιγμής, στην οποία υποτίθεται ότι σκιαγραφείται η αξία. Είναι χαζό, αν με ρωτάει κάποιος, αλλά δίνει έναν μάρκετινγκ σεβασμό που ο Ρομάν δεν απέκτησε ποτέ σε μία στιγμή. Ίσως ερήμην του, μέσα από την αλλαγή που τον έκανε ο άξιος Πέκερμαν στον προημιτελικό της Γερμανίας με την Αργεντινή στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, να χαράχθηκε η μόνη σκηνή λάμψης του, όσο κι αν δεν θα άλλαζε ριζικά κάτι στο παιχνίδι έως ότου οι ομάδες φθάσουν στα πέναλτι. Και, παρ' όλα αυτά, η ευαισθητοποίηση για την αποχώρησή του είναι πολλά περισσότερα από τις ευκαιρίες που έχασε, τον τελικό του Κόπα Αμέρικα του 2007, με τη μορφή του Ούγκο Τσάβες στους τοίχους της Βενεζουέλας, με τους «Χενέισες» και την κίτρινη φανέλα της Βιγιαρεάλ. 
 
 
Οι φανατικοί του αθλητισμού κάνουν μία ειλικρινή προσπάθεια να διαχωρίσουν τη νίκη και την ήττα από αυτό που αγαπάνε. Αλλά είναι τέτοιος ο κατακερματισμός του αποτελέσματος που στις πιο μοναχικές στιγμές σου είναι αδύνατον να το αποφύγεις. Ο Ζιντάν είναι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που έχω δει να παίζει ποδόσφαιρο και έπειτα είναι ο Ρονάλντο. Στα πιο τεστοστερονικά χρόνια μου (εκείνα που θεωρούσα παραγωγικά πριν την κυνική σημασία της παραγωγής), κατέκτησαν και οι δύο το Μουντιάλ. Και όσο και αν το ποδόσφαιρο έχει εξελιχθεί και ο Λιονέλ Μέσι με τον Κριστιάνο Ρονάλντο είναι οργιαστικοί, δεν μπορώ παρά να εισχωρήσω πιο βαθιά στη διαφορά της Μόνικα Μπελούτσι (της κάθε Μόνικα Μπελούτσι αυτού του κόσμου) με την ξανθιά που ψάχνει το σκάφος για τις θερινές διακοπές της- και μια ασφάλεια για τα κρύα βράδια του χειμώνα- μέσω instagram. Αυτή μου φαίνεται ότι είναι η διαφορά εκείνων των ποδοσφαιριστών με τους τωρινούς μονάρχες, έστω κι αν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στο επιχείρημα ότι πρόκειται για ακόμα μία φάρσα της βαρύτητας: πας με το μυαλό σου, στη συντριπτική πλειοψηφία, εκεί που είχες λιγότερες ρυτίδες και περισσότερες ιδέες. 
 
Αλλά ο Ρομάν ανήκει αντικειμενικά στους εξαϋλωμένους αρτίστες της κάθε εποχής και δεν έχει καμία σημασία η ηλικία σου. Είναι εκείνος ο Ρασπούτιν που σε κοζάρει όταν είσαι έτοιμος να φιλήσεις για πρώτη φορά ένα κορίτσι που κάνει ότι σου αντιστέκεται, καθισμένος στη γωνία, και ο τύπος που συναντάς τυχαία δύο φορές στον δρόμο, τρία στενά πιο κάτω, και αναρωτιέσαι αν είναι ένα τερτίπι της τύχης, ένας οιωνός ή μία καθαρή σύμπτωση. Μπορεί να είναι ένας αυτοκαταστροφικός αρτίστας ή η παρωδία ενός αυτοκτονικού καλλιτέχνη της χαραυγής. Πορεύθηκε με τη μυστική ακεραιότητα της αγάπης του προς την Μπόκα Τζούνιορς και έγινε βόρας για τα θηρία της ίντριγκα, μέσω της ανύπαρκτης διάστασης του ρεαλισμού του, η οποία θα χρησίμευε για να αντιμετωπίσει μία εποχή που σίγουρα δεν του άρεσε, επειδή είναι πιο ακαταλαβίστικη από παλιότερα. 
 
Δεν θα τον θυμόμαστε επειδή δεν υποχώρησε στις επιταγές της εποχής του (δεν είναι, άλλωστε, βέβαιο, ότι θα μπορούσε να το κάνει). Θα τον θυμόμαστε επειδή είχε τον ρόλο του στη σύγχρονη ποδοσφαιρική εποχή, κάτι που σημαίνει ότι ο Χέρμαν Έσε θα μπορούσε να είναι επιτυχημένος συγγραφέας ακόμα και αν άρχιζε τώρα, ενώ το θέατρο του Παραλόγου του Λουίτζι Πιραντέλο θα μπορούσε να προκαλέσει εντύπωση, ακόμα και ανάμεσα στα social media. Ιδού η αποχώρησή σας, θιασώτες των σύγχρονων καιρών. Κρέμασε τα παπούτσια του ένας μεγάλος, ο οποίος ήταν πάρα πολύ σπουδαίος, αλλά όχι σημαντικός. Και τα καρφιά αυτών των παπουτσιών θα μπορούσαν να πουν ψέλνοντας την ιστορία του, σε αντίθεση με τους τωρινούς ποδοσφαιριστές, οι οποίοι θα βασίζοντας στις σόλες τους, που θα ξεκινούσαν την αφήγησή τους με «πφφφφφ». Διότι θα ήταν βαρετή και κοινότυπη. 
 
Όχι, όμως, του πήλινου γίγαντα Ρομάν Ρικέλμε.

—————

2015-01-25 00:00

Τα κλέη του Κλέι

Η αφορμή* για να ξεκινήσει το blog ήταν ένα φαινομενικά αθώο και αστείο βίντεο. 
 
Ο Σεθ Μέγερς είναι ο παρουσιαστής του Late Night Show στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γεννημένος το 1973 από Αμερικάνο πατέρα και Γαλλίδα μητέρα στο Μπέντφορντ του Νιου Χάμσαϊρ, δεν μεγάλωσε έχοντας σπουδαία σχέση με το ποδόσφαιρο. Δεν είναι γνωστό πότε κόλλησε ή πότε κολλάνε οι Αμερικανοί, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επίδραση που το παιχνίδι ασκεί σε όλο τον κόσμο είναι σχεδόν η ίδια. Πριν από σχεδόν ενάμιση χρόνο διάβασα σε μία ιστοσελίδα ένα θέμα που έγραψε δημοσιογράφος από μπαρ, όταν οι ΗΠΑ έχασαν ένα ματς με το Μεξικό. Για όλο τον κόσμο ο αθλητισμός εμπνέει τα ίδια συναισθήματα, απλώς το ποδόσφαιρο έχει μία τραγικότητα που δεν υπάρχει στα άλλα παιχνίδια. Ψάχνεις να βρεις για ποιο λόγο η συναισθηματική τοξικότητα που εξαπολύει στο ψυχικό απόθεμα είναι τόσο δραστική, τόσο απόλυτη, που δεν μπορείς να κρατήσεις εαυτόν εκτός αυτής. Ο ποδοσφαιρικός φίλαθλος είναι ένα τραγικό πλάσμα. Και, όπως η μάνα, η οδύνη μίας ήττας, η μουρμούρα στη διάρκεια ενός παιχνιδιού, το ανυπόφορο βασανιστήριο στις συναπτές λάθος πάσες δεν έχουν ηλικία. 
 
Ο Μέγερς ήταν ο διάδοχος της σπουδαίας (κατόχου του βραβείου Μαρκ Τουέιν, που πάει στον καλύτερο κωμικό, ως μόλις της δεύτερης γυναίκας που τα κατάφερε στην ιστορία του) Τίνα Φέι στη συγγραφή σκετς για το θρυλικό Saturday Night Live, το σόου που γέννησε τη σχολή κωμωδίας με τους Τζέιμς Μπελούσι, Νταν Αϊκρόιντ, Μπιλ Μάρεϊ, οριακά τον Γουίλ Φερέλ ή ακόμα και τον ιδιοφυή Ρόμπιν Γουίλιαμς. Στα 40 του άρχισε να φιλοξενεί το Late Night Show, που μέχρι τότε παρουσίαζε ο επίσης προκάτοχός του στο SNL, Τζίμι Φάλον. Μπορεί το ποδοσφαιρικό ευ ζην του να ήταν αποτέλεσμα της γαλλικής κουλτούρας, όπως την έμαθε από τη μητέρα του, αλλά τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2014 τάχθηκε ολοκληρωτικά υπέρ της Ολλανδίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ένας ακόμα στο άρμα της πιο απίθανης ποδοσφαιρικής σχολής του κόσμου (συγγνώμη Βραζιλία, αλλά σχολή σημαίνει δομή, κανόνες και κοινωνική λειτουργικότητα, όχι θεϊκά οράματα και ποδοσφαιρικές κιβωτοί: όσο υπέροχη και να είσαι, όσο κι αν το μυαλό, για να συλλάβει την κινησιολογία σου, ταξιδεύει στα βάθη του χρόνου, σχολή δεν είσαι), στο ταξίδι προς την απογοήτευση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι επιστήμονες μπορούν να δικαιώσουν ακόμα και το γεγονός ότι μερικές φορές νιώθεις ότι αυτό που βλέπεις σε ένα ματς έχει ήδη γίνει, μόνο με βάση το τετραδιάστατο σκαρίφημα του Αλβέρτου Αϊνστάιν. Βλέποντας ένα παιχνίδι με πλήρη συγκέντρωση φθάνεις σε ένα προχωρημένο επίπεδο πνευματικής διαύγειας, το οποίο σε κάνει φιλόσοφο, ακόμα και πνευματικό, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπόκεισαι σε κανόνες, αλλά εξαϋλώνεσαι μέσα από την κίνηση. Η μοναξιά στην παρακολούθηση βοηθάει, παρά το γεγονός ότι η πίτσα, η μπύρα και η παρέα είναι μία cosmopolitan έκδοση της παρακολούθησης ενός εξαιρετικά σημαντικού παιχνιδιού. 
 
 
Η μοίρα έπαιξε στον Μέγερς σκληρό παιχνίδι. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος που να έχει πει, «ο Παράδεισος του Σήμερα είναι η Κόλαση του Αύριο», αλλά ξέρω ότι υπάρχει κάποιος που έχει γράψει ότι «όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις», μία αφόρητη βλακεία που ούτε η συγγραφική αδεία μπορεί να συγχωρήσει. Λίγο πριν μπει στο στούντιο για την εκπομπή, παρακολουθούσε τον ημιτελικό της 9ης Ιουλίου, στον οποίο οι «οράνιε» έπαιξαν με την Αργεντινή. Η σόου μπίζνες μπορεί να είναι αμείλικτη: παρά το γεγονός ότι οι φανατικοί θα καταλάβαιναν, δεν θα ήταν εφικτό να μη δώσει το «παρών» στη δουλειά του. Έτσι, λοιπόν, έμαθε το αποτέλεσμα του ματς από το τάμπλετ. Και αυτό εδώ έγινε. 
 
*Αφορμή είναι τα πάντα για να κάνουμε κάτι. Η προγονική και η επιγονική αγάπη, το σεξ, ο τρόπος που μεγαλώσαμε και οι ηθικές αρχές. Όλα αυτά που αποκτάμε και μοιάζουν τόσο σημαντικά όσο το ταξίδι στη ζωή, η επιστράτευσή μας, εν είδει νεογέννητων πνευμάτων, για να παίξουμε ένα συγκεκριμένο ρόλο. Η αιτία βρίσκεται, ωστόσο, στην ίδια την ύπαρξή μας, η οποία διψά για τη δημιουργία αιτιών, ώστε να δικαιολογήσει στον αόρατο Κριτή την ίδια τη δική της οντότητα. Τσακώθηκα με μία γυναίκα για μία συγκεκριμένη πράξη και πρέπει να της δώσω τον πόντο, διότι ισχυρίστηκε ότι η πράξη μου ήταν αφορμή και όχι αιτία. Όντως ήταν αφορμή, αλλά όχι εξαιτίας της αλληλένδυσης διαφορετικών καταστάσεων, αλλά για να νιώσω την ακεραιότητά μου. ήταν, αυτούσια και αγνή, μία αφορμή. 
 
Εντυπωσιάστηκα από τη στενοχώρια του Μέγερς. Ένας τύπος επιτυχημένος, διαφορετικής καταγωγής να ρίχνει το τάμπλετ στο δάπεδο και να αρχίσει να απαριθμεί αυτά που έχει πετύχει έως ότου, μέσα στη δική του σιωπή και απέναντι σε ένα αμήχανο κοινό, να νιώθει τον πόνο της νέας αποτυχίας πρόκρισης της εθνικής Ολλανδίας στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Είναι ένα ωραίο άλλοθι, ότι η πορεία του ψυχισμού μέσα από ένα αθλητικό γεγονός δεν αναγνωρίζει σπουδαίες καριέρες και εκπληκτικές ικανότητες ή ακόμα (έστω και καθ' υπερβολή) παχυλούς τραπεζικούς λογαριασμούς. 
 
Κι αν αυτό ήταν ημιτελικός Μουντιάλ, το κρεσέντο του Κλέι Τόμπσον επί των Σακραμέντο Κινγκς στο Γκόλντεν Στέιτ έληξε στις 07.20 το πρωί του Σαββάτου, 24 Ιανουαρίου 2015. Ακριβώς στις 07:20. 
 
 
Τα ξημερώματα της Παρασκευής έμεινα μπροστά από το lap top για να παρακολουθήσω το παιχνίδι του Φέντερερ με τον Σέπι για τον τρίτο γύρο του Αυστραλιανού Όπεν. Η επίσημη ιστοσελίδα της διοργάνωσης ήταν ανοικτή σε ένα από τα παράθυρα από τις 02:00, όταν δηλαδή ξεκινούσε το πρόγραμμα της πέμπτης μέρας. Προηγούνταν δύο παιχνίδια για το μονό Γυναικών, τα οποία σιχτίρισα αρκετά διότι ανυπομονούσα να ξεκινήσει ο Ρίστας, ώστε να μπορώ να κοιμηθώ πριν πάει στις δουλειές του το 85% των ανθρώπων που εργάζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι αντιδράσεις δεν κολακεύουν: ένα γκέιμ της Μπουσάρντ με την Γκαρσία στο πρώτο σετ είχε τέσσερις ισοπαλίες και έβαλα τα χέρια στο πρόσωπο, λες και επρόκειτο για ναυάγιο ή αεροπειρατεία, μόνο αν υπήρχαν επιβάτες που γνώριζα. Γύρω στις 06:00 ξεκίνησε το ματς και ένας τύπος με τον οποίο συζητάμε για αθλητικά στο Facebook, ο Στέλιος, είχε ξυπνήσει πιο νωρίς για να δει τον Φέντερερ, συνδέθηκε ώστε να μιλάμε κατά τη διάρκεια του ματς, κάτι που είναι ανεκτίμητο με τρόπο που δεν θα σου πει ποτέ η οποιαδήποτε διαφήμιση, διότι είναι κοινός παρονομαστής. Αν ο Φέντερερ έπαιρνε το πρώτο σετ, τότε θα πήγαινα για ύπνο, αλλά χάνοντάς το έπρεπε να κάτσω για να δω και το δεύτερο, σε μία απόφαση η οποία υπαγόταν σε silver alert στιγμή. Στο 4-1 που προηγήθηκε στο τάι μπρέικ, πληκτρολόγησα, «τελείωσε, το καθαρίσαμε», ένα μήνυμα που δεν έστειλα ποτέ, διότι έχασε και το δεύτερο σετ. Ανάμεσα στα σετ αντιστάθηκα σθεναρά στην γκρίνια, αφού υπήρχε, με βάση την εικόνα, διάθεση απομυθοποίησης. Ακόμα και στα 33 προς τα 34 είναι ο λόγος που θα ξενυχτήσω για να δω τένις ή που, ακόμα χειρότερα, θα ξυπνήσω το πρωί, κάτι που φέτος δεν έγινε. Μερικές από τις πιο έντονες εικόνες του χειμώνα που είναι εντυπωμένες στο μνημονικό μου έχουν να κάνουν με το πρωινό κρύο πριν και κατά τη διάρκεια των ματς του Φέντερερ ή με τη μελαγχολία της επιστροφής στο σπίτι την 1η Φλεβάρη του 2009, όταν έχασε στον τελικό από τον Ναδάλ. 
 
Τη νύχτα του Σαββάτου ήθελα, απλώς, να κοιμηθώ πριν ξημερώσει. Το Μπουλς-Μάβερικς ήταν καλή περίπτωση παιχνιδιού και απλώς έκανα μία βόλτα στα live, για να δω μήπως παίζουν κάπου οι Γουόριορς. Η αμερικανική Δύση είναι ακόμα μακρύτερα, σε ώρα, από την Ελλάδα, σε σχέση με την Ανατολή: οι Γουόριορς ξεκίνησαν στις 05.30 να παίζουν με τους Μάβερικς. Ο Στέλιος συνδέθηκε για να τους παρακολουθήσει και στις 07.16 μου έστειλε ένα μήνυμα συγκεντρωτικό, με πληροφορίες που αφορούν στο ΝΒΑ. Στο τέλος του, μου ζήτησε συγγνώμη επειδή με ζάλισε, αν και δεν ήμουν μέσα. Τέσσερα λεπτά μετά με πληροφόρησε, μέσα σε έκσταση, για τα κατορθώματα του Κλέι Τόμπσον συνολικά στο ματς και στην τρίτη περίοδο. Ήταν ευτυχισμένος, όπως μόνο μία τέτοια στιγμή μπορεί να σε κάνει. 
 
 
Υπάρχουν βίντεο που αφορούν στους 37 πόντους που σημείωσε στο τρίτο δωδεκάλεπτο του ματς (σε 9'40'', δηλαδή από το 9'45''  έως και τα 4,9''πριν τη λήξη της τρίτης περιόδου) : το ένα και μεγαλύτερο, διάρκειας άνω των 4 λεπτών, δεν δείχνει μία απίθανη λεπτομέρεια που δίνει ένα στίγμα ή ίσως είναι η δική μου λύσσα για κάτι περισσότερο. Ο Τόμπσον, ένας smooth criminal, που έκανε ιστορικό ρεκόρ με τη μεγαλύτερη συγκομιδή πόντων στην ιστορία σε μία περίοδο, πέτυχε τους τελευταίους πόντους του στην περίοδο, φθάνοντας τους 50 συνολικά, με δύο ελεύθερες βολές. Το φάουλ κάνει ο Μπεν ΜάκΛεμορ και στη συνέχεια ο ένας από τους Splash Brothers (θα μπουν στη μυθολογία του μπάσκετ παρέα με τον Στέφεν Κάρι, πάνω από τους Στόκτον και Μαλόουν) κάνει ένα τζαμπ στοπ προς τα δεξιά και σουτάρει εκ νέου τρίποντο, στο οποίο προφανώς ευστοχεί. Ο Τόμπσον είχε 2 στις 2 βολές, 4 στα 4 δίποντα και 9 στα 9 τρίποντα, κάτι που στατιστικά είναι αδιανόητο. 
 
Γράφοντας για τους 37 του Κλέι, δεν υπάρχει θέμα εργασίας ή είναι εργασία με τον τρόπο που θα νοούνταν η λέξη σε ένα κόσμο που δεν αφορά στο δούναι και λαβείν. Ξυπνάς και πριν καν πιεις καφέ βλέπεις ένα βίντεο που σου φτιάχνει τη μέρα, όχι επειδή σε κάνει να αντιμετωπίζεις τα πράγματα που θα έρθουν με διαφορετικό τρόπο, αλλά διότι σου ρουφάει τις μέλλουσες σκέψεις- μελαγχολικές, έως ότου βράσει το νερό στο μπρίκι. Δεν ανακαλύπτεις τη μαγεία, αλλά κάτι που μπορείς να σκέφτεσαι σε τακτά χρονικά διαστήματα, όσο είσαι στον δρόμο ή στα διαλείμματα ενός παιχνιδιού. Λίγο αφού φας ή κατά τη διάρκειά του. Σε ένα τρίποντο από τη γωνία, ο Τόμπσον δεν σουτάρει, απλώς πετάει την μπάλα και αυτή μπαίνει μέσα. Οι Splash Brothers παίζουν μπάσκετ με μαγευτικό τρόπο, πιο λεπτό και κομψό και αγωνιώδη και ρευστό από κάθε άλλο δίδυμο σε οποιοδήποτε σπορ. Αν ο πρωταθλητισμός περνάει από το γυμναστήριο, ο θεατής δεν συμφωνεί πάντα. Ο «χτισμένος» αθλητής σε σχέση με τον παίκτη έχει την ίδια διαφορά ενός δελτίου Τύπου με ένα σχόλιο. To πρώτο ευνοεί την αντικειμενική λειτουργία και το δεύτερο την υποκειμενική απόλαυση.

—————

2015-01-22 22:07

Μία παραβολή για τις εκλογές

 

 

 

Το blog δεν δημιουργήθηκε για αυτοβιογραφικές επιβεβαιώσεις, αν και κάποιες στιγμές και με τόση φλυαρία θα ήταν αξίωμα ότι θα έφθανα σε αυτό το σημείο. Η δευτερεύουσα πρόταση υπονοεί ότι αυτό θα γινόταν αργά, όταν θα είχα στερέψει, ας πούμε, από τα θέματα που ήταν σε προτεραιότητα. Αλλά με λιγότερο από 72 ώρες να ορίζουν την απόσταση ως τις εκλογές, θυμήθηκα μία ιστορία που είναι ενδεικτική για το τι (νομίζω ότι) συμβαίνει αυτές τις δραματικές πολιτικά μέρες, που κάθεμια εξ αυτών μπορεί να αναδεικνύει μία διαφορετική εποχή. Τι διάολο, οι εποχές του Βιβάλντι είναι συνολικά διάρκειας 42 λεπτών. 
 
Τον Απρίλιο του 2007 αποφάσισα να αποχωρήσω από την εφημερίδα στην οποία εργαζόμουν από τις 14 Σεπτεμβρίου του 2004 και στην οποία είχα δημιουργήσει ένα περιβάλλον το οποίο ήταν προφανές ότι καρποφορούσε, υπό την έννοια των επαγγελματικών προοπτικών. Η εφημερίδα έκλεισε για μία εβδομάδα, αλλά στις 18 Απριλίου του έτους έγινε ένα συμβούλιο στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ, στο οποίο οι δημοσιογράφοι της δήλωναν αποφασισμένοι να την ανοίξουν ξανά. Πράγματι, την επόμενη μέρα άνοιξε ξανά. Αλλά σε εκείνη τη σύσκεψη βρισκόμουν ήδη, νοητά, στην επόμενη εργασία μου. Δεν είμαι μάστορας στο τακτ, παρ' όλα αυτά είναι καλύτερο να μην αναφέρω ονόματα, σε αντίθεση με ποσά. Στη συγκεκριμένη εφημερίδα βρισκόμουν, από τον Γενάρη του 2007, σε φάση προμισθολογίου. Δηλαδή μισός του βασικού μισθός, μισά ένσημα, μισή ασφάλιση και τα συμπαρομαρτούντα. Η δέσμευση ήταν ότι μετά από ένα μήνα θα επιστρέφαμε στο οικονομικό καθεστώς που υπήρχε πριν κλείσει, παρ' όλα αυτά η γνώμη μου ήταν ένα φιλοσοφικό ρητό, που αναφέρει ότι «όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, γίνεται με τη μορφή φάρσας ή με τη μορφή τραγωδίας. Όσο κι αν μία άποψη έχει φιλοσοφική ρίζα, δεν παύει να έχει και ένα κομμάτι δογματισμού, το οποίο ενισχύεται από εκείνο που ένας προπονητής μού είχε πει ένα βράδυ του 2004, όταν παρακολουθούσαμε τη σειρά των Μινεσότα Τίμπεργουλβς με τους Σακραμέντο Κινγκς για τα ημιτελικά της Δύσης στο ΝΒΑ, ότι δηλαδή «η άποψη βγαίνει από το απόψε, που σημαίνει αργά».
 
Κοιτάξτε, είναι τόσο δύσκολο να αποδεικνύεται συναπτά μία πτερόεσσα φιλοσοφική λίθος που υπάρχει στο κεφάλι σου, ακόμα και ημιτελής, ωστόσο πρέπει να υπάρχει μία βάση την οποία φτιάχνεις για να στηρίξεις αργότερα, σε κάθε αντίθεση η οποία θα βρεθεί στο δρόμο σου για να σε δελεάσει και να σε κλονίσει. Και είναι κοντόφθαλμο να κοιτάζεις μόνο τα αποτελέσματα που σπέρνουν οι πεποιθήσεις σου. Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ χρησιμοποίησε την ίδια τακτική στον Α' και στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και η πρώτιστη καταστροφή μετατράπηκε σε θρίαμβο άνευ προηγουμένου, μόνο και μόνο επειδή το υλικό που είχε ήταν διαφορετικό. Ονομάστηκε «Πατέρας της Νίκης» και η συμβολή του για να μπορέσω, στο εγγύς μέλλον, να φτιάξω μπλούζα με το φιλί του ναύτη και της νοσοκόμας στην πιο σημαντική ημερομηνία στα σύγχρονα κεφάλαια της Βίβλου της Ανθρωπότητας ήταν καταλυτική. 
 
Η επόμενη δουλειά μου ήταν μία εφημερίδα στην οποία συμφώνησα με λιγότερα χρήματα από την προηγούμενη. Η επιλογή μου καθρεφτίστηκε στον διευθυντή της με την εξής φράση: Θέλω να κάνω μία νέα αρχή. Η συμφωνία μας ήταν ότι αν έμενε ικανοποιημένος από την απόδοσή μου το πρώτο εξάμηνο θα με έβαζε στο προμισθολόγιο και τον χρόνο θα είχα μισθολόγιο, δηλαδή με ασφάλεια και ένσημα. Τα δύο τελευταία συστατικά ήταν ήσσονος σημασιας, μηδαμινής κατά το ακριβέστερο: το άχτι μου ήταν να φθάσω στο σημείο εκείνο που να μπορώ να δηλώνω δημοσιογράφος, όχι επειδή ήθελα να κάνω επίδειξη- αν κάτι έμαθα από αληθινούς δημοσιογράφους είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις επίδειξη με ένα τόσο παρανοϊκό λειτούργημα- αλλά διότι ήθελα να γίνω όλη τη ζωή μου, δυνητικά από την πρώτη εικόνα που θυμόμουν τον εαυτό μου. Οι έξι μήνες πέρασαν και δεν συνέβη κάτι, έπειτα πέρασαν 8 μήνες και στο τέλος 11: εκεί δημιουργήθηκε, μέσω ενός δημοσιογράφου που για τον ένα ή τον άλλο λόγο ήθελε να δουλεύουμε μαζί (η συνολική εικόνα της ευεργεσίας δεν αφορά στην κερδοσκοπία εκείνου που ευεργετεί: ο ευεργετηθείς χρωστάει ευγνωμοσύνη, ανεξαρτήτως αν έγινε η ασπίδα του ευεργετή σε πολλές περιπτώσεις οι οποίες μπορεί να δημιούργησαν την αίσθηση της αχαριστίας από την πλευρά του πρώτου), η ευκαιρία για μία δουλειά που θα με έβαζε στο μισθολόγιο, από άλλο πόστο: όχι εκείνο του γραφιά, αλλά εκείνο του διορθωτή. Αν ο δημοσιογράφος είναι ένας σκηνοθέτης της ζωής, ο διορθωτής είναι ο μοντέρ της ίδιας ταινίας. 
 
Λόγω διπλωματικών σχέσεων έπρεπε να πω ένα ψέμα, και μάλιστα σε αυτό να ανακατέψω τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου, ο οποίος είχε καημό- αφού καταλάγιασε η σκόνη με τους διαδοχικούς τσακωμούς- ότι δεν πληρωνόμουν από την εργασία μου. Στις 28 Μαρτίου του 2008, λοιπόν, δήλωσα στον αρχισυντάκτη μου ότι έπρεπε να φύγω από την εφημερίδα, διότι βρήκα δουλειά σε μία εταιρεία άσχετη με τον χώρο. Αυτό σήμαινε κινητοποίηση: ο αρχισυντάκτης κατευθύνθηκε ταχύτατα στο γραφείο του διευθυντή, με τον οποίο βγήκαν λίγα λεπτά αργότερα και μαζί βρέθηκαν στον τέταρτο όροφο του κτιρίου που στεγαζόταν η εφημερίδα, και στο οποίο καθόταν ο εκδότης. Μετά από μία συνομιλία μαζί του επέστρεψαν στο γραφείο του διευθυντή και κάλεσαν τον υπεύθυνό μου, για μία συνομιλία που κράτησε ένα τέταρτο. 
 
Έπειτα, κλήθηκα στο γραφείο. Και ο διευθυντής της εφημερίδας μου απηύθηνε τον λόγο με την εξής πρόταση: «Τώρα φεύγεις, που θα έμπαινες στο προμισθολόγιο;». 
 
Τώρα, δεν έχει σημασία τι έγινε παρακάτω. Σημασία έχει τι δεν συνέβη όλο το χρονικό διάστημα. Αυτό που συνέβαινε ήταν αδιαφορία. Αν η υπόσχεση τηρούνταν, τότε τα δεδομένα θα ήταν σαφώς διαφορετικά. Και η υπόσχεση ήταν δυνατόν να τηρηθεί, όπως αποδείχθηκε από την ολιγόλεπτη συζήτηση με τον εκδότη και τη συμφωνία στην οποία έφθασαν πριν προλάβεις να πεις, «φτου σκωληκομυρμηγκότρυπα». Η αποδοχή της αδιαφορίας στην κατάσταση του πανικού, μέσα από την ίδια την πράξη της επανόρθωσης μίας σχετικής αδικίας (με βάση την ίδια τη συμφωνία των έξι μηνών, στην οποία έπρεπε να μάθω αν θα συνέχιζα μέσα από τη συμφωνία που είχαμε κάνει ή αν θα έφευγα επειδή δεν θα τα κατάφερνω να καταστήσω εαυτόν σημαντικό στην ίδια την εργασία) σήμαινε ότι θα μπορούσε πολύ νωρίτερα να έχει λυθεί το ζήτημα. Όταν κάποιος που κατέχει την εξουσία βλέπει την απειλή και παίζει τα χαρτιά της γενναιοδωρίας και της ανάτασης, είναι πολύ αργά. Και όπως δεν ήθελα να διαπιστώσω τι θα γινόταν αν έμενα στη συγκεκριμένη εφημερίδα (για την ιστορία τρεις μήνες μετά θα άδειαζα, μαζί με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, τα συρτάρια μου επειδή δεν θα κυκλοφορούσε ξανά) διότι αυτό θα ήταν το νόθο παιδί του Εκβιασμού και της Έντασης της Στιγμής, έτσι δεν νομίζω ότι θέλει κάποιος να φορτωθεί στην πλάτη του ένα βάρος μίας αδιαφορίας ενός ευλόγως μακρού χρονικού διαστήματος, μόνο και μόνο επειδή μέσα από τον πανικό η εξουσιολαγνεία μετατράπηκε σε επιφατική αγωνία για το κοινό καλό. Οι συνήθειές μας είναι πιο ισχυρό κάστρο από την αξιοπρέπεια, αλλά στη δεύτερη είναι που πρέπει να λογοδοτήσουμε στο τέλος.

—————

2015-01-19 21:15

Η εποχή των awkward girls

Η οριοθέτηση μίας γενιάς από τον καθένα μας είναι, ουσιαστικά, η ενσυναίσθηση της ταύτισης με τα πρόσωπα που γνώρισες στην εφηβεία και στη μετεφηβεία σου. Μη έχοντας επίγνωση από την απόσταση που όντως χωρίζει μέσα από την έρευνα τις γενεές, θα ορίσω τη γενιά μου σε ένα διάστημα οκτώ ετών, κατά προσέγγιση: από το 1978 έως τις 12 Μαΐου του 1986. Διότι την επόμενη μέρα γεννήθηκε η Λίνα Ντάναμ. 

Δεν ξέρω για τις ανάλογες γενεές ανθρώπων στον κόσμο, αλλά θεωρώ ότι η δική μας στην Ελλάδα είναι από τις χειρότερες που είδε ποτέ το δύσμοιρο κράτος. Χειρότερες είναι μόνο εκείνες που δημιούργησαν τον εμφύλιο πόλεμο και που έκαναν την αντίσταση κατά της Χούντας το νούμερο ένα διαφημιστικό τρικ που ένιωσε στο πετσί της η χώρα. Η πρώτη δεν ξέφυγε ποτέ από τη μισαλλοδοξία και τον λήθαργο, αλλά οι επόμενες ήρθαν για να φέρουν την πριμαβέρα. Η δεύτερη έγινε ό,τι πιο σκαιό έχει υπάρξει στη χώρα και είναι ο πρόδρομος ενός ιστορικού κύκλου για την καταστροφή της. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, πρέπει να περάσουν 30 χρόνια για να παρατηρήσεις ένα γεγονός σε όλες τις εκφάνσεις του και αυτό σημαίνει ότι από το 2003, που τελείωσε η τριακονταετία, και έπειτα, δυνάμεθα να ζυγίσουμε τα έργα και τις ημέρες με βάση τα αποτελέσματα. Η συγκεκριμένη γενιά σφράγισε τον όρο «bullying» στις επόμενες, αφήνοντάς τις ευνουχισμένες, και η δική μου (που με βάση το μέτρημα είναι η αμέσως επόμενη) έζησε στο πετσί της αυτή τη βλαχομαγκιά που στις συζητήσεις θα έφερνε το ακλόνητο επιχείρημα ότι τα έβαλε με τη Χούντα. Και αυτή η αμέσως επόμενη είναι η αμέσως επόμενη χειρότερη, διότι η καταγραφή των κατορθωμάτων της θα έπρεπε να την οδηγήσει τουλάχιστον στην κατάθλιψη. Έχουμε ρατσισμό χωρίς δημιουργία, μετανάστες χωρίς ανοχή, δημιουργία με στειρότητα, μηδαμινά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα και το χειρότερο είναι ότι νομίζουμε ότι αυτός ο ουρανός που ρίχνει τις θερινές φαντασιωτικές ακτίνες του πάνω από τα κεφάλια μας μάς ανήκει. Όπως είπε και ο Γουίλ ΜάκΑβοϊ για να χαρακτηρίσει τη γενιά των Αμερικανών που προέκυψε μετά τις 11/9, the worst period generation period ever period. 
 
Δεν είναι αυτό το θέμα, αλλά από την άλλη, πάντα αυτό είναι το θέμα. Είμαστε η πιο ανήθικη, πιο υποκριτική και πιο διαστρεβλωμένη γενιά στην ιστορία, διότι δεν μπορέσαμε να δώσουμε κάτι σε σχέση με αυτό που έδιναν οι άλλοι. Υπάρχουν και εξαιρέσεις, βεβαίως, αλλά αυτές φωτίζονται μόνο στο παγκόσμιο χωριό: η Ολίβια Μαν, παραδείγματος χάρη, που είναι γεννημένη το 1980. 
 
Ζούμε στην εποχή των awkward girls και αυτό είναι θαυμάσιο. Δεν είναι θέμα της σόου μπίζνες, ζουν πραγματικά ανάμεσά μας. Η Ολίβια Μαν έκανε την πάσα, και για αυτό επιβάλλεται η λίστα με το τοπ 10 των περίεργων κοριτσιών όλων των εποχών, που είναι το τοπ 10, επί της ουσίας, των σύγχρονων καιρών, διότι η μαεστρία του εαυτού τους μετατρέπει απευθείας την εσώτερη ύφανσή τους σε αραβούργημα. 
 
-Έλεν Πέιτζ
 
-Έμι Ρόσουμ
 
-Κατ Ντένινγκς
 
-Ολίβια Μαν
 
-Μία Βασικόφσκα
 
-Όμπρεϊ Πλάζα
 
-Ζόσια Μάμετ
 
-Αλέξις Μπλεντέλ 
 
-Κρίστεν Στιούαρτ 
 
-Τζένιφερ Λορενς
 
 
Δεν μπαίνει στην κατηγορία η Κέιτ Άπτον, για λίγο, αλλά μπαίνει φωτογραφία της άνετα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερος λόγος για να εμφανίσεις μία αναπληρωματική, ιδίως αν είναι κάπως έτσι. 
 
 
Επίσης, στη δεκάδα δεν βρίσκεται η Τέιλορ Σίλινγκ από το Orange is the New Black, διότι δεν φαίνεται να είναι awkward girl. Που στα ελληνικά μεταφράζεται «περίεργο κορίτσι», αλλά που είναι περισσότερο ιδιωματισμός. Έγινε τέτοιος επειδή η εποχή το επέτρεψε, διότι μπορεί τη δεκαετία του '60 να υπήρχαν περίεργα κορίτσια, αλλά δεν ήταν τόσο μαζική η έλευσή τους. Και δεν ήταν τόσο σπουδαία η επιρροή τους. 
 
Πρέπει να υπάρξει, ωστόσο, μία τιμητική αναφορά. Στη Σκάρλετ Γιοχάνσον. Μερικές φορές είναι δυστύχημα να μπερδεύεται ένας χαρακτήρας στον κινηματογράφο με τον ηθοποιό που τον παίζει, ωστόσο είναι σύνηθες, πια, με την υπερπληροφόρηση, να μην είναι κατορθωτή η κινηματογραφική φιγούρα, που κρατάει τον ηθοποιό στα αστέρια. Το «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφία Κόπολα έφερε το πρώτο αληθινά awkward girl επί της οθόνης, με παρτενέρ ακριβώς εκείνον που θα μπορούσε να το ενισχύσει με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει σημείο αναφοράς: δηλαδή τον Μπιλ Μάρεϊ. Η φήμη που ακούστηκε, ότι η Γιοχάνσον και ο Μπενίσιο ντελ Τόρο έκαναν σεξ στο ασανσέρ κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της απονομής των Όσκαρ ήταν ένα εντυπωσιακό νέο, υπό την έννοια ότι βρέθηκε το νέο πιο κουλ πλάσμα του πλανήτη. Αλλά οι νομικές διαδικασίες για τις γυμνές φωτογραφίες που διέρρευσαν στο διαδίκτυο προφανώς, ήταν μία απογοήτευση. Μπορεί να είναι λίγο αρσενική αυτή η γνώμη, αλλά στον πλανήτη που θα έπρεπε να κατοικεί, τέτοιες καταστάσεις δεν έχουν κανονικά σημασία. Όταν μπαίνεις σε τέτοιες διαδικασίες, δεν μπορείς να είσαι awkward girl. Σόρι Σκάρλετ. Θέλω να πω, όλα ωραία, αλλά πριν από κάνα χρόνο η Όμπρεϊ Πλάζα εκδιώχθηκε από τα MTV Movie Awards επειδή πήγε να πάρει το βραβείο από τα χέρι του Γουίλ Φερέλ. Δεν με εμποδίζει κάτι, ουσιαστικά, να πω ότι η Πλάζα θα γίνει η μεγαλύτερη κωμική ιδιοφυΐα της εποχής της, ειδικά από τη στιγμή που είμαι πεπεισμένος ότι στις συνεντεύξεις της συνεχώς σκαρφίζεται ρόλους και κάνει την κωμωδία στην τηλεόραση όπως θα έπρεπε να είναι. 
 
Βεβαίως, δεν είμαι στα συγκαλά μου αν χρησιμοποιώ κινηματογραφικά παραδείγματα για να κάνω μία δήλωση. Ωστόσο, δεν γίνεται να ληφθεί αψήφιστα η συγκεκριμένη μαζική άφιξη παρουσιών που φωτίζουν τη μεγάλη οθόνη με τους θηλυκούς χαρακτήρες που συνθέτουν όντως το ψηφιδωτό του κόσμου. Η ελάχιστη εμπειρία που διαθέτουν από τη δαψίλεια της επαφής με τις συγκεκριμένες ηλικίες με κάνουν να καταμαρτυρώ τη διαφορετικότητα, σε σημείο που θέλω να την υμνήσω: η Έμι Ρόσουμ, ας πούμε, τραγουδάει όπερα και παίζει στο Shameless, μία ανελέητη μαύρη κωμωδία στην οποία δεν διστάζει να γδύνεται και να κάνει σκηνές σεξ. Μέχρι που στην εκπομπή του Κόναν Ο' Μπράιεν   τραγούδησε το O mio babbino caro, για να πάρει ένα hot dog  . Και μια και βρισκόμαστε εδώ, η εκτέλεση του Ave Maria από την Κέιτι Μπεκ, απόφοιτη του UCLA το 2010. Ασφαλώς ένα ασφαλές αντεπιχείρημα είναι ότι δεν γίνεται η φωνή ενός κοριτσιού να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την οξύμωρη ύφανση των χαρακτηριστικών μίας ολόκληρης γενιάς, όμως δεν μπορείς να αφήνεις τη λεπτομέρεια να σου χαλάει μία ωραία ιστορία. Η αμφιβολία σε ό,τι αφορά την αληθινή επιστήμη βοηθάει και μπορεί να μην είναι πρέπον να κρίνεις χωρίς να γνωρίζεις, αλλά με κάποιον τρόπο θα πρέπει να επηρεάζεται η φωνή από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά και το περιβάλλον. Είναι, ήδη, αξιωματικό στο κεφάλι μου. 
 
Οι προσδιορισμοί που χρησιμοποιούνται δεν έχουν σχέση με το καλό και το κακό. Με την Ελ πιάσαμε την κουβέντα τις προάλλες για αυτό: σημασία έχει η αγνότητα του χαρακτήρα, η οποία οδηγεί στην ελευθεριότητα. Όπως συμβαίνει με τους δολοφόνους του Ντοστογέφσκι και τη συντριπτική πλειοψηφία των ηρώων των βιβλίων του, το μοτίβο που δείχνει και δίνει τον δρόμο οδηγεί προς τον εξαγνισμό. Στην περίπτωση του σπουδαιότερου Ρώσου συγγραφέα όλων των εποχών, το χάος είναι επιβεβλημένο και οι ήρωές του δεν ωθούνται στις πράξεις του από κάποιου είδους βοηθήματα, κυρίως για αλκοόλ, μια και η βότκα είναι ένα από τα συνώνυμα της Ρωσίας. Και αποστασιοποιήθηκε από αυτήν τη σχεδόν γονιδιακή σύνδεση ο πιο σημαντικός και διάσημος συγγραφέας της χώρας, όντας επιληπτικός. Μάλιστα, ο λογοτεχνικός μύθος αναφέρει ότι η πρώτη κουβέντα που είπε στη δεύτερη σύζυγό του, Άννα Γριγορίεβνα, άπαξ και γνωρίστηκαν, κοιτάζοντάς την καχύποπτα, ήταν: «Μήπως πίνετε;».  
 
Οπότε δεν είναι δόκιμη η σιγουριά για το αν τα κορίτσια της επόμενης γενιάς είναι καλύτερα από εκείνα της προηγούμενης. Είναι σίγουρα διαφορετικά, ανόθευτα. Δεν έχουν καπηλευθεί τον εσωτερικό κόσμο τους οι φαλλοκρατικοί φόβοι και για αυτόν τον λόγο δεν έχουν ανάγκη να ζητήσουν βοήθεια από κάποιον ή να φέρνουν τον εαυτό τους συνεχώς σε διαδικασία κτήσης και ανάκτησης συμβουλών. Το περιβάλλον που μεγαλώνουν, αν και ποτέ ιδανικό (κανένα περιβάλλον δεν είναι), τους επιτρέπει να κυκλοφορούν στον κόσμο χωρίς να αναγνωρίζουν τα στερεότυπα των προηγούμενων εποχών. Σε αυτό δεν γίνεται διαχωρισμός: η παιδευτική και εκπαιδευτική αμέλεια ακολουθεί κατά πόδας την κάθε εποχή, τόσο γαργαντουίζουσα στο παρόν που δεν μπορείς παρά να εξοργιστείς από το χάλι, το οποίο σε βάζει στη διαδικασία να ψάξει για τα εσώτερα κίνητρά σου, απομακρυσμένος από τον κόσμο των προκλήσεων. Η δική τους παρουσία, ωστόσο, είναι που παίζει τον ρόλο της διελκυνστίδας, τραβώντας τα αγόρια μακριά από τους μιζεριασμένους τρόπους συμπεριφοράς, από το ανυπόφορο τουπέ και από το γαϊτανάκι των μυστηριωδών συμπεριφορών, οι οποίες όσο συμπληρωματικές είναι, άλλο τόσο γίνονται μοναχικές. Το awkward girl δεν είναι ένας ιδιωματισμός που να αφορά στα καταθλιπτικά κορίτσια, αλλά αναφέρεται στην αφοπλιστική ειλικρίνεια όπως εκείνη εμφανίζεται στον δημόσιο βίο, μακριά από ακραίες συμπεριφορές και υποκριτικές τάσεις. Και μπορεί η εμφάνιση να μην παίζει πρωτεύοντα ρόλο, αλλά η διαφάνεια και η γηϊνότητα (σικ) των όμορφων κοριτσιών είναι που κάνει τον συγκεκριμένο χρωματιστό επερχόμενο λόχο ξεχωριστό. Ασφαλώς σε όλες τις εποχές υπάρχουν παραδείγματα που μπορείς να αναφέρεις, αλλά ουδέποτε είχαν να κάνουν με τις σεξοβόμβες ή τις αιθέριες φιγούρες οι οποίες έπρεπε να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο και καθ' όλα βαρετό προφίλ. Ήταν τόσο συντριπτική η πλειοψηφία, που οι κεκαλυμμένες εξαιρέσεις αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, περνούσαν δύσκολες ώρες έως ότου λυγίσουν και εμφανιστούν, πια, ως παρωδία του εαυτού τους. 
 
Τα αγόρια ακολουθούν περήφανα, μακριά από βασανισμένες σκέψεις κατάλοιπα των προηγούμενων γενεών, με μεγαλύτερη ευκολία στο να είναι οι καλοί καγαθοί σύμμαχοι των κοριτσιών σε μία ζωή γεμάτη αισθησιασμό. Έχοντας γνωρίσει κάποια που μόλις διέβησαν τον Ρουβίκωνα της εφηβείας ή υποδέχθηκαν στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν την τρίτη εφηβεία της ζωής τους, πρέπει να πω ότι στην αντίστοιχη ηλικία δεν πλησίαζα ούτε κατά διάνοια την εστέ και το ανγκστ τους. 
 
Μπορεί αυτό να είναι ένα πρελούδιο για έναν χωροχρόνο που δεν υπάρχει πια, μία ζύμωση που γίνεται πριν, στην προσδοκώμενη και αναπόφευκτη (εκτός θανάτου γινομένου) μέση ηλικία φέρει την αντίθεση για τους τότε εικοσάρηδες του κόσμου. Ελπίζω ότι θα γνωρίζω κάποιους, διότι, ξέρετε, είναι ο αέρας τους ακόμα που σε κάνει να νιώθεις νεότερος. Η αίσθηση της αθανασίας είναι το απόλυτο προνόμιο που δεν διατίθεται, απλώς συμβαίνει σαν τη σκιά ενός ποντικού που μέσα από συγκεκριμένη αντανάκλαση του φωτός κάνει το ζώο να μοιάζει πιο μεγάλο από ό,τι είναι, κάτι που το μετατρέπει σε άγνωστο Χ, μέσα από τις πτυχές του φόβου. 
 
Πριν κλείσω και επειδή πολύ φοβάμαι ότι η ανάλυση δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, μερικά τιπ για τα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά awkward girls: το βίντεο της Ολίβια Μαν στο youtube από το Newsroom, το Juno για την Έλεν Πέιτζ, τα αποσπάσματα από τις επισκέψεις της Όμπρεϊ Πλάζα στον Κόναν, η Μία Βασικόφσκα στο «Μόνο οι Εραστές μένουν ζωντανοί» του Τζιμ Τζάρμους, η Τζένιφερ Λόρενς στον Τζίμι Φάλον, κάποιος μονόλογος της Ζόσια Μάμετ στο Girls, η Κατ Ντένινγκς στον Φέργκιουσον, όπως και η επικριτική Κρίστεν Στιούαρτ. Ή θα γίνει ρηχοπλαστικά ή δεν θα γίνει καθόλου. 
 
ΥΓ. Μερίδιο ευθύνης, για τη σπουδαία κωμική φλέβα εκείνων που έρχονται, έχουν οι Τίνα Φέι και Έιμι Πόουλερ, που απέδειξαν ότι δεν χρειάζεται να είσαι άσχημη ή καρικατούρα του εαυτού σου, προκειμένου να είσαι αστεία. Έχουν, μέσα από τον, ας το παραδεχθούμε, φεμινιστικό τηλεοπτικό αγώνα τους, έχουν πράξει ευεργεσία για τον κόσμο.

—————

2015-01-09 05:28

Θρηνώ για τη δημοσιογραφία

Οι άνθρωποι βλέπουν τον θάνατο σαν κάτι που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Έφυγε ξαφνικά, λένε, έφυγε νικημένος από τον καρκίνο. Θεωρούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, ότι είναι μία κατάσταση που συμβαίνει τυχαία. Όταν μιλάνε για αυτόν, προσπαθούν να τον απομονώσουν, αν και είναι το ένα από τα δύο βέβαια γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή. Το άλλο είναι η γέννηση. Αυτή η απομόνωση ασφαλώς δεν μπορεί να ταιριάξει με τη συχνότητα, παρ' όλα αυτά έχουμε όλοι εμμονή στην εθελοτυφλία, επειδή πρέπει: πώς θα κυλούσε ο κόσμος αν ο θάνατος ήταν κάτι φυσικό; 
 
Μετά το μακελειό στη «Charlie Hebdo», ουσιαστικά πενθώ για τη δημοσιογραφία. Για τον τρόπο που μπήκαν Ισλαμιστές στα γραφεία της εφημερίδας στο Παρίσι, που ισχυρίστηκαν ότι είναι από την Αλ Κάιντα, που έψαξαν κατευθείαν για τον Στεφάν Σαρμπονιέ, τον εκδότη της εφημερίδας που, όπως είπε ο φίλος μου ο Αντώνης, είναι στην πρώτη πεντάδα των 100 ονομάτων που θέλει η τρομοκρατική οργάνωση να σκοτώσει. «Πού είναι ο Σαρμπ, πού είναι ο Σαρμπ», φώναξαν οι Ισλαμιστές πριν οποιοσδήποτε από τους έξι δημοσιογράφους ακούσει οτιδήποτε άλλο στη ζωή του. Για μένα, η Τετάρτη, 7 Ιανουαρίου, είναι 11/9. Για πάντα. Είναι μία καταστροφική μέρα για τον κόσμο και έγινε εκεί που ανθίζουν τα λουλούδια: στην πρωτεύουσα της χώρας που γέννησε τον Ραμπελέ, τον «πατέρα» του πραγματικά υπέροχου Γαργαντούα, στο μέρος που ξεκίνησε ο Μάης του 1968, το μόνο γεγονός για το οποίο με βεβαιότητα μπορεί να πει κάποιος ότι έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο- σε ό,τι αφορά την ελευθεριότητα- ώστε η μορφή των ανθρώπων να είναι αυτή που διακρίνουμε, με το χιούμορ, την καυστικότητα, τον ερωτισμό, την επαναστατικότητα. Δυσκολεύομαι να μη δακρύσω όσο φαντάζομαι τι έγινε στα γραφεία αυτής της εφημερίδας. 
 
Διάβασα αργότερα ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να διακωμωδούμε τη θρησκεία του καθενός. Πρώτον, έχουμε το δικαίωμα, και δεύτερον αυτό έκανε ο Ραμπελέ με τον Γαργαντούα και τον Πανταγκρουέλ. Δεν βασίστηκε στη θρησκεία, αλλά η θρησκεία είναι ένα μέρος της κοινωνίας μας. Δικαιούσαι να την κοροϊδεύεις και να την σατιρίζεις, με τον ίδιο τρόπο που έχουν βγει ανέκδοτα για τη μικρή Αννούλα, το Τσέρνομπιλ, με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσες να σαρκάσεις το Βιετνάμ, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, το κακό που έκανε ο Αδόλφος Χίτλερ στον κόσμο, όπως το έκανε με τον «Δικτάτορα» ο Τσάπλιν, το Περλ Χάρμπορ, το παστίτσιο της Βέφας. Δεν υπάρχει κάτι που να μη γίνεται να σχολιαστεί και, όποιος έχει το ταλέντο και μπορεί να το κάνει χωρίς να γίνει γελοίος, τότε θα είναι πραγματικά αστείος. Συνάμα, επικίνδυνος, δεν υπάρχει αμφιβολία επ' αυτού. Για αυτό το σκίτσο που έδειχνε τον Αμπού Μπακρ Αλ-Μπαγκντάντι, τον ηγέτη της ομάδας τρομοκρατών του Ισλαμικού Κράτους, να εύχεται στον κόσμο χρόνια πολλά και, «πάνω από όλα, καλή υγεία», ήταν αληθινά αστείο. Δεν με ενδιαφέρει, κιόλας, ποιος θα μπορούσε να το δεχθεί για τον δικό του Θεό, αλλά δεν με αφορά κιόλας. Όλες οι καταστάσεις της ζωής επιδέχονται σαρκασμού, ειδικά οι πιο σοβαρές. 
 
Θρηνώ για τη δημοσιογραφία διότι έχουμε νεκρούς, το ξέρω. Έχουν φάει τόσοι πολλοί δημοσιογράφοι ξύλο στην Ελλάδα για τον ένα ή τον άλλο λόγο, που είναι αδύνατον να μπεις στο μυαλό των ανθρώπων για να καταλάβεις τι άλλο πρέπει να γίνει για να αντιδράσει κάποιος. Αν η ελευθεροτυπία δεν είναι το πιο ιερό δικαίωμα ενός πραγματικού λειτουργήματος, δεν ξέρω ποιο είναι. Αν η λογοκρισία συνεχίζει να περνάει ατιμώρητη, αν πηγαίνεις να γράψεις και σου παρουσιάζουν γραμμές και κατευθύνσεις, αν φοβάσαι τις «ντουλάπες» και τις μηνύσεις, τότε είναι πολύ σημαντικό να πενθήσεις για κάτι που δεν υπάρχει πια. Που ίσως δεν υπήρξε ποτέ τόσο ελεύθερο, αλλά που ήταν στο μυαλό σου έτσι όταν ξεκινούσες αυτήν την πουτάνα τη δουλειά και δεν μπορούσες να ψυχανεμιστείς, γαμώτο, ότι συνδικάτα που πρεσβεύουν αναφαίρετα δικαιώματα ενώ έχεις κάνει το καθήκον σου, διευθυντές και πάσης λογής γλείφτες θα ετίθεντο ανερυθρίαστα και αβίαστα υπέρ των εκδοτών, που προφανώς κανένας τους δεν είναι ο Στεφάν Σαρμπονιέ της «Charlie Hebdo». Δεν είμαι σοκαρισμένος για το γεγονός ότι σκοτώθηκαν δημοσιογράφοι, όσο για το πόσο εμφανή γίνονται τα οικεία παραδείγματά μου, σε πολλά εκ των οποίων έχουν συμμετάσχει, από ανθρώπους που το παίζουν ελεύθεροι και άνετοι, ότι δήθεν παλεύουν για το εργατικό δίκαιο, αλλά που μαρτυράνε στους εκδότες χωρίς ξύλο. Από δημοσιογράφους που προσπαθούν να κρατήσουν την ταυτότητά τους και να αποτυπώνουν το ρεπορτάζ τους, αλλά καταπίνουν θέματα αμάσητα χωρίς αντίρρηση.  
 
Πώς μπορούν άνθρωποι που βρίζουν μανάδες να διαμαρτύρονται για το δικαίωμα ενός ανθρώπου να κρατήσει άμεμπτη τη θρησκεία του; Οι μανάδες είναι η πρώτη θρησκεία του κόσμου και όποιος κάνει ότι δεν το ξέρει αυτό, είναι απλώς ηθικολόγος. Ο Ντοστογέφσκι ισχυριζόταν ότι υπάρχει το καλό και το κακό, διότι αν υπήρχε μόνο το καλό ο Θεός δεν θα είχε καμία δουλειά στον κόσμο και θα ήταν ανόητο να υπάρχει. Παρ' όλα αυτά ισχυριζόταν ότι δεν ήταν αληθινά θέματα το καλό, το κακό και η ύπαρξη του Θεού: το αληθινό ζήτημα είναι ο αγώνας του ανθρώπου προς την ελευθερία και οι τεράστιοι κίνδυνοι που υπάρχουν σε περίπτωση που μείνει ελεύθερος. Αυτό είναι που έχει τη μόνη σημασία. Και οι δημοσιογράφοι της Charlie Hebdo βρέθηκαν μπροστά σε αυτούς, με όπλο τους την πένα και το χιούμορ, μέχρι να φθάσουν στην οριστική ελευθερία της ζωής και ο κόσμος να αντικρίσει το νοητικό μέρος της ψυχής τους, κατά Πλάτωνα, να ταξιδεύει στους ουρανούς ή δεν ξέρω πού αλλού. 
 
 
Έβαλα λίγη ρακή στο ποτήρι μου απόψε και πίνω στη μνήμη σας. Δεν γνωρίζω αν περιμένατε ότι θα φτάσουν ως εκεί, ως το σημείο που θα έμπαιναν μέσα με τα ΑΚ47 και θα πυροβολούσαν χωρίς έλεος. Απλώς ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι σκεπτόμενοι που υπερασπίζονται το δικαίωμα του ανθρώπου στη θρησκεία, ξεγελασμένοι από τη λέξη «δικαίωμα». Πρόκειται για αυστηρό καθήκον βαθιά ριζωμένο μέσα τους, για απαγορευμένη συζήτηση, για μία ουσία που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Πρόκειται για υπέρμαχους των εγκλημάτων για τη θρησκεία- έχουν γίνει τα ειδεχθέστερα στο όνομά της, και για να τα λέμε όλα, κυρίως από Χριστιανούς- έστω κι αν προσθέτουν ότι φυσικά δεν ενστερνίζονται την ακρότητα της πράξης. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει άνθρωπος που να μην κατακρίνει με όλο το πύον που εκκρίνουν τα σάπια κουάρκ του αυτό το αιμοσταγές εγχείρημα, ακόμα και αν δεν είναι αυτός ο λόγος που με έχει καταβάλλει. Με κάνει να παραδίδομαι ο περιρρέον φόβος, που ξεκινά από τις συντεχνίες και καταλήγει στα μεγάλα κεφάλια ή ακόμα πιο πέρα, τα στυγνά προβοκατόρικα πρωτοσέλιδα, που είναι μία παρωδία της παρωδίας που θα έπρεπε να δημιουργήσουν, η ίντριγκα που αποπνέουν οι πολιτικές δηλώσεις και, γενικώς, η απαγόρευση της επιθυμίας να γράψεις αυτό που μαθαίνεις, επειδή κατευθείαν θα σου δημιουργήσουν ένα στρατόπεδο στο οποίο σε κατατάσσουν. 
 
Δεν υπάρχουν εδάφη απάτητα στη δημοσιογραφία, κυρίες και κύριοι. Αν δεν μπορείς να καταπιαστείς με τη θρησκεία, δεν μπορείς να καταπιαστείς με τίποτα. Είσαι μισός. Η δημοσιογραφία είναι όλα ή τίποτα. Μαθαίνεις, ασχολείσαι και αν κάτι υπερβαίνει τα εσκαμμένα, καταπιάνεσαι με την κριτική και μετά πεθαίνεις νεότερος από ό,τι πρέπει από το άγχος και την κούραση. Δηλαδή, πεθαίνεις και αυτό ήταν, χωρίς να έχει σημασία το γιατί. Ή σε σκοτώνουν φανατικοί. Αυτό, όσο αποτρόπαιο και αν φαντάζει, μπορεί να είναι ένα κόστος που πληρώνεις. Στη Charlie Hebdo το πλήρωσαν διότι το έκαναν. Πόσοι ακόμα, σε αυτή την αμεταρσίωτη χώρα, μπορούν να πουν ότι το κόστος για αυτό που έκαναν μπορεί να είναι τόσο μεγάλο, με συνέπεια ό,τι έπραξαν να είναι τόσο ολοκληρωτικά ικανοποιητικό και απόλυτο;  

—————

2015-01-04 18:57

1-7

Το 2014 περνάει στη χωροχρονική ιστορία έχοντας προσφέρει μία από τις κορυφαίες ποδοσφαιρικές στιγμές όλων των εποχών: την κορυφαία για εκείνους που δεν είδαν τη Βραζιλία του 1970 και το 2-1 της Ουρουγουάης επί της Βραζιλίας στο Μαρακάνα το 1950, δηλαδή την κορυφαία. Το 1-7 της Γερμανίας επί της Βραζιλίας στο Μπέλο Οριζόντε, στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου.

Ουσιαστικά, πρόκειται για την κορυφαία αθλητική στιγμή εδώ και χρόνια. Πιο σοκαριστικό, ιστορικό και δραματικό μομέντουμ σε ένα συγκεκριμένο τρομερά σημαντικό παιχνίδι έχει να εμφανιστεί από την εποχή που ο Ζινεντίν Ζιντάν κουτούλησε τον Μάρκο Ματεράτσι. Και πάλι, αυτό δεν έκρινε κάτι επί του πρακτέου: έγινε στην αργά στην παράταση του τελικού του Μουντιάλ του 2006 στο Βερολίνο, με το ματς να πηγαίνει στα πέναλτι. Ενώ ο ημιτελικός ήταν Άουσβιτς. Ήταν take no prisoners. Ήταν ό,τι πιο τρομακτικό έχει εμφανιστεί στην τηλεόραση από τη σκηνή του Μοριάρτι με τον Σέρλοκ στην πισίνα, αν και το τελευταίο σχόλιο ήταν κάπως αβανταδόρικο.

Η αναφορά των υπόλοιπων στιγμών δεν κάνουν το 1-7 να φαντάζει ισάξιό τους. Το τρικ, όταν σου πέφτει κάτι, είναι να το κάνεις να μοιάζει σαν να είναι στο κόλπο, όπως έγραψε ο Τομ Ρόμπινς στον Τρυποκάρυδο. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει σύγκριση. Όχι επειδή ένα γεγονός είναι σπουδαιότερο από το άλλο, αλλά επειδή δεν είναι δόκιμη. Όπως δεν ήταν δόκιμο το Αλί εναντίον Τάισον, το Πελέ εναντίον Μαραντόνα, το Τζόρνταν εναντίον Κόμπε. Όχι, ωστόσο, το Μπερντ εναντίον Μάτζικ ή το Μέσι εναντίον Ρονάλντο, δηλαδή αθλητών που μεγαλούργησαν την ίδια επoχή.


Η σύγκριση δεν είναι θεμιτή, αλλά απαραίτητη σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλιώς η γλώσσα, το πλάσμα με την πολιά κεφαλή, δεν θα είχε φροντίσει για τον συγκριτικό και τον υπερθετικό βαθμό. Το zeitgeist την καθιστά δικαίωμα, ενώ υπάρχει και η πιθανότητα να ισχύει υπό την έννοια της εξέλιξης και της προόδου. Παραδείγματος χάρη, ο Ανατόλι Μίσκιν ήταν ένας από τους πρώτους ψηλούς φόργουορντ που συμπεριφέρονταν ως γκαρντ και άρα πρωτοπόρος. Ο Τόνι Κούκοτς είναι μία προοδευμένη επιγονική όψη του, ενώ ο Ντιρκ Νοβίτσκι, που μπορεί να αποτελεί τη συνέχεια του Κούκοτς, είναι μία εξελιγμένη εικόνα του Κροάτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι καλύτερος. Και ενώ οι δήθεν πιο λόγιοι αρνούνται να αποδεχθούν τη σημασία της σύγκρισης όταν βρίσκονται σε κατάσταση διαλεκτικής, δηλαδή μακριά από την άψη της στιγμής, η δημιουργία της σύγκρισης κάνει την ίδια τη σύγκριση νομότυπη και μερικές φορές επιβεβλημένη αυταπόδεικτα.

Το 1-7 είναι από εκείνες τις στιγμές που όταν της αναπολείς, έρχονται στο μυαλό σου σε κατάσταση slo-mo, που λένε και στο χωριό του Τιμ Χάουαρντ. Αλίμονο: αυτό συνέβαινε ακόμα και κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιώρου του ματς. Ό,τι συνέβαινε γινόταν αργά, σαν την αναμονή πριν την αιματοχυσία στους «Άδοξοι Μπάσταρδη», το πιο εμπνευσμένο δημιούργημα του Κουέντιν Ταραντίνο. Και πράγματι σόκαρε την ανθρωπότητα σαν οτιδήποτε το 2014, διότι ήταν κάτι που δεν είχαμε δει ξανά.

Δεν συγκρίνεται με την ανθρώπινη ζωή βεβαίως. Αλλά τις περισσότερες φορές η ίδια η ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανθρώπινη ζωή. Έχουμε δει καταστροφές και χάσιμο ζωών όπως στο Norman Atlantic και δαγκώνουμε το στόμα μας, σφιγγόμαστε και θυμόμαστε τις προηγούμενες. Πολύ δύσκολα μπορεί να συμβεί κάτι που δεν έχει γίνει ξανά και αυτό σημαίνει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να μας επηρεάσει κάτι τόσο δυνατά όσο όταν συνέβη την πρώτη φορά. Ο Αποδυτηριάκιας έγραψε ότι η τεχνολογία μας αποχαυνώνει με αποτέλεσμα τα συναισθήματά μας να μην απελευθερώνονται πηγαία, όπως παλιά. «Ξέραμε πώς να πενθούμε», έγραψε. Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια. Ο σεισμός του 1999 ήταν κάτι που δεν είχε γίνει ξανά. Η 11/09 ήταν κάτι που δεν είχε συμβεί πριν. Το «Σάμινα» μπορεί να επαναλήφθηκε, αλλά σημασία είχε η ποσότητα. Αν ήταν να πενθούμε για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο ή ακόμα και στη χώρα μας, θα έπρεπε από την πρώτη μέρα της ζωής να φοράμε μαύρη φορεσιά. Πενθούμε για ό,τι συμβαίνει σε μας και πενθούμε λιγότερο για ό,τι συμβαίνει κοντά σε μας. Και όταν ζήσουμε το πένθος, δεν έχουμε καμία αληθινή όρεξη για να πενθήσουμε οτιδήποτε άλλο, μακρινό, που δεν ανησυχεί τους οικείους μας.

 


Το 1-7 δεν είχε ξαναγίνει. Το Norman Atlantic θα καταχωρηθεί στη Βίβλο των Καταστροφογράφων στο γράμμα «Ν», και υπάρχει λόγος που λέγεται Βίβλος: είναι βιβλίο χιλιάδων σελίδων και αναλύει την ανθρώπινη πτώση, αν το αναπόφευκτο μπορεί να είναι πτώση. Το 1-7 δεν έχει επαναληφθεί. Μόνο το 3-6 της Ουγγαρίας στο Γουέμπλεϊ, στις 25 Νοεμβρίου του 1953, μπορεί να πάει κοντά από την άποψη του σοκ. Το 1-7 ήταν ένα αποτέλεσμα τόσο απίστευτο, που εκείνο το κείμενο για το gavros.gr το τελείωσα στο ημίχρονο. Ένα απαραίτητο μικρό κείμενο, που ανέφερε τα εξής:

«Η συνειδητοποίηση ότι ο Τζον Ντο είναι ο Κέβιν Σπέισι στο Se7en, πολλαπλασιασμένη με το ένα εκατομμύριο. Μιλάμε για σνικτ, φλιπ και ζμπονγκ. Μιλάμε για τον Ρούντολφ Ες υπό την επήρεια των ναρκωτικών. Για την τελευταία σκηνή από το «Άρωμα» του Πατρίκ Ζίσκιντ. Για το «Ρόκι 4», αν νικούσε ο Ιβάν Ντράγκο στα 25 πρώτα δευτερόλεπτα. Για μία γιορτή που δεν καταλάβαμε. Άναυδοι, μπροστά στο πιο τρομακτικό Oktoberfest όλων των εποχών στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Πολύ λίγες στιγμές στον αθλητισμό ήταν σαν αυτό το πρώτο μισάωρο στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Πολύ λίγες στιγμές μπορείς να παρομοιάσεις σαν αυτή τη λεηλασία, μπροστά σε εκατοντάδες εκατομμύρια θεατές. Είμαστε μίλια μακριά αλλά γράφεται ιστορία.

Υπάρχουν ποιητικές περιγραφές για συμβάντα στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Αλλά δάκρυα από πιτσιρικάδες στο 25’ και αγκαλιές παρηγοριάς. Από το 25’! Να φεύγουν άνθρωποι από το «Μινεϊράο» από το ημίχρονο. Να πηγαίνει η μπάλα στη σέντρα και να είμαστε όλοι σαστισμένοι. Να αλλάζουν οι Γερμανοί την μπάλα στην περιοχή και να πλασάρουν με το παγωμένο αίμα τους. Και η μπάλα να κυλάει με τέτοιο τρόπο που να είσαι σίγουρος ότι πρόκειται για γερμανική πάσα, κάτι αυστηρό, απολυταρχικό και τυρρανικό για τον αντίπαλο.

Ήδη, στο 25’, είσαι εκεί που γράφεται η ιστορία. Δεν θα το θυμάσαι μόνο εσύ αυτό: ούτε μία στιγμή θα ρωτήσεις πότε έγινε. Είναι Βραζιλία-Γερμανία 0-5 στο 29’, μέσα στη Βραζιλία, στο Μπέλο Οριζόντε, δε φάκινγκ Νάντσις που έλεγε και ο Μπραντ Πιτ στους «Άδοξη Μπάσταρδοι». Είναι ημιτελικός Παγκόσμιου Κυπέλλου, θα το θυμόμαστε για πάντα. Θα γραφεί ακριβώς 18 εκατομμύρια 632 χιλιάδες 411 φορές τα επόμενα 50 χρόνια και το μόνο που δεν θα γίνει είναι ταινία, διότι δεν έχει ηρωισμό, ανδραγάθημα και υπερβάσεις, αλλά μία ψυχρή επικράτηση, εκείνη της πλήρους ανωτερότητας, λες και δεν διακυβεύονταν τόσα πράγματα στο παιχνίδι. Οι Γερμανοί, με τον χαμηλό σφυγμό και την παράνοια του serial killer, τέτοια είναι όταν η λογική αποβάλλει τελείως το συναίσθημα και το ποδοσφαιρικό γκολ γίνεται απολύτως κυνικό, απέναντι σε ένα κράτος και μία χώρα, μία ομάδα που υποσχέθηκε ότι θα παλέψει αλλά δεν μπόρεσε να δει τους αντίπαλους. Δεν μπορούσε να τους αγγίξει, δεν μπορούσε να τους αντιληφθεί. Τους διέλυσε, δεν τους χάρισε χρόνο. Τους διέσυρε σε εκείνα τα σημεία για τα οποία οι απουσίες τους λογίζονταν ως σημαντικές απουσίες. Πήραν τη βελόνα με το δηλητήριο και την έσπρωξαν στο βάθος της καρδιάς τους τόσο πειστικά, που περάσαμε την περισσότερη ώρα και εμείς με το στόμα ανοικτό. Το «Μινεϊράο» έμοιαζε με το Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, έτσι όπως ο Κεντίρα έβρισκε τον Κρόος και η μπάλα άλλαζε σε 2 μέτρα απόσταση και επέμενε να μπαίνει στα δίχτυα διαλύοντας κάθε βραζιλιάνικη πιθανότατα. Ήταν ντοκιμαντέρ του National Geographic α;πό τον Αμαζόνιο.

Και μετά ήρθε το ημίχρονο. Και τα 15 λεπτά ήταν αρκετά μόνο για να επιστρέψει το αίμα στη θέση του. Δεν ήταν αρκετό κάτι άλλο.

Μόνο με το Ουρουγουάη-Βραζιλία 2-1, το 1950, μπορεί να συγκριθεί. Αλλά πάλι, 0-5, από το 11’ έως το 29’. Καλοί οι μύθοι και οι παραδόσεις, αλλά τίποτα δεν πάει κοντά. Δεν έχει ξαναδεί, από την αρχή του ποδοσφαίρου, ποτέ κανείς κάτι παρόμοιο σε τέτοιο επίπεδο. Δεν μπορεί να έχει ξαναγίνει.

Όλο το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι ιστορία. Αλλά αυτό το πρώτο μισάωρο στο Μπέλο Οριζόντε, πόσο περισσότερο εκτόπισμα δίνει στον ούτως ή άλλως υπαρκτό γερμανικό μύθο; Πόσο υλικό προσθέτει σε ό,τι είναι το ποδοσφαιρικό γονιδιακό σημείο αναφοράς του.

Συγγνώμη: περιμένατε τόσο πολύ, η Βραζιλία σας πήγε στον ημιτελικό, πήρατε τις ρέπλικές σας, πήγατε στο γήπεδο και σε no prisoners κατάσταση η Γερμανία, δεν πήρε αιχμαλώτους και βίασε τα γυναικόπαιδα.

Είναι μάλλον ειλικρινές και άβολο και όσο περνάει η ώρα γίνεται συνείδηση ότι κανείς δεν ξέρει πώς να νιώσει. Είναι λες και από αύριο θα ξεκινήσει ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Απλώς συμβαίνουν κάτι όπως αυτό στο Μπέλο Οριζόντε και δεν υπάρχει συνέχεια: είναι λες και η ζωή, όλη η ζωή, όχι μόνο το ποδόσφαιρο, μηδένισε και θα αρχίσει να ξαναγράφει από την αρχή
».



Βρεθήκαμε άναυδοι μπροστά στην τηλεόραση, στ’ αλήθεια. Το παιχνίδι δεν ήταν δίκαιο εξ ορισμού, διότι έλειπε ο Νέιμαρ και η Γερμανία ήταν ούτως ή άλλως πολύ καλύτερη ομάδα. Αλλά αυτό δεν ήταν ποδόσφαιρο. Ήταν πολιτι(στι)κό δρώμενο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος επέστρεψε για λίγο. Ήταν ένα ματς που δεν είχε σχέση με οτιδήποτε. Τόσο τέλειο, που οποιαδήποτε μυθοπλασία δημιουργηθεί τα επόμενα 100 χρόνια (διότι τόσο θα κρατήσει η διάπλαση εκείνου που είδαμε), δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από εκείνο που νιώσαμε τη Στιγμή. Το εικοσάλεπτο από το 10’ έως το 29’. Το τετράλεπτο από το 25’ έως το 29’. Τα δυνητικά τανκς που εισέβαλλαν στο Μπέλο Οριζόντε και καθάρισαν τα πάντα. Και πάλι είναι έως αδύνατον να περιγραφεί.

Με αυτόν τον τρόπο προσπαθώ να περάσω στο κείμενο ότι το 1-7 είναι η κορυφαία στιγμή του 2014. Όχι απλώς αθλητική. Είναι ό,τι πιο τρομερό συνέβη σε κάθε διάσταση που μας αφορά. Ήταν λεοντώδες. Τερατικό. Στον αθλητισμό συνέβησαν διάφορα: μία από τις κορυφαίες ομάδες στην ιστορία του μπάσκετ πήρε το πρωτάθλημα στο ΝΒΑ, οι Σαν Αντόνιο Σπερς, με τρεις από τους κορυφαίους παίκτες της ομάδας στα 38, στα 37 και στα 32 αντιστοίχως. Στην κολύμβηση η Μαρία Μπελμόντε και η Κατίνκα Χόζου έκαναν παγκόσμια ρεκόρ. Η Ρεάλ Μαδρίτης πήρε το 10ο. Η Μακάμπι Τελ Αβίβ πήρε το έκτο, μέσα σε μία οιστρηλασία στο Μιλάνο, εκδίκηση για τους χαμένους τελικούς από την Τρέισερ το 1987 και το 1988. Στο βόλεϊ η Πολωνία νίκησε τη Βραζιλία στον τελικό του Μουντοβόλεϊ και οι ΗΠΑ ήταν φανταστικές στο Μουντομπάσκετ. Στο πόλο οι Σέρβοι ήταν οι πανίσχυροι πρωταθλητές Ευρώπης και δύο ομάδες της Βαρκελώνης, οι Μπαρτσελονέτα και Σαμπαντέλ, κατέκτησαν ισάριθμα Κύπελλα Πρωταθλητριών, με το 19-10 της δεύτερης επί του ΝΟ Βουλιαγμένης στις 12 Απριλίου να αποτελεί μία υπέροχη παράσταση. Όμως ουδέν ήταν σαν αυτό. Ήταν ένα διαρκές σοκ και όλοι οι θεατές ήταν υποτονικοί μεθύστακες. Ένα κεφάλι που έσκυβε σιγά σιγά προς τα κάτω, για να συναντήσει τη ρίζα της κραιπάλης (κάρα-πάλλω).

Εκείνη τη νύχτα, η Βραζιλία συνάντησε ξανά, μετά το 1-2 της Ουρουγουάης στο Μαρακάνα 64 χρόνια πριν, τον Μεγάλο Φασουλή.
 

—————

2015-01-03 18:41

Ποτέ δεν κατάλαβα τον Τζέραρντ

Η απόφαση της Λίβερπουλ να σταματήσει τη συνεργασία της με τον Στίβεν Τζέραρντ δεν είναι προσαρμόσιμη στη σκέψη μου. Δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, απλώς εξελίχθηκε σιγά σιγά, σαν μία από εκείνες τις απογοητεύσεις που παίρνουν τον χρόνο τους για να εξαπλωθούν στο μυαλό σου. Ο άνθρωπος είναι ένα ον, ένα πλάσμα, που εφηύρε την κοινωνία για να μην αναγκάζεται να βρίσκεται συνεχώς σε μία διαδικασία θανάτου. Να μην καταλαβαίνει πόσο μάταιη είναι η ζωή και ότι οδηγεί στον θάνατο. Να αποκτά την παιδεία που πρέπει ώστε να έχει προσανατολισμό, επαγγελματικό και μη, ο οποίος οδηγεί στον στόχο. Η βαθύριζη συγγένεια του ανθρώπου με τη ζωή έχει ως μόνη πρόσβαση τον δρόμο προς τον θάνατο. Και η πορεία του δεν είναι κάτι συγκεκριμένο, δεν έχει κάποιον σαφή σχηματισμό. Όμως, όλοι θα προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τι συμβολίζουν τα βήματά μας, οι θαμβώσεις του νου και οι δίνες από το απόλυτο σκοτάδι. Και όλοι θα θεωρήσουμε, με λίγη προσπάθεια, ότι αυτά τα βήματα χαράσσουν μία πορεία προδιαγεγραμμένη. Αυτό είναι το όφελος της κοινωνίας, σε βάζει να ζεις σε μία γλυκιά ουτοπία η οποία έχει ως στόχο, εκτός της επιβίωσης, την αθανασία. 
 
Τα παιχνίδια, τα σπορ, είναι η ανώτερη διάσταση αυτής της ουτοπίας, μία που ο Κρίστοφερ Νόλαν θα είχε καλύψει με μπόλικο ήλιο. Για αυτό και γίνεται, σιγά σιγά, σοκαριστική η αποχώρηση του Τζέραρντ από τη Λίβερπουλ τόσο ξαφνικά, τη δεύτερη μέρα του Γενάρη. Διότι η επιθυμία να μη συνειδητοποιείς την αληθινή φύση του χωροχρόνου σε ό,τι αφορά το είδος, ένα αμάλγαμα από σπερματοζωάρια, ωάρια και αρκετή τύχη, βρίσκει στα σπορ το σπουδαιότερο επιχείρημά της. Και ενώ υπάρχουν οι πρώτοι μήνες μίας ζεστής ερωτικής σχέσης που μπορούν να σου προσφέρουν κάτι παρεμφερές και πιο δυνατό, ο αθλητισμός προβαίνει στη συγκεκριμένη κατάσταση εσαεί και δεν παραμένει στο αθάνατο μέρος της ψυχής, αλλά μπολιάζεται και στα πλατωνικά θνητά, το θυμοειδές και το επιθυμητικό.

 
Ο χωρισμός με τον Τζέραρντ μου δημιουργεί σύγχυση λεπτό με το λεπτό, ίσως διότι ο σύλλογος στον νου μου είναι τόσο μεγάλος, που αρνούμαι να αποδεχθώ ότι άφησε έναν από τους εμβληματικότερους αρχηγούς στην ιστορία του να φύγει, κάνοντας απλώς υπολογισμούς. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα άφηναν ο Μπιλ Σάνκλι ή ο Μπομπ Πέισλι έναν τόσο σπουδαίο ποδοσφαιριστή να αποχωρήσει, ακόμα και αν κρίνεται ως παρωχημένος. Η Λίβερπουλ δεν είναι μόνο η ομάδα με τη μεγαλύτερη διάρκεια σε ό,τι ήταν ο πρόδρομος του σύγχρονου ποδοσφαίρου στην Αγγλία, δηλαδή σε μία συντηρητική ποδοσφαιρικά χώρα κυρίως λόγω της αλαζονείας της, αλλά και εκείνη που άφηνε σε όλους τους πιτσιρικάδες την πιο έντονη αίσθηση ότι είναι Σάββατο και έχει αγγλικό πρωτάθλημα. Την ποδοσφαιρική αίσθηση, η οποία αποτυπώνεται μέσα σε παιδικά μάτια, γίνεται θεόρατη και έπειδη δεν μπορείς, οριστικά, να ξεμπλέξεις από αυτή. 
 
Από τότε που άρχισα να υποστηρίζω τη Λίβερπουλ, τον Δεκέμβριο του 1990 μετά την ήττα από την Άρσεναλ με σκορ 3-0, υπάρχουν φυσικά ήττες που με έχουν κάνει να εξοργιστώ και νίκες που με έχουν κάνει να γίνω ρεζίλι: το 1-4 στο «Ολντ Τράφορντ» τον Μάιο του 2009 και φυσικά ο τελικός της Πόλης το 2005 είναι στις 20 με 25 κορυφαίες στιγμές της ζωής μου. Ήμουν στο αυτοκίνητο, με κομμένη την τηλεόραση, όταν τον Απρίλιο του 2008 η Λίβερπουλ απλώς αρνούνταν να παραδοθεί στο «Στάμφορντ Μπριτζ», προσπαθώντας να ανατρέψει το 1-2 του πρώτου ματς στο «Άνφιλντ» με την Τσέλσι και αυτό συνέβαινε επειδή στην εφημερίδα που εργαζόμουν μας είχαν κόψει τη συνδρομή στην τηλεόραση, κάτι που ακόμα θεωρώ εξωφρενική ξετσιπωσιά εκ μέρους απάντων των υπεύθυνων προς το ζήτημα. Αλλά το παν, αυτά τα 25 χρόνια που δεν έχω δει πρωτάθλημα, που δαγκώθηκα με το περυσινό πρωτοσέλιδο του Goal που την έστεψε πρωταθλήτρια πολύ πριν το τέλος ενός πρωταθλήματος που η μόνη αντιστοιχία σε διασκέδαση φαντάζομαι ότι ήταν το Studio 54 στη Νέα Υόρκη (ή, για να έρθουμε στα δικά μας, η Κουίντα του Μπάμπη Μουτσάτσου στη Φωκίονος Νέγρη) είναι η λαϊκή ιερότητα που αναδείχνεται μέσα στην ομάδα. Οι ιστορίες, ότι ο Σάνκλι πήγαινε στα βενζινάδικα και έδινε εισιτήρια στα παιδιά- στους lads- ο κόσμος που γέμιζε το Άνφιλντ βδομάδα παρά βδομάδα για να παρακολουθήσει ένα θέαμα που στην πλειοψηφία του ήταν τραγικό, το γεγονός ότι οι προπονητές στη συντριπτική πλειοψηφία τους είχαν απίστευτη πίστωση χρόνου από τη λαϊκή βάση ενός συλλόγου ο οποίος έχει κατακτήσει 5 Κύπελλα Πρωταθλητριών, τα 4 εκ των οποίων μέσα σε 7 χρόνια. Τον τρόπο που παίζουν οι κεντρικοί αμυντικοί της εδώ και δεκαετίες, με αυταπάρνηση που ίσως είναι στοιχείο του χαρακτήρα τους, αλλά ίσως και να μην υπάρχει αλλού. Η τεχνολογία δεν έχει αφήσει κάτι άθικτο και ταυτοχρόνως έχει στείλει τους ανθρώπους από τους δρόμους στα σπίτια τους. Σύμφωνα με το «Εγχειρίδιο Επικοινωνίας του Τζόναθαν Γουίντερς», ο αριθμός των άνδρων που ζητάνε τους αριθμούς τηλεφώνων από τις γυναίκες για να τις καλέσουν για έναν καφέ έχει μειωθεί κατά 67% στις προηγμένες κοινωνίες, στις λιγότερο προοδευμένες κοινωνίες ή σε κοινωνίες που νομίζουν ότι είναι προηγμένες (σύμφωνα με τις «Εκτιμήσεις που γίνονται Γνώμες και Γεγονότα σε ένα Δευτερόλεπτο, η Ελλάδα είναι πρώτη με 4828223809 βαθμούς διαφορά από την αμέσως επόμενη σε αυτήν την κατηγορία). 
 
Και παρ' όλο που γνωρίζω ότι δεν ενέχει τίποτα από ό,τι συμβαίνει στις σελίδες της Ύστατης Σημασίας, παραμένω ένας οργανισμός που βρίσκει στο μείγμα του εκνευρισμού και της αμηχανίας την αφορμή για να μην αφήσει τη φυγή του Τζέραρντ ασχολίαστη. Διότι όταν τελικά λες ψέματα στον εαυτό σου, ότι η ζωή είναι ωραία και ότι δεν ήρθαμε τυχαία εδώ, πληρώντας τις προϋποθέσεις για τις επουράνιες αποφάσεις ενός πνεύματος, θέλεις να υπάρχουν πυλώνες που θα στηρίζουν το συγκεκριμένο ψέμα, ώστε όταν ψεύδεσαι, όταν θέλεις να εντυπωσιάσεις, όταν επιθυμείς να κάνεις πράγματα που σου αρέσουν και να χαράξεις μία πιο κυριολεκτική (εδώ είναι το οξύμωρο: το να πάρεις το αεροπλάνο και να πας στο Παρίσι είναι πιο «κυριολεκτικό» από το να γεννηθείς και να οδεύεις προς τον θάνατο) πορεία μέσα στον κόσμο, να έχεις τουλάχιστον στον νου σου ότι υπάρχει η αγάπη και η φιλία και η τιμία και ότι όλα αυτά τα συστατικά είναι πιο αποτελεσματικά από το αν ένας ποδοσφαιριστής μπορεί να παίξει ή όχι στην ομάδα. Οπότε είναι τελείως απίστευτο μία ομάδα με τέτοια κουλτούρα και με δύο μελανές κηλίδες στην ιστορία της, πιο μαύρες και από την πίσσα στο σκοτάδι, το Χέιζελ και το Χίλσμπορο, να ξεπαστρεύει έτσι τον εμβληματικό αρχηγό της, επειδή αυτό θα σημαίνει μία κερδοφόρα κίνηση.
 
 
Η σχέση αυτών των καταστάσεων με τον ίδιο τον Τζέραρντ σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο κείμενο δεν έχει τη σχέση που θα αναμενόταν, διότι δεν ήμουν φαν του Stevie G και ποτέ δεν τον κατάλαβα. Ένας βασικός λόγος είναι τα κόκκινα μαλλιά, οι φυσικοί κοκκινομάλληδες είναι οι πιο δύσκολοι για ανάλυση και επεξεργασία και δεν θα μπορούσα να γράψω ένα κείμενο για αυτόν που να μην κοροϊδεύω την κοινωνία χρησιμοποιώντας φράσεις που εμφάνιζαν τις ικανότητές του, οι οποίες θα ήταν αμφίβολες. Περίμενα τον τρόπο που θα χάσει η Λίβερπουλ το περυσινό πρωτάθλημα. Από αγωνιστική σε αγωνιστική ήμουν πανέτοιμος να δεχθώ οποιαδήποτε γκάφα και ενώ δεν μπορούσα να παρακολουθήσω το ματς με την Τσέλσι, το άκουσμα του αποτελέσματος δεν μου προκάλεσε έκπληξη, υπολογίζοντας εξαρχής πόσο ικανός είναι ο Ζοσέ Μουρίνιο στον ψυχολογικό πόλεμο. Μετά ήρθε το μπλακ άουτ με την ΚΠΡ, το οποίο με κράτησε παγωμένο στην οθόνη: η κίνηση του Σουάρες να μαζέψει την μπάλα από τα δίχτυα, επειδή κυνηγούσαμε το 0-7 και τα 3 γκολ που δεχθήκαμε. Δεν ήταν αυτό το παιχνίδι που στέρησε από τη Λίβερπουλ έναν τίτλο, αλλά ήταν εκείνο που μας υπενθύμισε ποια ομάδα υποστηρίζουμε. Φυσικά, από τη στιγμή που δεν είμαστε μηχανές, εξ όσων γνωρίζω, στη θερμοκρασία της προηγούμενης από την περυσινή περιόδου έπρεπε να περάσει κάποιος καιρός για να επανέλθουμε, αλλά ελάτε τώρα: κοιτούσα πριν ένα χρόνο τη βαθμολογία στην Αγγλία και την έκανα print screen απλώς για να γελάσω. Η ομάδα συνέχιζε να νικάει και τα Μέσα την παρουσιάζουν ως φαβορί και μετά ο Τζέραρντ, που έχει γίνει αμυντικός χαφ για να κάνει μία απίθανη σεζόν, γλιστράει στο Άνφιλντ και μαζί του γλιστράει και το πρωτάθλημα. Φυσικά θα τον αναθεματίσεις, θα του σούρεις όλα τα απαγορευμένα κομμάτια της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά θέλεις να είναι εκεί για να μπορείς να συνεχίσεις να το κάνεις. Θέλεις να είναι εκεί, επειδή για αυτό υποστηρίζεις και υπερασπίζεσαι τη συγκεκριμένη ομάδα τόσα χρόνια: επειδή από τον Τραορέ ως τον Μπαλοτέλι και από τον Χίπια ως τον Κόλιμορ όλοι έχουν την αξία τους όταν φοράνε τη συγκεκριμένη φανέλα. Ο τύπος παίζει στη Λίβερπουλ από το 1998: είχα μόλις τελειώσει το λύκειο. Παιδιά που γεννήθηκαν το 1998 προετοιμάζονται για τις πανελλήνιες της επόμενης χρονιάς. 



Δεν είναι σοφό να δείχνεις ότι η ζωή είναι μάταιη και ότι υπάρχουν καταστάσεις που τελειώνουν πριν θεωρήσεις δεδομένο ότι αυτό θα γίνει. Χρειάζεται να συνεχίζουμε να πιστεύουμε σε καταστάσεις όπως η συνεργασία, η επιείκεια, η κατανόηση και η τιμή κάθε φορά. Δεν είναι η Σταχτοπούτα, ένα παραμύθι το οποίο από τότε που στο διαβάζουν ξέρεις ότι είναι παραμύθι. Όταν βρεθείς στη θέση που εσύ ο ίδιος πιστεύεις ότι τίθενται σε εφαρμογή ιδανικά όπως το «όποιος αξίζει δεν χάνεται», «όλα είναι δανεικά» και άλλα τέτοια κλισέ, δεν θέλεις να μαθαίνεις στις 2 Ιανουαρίου του 2015 ότι ο επί 12ετίας αρχηγός μίας ομάδας στην οποία αξίζει να είναι κάποιος αρχηγός, διότι δεν θα τον πετάξουν σαν στημένη λεμονόκουπα, θα φύγει από τη Λίβερπουλ το καλοκαίρι χωρίς να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Ακόμα και αν ο ίδιος ο Τζέραρντ ήθελε, η Λίβερπουλ δεν έπρεπε να τον αφήσει. Είναι σαν να εμπιστεύεσαι κάποιον, αληθινή εμπιστοσύνη, χωρίς δόση καχυποψίας, και να ανακαλύπτεις ότι σου λέει ψέματα. Καταβαραθρώνεσαι, ακόμα και αν ο συγκεκριμένος λόγος είναι ελάχιστα σημαντικός. Και η Λίβερπουλ, παρά τους νόμους της αγοράς, είπε ψέματα σε μένα, που θεωρούσα ότι είναι μία εντελώς διαφορετική ομάδα και που στηνόμουν για να μιζεριάσω σε παιχνίδια που εξαρχής ήξερα ότι θα χάσει.

—————

2014-12-22 00:11

To ποίημα της Ειρήνης για την Ευδοκία

"Στης λήθης τα θολά νερά"

Μπαρκάρανε οι μνήμες σου στης λήθης το καράβι,
στα θολωμένα της νερά δεν έχουν σωτηρία.
Ξώμεινε μια αναλαμπή καμιά φορά ν' ανάβει,
τάχα μου για παρηγοριά που σβήνει ως το τρία.

Ένα καράβι σάλπαρε απ' του μυαλού την όχθη,
αφού σου λεηλάτησε τη γνώση και την κρίση,
στοιβάχτηκαν στ' αμπάρια του τα όνειρα κι οι πόθοι
κι έγινε φύλλο και φτερό ό τι είχες αγαπήσει.

Εδώ συμβαίνουνε πολλά, τέρατα και σημεία
μα εσύ μέσα στο τίποτα, στου νου την αδειοσύνη,
μείναν στην εγκατάλειψη τετράδια, βιβλία,
τρελάθηκε η λησμονιά κι όλα τα καταπίνει.

Τα πλούτη και τους θησαυρούς άρπαξαν οι κουρσάροι,
όλα σου τα υπάρχοντα τραβούν στη λήθη ίσια,
ανάμνηση δεν έμεινε στου νου σου το πιθάρι,
σαν ένας βράχος μοναχός μοιάζεις στα ξερονήσια

—————

—————


Ό,τι του φανεί

/album/%cf%8c%2c%cf%84%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%af/i-m-not-always-right-but-i-m-never-wrong-jpg/

—————